Αριθμός 15/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1-4-2019 (αρ. καταθ. …./2019) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄ αρ. 611/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ………../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.
Με την από 18-10-2017 (αρ. καταθ. ……../2017) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,[και για την οποία προσκομίζει, όπως και πρωτοδίκως, την υπ΄ αρ. 375/5-10-2017 απόφαση (πράξη) του Ηγουμενοσυμβουλίου της, η οποία εγκρίθηκε από τον Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Eρμιoνίδος και Τροιζηνίας με την υπ΄ αρ. πρωτ. 707/16-10-2017 απόφασή του], η οποία συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 8-3-2018, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε πρωτοδίκως, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίσθηκε ότι έχει καταστεί κυρία του περιγραφομένου σ΄ αυτήν (αγωγή) ακινήτου και ειδικότερα του μοναστηριακού κτήματος ονομαζόμενου «………….», κείμενου στην ομώνυμη τοποθεσία του χωρίου ………. της κτηματικής περιφερείας της Κοινότητας ….. της Αίγινας εκτάσεως κατά την τότε καταμέτρηση άνω των 600στρεμμάτων με όλα τα εκεί διαλαμβανόμενα αγροκτήματα, αμπέλια, υποστατικά, κτίσματα και λοιπή ακαλλιέργητη έκταση. Ότι στο μείζον κτήμα συμπεριλαμβάνεται, εκτός των άλλων και ένα αγροτεμάχιο, το οποίο ευρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος «……», στη θέση «….» (ή …..) του Δήμου Αίγινας, πρώην Κοινότητας ….., που περιγράφεται στο υπ΄ αρ. ……/30-6-1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αίγινας ………., νομίμως μεταγραφέντος, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος έλαβε το ακίνητο αυτό λόγω διανομής, στην οποία προέβη μετά των αδελφών του, ………. . και ……, των σ΄ αυτό περιγραφομένων ακινήτων, τα οποία είχαν, κατά δήλωσή τους, κληρονομήσει εξ αδιαιρέτου κατ΄ισομοιρίαν. Ότι το αγρόκτημα απέκτησε ο εναγόμενος παρά μη κυρίων, γεγονός το οποίο γνώριζε κατά τον χρόνο της υπογραφής του συμβολαίου. Ότι στο ανωτέρω αγροτεμάχιο, που αντιστοιχεί στο εμφαινόμενο με αριθμό …….. στο από Ιουλίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα της Αρχιτέκτοντος Μηχανικού ………., ασκεί (η ενάγουσα) επί εκατονταετίες όλες τις αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) πράξεις νομής και κατοχής διανοία κυρίου, ήτοι καλλιεργώντας, περιφράσσοντας, συνιστώντας εμφυτευτικά δικαιώματα, μισθώνοντας σε τρίτους, αποτυπώνοντας αυτό σε τοπογραφικά διαγράμματα, καθώς επίσης ότι η κυριότητά της σ΄ αυτό έχει πολλαπλώς αναγνωρισθεί. Ότι έχει κριθεί ήδη με δύναμη δεδικασμένου η κυριότητά της (ενάγουσας) σε άλλα τμήματα της ίδιας αμπέλου των 30 στρεμμάτων με τις επικαλούμενες αποφάσεις επί αγωγών της (ενάγουσας) κατ΄ άλλων διαδίκων. Ότι το ανωτέρω μείζον κτήμα των 600 στρεμμάτων ανήκει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή από Τουρκοκρατίας, από αγοραπωλησίες καιαφιερώσεις από κτηματίες της Αίγινας, δυνάμει πράξεων του «Δικανικού Επιτρόπου» Νοταρίου της Τουρκικής αρχής, αλλά και Ελλήνων Νοταρίων της Αίγινας, καταγεγραμμένων στον κτηματολογικό κώδικα της αιωνοβίου Ιεράς Μονής, ιδρυθείσας το έτος 1608 και ανιδρυθείσας ως Πατριαρχικής Σταυροπηγιακής Μονής το έτος 1798 δια Πατριαρχικού Σιγιλίου. Ότι αναγνωρίσθηκε η κτήση αυτή από του παρελθόντος αιώνος μετά την Εθνική Αποκατάσταση από το Ελληνικό Δημόσιο ότι ανήκει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) το προαναφερόμενο μείζον αγρόκτημα του …. της ….., αποκτηθέν κατά παράγωγο τρόπο και τίτλο κτήσεως της κυριότητας χωρίς υποχρέωση μεταγραφής (κατά το άρθρο 1 του Ν. ΤΗ/1856 περί Υποθηκοφυλακείων), με αποτέλεσμα να παραμείνει εξακολουθητικά στην κυριότητα και νομή της (ενάγουσας), αλλά και μετά την ίδρυση του ΟΔΕΠ του έτους 1930, συμπεριληφθέντων στην ανήκουσα σ΄ αυτήν (ενάγουσα) μοναστηριακή περιουσία, δυνάμει του 25-1-1933 Π.Δ. εκ της καταγραφής κτημάτων «της εν τω Δήμω Αιγινητών Μονής ……….. επελεγομένης του ……..» του έτους 1883, αλλά και εφεξής μέχρι τη σύνταξη της αγωγής παρέμειναν ως μοναστηριακή περιουσία στην κυριότητα και νομή, ασκουμένη συνεχώς και αδιαταράκτως, ήδη δε και ακωλύτως δυνάμει του άρθρου 55 του Ν. 2413/1996. Ότι επικουρικά απέκτησε (η ενάγουσα) την κυριότητα του μείζονος αγροκτήματος με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι από αμνημονεύτων ετών, ήτοι καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα των παρελθόντων οκτακοσίων (800) ετών και ιδία από του έτους 1608 και εφεξής, νεμήθηκε και νέμεται διανοία κυρίου, με νόμιμο τίτλο και με καλή πίστη, συνεχώς και εμφανώς, το όλο μείζον κτήμα αυτό των 600 στρεμμάτων του …. της ….., επιχειρήσασα και επιχειρούσα, τις κατά προορισμό ως καλογηρικού κτήματος αναφερόμενες σ΄ αυτήν (αγωγή) διακατοχικές πράξεις, ήτοι με τη συλλογή των καρπών εκ των ελαιοδένδρων, την καλλιέργεια της γης, τη βοσκή των ζώων, την παραχώρηση εμφυτευτικών δικαιωμάτων στους αμπελουργούς και αγροκαλλιεργητές της περιοχής, τη μίσθωση, την επίβλεψη δια συνεχών επισκέψεων στα κτήματα αυτά, την εποπτεία, την οροσήμανση, τη φύλαξη των αγρών δια του διορισμού αγροφυλάκων, την τοπογράφηση, την εκμετάλλευση του όρμου ως Αρσανά (Επινείου της Μονής) κλπ, χωρίς να διαταραχθεί από κανέναν με αποτέλεσμα να επέλθει κατά νόμο κτήση της κυριότητας του κτήματος αυτού από αυτήν (ενάγουσα) και κατά τον πρωτότυπο τρόπο από την προαναφερόμενη έκτακτη χρησικτησία και κτητική παραγραφή, λόγω συνδρομής όλων των όρων και προϋποθέσεων για την κτήση αυτή έναντι όλων και έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, αφού συμπληρώθηκε και επήλθε η προαναφερόμενη έκτακτη χρησικτησία πολύ νωρίτερα του έτους 1915. Ότι ιδρύθηκε (η ενάγουσα) επισήμως ως ανδρώα μονή, με το από του έτους 1798 Σιγίλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και το προσαρτημένο σε αυτό χρυσόβουλο, μετατράπηκε δε σε γυναικεία Μονή με το από 7ης Νοεμβρίου 1935 διάταγμα του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημοσιευθέντος στο υπ΄ αριθμόν 551 της 15ης Νοεμβρίου 1935 τεύχος Α΄ της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Ότι μέχρι το έτος 1930 διαχειριζόταν ατομικώς την περιουσία της, αλλά μετά τη σύσταση του ΟΔΕΠ (1930), η ακίνητη περιουσία της (ενάγουσας) διακρίνεται σε διατηρητέα την οποία διαχειρίζεται η ίδια (η ενάγουσα) και την εκποιητέα, την οποία διαχειρίζεται ο ΟΔΕΠ, ενεργών τις διαχειριστικές πράξεις για λογαριασμό της (ενάγουσας), χωρίς να μεταβάλλεται το καθεστώς της κυριότητας, δυνάμει του από 24-8-1933 Προεδρικού Διατάγματος (ΦΕΚ 248/33 Α΄, που υπογράφηκε την 25-1-33), το οποίο κάνει το διαχωρισμό ότι εκποιητέα δε (είναι) η κάτωθι: « … Αγροί μετ΄ελαιοδένδρων στη θέση ……… – …. 600 στρέμματα». Ότι το έτος 1952 υπογράφηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Εκκλησίας της Ελλάδος με την οποία μεταβιβαζόταν το ακίνητο σε θέση ………… Αίγινας, τμήμα του οποίου αποτελεί και το επίδικο, ότι η σύμβαση αυτή [που υπογράφηκε την 18-9-1952 χωρίς να συμμετάσχει (η ενάγουσα)] κυρώθηκε με το από 8-10-1952 διάταγμα, καθώς επίσης ότι η σύμβαση αυτή δεν υλοποιήθηκε, διότι δεν τηρήθηκαν οι όροι που ορίσθηκαν σε αυτή. Ότι το γεγονός της μη υλοποιήσεως και μη εφαρμογής της συμβάσεως του 1952 θέλησε να θεραπεύσει ο Ν. 1700/1987 και ο Ν. 1811/1988 και ότι ο τελευταίος κατάργησε και τον ΟΔΕΠ. Ότι οι νόμοι αυτοί καταργήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και μετά την ψήφιση του άρθρου 55 του Ν. 2413/1996 η ενάγουσα έχει την πλήρη διαχείριση της περιουσίας της. Επιπροσθέτως, ότι για την άσκηση της ένδικης αγωγής έχει ληφθεί απόφαση από το Ηγουμενοσυμβούλιο, η οποία εγκρίθηκε με απόφαση του Μητροπολίτη της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Τροιζηνίας και Ερμιονίδος και εξουσιοδοτήθηκε ο υπογράφων αυτή (αγωγή) για την άσκησή της. Ότι η αξία του επίδικου αγρού ανέρχεται στο ποσό των 46.500 ευρώ, υπολογιζομένης της εμπορικής και τρέχουσας αξίας σε 30.000 ευρώ το στρέμμα. Ότι ο εναγόμενος κατέλαβε αυθαιρέτως και παρανόμως το ανωτέρω αγροτεμάχιο, το οποίο κατακρατεί παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των εκπροσώπων της (ενάγουσας), προς απόδοσή του και ότι προέβη σε ενέργειες πλήρους αμφισβητήσεως των επ΄ αυτού δικαιωμάτων της. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι το ανωτέρω αγροτεμάχιο μαζί με άλλα από το κτήμα της στη θέση … ή …. …. Αίγινας, κατόπιν δημοπρασίας, δυνάμει των από 26-2-2013 και 19-3-2014 συμφωνητικών, εκμίσθωσε (η ενάγουσα) για επαγγελματική χρήση στην εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………» και ότι λόγω δυστροπίας ως προς την καταβολή του μισθώματος, προέβη την 18-1-2017 σε βιαία αποβολή της μισθώτριας εταιρείας από το μίσθιο δυνάμει της υπ΄ αρ. ……../2016 διαταγής απόδοσης μισθίου και επιδικάσεως μισθωμάτων. Ότι ο εναγόμενος την 12-6-2017 επέδωσε στη Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης Γ.Π.Σ. Περιφέρειας Πειραιώς και Νήσων – Τμήμα Έκδοσης Αδειών, την από 29-5-17 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, στην οποία, μεταξύ των άλλων, ισχυρίζεται ότι παρουσίασε (η ενάγουσα) ψευδώς ως δικό της το ακίνητο υπ΄ αρ. …… κατά το τοπογραφικό της ……. και το εκμίσθωσε στην ……., ενώ αυτό ήταν κυριότητάς του δυνάμει του υπ΄αρ. ………/84 διανεμητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αίγινας ……… και ότι ζήτησε από την Υπηρεσία Δόμησης για το λόγο αυτό την ακύρωση, άλλως την ανάκληση της εκδοθείσας άδειας. Ότι δυνάμει του υπ΄ αρ. πρωτ. ………./24-7-17 εγγράφου της ιδίας Υπηρεσίας, της κοινοποιήθηκε απόφαση ανάκλησης της ως άνω άδειας του Διευθυντού της Υπηρεσίας, επειδή στην έκταση των 21.109 τ.μ. που αφορούσε η εκδοθείσα άδεια «συμπεριλαμβάνεται ιδιοκτησία ………. επιφανείας 1550 τ.μ., όπως περιγράφεται στο με αριθμό ……./1984 συμβόλαιο». Ότι επίσης ο εναγόμενος με την από 11-2-2016 δήλωσή του τού Ν.2308/1995 στο Εθνικό Κτηματολόγιο, εμφανίζει εαυτόν κύριο κατά 100% του ανωτέρω ακινήτου 1550 τ.μ. με «τίτλο κτήσεως» το διανεμητήριο συμβόλαιο. Εξάλλου στην ένδικη αγωγή ενσωματώνονται (σε φωτοτυπικά αντίγραφα) τα τοπογραφικά διαγράμματα της Αρχιτέκτονος Μηχανικού …….. από Ιούλιο 1995 και του Τεχνολόγου Τοπογράφου Μηχανικού ……….. από Οκτώβριο 1983 που αφορούν το επίδικο ακίνητο, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του ως άνω ακινήτου – αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.550 τ.μ., όπως αυτό περιγράφεται σ΄ αυτήν (αγωγή) κατά θέση, έκταση, ιδιότητα (αγροτεμάχιο) και όρια, να διαταχθεί η αποβολή του εναγομένου και κάθε κατέχοντος στο όνομα αυτού και η απόδοσή του σ΄ αυτήν (ενάγουσα). Επίσης ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 611/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 31.000 ευρώ και ότι η ένδικη αγωγή υπάγεται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) και όχι του Ειρηνοδικείου, απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό του εναγομένου ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθώς επίσης (αφού έκρινε) ότι η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, απορρίπτοντας τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εναγομένου ως νόμω αβάσιμο, εκτός ως προς τη βάση της περί κτήσεως κυριότητας με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα «δυνάμει πράξεων του Δικανικού Επιτρόπου, Νοταρίου της Τουρκικής Αρχής, αλλά και Ελλήνων Νοταρίων της Αίγινας, καταγεγραμμένων στον κτηματολογικό κώδικα της Ιεράς Μονής», και νόμιμη, εκτός από το αίτημα περί αποβολής του εναγομένου από το επίδικο ακίνητο, το οποίο έκρινε μη νόμιμο και απορριπτέο, δέχθηκε την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και, μεταξύ άλλων, αναγνώρισε ότι η ενάγουσα είναι κυρία ενός αγροτεμαχίου στη θέση «….» ……. Αιγίνης συνολικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών χιλίων πεντακοσίων πενήντα (1550), το οποίο εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο υπ΄ αρ. …./30-6-1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αίγινας ……….. τοπογραφικό διάγραμμα του Τεχνολόγου Τοπογράφου Μηχανικού ………, υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ, συνορευόμενο κατά το τοπογραφικό αυτό βορείως σε πλευρές ΑΒ μήκους μέτρων σαράντα ενός (41), ΒΓ μέτρων σαράντα (40), ΓΔ μέτρων σαράντα (40) με ιδιοκτησία ………, νοτίως σε πλευρές ΘΗ μέτρων σαράντα ενός (41), ΗΖ μέτρων σαράντα (40) και ΖΕ μέτρων σαράντα (40) εν μέρει με ιδιοκτησία ………. και εν μέρει με ιδιοκτησία Ιερού Ναού ………., ανατολικώς σε πλευρά ΔΕ μέτρων δεκαοκτώ και δέκα εκατοστών (18,10) με ιδιοκτησία της ενάγουσας και δυτικώς σε πλευρά ΑΘ μέτρων οκτώ και τριάντα εκατοστών (8,30) με χείμαρρο, υποχρέωσε τον εναγόμενο και κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα από αυτόν να αποδώσει στην ενάγουσα τη νομή του περιγραφομένου στην αμέσως ανωτέρω διάταξη ακινήτου και καταδίκασε τον εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των 930 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 1-4-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) έφεση ο ηττηθείς εναγόμενος, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή, άλλως να παραπεμφθεί η υπόθεση στο Ειρηνοδικείο της Αίγινας, άλλως, πλέον επικουρικά, να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.
Με το νόμο 1700/1987 «Ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας» η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών περιέρχονταν στον Οργανισμό Διαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) ως προς την οποία, είτε αυτή ανήκει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία στη «διατηρητέα» ή «διατηρούμενη», είτε στην «εκποιητέα» ή «ρευστοποιητέα» περιουσία, έχει ο ΟΔΕΠ την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση (άρθρο 1 παρ. 1) στον οποίο παρεχόταν η δυνατότητα παραχώρησης αυτής για αξιοποίηση και εκμετάλλευση σε αγρότες μέλη γεωργικών ή κτηνοτροφικών συνεταιρισμών, καθώς και σε γεωργικούς ή κτηνοτροφικούς συνεταιρισμούς ή φορείς του δημόσιου τομέα με αντίστοιχο οικονομικό αντάλλαγμα προς τις οικείες Ιερές Μονές ποσοστού επί του αντιστοίχου ακαθαρίστου εισοδήματος προοριζομένου για τις ανάγκες κάθε Μονής (άρθρο 2 παρ. 1). Επίσης οριζόταν ότι μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ο ΟΔΕΠ μπορούσε να μεταβιβάσει με σύμβαση προς το Ελληνικό Δημόσιο την κυριότητα της μοναστηριακής περιουσίας, όπως αυτή περιγράφεται στην ίδια διάταξη με εξαίρεση μικρές εκτάσεις πέριξ των Ιερών Μονών, προοριζομένων για αυτοκαλλιέργεια από τους μοναχούς (άρθρο 2 παρ.2). Με την παρέλευση άπρακτης της κατά τα άνω προθεσμίας τα ακίνητα που βρίσκονταν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, στη νομή και κατοχή των Ιερών Μονών θεωρούνται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, εκτός των ακινήτων επί των οποίων οι Μονές θα απεδείκνυαν ότι έχουν τίτλο κυριότητας ή έχει αναγνωριστεί η κυριότητά τους με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση έναντι του Δημοσίου. Ακολούθως, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος εξουσιοδοτημένης από 149 Ιερές Μονές υπογράφηκε η από 11-5-1988 σύμβαση παραχώρησης στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των συμβαλλόμενων Ιερών Μονών, η οποία (σύμβαση) κυρώθηκε με το Ν. 1811/1988. Ορίστηκε δε, ότι από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η διοίκηση και διαχείριση της αστικής εν γένει περιουσίας των Ιερών Μονών, που δε συμβάλλονται στη σύμβαση, περιέρχεται στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Για τη λοιπή περιουσία των Μονών αυτών ισχύουν οι διατάξεις του 1700/1987 (άρθρο 2 παρ. 3). Επίσης, με το άρθρο 3 της σύμβασης ο ΟΔΕΠ καταργείται, η δε διατηρητέα αστική και απομένουσα στην κυριότητα, νομή και κατοχή των συμβαλλομένων Ιερών Μονών διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία θα διοικείται και θα διαχειρίζεται από τις Μονές αυτές δια της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ύστερα από εξουσιοδοτήσεις των Ηγουμενοσυμβουλίων τους. Εξάλλου η ρευστοποιητέα αστική και απομένουσα στις συμβαλλόμενες Μονές αγροτολιβαδική και δασική περιουσία θα διοικείται και θα διαχειρίζεται από την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία θα νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά ως προς την περιουσία αυτή, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταργούμενου ΟΔΕΠ. Οι Ιερές Μονές …………….. προσέφυγαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και υποστήριξαν ότι οι άνω νόμοι 1700/1987 και 1811/1988 παραβιάζουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τα άρθρα 6, 9, 11, 13 και 14 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρέπεμψε την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο με την από 9-12-1994 απόφασή του (υπόθεση ………….) δέχτηκε ότι ως προς τις παραπάνω πέντε (5) πρώτες αιτούσες Μονές, που δεν ήταν συμβαλλόμενες στην προαναφερόμενη σύμβαση της 11-5-1988, μεταξύ των οποίων η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, με την παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους», ως και του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στο πρώτο εδάφιο του οποίου ορίζεται ότι «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Κάλεσε δε την Ελληνική Κυβέρνηση και τις αιτούσες Ιερές Μονές να υποβάλλουν εντός έξι μηνών (η προθεσμία αυτή παρατάθηκε στη συνέχεια μέχρι 6-6-1997) τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος και ιδιαιτέρως να ενημερώσουν το Δικαστήριο για τυχόν συμφωνία που θα συνάψουν. Μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής ψηφίστηκε το άρθρο 55 του Ν.2413/1996, με το οποίο ορίζεται ότι «1. Οι Ιερές Μονές, που δεν συμβλήθηκαν στη σύμβαση που υπογράφηκε στις 11 Μαΐου 1988 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και κυρώθηκε με το ν. 1811/1988 (ΦΕΚ 231 Α΄) ούτε προσχώρησαν μεταγενέστερα σε αυτήν, έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι και νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά στις δίκες που αφορούν τα δικαιώματα και συμφέροντά τους σχετικά με την περιουσία τους που καταλαμβάνεται από τους νόμους 1700/1987 (ΦΕΚ 61 Α΄) και 1811/1988 (ΦΕΚ 231 Α΄). Η απόδειξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και της νομής των Ιερών Μονών στην προαναφερόμενη περιουσία γίνεται με κάθε αποδεικτικό μέσο που προβλέπεται στις οικείες διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων που ίσχυαν πριν από τους νόμους 1700/1987 και 1811/1988 ως προς την κτήση νομής και εμπραγμάτων δικαιωμάτων έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. 2. Ανακαλούνται από τότε που εκδόθηκαν και θεωρούνται ως μηδέποτε εκδοθείσες όλες οι διοικητικές πράξεις οποιουδήποτε είδους και όλες οι εγκύκλιοι που εκδόθηκαν από οποιαδήποτε αρχή δυνάμει ή σε εκτέλεση των νόμων 1700/1987 και 1811/1988 σε ό,τι αφορά τις Ιερές Μονές της παρ. 1 του παρόντος. 3. Κάθε αντίθετη διάταξη, δικονομική ή ουσιαστική καταργείται όσον αφορά τις Ιερές Μονές της παρ. 1 του παρόντος». Έτσι, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 55 του Ν. 2413/1996 δεν έχουν πλέον ισχύ έναντι των Ιερών Μονών που δεν συμβλήθηκαν στην προαναφερομένη από 11-5-1988 σύμβαση, ούτε προσχώρησαν μεταγενέστερα σε αυτή, οι αντίστοιχες διατάξεις των Ν.1700/1987 και 1811/1988, έχουν δε πλέον οι εν λόγω Ιερές Μονές την ικανότητα να είναι οι ίδιες διάδικοι, νομιμοποιούμενες ενεργητικά και παθητικά στις δίκες οι οποίες αφορούν τα δικαιώματά τους επί της ακίνητης περιουσίας τους, που καταλαμβάνεται από τους ανωτέρω νόμους, είτε περιλαμβάνονταν -με βάση το προ του Ν.1700/1987 νομοθετικό καθεστώς- στη διατηρητέα, είτε στην εκποιητέα περιουσία τους (ΑΠ 411/1997 ΕλλΔνη 38.1797,ΕφΠειρ 124/2005). Εξάλλου, από τις διατάξεις του Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 2 παρ. 1 βασ. (50.14), νεαρ. 111 και νεαρ. 131 κεφ. 6, οι οποίες εφαρμόζονται κατ΄ άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι αυτός που έχει επί τεσσαρακονταετία στην καλόπιστη νομή του ακίνητο που ανήκει σε Ιερά Μονή γίνεται κύριος αυτού, μπορεί να το διεκδικήσει από οποιονδήποτε κάτοχο και έχει κατά της Μονής ένσταση παραγραφής. Ο χρόνος της αποσβεστικής αυτής παραγραφής και συνεπώς και ο της έκτακτης χρησικτησίας ορίστηκε μεν σε 30 έτη με το άρθρο 1 του Ν. ΓΧΞ/1920, αλλά κατά τη γενική διαχρονική αρχή, που επικρατούσε τότε, εάν ορισθεί με νέο νόμο βραχύτερος χρόνος παραγραφής, εφόσον ο προς συμπλήρωση παραγραφής που άρχισε υπολειπόμενος κατά τον παλαιό νόμο χρόνος είναι βραχύτερος από εκείνον που ορίζει ο νέος νόμος, εφαρμόζεται ο παλαιός νόμος και η παραγραφή συνεχίζεται και συμπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζει ο παλαιός νόμος. Επίσης, η διάταξη του άρθρου 21 του από 16-5-1926 Ν.Δ. «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λπ.», σύμφωνα με την οποία τα επί ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου, της Αεροπορικής Αμύνης και των Ιερών Μονών δεν υπόκεινται στο μέλλον σε καμμιά παραγραφή, η δε τυχόν αρξαμένη παραγραφή καμμιά νόμιμη συνέπεια δεν θα έχει αν μέχρι τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού δεν συμπληρώθηκε η τριακονταετής παραγραφή κατά τους ισχύοντες νόμους, αναφέρεται μόνο στην από το Ν. 3 κωδ. (7.39) οριζόμενη και μη μεταβλητέα με το Ν. ΓΧΞ/1910 τριακονταετή παραγραφή επί των ακινήτων του Δημοσίου και της με το από 26/31-8-1925 Ν.Δ. συσταθείσας Αεροπορικής Αμύνης, όχι δε και στην τεσσαρακονταετή παραγραφή των αξιώσεων επί ακινήτων των Ιερών Μονών. Και τούτο διότι, αφού ο 30ετής χρόνος παραγραφής που ορίστηκε με το Ν. ΓΧΞ/1910 δεν μπορούσε να συμπληρωθεί από την ισχύ του νόμου αυτού μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω Ν.Δ. (16-5-1926) η τυχόν προ του Ν. ΓΧΞ/1910 αρξαμένη παραγραφή σε βάρος ακινήτων των Ιερών Μονών, έπρεπε να συμπληρωθεί κατά τις παλαιές περί 40ετούς παραγραφής διατάξεις. Η λήξη όμως κάθε παραγραφής δικαιωμάτων, ως και του χρόνου της χρησικτησίας, ανεστάλη με τα εκδοθέντα σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912, από 12-9-1915 μέχρι 16-5-1926, αλληλοδιάδοχα διατάγματα, αναστολή η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Επομένως για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί ακινήτου που ανήκει σε Ιερά Μονή και για την παραγραφή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων αυτής, απαιτείται 40ετής νομή, η οποία όμως πρέπει να έχει συμπληρωθεί το βραδύτερο μέχρι την 12-9-1915 και γι΄ αυτό πρέπει να έχει αρχίσει τουλάχιστον από την 12-9-1875 (βλ. ΑΠ 1041/1977 ΝοΒ 26. 925). Συνεπώς από την 12-9-1915 και στο εξής τα ακίνητα των Ιερών Μονών δεν υπόκεινται σε χρησικτησία και γι΄ αυτά εφαρμόζονται αναλόγως οι ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», οι δε Ιερές Μονές θεωρείται ότι έχουν αδιαλείπτως στη νομή τους τα ακίνητά τους (πλασματική νομή), ασχέτως προς οποιαδήποτε αφαίρεση αυτής από τρίτους, οι δε αξιώσεις τους είναι απαράγραπτες (ΑΠ 1276/1997 ΕλλΔνη 39. 861, ΑΠ 14/1994 ΕΕΝ 1995.17, ΑΠ 1650/1981 ΝοΒ 30.932, ΑΠ 449/1977 ΝοΒ 26.39). Τα ίδια άλλωστε επαναλήφθηκαν και σε νεώτερα νομοθετήματα, όπως στο άρθρο 58 παρ.2 του Ν.Δ. 86/1969, στο άρθρο 4 παρ. 3 του αρ. 4/1959 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και στο άρθρο 62 παρ. 2 του Ν.590/1977 περί του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΑΠ 724/1983 ΝοΒ 31.1409, ΑΠ 1650/1981 ΝοΒ 30.932, ΕφΘεσσαλ 1161/1983 Αρμ.37.965, ΕφΑθ 5510/1982 ΕλλΔνη 23.598). Περαιτέρω, τίτλους εκ του νόμου για τα κτήματα των Ιερών Μονών αποτελούν και τα διαχωριστικά διατάγματα της μοναστηριακής περιουσίας που εκδόθηκαν κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν.4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους Ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. της 14/22-4-1931 (ΕφΠειρ 124/2005, Κ. Ραμιώτη: Η Εκκλησία μέσα στην Ελληνική Πολιτεία, εκ.1997, σελ. 201 και 242). Κατά το άρθρο 58 του ΕισΝΑΚ «Το εμπράγματο δικαίωμα εμφύτευσης σε ξένο έδαφος, που υπάρχει κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, διατηρείται και εξακολουθεί να διέπεται από το έως τώρα δίκαιο, ή από τις ειδικές σχετικά μ΄ αυτό διατάξεις, που ισχύουν έως τώρα». Σύμφωνα με τις προϊσχύουσες του ΑΚ διατάξεις του β.ρ. δικαίου, εμφύτευση είναι το κληρονομητό και μεταβιβαστό εμπράγματο δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως ξένου ακινήτου έναντι καταβολής εμφυτευτικού κανόνα, σε χρόνο που μπορεί να οριστεί και στο διηνεκές, ώστε να παρέχει στον εμφυτευτή σχεδόν εξουσία ιδιοκτήτη. Τρόπος συστάσεως της εμφυτεύσεως είναι η σύμβαση με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, η διάταξη τελευταίας βουλήσεως και η δικαστική απόφαση. Επίσης, η τακτική και έκτακτη χρησικτησία με ανάλογη εφαρμογή των περί χρησικτησίας διατάξεων της κυριότητας. Σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής τα πρόσωπα των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του εμφυτευτού προσδιορίζονται από το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο του θανάτου του. Εξάλλου, η απόσβεση της εμφυτεύσεως επέρχεται εκτός από άλλες περιπτώσεις και με την πάροδο της τριαντακονταετούς παραγραφής, την έκπτωση του εμφυτευτού, η οποία επέρχεται λόγω παραβάσεως των υποχρεώσεών του, που αναφέρονται και στην προσήκουσα διαχείριση του πράγματος ως και τη χειροτέρευσή του και επίσης καταργείται η εμφύτευση για τους ίδιους λόγους που καταργούνται και τα λοιπά εμπράγματα δικαιώματα. Επίσης, πρέπει να λεχθεί ότι ο εμφυτευτής κατέχει το ακίνητο ως αντιπρόσωπος του (ψιλού) κυρίου (ΑΠ 96/2010, ΑΠ 1251/1977 ΝοΒ 26.1039, ΑΠ 1193/1974 ΝοΒ 23.731, ΕφΑθ 1773/1988 ΕλλΔνη 31.144, Τούση: Εμπράγματο Δίκαιο, εκ. 1966, παρ. 147, σελ.557 επ.). Ακολούθως, κατά την παρ. 1 του άρθρου 368 του ΚΠολΔ «Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης», κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης». Από τις αμέσως πιο πάνω παρατιθέμενες διατάξεις του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το Δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές» αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες. Επομένως, αν δεν υπάρχει παραδοχή του Δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα τα οποία απαιτούν, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 194/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 237/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑιγ 39/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 218/2017ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως, από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ συνάγεται, ότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο βραχύτερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ΄ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, κάτω από τις οποίες η ικανοποίηση του δανειστή θα επιφέρει δυσμενείς για τα συμφέροντα του οφειλέτη επιπτώσεις, ώστε για την αποτροπή αυτών να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 237/2005, ΑΠ 781/2003). Περαιτέρω από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ, 118, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, είναι, εκτός των άλλων: α) η κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, β) η κατάληψη του επίδικου ακινήτου από τον εναγόμενο, ο οποίος το νέμεται και το κατέχει κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, γ) ο ακριβής προσδιορισμός του ακινήτου, κατά θέση, όρια, είδος και έκταση, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, θα πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του (ΑΠ 1014/2014, ΑΠ 1648/2009, ΑΠ 94/1980). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 47 εδ. α΄ του ΚΠολΔ απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι θεωρείται απαράδεκτος ο λόγος έφεσης που προσάπτει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι δίκασε υπόθεση που ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου Δικαστηρίου (ΕφΘεσσαλ 2657/2019, ΕφΠατρ 337/2018, ΕφΔωδ 242/2017, ΕφΠειρ 508/2015, ΕφΛαρ 439/2014 ΝΟΜΟΣ, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα: ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 47,αρ. 1, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. στ΄, αρ. 931, σελ. 367).Στην προκειμένη περίπτωση, με λόγο της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη έσφαλε δεχθείσα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) ήταν αρμόδιο καθ΄ ύλην για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής και έπρεπε, ενόψει της αξίας του αντικειμένου της δίκης, να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο και να παραπέμψει την υπόθεση στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη νομική σκέψη, ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ακολούθως, με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως ισχυριζόμενα πρωτοδίκως από τον εναγόμενο, τα οποία επαναφέρει με σχετικό λόγο της εφέσεως, καθόσον περιέχονται σ΄ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, ήτοι περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά του εναγομένου. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής γίνεται σαφής έκθεση όλων των απαραίτητων για το ορισμένο της στοιχεία, όπως της ταυτότητας του διεκδικούμενου ακινήτου, με αναφορά στη θέση, έκταση, ιδιότητα (αγροτεμάχιο) και όρια αυτού με κάθε λεπτομέρεια, ενσωματώνονται δε τα τοπογραφικά διαγράμματα της Αρχιτέκτονος Μηχανικού ………… από Ιούλιο 1995 και του …………. από Οκτώβριο 1983 που αφορούν το επίδικο ακίνητο, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά του (πρβλ. ΑΠ 714/2015). Η ενσωμάτωση δε αυτή δεν συνιστά παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έτσι ώστε να καθιστά την αγωγή αόριστη (πρβλ. ΑΠ 839/2006). Επίσης, γίνεται σαφής έκθεση α) της κυριότητας της ενάγουσας, β) του τρόπου κτήσεως αυτής, γ) των γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, καθώς επίσης, αναφέρονται και πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη θέληση να το έχει δικό της (η ενάγουσα), μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή και απέρριψε τον ισχυρισμό που προέβαλε ο εναγόμενος περί αοριστίας της ένδικης αγωγής ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 4 εδ. ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε και ισχύει από 1-1-2016 με το Ν. 4335/2015, «Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 6 του νέου ΚΠολΔ, «Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, με απλή διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσής επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο». Από το συνδυασμό των παραπάνω άρθρων του νέου ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η εμμάρτυρος απόδειξη με το Ν. 4335/2015, έχει καταρχήν καταργηθεί στην τακτική διαδικασία, εκτός αν ο Δικαστής που δικάζει την υπόθεση κρίνει διαφορετικά, όπως αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο άρθρο. Επομένως, αυτό σημαίνει ότι η εμμάρτυρος απόδειξη δεν απαγορεύεται ούτε στη διαδικασία αυτή, απλώς η αναγκαιότητά της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια και τη δικανική κρίση του δικάζοντος Δικαστή στη συγκεκριμένη κάθε φορά επίδικη περίπτωση. Προκρίνεται, συνεπώς, η γραπτή διεξαγωγή της δίκης, με το προβάδισμα να δίδεται πλέον στις ένορκες βεβαιώσεις, εκτός και αν κριθεί αναγκαία η εξέταση μάρτυρα, οπότε και με πράξη ή με απόφαση που διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 237 παρ. 6 και 254 του ΚΠολΔ, τέτοια εξέταση μαρτύρων καθίσταται δυνατή (ΕφΘεσσαλ 1003/2018). Στην προκειμένη δε περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έκρινε απολύτως αναγκαία την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο.
Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι [ανάμεσα στα οποία και αυτά που για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004), καθώς επίσης, των εγγράφων των οποίων γίνεται επίκληση από την εφεσίβλητη και προσκομίζονται το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της (εφεσίβλητης), για την αντίκρουση ισχυρισμού που προβάλλεται το πρώτον με τις από 1-3-2020 προτάσεις του εκκαλούντος, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στην ενάγουσα Ιερά Μονή, η οποία βρίσκεται στην Αίγινα και ιδρύθηκε επίσημα κατά το έτος 1798 ως ανδρώα με Σιγίλιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, περιήλθε μεγάλη αγροτική περιουσία από δωρεές πιστών, οι οποίοι δώρισαν και παραχώρησαν σ΄ αυτήν κυρίως την κτηματική τους περιουσία. Το γεγονός της σύστασης τέτοιων δωρεών προκύπτει κυρίως από τον κώδικα με τον τίτλο «ΚΩΔΙΞ ΙΕΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ……….. ΑΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΑΨΟΘ ΕΤΟΥΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΕΙΑΣ …………» και περιλαμβάνει δωρεές ακινήτων και άλλων αντικειμένων προς την εν λόγω Μονή, οι οποίες έγιναν κατά το διάστημα από το έτος 1608 έως και το έτος 1864. Μετά την παραχώρηση λόγω δωρεάς προς την ενάγουσα του καθενός από τα δωριζόμενα ακίνητα, η τελευταία το κατέγραφε στον εν λόγω κτηματολογικό της κώδικα, και στη συνέχεια παρελάμβανε αυτό στην κατοχή της και το νεμόταν έκτοτε με διάνοια κυρίας και καλή πίστη, προβαίνοντας ειδικά όταν αυτό ήταν αγροτικό ακίνητο στην καλλιέργεια και την εκμετάλλευσή του σύμφωνα με τον προορισμό του. Βέβαια το οθωμανικό δίκαιο που ίσχυε στην Αίγινα κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, δεν γνώριζε τον θεσμό της χρησικτησίας ως τρόπο κτήσης της κυριότητος επί ακινήτων, και συνεπώς, για τα ακίνητα που περιήλθαν με τον παραπάνω τρόπο στην ενάγουσα κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας δεν υπολογίζεται ως προς τη χρησικτησία ο χρόνος νομής που πέρασε κάτω από την ισχύ της οθωμανικής νομοθεσίας (άρθρα 1248 και 1614 του οθωμανικού αστικού κώδικα και άρθρο 3 του οθωμανικού νόμου περί γαιών). Όμως, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον τουρκικό ζυγό, οπότε άρχισε να ισχύει και πάλι το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, συνεχίστηκε η νομή της ενάγουσας επί των προαναφερομένων ακινήτων. Έτσι, με τον προαναφερόμενο τρόπο των δωρεών, περιήλθε τμηματικά και κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στην ενάγουσα και το ένδικο μείζον αγροτικό ακίνητο συνολικής έκτασης 600 στρεμμάτων που κείται στις θέσεις «…………..» της νήσου Αίγινας. Η όλη αυτή εδαφική έκταση καταγράφηκε κατά το έτος 1933 ως ακίνητη περιουσία της ενάγουσας και συμπεριλήφθηκε στην εκποιητέα περιουσία της με το από 25-1-1933 Προεδρικό Διάταγμα «Περί διαχωρισμού της ακινήτου περιουσίας της Ιεράς Μονής Αιγίνης – Αθηνών» (ΦΕΚ 248/24-8-1933 τ. Α΄), το οποίο αποτελεί σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, τίτλο κτήσεως κυριότητας της παραπάνω εκτάσεως εκ του νόμου για την ενάγουσα. Στην έκταση αυτή των 600 στρεμμάτων περιλαμβάνεται και ένα παραθαλάσσιο αγρόκτημα εμβαδού 30 περίπου στρεμμάτων, που εμπίπτει στην ειδικότερη θέση «……..» της κτηματικής περιφερείας της πρώην – κοινότητας …………. Το τελευταίο αυτό αγροτεμάχιο είχε καταγραφεί και συμπεριληφθεί στην ακίνητη περιουσία της ενάγουσας σε κώδικα με αύξοντα αριθμό …., όπου είχαν καταγραφεί και τα λοιπά ακίνητα, καθώς και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ο κώδικας αυτός φέρει τον τίτλο «Κώδιξ Μέγας της εν Αιγίνη Ιεράς Μονής ……… επιλεγόμενης ………» και φέρει θεώρηση με χρονολογία 19-8-1838. Τμήμα του αγροτεμαχίου αυτού των 30 στρεμμάτων, είναι και το επίδικο ακίνητο, το οποίο κατέλαβε ο εναγόμενος, το οποίο ευρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος «…….», στην θέση «….» (ή …) του Δήμου Αίγινας, πρώην Κοινότητας …., το οποίο περιγράφεται στο υπ΄ αρ. …./30-6-1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αίγινας …………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών Υποθηκοφυλακείου Αίγινας στον τόμο … αρ. ….., το οποίο ο εναγόμενος έλαβε λόγω διανομής κληρονομιαίας περιουσίας. Η περιγραφή του αγροκτήματος σύμφωνα με το ανωτέρω υπ΄ αρ. ……/1984 συμβόλαιο έχει ως ακολούθως: αγροτεμάχιο εις θέση «…..» ….. Αιγίνης συνολικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών χιλίων πεντακοσίων πενήντα (1550), εμφαινόμενο στο προσαρτημένο στο ως άνω συμβόλαιο τοπογραφικό διάγραμμα του Τεχνολόγου Τοπογράφου Μηχανικού …………, υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ, συνορευόμενο κατά το τοπογραφικό αυτό βορείως σε πλευρές ΑΒ μήκους μέτρων σαράντα ενός (41), ΒΓ μέτρων σαράντα (40) και ΓΔ μέτρων σαράντα (40) με ιδιοκτησία …………, νοτίως σε πλευρές ΘΗ μέτρων σαράντα ενός (41), ΗΖ μέτρων σαράντα (40) και ΖΕ μέτρων σαράντα (40) εν μέρει με ιδιοκτησία ……… και εν μέρει με ιδιοκτησία Ιερού Ναού ……….., ανατολικώς σε πλευρά ΔΕ μέτρων δεκαοκτώ και δέκα εκατοστών (18,10) με ιδιοκτησία της ενάγουσας και δυτικώς σε πλευρά ΑΘ μέτρων οκτώ και τριάντα εκατοστών (8,30) με χείμαρρο. Το ως άνω ακίνητο περιήλθε στον εναγόμενο κατά το ανωτέρω συμβόλαιο διανομής: α) κατά τα τρία δωδέκατα (3/12) εξ αδιαιρέτου εκ κληρονομίας του κατά το έτος 1968 θανόντος άνευ διαθήκης πατέρα του ………….., του οποίου την κληρονομιά αποδέχθηκε μετά των συγκληρονόμων αδελφών του δια της υπ΄ αρ. …./30-6-1984 πράξεως της ιδίας Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας τομ. … αρ. …. και β) κατά ένα δωδέκατο (1/12) εξ αδιαιρέτου εκ κληρονομίας της κατά το έτος 1980 θανούσας άνευ διαθήκης μητέρας του ………, την οποία αποδέχθηκε μετά των συγκληρονόμων αδελφών του δια της υπ΄ αρ. ……../30-6-84 πράξεως της ιδίας Συμβολαιογράφου Αίγινας ……., νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας τομ. … αρ. …… Το επίδικο αυτό αγροτεμάχιο μεταγενεστέρως περιγράφεται ως εμφαινόμενο με αριθμό 5 στο από Ιουλίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα της Αρχιτέκτονος Μηχανικού ………. υπό περιμετρικά στοιχεία 13-14-17-17′-13 επιφανείας 1462,92 τ.μ.. Ολόκληρο το περιγραφόμενο αγρόκτημα των 30 στρεμμάτων, με την επίδικη έκταση, κατείχε η ενάγουσα τουλάχιστον από το έτος 1838 που θεωρήθηκε ο ως άνω «Κώδιξ Μέγας», στον οποίο ήταν καταχωρημένο και το νεμόταν με διάνοια κυρίας και καλή πίστη, συνέχεια και ανενόχλητα μέχρι το χρόνο που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή, ενεργώντας επ΄ αυτού όλες τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του. Ειδικότερα, το εν λόγω αγρόκτημα των 30 στρεμμάτων περιλάμβανε αμπέλια, ελαιώνες και καλλιεργήσιμους και μη καλλιεργήσιμους αγρούς. Η ενάγουσα συνέλεγε τους καρπούς από τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα, καλλιεργούσε τα καλλιεργήσιμα μέρη, έβοσκε τα ζώα της στα μη καλλιεργήσιμα, εκμίσθωνε τμήματα αυτού σε καλλιεργητές της περιοχής, παραχωρούσε εμφυτευτικά δικαιώματα σε αμπελουργούς και γενικότερα το επέβλεπε και το επιτηρούσε, αποτρέποντας και ενέργειες τρίτων επ΄ αυτού. Το επίδικο τμήμα και η γύρω από αυτό περιοχή περιείχε αμπέλια, τα οποία είτε καλλιεργούσαν οι μοναχοί της ενάγουσας Ιεράς Μονής, είτε τα εκμίσθωναν σε άλλους αμπελουργούς έναντι μισθώματος το οποίο καθοριζόταν σε ποσοστό επί των καρπών. Μάλιστα όταν κατά το έτος 1900 τα αμπέλια είχαν αποξηρανθεί, το Ηγουμενοσυμβούλιο της ενάγουσας με το αρ. πρωτ. ………/17-8-1900 έγγραφό του προς τον Οικονομικό Έφορο Πειραιώς, ζήτησε τη διαγραφή του από τους φορολογικούς καταλόγους και την απαλλαγή της ενάγουσας Ιεράς Μονής, από την πληρωμή φόρου ως προς το ζήτημα αυτό. Αργότερα, με το υπ΄ αρ. ……/1-9-1903 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αίγινας ……., η ενάγουσα συνέστησε επί του επιδίκου, αλλά και επί του μείζονος ως άνω αγροκτήματος των 30 στρεμμάτων, εμπράγματο δικαίωμα εμφύτευσης υπέρ του καλλιεργητή της περιοχής ………. για το 1/8εξ αδιαιρέτου του όλου κτήματος, δηλαδή προς χρήση και κάρπωση αυτού έναντι καταβολής εμφυτευτικού κανόνος, με τη διατήρηση της κυριότητας της ενάγουσας επ΄ αυτού. Οι προαναφερόμενες πράξεις νομής και κατοχής της ενάγουσας επί του ένδικου αγροκτήματος, συνεχίστηκαν ανενόχλητα και αδιατάρακτα μέχρι της 12-9-1915, δηλαδή για συνεχές χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο της τριακονταετίας (1838 έως 1915). Έτσι η ενάγουσα, υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, έγινε κυρία του επίδικου αγροκτήματος με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας από την 12-9-1915 το επίδικο κτήμα της ενάγουσας απολαμβάνει την ίδια προστασία με εκείνη του Α.Ν. 1539/1938 «Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» και συνεπώς αυτή θεωρείται ότι βρίσκεται συνεχώς στη νομή αυτής (πλασματική νομή), ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επέμβαση τρίτου επ΄ αυτού, και άσχετα με την πραγματική κατάσταση της νομής, οι δε αξιώσεις της κυριότητας της ενάγουσας και της νομής της επ΄ αυτού είναι απαράγραπτες. Τυχόν κατάλυση της κυριότητας της ενάγουσας με χρησικτησία άλλου στο επίδικο με σαράντα (40) έτη συνεχή νομή επ΄ αυτού, θα έπρεπε να είχε αρχίσει τουλάχιστον από την 12-9-1875, και να έχει συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι την 12-9-1915. Τέτοια περιστατικά, όμως, δεν επικαλέστηκε ο εναγόμενος, ούτε και απέδειξε. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, εκτός από την πλασματική νομή που είχε επί του επιδίκου μετά την 12-3-1915, εξακολουθούσε και μετά τη χρονολογία αυτή να νέμεται στην πραγματικότητα αυτό με διάνοια κυρίας και με καλή πίστη, και μάλιστα συνέχεια και ανενόχλητα μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), ανεξάρτητα δε από το στοιχείο της καλής πίστης και μετά την έναρξη της ισχύος του ΑΚ, συνέχεια και αδιατάρακτα, μέχρι το χρόνο που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή (20-10-2017), ασκώντας επ΄ αυτού πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του. Ειδικότερα, κατά τα έτη 1932 και 1933, και κατά τις διαπραγματεύσεις που έκανε η ενάγουσα με τον … …. για την πώληση προς αυτόν του όλου ένδικου αγροκτήματος των 30 στρεμμάτων, αυτή (ενάγουσα) ανέθεσε στον εμπειροτέχνη …… να προβεί στην καταμέτρηση του κτήματος και στη σύνταξη του σχετικού τοπογραφικού διαγράμματος. Ενόψει δε του ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν κατέληξαν στο θετικό αποτέλεσμα της πώλησης, αυτή κατά το έτος 1935 περιέλαβε το εν λόγω αγρόκτημά της σε διακήρυξη προς εκποίησή του σε δημοπρασία, χωρίς όμως και πάλι να καταστεί δυνατή η εκποίησή του. Στη συνέχεια, κατά τα επόμενα έτη εκμίσθωνε το διαλαμβανόμενο αγρόκτημα ολόκληρο ή τμήματα αυτού σε γεωργοκτηνοτρόφους της περιοχής, όπως στους ………..και άλλους. Κατά το έτος 1974 ανέθεσε στον πραγματογνώμονα ………. να προβεί σε εκτίμηση της αξίας και του επιδίκου. Επίσης ανέθετε συχνά σε τοπογράφους μηχανικούς την κατάρτιση τοπογραφικών διαγραμμάτων του επιδίκου και ακόμη επόπτευε και επιτηρούσε το επίδικο προς αποτροπή επεμβάσεων και επενεργειών τρίτων προσώπων επ΄ αυτού. Εξάλλου με το προαναφερόμενο υπ΄ αρ. ……../30-6-1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αίγινας ………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αίγινας στον τόμο … αρ. …., ο εναγόμενος και τα αδέλφια αυτού, ……….. και ………., δηλώνοντας ότι έχουν στην αποκλειστική τους κυριότητα κατ΄ ισομοιρία τα αναφερόμενα στο συμβόλαιο 14 ακίνητα και ότι αυτά είχαν περιέλθει σε αυτούς κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου κατ΄ ισομοιρία από κληρονομιά του κατά το έτος 1968 θανόντος πατέρα τους ……., του οποίου την κληρονομιά αποδέχθηκαν με την ως άνω υπ΄ αρ. …../30-6-1984 πράξη αποδοχής κληρονομίας της ίδιας Συμβολαιογράφου και κατά ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου κατ΄ ισομοιρία από κληρονομιά της κατά το έτος 1980 θανούσας μητέρας τους ……., της οποίας την κληρονομιά αποδέχθηκαν με την ως άνω υπ΄ αρ. ……/30-6-1984 πράξη της ίδιας Συμβολαιογράφου, αποφάσισαν να διανείμουν εξώδικα από κοινού τα κληρονομιαία ακίνητα. Ο εναγόμενος δυνάμει του ως άνω υπ΄ αρ. ………./1984 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αίγινας ………. έλαβε λόγω διανομής εκτός των άλλων και το προαναφερόμενο αγροτεμάχιο συνολικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών χιλίων πεντακοσίων πενήντα (1550). Το αγροτεμάχιο αυτό ακολούθως, όπως προαναφέρθηκε, αποτυπώθηκε με αριθμό 5 στο από Ιουλίου1995 τοπογραφικό διάγραμμα της Αρχιτέκτονος Μηχανικού ……… υπό περιμετρικά στοιχεία 13-14-17-17′-13. Εξάλλου στις υπ΄ αρ. ……./30-6-1984 και ……./30-6-1984 πράξεις αποδοχής κληρονομίας της ίδιας Συμβολαιογράφου δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο τα επίδικα αγροτεμάχια είχαν περιέλθει στους κληρονομούμενους και δικαιοπαρόχους του εναγομένου γονείς του, ……. και ………. Αντίθετα, αποδεικνύεται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ότι κατά την εν λόγω χρονική περίοδο (έτη 1944 μέχρι 1984) στη νομή του επιδίκου βρισκόταν η ενάγουσα, η οποία είχε καταστεί κυρία επ΄ αυτού κατά το έτος 1838 και συνέχιζε να κατέχει και να νέμεται αυτό συνέχεια και μάλιστα ανενόχλητα και αδιατάρακτα μέχρι το χρόνο που ασκήθηκε η ένδικη αγωγή. Ας σημειωθεί και το γεγονός, ότι ο δικαιοπάροχος του εναγομένου …….., τελούσε σε πλήρη γνώση ότι το εν λόγω επίδικο ανήκε στην κυριότητα και την νομή της ενάγουσας, ενισχυτικό δε της κρίσης αυτής είναι και το γεγονός ότι αυτός υπέβαλε μαζί με άλλους την από 28-12-1961 (αρ. πρωτ. ………..) αίτηση προς τον Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, στην οποία αναφέροντας ότι είχαν πρόθεση να αγοράσουν το επίδικο, αλλά και το μείζον ως άνω αγρόκτημα, ζητούσαν από τον Μητροπολίτη να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να δεχθεί η ενάγουσα να συνάψει με αυτόν και τους υπόλοιπους αιτούντες τη σχετική σύμβαση πώλησης και να μεταβιβάσει προς αυτούς την κυριότητα αυτού. Τελικά όμως, η πώληση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε και έτσι ο εν λόγω δικαιοπάροχος του εναγομένου (……..) δεν απέκτησε την κυριότητα επί του επιδίκου. Οι κληρονόμοι, όμως, του ……., αλλά και της …………, μεταξύ των οποίων και ο εναγόμενος, κατά την αποδοχή της κληρονομίας καθενός κληρονομουμένου, αντίστοιχα, συμπεριέλαβαν αυθαίρετα στην κληρονομιαία περιουσία αυτών (κληρονομουμένων) και το επίδικο ακίνητο, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά ¾ και ¼ εξ αδιαιρέτου, ως ανήκον δήθεν, κατά τα ως άνω ποσοστά, στην κυριότητα των κληρονομουμένων (……… και …….), αντίστοιχα, αν και οι τελευταίοι δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα επ΄ αυτού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα το ανωτέρω αγροτεμάχιο εκμίσθωσε για επαγγελματική χρήση μαζί με άλλα αγροτεμάχια εκ του κτήματός της στη θέση ….. . Αίγινας, κατόπιν δημοπρασίας, δυνάμει των από 26-2-2013 και 19-3-2014 συμφωνητικών, σε εδρεύουσα στην Αθήνα ανώνυμη εταιρεία, μη διάδικο στην παρούσα δίκη. Ειδικότερα το ένδικο αγροτεμάχιο με αριθμό …. μαζί με το με αριθμό … εμφαινόμενα στο προαναφερόμενο τοπογραφικό της Αρχιτέκτονος Μηχανικού …….. συμφωνήθηκε να προστεθούν στην έκταση του μισθίου και να περιληφθούν στη μίσθωση δυνάμει του από 19-3-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης της σύμβασης μίσθωσης. Η μισθώτρια εταιρεία με αίτησή της και με τη συνδρομή της ενάγουσας, εξέδωσε επί συνολικής εκτάσεως 21.109 τ.μ. εκ του ως άνω κτήματος (εντός της οποίας και το επίδικο ακίνητο) την υπ΄ αρ. ……../20l5 άδεια δόμησης της Διεύθυνσης Υπηρεσίας Δόμησης του Δήμου Πειραιά. Περαιτέρω η ενάγουσα, λόγω δυστροπίας περί την καταβολή των μισθωμάτων, προέβη την 18-1-2017 σε βιαία αποβολή της μισθώτριας εταιρείας από το μίσθιο δυνάμει της υπ΄ αρ. ……../2016 διαταγής απόδοσης χρήσης μισθίου και επιδίκασης μισθωμάτων της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επικυρώθηκε με την υπ΄ αρ. 551/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών) που εκδόθηκε επί ασκηθείσας εκ μέρους της μισθώτριας ανακοπής και με την οποία (απόφαση) αυτή (ανακοπή) απορρίφθηκε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος την 12-6-2017 επέδωσε στη Διεύθυνση Υπηρεσίας Δόμησης Γ.Π.Σ. Περιφέρειας Πειραιώς και Νήσων – Τμήμα Έκδοσης Αδειών την από 29-5-2017 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία, στην οποία, μεταξύ των άλλων, ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα παρουσίασε ψευδώς ως δικό της το ακίνητο υπ΄ αρ……… και το εκμίσθωσε στην ως άνω εταιρεία, ενώ αυτό ήταν κυριότητός του βάσει του υπ΄ αρ. ………/1984 διανεμητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αίγινας ………… Ζήτησε δε από την Υπηρεσία Δόμησης για το λόγο αυτό την ακύρωση, άλλως την ανάκληση της εκδοθείσας άδειας. Ακολούθως δυνάμει του υπ΄ αρ. πρωτ. 6626/24-7-2017 αποφάσεως της ιδίας Υπηρεσίας, υπήρξε ανάκληση της ως άνω άδειας, επειδή στην έκταση των 21.109 τ.μ. που αφορούσε η εκδοθείσα άδεια συμπεριλαμβάνεται ιδιοκτησία του εναγομένου έκτασης 1550 τ.μ.. Περαιτέρω ο εναγόμενος μετά την εκμίσθωση του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα κατέλαβε το αγροτεμάχιο αυτό και το νέμεται, καθώς προέβη σε περίφραξη του επίδικου οικοπέδου, όταν πληροφορήθηκε την κατάρτιση της μίσθωσης, αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την ενάγουσα από τη νομή του ακινήτου. Εξάλλου στην ανωτέρω εξώδικη δήλωσή του ο εναγόμενος αναφέρει ότι το επίδικο ακίνητο εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών χιλίων πεντακοσίων πενήντα (1550) σύμφωνα με το υπ΄ αρ. ………/1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αίγινας ……… ταυτίζεται με το αριθμό … ακίνητο. Περαιτέρω, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι από το υπάρχον αποδεικτικό υλικό μπορεί να σχηματισθεί ασφαλής δικανική πεποίθηση για την ύπαρξη του δικαιώματος κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου και κατόπιν τούτου απέρριψε το αίτημα του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ορθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν διέταξε (το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αφού εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια να κρίνει αν είναι απαραίτητη για την κρίση του η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ή όχι, και πράγματι, από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι δεν ήταν αναγκαία να διαταχθεί, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβασίμου (πρβλ.ΕφΑθ 506/2019), ούτε συντρέχει λόγος να διαταχθεί από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο, επίσης, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα για τα κρίσιμα αποδεικτέα θέματα και δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος του εκκαλούντος. Εξάλλου, ούτε η εξέταση μαρτύρων ή η διενέργεια αυτοψίας κρίνεται αναγκαία από το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω οι επικαλούμενες από την ενάγουσα αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί εμπραγμάτων αγωγών της (ενάγουσας) κατ΄ άλλων διαδίκων που αφορούσαν την αναγνώριση κυριότητάς της σε ακίνητα περιλαμβανόμενα στη μείζονα ιδιοκτησία των 600 στρεμμάτων και στην περιλαμβανόμενη εντός αυτής άμπελο έκτασης 30 στεμμάτων, δεν αποτελούν δεδικασμένο στην παρούσα δίκη, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη αυτού (δεδικασμένου). Οι αποφάσεις δε αυτές διηγηματικά μόνο αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής. Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που συνιστά ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, τον οποίο ο εναγόμενος επαναφέρει νομίμως και στον παρόντα βαθμό, με λόγο της ένδικης εφέσεως, είναι απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, διότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αδρανούσε επί έναν αιώνα να ασκήσει τα δικαιώματά της επί του επιδίκου και ανεχόταν διακατοχικές πράξεις του εναγομένου και των δικαιοπαρόχων του, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι αυτή ασκούσε αδιαλείπτως τα διακατοχικά της δικαιώματα στο επίδικο ακίνητο και στο ευρύτερο κτήμα της τοποθεσίας «………» και ότι ο δικαιοπάροχος του εναγομένου ………… αναγνώριζε την ενάγουσα ως κυρία του επίδικου ακινήτου, οι πράξεις δε των εχόντων εμφυτευτικά δικαιώματα στο επίδικο ακίνητο ανάγονταν στο δικαίωμά τους αυτό και όχι σε διάνοια κυρίου, όταν δε ο εναγόμενος εκδήλωσε φανερά την βούλησή του να καταλάβει το επίδικο ακίνητο η ενάγουσα άσκησε την ένδικη αγωγή. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, [δέχθηκε την ένδικη αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επίδικου ακινήτου-αγροτεμαχίου και υποχρέωσε τον εναγόμενο να της αποδώσει τη νομή του ακινήτου] ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει διάφορη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ………../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ) και να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 1-4-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 611/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e- ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ………./2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των400 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ