ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ – 2ο ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΘΡΩΝ
643, 591 §1 περ. α Κ.ΠΟΛ.Δ.
Αριθμός Απόφασης
17 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 13.11.2015 έφεση των ηττηθέντων – ανακοπτόντων, εταιρίας με το διακριτικό τίτλο “………….”, ………. και .., κατά της οριστικής απόφασης 2250/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, ερήμην των τελευταίων, κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων αφού, κατ’ άρθρο 632 §2 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του ν. 4055/2012 και πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015), στις ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής, που ασκήθηκαν από 2.4.2012 έως και 31.12.2015, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 §1 περ. α του Κ.Πολ.Δ. (σε συνδυασμό με τα άρθρα 649 και 650 του ίδιου Κώδικα), χωρίς να είναι νομικώς κρίσιμο, το αν με τη διαδικασία αυτή εκδικάζεται η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής – και απέρριψε την από 30.7.2013 ανακοπή τους, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως δε, φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα), ενώ έχουν κατατεθεί και το σχετικό παράβολο, συνολικού ποσού 200 ευρώ, αρκούντος ενός παραβόλου από όλους τους εκκαλούντες (άρθρο 495 §3Γ εδ. α, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015). Εξάλλου, επειδή η έφεση του ανακόπτοντος, που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 532 και 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του Κ.Πολ.Δ., να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση (χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αρκούσης της τυπικής παραδοχής της), μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων (Α.Π. 579/2018 και Α.Π. 546/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), ως προς όλους τους λόγους της ανακοπής. Κατά την αναδίκαση δε της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο, μετατρέπεται αυτό ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 579/2018 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 495/2017 Αρμ. 2017, σελ. 1515). Πρέπει επομένως, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η ως άνω ανακοπή, ως προς τη βασιμότητα της (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ειδική διαδικασία, ερήμην των εκκαλούντων, στους οποίους κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης ..´, ..´ και ….´/22.11.2019 του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών … (άρθρα 126 §1 στοιχ. α, γ, 128 §4, 136 §2 και 139 του Κ.Πολ.Δ.). Η διαδικασία ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 §3 και 649 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το ν. 4335/2015).
ΙΙΙ. Οι ανακόπτοντες με την από 30.7.2013 ανακοπή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 632 §1 του Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής …../2013 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή – ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, το ποσό των 377.986,25 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, απαίτηση που προερχόταν από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, που σύναψε η τελευταία με την πρώτη ανακόπτουσα, για την οποία (σύμβαση) εγγυήθηκαν οι λοιποί (ανακόπτοντες).
ΙV. Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι αναφέρει ότι τα έγγραφα, που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοσή τους, προσκομίζονται στο πρωτότυπο ή νομίμως επικυρωμένα, χωρίς να τα εξειδικεύει. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, στη διαταγή πληρωμής ……./2013 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναφέρεται ειδικά για κάθε έγγραφο, που χρησιμοποιήθηκε, ποιο προσκομίζεται στο πρωτότυπο και ποιο σε ακριβές – νομίμως επικυρωμένο – αντίγραφο.
V. Με τους δεύτερο (πρώτο σκέλος) και πέμπτο (δεύτερο μέρος του πρώτου σκέλους) λόγους της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι αφενός η απαίτηση της καθ’ ης ήταν μη εκκαθαρισμένη, επειδή εκδόθηκε με αυθαίρετο υπολογισμό επί των κεφαλαίων των λογαριασμών, που είχαν ανοιγεί για την εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης, υπόλοιπα τα οποία δεν είχαν αποδεχθεί, αφετέρου δε, επιδικάστηκαν τόκοι από την ημερομηνία κλεισίματος των λογαριασμών (20.5.2013), αν και η καταγγελία της σύμβασης τους κοινοποιήθηκε την επόμενη ημέρα (21.5.2013). Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής είναι αβάσιμοι, αφού από τα αποσπάσματα των λογαριασμών …. και ……. και μεταφέρθηκαν στους λογαριασμούς καθυστέτρησης …… και ……., που προσκομίζει η καθ’ ης από τα μηχανογραφικά τηρούμενα εμπορικά της βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, που σύμφωνα με την έγκυρη δικονομική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 5 της σύμβασης – Α.Π. 999/2019, Α.Π. 368/2019 και Α.Π. 1071/2017 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), αποτελούν πλήρη απόδειξη, αποδεικνύεται η απαίτηση της (ποσά 271.810,46 ευρώ και 106.175,79 ευρώ αντίστοιχα). Τέλος, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής είναι απορριπτέο ως αόριστο, αφού δεν αναφέρεται το ποσό, κατά το οποίο ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής.
VΙ. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η απαίτηση, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεν ήταν βέβαια, διότι δεν καθοριζόταν ακριβώς ο τόκος υπερημερίας, αν και το ποσοστό του ήταν καθορισμένο επακριβώς, τόσο στις αρχικές, όσο και στις συμπληρωματικές συμβάσεις, που είχαν συνάψει, ενώ υπολογίστηκαν τόκοι με εξάμηνο ανατοκισμό αντίθετα με τα συναλλακτικά ήθη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού δεν αναφέρεται το ποσό, κατά το οποίο ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ανεξαρτήτως του ότι δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόστηκε από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (Εφ.Αθ. 5900/2006 Δ.Ε.Ε. 2007, σελ. 327), που αναφέρεται άλλωστε στις επίδικες συμβάσεις, οι οποίες προσκομίζονται, ενώ ο εξάμηνος ανατοκισμός, για την περίπτωση του αλληλόχρεου λογαριασμού, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 112 του Εισ.Ν.Α.Κ. Το χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού αποτελεί και η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεωπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό κατάλοιπο (Α.Π. 1281/2017, Α.Π. 1280/2017 και Α.Π. 1437/2014 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος τυγχάνει και ο πέμπτος λόγος της ανακοπής, ως προς το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η επίδικη σύμβαση, μεταξύ των διαδίκων, δεν ήταν σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, με την αιτιολογία ότι η καθ’ ης ήταν μόνο δανείστρια και η πρώτη ανακόπτουσα μόνο οφειλέτης, χωρίς να υπάρχουν εκατέρωθεν απαιτήσεις και οφειλές, αφού, στην προκείμενη περίπτωση συνήφθη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, που, κατ’ άρθρο 41 του Εισ.Ν.Α.Κ., διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ.
VΙΙ. Με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, αφού εκδόθηκε καταχρηστικά, αν και οι εγγυητές (δεύτερος και τρίτη ανακόπτοντες) είχαν παράσχει στην καθ’ ης μεγάλες εμπράγματες ασφάλειες, που της έδιναν τη δυνατότητα, αντί της έκδοσης διαταγής πληρωμής, να επαναδιαπραγματευθεί τη μεταξύ τους σύμβαση. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος, αφού η καθ’ ης ενήργησε για την ικανοποίηση νόμιμου και θεμιτού συμφέροντός της και δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβη τις αρχές τις καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματός της. Επιπλέον, αβάσιμο είναι και το δεύτερο μέρος του πρώτου σκέλους του πέμπτου λόγου της ανακοπής, με το οποίο οι ανακόπτοντες προβάλλουν ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε καταχρηστικά άλλως άκυρα, διότι η καθ’ ης προσήγαγε ως αποδεικτικά μέσα πρόσθετες πράξεις της σύμβασης με επιλεκτική υπογραφή της δεύτερης ή του τρίτου των εγγυητών. Εξάλλου, με το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι, ο όρος της σύμβασης πως δεν δικαιούνται να αμφισβητήσουν το περιεχόμενο των αποσπασμάτων των λογαριασμών που τηρούνται από την καθ’ ης – Τράπεζα, καθώς και πως αν δεν την ειδοποιήσει εντός τριάντα ημερών ότι διαφωνεί ως προς το ύψος του, επέρχεται αναγνώριση του χρεωστικού υπολοίπου και όλων των κονδυλίων και χρεώσεων, είναι καταχρηστικός, δεσμεύοντάς τους υπέρμετρα, ως καταναλωτές, αφού δεν τους επιτρέπει να αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια και αντιστρέφοντας το βάρος απόδειξης. Κατά το σκέλος αυτό ο λόγος της ανακοπής αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν συγκεκριμένα κονδύλια, ώστε να αποδείξουν ότι δεν τα οφείλουν.
VΙΙΙ. Τέλος, με τον έκτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι με την διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επιδικάστηκε υπερβολική δικαστική δαπάνη σε βάρος τους (8.000 ευρώ), αν και σύμφωνα με τον κώδικα Δικηγόρων δεν θα έπρεπε να ξεπερνά το ποσό των 5.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 98 και 100 §1 του ν.δ. 3026/1954 (το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής, στις 20.6.2013 – ο ν. 4194/2013 τέθηκε σε ισχύ από τον Σεπτέμβριο του 2013), πρέπει να απορριφθεί όμως ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού το ποσό που αντιστοιχεί στη διάταξη του κώδικα δικηγόρων, ανέρχεται, με βάσει το αντικείμενο της δίκης σε 7.559,72 ευρώ, ενώ για δικαστικό ένσημο καταβλήθηκε ποσό 1.511,95 ευρώ, πλέον 907,17 ευρώ για προσαυξήσεις υπέρ τρίτων, ποσά που επίσης συμπεριλαμβάνονται στη δικαστική δαπάνη. Κατά συνέπεια, το έπρεπε να επιδικαστεί ως δικαστική δαπάνη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ποσό 9.978,84 ευρώ, από το οποίο επιδικάστηκε στην καθ’ ης η ανακοπή μόνο αυτό των 8.000 ευρώ.
ΙΧ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί η από 30.7.2013 ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (άρθρο 633 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσαν με τα παράβολα …. και …. σειράς Α του ΤΑΧΔΙΚ και ….., …., ….. και …. σειράς Α του δημοσίου. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ’ άρθρο 495 του Κ.Πολ.Δ. (η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης, που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επιπλέον, πρέπει να ορισθεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους ερημοδικαζόμενους εκκαλούντες (άρθρα 501, 502 §1 και 505 §2 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης – εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματος της τελευταίας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 63 §1 περ. i στοιχ. β, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, καταδικάζονται στην πληρωμή τους, λόγω της απόρριψης της δικής τους ανακοπής, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση των ιδίων και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015). Τέλος, δεν θα οριστεί παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, αφού στο ένδικο μέσο αυτό δεν υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία αυτή (άρθρο 644 §1 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν. 4335/2015).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των εκκαλούντων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 13.11.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2015 έφεση.
Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης, από τους εκκαλούντες, ανακοπής ερημοδικίας, κατά της απόφασης αυτής.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη οριστική απόφαση 2250/2015 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 30.7.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2013 ανακοπή.
Απορρίπτει αυτήν.
Επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής ……/2013 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ συνολικά, που κατέθεσαν και αναφέρονται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή εις ολόκληρον των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ