Αριθμός 19/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 § 1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας- Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1260/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009, ΕλΔ 2010.681, ΑΠ 1562/2008, ΝΟΜΟΣ). Όπως προεκτέθηκε, το γεγονός που συνιστά την εν λόγω ανώτερη βία μπορεί να αφορά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και συγκεκριμένα η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσο, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του. Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (βλ. ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4248/2006, ΕλΔ 48.220, ΕφΑΘ 2375/1995, ΕλΔ 37. 1384, Γ. Διαμαντόπουλο, ό.π, 2 σελ. 38 επ., 62 επ και 72 επ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 501 αρ. 13). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 § 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008, ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 § 1 και 505 § 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 § 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. `Αλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (βλ. ΕφΑΘ 3670/2007, ΕΦΑΔ 2008 816, ΕφΑΘ 2931/2007, ΕΦΑΔ 2008 709, ΕφΠατρ 1011/2007, ΑχΝομ 2008, 433).
ΙΙ.Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ανακόπτουσα ……. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης …/2013 αγωγή της, αιτούμενη όσα αναφέρονται σ΄ αυτήν. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην του εναγομένου-καθ΄ ου η ανακοπή ερημοδικίας ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ …….», εκδόθηκε η με αριθμό 6186/2013 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι η ενάγουσα συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό την ειδικότητα (ΔΕ) διοικητικού προσωπικού και υποχρέωσε το εναγόμενο να απασχολεί την ενάγουσα υπό την ειδικότητα (ΔΕ) διοικητικού προσωπικού, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους σαράντα (40) ευρώ υπέρ αυτής και για κάθε ημέρα παράβασης της υποχρέωσης αυτής. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο άσκησε την από 7-1-2014 και με αριθμό κατάθεσης ……/2014 έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 344/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση, για το λόγο ότι οι διάδικοι θεωρήθηκαν δικονομικά απόντες, διότι η παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με δήλωση που κατάθεσαν, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και ότι συναινούν στη συζήτησή της, δεν ήταν προσήκουσα, αφού επί εφέσεως κατά ερήμην του εναγομένου εκδοθείσας απόφασης, είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ακολούθως, με την από 1-2-2018 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης …………./1-2-2018 κλήση του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ …..», η υπόθεση εισήχθη προς νέα συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση η 6-12-2018. Κατά τη δικάσιμο αυτή, παραστάθηκε ο «ΔΗΜΟΣ ………….», δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης- ανακόπτουσας προκατέθεσε προτάσεις στις 5-12-2018 και την με την ίδια ημερομηνία δήλωσή του, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνησή της (άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ). Λόγω της μη προσήκουσας παράστασης της εφεσίβλητης-ανακόπτουσας, το Δικαστήριο τούτο συζήτησε ερήμην της την ως άνω έφεση και με την υπ΄ αριθμό 529/2019 απόφασή του δέχθηκε τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση, κράτησε την υπόθεση και δικάζοντας την από 4-12-2013 αγωγή, απέρριψε αυτήν ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ερήμην αυτής απόφασης, η εφεσίβλητη άσκησε την κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η υπόθεση, επικαλούμενη άκυρη ερημοδικία, υποστηρίζοντας ότι η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου της δια δηλώσεως ήταν απολύτως νόμιμη, δεδομένου ότι η ίδια παρέστη κανονικώς κατά την πρωτόδικη δίκη και το αντίδικο ν.π.δ.δ. είχε ερημοδικασθεί, άρα δια δηλώσεως δεν δικαιούται αυτό να παρασταθεί και όχι η ίδια, ενώ περαιτέρω ήταν εκπρόθεσμη η κλήση επαναφοράς προς συζήτηση της έφεσης, λόγω υπερβάσεως και της 30ημέρου και της 6μηνου προθεσμίας επαναφοράς. Η ανακοπή, ωστόσο, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 501 παρ. 1, 502 παρ. 1, 503 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, όπως αποδεικνύεται από το υπ αριθ. 307644309950 παράβολο, η ανακόπτουσα κατέβαλε το παράβολο ερημοδικίας που καθορίσθηκε με την ανακοπτόμενη απόφαση (505 παρ.2 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέα, καθώς οι προεκτιθέμενοι λόγοι, οι οποίοι δεν αναφέρονται σε μη κλήτευση ή μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη νομότυπη (δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της) εμφάνιση της ανακόπτουσας στην ερήμην αυτής συζήτηση της υπόθεσης, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση, δεν είναι νόμιμοι.
ΙΙΙ. Συνεπώς, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της ανακοπής, η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσία αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου ερημοδικίας στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα του καθ΄ ου η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας (176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10.11.2019 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ΄ αριθμ. 529/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.-
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα του καθ΄ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ