Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 749/2018

Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης καθώς και ευθύνη εντολοδόχου προς  αποζημίωση εντολέα.

Αριθμός  749/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, …………Εφέτη και Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  φέρονται, κατά χρονολογική σειρά, προς κρίση   1) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ……… έφεση  του πρώτου των εναγόμενων, ……… και  2) η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ……… έφεση του ενάγοντα ………. κατά της 1203/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία. Οι εφέσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση,  στις 3-6-2016, της εκκαλουμένης σύμφωνα με την κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφό της,  του επιδόσαντος αυτήν αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, ……. (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς και δεδομένου ότι αρμόδια φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Εφετείου  (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και έχει κατατεθεί το κατά το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ  απαιτούμενο για το παραδεκτό της άσκησής τους, παράβολο, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτούς (άρθρο 522  ΚΠολΔ), κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία, (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),  συνεκδικαζόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 524 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ, αφού διευκολύνεται η διεξαγωγής της δίκης, αντιμωλία των διαδίκων.

Με την από 16-2-2015 αγωγή του (αρ. έκθ.κατάθ. …………) ο ενάγων επικαλούμενος άτυπη, προφορική, συμφωνία που κατάρτισε με τον πρώτο των εναγομένων το 1994, τον οποίο εμπιστευόταν απόλυτα λόγω της μακροχρόνιας φιλικής σχέσης με την οποία συνδέονταν αλλά και του γεγονότος ότι ο ίδιος είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο γιό αυτού (του εναγόμενου),  ισχυρίστηκε ότι συνεργάστηκαν από τότε ασκώντας κοινή ναυτιλιακή δραστηριότητα που αφορούσε την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων ψυγείων και ξηρού φορτίου, την διαχείριση των οποίων θα ασκούσε ο εναγόμενος, μέσω της τρίτης εναγόμενης εταιρίας που ανήκε σ’ αυτόν. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι συμφώνησαν να εισφέρουν ο καθένας εξ αυτών το ήμισυ των απαιτουμένων κεφαλαίων προκειμένου να αποκτηθούν τα πλοία, τα οποία θα ανήκαν το κάθε ένα σε μια  εξωχώρια, πλοιοκτήτρια, εταιρία που οι ίδιοι θα σύστηναν για το σκοπό αυτό και θα έλεγχαν απόλυτα και της οποίας (εταιρίας) οι μετοχές θα φέρονταν ότι ανήκαν κατά ποσοστό 50% σε δυο  έτερες εξωχώριες εταιρίες, η κάθε μία εκ των οποίων θα ανήκε σε έναν των συνεταίρων, οι οποίοι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν πραγματικοί ιδιοκτήτες των πλοίων κατά το ήμισυ ο καθένας και κατά το ίδιο ποσοστό θα μοιράζονταν τα κέρδη και τις ζημίες από την εκμετάλλευσή τους. Ότι οι αποφάσεις που θα αφορούσαν σημαντικά ζητήματα της κοινής τους δραστηριότητας θα λαμβάνονταν από κοινού ενώ τη διαχείριση των πλοίων, όπως ήδη αναφέρθηκε, θα ασκούσε ο εναγόμενος κατ’ εντολή του ενάγοντα μέσω της, αποκλειστικά, ιδίων συμφερόντων, τρίτης εναγόμενης, διαχειρίστριας εταιρίας, που έχει καταστατική έδρα στην …. αλλά πραγματική  στη …….. Αττικής, στο ίδιο κτίριο όπου βρίσκεται η κατοικία αλλά και τα γραφεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας του πρώτου εναγομένου. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω δραστηριότητα, την οποία, όντας ο ίδιος μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, παρακολουθούσε και έλεγχε μέσω προσώπου επιλεγμένου προς τούτο από τον ίδιο, λειτούργησε ομαλά μέχρι το έτος 2011, ενώ στην διάρκειά της αποκτήθηκαν συνολικά έντεκα πλοία εκ των οποίων, κατά το προαναφερόμενο έτος, είχαν παραμείνει στην κοινή τους εκμετάλλευση τρία πλοία και  καθαρό κέρδος  άνω του 1.000.000 δολ ΗΠΑ καθώς οι δανειακές υποχρεώσεις των πλοίων αυτών είχαν εξοφληθεί και βαρύνονταν μόνο με τα λειτουργικά τους έξοδα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος, συνεπικουρούμενος από τους λοιπούς εναγόμενους, την δεύτερη με την ιδιότητα της νομικής του συμβούλου, των λοιπών ως νομικών εκπροσώπων της τρίτης εναγόμενης εταιρίας, εκμεταλλεύτηκε την απουσία από το έτος 2011 και για μια διετία του προσώπου που είχε ορίσει ο ίδιος ο ενάγων ως «επόπτη» της κοινής τους δραστηριότητας και κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, προέβη στην  εν αγνοία του ενάγοντα πώληση δυο εκ των πλοίων ιδιοποιούμενος το σύνολο του εισπραχθέντος τιμήματος καθώς και στην μεταβίβαση του τρίτου πλοίου σε εξωχώρια εταιρία που ανήκε αποκλειστικά στα δικά του συμφέροντα, ιδιοποιούμενος την αξία, και, του εν λόγω πλοίου στο σύνολό του. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και όσα αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του  ζήτησε  κατόπιν παραδεκτού, μερικού, περιορισμού του αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι σ’ ολόκληρον, να του καταβάλλουν το ποσό των 3.375.796 δολ ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το οποίο απώλεσε και κατά το οποίο ζημιώθηκε από την ως άνω παράνομη,  υπαίτια, αντισυμβατική και αντίθετη στα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά των  εναγομένων, επικαλούμενος συρροή ενδοσυμβατικής ευθύνης, κυρίως  με βάση τις διατάξεις περί εντολής, επικουρικά περί σύμβασης εταιρίας  και διοίκησης αλλοτρίων, και (συρροή) αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, επιδιώκοντας την καταβολή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ποσού 100.220 ευρώ, όπως περιόρισε το αρχικά αιτηθέν ποσό, επιφυλασσόμενος για το ποσό των 220 ευρώ προκειμένου να εισαχθεί αυτό, με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, δέχθηκε στη συνέχεια ότι είναι ορισμένη, απέρριψε ωστόσο ως μη νόμιμη την εκ της αδικοπραξίας βάση της ως προς τον πρώτο των εναγομένων  και πλήρως ως προς τους λοιπούς, με την αιτιολογία ότι η συμπεριφορά των εναγομένων δεν θεμελιώνει από μόνη της, αυτοτελώς, αδικοπραξία αλλά συνιστά παράβαση, από μέρους του πρώτου, υποχρεώσεων από την εταιρική σχέση, η δε ζημία που προκλήθηκε από την πώληση των τριών πλοίων θεμελιώνει αντίστοιχο δικαίωμα προς αποκατάστασή της στις πλοιοκτήτριες αυτών εταιρίες και  όχι στον ενάγοντα που δεν νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο. Τέλος δέχθηκε ως νόμιμη την αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο   με βάση τις διατάξεις περί εντολής  και αστικής εταιρίας  και ως προς το αίτημα αυτού για καταβολή του ισάξιου σε ευρώ του αιτουμένου ποσού κατά την ημέρα της πληρωμής, στη συνέχεια δέχθηκε αυτήν και ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου, την απορρέουσα από την εταιρική σύμβαση, να αποδώσει  στον ενάγοντα το επιδιωκόμενο από τον τελευταίο ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό 50% του τιμήματος από την πώληση των δυο πλοίων και των καυσίμων και λιπαντικών τους και από την απώλεια της αξίας του μεταβιβασθέντος τρίτου πλοίου σε εταιρία συμφερόντων του εναγομένου. Με τις ένδικες, αντίθετες, εφέσεις τους, οι εκατέρωθεν ηττηθέντες διάδικοι, ο ενάγων και ο πρώτος των εναγομένων   παραπονούμενοι, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή τους (εφέσεων) και, ακολούθως, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου, κατά μεν τον εκκαλούντα – εναγόμενο -εφεσίβλητο να  απορριφθεί η αγωγή, καθ’ ολοκληρίαν, κατά δε τον εφεσίβλητο-ενάγοντα-εκκαλούντα  να γίνει πλήρως δεκτή αυτή.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 48 του ΕΝ  (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4072/2012) «οι μετοχικές εμπορικές εταιρείες (αφανείς εταιρείες) αποβλέπουν σε μίαν ή περισσοτέρας εμπορικάς επιχειρήσεις. Το αντικείμενο των εταιρειών τούτων, ο σχηματισμός αυτών, η περί την μετοχή εκάστου αναλογία και αι λοιπαί συνθήκαι, εξαρτώνται από τας μεταξύ των μετόχων συμφωνίας». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 47, 49-50, 18 του ΕΝ και 741 επ. του ΑΚ, συνάγεται ότι η συμμετοχική, αφανής, εταιρία δεν έχει νομική προσωπικότητα, αποσκοπεί πάντοτε στην ενέργεια εμπορικών πράξεων, στερείται δικής της περιουσίας διακρινόμενης από εκείνης των εταίρων, συνιστάται άτυπα ακόμα  και αν αποβλέπει στην επιχείρηση δικαιοπραξιών που υποβάλλονται κατά νόμο σε ορισμένο τύπο, αντιπροσωπεύεται δε στις προς τα έξω σχέσεις της, με τους τρίτους, από έναν συνεταίρο, που ενεργεί στα πλαίσια της εξουσιοδότησης των λοιπών και έχει υποχρέωση (άρθρ. 758 ΑΚ), οτιδήποτε αποκτά να το καταστήσει κοινό όλων των λοιπών (αφανών) εταίρων, μεταβιβάζοντας με άλλη δικαιοπραξία την κυριότητά του σ’ αυτούς, κατά την αναλογία τους. Σε περίπτωση ανυπαρξίας συμφωνιών μεταξύ των εταίρων της, περί του τρόπου λειτουργίας και κατανομής των κερδοζημιών της, έχουν ανάλογη εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΕμπΝ, οι διατάξεις περί εταιριών του Αστικού Κώδικα (άρθρα 741 επ. ΑΚ), οι οποίες αφορούν εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα υπό την προϋπόθεση ότι συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρίας ως εσωτερικής εταιρίας που χαρακτηρίζεται, κυρίως, από την έναντι τρίτων αφάνειά της (ΑΠ 1324/2007 ΕλλΔνη 48. 1414). Ειδικότερα από τα άρθρα 758 και 763 ΑΚ προκύπτει ότι οι αφανείς εταίροι μετέχουν ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς, συμμετέχοντας στην κατανομή των κερδοζημιών που προκύπτουν από τη δράση του τελευταίου, ο οποίος (εμφανής εταίρος), υποχρεούται, ως εντολοδόχος των λοιπών αφανών εταίρων, να καταστήσει κοινό καθετί που αποκτά στο όνομά του με εταιρικούς πόρους, κατά το αναλογούν σε αυτούς ποσοστό, εφόσον υφίσταται κέρδος της εταιρίας, διαφορετικά, επί ζημίας της, υποχρεούνται να συμμετάσχουν σε αυτήν κατά τη συμφωνηθείσα αναλογία τους (Απ. Γεωργιάδης, Θ. Λιακόπουλος, ΕΕμπΔ 1998, 707,  ΑΠ 362/2008 ΕλλΔνη 50. 491, ΧρΙΔ 2002, 841, ΑΠ 736/1989 ΕλλΔνη 31. 251, ΕΑ 1860/2005 ΕλλΔνη 50. 228, ΕΑ 8230/2007 ΕλλΔνη 4ος, 863).ΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, που χαρακτηρίζει ως αδίκημα την παράνομη και υπαίτια επαγωγή ζημίας σε άλλον, μπορεί και η υπαίτια ζημιο­γόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει αδικοπρακτική ευθύνη, αν είναι και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή και χωρίς τη συμβατική σχέση, όπως συμβαίνει όταν παραβιάζεται το γενικό καθήκον επιμέ­λειας, που επιβάλλει να μην προκαλείται ζημία σε άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 767/1973 ΝοΒ 29. 505, ΑΠ 1596/2014 Νόμος, ΑΠ 1145/2003 Δνη 2004. 458). Στην περί­πτωση αυτή συρρέουν οι αξιώσεις από τη σύμβαση με αυτές από το αδίκημα και αν μεν κατατείνουν σε διαφορετικές παροχές πρόκειται για γνήσια συρροή αξιώσεων, ενώ αν αφορούν την αυτή παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο δι­αφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσε­ων της αυτής, ενιαίας, αξίωσης. Αντίστοιχα ο δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ή να στηρίξει την ενιαία αξίωσή του σε οποιαδήποτε από τις περισσότερες βάσεις της ή και σε όλες, κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό. Τις περισσότερες όμως συρρέουσες αξιώσεις του ο δανει­στής μπορεί να ασκήσει από κοινού μόνον επικουρικά τη μια της άλλης, αφού δεν εί­ναι δυνατή η ικανοποίηση σωρευτικά όλων των αξιώσεων αυτών, αλλά η ικανοποίηση της μιας επιφέρει την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν κάποια από αυτές έχει ευρύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται κατά το επιπλέον (ΑΠ 1596/2014 ό.π.). Αντίθε­τα, στην περίπτωση που το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγ­ματικό αυτού περιεχόμενο προς την παρα­βίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρ­μογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (ΑΠ 1801/2001 Δνη 43. 1350, ΑΠ 212/2000 ΕπΔικΠολ 2000. 258). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ., όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της Α.Κ. 914 και επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευομένου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (Α.Κ. 919) είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος) που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου. Συνεπώς κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 Α.Κ. είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου, σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων. Ειδικότερα, αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν, κατ` αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εμφρόνως” σκεπτόμενου ατόμου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές, στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του (τυχόν) αντισυμβαλλομένου – “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση (ΑΠ 292/2015, 764/2014, 783/2014, 119/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 919 ΑΚ είναι μεν συμπληρωματική της υποχρέωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ, όχι όμως και επιβοηθητική ή επικουρική εκείνης. Συνεπώς, δεν αποκλείει να θεμελιωθεί η αξίωση αποζημιώσεως και στις δύο αυτές διατάξεις, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτών (ΕφΘεσσ 735/1993, Αρμ 1993, 332, Γεωργιάδης, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 919, αριθ. 24).ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, ευθύνεται  για κάθε πταίσμα ενώ έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε, από την εκτέλεσή της. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία, την οποία υπέστη ο εντολέας  και η οποία έχει γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου. Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 914 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από την μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 1115/2003 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ για την υποχρέωση αποζημίωσης απαιτείται να υπάρχει  αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. Αν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα (ΑΠ 118/2002, 1471/1998 ομοίως δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ αντίθετα  αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη απ’ αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 του ΑΚ, και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κλπ), οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων (ΑΠ 1637/2011, 1600/2002 και 1695/1999 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Ειδικότερα και με βάση τη  διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ σύμφωνα με την οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε,  ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής και περαιτέρω με δεδομένο ότι δεν αποκτά κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του,  σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 Π.Κ. Κατά τη διάταξη δε αυτή η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει την γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ  487/2017 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην κρινόμενη αγωγή ο εκκαλών-ενάγων εκθέτει ότι το έτος 1994 συμφώνησε με τον πρώτο των εναγομένων, προφορικά, άτυπα, λόγω της μακροχρόνιας φιλικής τους σχέσης, αλλά και της εμπειρίας του τελευταίου στην εκμετάλλευση  πλοίων ψυγείων,  να  ασκήσουν κοινή δραστηριότητα με έδρα την ημεδαπή και με  αντικείμενο την απόκτηση, μέσω, παρένθετων, εξωχώριων εταιριών και  την εκμετάλλευση αυτού του είδους πλοίων (ψυγείων) αλλά και ξηρού φορτίου, τα οποία θα ανήκαν εξ ημισείας σε κάθε ένα εξ αυτών. Ότι από κοινού θα αποφάσιζαν για τα σημαντικά ζητήματα της εν λόγω δραστηριότητάς τους, μεταξύ άλλων για τις πωλήσεις και μεταβιβάσεις των κοινών πλοίων και ενόψει του ότι ο ίδιος ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, συμφωνήθηκε ρητά και προφορικά μεταξύ τους, ότι την διαχείριση των πλοίων θα ασκούσε ο εναγόμενος μέσω της τρίτης εναγόμενης εταιρίας που ανήκε στα αποκλειστικά συμφέροντα αυτού, είχε καταστατική έδρα στην …. αλλά πραγματική αρχικά στον …..  και στη συνέχεια στην ……. στα γραφεία του εναγόμενου, από όπου ασκεί το σύνολο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας,  δίνοντας (ο ενάγων) στον τελευταίο την σχετική προς τούτο  εντολή, ενώ παράλληλα όρισε πρόσωπο της εμπιστοσύνης του να παρακολουθεί την λειτουργία της συμφωνηθείσας συνεργασίας. Τέλος συμφωνήθηκε ότι τα κέρδη και οι ζημίες θα μοιράζονταν εξ ημίσειας αντίστοιχα σε κάθε έναν εξ αυτών. Ότι στα πλαίσια αυτά συνεργάστηκαν έκτοτε επιτυχώς, αφού απέκτησαν έντεκα συνολικά πλοία τα οποία φέρονταν ότι ανήκαν αντίστοιχα το κάθε ένα σε μία, μονοβάπορη,  εξωχώρια εταιρία,  κάθε μιας  εκ των οποίων οι εκατό στον κομιστή μετοχές, που εκδόθηκαν  κατά τη συμφωνία των αντιδίκων, ανήκαν κατά ποσοστό  50% σε  δυο εταιρίες holdings ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτών καθώς οι τελευταίες αυτές εταιρίες συστάθηκαν αποκλειστικά προς τούτο ώστε να μην εμφαίνονται οι εταίροι στις προς τα έξω συναλλαγές των πλοιοκτητριών εταιριών. Ότι η κοινή με τον πρώτο εναγόμενο  ναυτιλιακή  δραστηριότητα εξελίχθηκε ομαλά και με επιτυχία έως το έτος 2011 όταν υφίστατο κέρδος που ξεπερνούσε το 1.000.000 δολ ΗΠΑ ενώ τα τρία πλοία, που κατά το έτος αυτό είχαν απομείνει στην συνεκμετάλλευσή τους, ήταν κερδοφόρα καθώς δεν ήταν επιβαρυμένα με δάνεια παρά μόνο με το λειτουργικό τους κόστος. Ότι στα τέλη του έτους  2013 και μετά τη διετή απουσία του προσώπου που ο ενάγων είχε ορίσει να παρακολουθεί τη συνεργασία του με τον πρώτο εναγόμενο, πληροφορήθηκε ότι όχι μόνο δεν υφίσταντο κέρδη αντίθετα υπήρχαν μεγάλες οφειλές που δεν δικαιολογούνταν με βάση το γεγονός ότι τα πλοία ήταν κερδοφόρα και η ναυλαγορά ευνοϊκή. Κατά την πολύμηνη έρευνα που ακολούθως διενήργησε ο ενάγων διαπίστωσε ότι ο πρώτος εναγόμενος συνεπικουρούμενος από τους λοιπούς, η δεύτερη με την ιδιότητα της νομικής του συμβούλου και οι λοιποί δυο με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της τρίτης εναγομένης, προέβη στην πώληση του πλοίου «O….» στις 11-6-2012. Του παραδόθηκε μάλιστα ένα μνημόνιο συμφωνίας – Memorandum of agreement, ΜΟΑ στο εξής, με ημερομηνία  11-6-2012 σύμφωνα με το οποίο η κυρία αυτού «…………» φέρεται να το πωλεί στην εταιρία «…….» αντί τιμήματος 1.600.000 δολ ΗΠΑ, ενώ σε παράρτημα αυτού του ΜΟΑ αναγραφόταν κοινή δήλωση ότι η αγοράστρια είχε προκαταβάλει το 20% του συμφωνηθέντος τιμήματος σε λογαριασμό της μεσιτικής εταιρίας «………. CO LTD». Ότι τελικά μετά από έρευνα που πραγματοποίησε ανακάλυψε ότι το εν λόγω ΜΟΑ ήταν ψευδές καθώς το  πλοίο είχε πωληθεί με άλλο ΜΟΑ στο οποίο εμφαίνονταν  ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της πωλήτριας εταιρίας η δεύτερη των εναγομένων,  στην αγοράστρια εταιρία «……», το τίμημα ανήλθε στο ποσό των 2.300.000 δολ ΗΠΑ  και καταβλήθηκε σε λογαριασμό της εταιρίας «……» εταιρία ομοίως εξωχώρια των αποκλειστικών συμφερόντων του πρώτου εναγόμενου  και περαιτέρω ότι το ποσό που πράγματι καταβλήθηκε για την αξία των λιπαντικών και καυσίμων του πλοίου  ήταν 399.770 δολ ΗΠΑ και όχι 107.000 δολ, όπως αρχικά παρουσιάστηκε από τον πρώτο εναγόμενο. Στη συνέχεια και μετά από επίμονη προσπάθεια, στις 22-4-2014, ο ενάγων συνομίλησε με τον τελευταίο προκειμένου να πληροφορηθεί την τύχη του έτερου, κοινού,  πλοίου «Α….» το οποίο, σύμφωνα με τον εναγόμενο κατά το χρόνο εκείνο βρισκόταν στο λιμάνι της Μπανγκόγκ στην Ταϊλάνδη, πλην όμως η αλήθεια την οποία ανακάλυψε μετά από έρευνα, ο ενάγων ήταν ότι το πλοίο  είχε ήδη πωληθεί και πάλι χωρίς την ενημέρωση και την έγκρισή του, στις 26-3-2014,  στην εταιρία «……» αντί τιμήματος 3.262.000 δολ ΗΠΑ πλέον ποσού 496.822 δολ ΗΠΑ που αντιστοιχούσαν στην κατά το χρόνο της πώλησης αξία των καυσίμων και λιπαντικών του πλοίου με αντίστοιχο ΜΟΑ στο οποίο είχε και πάλι συμβληθεί με την ιδιότητα της εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας πωλήτριας εταιρίας η δεύτερη εναγομένη.  Ότι ωστόσο στην επακολουθήσασα δίκη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων τον Ιούλιο 2014, ο πρώτος εναγόμενος προσκόμισε άλλο ΜΟΑ που αφορούσε το ίδιο πλοίο, έφερε τις ίδιες  υπογραφές, μεταξύ των οποίων και της δεύτερης εναγομένης, πλην όμως αναφερόταν άλλη αγοράστρια εταιρία, η «……» και πολύ χαμηλότερο τίμημα ήτοι ποσό 1.116.500 δολ ΗΠΑ. Περαιτέρω ο ενάγων ισχυρίστηκε με την ένδικο αγωγή του ότι κατά την ίδια ως άνω έρευνα διαπίστωσε ότι το τρίτο πλοίο «S…» αξίας τουλάχιστον 2.000.000 δολ ΗΠΑ  είχε ομοίως εν αγνοία του διαγραφεί από το νηολόγιο του ……… και είχε νηολογηθεί στις 13-7-2013 στο νηολόγιο του …….. με το όνομα «Ν….S»  και με φερόμενη πλοιοκτήτρια την εταιρία  «……» που ανήκε στα αποκλειστικά συμφέροντα του πρώτου εναγομένου και ως  νόμιμη εκπρόσωπός της εμφανιζόταν η δεύτερη εναγόμενη. Ότι ενεργώντας κατά τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος, κατόπιν εντολής του ενάγοντα ασκούσε την κοινή ναυτιλιακή δραστηριότητά τους, στο όνομα της τρίτης των εναγομένων,   συνεπικουρούμενος από τους λοιπούς εξ αυτών, οι οποίοι γνώριζαν την από το έτος 1994 συμφωνία περί συνεκμετάλλευσης των κοινών πλοίων, ενεργώντας όλοι δολίως, παρανόμως και σ’ αντίθεση με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, προέβη εν αγνοία του ενάγοντα στις προπεριγραφόμενες μεταβιβάσεις των κοινών πλοίων ιδιοποιούμενος παρά τα συμφωνηθέντα, το σύνολο του εισπραχθέντος αντίστοιχα τιμήματος για την πώληση των δυο πλοίων αλλά και των καυσίμων και λιπαντικών αυτών, χωρίς να αποδώσει στον ενάγοντα ως όφειλε το ήμισυ των εισπραχθέντων ποσών και αποστερώντας αυτόν από το ποσοστό του επί της αξίας του τρίτου πλοίου και των καυσίμων αυτού αφού το ενθυλάκωσε όλο στην δική του περιουσία. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητά, σύμφωνα με τις ειδικότερες διακρίσεις στο αγωγικό δικόγραφο, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν α] το συνολικό ποσό των 3.375.796 δολ ΗΠΑ επικαλούμενος κατά την κύρια βάση της αγωγής του την παράνομη και υπαίτια από μέρους του πρώτου παραβίαση των διατάξεων περί εντολής  επικουρικά  περί εταιρίας, κατά την επικουρική βάση της αγωγής του τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και ειδικότερα την από μέρους των εναγομένων παραβίαση των οριζομένων στα άρθρα 288, 914 και 919 Α.Κ., κατά την έτερη επικουρική βάση επικαλείται τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και όσον αφορά τους λοιπούς εναγομένους επικαλείται τις διατάξεις των άρθρων 288, 914, 919 και  926  και 481 Α.Κ. , β] την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ύψους 100.000 ευρώ, όπως παραδεκτά περιόρισε κατά το άρθρο 223 ΚΠολΔ την εν λόγω αξίωσή του αφαιρουμένου του ποσού των 220 ευρώ για κάθε ένα των εναγομένων για το οποίο έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.  Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και περαιτέρω ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός έννομων σχέσεων και καταστάσεων με βάση τα εκτιθέμενα στα κρινόμενα δικόγραφα πραγματικά περιστατικά, αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας και πρώτιστο έργο των δικαστηρίων, με το οποίο επιτελούν την ανατεθειμένη σε αυτά από το Σύνταγμα λειτουργία (άρθρο 87 παρ. 2 Σ), κατοχυρώνοντας παράλληλα και τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών  η δε τυχόν  υπαγωγή στην αγωγή των επικαλουμένων περιστατικών σε κάποια νομική διάταξη, δεν δεσμεύει το δικαστήριο το οποίο οφείλει, αυτεπαγγέλτως, να προβεί σε ορθή νομική υπαγωγή, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού αυτή συγκροτείται από τα θεμελιωτικά του αιτήματος πραγματικά περιστατικά και όχι από τον νομικό τους χαρακτηρισμό. (3/2001 απόφαση ΑΕΔ, ΑΠ 6/2001 ΕΕργΔ 2001. 403, ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001. 160, ΑΠ 141/2000 ΕΕργΔ 2001. 406, ΑΠ 1026/1990 ΔΕΝ 48. 470, ΕΑ 6199/2007 και 269/2003 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Επομένως με βάση τα παραπάνω ιστορούμενα και τις  προηγηθείσες σκέψεις (με στοιχ.Ι και ΙΙ)   ο ενάγων θεμελιώνει την ένδικη αξίωσή του στις διατάξεις των άρθρων 361, 741 επ.,  714 έως 723  Α.Κ. καθώς κατά τις διατάξεις αυτές ο εντολοδόχος ευθύνεται  για κάθε πταίσμα, δηλαδή και για ελαφριά αμέλεια, υποχρεούμενος να αποζημιώσει τον εντολέα του  για τη ζημία που του προκάλεσε, ενώ κατά  τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, έχει υποχρέωση να αποδώσει σ’ αυτόν  καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής, ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για ευθύνη από την σύμβαση εντολής που δόθηκε στα πλαίσια της αφανούς εταιρίας την οποία  συνέστησαν με την συμφωνία τους το έτος 1994 οι διάδικοι με εμφανή εταίρο την τρίτη εναγόμενη εταιρία,  με βάση την οποία  ενήργησε ο πρώτος εναγόμενος ως εντολοδόχος, διαχειριζόμενος περιουσιακά στοιχεία του αντιδίκου του . Ειδικότερα δε η άρνησή του να αποδώσει στον ενάγοντα συνεταίρο του,  τα εισπραχθέντα  χρήματα από την πώληση των δυο κοινών πλοίων τα οποία ήλθαν στην κατοχή του και η αποστέρηση αυτού από την κυριότητα του τρίτου πλοίου που του ανήκε κατά ποσοστό 50% με την, χωρίς τη συναίνεσή του και χωρίς δικαίωμα, μεταβίβαση αυτού κατά πλήρη κυριότητα σε εταιρία ιδίων αποκλειστικά συμφερόντων, εφόσον κατέληξε σε ιδιοποίηση από μέρους του, με την  συμμετοχή των λοιπών εναγομένων, χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων που δεν του ανήκαν και ανήκαν στον ενάγοντα, προκάλεσε σ’ αυτόν  ισόποση ζημία, οπότε δημιουργείται σε βάρος του, όπως και των λοιπών εναγομένων και υποχρέωση αποζημίωσης στο πλαίσιο αδικοπρακτικής ευθύνης τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 919, 926 και 932 ΑΚ, 375 ΠΚ, καθώς ενεργούντες με τον περιγραφόμενο στην αγωγή τρόπο αυθαίρετα παράνομα και αντισυμβατικά, επέφεραν την ανωτέρω εκτιθέμενη ζημία στον ενάγοντα, που συνδέεται αιτιωδώς με την αντικείμενη, στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, συμπεριφορά. Στην περίπτωση αυτή αξιώσεων από τη σύμβαση και  από το αδίκημα, οι οποίες  όμως αφορούν την ίδια  παροχή, που απλώς θεμελιώνεται τόσο ενδοσυμβατικά όσο και εξωσυμβατικά, δηλαδή σε δύο διαφορετικές νομικές βάσεις, πρόκειται για συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης. Αντίστοιχα ο ενάγων, ως δανειστής δικαιούται να ασκήσει όποια από τις περισσότερες αξιώσεις του ο ίδιος προκρίνει ή, όπως εν προκειμένω έπραξε, να στηρίξει την ενιαία αξίωσή του σε οποιαδήποτε από τις περισσότερες βάσεις της ή και σε όλες κατά τρόπο ισοδύναμο ή επικουρικό. (ΑΠ 192/2016 και 1596/2014 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).Κατά συνέπεια η κρινόμενη αγωγή, που αφορά αξίωση από την άσκηση θαλάσσιου εμπορίου με τη σύσταση αφανούς εταιρίας εδρεύουσας στην ……. και από αδικοπρακτική συμπεριφορά εκδηλωθείσα στον ίδιο τόπο, παραδεκτά ασκηθείσα ενώπιον του αρμοδίου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιέχει όλα τα  αναγκαία για τη θεμελίωσή της στις διατάξεις των  προαναφερόμενων άρθρων, στοιχεία, ήτοι του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου σύμφωνα με τα άρθρα 2,3 και 4 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, άρθρα  25 εδ. β και 26  Α.Κ., 1 παρ. 1, 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 3, 31 και 32 του ΕΚ 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές,   είναι  πλήρως ορισμένη και  νόμιμη σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις  (288, 361, 741επ, 713επ., 297, 298, 914, 919, 926 και 932 ΑΚ, 375 ΠΚ , 218, 219, 907 και 908 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα να επισημανθεί  ότι το αγωγικό αίτημα καταβολής νομιμοτόκως των απολεσθέντων ποσών συνεπεία της αδικοπρακτικής και αντισυμβατικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε δολάρια ΗΠΑ, στο ισάξιο αυτών σε ευρώ, κατά την ισοτιμία των δυο νομισμάτων στο χρόνο κατά τον οποίο επήλθε η ζημία είναι νόμιμο τόσο κατά το χρόνο αυτό όσο και, επικουρικά, κατά το χρόνο της επικαλούμενης από τον ενάγοντα όχλησης προς τους εναγόμενους, ήτοι της από μέρους του καταγγελίας της μεταξύ τους αφανούς εταιρίας και επικουρικότερα από τη συζήτηση της αγωγής και την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 του ν. 5422/1932,  345, 346 Α.Κ. και 218, 219 ΚΠολΔ  (ΑΠ 388/2015 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).  Επομένως ενόψει των  ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι με βάση τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία αλλά αντισυμβατική συμπεριφορά με την παραβίαση από τον πρώτο εναγόμενο  μόνο των ενοχικών υποχρεώσεων αυτού  από την εταιρική σχέση έναντι του ενάγοντα και απέρριψε ως μη νόμιμη την συρρέουσα, κύρια, βάση της αγωγής από την αδικοπραξία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή ως βάσιμων κατ’ ουσίαν των σχετικών λόγων της έφεσης του ενάγοντα  και θα  πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσία η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά το μέρος που απέρριψε ως μη νόμιμη τη σωρευόμενη βάση της από 16.2.2015 και με αρ. κατ. 2376/2015 αγωγής. και την αναγκαίως συμπροσβαλλόμενη με αυτή διάταξή της περί δι­καστικών εξόδων, ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η αγωγή κατ’ ουσία και κατά τη βάση της αυτή, εξ αδικοπραξίας, η οποία κρίνεται νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις.Σύμφωνα με τις  διατάξεις των άρθρων 106, 237 παρ. 1β, 238, 240,  346 και 453 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίκληση ισχυρισμών αλλά και αποδεικτικών μέσων ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου  μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε με αναφορά αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, στις οποίες γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη επίκληση του ισχυρισμού αλλά και αποδεικτικού μέσου, κατά αναλογική εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που αφορά μεν τον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, πλην όμως εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, (ΟλΑΠ 14/2005). Δεν είναι δε νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου ισχυρισμών ή εγγράφων για άμεση ή έμμεση απόδειξη με μόνη τη φωτοτυπική ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ` έφεση δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων αυτών (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 23/2008), πλην όμως δεν πρόκειται για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014, ΑΠ 982/2013, ΑΠ 476/2011, ΑΠ 865/2009). Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η επίκληση ενώπιον του εφετείου των ισχυρισμών και των εγγράφων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση των εγγράφων απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη. Συνεπώς και μετά την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του εκκαλούντα-εφεσίβλητου-εναγομένου από 17-5-2017 και 21-2-2018, παραδεκτά ο τελευταίος επαναφέρει  τους ισχυρισμούς του και επικαλείται τα αποδεικτικά του μέσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καθώς  στις ενώπιον μας προτάσεις του  εμπεριέχεται, αυτούσιο και το, πλήρες, κείμενο των προτάσεων της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτησης ενοποιημένο σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του Εφετείου με αίτημα την παραδοχή της έφεσής του και  απόρριψη της έφεσης του αντιδίκου του, καλύπτεται δε το ενιαίο αυτό κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους, ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ  232/2018, 794/2017   δημοσ στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στη συνέχεια από την εκτίμηση των ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομιζομένων νομίμως με επίκληση αποδεικτικών μέσων, του συνόλου των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι με επίκληση, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια αυτών στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, των ενόρκων βεβαιώσεων των, …….. και ………, με αριθμούς …… και …… που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Ε.Τ.  μετά από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων τους  (σχετ. οι με αριθμούς  …. έως ….. με ημερομηνία 29-9-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, μόνιμος κάτοικος εξωτερικού  και ο πρώτος εναγόμενος,  δραστηριοποιούμενοι αμφότεροι στο χώρο της ναυτιλίας και του θαλάσσιου εμπορίου, ενόψει του μακροχρόνιου φιλικού τους δεσμού,  προσωπικού και οικογενειακού στα πλαίσια του οποίου ο  πρώτος είχε βαφτίσει τον πρωτότοκο γιό του δεύτερου (α΄ εναγομένου), συμφώνησαν προφορικά στην Ελλάδα, το έτος 1994, να συνεργαστούν προκειμένου να αποκτήσουν και να εκμεταλλευτούν πλοία, κυρίως ψυγεία αλλά και ξηρού φορτίου καθώς ο πρώτος ενδιαφερόταν να επεκταθεί επιχειρηματικά  και στα πλοία ψυγεία, τομέα που γνώριζε καλά ο δεύτερος, διατηρώντας ωστόσο, ο καθένας εξ αυτών,  την προσωπική του επιχειρηματική δραστηριότητα. Συμφώνησαν ειδικότερα αμφότεροι να εισφέρουν εξ ημισείας τα απαραίτητα κεφάλαια, είτε εξ ιδίων (κεφαλαίων)  είτε μέσω χρηματοδότησης από τρίτες πηγές, προκειμένου να αποκτηθούν φορτηγά πλοία, τόσο ξηρού φορτίου, όσο και ψυγεία, τα οποία θα εμφαίνονταν ότι ανήκαν σε  συσταθείσες από τους ίδιους υπεράκτιες εταιρείες, ως φανεροί φορείς της εμπορικής εκμετάλλευσης αυτών, ως παρένθετα πρόσωπα, όπως συνηθίζεται, στις ναυτιλιακές συναλλαγές, ανήκουσες  στον αποκλειστικό έλεγχο των διαδίκων, οι εκατό δε  μετοχές που παριστούσαν το κεφάλαιο κάθε μιας εξ αυτών συμφωνήθηκε να εκδίδονται στον κομιστή και να φέρονται  ότι ανήκουν σε  ποσοστό 50% σε δυο έτερες εξωχώριες εταιρίες, συσταθείσα κάθε μια εξ αυτών από, κάθε έναν των διαδίκων, προκειμένου οι ίδιοι να μην εμφανίζονται στις συναλλαγές ως πραγματικοί πλοιοκτήτες των πλοίων που θα αποκτιόνταν. Συμφωνήθηκε ακόμα ότι η άσκηση της όλης δραστηριότητας ως προς την απόκτηση αλλά και εκμετάλλευση των πλοίων θα ασκούνταν, εμφανώς,  από την τρίτη εναγόμενη εταιρία που έχει  καταστατική έδρα στη …. με εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 89/67, στην κατοικία του πρώτου των εναγομένων στη …. (……..), όπου βρίσκεται και η πραγματική της έδρα, όπως και  του συνόλου της επιχειρηματικής δράσης του, από την οποία ασκείται η διοίκηση των υποθέσεών της και λαμβάνονται οι επιχειρηματικές της αποφάσεις, ανήκει δε στα αποκλειστικά συμφέροντα του πρώτου εναγόμενου, εκπροσωπούμενη  νόμιμα κατά τον επίδικο χρόνο,  από τον τέταρτο εναγόμενο, μέχρι το τέλος του έτους 2013 και στη συνέχεια από τον πέμπτο εναγόμενο, οι οποίοι γνώριζαν πλήρως την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία  καθώς και την λειτουργία και την εξέλιξη αυτής. Συγκεκριμένα οι αντίδικοι συμφώνησαν για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητάς τους που, ως εκ του σκοπού της – άσκηση θαλάσσιου εμπορίου, έχει εμπορικό χαρακτήρα, την σύσταση αφανούς εταιρίας η οποία και μόνο μπορεί να έχει εμπορική δραστηριότητα σε αντίθεση με την αστική εταιρία που όταν αποκτά τέτοιο σκοπό καθίσταται ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία εν τοις πράγμασι, εφαρμοζομένων αναλογικά, στην πρώτη, των διατάξεων των άρθρων 741 επ. Α.Κ., εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της. Αφανείς εταίροι θα ήταν οι ίδιοι οι αντίδικοι, ενώ εμφανής εταίρος θα εμφανιζόταν στις συναλλαγές η τρίτη, ωστόσο την επιχειρηματική δραστηριότητα θα την ασκούσε πραγματικά και ουσιαστικά ο πρώτος εναγόμενος, μόνιμα εγκατεστημένος στην ημεδαπή, από την προαναφερόμενη έδρα του στην …….. Προς τούτο κατά την κατάρτιση της ένδικης συμφωνίας τους, ο ενάγων έδωσε τη σχετική εντολή στον εναγόμενο, να αναλάβει εκείνος τη διαχείριση των κοινών πλοίων μέσω της τρίτης εναγομένης, υπό την ειδικότερη συμφωνία ότι για τα σημαντικά ζητήματα, όπως αγορά, πώληση, τρόπος εκμετάλλευσης και χρηματοδότηση των πλοίων, θα αποφάσιζαν από κοινού οι αφανείς εταίροι ενώ  ο ενάγων όρισε τον, εξετασθέντα και ως μάρτυρα απόδειξης, …….., προκειμένου να προσέρχεται στα γραφεία του εναγομένου για να ενημερώνεται και να ελέγχει  την πορεία της κοινής ναυτιλιακής τους επιχείρησης, αφού  όπως ήδη αναφέρεται, ο ενάγων κατοικεί μόνιμα στο εξωτερικό. Συμφώνησαν  τα, τυχόν, κέρδη ή οι, τυχόν, ζημιές από την εκμετάλλευση των εν λόγω πλοίων να διανέμονται κατά τον ίδιο τρόπο, ήτοι εξ ημισείας μεταξύ τους, καθώς και πως μετά το τέλος της εκμετάλλευσης αυτής, ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος είχε αναλάβει τη διαχείριση  της προεκτιθέμενης εταιρικής τους σχέσης, καθώς  εν αντιθέσει με τον ενάγοντα γνώριζε και τους δύο τύπους πλοίων (ξηρού φορτίου και ψυγεία) εξίσου καλά, οφείλει να του αποδώσει ότι έχει, τυχόν, απομείνει από την εκτέλεση της συμφωνίας τους και, συγκεκριμένα, την εισφορά του, όπως και το 50% των πλοίων και των κερδών από την εκμετάλλευση.  Έκτοτε, από το έτος 1994, αποκτήθηκαν με τον προπεριγραφόμενο τρόπο συνολικά έντεκα  πλοία,  από τα οποία κατά το έτος 2011 είχαν απομείνει μόνο τρία και συγκεκριμένα τα υπό σημαία ……… πλοία ψυγεία «O…», «A…» και «S…». Το πρώτο εξ αυτών (O…S) αποκτήθηκε, στις 21-12-1994, στο όνομα της εξωχώριας εταιρείας – παρένθετο νομικό πρόσωπο – με την επωνυμία «……..», με καταστατική έδρα στον ……, για να εξασφαλιστεί δε και τυπικά η συμμετοχή του ενάγοντα και του πρώτου εναγομένου σ’ αυτήν, εκδόθηκαν 100 μετοχές της εν λόγω εταιρείας στον κομιστή, εκ των οποίων για τις πρώτες 50 ο πρώτος των εναγομένων ενέγραψε ως φερόμενη μέτοχο την υπεράκτια – παρένθετη – εταιρεία με την επωνυμία «……», με καταστατική έδρα στον ……. και για τις υπόλοιπες 50 μετοχές ο ενάγων ενέγραψε ως φερόμενη μέτοχο την υπεράκτια – παρένθετη – εταιρεία με την επωνυμία «……», με καταστατική έδρα επίσης στον ……. Το δεύτερο πλοίο («A..») αποκτήθηκε, στις 5-12-1997, από την εξωχώρια εταιρεία – παρένθετο νομικό πρόσωπο – με την επωνυμία «…….», με καταστατική έδρα στον ……, για να εξασφαλιστεί δε και τυπικά η συμμετοχή του ενάγοντα και του πρώτου εναγομένου σ’ αυτήν εκδόθηκαν, ομοίως, 100 μετοχές της εν λόγω εταιρείας στον κομιστή, εκ των οποίων για τις πρώτες 50 ο πρώτος των εναγομένων ενέγραψε ως φερόμενη μέτοχο την εξωχώρια  – παρένθετη – εταιρεία με την επωνυμία «…..», με καταστατική έδρα στον ……., και για τις υπόλοιπες 50 μετοχές ο ενάγων ενέγραψε ως φερόμενη μέτοχο την υπεράκτια – παρένθετη – εταιρεία με την επωνυμία «……….», με καταστατική έδρα επίσης στον ……… Τέλος,  το τρίτο πλοίο («S…..») αποκτήθηκε, στις 18-7-1997, από την εξωχώρια  εταιρεία – παρένθετο νομικό πρόσωπο – με την επωνυμία «……..», με καταστατική έδρα στον ….., για να εξασφαλιστεί δε και εδώ τυπικά η συμμετοχή του ενάγοντα και του πρώτου εναγομένου σ’ αυτήν, εκδόθηκαν 100 μετοχές αυτής  στον κομιστή, εκ των οποίων για τις πρώτες 50 ο πρώτος των εναγομένων ενέγραψε ως φερόμενη μέτοχο την υπεράκτια – παρένθετη – εταιρεία με την επωνυμία «…….», με καταστατική έδρα στον ………, και για τις υπόλοιπες 50 μετοχές ο ενάγων ενέγραψε ως φερόμενη μέτοχο την υπεράκτια – παρένθετη – εταιρεία με την επωνυμία «…..», με καταστατική έδρα επίσης στον …….. Οι εκατέρωθεν δε υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών από την ένδικη συμφωνία εκπληρώθηκαν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1994 μέχρι το 2011 και, μάλιστα, στις αρχές του 2011 από τη διαχείριση της συνεργασίας των διαδίκων υπήρχαν κέρδη που ξεπερνούσαν το 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, ενώ τα προαναφερθέντα τρία πλοία, που είχαν απομείνει, είχαν εξοφλήσει ολικά τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Παρά την επιτυχή πορεία της ένδικης αφανούς μεταξύ των αντιδίκων εταιρίας, το έτος 2013 και αφού στο μεταξύ χρονικό διάστημα ο συνεργάτης του ενάγοντα, τον οποίο είχε ορίσει να παρακολουθεί την επίδικη εταιρική σχέση του με τον πρώτο των εναγομένων, αναγκάσθηκε να απέχει από την εκτέλεση των καθηκόντων του λόγω σοβαρής ασθένειας στενού συγγενικού του προσώπου, ο ενάγων πληροφορήθηκε  νέα οικονομικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία τα ανωτέρω θετικά οικονομικά αποτελέσματα του 2011 εμφανίζονταν να έχουν λάβει αρνητικό πρόσημο, φθάνοντας σε ζημίες ύψους 2.700.000 δολ. ΗΠΑ. Στις πιστώσεις δε των στοιχείων αυτών είχε συμπεριληφθεί και κονδύλιο ύψους 1.707.000 δολ. ΗΠΑ από την πώληση του πλοίου «O…..» μαζί με τα καύσιμα που υπήρχαν σ’ αυτό κατά την παράδοσή του στους αγοραστές, πράξη για την οποία ο ενάγων δεν είχε οιαδήποτε ενημέρωση. Ενόψει της εξέλιξης αυτής αλλά και  της δυσχερούς με τον πρώτο των εναγομένων επικοινωνίας καθώς ο τελευταίος έβρισκε διάφορες προφάσεις για να την αποφεύγει και να  μην παρέχει εξηγήσεις ή να μην παρέχει επαρκείς εξηγήσεις, ο ενάγων έδωσε εντολή σε συνεργάτες του, στις αρχές του 2014, να εξετάσουν λεπτομερώς όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία που θα μπορούσαν να βρουν, τα οποία αφορούσαν τα παραπάνω τρία πλοία και είχαν σχέση τόσο με τα οικονομικά τους δεδομένα όσο και με την κατάσταση και τη λειτουργία τους ενώ, ζήτησε,  ειδικότερα,  από δικηγόρους στον ……… να κάνουν επισταμένη έρευνα στα μητρώα πλοίων της ……….Από την έρευνα που πραγματοποίησε ο ενάγων προέκυψε ότι  ο πρώτος εναγόμενος είχε προβεί στις μεταβιβάσεις των εναπομεινάντων τριών κοινών πλοίων τα οποία ο ίδιος κατείχε και διαχειριζόταν, σύμφωνα με την προηγηθείσα εντολή του ενάγοντα στο όνομα της τρίτης εναγόμενης εταιρίας του, χωρίς να έχει προηγουμένως, όπως είχε συμβατική υποχρέωση να ενεργήσει, να ενημερώσει και να έχει τη σύμφωνη γνώμη του ενάγοντα, στον οποίο δεν απέδωσε το ήμισυ του εισπραχθέντος τιμήματος από την πώληση των δυο πλοίων, το οποίο, αντίθετα, ενθυλάκωσε πλήρως στην δική του περιουσία ενώ μεταβίβασε ομοίως χωρίς την ενημέρωση και συναίνεση του ενάγοντα και το τρίτο πλοίο σε εταιρία των αποκλειστικών συμφερόντων του αποστερώντας τον τελευταίο από περιουσιακό του στοιχείο το οποίο ενσωμάτωσε πλήρως στη δική του περιουσία. Ειδικότερα και σύμφωνα με ένα αντίγραφο ΜΟΑ (memorandum of agreement) που παραδόθηκε στον ενάγοντα με ημερομηνία 11-6-2012 το πλοίο  «O…..» φέρεται να  πωλήθηκε από την  πλοιοκτήτρια εταιρεία «…….» στην εταιρεία με έδρα τις  …… με την επωνυμία «…….» αντί τιμήματος 1.600.000 δολ ΗΠΑ, πλέον ποσού 107.000 δολ για την αξία των καυσίμων και λιπαντικών αυτού,  δυνάμει του από 11-6-2012 αγοραπωλητήριου συμφωνητικού. Πλην όμως όπως αποκαλύφθηκε από την έρευνα υπήρχε άλλο, το αληθινό ΜΟΑ και Bill of sale του πλοίου, το πρώτο υπογραμμένο από την δεύτερη εναγόμενη με την ιδιότητα της   νόμιμης εκπροσώπου  της πλοιοκτήτριας εταιρίας  φέρουσα η ίδια τυπικά την ιδιότητα της νομικής συμβούλου  της τρίτης εναγομένης αλλά πραγματικά του πρώτου εναγομένου, αφού η τρίτη ήταν το «όχημα» με το οποίο αυτός ασκούσε την επιχειρηματική του εν γένει δραστηριότητα αλλά και ειδικότερα την κοινή με τον ενάγοντα ναυτιλιακή δραστηριότητα. Σύμφωνα με τα εν λόγω, αληθινά έγγραφα και σύμφωνα με την από 30-7-2012 σχετική καταχώριση στα νηολόγια του ……, το πλοίο πωλήθηκε  πραγματικά όχι στην άνω φερόμενη ως αγοράστρια εταιρία αλλά στην  εταιρία «……», αντί τιμήματος 2.300.000 δολ ΗΠΑ το οποίο κατατέθηκε σε λογαριασμό στην τράπεζα ……. και στο υποκατάστημα αυτής στην οδό ….., με δικαιούχο την υπεράκτια εταιρεία ……., που ελέγχεται και διοικείται πλήρως και ουσιαστικά από τον πρώτο των εναγομένων, στην πραγματική της έδρα στη . …, η δε πραγματική αξία των καυσίμων και λιπαντικών που υπήρχαν στο ως άνω πλοίο, κατά την παράδοσή του στους αγοραστές και καταβλήθηκε από τους τελευταίους, ήταν 399.770 δολ. ΗΠΑ και όχι 107.000 δολ. ΗΠΑ, όπως είχε καταχωρηθεί στα βιβλία που τηρούσε η εμφανιζόμενη στις συναλλαγές ως διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία «……» (τρίτη εναγομένη), προκειμένου να αποκρυβεί το αληθές τίμημα που είχε εισπραχθεί από τον πρώτο των εναγομένων και να εμφανιστεί αυτό μικρότερο. Στη συνέχεια ο ενάγων προσπάθησε να επικοινωνήσει εκ νέου αλλά και να συναντηθεί με τον πρώτο εναγόμενο, προκειμένου να πληροφορηθεί την τύχη του έτερου κοινού πλοίου  «A…..», εν τέλει και  ενόψει της μεγάλης προς τούτο (συνάντησης) απροθυμίας του εναγομένου, σε τηλεφωνική επικοινωνία τους στις 22-4-2014, πληροφορήθηκε ότι το εν λόγω πλοίο βρισκόταν λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε και απαιτούσαν εκτεταμένες επισκευές, αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Μπανγκόγκ στην Ταϊλάνδη. Η έρευνα όμως που ακολούθησε κατόπιν εντολής του ενάγοντα, ο  οποίος πλέον δεν εμπιστευόταν τον εναγόμενο   αποκάλυψε ότι το πλοίο αυτό είχε πωληθεί, χωρίς την ενημέρωση και συναίνεση του ίδιου, στην εταιρία   «…….», που έχει έδρα στη …….. . και η οποία το είχε νηολογήσει στις 26-3-2014 στα νηολόγια της χώρας αυτής με το νέο όνομα «.L…», έναντι τιμήματος ύψους 3.262.000 δολ. ΗΠΑ πλέον του ποσού των 496.822 δολ. ΗΠΑ για την αξία των καυσίμων και των λιπαντικών που βρίσκονταν στο ανωτέρω πλοίο κατά τον χρόνο της παράδοσής του στους αγοραστές (σχετ. το νομίμως προσκομιζόμενο  από τον ενάγοντα αντίγραφο του σχετικού τιμολογίου αξίας καυσίμων συνολικού ποσού 496.822 δολ. Η.Π.Α. με νόμιμη (αποσπασματική) μετάφραση στην ελληνική γλώσσα), εκ των οποίων ποσών ουδέν έλαβε ο ενάγων αφού αμφότερα τα ποσά αυτά  ιδιοποιήθηκε στο σύνολό τους ο εναγόμενος. Μάλιστα και στην πώληση αυτή η πλοιοκτήτρια εταιρία («…….») εκπροσωπήθηκε από την δεύτερη εναγομένη, η οποία ομοίως γνώριζε τη συμφωνία μεταξύ των αντιδίκων και υπέγραψε τόσο το ΜΟΑ και το παράρτημα αυτού καθώς και το τιμολόγιο για την πώληση των καυσίμων. Ωστόσο και σ’ αυτήν την περίπτωση, παρουσιάστηκε εκ μέρους των εναγομένων, σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων που διεξήχθη  στις 31-7-2014 μετά από την κατάθεση της σχετικής από 7-7-2014 αίτησης του ενάγοντα εναντίον τους, πανομοιότυπo με το αληθινό  ΜΟΑ για την πώληση του εν λόγω πλοίου,  με φερόμενη όμως αγοράστρια την εταιρία ……. και τίμημα το ποσό του 1.116.500 δολ ΗΠΑ  και  με τις ίδιες  υπογραφές που έφερε και το αληθινό ΜΟΑ. Τέλος το τρίτο, κοινό, πλοίο «S……», αξίας 2.000.000 δολ. ΗΠΑ  μεταβιβάστηκε από τον πρώτο εναγόμενο, στις 13-7-2013, στην, επίσης  ανήκουσα στα αποκλειστικά του ιδίου συμφέροντα, εταιρεία με έδρα τις … …. και την επωνυμία «……» με νόμιμη εκπρόσωπο και πάλι την δεύτερη εναγομένη,  χωρίς και σ’ αυτήν την περίπτωση  να ενημερωθεί ο ενάγων, διεγράφη δε το πλοίο από τα νηολόγια του ….. στις 17-7-2013 ενώ είχε ήδη εγγραφεί  στις 13-7-2013 στο νηολόγιο …… με το νέο όνομα «N…». Μάλιστα τα όσα αμέσως  παραπάνω αναφέρονται για το τρίτο πλοίο δεν αμφισβητούνται  ειδικά από τον  εναγόμενο ο οποίος στις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  αλλά και κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων που διεξήχθη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς  ισχυρίστηκε ότι αυτό έγινε για να διευκολυνθεί η εξεύρεση ναύλου του πλοίου και εξέφρασε την πρόθεση να μεταβιβάσει στον ενάγοντα τους τίτλους των μετοχών της νέας πλοιοκτήτριας εταιρείας που του αντιστοιχούσαν, πλην όμως δεν προέβη σε κάποια περαιτέρω ενέργεια προς τούτο μέχρι την καταγγελία από τον ενάγοντα της μεταξύ τους σύμβασης ή και μεταγενέστερα. Πέραν των ανωτέρω ο πρώτος εναγόμενος με αντίστοιχες εγγραφές στους ισολογισμούς που κατάρτιζε η τρίτη εναγομένη δια των νομίμων οργάνων της (τέταρτου και πέμπτου των εναγομένων) εμφάνισε στον ενάγοντα ότι είχε ανατραπεί η μέχρι το 2011 θετική οικονομική πορεία της κοινής τους δραστηριότητας που είχε αποφέρει το 2011  καθαρό κέρδος πλέον του 1.000.000 δολ ΗΠΑ, καθώς σύμφωνα με αυτές  υφίσταντο, πλέον, χρέη από την εκμετάλλευση των πλοίων ύψους 2.700.000 δολ ΗΠΑ, με προφανή σκοπό τη θεμελίωση αντίστοιχης αξίωσης από τον εναγόμενο σε βάρος του ενάγοντα περί συμμετοχής του τελευταίου, κατά το ήμισυ, στην εν λόγω ζημία καταβάλλοντας αντίστοιχο ποσό προς εξόφληση των, δήθεν, οφειλών από τη λειτουργία των πλοίων. Συγκεκριμένα  και ενδεικτικά, καταλογίστηκε ως τέτοιο έξοδο, από τη λειτουργία του πλοίου «A…» το ποσό των 508.602,89 δολ ΗΠΑ που αναγραφόταν σε σχετική εντολή για πληρωμή με υπογραφή του πρώτου εναγομένου και φερόταν ότι αφορούσε πληρωμή εξόδων και καταβολή εγγύησης για αξιώσεις κατά του πλοίου από μέλη του πληρώματος. Πλην όμως όπως προέκυψε μετά από έρευνα που πραγματοποίησε ο ενάγων οι σε βάρος του εν λόγω πλοίου αξιώσεις ανήλθαν σε 77.297,29 δολ ΗΠΑ, κεφάλαιο και έξοδα συμβιβαστικής ικανοποίησής τους και όλο το υπόλοιπο ποσό αφορά όμοιες αξιώσεις ναυτικών, όμως, που υπηρετούσαν σε πλοία τα οποία ανήκαν αποκλειστικά στον πρώτο, εναγόμενο. Το ίδιο πλοίο φέρεται να έχει προμηθευτεί  282 τόνους καυσίμου IFO,  αξίας 178.000 δολ ΗΠΑ τα οποία ωστόσο ουδέποτε παρέλαβε. Τέλος οι αναγραφές στα κατά νόμο βιβλία και στοιχεία της τρίτης εναγομένης δεν αναφέρουν το πράγματι καταβληθέν τίμημα από την πώληση των κοινών πλοίων. Στις ενέργειες αυτές ο πρώτος εναγόμενος προέβη υπό την ανοχή και συναίνεση των τέταρτου και πέμπτου  των εναγομένων που εκπροσωπούσαν την τρίτη εξ αυτών αλλά και με την συνδρομή της δεύτερης η οποία με την ιδιότητα της νομικής συμβούλου όφειλε να αποτρέψει τις ανωτέρω παράνομες σε βάρος του ενάγοντα ενέργειες (μεταβιβάσεις των πλοίων χωρίς την έγκριση αυτού και ψευδείς εγγραφές χρεών). Με βάση επομένως όσα αποδείχθηκαν παραπάνω  ο πρώτος των εναγομένων, έχοντας την κατοχή των ανωτέρω πλοίων μέσω της διαχειρίστριας αυτών εταιρείας «……….», την οποία εξουσίαζε απόλυτα, εκμεταλλευόμενος αφενός το γεγονός ότι ο αφανής εταίρος του, μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, εμπιστευόμενος αυτόν λόγω της φιλικής και της συγγενικής τους σχέσης,  του είχε δώσει τη σχετική εντολή διαχείρισης των κοινών πλοίων τους μέσω της εν λόγω εταιρίας και αφετέρου την απουσία του προσώπου που για λογαριασμό του ενάγοντα παρακολουθούσε την όλη επιχειρηματική δράση του πρώτου εναγομένου ως προς τα κοινά πλοία, το οποίο μάλιστα ο ενάγων δεν αντικατέστησε εμπιστευόμενος πλήρως τον πρώτο εναγόμενο,  συνεπικουρούμενος από τους λοιπούς, οι οποίοι γνώριζαν την ένδικη συνεργασία των αντιδίκων πλοιοκτητών, πώλησε και μεταβίβασε, χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντα, τα πλοία «O……» και «A……», μαζί με τα καύσιμα και λιπαντικά  που υπήρχαν σε αυτά κατά την παράδοσή τους στους αγοραστές, εισπράττοντας ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) το τίμημα,  χωρίς να αποδώσει στον ενάγοντα το ήμισυ των εισπραχθέντων ποσών όπως είχε συμφωνηθεί, περαιτέρω μεταβίβασε  και το έτερο κοινό πλοίο «S…….» στην υπεράκτια εταιρεία «………» των αποκλειστικών συμφερόντων του, ιδιοποιούμενος ομοίως το σύνολο της αξίας του, κατά παράβαση των όρων της ένδικης σύμβασης, αφού ο ενάγων ουδέποτε έλαβε, μετά και την καταγγελία της ένδικης εταιρικής σύμβασης στην οποία προέβη στις 26-11-2014 με την επίδοση της σχετικής από 14-11-2014 εξώδικης δήλωσής του στον πρώτο εναγόμενο (σχετ. η με  αριθμό  …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……..), το μέρος του τιμήματος από την πώληση των ανωτέρω δύο πρώτων πλοίων και των καυσίμων και λιπαντικών τους, καθώς και την αξία του τρίτου ως άνω πλοίου, που αναλογούσε στη μερίδα του (ενάγοντα). Οι παραπάνω ενέργειες του πρώτου των εναγομένων που με τις προπεριγραφόμενες μεθοδεύσεις ενεργώντας δολίως, παράνομα και σ’ αντίθεση με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη,  κατά παράβαση της ένδικης σύμβασης εντολής που τον καθιστούσε υπόχρεο να αποδώσει στον ενάγοντα ότι απέκτησε  από την εκτέλεση αυτής και αναλογούσε στον τελευταίο σύμφωνα με την εταιρική μεταξύ τους σύμβαση, διαπράττοντας παράλληλα την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης,  συνεπικουρούμενος στην εν λόγω συμπεριφορά από τους λοιπούς των εναγομένων οι οποίοι με τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους  ενώ είχαν πλήρη γνώση της συμβατικής σχέσης των δυο αντιδίκων και των εξ αυτής υποχρεώσεων του εναγομένου και αντίστοιχα δικαιωμάτων του ενάγοντα, γνωρίζοντες την απουσία του έμπιστου προσώπου που αυτός είχε ορίσει, συνέδραμαν ουσιαστικά τον πρώτο εναγόμενο  στην ολοκλήρωση των εν λόγω παράνομων και αντισυμβατικών σε βάρος του ενάγοντα πράξεων με ενέργειες αντίθετες στα χρηστά ήθη δηλαδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στις ιδέες του κατά γενική αντίληψη, με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Συγκεκριμένα  η  δεύτερη εξ αυτών ενεργώντας υπαίτια και σ’ αντίθεση με  τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμμετείχε στην πώληση των δυο πλοίων με την ιδιότητα της νόμιμης εκπροσώπου των, τύποις, πλοιοκτητριών-πωλητριών εταιριών, υπέγραψε αν και γνώριζε ότι ο ενάγων δεν είχε ενημερωθεί για την επικείμενη πώληση και μεταβίβαση των κοινών πλοίων, όλα τα σχετικά έγγραφα, συμβόλαια αλλά και τιμολόγια ενώ, περαιτέρω εμφαίνεται και ως νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας «………. που ανήκει στα αποκλειστικά συμφέροντα του εναγομένου και στην οποία μεταβιβάστηκε το πλοίο «S……». Ο τέταρτος των εναγομένων νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης εναγομένης μέχρι το τέλος του έτους 2013, χρόνο κατά τον οποίο πωλήθηκε το «O…….»  και μεταβιβάστηκε το «S…..» και ο πέμπτος εναγόμενος νόμιμος εκπρόσωπος αυτής στη συνέχεια, από το έτος 2014 οπότε και πωλήθηκε το πλοίο  «A…..», ενεργούντες, αμφότεροι, ως όργανα αυτής, ομοίως,  κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά συναλλακτικά ήθη επέτρεψαν στον πρώτο εναγόμενο να ολοκληρώσει την αδικοπρακτική του συμπεριφορά σε βάρος του ενάγοντα αποκρύπτοντας τα ποσά που πραγματικά καταβλήθηκαν για την πώληση των πλοίων και εμφανίζοντας έξοδα διαχείρισης των κοινών  πλοίων τα οποία ωστόσο αφορούσαν πραγματικά άλλες ή και άλλες υποχρεώσεις από την προσωπική επιχείρηση του πρώτου εναγομένου. Ενδεικτικά εν γνώσει αυτών περί του πραγματικού  εισπραχθέντος ποσού για την  αξία των καυσίμων και λιπαντικών (399.770 δολ ΗΠΑ)  που έφερε το πλοίο «O….»  ενέγραψε  ο πρώτος εξ αυτών το ποσό των 107.000 δολ ΗΠΑ, ως εισπραχθέν στα οικεία βιβλία της τρίτης εναγομένης.  Συνεπεία των ως άνω παράνομων και υπαίτιων ενεργειών των εναγομένων επήλθε στον ενάγοντα περιουσιακή ζημία τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με αυτές  η οποία αντιστοιχεί στο ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής τιμής πώλησης των δυο πλοίων και αντίστοιχα της αξίας του μεταβιβασθέντος πλοίου και εκείνης που εμφάνισε ο πρώτος εναγόμενος ότι εισέπραξε και αντίστοιχα δεν απέδωσε στον ενάγοντα. Συγκεκριμένα   το 50% α) της διαφοράς του πραγματικού τιμήματος από την πώληση του πλοίου «O…..», που ο πρώτος εναγόμενος εισέπραξε, από αυτό (τίμημα) που εμφάνισε στον ενάγοντα, δηλαδή (2.300.000 – 1.600.000=) 700.000 δολ. ΗΠΑ, β) της διαφοράς του πραγματικού τιμήματος από την πώληση των καυσίμων και λιπαντικών του ως άνω πλοίου, που ο πρώτος εναγόμενος εισέπραξε, από αυτό (τίμημα) που εμφάνισε στον ενάγοντα, ήτοι (399.770 – 107.000=) 292.770 δολ. ΗΠΑ, γ) της πραγματικής αξίας του πλοίου «A…….», που ισούται με το τίμημα από την πώλησή του, που ο πρώτος εναγόμενος εισέπραξε, δηλαδή 3.262.000 δολ. ΗΠΑ, δ) της πραγματικής αξίας των καυσίμων και λιπαντικών του ως άνω πλοίου, που ισούται με το τίμημα από την πώλησή τους, που ο πρώτος εναγόμενος εισέπραξε, ήτοι 496.822 δολ. ΗΠΑ και ε) της πραγματικής αξίας του πλοίου «S…….», που ο πρώτος εναγόμενος μεταβίβασε σε εταιρεία των αποκλειστικών συμφερόντων του, η οποία (αξία) ανέρχεται σε 2.000.000 δολ. ΗΠΑ. Συνολικά 496.385 + 1.879.411 + 1.000.000 δολ ΗΠΑ. Η κρίση του Δικαστηρίου για τα παραπάνω αποδειχθέντα στηρίζεται στα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε στις καταθέσεις των αξιόπιστων μαρτύρων απόδειξης οι οποίοι έχοντας προσωπική και άμεση αντίληψη για όσα περιστατικά καταθέτουν, επιβεβαιώνουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς χωρίς να αντικρούονται και να αναιρούνται από εκείνες του μάρτυρα ανταπόδειξης. Συγκεκριμένα ο …….. στην …….. ένορκη βεβαίωσή του επιβεβαίωσε πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς  με την ιδιότητά του ως επί σειρά ετών συνεργάτη του πρώτου εναγομένου και ειδικότερα ως αρχιπλοιάρχου  και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της τρίτης εναγομένης έχοντας ως εκ τούτου άμεση γνώση για τη ένδικη συμφωνία, την εξέλιξη αυτής καθώς  τις αντισυμβατικές ενέργειες του πρώτου εναγόμενου. Περαιτέρω πειστική και ειλικρινής είναι και ένορκη βεβαίωση του …… (…….) νομικού συμβούλου του ενάγοντα που ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του αυτής έχει και ο εν λόγω μάρτυρας προσωπική, άμεση και πλήρη γνώση περί όσων καταθέτει, τα οποία ομοίως επιβεβαιώνουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντα και ειδικότερα την ύπαρξη των διαφορετικών, για κάθε ένα των δυο πωληθέντων πλοίων, Μνημονίων Συμφωνίας (ΜΟΑ) αλλά και την αναγνώριση από μέρους του πρώτου εναγομένου των ένδικων οφειλών του. Συγκεκριμένα μετά την έκδοση προσωρινής διαταγής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στα πλαίσια της από 7-7-2014 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε ο ενάγων σε βάρος (όλων) των εναγομένων, σύμφωνα με την οποία απαγορεύτηκε η μεταβολή των περιουσιακών στοιχείων του πρώτου εξ αυτών, ο τελευταίος,    αναγνωρίζοντας το αληθές και βάσιμο των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντα ζήτησε και συναντήθηκαν, παρουσία της πληρεξουσίας δικηγόρου του ενάγοντα Ο.Ζ, προκειμένου να εξευρεθεί συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους και, αν και συντάχθηκε σχετικό συμφωνητικό που απεστάλη στον εναγόμενο προς επεξεργασία και υπογραφή, ουδέποτε όμως ολοκληρώθηκε αυτή η συμφωνία αφού ο εναγόμενος ουδέποτε απάντησε επί του προταθέντος συμφωνητικού. Τα ανωτέρω προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα  εξάλλου δεν αμφισβητούνται ειδικά από τους εναγομένους οι οποίοι στις κοινές προτάσεις που κατέθεσαν τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του παρόντος  δεν απαντούν με σαφήνεια για την βασιμότητα αυτών αντίθετα είναι αόριστες και αυτοαναιρούμενες. Συγκεκριμένα  στις κοινές πρωτόδικες προτάσεις τους στο τρίτο φύλλο αυτών αναφερόμενοι στην ένδικη συμφωνία συνεργασίας των αντιδίκων  του έτους 1994, εκθέτουν μεταξύ άλλων ότι «η απόφαση για την αγορά ή για την πώληση και μεταβίβαση των πλοίων είχε συμφωνηθεί να λαμβάνεται από κοινού από εμένα και τον μηνυτή (ενν. τον πρώτο εναγόμενο και ενάγοντα αντίστοιχα)». Στη συνέχεια ωστόσο στο έκτο φύλλο των ίδιων προτάσεων (και σελίδα 15 των ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεων του πρώτου εναγόμενου αλλά και 22 των κοινών προτάσεων των εναγομένων) αναφερόμενοι στην πώληση του πλοίου O….. εκθέτουν ότι «σχετικά με το θέμα της υποτιθέμενης έλλειψης ενημέρωσης και συγκατάθεσης του ενάγοντα για τη συγκεκριμένη μεταβίβαση, αρκεί να επαναλάβουμε ότι όλες οι πωλήσεις πλοίων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν (ενν. των οκτώ κοινών πλοίων που είχαν πωληθεί πριν το 2011) έγιναν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χωρίς καμία απολύτως έγκριση από τον αντίδικο, από δική του επιλογή, καθώς δεν υπήρχε συμφωνία που να το επέβαλε». Η αντιφατική αυτή στάση των εναγομένων πλήρως αντίθετη με την υποχρέωση που  έχουν εκ του άρθρου 116 ΚΠολΔ, να αναφέρουν τα γεγονότα σύμφωνα με την αλήθεια,  έρχεται σε αντίθεση και με την συνομολόγηση της ένδικης συμφωνίας ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτών που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού.   Όλως αόριστα επικαλείται ο πρώτος των εναγομένων δαπάνη των ανωτέρω ποσών που εισπράχθηκαν από τις γενόμενες πωλήσεις των επίδικων πλοίων, για την αποπληρωμή οφειλών τους από την εκμετάλλευση, επίσης  και αναπόδεικτα αφού δεν προκύπτει από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο η ύπαρξη τέτοιων οφειλών ούτε ο πρώτος εναγόμενος αναφέρει συγκεκριμένα σε τι συνίστανται αυτές, όπως και ο μάρτυρας των εναγομένων στο ακροατήριο, προϊστάμενος λογιστηρίου της τρίτης εναγομένης, ο οποίος κατέθεσε μάλιστα ότι γνωρίζει για την είσπραξη του τιμήματος πώλησης των ανωτέρω πλοίων αλλά αγνοεί τον τρόπο διαχείρισης των αντίστοιχων χρηματικών ποσών. Αμφότεροι δε επιχείρησαν μη πειστικά να επιρρίψουν την ευθύνη για τις μη ορθές και ελλιπείς εγγραφές ως προς την πώληση των τριών πλοίων σε λανθασμένες ενέργειες των προηγούμενων του μάρτυρα ανταπόδειξης λογιστών της τρίτης εναγομένης, οι οποίες (ενέργειες) όλως συμπτωματικά έλαβαν χώρα μεταξύ των ετών 2011 και 2014  που αποτελούν και την ένδικη χρονική περίοδο στην οποία ο πρώτος εναγόμενος έδρασε με την υποστήριξη και των λοιπών και επέφερε την ένδικη ζημία στον ενάγοντα.  Η δε από 21-7-2014 έκθεση του ορκωτού ελεγκτή – λογιστή ………, που προσκόμισε ο πρώτος εναγόμενος προς επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού του και στην οποία αναφέρεται συμπερασματικά ότι οι πλοιοκτήτριες των επίδικων ως άνω πλοίων εταιρείες παρουσιάζουν σημαντικές ζημίες για την περίοδο από 1-1-2013 έως 30-6-2014, δεν κρίνεται πειστική και ικανή να στηρίξει διαφορετική από την άνω δικανική πεποίθηση, διότι, όπως διαλαμβάνεται εισαγωγικά και στην ίδια, το πεδίο εφαρμογής του ελέγχου στις οικονομικές καταστάσεις των ανωτέρω πλοιοκτητριών εταιρειών, για την εκπόνηση της εν λόγω λογιστικής έκθεσης, περιορίστηκε σε ορισμένα στοιχεία των καταστάσεων αυτών και σε συγκεκριμένα οικονομικά έγγραφα και όχι στο σύνολό τους, ενώ, εκτός των άλλων, σχετικά με το πλοίο «O…….» αναφέρεται στην ίδια έκθεση ότι την ως άνω περίοδο από 1-1-2013 έως 30-6-2014 το πλοίο αυτό είχε έσοδα από ναύλους 229.823 δολ. ΗΠΑ, κόστος ταξιδιών 146.810 δολ. ΗΠΑ και λειτουργικό κόστος 1.426.014 δολ. ΗΠΑ και αμοιβές διαχειρίστριας κ.λπ που προσαυξάνουν τις ζημίες της πλοιοκτήτριας εταιρείας «……..», χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι το πλοίο είχε μεταβιβασθεί από την τελευταία ήδη από τον Ιούνιο του 2012. Άλλωστε, μέχρι σήμερα δεν έχει ασκηθεί από τον πρώτο εναγόμενο καμία σχετική αγωγή.   Με βάση όλα τα παραπάνω αναφερόμενα αποδείχθηκε πλήρως η υπό κρίση αγωγή ως προς την υποχρέωση των εναγομένων  που απορρέει ως προς τον πρώτο εξ αυτών τόσο από  τη συναφθείσα με τον ενάγοντα εταιρική σύμβαση και σύμβαση εντολής όσο και από τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, ως προς τους λοιπούς με βάση τις τελευταίες αυτές διατάξεις, να αποδώσουν στον τελευταίο τα προεκτιθέμενα χρηματικά ποσά, και, συνεπώς, γενομένης δεκτής αυτής ως ουσιαστικά βάσιμης,   πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι σ’ ολόκληρον να καταβάλλουν στον ενάγοντα οι τρεις πρώτοι εξ αυτών το ισόποσο σε ευρώ του  συνολικού ποσού των 3.375.795 δολ ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας και συγκεκριμένα το επιμέρους ποσό των 496.385 δολ κατά την 11-6-2012, το ποσό του 1.879.411 δολ κατά την 4-3-2014 και το ποσό του 1.000.000 δολ κατά την 13-7-2013, ο τέταρτος εναγόμενος ευθυνόμενος σ’ ολόκληρον με τους τρεις πρώτους εναγομένους για την καταβολή του ποσού του 1.496.385 δολ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας και συγκεκριμένα το επιμέρους ποσό των 496.385 δολ κατά την 11-6-2012 και το ποσό του 1.000.000 δολ κατά την 13-7-2013, ο δε πέμπτος εναγόμενος ευθυνόμενος σ’ ολόκληρον με τους τρεις πρώτους εναγομένους για την καταβολή του ποσού του 1.879.411 δολ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας την 4-3-2014, νομιμοτόκως  όλα τα ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την παραπάνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, της κατάχρησης της εμπιστοσύνης που επέδειξε ο  ενάγων στον πρώτο εναγόμενο και την από κοινού δράση όλων προκειμένου να αποστερηθεί ο ενάγων σημαντικά περιουσιακά του στοιχεία  ο τελευταίος δοκίμασε έντονη στενοχώρια και θυμό και υπέστη συνεπώς  ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας, λαμβανομένης υπόψη του είδους της προσβολής που αυτός υπέστη, ήτοι την περιουσιακή του βλάβη, των συγκεκριμένων περιστάσεών της και ιδίως του γεγονότος ότι ο ενάγων έδειξε εμπιστοσύνη στη μακροχρόνια φιλική και συγγενική του σχέση με τον εναγόμενο και των μεθοδεύσεων που ακολούθησαν άπαντες για να επιτύχουν το στόχο τους, της έντασης και της έκτασης της προσβολής του ενάγοντα καθώς και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων, ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ ποσό που κρίνονται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (ΑΚ 932) και για την καταβολή του οποίου ευθύνονται όλοι οι ενάγοντες σ’ ολόκληρον ο καθένας εξ αυτών.Κατόπιν όλων αυτών και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα θα πρέπει η έφεση του ενάγοντα να γίνει δεκτή και κατ’ ουσίαν ως βάσιμη και να απορριφθεί η έφεση του εναγομένου απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των οικείων λόγων αυτής,  τα δικαστικά έξοδα  του ενάγοντα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων, (άρθρα 176, 183 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης και τέλος θα πρέπει να επιστραφεί το παράβολο για την άσκηση της έφεσης του ενάγοντα και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου του εναγομένου στο δημόσιο ταμείο ενόψει της ήττας αυτού, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΕνώνει και Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων την  με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου …….. έφεση  του πρώτου των εναγόμενων, ……. και την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου ….. έφεση του ενάγοντα …….. κατά της 1203/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία.   Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και Απορρίπτει κατ’ουσίαν την με  αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….. έφεση.   Δέχεται κατ’ουσίαν την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  δικογράφου …….. έφεση.Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφασηΚρατεί και Δικάζει την αγωγήΔέχεται την αγωγή.Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλλουν ευθυνόμενοι σ’ολόκληρον στον ενάγοντα α) οι τρεις πρώτοι εξ αυτών το ισάξιο σε ευρώ του συνολικού ποσού των τριών εκατομμυρίων τριακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων επτακοσίων ενενήντα πέντε (3.375.795) δολ ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας, ήτοι το επιμέρους ποσό των 496.385 δολ κατά την 11-6-2012, το ποσό του 1.879.411 δολ κατά την 4-3-2014 και το ποσό του 1.000.000 δολ κατά την 13-7-2013, ο τέταρτος εναγόμενος ευθυνόμενος σ’ ολόκληρον με τους τρεις πρώτους εναγομένους για την καταβολή του ποσού του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων ενενήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων ογδόντα πέντε  (1.496.385) δολ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας και συγκεκριμένα το επιμέρους ποσό των 496.385 δολ κατά την 11-6-2012 και το ποσό του 1.000.000 δολ κατά την 13-7-2013, ο δε πέμπτος εναγόμενος ευθυνόμενος σ’ ολόκληρον με τους τρεις πρώτους εναγομένους για την καταβολή του ποσού του ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων έντεκα (1.879.411) δολ ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας την 4-3-2014, β) άπαντες οι εναγόμενοι  ….., το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, νομιμοτόκως  όλα τα ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ  με αριθμούς ….. και ποσού εξήντα ευρώ το καθένα  και του Δημοσίου με αριθμούς …… και ποσού είκοσι ευρώ το καθένα  στον εκκαλούντα-ενάγοντα.Διατάσσει την εισαγωγή των  παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ  με αριθμούς ….. και ποσού εξήντα ευρώ το καθένα  και του Δημοσίου με αριθμούς ……. και ποσού είκοσι ευρώ το καθένα  στο Δημόσιο Ταμείο.Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντα – ενάγοντα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσίβλητων-εναγομένων τα οποία ορίζει στο ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την    και δημοσιεύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ