Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 706/2020

Αριθμός 706/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Με την από 18-5-2018 (αρ. καταθ. …../2018) κλήση των εκκαλουσών νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η από 7-10-2016 (αρ. καταθ. …./2016) έφεσή τους κατά των ήδη καθ΄ ων η κλήση μετά τη ματαίωση αυτής κατά τη δικάσιμο της 19-4-2018.

Ενώπιον του Δικαστηρί­ου τούτου εκκρεμούν: α) η από 18-3-2019 (αρ. καταθ. …./2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), β) η από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ……/2016) έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της υπ΄ αρ. 114/2016 (εν μέρει οριστικής) αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) και γ) η από 7-11-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία). Οι εφέσεις αυτές, πρέπει να συνεκδικασθούν, καθόσον είναι συναφείς, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 παρ. 3, 246 και 524 του ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 του ΚΠολΔ, έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό: α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας, β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321 και 539 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, οριστική απόφαση, είτε του πρωτοβάθμιου, είτε του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, με την οποία απεκδύεται το Δικαστήριο της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της αποφάσεως και περιέχει τη θέληση και διαταγή του Δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς (ΕφΚερκ 22/2016, ΕφΑθ 479/2008, ΕφΠατρ 616/2006, ΕφΔωδ 63/2006, ΕφΑθ 1582/1988 ΕλλΔνη 1991.993). Η απόφαση δε, που αναβάλλει τη δίκη, κατά το άρθρο 249 του ΚΠολΔ, είναι μη οριστική (ΕφΑθ 3220/2003) και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα (ΕφΑθ 320/2019). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 του ΚΠολΔ, αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως εάν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το Δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από την ως άνω ρύθμιση συνάγεται ότι κατά των εν μέρει οριστικών αποφάσεων, ήτοι εκείνων που περατώνουν τη δίκη ως προς ορισμένα μόνον κεφάλαια ή βάσεις της αγωγής, δεν χωρεί κατά κανόνα έφεση, ούτε ως προς τις οριστικές τους διατάξεις, πριν περατωθεί η εκδίκαση όλης της διαφοράς. Σκοπός της απαγορεύσεως είναι η αποφυγή κατατμήσεως της διαφοράς μεταξύ των Δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού, καθώς και η εξοικονόμηση δαπανών και χρόνου για τον τερματισμό της δίκης (ΑΠ 406/1980 ΝοΒ 28.1761, Σαμουήλ Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. πέμπτη, παρ. 223 σ. 92). Ειδικότερα, επί αντικειμενικής σωρεύσεως στο ίδιο δικόγραφο περισσότερων αγωγών και αιτήσεων (άρθρο 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δεν επιτρέπεται έφεση προτού περατωθεί οριστικώς η δίκη, ως προς όλες τις αγωγές και τα αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγραφο (ΑΠ 1060/2004 ΕλλΔνη 48.123, ΑΠ 1188/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 24/2001 ΑρχΝ 2001.914, ΑΠ 1036/1981 ΕΕΝ 49.695, για την ταυτόσημη περίπτωση της αναίρεσης, ΑΠ 406/1980 ΝοΒ 28.1761, Κεραμέως: Ένδικα Μέσα, 2002, σημ. 1, αριθ. 23, σ. 61, Μακρίδου: ΕλλΔνη 47.979 επ. και κυρίως σ. 984, 985). Σημειωτέον, ότι εάν απορριφθεί η έφεση ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε κατ΄ αποφάσεως που δεν είχε ακόμη καταστεί οριστική, δεν αποκλείεται η άσκηση νέας εφέσεως, όταν η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταστεί οριστική, αφού η έφεση αυτή δεν θεωρείται ότι προσκρούει στην κατωτέρω αναφερόμενη απαγορευτική διάταξη του άρθρου 514 του ΚΠολΔ, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα ασκήσεως μιας εφέσεως (ΟλΑΠ 1138/1974 ΝοΒ 23.640, ΑΠ 579/1996, ΕφΠειρ 306/2015, ΕφΠειρ 213/2015, ΕφΑθ 7206/2006, ΕφΑθ 8553/2004 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ Σαμουήλ: ο.π, παρ. 165 σ. 62). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 514 του ΚΠολΔ, απαγορεύεται η άσκηση δεύ­τερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης, έστω και αν στηρίζε­ται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλ­λου κεφαλαίου. Σκοπός της ως άνω διατάξεως είναι η αποφυγή κατακερματισμού της δίκης και της επιβράδυνσης της τελεσίδικης κρίσης επί της διαφοράς προς βλάβη του νικήσαντος διαδίκου. Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 514 του ΚΠολΔ είναι: α) να πρόκειται για άσκηση δεύτερης έφε­σης, β) με τη δεύτερη έφεση να πλήττεται η ίδια απόφαση, η οποία επλήγη με την πρώτη έφεση και γ) να πρόκειται για έφε­ση, που ασκείται κατά του αυτού διαδίκου, ως εφεσιβλήτου, κατά του οποίου ασκήθη­κε η πρώτη έφεση. Η απαγόρευση της άσκησης δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής απόφασης ισχύει και στην περίπτωση που η πρώτη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθόσον η παραδοχή της αντίθετης άποψης όχι μόνο αντίκειται στη σαφή διατύπωση του άρθρου 514 του ΚΠολΔ, αλλά και στον περαι­τέρω σκοπό αυτού, αφού – στην αντίθετη περίπτωση – θα είχε ως αναγκαία συνέ­πεια την απαράδεκτη επιβράδυνση στην επέλευση των εξαρτημένων από την τελε­σιδικία αποτελεσμάτων του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας (άρθρα 321, 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ), αν ο ηττημένος στον πρώτο βαθμό διάδικος είχε το δικαίωμα να ασκεί επανειλημμένα απαραδέκτως το ένδικο μέσο της έφεσης (ΕφΛαμ 163/2010 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Ε΄, παρ.161 επ., Κλαμαρή: Ο κανών της άπαξ μόνο ασκήσεως των ενδίκων μέ­σων, 1981, σ. 119 επ. και 185 επ.). Επίσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 αρ. 2 του ΚΠολΔ αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφα­ση θεωρείται ότι μαζί έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές που είχαν προηγουμέ­νως εκδοθεί, και αν η έφεση δεν απευθύ­νεται ρητώς εναντίον τους (ΕφΛαρ 296/2015 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, από τις διατάξεις των άρθρων 86-90 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή δημιουργείται έννομη σχέση δίκης μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλουμένου, που διεξάγεται μεν με την αρχική δίκη, δεν ενδιαφέρει όμως τον αντίδικο του προσεπικαλούντος (ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 35.1592). Από τη διαπίστωση αυτή παρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 του ΚΠολΔ ότι επιτρέπεται έφεση εναντίον της αποφάσεως με την οποία περατώνεται η δίκη ως προς την απορριπτόμενη προσεπίκληση και την ενούμενη με αυτή αγωγή και τάσσονται αποδείξεις επί της κυρίας αγωγής (ΕφΑθ 9165/2002, ΕφΑθ 6676/1998 ΕλλΔνη 40.1155, ΕφΑθ 2688/1983 Αρμ ΛΖ΄ 1089). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η συνδρομή του εννόμου συμφέροντος κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου και υπάρχει όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και ειδικότερα, αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της απόφασης αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει έτσι προσόντα διατακτικού (ΑΠ 1947/2009 ΕλλΔνη 51.453, ΑΠ 1459/2000 ΕλλΔνη 48.264, Σ. Σαμουήλ: Η Εφεση, εκ. 2003, παρ. 313 και 1136 σελ. 138 και 427 αντίστοιχα). Έτσι, εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν καταλήγουν σε βλάβη του εκκαλούντος με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις που περιέχονται στο διατακτικό της, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της έφεσης με την αιτιολογία ότι είναι ασύμφορες σ΄ αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το κρίσιμο της απόφασης είναι όχι οι αιτιολογίες, αλλά οι διατάξεις αυτής (ΕφΑθ 1362/1996 ΕλλΔνη 38.680, ΕφΑθ 3506/1991 ΝοΒ 40.84). Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση (άρθρο 68 του ΚΠολΔ), που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 403/2011, ΑΠ 85/2010, ΕφΔωδ 29/2014 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 16-12-2013 (αρ. καταθ. …../2014) κύρια αγωγή του, που συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) την 13-5-2015, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος – εκκαλών – εφεσίβλητος, επικαλούμενος ότι έχει προσληφθεί και εργάζεται ως οδηγός στην ΟΛΠ ΑΕ, εξέθετε ότι την 25-1-2010 και περί ώρα 04:15, ευρισκόμενος σε ώρα εργασίας, υπέστη κατά τον αναλυτικά αναφερόμενο τρόπο τον αναφερόμενο τραυματισμό. Ότι, αποκλειστικά υπαίτιοι για την σωματική βλάβη που υπέστη είναι οι εναγόμενοι, οι οποίοι δεν προέβησαν στην τήρηση των διατάξεων περί λήψης των εν γένει μέτρων ασφαλείας του έργου, ήτοι παρέλειψαν να λάβουν τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) μέτρα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε (ο ενάγων) να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτες των εναγομένων, εις ολόκληρον, να του καταβάλουν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το συνολικό ποσό των 56.262,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και ειδικότερα: Α) το συνολικό ποσό των 318 ευρώ, ως αποζημίωση για βελτιωμένη διατροφή, πέραν της συνήθους, που έλαβε κατόπιν ιατρικών οδηγιών, κατά το χρονικό διάστημα της κατ΄ οίκον νοσηλείας του (από 25-1-2010 έως 20-3-2010), δηλαδή για δύο περίπου μήνες, ενόψει της πώρωσης των καταγμάτων και της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε, δαπανώντας 6 ευρώ ημερησίως επιπλέον απ΄ ό,τι θα δαπανούσε αν δεν είχε συμβεί το εν λόγω ατύχημα 318 (= 53 Χ 6), Β) το συνολικό ποσό των 787,76 ευρώ (ως αποζημίωση) στο οποίο ανήλθαν οι δαπάνες της ονυχεκτομής του παράμεσου δακτύλου, στην οποία (ονυχεκτομή) υποβλήθηκε, την 3-5-2010, στην ιδιωτική κλινική «. ……..», ήτοι α) το ποσό των 393,35 ευρώ για έξοδα κλινικής και β) το ποσό των 394,41 ευρώ για αμοιβή ιατρού, Γ) το συνολικό ποσό των 7.800,43 ευρώ, ως αποζημίωση για στέρηση των εισοδημάτων του, εξαιτίας της ανικανότητάς του για παροχή εργασίας κατά το χρονικό διάστημα των 53 ημερών (από 25-1-2010 έως 20-3-2010), κατά το οποίο έλαβε αναρρωτική άδεια από τον ασφαλιστικό του φορέα, το ΙΚΑ, τα οποία θα ελάμβανε από την ΟΛΠ ΑΕ, στην οποία εξακολουθεί να εργάζεται, αν δεν τραυματιζόταν, λαμβανομένου υπόψη ότι οι ακαθάριστές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα στο ποσό των 3.786,13 ευρώ (ήτοι 6.688,82 ευρώ για μισθούς + 836,73 ευρώ για αναλογία δώρου Πάσχα 2010 +274,88 ευρώ για αναλογία επιδόματος αδείας 2010 = 7.800,43 ευρώ), Δ) το συνολικό ποσό των 2.356,48 ευρώ, ως αποζημίωση για τις ασφαλιστικές εισφορές ως προς τις οποίες απαλλάχθηκε η εργοδότρια εταιρεία ΟΛΠ ΑΕ κατά το χρονικό διάστημα της ανικανότητάς του για εργασία (ήτοι από 25-1-2010 έως και 20-3-2010), λόγω λήψης αναρρωτικής άδειας, τις οποίες θα πρέπει να καταβάλει ο ίδιος ή θα πρέπει να απασχοληθεί μεταγενέστερα για ίσο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων υπόψη του ύψους μηνιαίων αποδοχών του (3.786,13 ευρώ) και του ανερχόμενου ύψους αυτής (της εργοδοτικής εισφοράς] σε 30,21% επί του μηνιαίου μισθού του (ήτοι 2.020,75 ευρώ για εργοδοτική εισφορά επί των μισθών της ως άνω περιόδου + 252,77 ευρώ για την εργοδοτική εισφορά επί της αναλογίας δώρου Πάσχα 2010 + 83,04 ευρώ για εργοδοτική εισφορά επί της αναλογίας επιδόματος αδείας 2010), Ε) ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του το ποσό των 30.040 ευρώ, το οποίο ζητεί μειωμένο κατά το ποσό των 40 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται να ζητήσει από το ποινικό Δικαστήριο και ΣΤ) το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ΄ άρθρο 931 του ΑΚ, για την αναπηρία και την παραμόρφωση που προξενήθηκε σ΄ αυτόν (ενάγοντα), ο οποίος σε ηλικία 47 ετών, υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη στη μήτρα του όνυχος του δεξιού παράμεσου δακτύλου, γεγονός που θα προκαλέσει στο μέλλον βάσιμες δυσχέρειες στην επαγγελματική και οικονομική του ζωή, αφού λόγω του έντονου άλγους που αισθάνεται ιδίως κατά την άρση αντικειμένων και στις εναλλαγές του καιρού μειώθηκε αφενός σημαντικά δια βίου η ικανότητά του να εργαστεί ως οδηγός και χειριστής ηλεκτροκίνητων γερανοφόρων μηχανημάτων, εργασία για την οποία απαιτούνται επιδέξιες κινήσεις αφετέρου η πιθανότητα να προαχθεί, ως οδηγός – χειριστής, σε προϊστάμενο τμήματος, αυξάνοντας, περαιτέρω, τα εισοδήματά του, λαμβανομένης υπόψη και της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα και την αμοιβή της πληρεξουσίας Δικηγόρου του. Περαιτέρω, οι τρεις πρώτες κυρίως εναγόμενες της κύριας αγωγής, με την από 12-3-2015 [αρ.καταθ. ……/2015 (εξαίρεση:…..)] ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή τους, που στρέφουν κατά των αναφερόμενων ασφαλιστικών εταιρειών, κατ΄ εκτίμηση αυτής, εξέθεσαν ότι ασκήθηκε (και) σε βάρος τους η ως άνω κύρια αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουν αυτολεξεί. Ότι, μετά την διενέργεια ανοικτού δημόσιου μειοδοτικού διαγωνισμού, υπεγράφη μεταξύ της ΕΡΓΑ ΟΣΕ ΑΕ, ως κυρίου του έργου και της δεύτερης παρεμπιπτόντως ενάγουσας (δεύτερης των κυρίως εναγουσών) το από 12-7-2007 εργολαβικό συμφωνητικό για την εκτέλεση του έργου «Χωματουργικά και Τεχνικά Έργα για την Γραμμή Σύνδεσης του Λιμένα Ν. Ικονίου με το Σιδηροδρομικό Δίκτυο Τμήμα από χ.θ. 15 + 850 (στόμιο εισόδου CUT & COVER ΝΑΤΟ) έως τέλους, συμπεριλαμβανομένων: του τμήματος από χ.θ. 10 + 100 – χ.θ. 11 + 100 (παραλλαγή χάραξης στην περιοχή κατολίσθησης), της γέφυρας Δαφνίου, της επιδομής – σηματοδότησης – τηλεπικοινωνιών, Η/Μ σηράγγων, εγκαταστάσεων ΟΛΠ (Γ΄ΦΑΣΗ) ΑΔ 463». Ότι, στη θέση της αρχικής αναδόχου και δεύτερης παρεμπιπτόντως ενάγουσας εταιρείας υπεισήλθε η πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα κοινοπραξία, η οποία συστήθηκε δυνάμει του από Ιανουαρίου 2008 ιδιωτικού συμφωνητικού (μέλη της οποίας είναι οι δεύτερη και τρίτη των παρεμπιπτόντως εναγουσών) και εγκρίθηκε η υπεισέλευση αυτής στην εκτέλεση του έργου από την κυρία αυτού ΕΡΓΑ ΟΣΕ ΑΕ. Ότι, δυνάμει του από 1-8-2007 και με αριθμό ……. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, η δεύτερη παρεμπιπτόντως ενάγουσα εταιρεία και αρχική ανάδοχος (………..) σύνηψε με τις προσεπικαλούμενες – παρεμπιπτόντως εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες σύμβαση ασφάλισης κατά παντός κινδύνου εργολάβων και αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, με την οποία οι τελευταίες, ανέλαβαν την ασφαλιστική της κάλυψη, με ποσοστό συνασφάλισης 45% η πρώτη προσεπικαλούμενη ασφαλιστική εταιρεία, 45% η δεύτερη και 10% η τρίτη, για το χρονικό διάστημα από 12-7-2007 έως και 12-7-2013, ήτοι καθ΄ όλη την διάρκεια της κατασκευής και συντήρησης του έργου, για κάθε ατύχημα (υλική ή σωματική βλάβη) τρίτων που έχει σχέση με την εκτέλεση του έργου, και δη για σωματικές βλάβες τρίτων μέχρι του ποσού των 600.000 ευρώ ανά ζημιογόνο γεγονός. Ότι, μετά την υπεισέλευση στην εκτέλεση του έργου της πρώτης παρεμπιπτόντως ενάγουσας κοινοπραξίας, υπογράφηκε η υπ΄ αρ. ………/28-1-2008 πρόσθετη πράξη με την οποία άλλαξε η επωνυμία του αρχικώς ασφαλισμένου και υπεισήλθε στη θέση αυτού (του ασφαλισμένου) και λήπτη του ασφαλίσματος η πρώτη ενάγουσα κοινοπραξία, τα μέλη αυτής, οι εργολάβοι, υπεργολάβοι καθώς και η ΕΡΓΑ ΟΣΕ ΑΕ ως συνασφαλιζόμενη και κυρία του έργου. Ότι, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή η κύρια αγωγή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας το επίδικο ατύχημα φέρεται ότι συνέβη κατά την διέλευση του ενάγοντος από το χώρο εκτέλεσης του ασφαλιζόμενου έργου στις 25-1-2010, ήτοι εντός του χρόνου κάλυψης της ασφαλιστικής σύμβασης θα επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και έκαστη των παρεμπιπτόντως ασφαλιστικών εταιρειών θα ευθύνεται χωριστά και μέχρι του ως άνω ποσοστού της ευθύνης της να τους καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, επισημαίνοντας ότι έχουν εξοφληθεί πλήρως τα ασφάλιστρα με την καταβολή των σχετικών δόσεων. Με βάση αυτό το ιστορικό, οι παρεμπιπτόντως ενάγουσες εταιρείες ανακοίνωσαν στις ως άνω ασφαλιστικές εταιρείες την μεταξύ αυτών και του κυρίως ενάγοντος εκκρεμή δίκη, που ανοίχθηκε με την από 16-3-2013 (αρ. κατ. ……../2014) (κύρια) αγωγή, στην οποία δίκη τις προσεπικάλεσαν, ως επέχουσες θέση δικονομικού εγγυητή, να παρέμβουν προς υποστήριξή τους, ζήτησαν δε επικουρικώς, για την περίπτωση δηλαδή που γίνει δεκτή η ως άνω κύρια αγωγή (εν όλω ή εν μέρει) -μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα υπ΄ αρ. 114/2016 πρακτικά και με τις προτάσεις τους- να αναγνωρισθεί ότι οι παρεμπιπτόντως εναγόμενες οφείλουν να τους καταβάλουν κατά το ποσοστό συνασφάλισης εκάστη (45% η πρώτη και η δεύτερη και 10% η τρίτη) οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθούν να καταβάλουν οι ίδιες στον ενάγοντα της κύριας αγωγής με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της (παρεμπίπτουσας) αγωγής, άλλως από την εκ μέρους τους καταβολή του τυχόν ποσού που θα επιδικασθεί με την κύρια αγωγή στον ενάγοντα και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η απόφαση επί της κύριας αγωγής αποτελεί δεδικασμένο και κατά των προσεπικαλούμενων ασφαλιστικών εταιρειών και να καταδικασθούν οι τελευταίες στα δικαστικά τους έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 114/2016 απόφασή του, που εκδόθηκε την 11-1-2016, αφού κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αρ. κατ. ………./2014 αγωγής ως προς τους τέταρτο και πέμπτο των κυρίως εναγομένων και αφού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης των εναγομένων κοινοπραξίας, είναι απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, ότι κατά τα λοιπά η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ότι η ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, κατά το μέρος που ασκείται από την πρώτη παρεμπιπτόντως ενάγουσα κοινοπραξία είναι απαράδεκτη για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, συνεκδίκασε την με αριθμό κατάθεσης ……../2014 κύρια αγωγή και την με αριθμό κατάθεσης …………/2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε, κατά τα ως άνω, την με αριθμ. κατ. ……/2014 κύρια αγωγή ως προς την πρώτη κυρίως εναγομένη κοινοπραξία, δέχθηκε εν μέρει την με αριθμ. κατ. ………/2014 κύρια αγωγή ως προς την δεύτερη και ως προς την τρίτη των κυρίως εναγομένων εταιρειών, υποχρέωσε την δεύτερη και τρίτη των κυρίως εναγομένων εταιρειών, να καταβάλουν, εις ολόκληρον η καθεμία, στον κυρίως ενάγοντα το ποσό των 12.277,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως, επέβαλε σε βάρος της δεύτερης και της τρίτης των κυρίως εναγομένων εταιρειών, μέρος των δικαστικών εξόδων του κυρίως ενάγοντος, το ύψος των οποίων όρισε  στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ, απέρριψε την με αριθμό κατάθεσης ………./2015 παρεμπίπτουσα αγωγή, επέβαλε σε βάρος των παρεμπιπτόντως εναγουσών τα δικαστικά έξοδα των παρεμπιπτόντως εναγομένων, το ύψος των οποίων όρισε στο ποσό των χιλίων εκατόν είκοσι έξι (1.126) ευρώ, ανέβαλε, κατά τα λοιπά (κατ΄ άρθρο 249 του ΚΠολΔ), την έκδοση οριστικής απόφασης αναφορικά με το κεφάλαιο της αγωγής, που αφορά στην αποζημίωση για νοσηλεία και αμοιβή ιατρού, ποσού 787,76 ευρώ, έως ότου προσκομιστεί βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΙΚΑ ή απόφαση του Διοικητή αυτού, από την οποία να προκύπτει αν ο ενάγων έλαβε ή δικαιούται να απαιτήσει την παροχή αυτή κατ΄ είδος και ποσό. Ακολούθως, με την από 7-6-2016 κλήση του ενάγοντος επαναφέρθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προς περαιτέρω συζήτηση η ένδικη αγωγή. Επ΄ αυτής, μετά τη συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 28-4-2017, εκδόθηκε την 23-2-2018 η υπ΄ αρ. 970/2018 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων (ενάγοντος, ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………»), δέχθηκε την αγωγή ως προς το κεφάλαιο αυτής που αφορά την αποζημίωση για νοσηλεία και αμοιβή ιατρού, ποσού 787,76 ευρώ, υποχρέωσε τις καθ΄ ων η κλήση – εναγόμενες να καταβάλουν στον καλούντα – ενάγοντα το ποσό των επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (787,76) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επέβαλε σε βάρος των καθ΄ ων η κλήση – εναγομένων τα δικαστικά έξοδα του καλούντος – ενάγοντος, που συνέχονται με το αμέσως παραπάνω αναφερόμενο αγωγικό κεφάλαιο, τα οποία όρισε στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ. Κατά της παραπάνω (υπ΄ αρ. 114/2016) αποφάσεως ασκήθηκε και φέρεται προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από α) την κατασκευαστική Κοινοπραξία με την επωνυμία «…………..», β) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και γ) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» κατά α) του …….., β) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», γ) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και δ) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» η από 7-10-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση, με την οποία οι εκκαλούσες προσβάλλουν την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία ως προς τις δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων είναι οριστική απόφαση, ενώ ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων με το διατακτικό αυτό, δεν είναι οριστική και κατ΄ αυτής δεν επιτρέπεται έφεση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Η ένδικη έφεση της πρώτης των εκκαλουσών, ως προς την οποία η αγωγή και η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση -παρεμπίπτουσα αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη (υπ΄ αρ. 114/2016) απόφαση, ελλείψει παθητικής και ενεργητικής, αντίστοιχα, νομιμοποίησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 532 του ΚΠολΔ), ως προς αυτήν, εφόσον, ανεξαρτήτως του ότι δεν προσβάλλει τις ως άνω διατάξεις, σε κάθε περίπτωση, ως προς την αγωγή, ως νικήτρια διάδικος, και ως προς την παρεμπίπτουσα αγωγή, εφόσον απορρίφθηκε η κύρια αγωγή ως προς αυτήν, δεν επικαλείται ούτε δικαιολογεί για την άσκησή της έννομο συμφέρον, με την έννοια που προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, το οποίο αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα, επίσης, με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη έφεση ασκήθηκε απαραδέκτως, καθόσον, στρεφόμενη κατά της εκκαλούμενης μη οριστικής απόφασης ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων, με την οποία η δίκη, όπως προαναφέρθηκε περατώθηκε μόνο ως προς ορισμένα κεφάλαια της ως προς αυτόν, ενώ για ένα κεφάλαιο της η διαφορά δεν τέμνεται, δεν χωρεί έφεση ούτε ως προς τις αντίστοιχες οριστικές διατάξεις της και κατά συνέπεια η έφεση αυτή ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, η ένδικη από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) έφεση της δεύτερης και τρίτης των προσεπικαλεσάντων κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή κατά των προσεπικληθεισών – δεύτερης, τρίτης και τετάρτης των εφεσιβλήτων, ως δικονομικών εγγυητριών τους, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και τις δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τις εκκαλούσες παράβολο, ποσού, ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής (εφέσεως), διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. …./2016 και ……/2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. ……/2016, ……/2016, …../2016 και …../2016 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Κατά της αποφάσεως αυτής (υπ΄ αρ. 114/2016) παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εν μέρει ηττηθείσες δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ήδη δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη (υπ΄ αρ. 114/2016) απόφαση ως προς τις οριστικές διατάξεις της, με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της και επικουρικά και σε περίπτωση που γίνει έστω και εν μέρει δεκτή η αγωγή του πρώτου των εφεσιβλήτων, να γίνει δεκτή η ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή τους κατά των δεύτερης, τρίτης και τετάρτης των εφεσιβλήτων. Επίσης, κατά της παραπάνω υπ΄ αρ. 114/2016 και της υπ΄ αρ. 970/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκε και φέρεται προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από α) την κατασκευαστική Κοινοπραξία με την επωνυμία «………..», β) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και γ) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» κατά α) του ………., β) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», γ) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και δ) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» η από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) έφεση. Υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περι­στατικά η κρινόμενη έφεση ως προς την πρώτη των εκκαλουσών και τις δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων, είναι απαράδεκτη αφού στρέφεται κατά οριστικής ως προς αυτές απόφαση, την υπ΄ αρ. 114/2016, η οποία σύμφωνα με τα εκτι­θέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας έχει ήδη προσβληθεί με την προηγούμενη έφεση, η οποία κρίθηκε με την παρούσα απόφαση. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί η υπό κρίση (δεύτερη) έφεση ως απαράδεκτη ως προς αυτές (πρώτη των εκκαλουσών, δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων). Εξάλλου απαράδεκτη είναι και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ΄ αρ. 970/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθόσον η απόφαση αυτή δεν περιέχει διάταξη ως προς αυτές πρώτη των εκκαλουσών, δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων. Ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων όμως, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) έφεση ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε κατ΄ αποφάσεως που δεν είχε ακόμη καταστεί οριστική, δεν αποκλείεται η άσκηση νέας εφέσεως, ήτοι εν προκειμένω η από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) έφεση των δεύτερης και τρίτης των εκκαλουσών, όταν η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταστεί οριστική, όπως εν προκειμένω η υπ΄ αρ. 970/2018, αφού η έφεση αυτή δεν θεωρείται ότι προσκρούει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 514 του ΚΠολΔ, η οποία προϋποθέτει δυνατότητα ασκήσεως μιας εφέσεως. Η ως άνω ένδικη [από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019)] έφεση των δεύτερης και τρίτης των εκκαλουσών κατά του πρώτου των εφεσιβλήτων και κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και τον πρώτο των εφεσιβλήτων και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τις εκκαλούσες παράβολο, ποσού, ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής (εφέσεως), εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ………../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου:e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Κατά των αποφάσεων αυτών παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εν μέρει ηττηθείσες δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ήδη δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων, ως προς τον οποίο κρίθηκε παραδεκτή η ένδικη έφεση, να γίνει δεκτή αυτή (έφεση), να εξαφανιστούν, άλλως να μεταρρυθμισθούν οι εκκαλούμενες (υπ΄ αρ. 970/2018 και 114/2016) αποφάσεις, με σκοπό να απορριφθεί η ένδικη αγωγή στο σύνολό της. Περαιτέρω, η κρινόμενη από 7-11-2018 (αρ. καταθ. ………/2018) έφεση του ………., ο οποίος ηττήθηκε εν μέρει πρωτοδίκως, κατά της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συμπροσβαλλομένης υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, και κατά των 1) ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄ και 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκαν οι εκκαλουμένη και  συμπροσβαλλόμενη  αποφάσεις, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το υπ΄αρ. παραβόλου:  ………../2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ). Κατά των αποφάσεων αυτών παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο εν μέρει ηττηθείς ενάγων, ήδη εκκαλών, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να  μεταρρυθμισθούν η υπ΄ αρ. 970/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η υπ΄ αρ. 114/2016 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ως προς τις οριστικές διατάξεις της, ώστε να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει αναπηρία ή παραμόρφωση του παθόντος ανεξαρτήτως αν οφείλεται σε υποκειμενικά ή αντικειμενικά άδικη πράξη. Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, η αναπηρία ή παραμόρφωση του προσώπου έχει σημασία εφόσον επηρεάζει το μέλλον του. Ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου, εφόσον επηρεάζεται τούτο από τη ζημία, την οποία συνεπεία της αδικοπραξίας υπέστη το πρόσωπο. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στο πλαίσιο του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη, λοιπόν, αυτή (άρθρο 931 του ΑΚ) προβλέπει επιδίκαση από το Δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα με αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Βέβαια, η αναπηρία ή παραμόρφωση δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει σ΄ αυτόν συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική-οικονομική εξέλιξη αυτού, κατά τρόπο όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό-οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος και της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με την αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 931 του ΑΚ, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού, ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμόρφωσής του, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης αφενός και με βάση την ηλικία του παθόντος αφετέρου, καθώς και με τη συνεκτίμηση του ποσοστού συνυπαιτιότητας του τελευταίου στην πρόκληση της αναπηρίας ή της παραμόρφωσής του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ αξίωση είναι διαφορετική: α) από την αξίωση που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ΄ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι προαναφερθείσες αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικά είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση καθεμιάς από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 1087/2010, ΑΠ 123/2010, ΑΠ 2021/2009, ΕφΠειρ 676/2015). Κατά το άρθρο 929 του ΑΚ σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 298 του ΑΚ η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τα παραπάνω άρθρα προκύπτει ότι σε περίπτωση τραυματισμού προσώπου εργαζόμενου βάσει σχέσης εξαρτημένης εργασίας, η οποία καταλαμβάνεται από την υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ, υπέρ του οποίου καταβάλλονται οι προβλεπόμενες κάθε φορά από το νόμο εργοδοτικές και εργατικές εισφορές, ο παθών δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο σε αποζημίωση τα διαφυγόντα εισοδήματα για τη διάρκεια της ανικανότητας προς εργασία. Σ΄ αυτά περιλαμβάνονται όχι μόνο οι καθαρές αποδοχές που θα αποκόμιζε με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αλλά επιπλέον τόσο οι εργατικές όσο και οι εργοδοτικές εισφορές. Οι εισφορές αυτές δεν καταβάλλονται, γιατί δεν παρέχεται εργασία, προς την οποία αναγκαίως συνδέονται. Όμως οι εισφορές αυτές αποτελούν όφελος του ίδιου του εργαζόμενου, ο οποίος δεν θα μπορέσει να απολαύσει τα εξ αυτών ωφελήματα, αφού δεν μπορεί να εργαστεί συνεπεία της ανικανότητας του από τον τραυματισμό (ΑΠ 291/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1585/2002 ΕΣυγκΔ 2003.94, ΕφΑθ 4529/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 193/2005 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, ενώ κατά τη διάταξη του εδ. β΄ αυτού, που αφορά μόνο τις καλούμενες δαπάνες απόκρουσης των απαιτήσεων (ΑΠ 9211/2009), δεν παρέχεται κάλυψη, αν οι πράξεις ή οι παραλείψεις προκλήθηκαν από δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου. Ακολούθως, με την παρ. 5 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ στην παρ. 6 εδ. (α) του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Ειδικότερα, η δυνατότητα διεύρυνσης, με την ασφαλιστική σύμβαση, των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την «κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων», πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 33 παρ. 1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο στον ίδιο νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του Ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ΄ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013). Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν, κατά περίπτωση, να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ΄ αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο Ν. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρο 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997 η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού (2496/1997), που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ΄ αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών. Κατά συνέπεια, ως απαλλακτική ρήτρα, μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων και η απόκλιση από το βαθμό της υπαιτιότητας στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, έτσι ώστε με συμφωνία των μερών ο ασφαλιστής να απαλλάσσεται από την καταβολή του ασφαλίσματος, όχι μόνο όταν η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε από δόλο ή βαριά αμέλεια των αναφερόμενων στην παράγραφο 5 του άρθρου 7 του Ν. 2496/1997 προσώπων, αλλά και όταν προκλήθηκε από ελαφριά αμέλειά τους. Επομένως, η παραπάνω απαλλακτική ρήτρα, η οποία αποτελεί ευχέρεια παρεχόμενη από το άρθρο 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του νόμου αυτού. Η ίδια εξάλλου ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ΄εαυτής στη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 8 ίδιου νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 3 του αυτού ασφαλιστικού νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρο 7 παρ. 6 του παραπάνω νόμου (ΟλΑΠ 18/2015, 19/2015). Ενόψει των εκτεθέντων, προκειμένου περί ασφάλισης αστικής ευθύνης, κατά την προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 25 του Ν. 2496/1997, η οποία αποτελεί είδος της ασφάλισης ζημιών, η ασφάλιση καλύπτει την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι των αξιώσεων οποιουδήποτε τρίτου στα όρια του ασφαλιστικού κινδύνου (ΑΠ 883/2015). Σε περίπτωση, που ο λήπτης της ασφάλισης και ασφαλισμένος ενεργεί τη σύμβαση για επαγγελματικούς λόγους, επιτρέπεται ο συμβατικός περιορισμός των δικαιωμάτων του (άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 2496/1997). Συνεπώς, είναι επιτρεπτό στο ασφαλιστήριο να περιοριστεί η κάλυψη μόνο σε περιπτώσεις ευθύνης από ελαφρά αμέλεια ή μόνο σε αντικειμενική ευθύνη, χωρίς πταίσμα ή να συμφωνηθεί αντίστοιχα απαλλαγή του ασφαλιστή, ακόμη και αν η πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια του ασφαλισμένου (ΑΠ 1542/2018). Μία τέτοια συμβατική ρήτρα περιορισμού της ευθύνης του ασφαλιστή είναι η συμφωνία των μερών ότι «ο ασφαλισμένος υποχρεούται, επί ποινή εκπτώσεως παντός δικαιώματός του, να λαμβάνει τις απαιτούμενες προφυλάξεις για την πρόληψη των ατυχημάτων και να τηρεί απαρεγκλίτως τους νόμους και κανονισμούς τους σχετικούς προς την ασφάλεια του κοινού». Η υποχρέωση δε αυτή αποτελεί συμβατική υποχρέωση, η τήρηση της οποίας ενεργοποιεί την ευθύνη του ασφαλιστή και η παράβαση της επιτρέπει την απαλλαγή του τελευταίου (ασφαλιστή) από την ασφαλιστική κάλυψη. Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, ως προς τα προσβαλλόμενα, με την ένδικη έφεση, κεφάλαια και η ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή είναι ορισμένες και νόμιμες, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων του κυρίως ενάγοντος και των κυρίως εναγομένων- προσεπικαλουσών, ………… και ………., αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την υπ΄ αρ. 114/2016 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώμενες καθεμιά χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους ανάλογα με τον τρόπο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (άρθρο 529 του ΚΠολΔ) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (άρθρα 444, 448 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 1707/2009, ΑΠ 230/2008, ΑΠ 239/2004), καθώς και αντίγραφα από τη σχηματισθείσα σε σχέση με το ένδικο συμβάν ποινική δικογραφία, τα οποία εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 631/2004, ΑΠ 370/2004), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι οι εκκαλούσες – εφεσίβλητες, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………..» και ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», στις προτάσεις του παρόντος βαθμού περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις προτάσεις και τις προσθήκες που κατέθεσαν στον πρώτο βαθμό καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις (πρβλ. ΑΠ 224/2016)], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν διενέργειας ανοικτού δημόσιου μειοδοτικού διαγωνισμού που προκήρυξε η εταιρεία «ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε.» για την εκτέλεση του έργου «Χωματουργικά και Τεχνικά Έργα για την Γραμμή Σύνδεσης του Λιμένα Ν. Ικονίου με το σιδηροδρομικό δίκτυο από χ.θ. 15 + 850 (στόμιο εισόδου CUT & COVER ΝΑΤΟ) έως τέλους, συμπεριλαμβανομένων: του τμήματος από χ.θ. 10 + 100 – χ.θ. 11 + 100 (παραλλαγή χάραξης στην περιοχή κατολίσθησης), της γέφυρας Δαφνίου, της επιδομής – σηματοδότησης – τηλεπικοινωνιών, Η/Μ σηράγγων, εγκαταστάσεων ΟΛΠ (Γ΄ΦΑΣΗ) ΑΔ 463» αναδείχθηκε ανάδοχος αυτού (του έργου) η δεύτερη κυρίως εναγομένη εταιρεία (………..), και υπεγράφη για το σκοπό αυτό μεταξύ της τελευταίας και της πρώτης (κυρίας του έργου ΕΡΓΑ ΟΣΕ Α.Ε.) η με αριθμό …. και από 16-7-2007 σύμβαση. Εν συνεχεία, δυνάμει του από 28-9-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ της δεύτερης (…….) και της τρίτης (……….) των κυρίως εναγομένων εταιρειών, το οποίο κατατέθηκε στη Δ.Ο.Υ Κηφισιάς και έλαβε αριθμό θεώρησης ……/4-10-2007, συστάθηκε κατασκευαστική κοινοπραξία με την επωνυμία «……………», με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση του προαναφερόμενου έργου, η οποία (κοινοπραξία) εγκρίθηκε από την κυρία του έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2940/2001 με την με αριθμό 2311/20-10-2007 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της. Η συσταθείσα κοινοπραξία, δοθέντος ότι δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 42 του Εμπορικού Νόμου για τις ομόρρυθμες εταιρείες, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία «εν τοις πράγμασι», με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρείας σε όλη του την έκταση, και επομένως ισχύει η απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των εταίρων και στην προκειμένη περίπτωση της δεύτερης και τρίτης των κυρίως εναγομένων εταιρειών που ενεργούν από κοινού και ως μοναδικά μέλη της (κοινοπραξίας), η οποία (ευθύνη) καθιερώνεται, επί ομόρρυθμης εταιρείας, εκ του νόμου. Περαιτέρω, ο ενάγων, προσλήφθηκε, στις 20-8-2007, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» ως οδηγός αυτοκινήτων και την 24-1-2010 προς 25-1-2010 εργαζόταν στη νυχτερινή βάρδια (από ώρα 22:00 έως και ώρα 05:30). Κατά τη διάρκεια της βάρδιας του και ειδικότερα περί ώρα 04:15 της 25-1-2010 εισήλθε τον περιβάλλοντα χώρο των κτιριακών εγκαταστάσεων του ΟΛΠ πλησίον του τομέα Β6 στο Σέμπο Ικονίου, προκειμένου να κάνει χρήση της βρύσης που βρίσκεται εφαπτόμενη στον τοίχο των προαναφερόμενων εγκαταστάσεων, εν συνεχεία όμως, παραπάτησε σε (λαστιχένιο) σωλήνα νερού που υπήρχε στο έδαφος και επέπεσε σε μεταλλικά πλέγματα (μπετόβεργες) που βρίσκονταν πρόχειρα στοιβαγμένα στο χώρο από την ως άνω κοινοπραξία για την εκτέλεση του ίδιου ως άνω κατασκευαστικού έργου, με αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα ονυχοφόρου φάλαγγας παράμεσου (ΔΕ) δακτύλου και κάταγμα ονυχοφόρου φάλαγγας μέσου (ΔΕ) δακτύλου με συνοδά θλαστικά τραύματα. Ο τραυματισμός του ενάγοντος θα αποφευγόταν αν τηρούνταν από την ανάδοχο του έργου κοινοπραξία τα απαιτούμενα για την περίπτωση μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 2 του ΠΔ 1073/1981 και ειδικότερα αν υπήρχε περίφραξη του ως άνω χώρου αποθήκευσης/στοιβασίας με ευδιάκριτο υλικό και φωτισμένη προειδοποιητική σήμανση, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτός γειτνίαζε με περιοχή εργασίας και διέλευσης πεζών και δη με τον εξωτερικό προαύλιο χώρο των κτιριακών εγκαταστάσεων της ΟΛΠ Α.Ε., του οποίου οι εργαζόμενοι σε αυτή έκαναν χρήση, ώστε οι διερχόμενοι εργαζόμενοι ή οι επισκέπτες να μετακινούνται με ασφάλεια χωρίς κίνδυνο πτώσης τους ή τραυματισμού τους. Οι ανωτέρω δε «παραλείψεις» της αναδόχου κοινοπραξίας και των προστηθέντων αυτής βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος, αφού ήταν πρόσφορες να το επιφέρουν και πράγματι το επέφεραν. Την επόμενη δε ημέρα του ατυχήματος, στον εν λόγω χώρο κατασκευάστηκε από την ανάδοχο του έργου μόνιμη μεταλλική περίφραξη. Ως εκ τούτων πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η ένσταση συνυπαιτιότητας του ενάγοντος δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος παραβίασε υφιστάμενη περίφραξη, αφού κατά τα ανωτέρω κατά το χρόνο επέλευσης του ατυχήματος, δεν υπήρχε τοιαύτη, την οποία (ένσταση) προέβαλαν επικουρικά οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες, ανώνυμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και περιλαμβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσαν νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και την οποία (ένσταση) επανέφεραν, επίσης επικουρικά, στον παρόντα βαθμό με τον σχετικό λόγο της από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) εφέσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και συγκεκριμένα ότι αποκλειστικά υπαίτιες για τον ως άνω τραυματισμό του ενάγοντος είναι η ανάδοχος κοινοπραξία (και συνεπώς και οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, ενεργούντες  από κοινού ως μοναδικά μέλη της κοινοπραξίας με την  επωνυμία «……………….») και οι προστηθέντες αυτής, και απέρριψε την ως άνω ένσταση, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……./2019) ένδικης εφέσεως. Περαιτέρω, ο ενάγων, αμέσως μετά τον τραυματισμό, διακομίσθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «ΘΡΙΑΣΙΟ», όπου υπεβλήθη σε χειρουργική αποκατάσταση κοίτης όνυχος μέσου και παράμεσου δακτύλου (ΔΕ) άκρας χειρός, σε ανάταξη καταγμάτων, σε συρραφή θλαστικών τραυμάτων, ακινητοποίηση και ανάρτηση. Υποβλήθηκε δε εκ νέου στις 16-3-2010 και στις 3-5-2010 σε ολική ονυχεκτομή του μέσου και του παράμεσου δακτύλου αντίστοιχα, ενώ ακολούθησε παράλληλα φαρμακευτική και φυσιοθεραπευτική αγωγή. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ως προς τη σωματική βλάβη που υπέστη ο ενάγων από την αιτία αυτή, καθόσον σχημάτισε δικανική πεποίθηση από το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με διάταξη της υπ΄ αρ. 114/2016 αποφάσεώς του έκρινε κατ΄ ουσίαν αβάσιμο το κονδύλιο, ποσού 318 ευρώ, που αφορούσε τη λήψη βελτιωμένης διατροφής του ενάγοντος. Η διάταξη αυτή της αποφάσεως δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, ο ενάγων, εξαιτίας της ανικανότητάς του για παροχή εργασίας κατά το χρονικό διάστημα των 53 ημερών (από 25-1-2010 έως 20-3-2010), κατά το οποίο έλαβε αναρρωτική άδεια από τον ασφαλιστικό του φορέα (το ΙΚΑ), -λαμβανομένου υπόψη ότι οι ακαθάριστες (μικτές) μηνιαίες αποδοχές του, ανέρχονταν (κατά τον ανωτέρω χρόνο) στο ποσό των 3.786,13 ευρώ,- απώλεσε εισοδήματα συνολικού ποσού 7.800,43 (ήτοι 6.688,82 για μισθούς + 836,73 για αναλογία δώρου Πάσχα 2010 + 274,88 για αναλογία επιδόματος αδείας 2010) ευρώ, που αντιστοιχούν στο σύνολο των μικτών αποδοχών, τις οποίες θα ελάμβανε για το ως άνω χρονικό διάστημα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εργοδότρια του, στην οποία εξακολουθεί να εργάζεται μέχρι σήμερα. Ωστόσο, από το ποσό αυτό (7.800,43 ευρώ) πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.572,72 ευρώ, ως προς το οποίο επιδοτήθηκε, λόγω ασθενείας για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, από τον ασφαλιστικό του φορέα, και συνεπώς απώλεσε το ποσό των 6.277,71 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων εταιρειών να του καταβάλουν εις ολόκληρον. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ως προς το αίτημα αυτό, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, το σχετικό σκέλος του σχετικού λόγου της ένδικης από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο. Περαιτέρω, η εργοδότρια εταιρεία, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, που ο ενάγων απείχε αναγκαστικά από τα καθήκοντά του, δεν κατέβαλε στο ΙΚΑ τις βαρύνουσες αυτή κατά το νόμο εργοδοτικές εισφορές από ποσοστό 30,21% επί των μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες δεν συνυπολογίζονται στις ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του (ενάγοντος), με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο ενάγων κατά το ποσό των 2.356,50 (ήτοι 2.020,69 ευρώ εργοδοτική εισφορά επί των μισθών + 252,77 ευρώ επί της αναλογίας του δώρου Πάσχα 2010 + 83,04 ευρώ επί του μέρους του επιδόματος αδείας 2010) ευρώ, πλην όμως θα του επιδικαστεί το έλασσον αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 2.356,48 ευρώ. Η μη καταβολή του ποσού τούτου στον ασφαλιστικό φορέα αποτελεί γνήσια θετική ζημία του ενάγοντος, κατά τα προεκτεθέντα, γιατί, εφόσον η εργοδότρια απαλλάχθηκε νόμιμα από την αντίστοιχη υποχρέωσή της, θα υποχρεωθεί ο ίδιος να καταβάλει το ποσό αυτό, προκειμένου να προσμετρηθεί ο χρόνος της διακοπής της καταβολής ως χρόνος ασφάλισης για την απόληψη σύνταξης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε το σχετικό κονδύλιο, δεν εκτίμησε ορθά τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαν τα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, αλλά έσφαλε και ο σχετικός λόγος της από ένδικης από 7-11-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, ένεκα του ένδικου ατυχήματος, ο ενάγων υποβλήθηκε, στις 3-5-2010, στην ιδιωτική κλινική «….. .», σε ονυχεκτομή του παράμεσου, για τη διενέργεια της οποίας δαπάνησε το συνολικό ποσό των 787,76 ευρώ, ήτοι α)το ποσό των 393,35 ευρώ για έξοδα κλινικής και β)το ποσό των 394,41 ευρώ για αμοιβή ιατρού. Για την παραπάνω δαπάνη ο ενάγων δεν έκανε χρήση του δικαιώματος του να αξιώσει από τον ασφαλιστικό του φορέα (ΙΚΑ) την παροχή αυτή, παραιτούμενος έτσι σιωπηρά από το σχετικό του δικαίωμα. Επομένως, εφόσον δεν αιτήθηκε από τον ασφαλιστικό του φορέα, ούτε έλαβε από αυτόν, για την αιτία αυτή, οποιοδήποτε ποσό, νομιμοποιείται ενεργητικά να αξιώσει το ποσό αυτό από τις ως άνω εναγομένες – υπόχρεες, καθότι η σχετική αξίωση δεν έχει μεταβιβαστεί στον άνω ασφαλιστικό φορέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ως προς το αίτημα αυτό, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, το σχετικό σκέλος του σχετικού λόγου της ένδικης από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η μήτρα του όνυχος του παράμεσου της δεξιάς χειρός του ενάγοντος έχει υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, με αποτέλεσμα το νύχι να βγαίνει πάντα προβληματικό. Κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, ο ενάγων, που γεννήθηκε το έτος 1963, ήταν 47 ετών, εργαζόταν, όπως προαναφέρθηκε, ως οδηγός στην ΟΛΠ ΑΕ. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι προξενήθηκε στον ενάγοντα κάποια έλλειψη της σωματικής ακεραιότητας του προσώπου του (αναπηρία), ή κάποια ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεώς του (παραμόρφωση), όπως αυτή καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής, δυνάμενες μάλιστα να επιδράσουν στο επαγγελματικό, οικονομικό και κοινωνικό του μέλλον, για τον πρόσθετο λόγο ότι ήπια ή αχνά σημάδια και μάλιστα στις περιοχές των άκρων δεν συνιστούν ουσιώδη αλλοίωση του σώματος, ικανή να επηρεάσει το μέλλον ενός προσώπου, εκτός βεβαίως αν πρόκειται για άτομο, που ασκεί επάγγελμα, που απαιτεί αψεγάδιαστη εμφάνιση κάθε σημείου του σώματός του, περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση. Ούτε, άλλωστε, προσκομίζονται πρόσφατες φωτογραφίες και ιατρικές γνωματεύσεις από τις οποίες να προκύπτει η σημερινή κατάσταση της δεξιάς χειρός του ενάγοντος. Εξάλλου δεν προέκυψε ότι συνεπεία του τραυματισμού του περιορίσθηκε ή μειώθηκε σημαντικά δια βίου η ικανότητά για τη διενέργεια εργασιών, για τις οποίες απαιτούνται επιδέξιες κινήσεις, λαμβανομένου υπόψη, μάλιστα, ότι εξακολουθεί να εργάζεται ως οδηγός αυτοκινήτων στην ΟΛΠ ΑΕ. Επομένως, δοθέντος  και του ότι οι συνέπειες εκ του τραυματισμού του καλύπτονται από τις παροχές των άρθρων 929 και 932 του ΑΚ, ενώ η ψυχική ταλαιπωρία καλύπτεται από το άρθρο 932 του ΑΚ, και όχι από τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ, που απαιτεί περιουσιακή ζημία μη καλυπτόμενη από τα παραπάνω άρθρα, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 931 του ΑΚ. Ενόψει των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμο το αιτούμενο από τον κυρίως ενάγοντα κονδύλιο των 15.000 ευρώ ως εκ του άρθρου 931 του ΑΚ χρηματική παροχή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, ως προς το αίτημα αυτό, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο σχετικός δε λόγος της ένδικης από 7-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπέστη, εξαιτίας του τραυματισμού του, ηθική βλάβη, επειδή υποβλήθηκε σε σωματικό πόνο και ψυχική ταλαιπωρία. Επομένως, για την αποκατάσταση αυτής (ηθικής βλάβης) δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, την οποία το παρόν Δικαστήριο -λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος του ενάγοντος στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος και στην επέλευση του τραυματισμού του, το είδος και τις συνέπειες της σωματικής βλάβης, ενόψει και της ηλικίας αυτού, τις περιστάσεις υπό τις οποίες το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση αυτού, καθώς και την οικονομική κατάσταση της δεύτερης και τρίτης των κυρίως εναγομένων εταιρειών – καθορίζει στο εύλογο, κατά την κρίση του, ποσό των 7.000 ευρώ, αφού ήδη έχει αφαιρέσει το ποσό των 40 ευρώ, λόγω της επιφύλαξής αυτού για την παράσταση πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, επιδίκασε για την αιτία αυτή, το ποσό των 6.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός λόγος της από 7-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) εφέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος και ο σχετικός λόγος της από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……/2019) εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Περαιτέρω, δυνάμει του με αριθμό ………….. κοινού ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατά παντός κινδύνου Εργολάβων, η πρώτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων ήδη ανώνυμη ευρωπαϊκή εταιρεία με την επωνυμία «……..» (………..), πρώην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», ως οιονεί καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», η δεύτερη των παρεμπιπτόντως εναγομένων ήδη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……..», όπως μετονομάσθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «………..», μετά την τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της, ως καθολική διάδοχος των εταιρειών: α) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και β) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» μετά τη συγχώνευση με απορρόφηση των εταιρειών «……….» και «………..» από την «………..» και ήδη «………» και η τρίτη των παρεμπιπτόντως εναγομένων, ήδη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..» πρώην «……….» ανέλαβαν από κοινού (και σε ποσοστό 45% η πρώτη, 45% η δεύτερη και 10% η τρίτη) και με την επιφύλαξη των γενικών και ειδικών όρων αυτού (του ασφαλιστηρίου) την ασφαλιστική κάλυψη της αρχικής αναδόχου (και δεύτερης παρεμπιπτόντως ενάγουσας ………) του ίδιου ως άνω κατασκευαστικού έργου «Χωματουργικά και Τεχνικά Έργα για την Γραμμή Σύνδεσης του Λιμένα Ν. Ικονίου με το Σιδηροδρομικό Δίκτυο»,  των εργολάβων, υπεργολάβων, επιβλεπόντων μηχανικών και των προμηθευτών στον τόπο αυτού (του έργου) καθώς και της εταιρείας «ΕΡΓΑ ΟΣΕ ΑΕ», ως συνασφαλιζόμενης και κυρίας κατά παντός κινδύνου και αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, ήτοι από 12-7-2007 έως 12-7-2010, κατά τη διάρκεια συντήρησης αυτού, ήτοι από 12-7-2010 έως 12-7-2012 και κατά τη διάρκεια απλής συντήρησης αυτού, ήτοι από 12-7-2012 έως και 12-7-2013, για την πρόκληση, μεταξύ άλλων, σωματικών βλαβών κατ΄ άτομο και κατ΄ ατύχημα μέχρι του ποσού των 600.000 ευρώ. Με την υπ΄ αρ. ……/28-1-2008  πρόσθετη πράξη του ανωτέρω ασφαλιστηρίου συμβολαίου άλλαξε η επωνυμία της αρχικής αναδόχου του έργου και λήπτριας του ασφαλίσματος από «……….» σε «…………..», και ως εκ τούτου υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ως άνω εταιρείας που απέρρεαν από την εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση η ως άνω κοινοπραξία, και σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν, τα μέλη αυτής. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τους όρους της παρ. 13 του όρου 14 των Ειδικών Πρόσθετων Συμφωνιών, τον όρο 1.2.4. του κεφαλαίου 1.2 των Γενικών Εξαιρέσεων και τον όρο 1.3.14 του κεφαλαίου 1.3. των Γενικών Διατάξεων καθώς και τον όρο 1.5.1.4 του κεφαλαίου 1.5 για την Αστική Ευθύνη Προς Τρίτους, προκύπτει ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι απαραίτητη προϋπόθεση της ασφαλιστικής κάλυψης είναι ότι ο ασφαλιζόμενος θα λαμβάνει τις απαιτούμενες προφυλάξεις για την πρόληψη ατυχημάτων/ζημιών και θα τηρεί απαρέγκλιτα τους νόμους και κανονισμούς τους σχετικούς με την ασφάλεια του κοινού αλλά και του εργατοτεχνικού του προσωπικού που απασχολείται κατά οποιονδήποτε τρόπο στο Έργο, καθώς και ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ασφαλισμένος οφείλει να τηρεί τα υποχρεωτικά μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται ή επιβάλλονται από τις κείμενες διατάξεις, τη φύση του εκτελούμενου έργου καθώς και τις συστάσεις και προδιαγραφές των κατασκευαστών υλικών ή μηχανημάτων που ενσωματώνονται στο έργο. Ο τελευταίος αυτός όρος αποτελεί ασφαλιστικό βάρος που η παράβασή του έχει ως συνέπεια την έκπτωση του λήπτη της ασφάλισης/ασφαλισμένου από το δικαίωμά του να αποζημιωθεί από τις ασφαλιστικές εταιρείες και είναι έγκυρος, καθόσον επιτρεπτώς, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 33 και 7 παρ. 6 του Ν. 2496/1997, διευρύνει τις περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού, στην προκειμένη σύμβαση ασφάλισης, η λήπτρια της ασφάλισης (κοινοπραξία και συνεπώς και οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων – δεύτερη και τρίτη των παρεμπιπτόντως εναγουσών, κατά τα ως άνω) ενεργεί στην ασφάλιση για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Εξάλλου, εφόσον η τήρηση των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας και των νόμων και κανονισμών σχετικά με την ασφάλεια του κοινού, συνιστούσε αυτοτελώς νομική υποχρέωση της αναδόχου κοινοπραξίας (δια των προστηθέντων οργάνων της) και της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων – δεύτερης και τρίτης των παρεμπιπτόντως εναγουσών, ανεξάρτητη από την ασφαλιστική σύμβαση, ο προαναφερόμενος όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανεξαρτήτως του ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι επιβλήθηκε μονομερώς από τις παρεμπιπτόντως εναγόμενες – ασφαλιστικές εταιρείες, χωρίς να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης των συμβαλλομένων, σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διευρύνει υπέρμετρα τις περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή και ότι συνεπώς δημιουργεί δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, απορριπτομένης ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμης της αντένστασης περί ακυρότητας, ως υπέρμετρα επαχθής, λόγω καταχρηστικότητας του προαναφερόμενου όρου, που οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων – δεύτερη και τρίτη των παρεμπιπτόντως εναγουσών προέβαλαν πρωτοδίκως και παραδεκτώς επαναφέρουν στον παρόντα βαθμό. Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, αφού αποδείχθηκε, σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν, ότι η επελθούσα στον ενάγοντα της κύριας αγωγής ζημία οφείλεται στις παραλείψεις ως προς τα επιβαλλόμενα μέτρα ασφαλείας, τα οποία ουδόλως ελήφθησαν, κατά την εκτέλεση των εργασιών του ασφαλιζόμενου κατασκευαστικού έργου από μέρους της αναδόχου κοινοπραξίας και ομόρρυθμης εν τοις πράγμασι εταιρείας (δια των προστηθέντων – οργάνων της), μέλη της οποίας είναι η δεύτερη και η τρίτη των παρεμπιπτόντως εναγουσών εταιρειών, οι τελευταίοι (κοινοπραξία και μέλη αυτής) παρέβησαν τους ως άνω όρους και πρέπει γενομένης δεκτής ως κατ΄ ουσίαν βάσιμης της νόμιμης και στηριζόμενης στις διατάξεις των άρθρων 361 του ΑΚ και 7 παρ. 6 εδ. α΄ του Ν. 2496/1997 ένστασης των παρεμπιπτόντως εναγομένων εταιρειών, την οποία επαναφέρουν νομίμως στον παρόντα βαθμό, να απορριφθεί η παρεμπίπτουσα αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δοθέντος ότι συντρέχει λόγος απαλλαγής των τελευταίων από την ευθύνη τους, ενώ παρέλκει η εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λοιπών ενστάσεών (των παρεμπιπτόντως εναγομένων). Περαιτέρω στην προκειμένη περίπτωση παραδεκτώς με την από 7-10-2016 (αρ. κατά. …./2016) συνεκδικαζόμενη έφεση περιέχεται και προβάλλεται επικουρικώς λόγος, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, επιδιώκεται η εξαφάνιση του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοίνωση δίκης- προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή των δεύτερης και τρίτης των εκκαλουσών ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, και επιπλέον έχει πληρωθεί η αίρεση, υπό την οποία εξαρτάτο η άσκηση της επικουρικής εφέσεως, εφόσον η ένδικη αγωγή έχει γίνει τελεσιδίκως εν μέρει δεκτή κατά των ως άνω εκκαλουσών. Πλην όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά, ο σχετικός δε λόγος της από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ……./2016) ένδικης εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι των εφέσεων, πρέπει να απορριφθούν α) η από 18-3-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και τον πρώτο των εφεσιβλήτων και β) η από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ……../2016) έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της υπ΄ αρ. 114/2016 (εν μέρει οριστικής) αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και τις δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων, να διαταχθεί, λόγω της ήττας των εκκαλουσών των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, η εισαγωγή των δύο παραβόλων ποσού εκατό (100) ευρώ και διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκαν για το παραδεκτό των δύο ως άνω εφέσεων, το πρώτο με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό …………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου:e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ και το δεύτερο με τα υπ΄ αρ. ……/2016 και …../2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄αρ. ……/2016, ……/2016, …../2016 και ……./2016 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, αντίστοιχα, στο Δημόσιο Ταμείο, να καταδικαστούν οι εκκαλούσες καθεμίας από αυτές (εφέσεις), λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αντίστοιχων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων αντίστοιχα (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη η από 7-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να διαταχθεί, λόγω της εν μέρει νίκης του εκκαλούντος, η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως αυτής, με το υπ΄ αρ. παραβόλου: ……………../2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, σ΄ αυτόν (εκκαλούντα). Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 970/2018 απόφαση και η συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 114/2016 απόφαση (ως προς τον κυρίως ενάγοντα και τις δεύτερη και τρίτη των κυρίως εναγομένων) στο σύνολό τους [δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και τα κεφάλαια που αφορούν την ανωτέρω από 16-12-2013 (αρ. καταθ. ……/2014) αγωγή και δεν μεταρρυθμίστηκαν ούτε προσβάλλονται αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου αυτού) και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ήτοι για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5639/1997 ΕλλΔνη 39.437), αναγκαίως  δε  και κατά τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων που αφορά την ως άνω αγωγή, το οποίο θα  καθορισθεί εξ αρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, κατ΄ άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί η από 16-12-2013 (αρ. καταθ. ……./2014) αγωγή και να ερευνηθεί εκ νέου, να γίνει εν μέρει δεκτή (η αγωγή) ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς τις δεύτερη και τρίτη των κυρίως εναγομένων, και να υποχρεωθούν οι ως άνω κυρίως εναγόμενοι (δεύτερη και τρίτη) να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στον κυρίως ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.421,95 (= 6.277,71 + 2.356,48 + 7.000 + 787,76) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι αυτοί (δεύτερη και τρίτη των κυρίως εναγομένων) στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του κυρίως ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας κάθε πλευράς (άρθρα 106, 183, 178, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Συνεκδικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων τις α) από 18-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019), β) από 7-10-2016 (αρ. καταθ. …../2016) και γ) από 7-11-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) εφέσεις.

Απορρίπτει ως τυπικά απαράδεκτη την από 18-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση ως προς την πρώτη των εκκαλουσών και ως προς τις δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 18-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και τον πρώτο των εφεσιβλήτων.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό ………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες της από 18-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) εφέσεως στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Απορρίπτει ως τυπικά απαράδεκτη την από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ………./2016) έφεση ως προς την πρώτη των εκκαλουσών και ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 7-10-2016 (αρ. καταθ. ……../2016) έφεση κατά των οριστικών διατάξεων της υπ΄ αρ. 114/2016 (εν μέρει οριστικής) αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ως προς τις δεύτερη και τρίτη των εκκαλουσών και τις δεύτερη, τρίτη και τετάρτη των εφεσιβλήτων.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. …./2016 και …../2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ΄ αρ. …./2016, …../2016, …../2016 και …../2016 παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες της από 7-10-2016 (αρ. καταθ. …../2016) εφέσεως στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 7-11-2018 (αρ. καταθ. …../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 114/2016 εν μέρει οριστικής αποφάσεως και της υπ΄ αρ. 970/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. παραβόλου: …………/2018, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 970/2018 απόφαση και την συμπροσβαλλομένη υπ΄ αρ. 114/2016 απόφαση (ως προς τον κυρίως ενάγοντα και τις δεύτερη και τρίτη των κυρίως εναγομένων).

Κρατεί και δικάζει την από16-12-2013 (αρ. καταθ. ……../2014) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την από 16-12-2013 (αρ. καταθ. ………./2014) αγωγή ως προς τις δεύτερη και την τρίτη των κυρίως εναγομένων.

Υποχρεώνει τις δεύτερη και τρίτη των κυρίως εναγομένων εταιρειών να καταβάλουν εις ολόκληρον η καθεμία στον κυρίως ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (16.421,95 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής έως την εξόφληση.

Καταδικάζει την δεύτερη και την τρίτη των κυρίως εναγομένων, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του κυρίως ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των 1.500 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  25 Νοεμβρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ