Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 6/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     6/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: Α) από 1-6-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./3-6-2020 έφεση του ……… κατά των 1) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας «…………» και 2) ………. και Β) από 16-1-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./17-1-2019 έφεση  του …….. κατά των 1) . . και 2) Αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας  «…………..» – οι οποίες στρέφονται κατά της με αριθ. 4908/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων α) επί της από 10-8-2016 και  με ΓΑΚ …./11-8-2016 και ΕΑΚ ……/11-8-2016 αγωγής του εκκαλούντος στην Α’ έφεση κατά των εφεσίβλητων στην ίδια έφεση και β) επί της από 10-10-2016 και με ΓΑΚ .. και ΕΑΚ …/11-10-2016 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του εκκαλούντος στη Β’ έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης στην ίδια έφεση – πρέπει να συνεκδικαστούν γιατί είναι συναφείς και από τη συνεκδίκασή τους  επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), με την επισήμανση ότι με την συνεκδίκαση δεν επέρχεται μεταβολή στις σχέσεις (αντιδικίας) των διαδίκων των ενωμένων διαφορετικών δικών, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους (Α.Π. 1355/2004, Εφ.Πειρ. 12/2014, Εφ.Θεσ. 1810/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α’ έφεση – πρώτος εφεσίβλητος στη Β’ έφεση, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθεσε ότι είχε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του μέχρι τις 28-3-2015 το αναλυτικά περιγραφόμενο, υπό ελληνική σημαία, ταχύπλοο μηχανοκίνητο φουσκωτό σκάφος «Ν.», για το οποίο είχε λάβει άδεια εκτέλεσης πλόων ερασιτεχνικού σκάφους και το οποίο, δυνάμει του από 6-5-2014 υπ’ αριθ. ……./……. ασφαλιστηρίου συμβολαίου μεταξύ του ιδίου και της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, που ορίζει αποκλειστικά αρμόδια τα Δικαστήρια Πειραιά, είχε ασφαλίσει, μεταξύ άλλων και για τον κίνδυνο της κλοπής, στην πρώτη εναγόμενη για ένα έτος, κατόπιν μεσολάβησης του δεύτερου εναγόμενου ασφαλιστικού πράκτορα και συνεργάτη της πρώτης εναγόμενης, σύμφωνα με σχετική εντολή του προς αυτόν, έχοντας καταβάλει το απαιτούμενο ετήσιο ασφάλιστρο. Ότι στις 28-3-2015 το άνω σκάφος εκλάπη από άγνωστους εισέτι δράστες από τις εν Αθήναις εγκαταστάσεις της εταιρίας «…………….» όπου φυλασσόταν, πλην όμως η πρώτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία δεν του κατέβαλε ασφαλιστική αποζημίωση, επικαλούμενη ότι η ασφαλιστική κάλυψη ίσχυε για έξι μήνες, ήτοι από την 5-5-2014 έως την 5-11-2014, άρα είχε ήδη λήξει, γεγονός, ωστόσο, για το οποίο ουδέποτε τον ενημέρωσε. Ότι στο αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που του παρείχε, κατόπιν  αιτήματός του, η πρώτη εναγόμενη, αναφερόταν ως ημερομηνία καταβολής της 2ης δόσης ασφαλίστρου η 5-5-2015, επομένως αυτή γνώριζε ότι επρόκειτο για συμβόλαιο ετήσιας διάρκειας, παρόλο που εκ παραδρομής είχε αναγραφεί σε αυτό ότι ίσχυε μέχρι τις 5-11-2014. Ότι οι εναγόμενοι, με την αναλυτικά εκτιθέμενη στην αγωγή υπαίτια, παράνομη, αντισυμβατική και καταχρηστική συμπεριφορά τους, προκάλεσαν σ’ αυτόν τη βέβαια πεποίθηση ότι το ένδικο σκάφος ήταν ασφαλισμένο για ένα έτος και ότι θα καταβαλλόταν σ’ αυτόν η ασφαλιστική αποζημίωση, ζημιώνοντάς τον κατά το ισόποσο αυτής (35.000,00 ευρώ), ενώ του προκάλεσαν και ηθική βλάβη. Με το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 45.000,00 ευρώ και συγκεκριμένα η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 35.000,00 ευρώ ως οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση και ο δεύτερος εναγόμενος το ίδιο ποσό ως αποζημίωση λόγω της τελεσθείσας από αυτόν αδικοπραξίας και επιπλέον, το ποσό των 10.000,00 ευρώ έκαστος εξ αυτών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ν’ απαγγελθεί σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής και της ανωτέρω προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 4908/2018 οριστική απόφαση του άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν τα ανωτέρω δικόγραφα: Α) διατάχθηκε ο χωρισμός ως προς την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και η παραπομπή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο και Β) απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία η κύρια αγωγή, αφού κρίθηκε α) ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έχει γι’ αυτήν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα (άρθρα 9, 14 αριθ. 2, 42 επ. Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με άρθρο 51 Ν. 2172/1993), β) ότι εφαρμοστέο δίκαιο (καθότι η αγωγή αφορά μεν διαφορά που δεν προέρχεται από διεθνή έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης) τυγχάνει το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο και πρακτική που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους {δίκαιο που περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση (Marine Insurance Act 1906), σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής (1-11-1985) και τη Ρήτρα 328 των Institute Yacht Clauses (01-11-1985) και τα συναλλακτικά ήθη}, καθώς και τους Γενικούς Όρους Ασφάλισης Σκαφών της εναγομένης και γ) ότι η κύρια αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως προς μεν την αξίωση καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης από την πρώτη εναγόμενη, ως στηριζόμενη στις αναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου που προσκόμισε ο ενάγων και είναι γνωστές στο Δικαστήριο, ως προς δε τη συρρέουσα αδικοπρακτική βάση, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 926, 932, 297-299, 330, 346, 481, 486 Α.Κ. και 907, 908, 176 Κ.Πολ.Δ.]. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται: α) ο κυρίως ενάγων, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείς διάδικος, με την κρινόμενη Α’ έφεσή του, ζητώντας για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφό της και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή του, να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν ως βάσιμη κατ’ ουσία και β) ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων, με την κρινόμενη Β’ έφεσή του, επικαλούμενος έννομο προς τούτο συμφέρον, ενόψει του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής, δεν απείχε από την εξέταση της  προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του, ως όφειλε λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της, αλλά την παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως καθ’ ύλη και κατά τόπον αρμόδιο και επιπλέον τον καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης, που ανήλθαν  μάλιστα στο υπέρογκο ποσό των 900,00 ευρώ, καίτοι η εκκαλουμένη απόφαση δεν ήταν οριστική κατά την ανωτέρω παραπεμπτική της διάταξη, αφού δεν εμπεριείχε διάγνωση περί νίκης ή ήττας του στην αντιδικία του με την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, ζητώντας, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφό της και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής του και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, να απορριφθεί αυτή (προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή) ως αβάσιμη κατ’ ουσία, εφόσον απορρίφθηκε στο σύνολό της και η κύρια αγωγή σε βάρος του.

Η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 22 έως 41 Κ.Πολ.Δ. (νόμιμη δωσιδικία) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (άρθρο 216 παρ. 2 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα (άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπον αρμοδιότητας περιορίζεται όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας (άρθρο 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρέκτασης, δηλαδή σε περιστατικό διαφορετικό από τα εκτιθέμενα στην αγωγή που θεμελιώνουν τη νόμιμη δωσιδικία του δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 263 εδάφ. α’ του Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 703/2005, Εφ.Δωδ. 2/2014, Εφ.Αθ. 3159/2011, Εφ.Λαρ. 833/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η σχετική περί παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφωνία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους (Εφ.Θεσ. 1312/2017, Εφ.Θεσ. 334/2009, Εφ.Αθ. 2523/2005, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2η έκδοση – 2018, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 3, 4, υπ’ άρθρο 43, αριθ. 2) και παραμερίζει όχι μόνο τις συντρέχουσες αλλά και τις αποκλειστικές δωσιδικίες (Εφ.Πειρ. 640/2018, www.efetpeir.gr), μεταξύ των οποίων και τη δωσιδικία της συνάφειας, έναντι της οποίας έχει προβάδισμα η δωσιδικία λόγω παρέκτασης [Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Ι. 2000, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 9 και υπ’ άρθρο 31, αριθ. 7, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 31, αριθ. 3]. Η άνω συμφωνία αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της οποίας κρίνεται κατά τη lex fori (Α.Π. 423/2018, Α.Π. 1542/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία αυτή πρέπει να είναι ρητή όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρο 42 παρ. 1 εδάφ. 2 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 423/2018, Α.Π. 1542/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το δικαίωμα πρότασής της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 1288/1994, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 640/2018, ό.α, Εφ.Αθ. 4609/2012, Εφ.Αθ. 4467/2010, Εφ.Αθ. 717/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, κατά την οποία το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της έφεσης, προκύπτει σαφώς ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επιφέρουν ως αποτέλεσμα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, που αποτελεί και αίτημα της έφεσης, αλλιώς το δικόγραφο είναι άκυρο και η έφεση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (Α.Π. 122/2014, Εφ.Δωδ. 1/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 558/1990, Ε.Ε.Ν. 1991, 121, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, 2015, αριθ. 1077, σ. 286, Σ. Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 542, σ. 221).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων παραπονείται για την παραδοχή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της ένστασης της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης περί αναρμοδιότητας κατά τόπον του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκαση της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του, η οποία (ένσταση) έγινε δεκτή με την αιτιολογία ότι υπήρχε ρητή έγγραφη συμφωνία τους με ειδικά προβλεπόμενη αναδρομική ισχύ, που καθιστούσε αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια των Αθηνών για κάθε διαφορά από τη μεταξύ τους σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης επί της οποίας βασίζονταν η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του. Ισχυρίζεται ειδικότερα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, διέταξε, κατά παραδοχή της άνω ένστασης της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης, το χωρισμό της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του και την παραπομπή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως κατά τόπο (και καθ’ ύλη) αρμόδιο, ενώ, εάν εφήρμοζε και ερμήνευε ορθά το νόμο, όφειλε να  εκδικάσει την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, ως υπαγόμενη στην αποκλειστική ειδική δωσιδικία του δικαστηρίου της κύριας δίκης λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της, και ακολούθως να την απορρίψει στο σύνολό της, εφόσον απέρριψε στο σύνολό της και την κύρια αγωγή σε βάρος του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι ο ισχυρισμός της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης περί αποκλειστικής αρμοδιότητας, τον οποίον αυτή πρότεινε παραδεκτά κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και έγινε δεκτός με την εκκαλούμενη απόφαση, αφορά στη νόμιμη δωσιδικία του Δικαστηρίου με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ενώ στην πραγματικότητα αφορά σε ρητή, έγγραφη συμφωνία της με τον προσεπικαλούντα – παρεμπιπτόντως ενάγοντα περί παρέκτασης της τοπικής αρμοδιότητας, η οποία, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο, υπήρξε στην προκειμένη περίπτωση [καθόσον αποδεικνύεται ότι στις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία από 9-9-2015 υπ’ αριθ. ………… σύμβαση ασφάλισης επαγγελματικής αστικής ευθύνης και από 14-9-2016 υπ’ αριθ. ……… όμοια σύμβαση ασφάλισης που κατήρτισε με τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα ασφαλιστικό πράκτορα για τα χρονικά διαστήματα 21-9-2015 έως 20-9-2016 και 21-9-2016 έως 20-9-2017 αντίστοιχα, με ειδικά προβλεπόμενη αναδρομική ισχύ, τυγχάνουν εφαρμογής, σύμφωνα με τις σχετικές βεβαιώσεις ασφάλισης, οι Γενικοί Όροι για την Ασφάλιση Επαγγελματικής Ευθύνης, που αποτελούν προσάρτημα και αναπόσπαστο τμήμα των ως άνω συμβάσεων ασφάλισης, στον υπ’ αριθ. 4.4. όρο των οποίων προβλέπεται «… ότι οποιαδήποτε διαμάχη ήθελε προκόψει βάσει του παρόντος ασφαλιστηρίου υπόκειται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Αθήνας»] και παραμερίζει, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που ανωτέρω εκτέθηκε, τις αποκλειστικές δωσιδικίες, συμπεριλαμβανομένης και της αποκλειστικής δωσιδικίας της συνάφειας κατ’ άρθρο 31 Κ.Πολ.Δ. Σε κάθε περίπτωση, ο άνω λόγος έφεσης  – με την οποία, σημειωτέον, δεν υποβάλλεται αίτημα να γίνει δεκτή η προσεπίκληση / παρεμπίπτουσα αγωγή – είναι απορριπτέος και ως απαράδεκτος ελλείψει εννόμου συμφέροντος του εκκαλούντος, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού ισχυρισμού της προσεπικαλουμένης – παρεμπιπτόντως εναγομένης (άρθρα 68, 532  Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 282/2019, Εφ.Πειρ. 179/2015, www.efetpeir.gr.), αφού δεν γίνεται επίκληση  βλάβης του από την – κατά τους ισχυρισμούς του – εσφαλμένη εκτίμηση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο, ενώ απέρριψε την κύρια αγωγή σε βάρος του, παρέπεμψε την εκδίκαση της προσεπίκλησης / παρεμπίπτουσας αγωγής του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο.             Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής του ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων παραπονείται για «παρά το νόμο» επιβολή σε βάρος του των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένης, ισχυριζόμενος ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν είναι οριστική κατά το μέρος της με το οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπο ως προς την προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του και την παρέπεμψε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμόδιο. Επιπλέον, παραπονείται γιατί τα δικαστικά έξοδα που του επιβλήθηκαν ανήλθαν στο υπέρογκο, κατά τη γνώμη του, ποσό των 900,00 ευρώ. Ο άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, κατά μεν το πρώτο σκέλος του ως μη νόμιμος, διότι η πρωτόδικη απόφαση, ως προς την παραπομπή κατ’ άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ. της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του στο αρμόδιο δικαστήριο είναι οριστική κατά την έννοια του άρθρου 191 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, αφού το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε εξουσία για την υπόθεση (Α.Π. 208/1955, Νο.Β. 3, 553, Εφ.Αιγ. 100/2020, Εφ.Πατρ. 317/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να περιέχει διάταξη για τη δικαστική δαπάνη (Α.Π. 510/1982, Εφ.Αιγ. 46/2020, Εφ.Αιγ. 100/2020, Εφ.Πατρ. 533/2019, Εφ.Πατρ. 317/2017, Εφ.Λαρ. 92/2016, Εφ.Ευβ. 37/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Ι. 2000, υπ’ άρθρο 46, αριθ. 9), κατά δε το δεύτερο σκέλος του ως αόριστος, διότι στο δικόγραφο της έφεσης δεν αναφέρεται το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο εσφαλμένος καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αίτια, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (Εφ.Πατρ. 160/2019, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Αθ. 3808/2014, Εφ.Πειρ. 24/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β.  Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ. 2015, αριθ. 1166, σελ. 305). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η Β έφεση η οποία, σημειωτέον, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο / κυρίως ενάγοντα, είναι απορριπτέα ως παθητικά ανομιμοποίητη, κατά παραδοχή του βάσιμου περί τούτου ισχυρισμού του, αφού αυτός δεν εμπλέκεται ως φορέας της σχετικής υποχρέωσης στην αυτοτελή αντιδικία παρεμπιπτόντως ενάγοντος και παρεμπιπτόντως εναγομένης στην οποία η έφεση αυτή αφορά και η οποία (αντιδικία) δεν παράγει γι’ αυτόν διαδικαστικά αποτελέσματα, καθώς δεν είναι αντίδικος του Β εκκαλούντος στην προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή (Α.Π. 1355/2004, ΕλΔνη 46,1447, Εφ.Αιγ. 40/2019, Εφ.Θεσ. 168/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 517, αριθ. 1, 4) πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της κατ’ ουσία  και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 183 εδάφ. α’ και 191 παρ.  2 Κ.Πολ.Δ), οριζόμενα ξεχωριστά για έκαστο εξ αυτών, λόγω της ξεχωριστής νομικής του παράστασης και του ιδίου συμφέροντος εκάστου για χωριστή εκπροσώπηση (Α.Π. 556/1965, Νο.Β. 1966, 505, Εφ.Πατρ. 432/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ό.α, υπ’ άρθρο 180, αριθ. 5), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η άνω έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, όπως προκύπτει από το με κωδικό …………. e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α’ Α.Κ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (Ολ.Α.Π. 46/1987, Ε.Ε.Ν. 1987, 864, Α.Π. 1459/2014, Εφ.Πειρ. 350/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βούλησής τους (Α.Π. 768/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α’ Α.Κ.) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (Ε.Κ.) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009, αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Η αυτονομία όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Άλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της έννοιας του συνδέσμου, με συνέπεια να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Ως μάλιστα παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης. Στους προαναφερθέντες κλάδους, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων διατυπώνονται και συντάσσονται σύμφωνα προς τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη και φυσική. Συνεπώς, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τέτοιας σύμβασης με το αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτος (Α.Π. 1584/2011, Εφ.Πειρ. 143/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, υπ’ άρθρο 25, αριθ. 24). Περαιτέρω, στις περιπτώσεις ασφάλισης ταχυπλόων σκαφών, σχεδόν κατά κανόνα χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί ασφάλισης σκαφών αναψυχής και περί ασφάλισης ταχυπλόων σκαφών (Institute Yacht Clauses 1-11-1985 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.1985). Εξάλλου, το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο οι διατάξεις και κανόνες του οποίου (που έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά) προσκομίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος νόμιμα από τους διαδίκους, αλλά είναι και γνωστοί στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειες του (και το οποίο, αλλοδαπό δίκαιο, ας αναφερθεί, κατά διεθνή συναλλακτική συνήθεια επιλέγεται από τα συμβαλλόμενα μέρη στις ναυτασφαλιστικές συναλλαγές, με σχετική ρήτρα των όρων της ασφάλισης, ανεξαρτήτως μάλιστα του ουσιώδους ή μη συνδέσμου με αυτές Α.Π. 308/2009, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ) περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλάσσιας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), το δίκαιο δηλαδή που διαμορφώθηκε από τη νομολογία με βάση τις προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις (judicial precedents), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Ρractice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν, κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). Μεταξύ των κινδύνων που μπορούν να ασφαλιστούν με την υπόψη ασφαλιστική σύμβαση είναι και η κλοπή. Σύμφωνα δε με τον κανόνα 9 του κεφαλαίου (παραρτήματος) του ίδιου πιο πάνω νόμου με τον τίτλο «Κανόνες για την Κατάρτιση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων», ως κλοπή νοείται εκείνη που συνοδεύεται (διαπράττεται) από τη χρήση βίας, δηλαδή με άσκηση δύναμης ή την απειλή άσκησης δύναμης κατά προσώπων ή περιουσίας, και όχι η μη βίαιη ή λαθραία κλοπή. Με τον παραπάνω πάντως κανόνα, με τον οποίο ορίζεται ο ασφαλιζόμενος στο τυπικό ασφαλιστήριο κίνδυνος, με τον όρο «κλοπή» δεν αποκλείεται η δυνατότητα να συμφωνηθεί, με πρόσθετο όρο στην οικεία ασφαλιστική σύμβαση ο οποίος θα συμπληρώνει το περιεχόμενο του τυπικού ασφαλιστηρίου, ότι ασφαλίζεται και η απλή κλοπή, η παράνομη δηλαδή ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, η οποία δεν συνοδεύεται από τη χρήση βίας (Εφ.Πειρ. 350/2018, Εφ.Πειρ. 278/2017, www.efeteio.peir.gr, Εφ.Πειρ. 679/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ. Πειρ. 1592/1989, Ε.Ν.Δ. 18, 64). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού, αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή την προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή τη δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ, με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906).  5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια που εγγύτερη αιτία έχει αυτή για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191).  Το βάρος απόδειξης ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε τεκμαρτή (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α.). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57 Μ.Ι.Α.). 6) Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κατά το δίκαιο αυτό, επί σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά στην κάλυψη του ασφαλισμένου από ζημίες ή απώλειες που προκλήθηκαν από κινδύνους συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου και της εξαιτίας αυτού προκληθείσας ζημίας ή απώλειας, υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο και τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ, άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο (Εφ.Πειρ. 350/2018, Εφ.Πειρ. 278/2017, Εφ.Πειρ. 564/2017, Εφ.Πειρ. 143/2015, Εφ.Πειρ. 858/2014, www.efeteio.peir.gr, Εφ.Πειρ. 519/2016, Εφ.Πειρ. 143/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προσαρμογή στις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης γίνεται συνήθως με την προσθήκη ή απάλειψη όρων στα ασφαλιστήρια συμβόλαια (Bennett, The Law of Marine Insurance, 2nd ed, OUP, Oxford 2006, 1.34. επ.). Σύμφωνα δε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 339/8-8-2016 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου «κατά την παράγραφο 21 Μ.Ι.Α, μια σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης θεωρείται ότι έχει εγκύρως συναφθεί, όταν η πρόταση του ασφαλισμένου γίνει δεκτή από τον ασφαλιστή, ανεξάρτητα από το αν έχει εκδοθεί ασφαλιστήριο ή όχι· ο δε χρόνος αποδοχής της πρότασης του ασφαλισμένου από τον ασφαλιστή προκύπτει και με αναφορά στο υπόμνημα με τα στοιχεία της σύμβασης ασφάλισης που υποβάλλει ο ασφαλειομεσίτης στους ασφαλιστές (slip) ή άλλο σύνηθες έγγραφο της σύμβασης (Bennett, ό.α, 2.11 επ.). Στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης σε περίπτωση θαλάσσιας ασφάλισης, ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει τα ασφάλιστρα, ο δε ασφαλιστής να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο σε περίπτωση επέλευσης κινδύνου [Birds, United Kingdom, in Blanpain (ed), International Encyclopaedia of Laws, Insurance Law, Suppl. 10 – 1998 (71), (96) επ, (129) επ.]. Σύμφωνα με τις παραγράφους 22-24 Μ.Ι.Α, η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης αποδεικνύεται προς είσπραξη εφόσον ενσωματωθεί σε θαλάσσιο ασφαλιστήριο, το οποίο καταρτίζεται είτε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης είτε μεταγενέστερα, αναφέρει το όνομα του ασφαλισμένου ή του αντιπροσώπου του και υπογράφεται από τον ασφαλιστή ή για λογαριασμό του. Επισημαίνεται ότι ιστορικά ο λόγος θέσπισης της προϋπόθεσης απόδειξης της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης μέσω του ασφαλιστηρίου ήταν η διασφάλιση της καταβολής του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου σύμφωνα με το νόμο περί χαρτοσήμου του 1795 (Stamp Act 1795)· Δεδομένου ότι η υποχρέωση χαρτοσήμανσης των συμβάσεων θαλάσσιας ασφάλισης καταργήθηκε με το νόμο περί χρηματοδότησης του 1970 (Finance Act 1970), αμφισβητείται η σκοπιμότητα διατήρησης της διάταξης της παραγράφου 22 Μ.Ι.Α, που απαιτεί την απόδειξη της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης μέσω του ασφαλιστηρίου. Ως εκ τούτου, γίνεται πλέον δεκτό ότι, εφόσον ο ασφαλισμένος έχει καταβάλει το ασφάλιστρο, μπορεί να απαιτήσει την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ακόμη και αν δεν έχει στα χέρια του το ασφαλιστήριο (Bennett, ό.α, [3.66]· Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, 17th edn, 2008, 7επ.). Τέλος, κατά την ερμηνεία των όρων της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης και του ασφαλιστήριου αναζητείται η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων και λαμβάνονται υπόφη: α) η συνήθης έννοια των χρησιμοποιούμενων όρων, β) το πλαίσιο στο οποίο οι όροι εντάσσονται εντός της σύμβασης, γ) το εύλογο της ερμηνείας και δ) η επιχειρηματική κοινή λογική. Εξωγενή αποδεικτικά στοιχεία λαμβάνονται υπόψη εφόσον από αυτά προκύπτει το πλαίσιο στο οποίο συνάφθηκε η σύμβαση, προκειμένου γα διαπιστωθεί η αληθινή βούληση των συμβαλλομένων. Τεκμαίρεται δε ότι τα συμβαλλόμενα μέρη καταρχήν αποσκοπούν οι συμβάσεις τους να είναι έγκυρες και εκτελεστές (Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, 1999, 122 · Bennett, ό.α, [8.04]επ· Arnould’s ό.α, 43 επ)».  Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ, κατά την οποία «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υποχρέωσης προς αποζημίωση από αδικοπραξία απαιτείται παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) προσώπου, που ενέχει προσβολή δικαιώματος ή προστατευομένου από το νόμο συμφέροντος άλλου προσώπου, η παράνομη αυτή συμπεριφορά να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια και να προκλήθηκε από αυτήν θετική ή αποθετική ζημία άλλου προσώπου, η οποία τελεί σε αιτιώδη με αυτή συνάφεια. Τέτοια συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ, που ορίζει ότι «ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του», συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α.Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, η επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσης σ’ αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Δηλαδή ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη αυτού, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω ακριβώς της ένεκα της πρόστησης θέσης του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) έδωσε σ’ αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεσή του τεθέντων μέσων και εν γένει όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 του Α.Κ. και τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας (άρθρο 74 Κ.Πολ.Δ.), αν εναχθούν από κοινού (Α.Π. 418/2016, Α.Π. 147/2011, Α.Π. 291/2011, Α.Π. 293/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διά μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τους αντίστοιχους ορισμούς για τον παραγωγό ασφαλίσεων, μετονομασθέντα σε ασφαλιστικό σύμβουλο, περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του άνω νόμου (ως ισχύει τροποποιηθείσα με το άρθρο 36 παρ. 24 Ν 2496/1997). Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρία και η δυνατότητα εκπροσώπησης ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρίας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση πρόστησης με την ασφαλιστική εταιρία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας, αν in concreto αποδεικνύεται σχέση πρόστησης (Α.Π. 1440/2014, Α.Π. 530/2014, Α.Π. 316/2009, Εφ.Θεσ. 1336/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση α) των υπ’ αριθ. …../8-12-2016 και …../8-12-2016 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση ο Α εκκαλών – κυρίως ενάγων και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθ. ……/2-12-2016 και …/2-12-2016 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . …), β) των υπ’ αριθ. …/7-12-2016 και …./21-12-2016 ενόρκων βεβαιώσεων μάρτυρος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση η πρώτη εφεσίβλητη – πρώτη εναγόμενη και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …………/2-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….) και γ) των υπ’ αριθ. …../12-10-2016 και …/12-10-2016 ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου, τις οποίες προσκομίζει με επίκληση ο δεύτερος εφεσίβλητος – δεύτερος εναγόμενος και των οποίων προηγήθηκε νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. ………../6-10-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..) και δ) όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά εκ των οποίων ενδεικτικά μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθ. …………/6-5-2014 ασφαλιστηρίου συμβολαίου που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος ……….. (πλοιοκτήτη του υπό ελληνική σημαία ταχύπλοου φουσκωτού ερασιτεχνικού σκάφους «Ν.», με αριθμό λεμβολογίου Τ.Π. .-…’, ολ. μήκ. 9,30 μ, μεγ. πλάτ. 2,78 μ, δυο κύριες εξωλέμβιες μηχανές μάρκας MERCURY, ιπποδύναμης 225 ΗΡ εκάστης, έτους κατασκευής 2008, κατασκευάστριας εταιρίας «……………») και της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας «…………», η τελευταία ασφάλισε για ίδιες ζημιές το σώμα (Hull), την προπέλα και τον άξονα των μηχανών του άνω σκάφους, καθώς και την αστική ευθύνη του ενάγοντος από τη χρήση του έναντι τρίτων και επιβαινόντων (Third party liability), για χρονικό διάστημα έξι μηνών, ήτοι από ώρα 12.00 της 5ης-5-2014 έως ώρα 12.00 της 5ης11-2014, αντί συμφωνηθέντος μικτού ασφαλίστρου ποσού 399,99 ευρώ, με ασφαλιζόμενο κεφάλαιο 35.000,00 ευρώ για το σώμα / προπέλα / άξονα μηχανών και 800.000,00 ευρώ για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη. Μεταξύ των κινδύνων κατά των οποίων παρασχέθηκε κάλυψη με το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιλαμβανόταν και ο κίνδυνος κλοπής ολόκληρου του σκάφους με τις μηχανές και το λοιπό εξοπλισμό του, εφόσον «ελλιμενίζεται ή / και αποθηκεύεται σε αναγνωρισμένο λιμάνι, μαρίνα, ναυπηγείο ή σε ασφαλή εσωτερικό χώρο, κλειστό απ’ όλες τις πλευρές και κλειδωμένο ή σε περιφραγμένο parking σκαφών, το οποίο διαθέτει φύλακα 24 ώρες το 24ωρο ή / και έχει κάμερες ασφαλείας και συστήματα συναγερμού σε λειτουργία και είναι συνδεδεμένο με εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα», ενώ προβλεπόταν ότι το σκάφος θα είναι σε κίνηση επί έξι μήνες. Επιπλέον, συμφωνήθηκε να υπάγεται η ασφάλιση στον αγγλικό νόμο της θαλάσσιας ασφάλισης, στο κοινό δίκαιο και στην αγγλική πρακτική, καθώς και στις επισυναπτόμενες στο ασφαλιστήριο και αποτελούσες αναπόσπαστο τμήμα αυτού Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής (1-11-1985) και  τη Ρήτρα 328 των Institute Yacht Clauses (1-11-1985). Στην κατάρτιση της άνω ασφαλιστικής σύμβασης προέβη ο ενάγων με τη μεσολάβηση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης – πρακτορείου ασφαλειών με την επωνυμία «……………..», κείμενου επί της …….. στα …… Αττικής, το οποίο διατηρεί ο δεύτερος εναγόμενος – ασφαλιστικός πράκτορας ……… μαζί με τους γιους του … και ……… και το οποίο τελεί σε σχέση πρακτόρευσης με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, φέροντας των κωδικό ……. Συγκεκριμένα, μεταξύ της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας και της ως άνω εταιρίας περιορισμένης ευθύνης είχε καταρτιστεί αρχικά η από 3-8-2010 και στη συνέχεια η από 5-9-2014 σύμβαση πρακτόρευσης, στην οποία προβλεπόταν ειδικά η προσωπική και αποκλειστική ευθύνη της Ε.Π.Ε. από τις πράξεις και παραλείψεις των κάθε είδους συνεργατών της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τη χειμερινή περίοδο 2014-2015, είχε παραδώσει το ανωτέρω ταχύπλοο σκάφος προς εκτέλεση εργασιών συντήρησης και φύλαξη, στις εγκαταστάσεις φύλαξης σκαφών της επιχείρησης που διατηρεί η ανώνυμη εταιρία «…………..» επί της οδού ……….. στην Αθήνα, οι οποίες περιλαμβάνουν κλειστό στεγασμένο χώρο επιφανείας 230 τ.μ. και υπαίθριο χώρο επιφανείας 150 τ.μ. Το επίδικο σκάφος φυλασσόταν από το Νοέμβριο 2014 στον κλειστό χώρο φύλαξης σκαφών της ως άνω εταιρίας, στις 27-3-2015 όμως βρισκόταν έκτακτα στον εξωτερικό φυλασσόμενο χώρο της εταιρίας, προκειμένου να διενεργηθούν εργασίες συντήρησης και επισκευών σε άλλα σκάφη πελατών της εντός των στεγασμένων εγκαταστάσεων. Το ίδιο βράδυ, 27-3 προς 28-3-2015, άγνωστοι δράστες διέρρηξαν τον προαύλιο χώρο της επιχείρησης και έκλεψαν, εκτός άλλων, το ως άνω σκάφος με τον εξοπλισμό του, την άδεια κυκλοφορίας, την άδεια νηολόγησης, το ασφαλιστήριο και τα κλειδιά του που βρίσκονταν εντός του σκάφους. Ο ενάγων ενημέρωσε άμεσα τους εναγόμενους για την κλοπή του σκάφους του, απέστειλε δε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην πρώτη εναγόμενη συμπληρωμένο το υπ’ αριθ. …../3-4-2015 έντυπο δήλωσης ζημίας του, που αυτή του είχε αποστείλει νωρίτερα την ίδια ημέρα κενό με τον ίδιο τρόπο, πλην όμως στις 7-4-2015 αυτή τον ενημέρωσε ότι σύμφωνα με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο η παρασχεθείσα ασφαλιστική κάλυψη ήταν εξάμηνης διάρκειας και δη για το χρονικό διάστημα 5-5-2014 έως 5-11-2014, όπως είχε ζητηθεί με την αποσταλείσα μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος στον Κλάδο Έκδοσης Συμβολαίων Σκαφών στις 2-5-2014 και ώρα 16.48 από το ως άνω πρακτορείο ασφαλειών αίτηση ασφάλισης, με συνέπεια να μην του οφείλει ασφαλιστική αποζημίωση. Πράγματι, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από το δεύτερο εναγόμενο αίτηση ασφάλισης σκάφους, σε συνδυασμό με τις υπ’ αριθ. …/2016 και …../2016 ένορκες βεβαιώσεις των υιών του …….. και ………, ο εξ αυτών ………. τη διαβίβασε προς την πρώτη εναγόμενη, με τη χειρόγραφη σημείωση ότι αφορούσε σε «εξάμηνο» έναντι ασφαλίστρων συνολικού ποσού 400,00 ευρώ, κατόπιν «συμφωνίας με ……….» (Προϊστάμενο του Κλάδου Σκαφών της πρώτης εναγόμενης). Βάσει δε της αίτησης αυτής και κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης του …….. με τον Προϊστάμενο του Κλάδου Ασφάλισης Σκαφών της πρώτης εναγομένης ………., εκδόθηκε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο με αριθμό ………/….., στην πρώτη σελίδα του οποίου αναφέρεται ως διάρκεια ασφάλισης «από 12ης μεσημβρινής της 05/05/2014 έως 12ης μεσημβρινής της 05/11/2014» και ως λογαριασμός ασφαλίστρων για την περίοδο 05/05/2014 έως 05/11/2014 το ποσό των 399,99 ευρώ (μικτά ασφάλιστρα). Στην υπ’ αριθ. …… απόδειξη πληρωμής ασφαλίστρων αναφέρεται επίσης ως έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης η 05/05/2014 και ως λήξη η 05/11/2014, στο δε από 06/05/2014 πιστοποιητικό ασφάλισης που εκδόθηκε αναφέρεται ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία ασφαλίζει το σκάφος του ενάγοντος «για την περίοδο από τις 05/05/2014 (12.00) έως τις 05/11/2014 (12.00)». Ο ενάγων έλαβε εις χείρας του από το πρακτορείο τα έγγραφα αυτά στο πρωτότυπο, με τις συνοδεύουσες το συμβόλαιο δηλώσεις εναντίωσης του άρθρου 2 παρ. 5 και 6 του ν. 2496/1997, χωρίς ουδέποτε να εναντιωθεί, ισχυρίζεται, όμως, ότι δεν τα ανέγνωσε, αλλά τα τοποθέτησε αμέσως στο ντουλαπάκι του σκάφους, όπου και παρέμειναν μέχρι που εκλάπησαν μαζί με το σκάφος στις 28-3-2015. Μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, ο ενάγων ζήτησε από την πρώτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου λόγω απώλειάς του, στο σχετικό δε αντίγραφο που του δόθηκε, όπως εκτυπώθηκε στις 5-4-2015 από ηλεκτρονικό υπολογιστή προστηθείσας υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, αναφέρεται σχετικά με την πληρωμή ασφαλίστρων ότι: «Μετά από αίτηση του λήπτη της ασφάλισης, συμφωνείται ότι τα ασφάλιστρα του παρόντος ασφαλιστηρίου εξοφλούνται σε 1 δόση (εις). Η πρώτη δόση 399,99 θα πληρωθεί αμέσως με την παραλαβή από τον λήπτη ασφάλισης του ασφαλιστηρίου. Η δε επόμενη δόση την 05/05/2015. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν την καταβολή της δόσης». Ο ενάγων στηρίζει τον αγωγικό του ισχυρισμό περί συμφωνίας ετήσιας ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ήτοι έως την 5-5-2015, στη φράση «η δε επόμενη δόση την 05/05/2015. Ωστόσο, πέραν του ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι δόσεις των ασφαλίστρων προκαταβάλλονται σε σχέση με τη χρονική περίοδο στην οποία αντιστοιχούν, όπως, άλλωστε, προκύπτει εν προκειμένω από τον ρητό όρο «Η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν την καταβολή της δόσης», με συνέπεια η δεύτερη εξαμηνιαία δόση, εάν ήθελε υποτεθεί ότι είχε συμφωνηθεί, θα έπρεπε να είναι καταβλητέα στις 5-11-2014, ήτοι στην έναρξη του δεύτερου εξαμήνου ασφαλιστικής κάλυψης και όχι στη λήξη αυτού, στο αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που χορήγησε ο δεύτερος εναγόμενος στον ενάγοντα κατόπιν σχετικού αιτήματός του λόγω απώλειας, δεν περιλαμβάνεται η φράση αυτή. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «…. τα ασφάλιστρα του παρόντος ασφαλιστηρίου εξοφλούνται σε 1 δόση. Η πρώτη δόση των 399,99 θα πληρωθεί αμέσως με την παραλαβή από τον λήπτη ασφάλισης του ασφαλιστηρίου. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν αρχίζει πριν την καταβολή της δόσης». Το συγκεκριμένο χορηγηθέν από το ως άνω πρακτορείο ασφαλειών αντίγραφο αποτελεί ακριβές αντίγραφο του πρωτότυπου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καθώς το είχε διατηρήσει στο αρχείο του το πρακτορείο πριν παραδώσει στον ασφαλισμένο – ενάγοντα το πρωτότυπο συμβόλαιο μαζί με την απόδειξη καταβολής ασφαλίστρων και το πιστοποιητικό ασφάλισης. Ο προαναφερθείς όρος περί καταβολής της επόμενης δόσης στις 5-5-2015, που περιέχεται στο άνω αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που χορηγήθηκε στον ενάγοντα λόγω απώλειας, προστέθηκε μεταγενέστερα στο τηρούμενο ηλεκτρονικό αρχείο της πρώτης εναγομένης από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Μηχανογράφησης αυτής, ενόψει της προετοιμασίας νέου συμβολαίου με έναρξη ασφάλισης στις 5-5-2015, πλην όμως, στις 5-4-2014 που ζητήθηκε από τον ενάγοντα η επανεκτύπωση του πρωτότυπου ασφαλιστηρίου, είχε γίνει ήδη ηλεκτρονικά η άνω προσθήκη, όπως πειστικά και μετά λόγου γνώσεως βεβαιώνει ενόρκως ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης και Προϊστάμενος του Κλάδου Σκαφών αυτής …………. Σε κάθε περίπτωση, η άνω προσθήκη δεν επηρεάζει τα στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου αναφερόμενα βασικά στοιχεία ασφάλισης που σχετίζονται με τη συμφωνηθείσα εξαμηνιαία χρονική της διάρκεια και την καταβολή ολόκληρου του ποσού των συνολικών ασφαλίστρων σε μια δόση κατά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου από τον ασφαλιζόμενο. Άλλωστε, δεν συνάδει με τη λογική ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ήδη στο επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε τεθεί όρος καταβολής ποσού 399,99 ευρώ για την ετήσια ανανέωσή του (Μάιος 2015 – Μάιος 2016) και δη με το χαρακτηρισμό του ποσού αυτού ως «επόμενης δόσης». Επομένως, ο όρος της επίδικης σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης για την εξάμηνη διάρκεια αυτής δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι αφορούσε σε ασφαλιστική κάλυψη ενός έτους κατά την αληθή βούληση των συμβαλλομένων μερών, λαμβάνοντας υπόψη, όπως απαιτεί το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, τόσο τη συνήθη έννοια των χρησιμοποιούμενων όρων όσο και το πλαίσιο της σύμβασης στο οποίο είναι ενταγμένος, αλλά και το εύλογο της ερμηνείας του. Ακόμη, δεν αποδείχθηκε ότι το ποσό των 400,00 ευρώ για ασφάλιστρα του άνω σκάφους αφορά σε ασφάλιστρα ετήσιας διάρκειας, καθόσον, όπως  πειστικά και μετά λόγου γνώσεως βεβαιώνει ενόρκως ο ίδιος άνω μάρτυρας ανταπόδειξης, τα ετήσια ασφάλιστρα που αντιστοιχούν σε σκάφος αξίας 35.000,00 ευρώ για κάλυψη ιδίων ζημιών – απώλειας (Cl. 328) – ζημιές άξονα – προπέλα και κάλυψη αστικής ευθύνης έναντι τρίτων ποσού 800.000,00 ευρώ, ανέρχονται στο ποσό των 500,00 – 550,00 ευρώ (βλ. σχετικά και τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την πρώτη εναγόμενη προσφορές ασφάλισης κλάδου σκαφών υπ’ αριθ. …. και …). Ως δε διευκρινίζει έτι περαιτέρω ο ίδιος άνω μάρτυρας ανταπόδειξης, η συνταχθείσα από τον επίσης συνεργάτη της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστικό πράκτορα …….. υπ’ αριθ. ……./14-3-2014 προσφορά του διαφέρει ως προς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τελικά ασφαλίστηκε το σκάφος του ενάγοντος (δεν προβλέπει ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών προπέλας / ποδιού / άξονα της μηχανής του, το δε ασφαλιζόμενο κεφάλαιο αστικής ευθύνης προς τρίτους ανέρχεται στο ποσό των 540.000,00 ευρώ και όχι σ’ αυτό των 800.000,00 ευρώ για το οποίο ασφαλίστηκε το επίδικο  σκάφος με το επίδικο ασφαλιστήριο). Η ένορκη αυτή βεβαίωση δεν αντικρούεται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, εξ αυτών, που εισφέρθηκαν στη δίκη, κυρίως από τον ενάγοντα, ο οποίος φέρει το δικονομικό βάρος απόδειξης του αγωγικού ισχυρισμού του ότι η συμφωνηθείσα διάρκεια της ασφάλισης δεν ήταν η εξάμηνη που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο, συμπεριλαμβανομένων των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του …….. και …………. (νομίμου εκπροσώπου και υπαλλήλου αντίστοιχα της άνω εταιρίας από τις εγκαταστάσεις της οποίας κλάπηκε το σκάφος του), αφού αυτοί δεν είχαν άμεση εμπλοκή στη διαδικασία της ασφάλισης και στηρίζουν τη γνώση τους για ότι κατέθεσαν σχετικά, αποκλειστικά σε αυτά που τους ανέφερε ο ενάγων. Σε διαφορετική κρίση δεν οδηγεί ούτε το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα υπ’ αριθ. ………./22-7-2014 ασφαλιστήριο της πρώτης εναγομένης για ετήσια ασφάλιση έτερου σκάφους (της εταιρίας «. ……..») αντί μικτών ασφαλίστρων 204,46 ευρώ, ενόψει των διαφορετικών προϋποθέσεων της ασφάλισης αυτής (ασφαλιζόμενο κεφάλαιο 13.500,00 ευρώ για ίδιες ζημιές του σώματος του σκάφους, μη ασφάλιση ζημιών προπέλας, ποδιού και άξονα μηχανής) και μετά και από συνεκτίμηση των λοιπών συγκριτικών στοιχείων που επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη (και δη των υπ’ αριθ. …/1-10-2016, …../11-2-2016 και …./……/1-2-2013 ασφαλιστηρίων συμβολαίων Κλάδου Σκαφών αυτής, τα οποία εμφανίζουν αναλογικά μεγαλύτερα συνολικά ετήσια μικτά ασφάλιστρα απ’ ότι στο επίδικο ασφαλιστήριο). Μετά ταύτα, η πρώτη εναγόμενη δεν υποχρεούται από τη σύμβαση στην καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης στον ενάγοντα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση και με παρόμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται κατ’ άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ. με αυτήν της παρούσας, απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του ενάγοντος ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου ως αβασίμου του πρώτου λόγου της Α έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, σε σχέση με τη συρρέουσα αδικοπρακτική βάση της αγωγής και τη σχετική ευθύνη αρχικά της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή, διά των προστηθέντων της, ενήργησε κατά τρόπο καταχρηστικό, αντίθετο προς τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, καθόσον η αναγραφείσα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο χρονική διάρκεια ισχύος του ήταν η πράγματι συμφωνηθείσα, ουδέποτε δε διαβεβαίωσαν υπάλληλοι της πρώτης εναγόμενης τον ενάγοντα ότι θα του καταβαλλόταν η αιτούμενη ασφαλιστική αποζημίωση. Το προς αυτόν από 3-4-2015 ενημερωτικό – διαβιβαστικό έγγραφο της υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης ……………., με το οποίο του εστάλη συνημμένη, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προς συμπλήρωση, υπογραφή και επιστροφή προς αυτή, κενή έντυπη αίτησης δήλωσης ζημίας και ενημερώθηκε για έτερο έγγραφο που για τυπικούς λόγους έπρεπε να συνοδεύει την αίτησή του (αντίγραφο βιβλίου συμβάντων αστυνομίας για το περιστατικό της κλοπής), δεν περιέχει, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του, τέτοια διαβεβαίωση, αφού με αυτό δεν αναλαμβάνεται καμία δέσμευση από την πρώτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία για καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης για την κλοπή του σκάφους του. Αντίθετα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και δη στις 7-4-2015, όπως προαναφέρθηκε, ο ενάγων έλαβε αρνητική απάντηση στο αίτημα καταβολής αποζημίωσης, έκτοτε δε δεν όχλησε εκ νέου την πρώτη εναγόμενη, λ.χ. με εξώδικη διαμαρτυρία, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι αποτελεί πάγια πολιτική της πρώτης εναγόμενης εταιρίας ή οποιοσδήποτε άλλης ασφαλιστικής εταιρίας να ενημερώνει τους ασφαλισμένους πελάτες της και δη στον κλάδο ασφάλισης σκαφών, ότι επίκειται η λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου τους, προκειμένου να το ανανεώσουν, ούτε επιβάλλεται τέτοια ενημέρωση με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Σε άλλη άποψη δεν δύναται να οδηγήσουν οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ……….. και …………, αφού με αυτές δεν εισφέρεται και μάλιστα τεκμηριωμένα κάτι αντίθετο, ενώ  αντικρούονται πειστικά από τις ένορκες βεβαιώσεις του μάρτυρος απόδειξης ……………., σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Επομένως, η συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης διά των προστηθέντων υπαλλήλων της υπήρξε εξαρχής συνεπής, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα κοινωνικής δραστηριότητάς της, όπως, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με παρόμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του ενάγοντος, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε αδικοπρακτική ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου ασφαλιστικού πράκτορα, ο οποίος, εξάλλου, ουδέποτε συνεβλήθη ατομικά με τον ενάγοντα, ούτε, όμως, αποδείχθηκε ότι είναι προστηθείς της πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απευθύνθηκε στο πρακτορείο ασφαλειών που διατηρεί η οικογένεια …. (…., …. και ….) υπό μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και ήλθε σε επαφή με έναν εκ των διευθυντών και γιο του δεύτερου εναγόμενου ………….. Η εντολή που του έδωσε ήταν για ασφαλιστήριο συμβόλαιο έξι μηνών, ήτοι για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το σκάφος του θα ήταν σε κίνηση, έλαβε δε τις σχετικές πληροφορίες. Η συμφωνία αυτή αποτυπώθηκε στην προαναφερθείσα αίτηση ασφάλισης, την οποία διαβίβασε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία ο έτερος γιος του δεύτερου εναγόμενου, Ευάγγελος, με τη χειρόγραφη σημείωση «εξάμηνο» (βλ. χαρακτηριστικά περί τούτου τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης ………. και ……….., οι οποίες βασίζονται σε άμεση γνώση αυτών). Το επικαλούμενο με την αγωγή από 26-4-2014 μήνυμα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) του ενάγοντος προς τον δεύτερο εναγόμενο, με το περιεχόμενο «παρακαλώ να ασφαλιστεί δωδεκάμηνο, όπως συμφωνήσαμε με τον …….. Η ασφάλεια ενεργή από 1-5-2014», δεν προσκομίστηκε προς απόδειξη του σχετικού ισχυρισμού. Τέλος, σε κανένα χρονικό στάδιο, ούτε πριν την κατάρτιση του ασφαλιστήριου συμβολαίου ούτε μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και μέχρι τις 7-4-2015, οπότε η πρώτη εναγόμενη αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, υπήρξε εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου οποιαδήποτε διαβεβαίωση περί καταβολής της και δη επειδή «λόγω τυπικού εκ παραδρομής σφάλματος» είχε αναγραφεί εξάμηνη διάρκεια ισχύος της σύμβασης ασφάλισης, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την αγωγή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, κατέληξε στην ίδια κρίση περί των ανωτέρω και με παρόμοια αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι ο δεύτερος εναγόμενος ασφαλιστικός πράκτορας συμβλήθηκε μαζί του, ότι ενήργησε ως προστηθείς της πρώτης εναγομένης και ότι συντρέχει ατομική αδικοπρακτική ευθύνη του, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου  έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η Α έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να επιβληθούν σε βάρος του ηττώμενου εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νομίμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 183 εδάφ. α’ και 191 παρ.  2 Κ.Πολ.Δ), οριζόμενα χωριστά για έκαστο εξ αυτών, για την ταυτότητα του λόγου που αυτό κρίθηκε επιβεβλημένο και για τους εφεσίβλητους στη Β έφεση. Τέλος, εφόσον η Α έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, όπως προκύπτει από το με κωδικό ………….. e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της άνω έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές και τις απορρίπτει κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα σε κάθε έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ για κάθε εφεσίβλητο. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των αναφερομένων στο σκεπτικό παραβόλων άσκησης των Α και Β εφέσεων, ποσού εκατό (100,00) ευρώ εκάστου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ