Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 750/2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε με βάση ιδιωτικό συμφωνητικό. Αιτιώδης αναγνώριση χρέους.

Εκπροσώπηση εταιρείας INC του δικαίου των Νήσων Μάρσαλ, πλοιοκτήτριας πλοίου με παναμαϊκή σημαία που το διαχειρίζεται εταιρεία της Λιβερίας εγκατεστημένη στην ημεδαπή βάσει των Ν. 378/1968, 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013 .  Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει εκκαλουμένη. Απορρίπτει ανακοπή. Επικυρώνει Διαταγή Πληρωμής. Συμψηφίζει έξοδα αμφοτέρων βαθμών.

 

Αριθμός Αποφάσεως  750/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

      Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Δικαστηρίου και τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

          Ι. Η  υπό κρίση από 20-2-2018 έφεση (……..) του καθού η ανακοπή και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ΄αριθ.  376/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της συνεκαλουμένης (513 παρ. 2 ΚΠολΔ) μη οριστικής υπ’ αριθ. 1667/2017 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, που δίκασε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (614 επ. ΚΠολΔ), την από 9-12-2016 (………….) ανακοπή της ήδη εφεσίβλητης, κατά της υπ’ αριθ. 380/2016 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις  22-01-2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας Σ.Ε. επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος αντιγράφου αυτής. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της  (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την υπ’ αριθ. 380/2016 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς υποχρεώθηκε η ήδη εφεσίβλητη να καταβάλει στον εκκαλούντα το ισόποσο των 180.000 δολλαρίων ΗΠΑ σε ευρώ σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία κατά την ημέρα πληρωμής, νομιμοτόκως από 11-1-2016, με βάση τα ακόλουθα έγγραφα: α) το νομίμως χαρτοσημασμένο από 15-10-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του καθού η ανακοπή (ήδη εκκαλούντος) και του ………… υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως Προέδρου και Διευθυντή της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης εταιρείας, που εδρεύει στις ………., σύμφωνα με το οποίο, η εν λόγω εταιρεία ως πλοιοκτήτρια του τάνκερ M/T C.Α. αναγνώρισε χρέος της ύψους 180.000 ευρώ, οφειλόμενο στον ήδη εκκαλούντα ως αμοιβή του για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που της παρείχε κατά την αγορά του πλοίου αυτού και β) την από 15-10-2015 βεβαίωση εκπροσωπήσεως (certificate of incumbency), στην οποία  αναφέρεται ότι Διευθυντές και Αξιωματούχοι της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας είχαν διοριστεί οι ……….., ως Πρόεδρος/Διευθυντής,  ………., ως Αντιπρόεδρος/Διευθυντής, και  ……….., ως Γραμματέας/ Ταμίας/Διευθυντής και ότι «η εταιρία εκπροσωπείται αποκλειστικά με πλήρη δύναμη και εξουσία από τον Πρόεδρο ……….». Η εκκαλουμένη, κατ’ αποδοχή, με βάση τη νομοθεσία των Νήσων Μάρσαλ, του πρώτου λόγου της ανωτέρω ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίσθηκε ότι δεν δεσμεύεται από το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό διότι ο υπογράφων αυτό ……….. δεν είχε την εξουσία εκπροσωπήσεώς της καθόσον αυτή εκπροσωπείται από Τριμελές Διοικητικό Συμβούλιο, ακύρωσε την υπ΄αριθ. 380/2016 Διαταγή Πληρωμής και καταδίκασε τον καθού και ήδη εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης ύψους 4.450 ευρώ, χωρίς να εξετάσει τους υπόλοιπους δύο λόγους της ανακοπής, οι οποίοι αναφέρονταν στο ουσία βάσιμο της απαιτήσεως. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η ανακοπή και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη Διαταγή Πληρωμής.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”. Όμως, αυτό δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α., συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2893/1954), β) εταιριών συσταθεισών σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα τους (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Σημειωτέον ότι η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ξένη σημαία, κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιριών εγκατεστημένων στην ημεδαπή δυνάμει αδείας χορηγουμένης με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ίδια (ανωτέρω υπό στοιχείο γ’) εξαίρεση (άρθρα 1 του ν. 791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του ν. 2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται η καταστατική έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεών τους (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 186/2008 ΕΝΔ 36.204, ΑΠ 40/2010 – “Νόμος”,  ΑΠ 1699/2016, – “Νόμος”).

  1. IV. Α. Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει, όμως, ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων, δεσμευτικά για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή με την έννοια του άρθρου 361 ΑΚ , η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 του ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με εκείνη, κατ` αρχήν άτυπα, και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θελήσουν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μίας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία. Εάν δε σκοπός της αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 1017/2010, ΑΠ 678/2010-“Νόμος”, ΑΠ 232/2009, EφΠειρ 153/2011- “Νόμος”).                                                              Β. Από τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ προκύπτει ότι για την ερμηνεία των συμβάσεων με βάση τους προβλεπόμενους στα άρθρα αυτά ερμηνευτικούς κανόνες, δηλαδή εκείνον της αναζητήσεως της αληθινής βουλήσεως των συμβαλλομένων χωρίς προσήλωση στις λέξεις και εκείνον της εφαρμογής των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, που δεν απαιτείται να αναλύονται και να εξειδικεύονται από το δικαστήριο (ΑΠ 1229/1996 ΕλΔ 1997.1079), προϋποτίθεται ότι ο ερμηνευτής και άρα το δικαστήριο της ουσίας, άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς, διαπιστώνει κενό ή ασάφεια και, επομένως, αμφίβολο σημείο στη σύμβαση (ΑΠ 1365/2008, ΑΠ 1279/2008, ΑΠ 846/2008, ΑΠ 534/2008 & ΑΠ 79/2007 – “Νόμος”, ΑΠ 737/2001 ΕλΔ 2002.725, ΑΠ 1390/1999 ΕλΔ 2000.703, ΑΠ 1462/1998 ΕλΔ 1999.786), ενώ η ανωτέρω διαπίστωση του δικαστηρίου και η προσφυγή στις προαναφερθείσες διατάξεις γίνεται απ` αυτό χωρίς πρόταση των διαδίκων (ΑΠ 1561/2004 ο.π.). Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που επιβάλλεται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας (ΑΠ 274/2008 ο.π.). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσεως, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως, εκείνου το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, τη φύση της συμβάσεως και προπαντός την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων (ΑΠ 329/2006 ΕλΔ 2006.783, ΑΠ 678/1996 ΕλΔ 1998.552, EφΠειρ 153/2011- “Νόμος”).
  2. V.  Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ιδρύθηκε με την από 23-10-2014 Συστατική Πράξη, σύμφωνα με τον Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρίες των Νήσων Μάρσαλ 1990 (Business Corporations Act of the Republic of the Marshall Islands 1990), Διευθυντές δε και Αξιωματούχοι αυτής διορίστηκαν από την ίδρυσή της και διατήρησαν αυτή την ιδιότητα τουλάχιστον μέχρι  και το έτος 2017 οι : α) ………, ως Πρόεδρος-Διευθυντής, β) ………, ως Αντιπρόεδρος-Διευθυντής, και γ) ……….., ως Γραμματέας- Ταμίας-Διευθυντής, οι οποίοι αποτελούσαν το Διοικητικό της Συμβούλιο. Η ανακόπτουσα, κατά το χρόνο εκδόσεως της ανακοπτομένης Διαταγής Πληρωμής και της συνάψεως του συμφωνητικού βάσει του οποίου αυτή εξεδόθη, ήταν πλοιοκτήτρια του υπό ξένη (παναμαϊκή) σημαία δεξαμενόπλοιου «C.Α.», τη διαχείρισή του οποίου ασκούσε η μη διάδικος στην παρούσα δίκη αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…….. S.A.», που εδρεύει στη ………, και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην ημεδαπή με την υπ’ αριθ. 1241.2758/23055/24-01-1995 κοινή Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 8/ΤΑΠΣ/06-02-1995 και 155/ΤΑΠΣ/02-08-2005), σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν.89/1967, Ν. 378/1968, 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013. Επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙΙ σκέψη, εφαρμοστέο δίκαιο για τα ζητήματα που ρυθμίζουν την ίδρυση της ανακόπτουσας εταιρείας, που εδρεύει στις ……., την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων της είναι αυτό της καταστατικής έδρας της, δηλαδή το Δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη και εφάρμοσε το δίκαιο αυτό κατά την εξέταση του πρώτου λόγου της ανακοπής, ζήτημα για το οποίο, εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος εφέσεως. Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την υπ’ αριθ. πρωτ. 272/9-10-2017 “Νομική Πληροφορία” του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που δόθηκε σε εκτέλεση της συνεκαλουμένης 1667/2017 μη οριστικής αποφάσεως, την από 9-11-2017 γνωμοδότηση του δικηγόρου στη Δημοκρατία των Νήσων  Μάρσαλ ………. (προσκομίζεται σε νόμιμη μετάφραση) και τον από 24-10-2014 εσωτερικό κανονισμό της εφεσίβλητης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Τα ζητήματα τα σχετικά με την εταιρεία με τον εταιρικό τύπο «INC», τον οποίο φέρει η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη, ρυθμίζονται στη Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ από το Νόμο περί Εμπορικών Εταιριών του 1990 (νμΝΕΕ), όπως αυτός τροποποιήθηκε, ο οποίος περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 52 του Αναθεωρημένου Κώδικα των Νήσων Μάρσαλ του 2014. Για την ερμηνεία και εφαρμογή του εν λόγω νόμου, η §13 νμΝΕΕ παραπέμπει ρητά στη νομοθεσία και νομολογία της Πολιτείας Ντέλαγουερ (State of Delaware) και των άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, ως εξής: «§13 νμΝΕΕ – Ερμηνεία – υιοθέτηση του εταιρικού δικαίου των Ηνωμένων Πολιτειών – Ο Νόμος αυτός θα εφαρμόζεται και θα ερμηνεύεται έτσι ώστε να καθιστά τους νόμους της Δημοκρατίας, σε σχέση με το εν λόγω θέμα, ομοιόμορφους με τους νόμους της Πολιτείας Ντέλαγουερ και άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με ουσιώδεις όμοιες διατάξεις. Στο μέτρο που δεν έρχεται σε σύγκρουση με οποιαδήποτε άλλη διάταξη του Νόμου αυτού, το μη θεσπισμένο δίκαιο της Πολιτείας του Ντέλαγουερ και εκείνων των άλλων Πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με ουσιώδεις όμοιες νομοθετικές διατάξεις δηλώνεται με την παρούσα (διάταξη) ότι είναι, και υιοθετείται με την παρούσα (διάταξη), ως νόμος της Δημοκρατίας, με την προϋπόθεση όμως, ότι η παράγραφος αυτή δεν θα εφαρμόζεται στις εγχώριες εταιρείες που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα εντός των Νήσων Μάρσαλ (resident domestic corporations)». O εταιρικός τύπος «ΙΝC», ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά του, καθώς και τον τρόπο σύστασης και λειτουργίας του, προσιδιάζει προς τις ανώνυμες εταιρίες του ελληνικού δικαίου, με περισσότερη ευελιξία ως προς τη σύσταση και τον τρόπο λήψης αποφάσεων των οργάνων της. Περαιτέρω, η §48 νμΝΕΕ υπό τον τίτλο «Διαχείριση των εργασιών της εταιρίας» ορίζει τα εξής: «Με την επιφύλαξη των περιορισμών του καταστατικού (articles of incorporation) και του Νόμου αυτού ως προς την πράξη – ενέργεια που εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται (για την οποία απαιτείται εξουσιοδότηση ή έγκριση) από τους μετόχους, όλες οι εταιρικές εξουσίες ασκούνται από ή υπό την επίβλεψη και η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι υποθέσεις κάθε εταιρίας διευθύνονται από ένα διοικητικό συμβούλιο. Επίσης, η §62 νμΝΕΕ υπό τον τίτλο «Αξιωματούχοι» ορίζει τα εξής: (1) Διορισμός. Κάθε εταιρία έχει Γραμματέα και μπορεί να έχει τους αξιωματούχους, με όποιους τίτλους και να ονομάζονται, όπως προβλέπεται στο καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό. Οι εν λόγω αξιωματούχοι διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο ή με τον τρόπο που ορίζεται από το καταστατικό ή τον εσωτερικό κανονισμό…(8). Καθήκοντα. Όλοι οι αξιωματούχοι μεταξύ τους και με την εταιρία έχουν την εξουσία και εκτελούν τα καθήκοντα σε σχέση με τη διαχείριση της εταιρίας, όπως μπορεί να προβλέπεται στον εσωτερικό κανονισμό ή –στο βαθμό που δεν προβλέπεται- από το διοικητικό συμβούλιο…» Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η εταιρία τύπου «ΙΝC» μπορεί να ορίζει με το καταστατικό της, με τον εσωτερικό κανονισμό της (bylaws) ή με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, που συνάδει με τον εσωτερικό κανονισμό, τους τίτλους (π.χ. Πρόεδρος, Διευθυντής, Διευθύνων Σύμβουλος) και τα καθήκοντα των αξιωματούχων της, στα οποία περιλαμβάνεται και η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρίας. Με μοναδική εξαίρεση την υποχρέωση της εταιρίας να έχει Γραμματέα, το ως άνω νομοθέτημα δε ρυθμίζει την εξουσία εκπροσώπησης και τα καθήκοντα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνοντος Συμβούλου, αλλά παραπέμπει για τη ρύθμισή τους στον εσωτερικό κανονισμό της εταιρίας ή την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Εκτός από τον εσωτερικό κανονισμό και την εξουσιοδότηση του διοικητικού συμβουλίου, οι αξιωματούχοι έχουν σχετικά περιορισμένη ενδογενή (inherent) ή κατά τεκμήριο (presumptive) εξουσία. Από τη νομολογία των Δικαστηρίων της Πολιτείας του Ντελαγουέρ γίνεται δεκτό ότι το αξίωμα καθεαυτό απονέμει στον Πρόεδρο την αναγκαία εξουσία να καταρτίζει συμβάσεις που αφορούν στη συνήθη και κανονική λειτουργία της επιχείρησης, οι εξουσίες όμως αυτές είναι περιορισμένες, έτσι ώστε ο Πρόεδρος να μη δύναται, ως εκ της θέσεώς του, να δεσμεύσει την εταιρία σε ασυνήθη ή έκτακτη σύμβαση ή συναλλαγή. A fortiori, παρόμοιοι περιορισμοί περιορίζουν την εξουσία και των άλλων αξιωματούχων. Αλλά αν ένας αξιωματούχος είναι επίσης και γενικός διευθυντής – διευθύνων σύμβουλος, γίνεται δεκτό ότι αυτός κατέχει τις εξουσίες εκείνες του κοινοδικαίου (common law) της θέσης αυτής, που είναι αισθητά ευρύτερες από τις ενδογενείς εξουσίες του Προέδρου ή άλλου αξιωματούχου. Ωστόσο, ακόμη και ένας γενικός διευθυντής – διευθύνων σύμβουλος στερείται της εξουσίας να προβεί σε μία ασυνήθη και έκτακτη σύμβαση. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό από τη νομολογία, ότι μία συναλλαγή από έναν μη εξουσιοδοτημένο αξιωματούχο, εκτός της ενδογενούς ή κατά τεκμήριο εξουσίας του, μπορεί μολαταύτα να γίνει αποδεκτή έναντι του τρίτου, αν ήταν εντός της εμφανούς εξουσίας του ή αν εγκρίθηκε από το διοικητικό συμβούλιο ή αν η εταιρία έκανε αποδεκτά και κράτησε τα οφέλη από τη σύμβαση που καταρτίσθηκε από ένα μη εξουσιοδοτημένο στέλεχος ή αν η εταιρία εμποδίστηκε να αρνηθεί την εξουσία του αξιωματούχου. Σε γενικές γραμμές, οι καλόπιστοι τρίτοι που συναλλάχθηκαν με τους αξιωματούχους πιστεύοντας όχι μόνο στην εμφανή αλλά και στην πραγματική τους εξουσία να ενεργούν για λογαριασμό της εταιρίας δεν τιμωρούνται για το παράλογο ή την εξαπάτηση των αξιωματούχων της εταιρίας στη διοίκηση των εσωτερικών της υποθέσεων. Περαιτέρω, με τον από 24-10-2014 Εσωτερικό Κανονισμό της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης (προσκομίζεται με επίκληση από τους διαδίκους σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική) , προβλέπονται –μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα: «Άρθρο ΙΙΙ – Διευθυντές – Παράγραφος 1.- Αριθμός: Τα θέματα, οι επιχειρησιακές εργασίες και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον ένα Διευθυντή. Μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτόν τον εσωτερικό κανονισμό, ο αριθμός των Διευθυντών μπορεί να αποφασίζεται είτε από την ψήφο της πλειοψηφίας του συνόλου του Συμβουλίου είτε από την ψήφο των μετόχων. Οι Διευθυντές δεν είναι αναγκαίο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ ή μέτοχοι της εταιρείας. Εταιρείες είναι δυνατόν στο βαθμό που επιτρέπεται από το νόμο να εκλέγονται Διευθυντές…Άρθρο V – Αξιωματούχοι – Παράγραφος 1.- Αριθμός και Διορισμός: Το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα προβαίνει σε διορισμό αξιωματούχου ή αξιωματούχων ή ενός Διαχειριστικού Διευθυντή, ή σε όποιο διορισμό θεωρείται αναγκαίος για την εξυπηρέτηση των εταιρικών σκοπών. Συγκεκριμένα και χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα του προηγούμενου, το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα μπορεί να διορίζει έναν Πρόεδρο ή/και Αντιπρόεδρο ή/και Γραμματέα ή/και Ταμία ή έναν Διαχειριστικό Διευθυντή και Γραμματέα, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπροσθέτως το Διοικητικό Συμβούλιο θα μπορεί να διορίζει όποιον άλλο τέτοιο αξιωματούχο θεωρεί αναγκαίο. Οι αξιωματούχοι μπορεί να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας και δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτοικοι των Νήσων Μάρσαλ και μπορούν αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι Διευθυντές. Οι αξιωματούχοι των εταιρειών θα είναι φυσικά πρόσωπα με εξαίρεση τον Γραμματέα, ο οποίος μπορεί να είναι εταιρική οντότητα. Το ίδιο φυσικό πρόσωπο μπορεί να κατέχει οποιαδήποτε δύο ή περισσότερα αξιώματα…Παράγραφος 2.- Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής: Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διαχείριση των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός εάν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα έχει τέτοιες άλλες εξουσίες και θα εκτελεί όποια τέτοια καθήκοντα που μπορεί να έχουν εκχωρηθεί σ’ αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο…Παράγραφος 3.-Αντιπρόεδρος: Κατά τη διάρκεια της απουσίας ή ανικανότητας του Προέδρου να παράσχει και να εκτελέσει τις εξουσίες του, όπως ορίζονται στον παρόντα εσωτερικό κανονισμό ή στη νομοθεσία υπό την οποία η Εταιρεία έχει οργανωθεί, κάθε Αντιπρόεδρος της εταιρείας θα μπορεί να εκτελεί όποια καθήκοντα του απονέμονται από τον Πρόεδρο ή το Διοικητικό Συμβούλιο και όταν έτσι λειτουργεί θα έχει όλες τις εξουσίες και θα υπόκειται σε όλες τις ευθύνες που με το παρόν αποδίδονται ή επιβάλλονται σε τέτοιο Πρόεδρο…Παράγραφος 4.- Ταμίας: Ο Διαχειριστικός Διευθυντής ή αν δεν υπάρχει Διαχειριστικός Διευθυντής, ο Ταμίας θα έχει τη γενική επίβλεψη επί της φροντίδας και επιμέλειας των κεφαλαίων των κινητών αξιών και κάθε άλλου τιμαλφούς της εταιρίας και θα τα καταθέτει αυτά ή θα προκαλεί την κατάθεσή τους στο όνομα της εταιρίας σε τέτοιους παρακαταθέτες, όπως το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να υποδεικνύει, θα εκταμιεύει τα κεφάλαια της εταιρίας, όπως μπορεί να διαταχθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο, θα έχει την επίβλεψη επί όλων των λογαριασμών, όλων των αποδείξεων και εξόδων της εταιρείας, θα αποδίδει, όποτε ζητείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας ή θα προκαλεί την απόδοσή τους, θα έχει την εξουσία και θα εκτελεί τα καθήκοντα που συνήθως συνδέονται με το αξίωμα του Ταμία, και θα έχει κάθε άλλου είδους τέτοιες εξουσίες και θα εκτελεί κάθε άλλου είδους τέτοια καθήκοντα, που μπορεί να του ανατεθούν από το Διοικητικό Συμβούλιο, τον Διαχειριστικό Διευθυντή ή τον Πρόεδρο. Παράγραφος 5.-Γραμματέας: Ο Γραμματέας θα ενεργεί ως γραμματέας σε όλες τις συνελεύσεις των μετόχων και του Διοικητικού Συμβουλίου, στις οποίες παρίσταται και θα έχει την επίβλεψη στην παράδοση και επίδοση ειδοποιήσεων της εταιρείας, θα φυλάττει όλα τα εταιρικά έγγραφα και την εταιρική σφραγίδα της εταιρείας, θα έχει την εξουσία να θέτει την εταιρική σφραγίδα σε αυτά τα έγγραφα, των οποίων η εκτέλεση για λογαριασμό της εταιρείας υπό την εταιρική σφραγίδα έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί και όταν γίνεται με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βεβαιώνει τα ανωτέρω και θα έχει την εξουσία να εκτελεί όποια καθήκοντα μπορεί να εκχωρηθούν σε αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο, τους Διαχειριστικούς Διευθυντές ή από τον Πρόεδρο…». Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρεται, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης είχε νομίμως διορισθεί ο ……….. από τις 24-10-2014 έως τουλάχιστον και το έτος 2017. Το ένδικο συμφωνητικό με βάση το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτομένη Διαταγή Πληρωμής φέρει ημερομηνία 15-10-2015, συνεπώς ο υπογράφων αυτό για λογαριασμό της ανακόπτουσας και υπό την εταιρική σφραγίδα, ……….., είχε κατά την ανωτέρω ημερομηνία την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος συμβούλου της ανακόπτουσας. Ειδικότερη απόφαση του προαναφερόμενου τριμελούς διοικητικού συμβουλίου της ανακόπτουσας που να περιορίζει τις εξουσίες εκπροσωπήσεως του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου ΙΙΙ του ανωτέρω εσωτερικού κανονισμού της ανακόπτουσας δεν υφίσταται ούτε άλλωστε επικαλείται κάτι τέτοιο η ανακόπτουσα.  Στο εν λόγω συμφωνητικό, το οποίο υπογράφουν ο εκκαλών και  ο προαναφερόμενος Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος της εφεσίβλητης συμφωνήθηκαν μεταξύ άλλων επί λέξει τα ακόλουθα: “ …συμφωνούμε τα εξής αναφορικά με την υφιστάμενη και εκκαθαρισμένη οφειλή στον ……….. της αποκλειστικών συμφερόντων μας εταιρείας …….. [διαχειρίστριας του τάνκερ Μ/Τ C.Α. , ιδιοκτησίας της πρώτης από εμάς] ύψους 180.000 US$ εκ της συμφωνηθείσας αμοιβής του για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που παρείχε για να καταστεί δυνατή η αγορά του εν λόγω πλοίου: 1. Η οφειλόμενη αυτή αμοιβή (180.000 US$) θα καταβληθεί στον …….. από την πρώτη από εμάς ………. η οποία αναγνωρίζει την οφειλή αυτή και αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση καταβολής της σ’ αυτόν, στο σύνολό της, το αργότερο μέχρι τις 10-1-2016…” Συμφωνήθηκε επίσης ότι “Για οποιαδήποτε διαφορά από το παρόν συμφωνητικό αρμόδια συμφωνούνται τα δικαστήρια του Πειραιά και εφαρμοστέο το Ελληνικό Δίκαιο”. Σύμφωνα με την από  23-10-2014 συστατική πράξη της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης (προσκομίζεται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική), σκοπός της παραπάνω εταιρίας, σύμφωνα με το άρθρο Β, είναι “να εμπλέκεται σε οποιαδήποτε νόμιμη πράξη ή δραστηριότητα για τις οποίες οι εταιρείες δύνανται σήμερα ή στο μέλλον να οργανώνονται υπό τον Νόμο για τις Εμπορικές Εταιρείες των Νήσων Μάρσαλ, και χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να περιορίζεται η γενικότητα των παρακάτω, η Εταιρεία θα διαθέτει όλες τις ειδικές δυνατότητες που ορίζονται στο άρθρο 15 του Νόμου για τις Εμπορικές Εταιρείες, και συγκεκριμένα:  “1) Να αγοράζει (…) μηχανοκίνητα πλοία, δεξαμενόπλοια (…) 10) “ (…) κατά καιρούς, δίχως όριο αναφορικά με τα ποσά, να αναλαμβάνει, δημιουργεί, αποδέχεται, εγκρίνει, εκτελεί και εκδίδει γραμμάτια, αξιόγραφα, ομόλογα, χρεόγραφα και άλλα προς διαπραγμάτευση ή όχι αντικείμενα και αποδεικτικά χρέους και να διασφαλίζει τις πληρωμές αυτών και των συμπαρομαρτούντων τόκων (…)”  Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ιδρύθηκε από τα προαναφερόμενα μέλη του Διοικητικού της Συμβουλίου, στις 23-10-2014, με σκοπό να αποκτήσει η εταιρεία αυτή την πλοιοκτησία του υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιου M.Y A.. Το πλοίο αυτό συμφωνήθηκε να αγοράσει η ανωτέρω εταιρεία αντί τιμήματος 9.400.000 δολλαρίων ΗΠΑ από την εταιρεία ……., βάσει του από 20-12-2014 μνημόνιου συμφωνίας (Memorandum of Agreement, στο εξής ΜΟΑ). Στις διαπραγματεύσεις για τους όρους αγοράς του εν λόγω πλοίου συμμετείχε ο εφεσίβλητος, ο οποίος, στις 11-11-2014, υπέγραψε με τους μετόχους της μετέπειτα διαχειρίστριας του εν λόγω πλοίου εταιρείας που προαναφέρεται (……..) χειρόγραφο σημείωμα (βλ. προσκομιζόμενο),  στο οποίο  συμφωνήθηκε ως αμοιβή του εφεσίβλητου για τις ανωτέρω υπηρεσίες ποσό 180.000 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέο τμηματικά και δη 40.000 δολλάρια ΗΠΑ με την υπογραφή του ΜΟΑ και μετέπειτα σε δόσεις των 25.000 δολλαρίων. Το εν λόγω χειρόγραφο σημείωμα φέρει τις υπογραφές μεταξύ άλλων του προαναφερόμενου Γραμματέα της ανακόπτουσας ……… καθώς και του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής ………., όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών και δεν αρνείται η εφεσίβλητη. Μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας ήταν α) ο ………, Πρόεδρος-Διευθυντής, β) ο …….. Ταμίας- Διευθυντής και γ) ο ……… Γραμματέας-Διευθυντής, ο οποίος είναι υιός του πρώτου. Συνεπώς, πρόδηλον καθίσταται ότι αυτή ανήκει στον ίδιο όμιλο συμφερόντων με την ανακόπτουσα, καθώς δύο από τα τρία μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής (που υπογράφουν το ανωτέρω χειρόγραφο σημείωμα) είναι τα ίδια με αυτά του Διοικητικού Συμβουλίου της ανακόπτουσας, το δε τρίτο μέλος είναι υιός του πρώτου. Την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύει το γεγονός ότι στους ναυτιλιακούς κύκλους του Πειραιά, αποτελεί πασίδηλο το ότι οι βάσει των ανωτέρω νόμων εγκατεστημένες στην ημεδαπή αλλοδαπές εταιρείες, διαχειρίστριες πλοίων των οποίων η πλοιοκτησία ανήκει σε αλλοδαπές και συνήθως υπεράκτιες εταιρείες, εντάσσονται στον ίδιο όμιλο οικονομικών συμφερόντων με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, των οποίων τα πλοία διαχειρίζονται. Τελικά, το προαναφερόμενο πλοίο αγοράστηκε από την ανακόπτουσα και μετονομάστηκε σε C.A. υπό σημαία ……., μάλιστα για την αγορά του η ανακόπτουσα αιτήθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος δάνειο ύψους 5.170.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Επομένως και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο ………., με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανακόπτουσας είχε τη γενική διαχείριση και διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρείας μεταξύ των οποίων ήταν (βλ. ανωτέρω άρθρο 10 του καταστατικού) η εξουσία να αναγνωρίζει τις οφειλές της και να εκδίδει αντίστοιχα αποδεικτικά έγγραφα, χωρίς ως προς την εξουσία αυτή να προβλέπεται ειδικός περιορισμός από το καταστατικό ούτε να απαιτείται προηγούμενη εξουσιοδότηση ή έγκριση από τους μετόχους. Κατά την υπογραφή δε του από  15-10-2015 συμφωνητικού δεν υπήρχε απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανακόπτουσας που να περιορίζει την ανωτέρω εξουσία του Διευθύνοντος Συμβούλου κι επομένως, νομίμως αυτός εκπροσώπησε με την ανωτέρω ιδιότητά του την ανακόπτουσα κατά την υπογραφή του εν λόγω συμφωνητικού και δέσμευσε αυτή θέτοντας την υπογραφή του υπό την εταιρική σφραγίδα.  Το χρέος που αναγνωρίστηκε με αυτό το συμφωνητικό αφορά δραστηριότητα της ανακόπτουσας εταιρείας απολύτως εντασσόμενη στους καταστατικούς σκοπούς αυτής, δεν τη δεσμεύει υπέρμετρα ούτε αποτελεί ασυνήθιστη και έκτακτη σύμβαση, αφού συνδέεται άμεσα με την επίτευξη του εταιρικού της σκοπού (αγορά του πλοίου).  Η σύμβαση δε αυτή φέρει, κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, τον χαρακτήρα της αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχείο ΙV.Α, όπως σαφώς συνάγεται από το περιεχόμενό της ,  ερμηνευόμενο σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όπως οι έννοιες αυτές αναλύονται ανωτέρω υπό στοιχείο ΙV.Β. Τούτο διότι με την εν λόγω σύμβαση αναγνώρισε η ανακόπτουσα το χρέος που η ίδια ως κυρία του ανωτέρω πλοίου είχε έναντι του ατόμου (εφεσίβλητου) που μεσολάβησε  για την αγορά του και συμμετείχε στις σχετικές διαπραγματεύσεις, ανεξαρτήτως του ότι στις διαπραγματεύσεις αυτές φαίνεται ότι συμμετείχε και η προαναφερόμενη μετέπειτα διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου αυτού, η οποία εξάλλου, όπως προαναφέρεται, διοικείται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα με την ανακόπτουσα. Η εν λόγω σύμβαση αιτιώδους αναγνωρίσεως χρέους δημιουργεί αυτοτελή ενοχή της ανακόπτουσας εταιρείας, ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (βλ. υπό στοιχείο IV.A), καθόσον από το περιεχόμενό της πρόδηλον καθίσταται ότι η βούληση των συμβαλλομένων ήταν να καταβάλει η εταιρεία στον αντισυμβαλλόμενό της την οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αμοιβή του.  Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι ο …….. δεν ενήργησε κατά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού εντός της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, αυτό δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί, σύμφωνα με το προαναφερόμενο εφαρμοστέο  αλλοδαπό δίκαιο, κατά του καλόπιστου τρίτου που συναλλάχθηκε μαζί του και δη κατά του εκκαλούντος, καθόσον, στην προκειμένη περίπτωση, ο ……….. ενήργησε εντός της εμφανούς εξουσίας του και συνεπώς εύλογα ο εκκαλών είχε την  πεποίθηση ότι ο ……….. εκπροσωπούσε και δέσμευε την εταιρεία (ανακόπτουσα) με την τεθείσα υπό την εταιρική σφραγίδα υπογραφή του με την ανωτέρω ιδιότητά του αφού, με την ιδιότητα αυτή (Πρόεδρος/Διευθυντής),  αναγραφόταν ο τελευταίος τόσο στο καταστατικό και τον εσωτερικό κανονισμό της ανακόπτουσας όσο και στη βεβαίωση εκπροσωπήσεως αυτής με ημερομηνία 15-10-2015 (η οποία συνόδευε την αίτηση για την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής) αλλά και στη μεταγενέστερη, με ημερομηνία 10-2-2016 βεβαίωση εκπροσωπήσεως, που προσκομίζει η ανακόπτουσα. O προαναφερόμενος δε εσωτερικός κανονισμός της ανακόπτουσας περιέχει διάταξη (βλ ανωτέρω άρθρο V παρ. 2 αυτού) , η οποία ρητά ορίζει ότι ο Πρόεδρος της εταιρείας είναι και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής (Chief executive officer), με όλες τις εξουσίες που συνεπάγεται αυτό του το αξίωμα, στις οποίες σαφώς περιλαμβάνεται η εξουσία εκπροσωπήσεως της εταιρείας κατά την κατάρτιση συμβάσεων εντασσομένων στις συνήθεις δραστηριότητες αυτής  (εταιρείας), όπως είναι η ένδικη σύμβαση. Επομένως, έσφαλε η εκκαλουμένη που δεχόμενη τον πρώτο λόγο ανακοπής έκρινε ότι ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας δεν είχε την εξουσία να την εκπροσωπήσει κατά την κατάρτιση της ανωτέρω συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους και ακολούθως δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής. Πρέπει επομένως, κατ΄αποδοχή του πρώτου, δεύτερου, τρίτου και τέταρτου  λόγων εφέσεως ως βάσιμων, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη, να επιστραφεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο (495 ΚΠολΔ) και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (και η συνεκκαλουμένη μη οριστική). Σημειώνεται ότι ο πέμπτος και ο έκτος λόγοι εφέσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι γιατί δεν αναφέρονται σε κεφάλαια της εκκαλουμένης αλλά σε επιχειρήματα που δομούν το σκεπτικό της, ο δε έβδομος και τελευταίος λόγος, που αφορά στο ύψος των πρωτοδίκως επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων σε βάρος του καθού η ανακοπή και ήδη εκκαλούντος, καθίσταται άνευ αντικειμένου μετά την κατά τα ανωτέρω εξαφάνιση της εκκαλουμένης γιατί αυτή εξαφανίζεται ως προς όλες τις διατάξεις της, συμπεριλαμβανομένης και αυτής περί δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, πρέπει αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ουσίαν, να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος ανακοπής με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο προαναφερόμενος ………. δεν είχε εξουσία εκπροσωπήσεως αυτής κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως, οι δε δεύτερος και τρίτος (τελευταίος) λόγοι της ανακοπής, με τους οποίους η ανακόπτουσα αφενός αρνείται την αιτία του χρέους που αναγνωρίστηκε με την ένδικη σύμβαση ισχυριζόμενη ότι ο καθού δεν παρέσχε υπηρεσίες διαμεσολάβησης για την αγορά του πλοίου αφετέρου πλήττει το ύψος της αμοιβής του καθού αιτούμενη τη μείωσή της στο ποσό των 20.000 δολλαρίων ΗΠΑ, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι γιατί, σύμφωνα με όσα έγινα δεκτά ανωτέρω (βλ.υπό στοιχείο ΙV A σκέψη), η ένδικη σύμβαση βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής φέρει τον χαρακτήρα αιτιώδους αναγνωρίσεως του χρέους της ανακόπτουσας έναντι του καθού, με συνέπεια η ανακόπτουσα να μη μπορεί πλέον να προτείνει αντιρρήσεις κατά της κύριας αιτίας (αμοιβή του καθού για τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης που παρείχε για την αγορά του ανωτέρω πλοίου κυριότητας της ανακόπτουσας)  εφόσον δε με το συμφωνητικό αυτό καθορίσθηκε και το ύψος της οφειλής (αμοιβής του καθού), δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο. Τέλος, πρέπει να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής (633 παρ. 1 δ. β΄ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας γιατί οι εφαρμοστέες διατάξεις δικαίου ήταν δυσερμήνευτες (179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά  και κατ΄ουσίαν την έφεση.

-Διατάζει την επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος παραβόλου.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 376/2028 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την υπ’ αριθ. 1667/2017 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου.

-Κρατεί και δικάζει την από 09-12-2016 (ΓΑΚ ……..) ανακοπή, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Απορρίπτει την ανακοπή.

-Επικυρώνει την υπ’ αριθ. 380/2016 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

– Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

-Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 14 Δεκεμβρίου 2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ