ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 29/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Δ.Π..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Στο άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19 κατά το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο (…) Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα.» Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13.3.2020 έως 31.5.2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19, με πράξη του προέδρου ή του δικαστή του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά την αναφερόμενη στην αρχή δικάσιμο (10.12.2010) ΚΥΑ με αριθμό Δ1α/ΓΠ.οικ. 78363 (ΦΕΚ Β΄/5350/5.12.2020 ) και θέμα “έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού covid-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020 και ώρα 6:00”, εξαιρούνται από την προσωρινή αναστολή των δικών ενώπιον του πολιτικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, οι δίκες ενδίκων μέσων ενώπιον των Εφετείων, οι οποίες έχουν εκδικασθεί στον πρώτο βαθμό κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία ή σύμφωνα με τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών. Οι δίκες της προηγούμενης παραγράφου γίνονται είτε με αυτοπρόσωπη παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, είτε με δήλωση των άρθρων 242 και 524 ΚΠολΔ, η οποία υποβάλλεται έστω και από έναν (1) εκ των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων (αρθ. 1 παρ. 1 Α/Α 4. παρ. 5 περ. αα, βδ).
ΙΙ . Στην προκειμένη περίπτωση, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης κατά της υπ΄αριθ. 1178/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (αρθ. 614 παρ 3, 621 ΚΠολΔ), ματαιώθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 07.05.2020 εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID-19 . Στην ανωτέρω δικάσιμο είχε νομίμως κληθεί ο εφεσίβλητος, στον οποίο επιδόθηκε τότε ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (βλ. …../24.07.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………). Δυνάμει της υπ’ αριθ. 80/2020 Πράξης του εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου, που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020), η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης νομίμως επαναπροσδιορίσθηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερομένη στην αρχή δικάσιμο. Κατά τη δικάσιμο αυτή, ο εφεσίβλητος-ενάγων δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ενόψει δε του ότι (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο Ι) η δυνάμει του προαναφερόμενου αυτεπάγγελτου προσδιορισμού της συζήτησης εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, αυτός πρέπει να δικασθεί ερήμην αλλά η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (αρθ. 524 παρ. 4. εδ. α΄ΚΠολΔ), οριζομένου παραβόλου ερημοδικίας (501, 502, 505 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Η προαναφερόμενη υπό κρίση από 17.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019 έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 1 εδ. α΄ σε συνδ. με 147 παρ. 2, 520 § 1, 522, 533 ΚΠολΔ).
IV. Η εκκαλουμένη δέχθηκε την από 4.2017 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με ΓΑΚ /ΕΑΚ …………/2017, με την οποία ο προαναφερόμενος ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, έκαστος εις ολόκληρον, να του καταβάλουν συνολικό ποσό 19.822,65 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα, ως δεδουλευμένες αποδοχές του του αναφερόμενου χρονικού διαστήματος, αναλογία δώρων και επιδομάτων, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν ποσό 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εναγομένοι και ήδη εκκαλούντες, με την υπό κρίση έφεση, για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Σημειώνεται ότι στο δικόγραφο της αγωγής σωρευόταν αγωγή και άλλου προσώπου (του ………..) ως προς τον οποίο καταργήθηκε η δίκη, κεφάλαιο της εκκαλουμένης κατά του οποίου δεν υπάρχει λόγος έφεσης.
V. Κατά το άρθρο μόνο του α.ν. 690/1945 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 8 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται εκεί κάθε εργοδότης που δεν καταβάλλει εμπροθέσμως στους απασχολούμενους σ` αυτόν με μισθό τις αποδοχές ή κάθε φύσεως χορηγίες που τους οφείλει από τη σχέση εργασίας. Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρεώσεώς του για την πληρωμή του μισθού που απορρέει από τη σύμβαση εργασίας. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) αυτού, ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και συνεπώς, δεν υπάρχει ζημία, που να έχει αιτία την, σε σχέση με τον α.ν. 690/1945, παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη, και ως εκ τούτου παρέπεται ότι η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλομένου μισθού υποχρεώσεως του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού, τον οποίο ενοχικώς οφείλει, δεν συνιστά αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, προϋπόθεση της οποίας είναι και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη (ΑΠ 106/2010, ΕφΑθ 538/2020 – “Νόμος”). VI. Με την κριθείσα αγωγή, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι στις 2.6.2012 προσελήφθη από τον δεύτερο εναγόμενο με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί ως “ιδιωτικός αστυνομικός” στην προσωπική ασφάλεια του ανωτέρω και ως προσωπικός του οδηγός, με τους ειδικότερους όρους που αναφέρει. Ότι συμφωνήθηκε μηνιαίος μισθός 1.600 ευρώ, καταβλητέος το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Ότι εργάσθηκε ανελλιπώς παρέχοντας τις ανωτέρω υπηρεσίες στον δεύτερο εναγόμενο έως και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2013, οπότε αποχώρησε από την εργασία του γιατί ο δεύτερος εναγόμενος αναχώρησε ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση από την οικία του και από το γραφείο του. Ότι δεν του κατέβαλε τις ανωτέρω συμφωνημένες αποδοχές του, δώρα εορτών, άδεια και αποδοχές αδείας, από τον Νοέμβριο 2012 έως και τον Ιούλιο 2013, συνολικού ποσού 19.822,65 ευρώ, όπως αυτό αναλύεται στην αγωγή. Ότι όλα τα προαναφερόμενα προσέβαλαν την προσωπικότητά του με αποτέλεσμα να του προκληθεί ηθική βλάβη, για την χρηματική ικανοποίηση της οποίας ζητεί ποσό 5.000 ευρώ. ΄Οτι η ανωτέρω πρόσληψή του δηλώθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, στο ΙΚΑ και τον ΟΑΕΔ από την πρώτη εναγομένη, εξωχώρια εταιρεία ναυτιλιακών σκοπών, νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπος. Ζήτησε δε μετά παραδεκτό, μερικό περιορισμό του αιτήματος σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, έκαστος εις ολόκληρον, στην καταβολή του ανωτέρω ποσού που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται στην καταβολή του ποσού των 5.000 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, καθώς και την καταδίκη τους στα δικαστικά του έξοδα. Mε το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γιατί η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλομένου μισθού υποχρεώσεως του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού, τον οποίο ενοχικώς οφείλει, δεν συνιστά αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, προϋπόθεση της οποίας είναι και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη (βλ.ανωτέρω υπό στοιχείο V).
Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών, στοιχεία της ιστορικής της βάσεως κατ΄άρθρο 216 ΚΠολΔ, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι η σύμβαση εργασίας, ο χρόνος που αυτή συνήφθη, το είδος της συμφωνημένης εργασίας, οι όροι αυτής, η παροχή από τον εργαζόμενο της εργασίας του στον εργοδότη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, καθώς και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται οι αποδοχές και γενικώς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν τα ανωτέρω (ΑΠ 2016/2007, ΑΠ 524/2018 – “Νόμος”). Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από τον νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α., καθώς και για τον φόρο μισθωτών υπηρεσιών, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολο τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 2018/2007 – “Νόμος”), απορριπτομένων ως αβάσιμων όσων αντίθετων υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο εφέσεως ισχυριζόμενοι ότι η αγωγή πάσχει αοριστίας γιατί δεν αναφέρει ο ενάγων εάν το ποσό των 1.600 ευρώ, που ζητεί ως μηνιαίο μισθό του, αφορά μικτές ή καθαρές αποδοχές .
VII. Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης του ενάγοντος που περιέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και όλων των εγγράφων που με επίκληση προσκομίζουν οι εκκαλούντες, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, στις 2.6.2012, προσελήφθη από τον δεύτερο εναγόμενο με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός-προσωπικός φρουρός στην προσωπική ασφάλεια του ανωτέρω, ο οποίος τότε αντιμετώπιζε, όπως ο ίδιος ομολογεί στις ενώπιον του παρόντος αλλά και του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προτάσεις του, σοβαρά προβλήματα με πρώην συνέταιρό του και θεωρούσε ότι διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του. Συμφωνήθηκε μηνιαίος μισθός 1.600 ευρώ, καταβλητέος το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, ποσό που ο δεύτερος εναγόμενος κατέβαλε σε μετρητά χρήματα στον ενάγοντα κάθε μήνα, κανονικά έως και τον Οκτώβριο του 2012. Η ανωτέρω πρόσληψη ανακοινώθηκε στον ΟΑΕΔ και το ΙΚΑ, στις 23.8.2012, από την πρώτη εναγομένη, η οποία είναι εξωχώρια εταιρεία των νήσων Μάρσαλ, συμφερόντων του δεύτερου, με αντικείμενο ναυτιλιακές εργασίες και νομίμως, τότε, εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει του ΑΝ 89/67. Ωστόσο, η ανωτέρω δήλωση έγινε εικονικά, για φορολογικούς και ασφαλιστικούς λόγους, καθόσον πραγματικός εργοδότης του ενάγοντος υπήρξε ο δεύτερος εναγόμενος. Το γεγονός ότι πραγματικός εργοδότης του ενάγοντος ήταν ο δεύτερος εναγόμενος συνομολογεί ο τελευταίος με τις προαναφερόμενες προτάσεις του. Ο ενάγων εργάσθηκε ανελλιπώς καθημερινά και χωρίς να λαμβάνει άδειες παρέχοντας τις ανωτέρω υπηρεσίες στον δεύτερο εναγόμενο έως και τον μήνα Ιούλιο του έτους 2013, οπότε η ένδικη σχέση εργασίας διεκόπη εξαιτίας της ξαφνικής και απροειδοποίητης αποχώρησης του δεύτερου εναγομένου από την οικία του και το γραφείο του. Ο ενάγων κατέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και περαιτέρω υπέβαλε μήνυση κατά του ανωτέρω εργοδότη του, ο οποίος από τον μήνα Νοέμβριο του 2012 έως και τον μήνα Ιούλιο του 2013 δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις ανωτέρω συμφωνημένες αποδοχές του, και επομένως του οφείλει για την ανωτέρω αιτία συνολικό ποσό (9 μήνες Χ 1.600) 14.400 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα που κάθε επιμέρους ποσό ήταν καταβλητέο, δηλαδή από την έκτη ημέρα εκάστου ημερολογιακού μηνός του ανωτέρω διαστήματος. Επίσης δεν του έχει καταβάλει δώρα εορτών, άδεια και αποδοχές αδείας του ανωτέρω χρονικού διαστήματος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 της ΚΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, δώρα εορτών καταβάλλονται ολόκληρα εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε χωρίς διακοπή καθ` όλη τη χρονική περίοδο που ορίζεται για κάθε περίπτωση που είναι για το δώρο Πάσχα από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και για το δώρο Χριστουγέννων από 1η Μαΐου μέχρι 30 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περαιτέρω, το επίδομα εορτών Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ενώ το επίδομα εορτών Πάσχα είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, υπολογίζονται δε αμφότερα βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντίστοιχα (ΑΠ 1241/2007 ΔΕΕ 2008.1159, ΕφΑΘ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). Εάν όμως διήρκεσε η εργασιακή σχέση μικρότερο χρονικό διάστημα, μέσα στα χρονικά όρια που αναφέρθηκαν, τότε καταβάλλεται σαν δώρο Χριστουγέννων ποσό ίσο με τα 2/5 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 19ημερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως και σαν δώρο Πάσχα ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού ή 1 ημερομίσθιο, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 8ημερο χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσεως. Για κάθε χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου αντίστοιχα δικαιούνται ανάλογο κλάσμα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ενάγων, που αμειβόταν με μισθό και όχι με ημερομίσθιο, δικαιούται αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2012 , κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση διήρκεσε χωρίς διακοπή από 2.6 έως 31.12, ποσό (212 ημέρες/19=11,5 Χ2/25 Χ1.600=) 1.486,65 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.2013. Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2013 δεν ζητεί ο ενάγων. Για δώρο Πάσχα 2013, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση διήρκεσε χωρίς διακοπή καθ΄όλο το χρονικό διάστημα από 1.1. έως 30.4 δικαιούται ο ενάγων ποσό ίσο με το ήμισυ του μηνιαίου μισθού του, δηλαδή ποσό 800 ευρώ, το οποίο πρέπει να του επιδικασθεί με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 1.5.2013.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3302/2004,ΦΕΚ Α 267/28.12.2004), 3 παρ.1, 4 παρ.1 και 5 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, όπως η παρ.1 του άρθρου 4 συμπληρώθηκε µε την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 παρ.16 του Ν. 4504/1966 και η παρ.1 του άρθρου 5 συμπληρώθηκε με την προσθήκη εδαφίου δια του άρθρου 3 του ΝΔ/τος 3755/1957, συνάγονται τα ακόλουθα: Σε όλους τους μισθωτούς (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση), οι οποίοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα, είτε με έγκυρη σύμβαση, είτε με απλή σχέση εργασίας, πρέπει να χορηγείται μέσα σε κάθε ημερολογιακό έτος άδεια αναψυχής με τις συνήθεις αποδοχές. Η άδεια αυτή, που αποκαλείται “κανονική άδεια”, για να ξεχωρίζει από άλλες μορφές αδείας, αποβλέπει αφενός στη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων και αφετέρου στη δυνατότητα συμμετοχής ενός εκάστου στα αγαθά του ελευθέρου χρόνου. Το δικαίωμα στην άδεια αναψυχής, που απορρέει ευθέως εκ του νόμου και δεν εξαρτάται από την ουσιώδη ή μη ανάλωση των παραγωγικών δυνάμεων του εργαζομένου, υφίσταται ανεξάρτητα από το αν ο τελευταίος ζήτησε ή όχι τη χορήγηση της άδειας από τον εργοδότη. Ο εργοδότης πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγήσει την άδεια μέσα στο ημερολογιακό έτος για το οποίο πρόκειται. Η αίτηση, την οποία ενδεχομένως θα υποβάλει ο μισθωτός, έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία αυτός επιθυμεί να λάβει την άδεια. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν καταστεί εφικτή η χορήγηση της άδειας αυτουσίως (in natura) μέσα στο ημερολογιακό έτος, στο οποίο αυτή αντιστοιχεί, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική. Τότε, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές, τις οποίες θα κατέβαλε, εάν ο τελευταίος είχε λάβει την άδεια αυτουσίως (αποδοχές άδειας- βλ. ΟλΑΠ 7/2019 – “Νόμος”). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, που αντικατέστησε την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945 : “1α .Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειάς του με αποδοχές, κατ` αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια είκοσι τεσσάρων (24) εργασίμων ημερών ή, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ` αυτές η ημέρα της εβδομάδας, κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί, λόγω του εφαρμοζομένου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σ` αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες, αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.» Περαιτέρω, οι μισθωτοί που απασχολούνται με σχέση εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη δικαιούνται κάθε έτος εκτός από την καταβολή των αποδοχών αδείας και επίδομα αδείας σύμφωνα με την παρ. 16 του αρθ. 3 ν. 4504/66. Το επίδομα αδείας είναι ίσο με το σύνολο των αποδοχών των ημερών αδείας που καθορίζονται από τον α.ν. 539/45 αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές ενός 15ημέρου για τους εργαζόμενους που αμείβονται με μηνιαίο μισθό. Εάν η εργασιακή σχέση λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο κατά το πρώτο ή δεύτερο ημερολογιακό έτος και πριν ο μισθωτός λάβει την άδεια που δικαιούται αναλογικά, έχει αυτός δικαίωμα να λάβει ως αποδοχές αδείας δύο ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (αρθ. 5 παρ. 4 α.ν.539/45). Την καταβολή σε χρήμα των αποδοχών αδείας και του επιδόματος ο μισθωτός δικαιούται και όταν δεν ζήτησε τη χορήγηση σε αυτόν αυτούσιας της ετήσιας κανονικής άδειας πριν την αποχώρησή του αφού δεν έχει τέτοια υποχρέωση ούτε με τις αρχές της καλής πίστης. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων δεν ζήτησε ούτε έλαβε άδεια αναψυχής κατά το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η ένδικη εργασιακή του σχέση. Δικαιούται, επομένως, και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αποδοχές μη ληφθείσας άδειας έτους 2012, ποσού 768 ευρώ (1/25 του μηνιαίου μισθού Χ 2 ημέρες ανά μήνα Χ 6 μήνες), όπως ζητεί με την αγωγή του. Για επίδομα αδείας έτους 2012 δικαιούται ποσό ίσο με τις αποδοχές αδείας, του, άρα δικαιούται ποσό 768 ευρώ και όχι 800 ευρώ που ζητεί με την αγωγή. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες του οφείλεται συνολικό ποσό 1536 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.2013. Για αποδοχές αδείας έτους 2013, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση έληξε στο τέλος Ιουλίου, δικαιούται ποσό 768 ευρώ (1/25 του μηνιαίου μισθού Χ 2 ημέρες ανά μήνα Χ 6 μήνες), όπως ζητεί με την αγωγή του. Για επίδομα αδείας του ίδιου έτους δικαιούται ποσό ίσο με τις αποδοχές αδείας, άρα δικαιούται ποσό 768 ευρώ και όχι 800 ευρώ που ζητεί με την αγωγή. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτίες, του οφείλεται συνολικό ποσό 1. 536 ευρώ, νομιμοτόκως από 1.1.2014. Συνολικά δηλαδή δικαιούται ο ενάγων ποσό 19.758,65 ευρώ, το οποίο οφείλει ο δεύτερος εναγόμενος και ήδη εκκαλών, γιατί αυτός ήταν στην πραγματικότητα ο εργοδότης του και όχι η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, ως προς την οποία πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη.
VIII. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε την αγωγή ως νόμω και ουσία βάσιμη και που αφενός υποχρέωσε τους εναγομένους, έκαστον εις ολόκληρον, στην καταβολή ποσού 19.822,65 ευρώ αφετέρου αναγνώρισε ότι οφείλουν στον ενάγοντα 800 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατ’ αποδοχή του τέταρτου και μερικώς του δεύτερου των λόγων της. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, να απορριφθεί αυτή ως μη νόμιμη ως προς την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη. Κατά τα λοιπά, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό ποσό 19.758,65 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Τέλος, λόγος να επιβληθούν δικαστικά έξοδα υπέρ της πρώτης εναγομένης δεν συντρέχει γιατί αυτή δεν υπεβλήθη σε δικά της χωριστά έξοδα αλλά στα ίδια έξοδα με τον συνεναγόμενό της δεύτερο εναγόμενο (κοινές προτάσεις, κοινή παράσταση), μέρος δε των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ανάλογο της νίκης του, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ενόψει του ότι ως εκ της ερημοδικίας του στον παρόντα δεύτερο βαθμό αυτός δεν υπεβλήθη σε έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος πρώτου εναγομένου (176, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.
-Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των 290 ευρώ.
-Δέχεται την έφεση τυπικώς και κατ’ ουσίαν.
-Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1178/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-Κρατεί και δικάζει ως προς τον πρώτο ενάγοντα, ……, την από 5.4.2017 αγωγή, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με ΓΑΚ /ΕΑΚ …………/2017.
-Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
-Απορρίπτει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
-Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο
-Υποχρεώνει τον δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικό ποσό δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και 0,65 λεπτών (19.758,65), νομιμοτόκως από το χρόνο που κάθε επιμέρους ποσό που το απαρτίζει κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ειδικότερα στο σκεπτικό.
-Καταδικάζει τον δεύτερο εναγομένο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 18 Ιανουαρίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ