Αριθμός 7/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με το από 10.6.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../21.6.2019 4.2018 δικόγραφο κλήσης φέρονται για να συζητηθούν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου μετά τη με αριθμό 80/2020 πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (φεκ α, 104/30.5.2020) περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε στις 7.5.2020, οπότε και είχε αναβληθεί την δικάσιμο της 24ης.10.2019, κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 13.3.2020 έως 31.5.2020, οι κρινόμενες με αριθμούς ……./10.4.2018 και ………/10.4.2018 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1041/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών, κατά την διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 του ΚΠολΔ) επί της με αριθμό ………./25.11.2016 αγωγής. Οι προαναφερόμενες εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια επίδοση (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015). Ακολούθως πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν δε περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246, 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν υπόκεινται σε παράβολο εφέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αν και εκ περισσού έχει καταβληθεί το με αριθμό ………/2018 παράβολο όπως αναφέρεται στην έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της με αριθμό 3994/300/2018 εφέσεως.
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………./2016 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι την 02.02.2015 προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία, προκειμένου να απασχοληθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος στην ευθύνη τριών καταστημάτων που η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη διατηρούσε στη ….. του Αγίου Ιωάννη Ρέντη με απασχόληση από Δευτέρα έως Παρασκευή και 09.30 μέχρι 17.30 αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους 1.200 ευρώ. Ότι παρά την ανωτέρω συμφωνία εργαζόταν από τις 09.30 μέχρι τις 22.30 το βράδυ καθημερινά και Κυριακή χωρίς όμως να λαμβάνει πρόσθετη αμοιβή για την επιπλέον απασχόληση της. Ότι στις 31.8.2016 της γνωστοποιήθηκε η εκδικητική και άκυρη λόγω της μη τήρησης του έγγραφου τύπου απόλυση της. Ακολούθως μετά τη μετατροπή μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος πλην του κονδυλίου της εργασίας τις Κυριακές, αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη ήδη εφεσίβλητη εργοδότρια της οφείλει να της καταβάλει λόγω υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των 24.404,40 ευρώ, να υποχρεωθεί για την απασχόληση της τις Κυριακές να της καταβάλει το ποσό των 20.073,60 ευρώ με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και προσωπική κράτηση του νομίμου εκπροσώπου της, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της να της καταβάλει μισθούς υπερημερίας μέχρι και τις 31.12.2017 ύψους 22.325 ευρώ λόγω της ακυρότητας της απόλυσης της, εντόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2 και 621 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614επ. του ΚΠολΔ), έκρινε ότι το θέμα της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εισήχθη παραδεκτώς εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, αλλά ότι απαραδέκτως περιλαμβάνονται στο αιτητικό μισθοί υπερημερίας για το μετά τη συζήτηση της αγωγής διάστημα, ενώ έκρινε ότι δεν έχει έρεισμα στο νόμο το αίτημα περί προσωποκράτησης του νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης. Κατά τα λοιπά έκρινε νόμιμη την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 345, 648επ. ΑΚ, 1 του ν. 3385/2005 όπως ισχύει, 7 παρ. 1θ του βδ 748/1966, 70 και 907επ. του ΚΠολΔ. Στη συνέχεια την έκρινε βάσιμη στην ουσία της κατά ένα μέρος και υποχρέωσε την εναγομένη εργοδότρια να της καταβάλει το ποσό των 1.598,30 ευρώ για την εργασία της κατά τις Κυριακές, και αναγνώρισε την υποχρέωση της να της καταβάλει το ποσό των 7.102,02 ευρώ για την υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση αμφότερα δε τα ποσά από τότε που έγιναν απαιτητά και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις ασκηθείσες εφέσεις τους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της α) η ενάγουσα εκκαλούσα προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της και β) η εναγομένη εκκαλούσα προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 του ΚΠολΔ, «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 664 ιδίου Κώδικα, «ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι είναι δυνατή η απόσβεση ομοειδών και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων δύο προσώπων στην έκταση που καλύπτονται η μία με την άλλη, εφ` όσον το ένα πρόσωπο δηλώσει στο έτερο τη βούλησή του για τον σκοπό αυτό. Ο κανόνας κάμπτεται, κατ` εξαίρεση, όταν πρόκειται για απαιτήσεις μισθολογικών παροχών. Τότε, ο συμψηφισμός τους με ανταπαίτηση του εργοδότη απαγορεύεται. Η απαγόρευση, όμως, ισχύει μόνο για το μέρος, ως προς το οποίο οι μισθολογικές παροχές ήθελε θεωρηθούν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, απολύτως αναγκαίες για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του. Πλήρης επαναφορά στον κανόνα επέρχεται όταν η ανταπαίτηση του εργοδότη απορρέει από ζημία που του προξένησε δολίως ο εργαζόμενος κατά την παροχή της εργασίας. Πέραν τούτων, η απαγόρευση του συμψηφισμού δεν ισχύει και όταν πρόκειται για απαιτήσεις του εργαζομένου που δημιουργούνται μεν στο πλαίσιο λειτουργίας της σύμβασης εργασίας, αλλά δεν είναι μισθολογικής φύσεως (ΑΠ 1067/2017 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατός ο συμψηφισμός της αποζημιώσεως απόλυσης με ανταπαιτήσεις του εργοδότη από δάνεια προς τον μισθωτό, απαιτητές πριν την καταγγελία (ΑΠ 386/1978 ΝΟΒ/1979, 174). Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ. γ και δ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015 οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλα τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία’ αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (350/2020 ΑΠ δημ. νόμος).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη με αριθμό …../2018 έφεση της η εκκαλούσα και εφεσίβλητη με την έφεση της ενάγουσας εργοδότρια προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ισχυρισμό που δεν είχε προταθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών και των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα η εργοδότρια διατείνεται ότι διατηρεί σε βάρος της εδώ ενάγουσας εκκαλούσας εργαζόμενης απαίτηση από σύμβαση άτοκου δανείου που έλαβε χώρα την 15.4.2016 καθώς η εδώ εργαζόμενη εκκαλούσα εφεσίβλητη έλαβε από το ταμείο της επιχείρησης του ποσό των 50.000 ευρώ προκειμένου να καλύψει επείγοντα οικονομικά της θέματα. Ότι αυτή όφειλε να επιστρέψει το δάνειο αυτό στις 30.4.2017 πράγμα το οποίο δεν έπραξε και ότι για το λόγο αυτό άσκησε την αγωγή με την οποία αναζητεί δεδουλευμένα προκειμένου να αποτρέψει το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας να διεκδικήσει τα χρήματα αυτά που του οφείλει από το άτοκο αυτό δάνειο (βλ. και 13 σελίδα προτάσεων που κατατέθηκαν ενώπιον αυτού του δικαστηρίου). Ότι ακολούθως προβάλει στο σημείο αυτό παραδεκτά με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης της εφέσεως την ένσταση περί συμψηφισμού καθώς : α) η μάρτυρας της ενάγουσας αδερφή της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατέθεσε για πρώτη φορά ότι η ενάγουσα πράγματι έχει ένα χρέος οικονομικό απέναντι στον νόμιμο εκπρόσωπο της, β) προσκομίζει αντίγραφο της αποδείξεως, από την πρωτότυπη που βρίσκεται εις χείρας της, στην οποία αναγράφεται ότι η ενάγουσα έλαβε το προαναφερόμενο ποσό την παραπάνω ημερομηνία με υποχρέωση επιστροφή τη δεύτερη προαναφερόμενη ημερομηνία και δηλώνει ότι μόλις τώρα έχει τη δυνατότητα να προσκομίσει τεχνική έκθεση του δικαστικού γραφολόγου ……………., από την οποία αποδεικνύεται ότι τόσο η υπογραφή επί της αποδείξεως όσο και το ονοματεπώνυμο της εργαζόμενης έχουν τεθεί από αυτήν (βλ. σχετικό 48). Στην περίπτωση βέβαια που διαπιστωθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι στην πρωτότυπη απόδειξη έχει γίνει κατάχρηση της εν λευκώ τεθείσας υπογραφής θα έχει τελεστεί ενώπιον αυτού του δικαστηρίου κατά την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης το πλημμέλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου, επειδή όμως το αδίκημα αυτό τιμωρείται πλέον κατ’έγκληση ενδεχομένως να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 224 του ΠΚ, και να ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου 38 του ΚΠΔ.
Κατόπιν των ανωτέρω το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν προβλήθηκε εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 αρ. 4 του ΚΠολΔ. Η εκκαλούσα εφεσίβλητη αντιτείνει με την προσθήκη των προτάσεων της ότι αρνείται ότι έλαβε οποιοδήποτε ποσό, και ότι σε κάθε περίπτωση είναι ακατάσχετες οι αποδοχές που επιδικάστηκαν με την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ότι επομένως δεν επιδέχονται συμψηφισμού. Επί αυτών να αναφερθεί ότι στη νομική σκέψη της παρούσας αναφέρθηκαν οι περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται να υποβληθεί η ένσταση συμψηφισμού κατά οφειλόμενου μισθού, δεδομένου ότι η αγωγή δεν αφορούσε αποζημίωση απόλυσης που κατάσχεται και συμψηφίζεται σε κάθε περίπτωση. Όμως το αν η εργαζόμενη έλαβε άτοκο δάνειο αυτού του ύψους από την εφεσίβλητη εκκαλούσα εργοδότρια της άπτεται απολύτως της ουσίας της παρούσας υπόθεσης αφού η εργοδότρια αρνείται ότι η εργαζόμενη σε αυτή απασχολήθηκε υπερωριακά και ισχυρίζεται ότι η αγωγή ασκήθηκε για να αποφύγει ο νόμιμος εκπρόσωπος της να διεκδικήσει την απόδοση του άτοκου δανείου που χορήγησε. Τέλος από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό προκύπτει ότι : Α) Ο νόμιμος εκπρόσωπος της εδώ εκκαλούσας εφεσίβλητης εργοδότριας άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22.5.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 αγωγή του με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η εδώ εργαζόμενη να του καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ που έλαβε ως άτοκο δάνειο από το ταμείο της επιχείρησης. Με τη με αριθμό 3927/2018 οριστική απόφαση του μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η αγωγή αυτή απορρίφθηκε, διότι προσκομίστηκε μόνο το αντίγραφο της απόδειξης λήψης δανείου (που προσκομίζεται και εδώ) και διότι επί αυτού δεν θα μπορούσε να διαταχθεί η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Η δε εργαζόμενη δεν πρότεινε παραδεκτώς, κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση, ένσταση πλαστότητας, αλλά μόνο με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της, και αυτή αιτείται να προσκομιστεί το πρωτότυπο της αποδείξεως αυτής. Κατά της απόφασης αυτής έχει ασκηθεί η με αριθμό ………../2018 έφεση του ενάγοντος και εδώ νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης – εκκαλούσας εργοδότριας, που δεν έχει ακόμη συζητηθεί. Μετά την άσκηση αυτής της αγωγής η εδώ εκκαλούσα εργαζόμενη υπέβαλε μήνυση που είχε θέση εγκλήσεως για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ισχυριζόμενη ότι ψευδώς ο μηνυόμενος ενάγων ισχυρίζεται ότι της έχει δανείσει το ποσό των 50.000 ευρώ. Σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη και η υπόθεση εκδικάστηκε σε πρώτο βαθμό στις 20.10.2020, οπότε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας κηρύχθηκε ένοχος από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά με τη με αριθμό 3137/2020 απόφαση για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ποινή φυλάκισης 6 μηνών χωρίς αναγνώριση ελαφρυντικού και ανεστάλη η εκτέλεση της ποινής. Επομένως πρέπει στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή υπάρχει εξάρτηση από το ζήτημα της χορήγησης ή μη του δανείου για την κατάφαση της ουσιαστικής βασιμότητας αυτής της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και για να μην εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις, να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 249 και 250 του ΚΠολΔ μέχρι την τελεσιδικία της υπόθεσης επί της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό ………../2017 αγωγής και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της μηνύσεως της εκκαλούσας με αριθμό βιβλίου μηνύσεων …… επί της οποίας έχει ήδη εκδοθεί η με αριθμό 3137/2020 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Δικαστικά έξοδα δεν θα οριστούν διότι η παρούσα δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμούς ………/10.4.2018 και ………../10.4.2018 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 1041/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών, κατά την διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών επί της με αριθμό ………../25.11.2016 αγωγής
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Αναβάλλει κατά τα λοιπά την εκδίκαση της υπόθεσης: α) μέχρι την τελεσιδικία της υπόθεσης επί της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό ……../2017 αγωγής και β) μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της μηνύσεως της εκκαλούσας με αριθμό βιβλίου μηνύσεων …….. επί της οποίας έχει ήδη εκδοθεί η με αριθμό 3137/2020 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ