Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 31/2021

Αριθμός     31/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο, που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 1317/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική  διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις  16-10-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου της  εκκαλουμένης  απόφασης στις  18-9-2019 (βλ. τη με αριθμό …../18-9-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, . …..).  Επιπλέον,  έχει καταβληθεί  το με αριθμό …………./ 2019  ηλεκτρονικό παράβολο,  ποσού 100 ευρώ.  Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην άνω νομική σκέψη, ανεξαρτήτως της κατ΄ουσίαν βασιμότητας ή μη των λόγων της, με τους οποίους προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η με αρ. καταθ. ………./2014  αγωγή του εφεσιβλήτου, με την παρουσία  των διαδίκων, κατά την ίδια  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ενώ, τέλος,  το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών  προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του,   πρέπει να  αποδοθεί  σε αυτόν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ),ΙΙΙ. Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την από 25-9-2014   αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ενεργών ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………»,   εξέδωσε σε διαταγή αυτού (ενάγοντος) στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη Πειραιά τις ειδικότερα αναφερόμενες εννέα τραπεζικές επιταγές, συνολικού ποσού 91.000 ευρώ, τις οποίες αυτός  μεταβίβασε  με οπισθογράφηση, λόγω ενεχύρου, στην τράπεζα, με την επωνυμία «………….»,  ότι, όταν η τελευταία τις εμφάνισε νομίμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, αυτές δεν πληρώθηκαν ελλείψει επαρκούς υπολοίπου, γεγονός που βεβαιώθηκε αρμοδίως στα σώματα των επιταγών,  ότι  ακολούθως ο ίδιος αναγκάστηκε να καταβάλει σε αυτήν την αξία τους  αναλαμβάνοντας και τα σώματα τους, καθιστάμενος έτσι νόμιμος εξ αναγωγής κομιστής τους, και τέλος, ότι ο εναγόμενος, που κατά την έκδοση των επιταγών  τελούσε εν γνώσει του ανεπαρκούς υπολοίπου της εκδότριας εταιρίας, του προκάλεσε, λόγω της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του,  ισόποση  προς την αξία τους ζημία. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος (με γενόμενη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα  με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του) από καταψηφιστικό σε  αναγνωριστικό και παραίτηση από το ποσό της με υπό στοιχείο 9 επιταγής  να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει  για την ανωτέρω αιτία  το ποσό των 86.000 € ως αποζημίωση, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της ημέρας σφράγισης εκάστης επιταγής, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.  ΙV. Από τις διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933, 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι, εκείνος που εκδίδει επιταγή σε διαταγή, γνωρίζοντας ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, ζημιώνει τον κομιστή από τη μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνιση της, παρά το νόμο, δηλαδή παρά την ως άνω διάταξη του Ν. 5960/1933 που χαρακτηρίζει την πράξη αυτή του εκδότη ποινικό αδίκημα. Επομένως, υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η διάταξη αυτή του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο, αλλά και το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής. Η αξίωση αυτή προς αποζημίωση από την ΑΚ 914 συρρέει με την αξίωση από την επιταγή (άρθρο 40) και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτή που προκρίνει. Η ικανοποίηση όμως της μιας από αυτές επιφέρει απόσβεση της άλλης. Έτσι, στην περίπτωση έκδοσης ακάλυπτης επιταγής η άσκηση της αξίωσης από την αδικοπραξία δεν αποκλείεται από την τυχόν ασκηθείσα από τον δικαιούχο αξίωση από την επιταγή. Εξάλλου, και από άποψη εννόμου συμφέροντος, εκείνος που δικαιούται αποζημίωση από την παραπάνω αδικοπραξία νομιμοποιείται στην άσκηση της σχετικής αγωγής, ακόμη και στην περίπτωση που έχει εφοδιασθεί με εκτελεστό τίτλο, όπως διαταγή πληρωμής με βάση την αξίωση από επιταγή, εφόσον με αυτή (αγωγή από αδικοπραξία) ζητεί και μπορεί να επιτύχει και την προσωπική κράτηση του υπόχρεου (βλ. ΑΠ 1664/2005 ΔΕΕ 2006 188, ΕφΛαρ 185/2004 ΑρχΝ 2005 483). Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο εμφάνισης της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (βλ. ΟλΑΠ 23/2007 ΕλλΔνη 48. 1008, ΑΠ 287/2008 ΔΕΕ 2009 826, ΕφΑΘ 3835/2009 ΔΕΕ 2010 1205, ΕφΠειρ 137/2008 ΔΕΕ 2009 342). Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας επιταγής, απαιτείται, κατ` αρθρ. 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνεται σ` αυτό, 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή (βλ. ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41. 712, ΕφΠειρ 109/2009 ΔΕΕ 2010 452, ΕφΑΘ 3835/2009 ΔΕΕ 2010 1205, ΕφΠειρ 621/2010 ΔΕΕ 2010 1324), όχι όμως και η βεβαίωση της μη πληρωμής με έναν από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους στο άρθρο 40 Ν. 5960/1933 τρόπους (βλ. ΑΠ 1708/2005 ΕλλΔνη 48. 1672, ΑΠ 587/2002 ΕλλΔνη 44. 450, ΕφΑΘ 766/2006 ΕλλΔνη 47. 1107). Σε περίπτωση εκδόσεως μεταχρονολογημένης επιταγής το έγκλημα του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 συντελείται, όταν αυτή εμφανιστεί προς πληρωμή οποιαδήποτε ημέρα του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία εκδόθηκε και λήγει την ογδόη ημέρα του οκταημέρου, που αρχίζει από την επομένη της χρονολογίας που αναγράφεται σ` αυτή και δεν πληρωθεί κατά την εμφάνιση αυτή (ΟλΑΠ 46/1980, ΑΠ 11/2007, ΑΠ 705/2007, ΑΠ 342/2005 ΕλλΔνη 47. 1393, ΑΠ 213/2003, ΑΠ 1528/1992 ΕλλΔνη 35. 397). Έτσι, ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, σε αποζημίωση του κομιστή και εάν ακόμη η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη, διότι η άνω διάταξη προστατεύει το ατομικό συμφέρον του δικαιούχου. Περαιτέρω, στη διάταξη  του άρθρου 22 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει ο εναγόμενος την κατοικία του, εκτός εάν ορίζει διαφορετικά ο νόμος. Τέτοια περίπτωση θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 33 εδ. α` του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται συντρέχουσα ειδική δωσιδικία του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας ή της εκπλήρωσης της παροχής όταν πρόκειται για διαφορές που αφορούν δικαιώματα που απορρέουν από δικαιοπραξία. Ειδικότερα δε προκειμένου περί τραπεζικής επιταγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 αρ. 4 καθώς και 2,8 και 40 του ν. 5960/1933, τόπος πληρωμής της επιταγής θεωρείται ο σημειούμενος στο σώμα της, άλλως ο τόπος της έκδοσης αυτής, χωρίς να καταλείπεται πεδίο εφαρμογής της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 321 ΑΚ, αφού ακριβώς ορίζεται συγκεκριμένος τόπος πληρωμής και δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτό. Μάλιστα, ο κατά τα παραπάνω οριζόμενα τόπος πληρωμής δεν αλλάζει από το γεγονός ότι η θεωρία και νομολογία δέχεται ότι είναι δυνατόν να εμφανιστεί προς πληρωμή η επιταγή και σε κατάστημα διάφορο εκείνου της πληρωμής, αν το πρώτο είναι συνδεδεμένο με το δεύτερο μέσω τερματικού σταθμού του ιδίου ηλεκτρονικού υπολογιστή, υπάρχει δηλαδή τηλεπληροφορική σύνδεση με το σύστημα on line (βλ. ΕφΑΘ 9560/1987 ΕΕμπΔ 1989.438, Αλκη Αργυριάδη Εμφάνιση και ανάκληση της επιταγής, ΝοΒ 1984.233 επ), αφού τέτοια εμφάνιση της επιταγής εξασφαλίζει απλώς εγκυρότητα της για τους σκοπούς του άρθρου 40 του ν. 5960/1933 και είναι υποχρεωτική για την τράπεζα. Εξάλλου, επί του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ως τόπος τέλεσης θεωρείται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 16 ΠΚ, τόσο ο τόπος έκδοσης όσο και ο τόπος πληρωμής της επιταγής και συνεπώς αρμόδιο κατά τόπον είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου τελέσθηκε ένας από τους σωρευτικά αναφερόμενους τρόπους του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο τόπος που αναγράφεται στην επιταγή ως τόπος έκδοσης και πληρωμής της συγκεκριμένης επιταγής.(ΕφΠειρ 414/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).V. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή αρμοδίως κατά τόπο ασκήθηκε ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως εκ του τόπου εκδόσεως των επίδικων ακάλυπτων επιταγών στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη Αττικής, όπως προκύπτει και από το σώμα τους,  που αποτελεί εν προκειμένω και το τόπο τελέσεως  του αδικήματος του άρθρου 79 ν. 5960/1933 (άρθρα 16 ΠΚ και 35 ΚΠολΔ), ο δε ισχυρισμός του εναγομένου περί κατά τόπο  αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως εκ του τόπου της  κατοικίας του ιδίου στην Αθήνα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη,  διότι περιέχει όλα τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη στοιχεία, τα οποία απαιτούνται κατ` άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προς θεμελίωση αυτής στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914  ΑΚ και 79 του Ν. 5960/1933  και είναι νόμιμη, στηριζόμενη πέραν των ανωτέρω  διατάξεων και σε αυτήν του άρθρου 346 ΑΚ  ως προς το αίτημα περί τοκοδοσίας από την επομένη της επίδοσης της.

VI. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του εφεσίβλητου-ενάγοντος, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…………..»   εξέδωσε στον Άγιο Ρέντη  Αττικής για λογαριασμό αυτής και σε διαταγή του ενάγοντος  τις κάτωθι  επιταγές: 1) ………., ποσού 10.000 ευρώ, επι της  ΑΤΕ ΑΕ με ημερομηνία έκδοσης 31-5-2009, 2) τη με αριθμό …….., ποσού 15.000 ευρώ, επι της ASPIS BANK AE , με ημερομηνία έκδοσης 15-6-2009,3) τη με αριθμό ………., ποσού  000 ευρώ, επι της ΑΤΕ ΒΑΝΚ με ημερομηνία έκδοσης 11-7-2009, 4) τη με αριθμό ………, ποσού 10.000 ευρώ, επι της ΑΤΕ ΒΑΝΚ, με ημερομηνία έκδοσης 8-8-2009, 5) τη με αριθμό ………, ποσού 8.000 ευρώ επι της ASPIS BANK AE, με ημερομηνία έκδοσης 30-9-2009, 6) τη με αριθμό …….., ποσού 10.000 ευρώ επι της ASPIS BANK AE, με ημερομηνία έκδοσης, 17-10-2009 7) τη με αριθμό …….., ποσού 11.000 ευρώ, επι της ΕΤΕ ΒΑΝΚ, με ημερομηνία έκδοσης   21-11-2009, 8) τη με αριθμό  ………, ποσού  7000 ευρώ, επι της  ETE ΑΕ, με ημερομηνία έκδοσης 12-12-2009. Οι ως άνω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες, καθόσον εκδόθηκαν και παραδόθηκαν στον ενάγοντα  οκτώ περίπου μήνες πριν τον αναγραφόμενο σε έκαστη εξ αυτών χρόνο έκδοσης τους  (βλ. σχετικά την ως άνω ένορκη μαρτυρική κατάθεση). Τις επιταγές αυτές, ο ενάγων ακολούθως μεταβίβασε με οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου,  στην  τράπεζα  με την επωνυμία «……….» η οποία, ως νόμιμη κομίστρια αυτών, τις εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή ,τις μεν έξι πρώτες εξ αυτών στις πληρώτριες τράπεζες, στις 5-6-2009, 17-6-2009, 13-7-2009, 10-8-2009, 30-9-2009, 19-10-2009 αντίστοιχα,  και τις έβδομη και όγδοη  επιταγή συμψηφιστικώς στις 24-11-2009 στις 16-12-2009, πλην όμως δεν εισέπραξε τα ποσά τους, ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, γεγονός που βεβαιώθηκε με σχετική και με αντίστοιχη ημερομηνία επισημείωση της ως άνω τράπεζας στα σώματα των επιταγών, στη δε περίπτωση των έξι πρώτων επιταγών, έπειτα από ρητή εξουσιοδότηση της τράπεζας, όπου τηρούταν ο λογαριασμός της εκδότριας εταιρίας. Ακολούθως, ο ενάγων παρέδωσε στην ως άνω ενεχυρούχο τράπεζα  σε αντικατάσταση των ακάλυπτων επιταγών, επιταγές πελατείας του  συνολικού ποσού 71.754,04 ευρώ.-, διασφαλιστικής αξίας  62.670 ευρώ.-, ενώ το υπόλοιπο ποσό τους εξοφλήθηκε την 29.12.2009 από προϊόν χορήγησης Κεφαλαίου κίνησης, συνολικού ποσού 100.000 ευρώ.- που του δόθηκε κατόπιν εγγραφής προσημείωσης, σε ακίνητο ιδιοκτησίας του. (βλ. σχετικά το από 17-7-2012 έγγραφο της ΕΤΕ), ακολούθως δε  ανέλαβε απ` αυτήν τις επίδικες επιταγές, όπως αποδεικνύεται από τα πρωτότυπα σώματα αυτών, που προσκομίζει νόμιμα, καθιστάμενος κατά τον τρόπο αυτό νόμιμος εξ αναγωγής κομιστής τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος γνώριζε κατά τον χρόνο της έκδοσης των επιταγών, ότι  δεν υπήρχαν στην πληρώτρια τράπεζα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια της από αυτόν εκπροσωπουμένης εταιρίας, λόγος εξάλλου για τον οποίον, αυτές κατά τον πραγματικό χρόνο εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες, η γνώση του δε αυτή συνέτρεχε και ως προς  το χρόνο εμφάνισης τους προς πληρωμή, δεδομένου ότι τον οικείο τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας  διαχειριζόταν ο ίδιος ως μοναδικός διαχειριστής της, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο με επίκληση από την ενάγουσα ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ με αρ. 4303/19-7-1994, στο οποίο έχει δημοσιευθεί κατά νόμο η περίληψη του καταστατικού της εταιρίας, που συνεστήθη με το υπ’αριθμ. ……./11-7-1994 συμβόλαιο της Συμ/φου Αθηνών, . …… Επομένως, στο πρόσωπο του εναγομένου συντρέχουν εν προκειμένω όλα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της άδικης πράξης ,που προβλέπεται στο άρθρο 79 του Ν. 5960/1933, ενώ το γεγονός  ότι οι ανωτέρω επιταγές ήταν μεταχρονολογημένες δεν ασκεί έννομη επιρροή, παρά τα όσα αντίθετα διατείνεται ο εναγόμενος, αφού στην περίπτωση αυτή είναι ευρύτερα τα χρονικά όρια στα οποία οφείλει ο εκδότης να έχει επαρκή προς εξόφληση της επιταγής κεφάλαια, δεδομένης και της φύσης της, ως μέσου άμεσης πληρωμής. Αποδείχθηκε, συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου ο ενάγων ζημιώθηκε κατά το ποσό των 86.000 €, στο οποίο ανέρχεται η αξία των οκτώ επίδικων  επιταγών. Ενόψει τούτων, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος, ως ενεχόμενος εξ αδικοπραξίας, υποχρεούται να καταβάλει το  ποσό των 86.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής, προς αποκατάσταση της προκληθείσης στον ενάγοντα ισόποσης ζημίας.  Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας  (106, 176 και 184 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση .

Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα  του  υπ’αριθμ. …………/ 2019  ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ.

Εξαφανίζει την με αριθμό 1317/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει την  από 25-9-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2014  αγωγή.

Δέχεται μερικώς την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ογδόντα έξι  χιλιάδων (86.000) ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου  τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε  τέσσερις χιλιάδες τριακόσια (4.300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Ιανουαρίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ