Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 32/2021

Αριθμός  32/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 516 και 517 εδ α ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, επί απλής ομοδικίας,  η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της κοινής εναγωγής των από αδικοπραξία εις ολόκληρον ενεχομένων (άρθρα 481, 926 ΑΚ), η έφεση απευθύνεται  κατά του νικήσαντος αντιδίκου του εκκαλούντος όχι όμως και κατά του συνεναγομένου του, ο οποίος μόνο ως ομόδικός του μπορεί να μετάσχει και είναι παραδεκτή  μόνο αν η εκδοθείσα απόφαση  περιέχει διάταξη επιβλαβή  για ένα από τους απλούς ομόδικους και υπέρ του άλλου (Ολ.ΑΠ 15 – 16/1996, Ολ.ΑΠ 1241/1979, ΑΠ 785/2010, ΑΠ 292/2009, ΑΠ 269/2002). Περαιτέρω, κατ` άρθρο 324 ΚΠολΔ, συντρεχουσών των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, δεδικασμένο δημιουργείται μόνο μεταξύ  των διαδίκων, οι  οποίοι τελούν σε αντιδικία  και όχι μεταξύ  των ομοδίκων. Ο περιορισμός του δεδικασμένου μεταξύ των αντιδίκων, κατ’ αποκλεισμό των ομοδίκων, αφενός μεν αιτιολογείται από  το γεγονός ότι δεν υπάρχει ταυτότητα της ιδιότητας, με την οποία παρίστανται οι διάδικοι, όταν στην πρώτη δίκη μετείχαν ως ομόδικοι και στη δεύτερη μετέχουν ως αντίδικοι, αφετέρου, δε, δικαιολογείται από το ότι υπό το ισχύον αξίωμα της συζήτησης, μόνο η υπεράσπιση αντίθετων συμφερόντων μπορεί να παρακινήσει τους διαδίκους σε πλήρη ανάπτυξη και υποστήριξη των απόψεών τους και να διασφαλίσει έτσι μεγαλύτερη πιθανότητα να ανακαλυφθεί η αλήθεια. Κατά τη νομοθετική, δε,  διάπλαση του θεσμού της ομοδικίας, οι ομόδικοι δεν υπερασπίζουν αντίθετα  μεταξύ τους συμφέροντα, αλλά  το κοινό συμφέρον  τους κατά του αντιδίκου  τους. Όταν, όμως, δεν συντρέχει ο δικαιολογητικός αυτός λόγος, το  δεδικασμένο ισχύει και μεταξύ  των ομοδίκων. Τούτο συμβαίνει όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη  αντιδικίας μεταξύ  των ομοδίκων, για την προάσπιση των αντιθέτων συμφερόντων τους, ανεξαρτήτως αν δημιουργήθηκε πράγματι η αντιδικία αυτή.  Ειδικότερα, στην περίπτωση που ενάγονται περισσότεροι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι σε δίκη αποζημίωσης από αδικοπραξία, αντικείμενο της δίκης είναι μόνο η αξίωση του τρίτου προς αποζημίωση, όχι δε και η εξ αναγωγής του ενός εις ολόκληρον ευθυνόμενου προς τον άλλο. Στη δίκη αυτή οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, δεν μπορούν να αντιδικούν μεταξύ τους, ούτε ως προς την ύπαρξη, ούτε ως προς την έκταση της ευθύνης τους. Η απόφαση, εξάλλου, που εκδίδεται στη δίκη, που έκρινε την αξίωση αποζημίωσης, δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη που συνήθως ακολουθεί για την εξ αναγωγής αξίωση και όταν ακόμη στη δίκη αποζημίωσης ο εξ αναγωγής εναγόμενος ήταν συνεναγόμενος, διότι, δεν υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, αφού η αξίωση αποζημίωσης στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ ή άλλη διάταξη, που τυχόν την καθιερώνει, ενώ η αξίωση αναγωγής, στο νόμο (άρθρο 927 ΑΚ), ούτε ταυτότητα διαδίκων, αφού στη δίκη αποζημίωσης οι συνοφειλέτες είναι απλοί ομόδικοι, ενώ στη δίκη αναγωγής, οι συνοφειλέτες παρίστανται με διαφορετική ιδιότητα και είναι αντίδικοι. Επομένως, η έφεση του ενός από τους εις ολόκληρον ευθυνόμενους δεν μπορεί να απευθύνεται και κατά του άλλου, διότι το συμφέρον του εκκαλούντος εξαντλείται στην απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν, το δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να περιλάβει στην απόφαση του διάταξη που να μεταβάλει, ως προς τον εφεσίβλητο ομόδικο του εκκαλούντος, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την εκκαλουμένη απόφαση (βλ. Δ.Κονδύλης «Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας» εκδ. 2007 σελ. 505 επ., Πατεράκη «προβλήματα ομοδικίας στην κατ έφεση δίκη «ΝοΒ 35 σελ.745,ΟλΑΠ 16/1996,  ΑΠ 25/2015 νόμος, ΑΠ 1294/2014 νόμος, ΑΠ1229/2010 ΕλΔνη 2011 σελ. 1003, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 1287/2009, ΑΠ 1349/2008, Εφ. Πειρ. 582/2015, Εφ. Αθ.1252/2000Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν  3994/2011, ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην, όμως, ερευνήθηκαν οι λόγοι, σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, εξετάζονται και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έφεση λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά (ΑΠ 907/2014, 1075/2013 – ΕφΔωδ 64/2015 – ΕφΛαρ 60/2015 – ΕφΑθ 2120/2014 ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ.). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΑΠ 394/2011 ΝοΒ 2011, 2171 – ΑΠ 251/2009 Δίκη 2009, 996 – ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009, 927 – ΑΠ 1140/2008 Δίκη 2009, 187 – ΕφΠειρ 295/2014, 318/2014, 54/2013, 295/2014 ΝΟΜΟΣ – βλ. Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99 – Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, οι τροποποιήσεις έως το ν 2915/2001, έκδ. 2001, άρθρ. 528, σελ. 498, αριθμ. 1 – Κεραμέας – Kονδύλης – Nίκας, ΚΠολΔ, Συμπλήρωμα, έκδ. 2003, άρθρ. 528, σελ. 68). Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008, 52 – ΑΠ 446/2007 ΝοΒ 2008, 138 – ΕφΠειρ 318/2014 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση τα εφεσίβλητα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου άσκησαν κατά των εκκαλουσών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 4-10-2012 (αρ. κατ. ……./2012) αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία, ήτοι, υπεξαίρεση στην υπηρεσία (1η εναγόμενη) και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή (2η εναγόμενη). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της δεύτερης εναγόμενης, αφού αυτή κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1084/2016 οριστική απόφασή του, με την οποία, ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, δέχθηκε εξ ολοκλήρου το κεφάλαιο της αποζημίωσης λόγω της ερημοδικίας της και εν μέρει το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως προς το πρώτο και το δεύτερο των εναγόντων και απέρριψε την αγωγή ως προς το τρίτο των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής η δεύτερη εναγόμενη, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την υπό κρίση από 23-3-2017 έφεσή της (αρ. κατ. έφ. …./24-3-2017 και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο …../2017) νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (κοινοποίηση απόφασης στις 24-2-2017 και άσκηση έφεσης στις 24-3-2017 – βλ. την από 24-2-2017 πράξη κοινοποίησης επί της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών ………, που προσκομίζει η εκκαλούσα και υπ’ αρ. …./24-3-2017 έκθ. κατάθ. δικογρ. έφεσ. του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με βεβαίωση για κατάθεση του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ e-παράβολου με αριθμό ……….). Εφόσον, λοιπόν, ασκήθηκε από διάδικο, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα στην παραπάνω δεύτερη νομική σκέψη, δικάσθηκε ερήμην, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής έφεσης ως προς τα δύο πρώτα εφεσίβλητα, με την οποία (έφεση) η δεύτερη εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλούμενης και την απόρριψη της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένης της εκκαλούσας να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς το νόμω και ουσία βάσιμό της ως προς την ανωτέρω β΄ εναγομένη (άρθρα 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ως προς την τρίτη εφεσίβλητη, όμως, δηλαδή ως προς την πρώτη εναγομένη, η οποία δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου κατά την προκειμένη δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  η ανωτέρω έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 532 ΚΠολΔ), εφόσον, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην πρώτη νομική σκέψη, η τελευταία δεν ήταν αντίδικος της εκκαλούσας στην πρωτοβάθμια δίκη, ούτε συνδέονται οι  δύο εναγόμενες με δεσμό αναγκαστικής ομοδικίας.

ΙΙΙ. Όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη, η υπό κρίση από 23-3-2017 (ΕΑΚ ……/23-3-2017) έφεση αυτής κατά της υπ’ αρ. 1084/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε την ανωτέρω  αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, κοινοποίηση απόφασης στις 24-2-2017 και άσκηση έφεσης στις  23-3-2017 – βλ. την από 24-2-2017 πράξη κοινοποίησης επί της εκκαλουμένης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτ/κείο Αθηνών ………., που προσκομίζει η εκκαλούσα και υπ’ αρ. ……../23-3-2017 έκθ. κατάθ. δικογρ. έφεσ. του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Ως προς το τρίτο (απολειπόμενο) εφεσίβλητο η έφεση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, διότι στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν περιέχεται διάταξη επωφελής γι’ αυτό και επιβλαβής για την εκκαλούσα, αλλά η αγωγή ως προς αυτό απορρίφθηκε διότι δεν είχε καταστεί διάδικος, ήτοι δεν υφίστατο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος κατά τα λοιπά, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο της έφεσης (e-παράβ. ………….), να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα και να συνεκδικαστεί με την προαναφερόμενη από 23-3-2017 έφεση της δεύτερης εναγόμενης, συντρεχουσών προς τούτο των προϋποθέσεων του άρθρου 246 ΚΠολΔ, ήτοι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.

ΙV. Με την ένδικη αγωγή τα ενάγοντα ΝΠΔΔ εκθέτουν τα εξής: Η α΄ εναγόμενη, υπάλληλος του α΄ ενάγοντος Δήμου Πόρου με καθήκοντα ελεγκτού εσόδων – εξόδων αυτού και ειδική ταμίας των νομικών προσώπων αυτού Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου (β΄ ενάγοντος) και του 1ου Παιδικού Βρεφονηπιακού Σταθμού (γ΄ ενάγοντος), κατά το χρονικό διάστημα από 21-9-2009 έως 28-3-2011, που αναπλήρωνε την τακτική ταμία του α΄ ενάγοντος ……….., με την προτροπή της β΄ εναγόμενης, η οποία είχε ως δραστηριότητα την εκπροσώπηση  στην περιοχή του Πόρου Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης και τα επιδοτούμενα προγράμματα ιδιωτικών και δημόσιων φορέων και της είχε παραχωρηθεί για το επάγγελμά της αυτό γραφείο στο δημοτικό κατάστημα, αφαίρεσε από το ταμείο (χρηματοκιβώτιο) και από τραπεζικούς λογαριασμούς στην Εμπορική Τράπεζα του α΄ ενάγοντος ποσό 376.952,43 € που ανήκε σ΄ αυτό, ποσό 202.884,19 € που ανήκε στο β΄ ενάγον, ποσό 4.152,58 € που ανήκε στο γ΄ ενάγον και ποσό 659,63 € που ανήκε στο κληροδότημα ……… και διοικείται από το α΄ ενάγον, με σκοπό αμφότερες οι εναγόμενες να τα ιδιοποιηθούν παράνομα. Από την υπεξαίρεση των ανωτέρω ποσών υπέστησαν επί πλέον ζημία, η οποία συνίσταται στην απώλεια των τόκων (διαφυγόν κέρδος) και ανέρχεται σε 5.553,76 € για το α΄ ενάγον, σε 2.989,16 € για το β΄ ενάγον και σε 61,18 € για το γ΄ ενάγον (υπεξαιρ. ποσό Χ 1,04% επιτόκ. Χ 17 μην). Με την πράξη αυτή των εναγομένων υπέστη πλήγμα το κύρος και η φήμη των εναγόντων και έδωσε αφορμή δυσμενών σχολίων και κρίσεων στην τοπική κοινωνία και στον τύπο και υπέστησαν ηθική βλάβη. Ζήτησαν, δε, για την αιτία αυτή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλουν συνολικά για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το χρόνο της αφαίρεσης και να απαγγελθεί εναντίον των εναγομένων προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά τους έξοδα. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της β΄ εναγόμενης και νόμιμη ως προς το α΄ και το β΄ ενάγον, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 481, 914, 926, 932, 346 ΑΚ και 176, 1047 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός α) από το αίτημα του διαφυγόντος κέρδους λόγω απώλειας τόκων, το οποίο είναι αόριστο, διότι δεν εξειδικεύεται στην αγωγή από το υπεξαιρεθέν ποσό για κάθε ενάγον πόσα χρήματα αφαιρέθηκαν από το χρηματοκιβώτιο του Δήμου και πόσα από τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγόντων, στην τελευταία δε περίπτωση κάθε επί μέρους ποσό και από πότε, αφού η υπεξαίρεση  γινόταν τμηματικά και β) από το αίτημα καταβολής τόκων από την β΄ εναγόμενη για τα υπεξαιρεθέντα ποσά από τις 11-5-2011 που αποκαλύφθηκε η αφαίρεση, το οποίο είναι μη νόμιμο, διότι η διάταξη του άρθρου 934 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος οφείλει πράγμα που αφαιρέθηκε με παράνομη πράξη είναι υπερήμερος από το χρόνο της αφαίρεσης, έχει την έννοια της οφειλής αυτούσιου ενσώματος πράγματος και όχι χρηματικής οφειλής, εκτός αν πρόκειται για αφαίρεση ατομικά ορισμένων νομισμάτων, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, άρθρο 934 αρ. 6). Ως προς το τρίτο ενάγον η αγωγή είναι άκυρη ως διαδικαστική πράξη, διότι ασκήθηκε από ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο (άρθρο 62 εδ. α ΚΠολΔ), δεδομένου ότι είχε παύσει να υφίσταται από 29-7-2011 λόγω συγχωνεύσεως με το ΝΠΔΔ με την επωνυμία Κέντρο Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων Πόρου και τη σύσταση του νέου ΝΠΔΔ υπό την επωνυμία Κέντρο Κοινωνικής Προστασίας, Αλληλεγγύης και Παιδείας Δήμου Πόρου. Πρέπει, επομένως, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία κατά την ίδια διαδικασία.

V. Όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του α) απέρριψε την αγωγή ως προς το γ΄ ενάγον, β) υποχρέωσε αυτή να καταβάλει στο α΄ ενάγον ποσό 40.000 € και στο β΄ ενάγον ποσό 20.000 € για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γ) απάγγειλε προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και γ) την καταδίκασε σε καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η α΄ εναγόμενη και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

VI. Α) Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνάγεται σαφώς, ότι για να παραχθεί αδικοπραξία κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος, απαιτείται, εκτός από την επέλευση της ζημίας α) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παράνομα, συγχρόνως δε και υπαίτια, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), β) η παράνομη συμπεριφορά του υπαίτιου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και γ) να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και η μεν προξενηθείσα από το δράστη ζημία είναι παράνομη όταν προσβάλλεται με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη), δικαίωμα του παθόντος προστατευόμενο από το νόμο, η δε υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση του, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αδικοπραξία, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 462/2011). Ειδικότερα, κατά την τελευταία διάταξη, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, δηλαδή αφορά σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα ως κύριος, η δε υποκειμενική υπόστασή του, στην ύπαρξη του δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ακόμη, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη (ΕφΠειρ 136/2019). Β) Κατά το άρθρο 481 ΑΚ, οφειλή σε ολόκληρο υπάρχει, όταν, σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής, καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Εξάλλου το άρθρο 482 εδ. α΄ ΑΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση οφειλής σε ολόκληρο, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμηση του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικώς είτε μερικώς, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 483 εδ. α΄ΑΚ, η καταβολή που έγινε από έναν συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς. Κατά το άρθρο 926 ΑΚ, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι σε ολόκληρο. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι σε ολόκληρο (ΑΠ 901/2004). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 ΑΚ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσότερων υπόχρεων, καθιερώνεται η σε ολόκληρο ευθύνη περισσότερων προσώπων είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσότερων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της, συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή ή εξακρίβωση ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα. Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική σε ολόκληρο ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γέννησης αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (ΑΠ 283/2013, 81/1991, 1489/2008 – ΕφΠειρ 326/2019).

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά δίκης), αξιολογούμενες κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας των προσώπων, εκ των οποίων προέρχονται και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη ήταν υπάλληλος του Δήμου Πόρου (α΄ ενάγοντος) με 34ετή υπηρεσία με καθήκοντα ελεγκτού εσόδων – εξόδων του Δήμου και των ΝΠΔΔ αυτού, ήτοι του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου (β΄ ενάγοντος), 1ου Παιδικού και Βρεφονηπιακού Σταθμού, Κληροδότημα …., Δημοτική Βιβλιοθήκη, ΚΑΠΗ κλπ. Στις 7-8-2009 η τακτική ταμίας του Δήμου ………. έλαβε άδεια κύησης και λοχείας και τα καθήκοντα αυτής με πράξη του Δημάρχου ανατέθηκαν στην πρώτη εναγόμενη, στην οποία παραδόθηκε η ταμειακή διαχείριση και συντάχθηκε το από 7-8-2009 πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής. Από τις αρχές Μαϊου 2011, που η …………. επανήλθε στην υπηρεσία της, η α΄ εναγόμενη όφειλε να της παραδώσει την ταμειακή διαχείριση, πλην όμως αυτή με διάφορα προσχήματα ανέβαλε την παράδοση, με αποτέλεσμα η ………… να αποστείλει στο Δήμαρχο στις 10-5-2011 υπηρεσιακό σημείωμα για την άρνηση αυτή της α΄ εναγόμενης. Το γεγονός αυτό δημιούργησε υποψίες στο Δήμαρχο, ο οποίος στις 11-5-2011 κάλεσε την α΄ εναγόμενη να του εγχειρίσει έγγραφη βεβαίωση για την ταμειακή της διαχείριση και να αναφέρονται τα χρηματικά ποσά που υπήρχαν στο χρηματοκιβώτιο της υπηρεσίας, που ήταν κοινό για όλα τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα. Σε εκτέλεση της εντολής αυτής η α΄ εναγόμενη συνέταξε στις 11-5-2011 δύο (2) έγγραφες βεβαιώσεις κατάστασης ταμείου, στις οποίες βεβαίωνε ότι μέσα στο χρηματοκιβώτιο βρίσκονται τα χρηματικά ποσά 376.934,03 € για λογαριασμό του Δήμου και 202.954,30 € για λογαριασμό του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου, ήτοι συνολικά 579.888,33 €. Την ίδια ημέρα διενεργήθηκε έκτακτος έλεγχος στο ταμείο και ανοίχθηκε ενώπιον του Δημάρχου, της α΄ εναγόμενης και άλλων δημοτικών συμβούλων το χρηματοκιβώτιο, μέσα στο οποίο βρέθηκαν μόνο 3.190,48 €, ενώ το υπόλοιπο ποσό 576.697,85 € η α΄ εναγόμενη είχε αφαιρέσει σταδιακά κατά το χρονικό διάστημα που είχε την ταμειακή διαχείριση του Δήμου σε αναπλήρωση της τακτικής ταμίας …………., γεγονός που ομολόγησε ενώπιον της Επιτροπής Έκτακτου Ελέγχου, μάλιστα δε η ίδια δήλωσε ότι «το έλλειμμα σε μετρητά του χρηματοκιβωτίου, ύψους 585.606,4 € θα είναι σε θέση να το προσκομίσω στον Δήμο την Δευτέρα 16 Μαϊου 2011..» (βλ. την από 11-5-2011 έκθεση ελέγχου του Δήμου). Από τον οικονομικό έλεγχο της περιόδου από 1-1-2010 έως 1-5-2011 διαπιστώθηκε ότι τα πραγματικά υπεξαιρεθέντα ποσά ανέρχονται σε 376.952,43 € για το Δήμο (βλ. την από 12-9-2014 έκθεση ελέγχου του ………., ορκωτού λογιστή) και σε 202.884,30 € για το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο (βλ. την από 9-7-2012 έκθεση έκτακτου ελέγχου των …….. και ……….., ορκωτών λογιστών). Στο δημοτικό κατάστημα είχε παραχωρηθεί γραφείο στη δεύτερη εναγόμενη, η οποία είχε ως δραστηριότητα  την εκπροσώπηση στην περιοχή του Πόρου Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ) και τα επιδοτούμενα προγράμματα δημόσιων και ιδιωτικών φορέων (ΕΟΜΜΕΧ, ΕΣΠΑ) και είχε συνάψει φιλικές σχέσεις με την πρώτη εναγόμενη, γνωρίζοντας ότι αυτή ασχολείτο με την ταμειακή διαχείριση του Δήμου. Μέσα από τη γνωριμία αυτή η β΄ εναγόμενη, αφού έπεισε την α΄ εναγόμενη ότι είναι σε θέση να την εντάξει σε κάποιο χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρόγραμμα επιδότησης του ΕΟΜΜΕΧ στα πλαίσια του ΕΣΠΑ και ΚΕΚ, μέσω του οποίου θα αποκόμιζε χρηματικό όφελος άνω των 720.000 €, την παρότρυνε να αφαιρέσει χρηματικά ποσά από το ταμείο του Δήμου και να τα αποδίδει στην ίδια, με την ίδια, δε, υπόσχεση της είχε αποσπάσει προηγουμένως διάφορα ποσά από την εργασία της, όπως και το εφάπαξ του συζύγου της (είχε αποβιώσει το έτος 2005). Για να γίνει περισσότερο πειστική, παρουσίασε στην α΄ εναγόμενη έγγραφα της γνωμοδοτικής επιτροπής του ΕΟΜΜΕΧ με αποδέκτη την τελευταία, στα οποία αναφέρονται ότι αυτή (α΄ εναγόμενη) είχε καταταγεί ως δικαιούχος από τη σχετική επιτροπή σε προγράμματα του ΕΣΠΑ και ότι θα λάμβανε χρηματική επιδότηση. Στα πλαίσια τακτικής ανάκρισης σε βάρος των εναγομένων για κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία και κακουργηματική ψευδή βεβαίωση σε βάρος της α΄ εναγόμενης και για ηθική αυτουργία στην πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης σε βάρος της β΄ εναγόμενης, πραγματοποιήθηκε έρευνα στην οικία της β΄ εναγόμενης στο ….. Τροιζηνίας και στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της βρέθηκε αυτούσιο ένα από τα προαναφερόμενα έγγραφα με ημερομηνία δημιουργίας και τροποποίησης του αντίστοιχου ηλεκτρονικού αρχείου στις 16-8-2010. Επίσης, στο ηλεκτρονικό αρχείο της β΄ εναγόμενης βρέθηκε και ένας πίνακας δικαιούχων νέων αγροτών των τριών πρώτων κύκλων προκήρυξης 2009, με ημερομηνία δημιουργίας και τροποποίησης του αντίστοιχου ηλεκτρονικού αρχείου στις 7-12-2010, τον οποίο είχε αλλοιώσει και στη θέση του ονόματος ………. είχε γράψει το όνομα της α΄ εναγόμενης και στη θέση του ονόματος ……….. είχε θέσει το όνομα …………, που ήταν αρραβωνιαστικός της (της β΄ εναγόμενης), ο οποίος θα της διέθετε την επιδότησή του, ώστε το ποσό που θα εισέπραττε η α΄ εναγόμενη θα έφθανε τις 720.000 €. Περαιτέρω, σε κατ’ οίκον έρευνα της α΄ εναγόμενης στον Πόρο βρέθηκε ιδιόχειρο σημείωμα αυτής, στο οποίο αναγράφονταν χρηματικές συναλλαγές με την β΄ εναγόμενη. Με την υπ’ αρ. 52-86-132/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά καταδικάστηκαν η α΄ εναγόμενη για την κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία και την κακουργηματική ψευδή βεβαίωση σε συνολική ποινή κάθειρξης 13 ετών και η β΄ εναγόμενη για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε ποινή κάθειρξης 11 ετών, η απόφαση δε αυτή δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη στην παρούσα πολιτική δίκη ότι οι εναγόμενες τέλεσαν σε βάρος των εναγόντων αδικοπραξία, διότι η απόφαση αυτή είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋποθέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης, επιβάλλεται όμως το πολιτικό δικαστήριο να λάβει σοβαρά υπόψη ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση (ΟλΑΠ 4/2020). Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πλήρως ότι η β΄ εναγόμενη έπεισε την α΄ εναγόμενη να αφαιρεί από το χρηματοκιβώτιο του Δήμου χρηματικά ποσά και να της τα αποδίδει, με την υπόσχεση ότι θα την ενέτασσε σε επιδοτούμενο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια του ΕΣΠΑ και ΚΕΚ από τον ΕΟΜΜΕΧ συνολικού ποσού 720.000 €, με το οποίο θα κάλυπτε τα ποσά που θα αφαιρούσε, η δε α΄ εναγόμενη πείσθηκε στις διαβεβαιώσεις αυτές της α΄ εναγόμενης και κατά τακτά χρονικά διαστήματα αφαιρούσε διάφορα ποσά από το χρηματοκιβώτιο του Δήμου και τα απέδιδε στην α΄ εναγόμενη. Εν προκειμένω, επειδή η ζημία των εναγόντων επήλθε με τις ενέργειες αμφοτέρων των εναγομένων, από τις οποίες μόνη της καθεμία δεν μπορούσε να προκαλέσει τη ζημία και την έκταση αυτής, ήτοι επήλθε με την υπαίτια σύμπραξη αμφοτέρων των εναγομένων στην αδικοπραξία, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία (άρθρο 926 ΑΚ), υφίσταται μεταξύ των εναγομένων παθητική σε ολόκληρο οφειλή και οι ενάγοντες δύνανται να ζητήσουν την αποκατάσταση ολόκληρης της ζημίας τους από οποιαδήποτε των  εναγομένων (άρθρο 481 ΑΚ) χωρίς οι ίδιοι αλλά ούτε και το Δικαστήριο να ορίζουν το ποσοστό ευθύνης καθεμίας, διότι το γεγονός αυτό δεν κρίνεται στα πλαίσια της δίκης αποζημίωσης του παθόντος, αλλά στη δίκη περί αναγωγής των εις ολόκληρο ευθυνομένων (άρθρο 927 ΑΚ).

VII. Το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (που υπέστη από την προσβολή) που μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού. Επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ συνάγεται, ότι, προς θεμελίωση αξίωσης προς προστασία της προσωπικότητας νομικού προσώπου, απαιτείται πράξη που επάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια των ανωτέρω εκφάνσεων της και που είναι παράνομη. Είναι δε παράνομη η προσβολή, όταν υπάρχει διάταξη η οποία απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη που προσβάλλει κάποια έκφανση της προσωπικότητας και είναι αδιάφορο αν η απαγόρευση βρίσκεται στο αστικό ή ποινικό δίκαιο ή σε άλλους κανόνες δημοσίου δικαίου ή και ειδικούς νόμους. Ακόμη, από τα άρθρα 298, 299 και 932 του ΑΚ προκύπτει, ότι τα νομικά πρόσωπα δικαιούνται να αξιώσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αν υπέστησαν προσβολή που αναφέρεται στην πίστη, την υπόληψη, το μέλλον και γενικά στα αναγνωριζόμενα σε αυτά αγαθά από αδικοπραξία, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ (ΑΠ 730/2015). Κατά την έννοια δε του άρθρου τούτου, προς θεμελίωση ευθύνης από αδικοπραξία απαιτείται, εκτός των άλλων, να προξενηθεί σε άλλον ζημία από υπαίτια ενέργεια ή παράλειψη του δράστη και η ζημία να είναι παράνομη. Παράνομη είναι η ζημία, όταν με την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη προσβάλλεται δικαίωμα εκείνου που υπέστη τη βλάβη το οποίο προστατεύεται από το νόμο ή και συμφέρον αυτού (ΑΠ 1303/2012). Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του «εύλογου» και συνακόλουθα το «εύλογο» εμπεριέχεται αναγκαίως στο «ανάλογο». Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΠ 9/2015 – ΑΠ 327/2017).

Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι από την ανωτέρω αδικοπραξία δημιουργήθηκαν δυσμενή σχόλια και κρίσεις στην τοπική κοινωνία αλλά και με δημοσιεύματα δια του τύπου σε βάρος των εναγόντων, με αποτέλεσμα να πληγεί η πίστη, η φήμη και το κύρος τους ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους και να υποστούν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να τους επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση, η οποία, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, ο βαθμός υπαιτιότητας της β΄ εναγόμενης, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση της τελευταίας, η οποία φέρεται ότι δεν διαθέτει εισόδημα από εργασία, ούτε εμφανή περιουσιακά στοιχεία, χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι στερείται πόρων, καθώς, τελεσίδικα κρίθηκε ότι συμμετείχε στην τελεσθείσα υπεξαίρεση και αυταπόδεικτα καρπώθηκε και η ίδια πολύ μεγάλο τμήμα των υπεξαιρεθέντων χρημάτων,  και, αφού, τέλος, ληφθεί υπόψη και η οικονομική κατάσταση των εναγόντων, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 40.000 € για το πρώτο ενάγον και των 20.000 ευρώ,, για το δεύτερο ενάγον, ποσό το οποία κρίνεται εύλογα(άρθρο 932 ΑΚ) για το κάθε ενάγον και δεν είναι υπερμέτρως ασύνηθες, αφού το ποσό αυτό, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς του συνήθως επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις. Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που επιδικάστηκαν υπέρ των εναγόντων από το προαναφερόμενο ποινικό Δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγοντες, ήτοι 30 € για το πρώτο και 14 € για το δεύτερο ενάγον.

VIII. Περαιτέρω, σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης, που ενέχεται από αδικοπραξία, πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση, κατ’άρθρ.1047 παρ.1 ΚΠολΔ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της ένδικης αξίωσης των εναγόντων, η διάρκεια της οποίας, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας της πράξης της δεύτερης εναγόμενης, των συνεπειών της, του πταίσματός της και των ως άνω περιστάσεων της τελεσθείσας πράξης, σε συνδυασμό με το ύψος των επίδικων απαιτήσεων και της μη ύπαρξης εμφανών περιουσιακών της στοιχείων πρέπει να ορισθεί σε  δέκα(10) μήνες, ο δε θεσμός της προσωπικής κρατήσεως που προβλέπεται από τη προμνησθείσα διάταξη δεν είναι αντίθετος προς το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ούτε προσκρούει στις επιταγές του Συντάγματος και συγκεκριμένα στις επιταγές των άρθρ. 2§1, 5§§1-4, 7§2 και 25§1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ’ αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προβλέπεται με νόμο (ΑΠ 495/2010).. Εξάλλου, η απαγγελία και η διάρκεια της ως άνω προσωπικής κράτησης της δεύτερης εναγόμενης δεν έρχεται σε αντίθεση με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, καθόσον είναι πρόσφορη για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, προκαλεί τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό στη δεύτερη εναγόμενη και τελεί σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό, έτσι ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια των εναγόντων να μην υπολείπεται της επερχόμενης από την προσωπική κράτηση βλάβης της δεύτερης εναγόμενης (ΑΠ1138/2019, ΑΠ361/2016).

IΧ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί να καταβάλει στο πρώτο ενάγον 416.922,43 € (376.952,43 ευρώ ως αποζημίωση + 39.970 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) και  στο δεύτερο ενάγον 222.870,03 € (202.884,30 ευρώ ως αποζημίωση + 19.986 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί εναντίον της προσωπική κράτηση διάρκειας δέκα(10) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός των μερών (άρθρα 178 παρ.1, 183 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 περ. β΄, 68 ΚωδΔικηγ). Επίσης πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην  εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

Χ.  Σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, επί αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Όπως προαναφέρθηκε (παρ. VIII), χρηματική ικανοποίηση δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και επομένως, τις περιπτώσεις αυτές με τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να επικαλείται ειδικά (και στην συνέχεια να αποδεικνύει) το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, διαφορετικά η αγωγή είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 111 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, αόριστη (ΑΠ 730/2015, 382/2011).

Η πρώτη εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως ορισμένο το αίτημα των εναγόντων για απαγγελία προσωπικής κράτησης αυτής από την σε βάρος τους τελεσθείσα αδικοπραξία, διότι δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται και ποία ήταν η ηθική τους βλάβη. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμος (άρθρα 57, 59, 932 ΑΚ και 216 παρ.1 ΚΠολΔ) και ερευνώμενος περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, διότι οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι λόγω της σε βάρος τους τελεσθείσας αδικοπραξίας από την πρώτη εναγόμενη δημιουργήθηκαν δυσμενή σχόλια και κρίσεις στην τοπική κοινωνία αλλά και με δημοσιεύματα δια του τύπου σε βάρος τους, με αποτέλεσμα να πληγεί η πίστη, η φήμη και το κύρος τους ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους και να υποστούν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας ζήτησαν να τους επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 100.030 € για το πρώτο και ποσού 50.010 € για το δεύτερο ενάγον.

ΧΙ.  Η πρώτη εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε σε βάρος της καταβολή χρηματικού ποσού 40.000 € στο α΄ ενάγον και ποσού 20.000 € στο β΄ ενάγον για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εσφαλμένα απάγγειλε εναντίον της προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, διότι τα ενάγοντα προς ικανοποίηση των αξιώσεών τους αυτών έχουν προβεί στη συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της, που συνολικά κατ’ αξία υπερβαίνει τα ανωτέρω ποσά. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ) και, νόμιμος (άρθρα 340, 1047 παρ.1 εδ. β ΚΠολΔ), ερευνώμενος, δε, περαιτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως και κατ’ουσίαν βάσιμος, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 366/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδ. ασφαλιστικών μέτρων) διατάχθηκε, μεν, η συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εκκαλούσας, μέχρι του ποσού των 645.000 €, δηλαδή για όλο το κατά τα παραπάνω, υπεξαιρεθέν ποσό, καίτοι με την ένδικη αγωγή δεν αναζητείται το ποσό αυτό από την εκκαλούσα πέραν της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Με βάση την απόφαση αυτή τα ενάγοντα κατέσχεσαν συντηρητικά ακίνητα της εκκαλούσας και συγκεκριμένα α) διαμέρισμα πολυκατοικίας επί της οδού …… στα …….. Αθηνών, εκτιμώμενης αξίας 26.000 €, β) οικόπεδο με παλαιά διώροφη οικοδομή εντός της πόλης του …. Τροιζηνίας, εκτιμώμενης αξίας 99.000 € και γ) άλλο οικόπεδο με παλαιά διώροφη οικοδομή εντός της πόλης του ….. Τροιζηνίας, εκτιμώμενης αξίας 247.000 €. Ωστόαο, επί των υπό στοιχεία β΄ και γ΄ ακινήτων, όπως δεν αμφισβητείται ειδικώς από την πρώτη εναγόμενη, υφίστανται εγγεγραμένες από Τράπεζες, προσημειώσεις υποθηκών, συνολικού ύψους, τουλάχιστον 220.000 ευρώ, σε επιγενόμενη, δε, αναγκαστική εκτέλεση οι τράπεζες έχουν, πλέον, προνόμιο έναντι των εναγόντων, Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει σε βάρος της ενεχόμενης από αδικοπραξία πρώτης εναγόμενης, να διαταχθεί προσωπική κράτηση, κατ’άρθρ. 1047 παρ.1 ΚΠολΔ, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση της  αξίωσης των εναγόντων, η διάρκεια της οποίας, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας της πράξης της πρώτης εναγόμενης, των συνεπειών αυτής, του πταίσματος της πρώτης εναγόμενης και των ειδικότερων περιστάσεων της τελεσθείσας πράξης, σε συνδυασμό με το ύψος των επίδικων σε βάρος της απαιτήσεων και της κατά τα παραπάνω συντηρητικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας της, πρέπει να ορισθεί σε  τέσσερεις (4) μήνες.

ΧΙΙ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απάγγειλε προσωπική κράτηση σε βάρος της εκκαλούσας (α΄ εναγόμενης), διάρκειας έξι (6) μηνών, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, κατά το βάσιμο τούτο λόγο, η έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το κεφάλαιό της αυτό, που αναφέρεται στη διάρκεια της προσωπικής κράτησης και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ’ ουσίαν (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να απαγγελθεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης προσωπική κράτηση, διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός των μερών (άρθρα 178 παρ.1, 183 ΚΠολΔ και 63 παρ. 1 περ. β΄, 68 ΚωδΔικηγ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα – α΄ εναγόμενη (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις δύο από 23-3-2017 και με αριθμούς καταθέσεων ……./2017 και ……/2017 εφέσεις κατά της υπ΄ αριθμό 1084/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Επί της με αρ. καταθ. …../2017 εφέσεως.

Απορρίπτει την έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη.

Δικάζει  κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται κατά τα λοιπά την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 1084/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούν την εκκαλούσα (β΄ εναγομένη).

Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσίαν την υπόθεση.

Απορρίπτει την από 4-10-2012 (Α.Κ. ……../2012) αγωγή ως προς το τρίτο ενάγον.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τη β΄ εναγομένη.

Υποχρεώνει τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στο πρώτο ενάγον το ποσό των τετρακοσίων δεκαέξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι δύο ευρώ και σαράντα τριών λεπτών(416.922,43 €) και στο δεύτερο ενάγον το ποσό των διακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ και τριών λεπτών (222.870,03 €),  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Απαγγέλλει εναντίον της δεύτερης εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας δέκα (10) μηνών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.

Επιβάλλει σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία μετά την κατανομή τους ορίζει σε δέκα χιλιάδες πεντακόσια (10.500) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Επί της με αρ. καταθ. ……/2017 εφέσεως.

Απορρίπτει την έφεση ως προς το τρίτο εφεσίβλητο.

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται κατά τα λοιπά την έφεση τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά.

Εξαφανίζει ως προς την α΄ εναγομένη την υπ’ αρ. 1084/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, κατά το κεφάλαιο που αναφέρεται στη διάρκεια της προσωπικής κράτησης.

Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσίαν την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την από 4-10-2012 αγωγή ως προς το αίτημα αυτής περί  προσωπικής κράτησης της πρώτης εναγόμενης και απαγγέλει σε βάρος της τελευταίας προσωπική κράτηση διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών.

Επιβάλλει σε βάρος της πρώτης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία μετά την κατανομή τους ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) €. Και

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 16η Ιουνίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ