Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 33/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     33/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011 «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Με το ανωτέρω περιεχόμενο επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης και έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας ανακοπής ερημοδικίας. Η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η «τυπική» παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (A.Π. 1478/2019, Α.Π. 579/2018, Α.Π. 546/2014, Α.Π. 1015/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο, που μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Α.Π. 579/2018, AΠ. 495/2017, Εφ.Πατρ. 33/2020, Εφ.Θεσ. 637/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, παρ. 2042, σ. 513). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (A.Π. 579/2018, Α.Π. 6/2017, Α.Π. 343/2013, Εφ.Πατρ. 33/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.α, παρ. 2099, σ. 524).

Στην προκειμένη περίπτωση, η από 12-6-2019 και με Γ.Α.Κ. … και Ε.Α.Κ. …../14-6-2019 έφεση των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της με αριθ. 5398/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην τους, κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε, ως αβάσιμη κατ’ ουσία, λόγω της ερημοδικίας τους (κατά πλάσμα του νόμου, επειδή παρέστησαν μη νόμιμα με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ενώ ήταν υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης) την από 18-6-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./23-6-2015 αγωγή τους, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 14-6-2019, προ πάσης επιδόσεως της πρωτόδικης απόφασης (αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε προκύπτει άλλωστε από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα) αλλά σε κάθε περίπτωση εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. [όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 87) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016] προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης που έλαβε χώρα στις 5-12-2017, αρμόδια δε καθ’ ύλη και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ενιαίο παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, όπως προκύπτει από το με κωδικό πληρωμής ……… e-παράβολο Δημοσίου και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της (συμπεριλαμβανομένης αυτής περί επιβολής δικαστικών εξόδων – Εφ.Πατρ. 334/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 164/2019, www.efeteiopeir.gr, Σαμ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σ. 233), χωρίς έρευνα των λόγων έφεσης, αφού, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, δεν απαιτείται να περιέχεται συγκεκριμένος λόγος έφεσης στο εφετήριο, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην των εκκαλούντων εναγόντων στον πρώτο βαθμό και στηρίχθηκε στην ερημοδικία τους, ενώ αυτοί με την έφεσή τους πλήττουν την απόφαση στο σύνολό της, επικαλούμενοι βασιμότητα της αγωγής τους και προβάλλοντας εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψή της. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ενώ οι εκκαλούντες ενάγοντες δικαιούνται να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως.

Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 Α.Κ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (Α.Π 129/2020, A.Π. 292/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του (Α.Π. 129/2020, Α.Π. 611/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 Α.Κ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 Α.Κ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 Α.Κ.) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή (Ολ.Α.Π. 2/2008, Α.Π. 292/2020, Α.Π. 271/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή, κ.λ.π.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητάς του, καθώς και κάθε μειωτική επέμβαση από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου και συνιστούν προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτομένου κατά το χρονικό σημείο της προσβολής, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (Α.Π. 1394/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως είναι είτε από άποψη έννομης τάξεως μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά (Α.Π. 158/2019, Α.Π. 97/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα συμφέροντα για τη διακρίβωση της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της (Α.Π. 474/2020, Α.Π. 920/2018, Α.Π. 456/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 Π.Κ (Α.Π. 129/2020, Α.Π. 292/2020, Α.Π. 611/2019, Α.Π. 574/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ, εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ’ αυτό ανακοίνωση που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον (Α.Π. 129/2020, Α.Π. 292/2020, Α.Π. 611/2019, Α.Π. 1394/2017, Α.Π. 1352/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ’ άρθρο 362 Π.Κ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (Α.Π. 129/2020, Α.Π. 292/2020, Α.Π. 169/2019, Α.Π. 611/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ. περιπτώσεις που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νομίμου εξουσίας ή την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Και στην περίπτωση όμως αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως εμφαίνεται στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαίος για την απόδοση της σκέψεως αυτού που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος, παρά ταύτα, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου (Α.Π. 129/2020, Α.Π. 169/2019, Α.Π. 521/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η τελευταία διάταξη του άρθρου 367 του Π.Κ, για την ενότητα της εννόμου τάξεως, εφαρμόζεται, αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 -59 και 914 επ. Α.Κ, ώστε, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 παρ. 2 Π.Κ.), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (Α.Π. 149/2020, Α.Π. 169/2019, Α.Π. 15/2018, Α.Π. 1469/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους φήμη και υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (Α.Π. 932/2019, Α.Π. 704/2017, Α.Π. 730/2015, ΑΠ 382/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης αυτής τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ, να αναφέρουν ορισμένως ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (Α.Π. 932/2019, Α.Π. 382/2011, Εφ.Αθ. 6645/2019, Εφ.Πειρ. 644/2019, Εφ.Θεσ. 78/2018, Εφ.Πειρ. 566/2018, Εφ.Λαρ. 85/2016, Εφ.Πειρ. 541/2015, Εφ.Πειρ. 787/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1265/2010, www.areiospagos.gr, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμ. IV, υπ’ άρθρο 932, αριθ. 13, σ. 817). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 Α.Κ, «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 65 παρ. 1 και 67 του Α.Κ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, «το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα» και «όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα..», σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (Α.Π. 641/2011) και Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα όργανα που διοικούν και εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο (τέτοιο είναι και η ιδιαίτερου τύπου κεφαλαιουχική εταιρία του ν. 959/1979 – Α.Π. 154/2018, Εφ.Πειρ. 624/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ίδιων, όσο και του νομικού προσώπου (Α.Π. 54/2019, Α.Π. 253/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 293 του Ν. 4072/2012 «1. Η κοινοπραξία είναι εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα. Εφόσον καταχωρισθεί στο Γ.Ε.ΜΗ. ή εμφανίζεται προς τα έξω, αποκτά, ως ένωση προσώπων, ικανότητα δικαίου και πτωχευτική ικανότητα. 2. Στην κοινοπραξία που συστήθηκε με σκοπό το συντονισμό της δραστηριότητας των μελών της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αστική εταιρία. …. 3. Εφόσον η κοινοπραξία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ. και εφαρμόζονται ως προς αυτήν αναλόγως οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρία. 4. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και στις ειδικά ρυθμιζόμενες κοινοπραξίες, εκτός αν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στην ειδική ρύθμιση».

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες «……..» και ………., με την ανωτέρω αγωγή τους, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσαν ότι ο δεύτερος απ’ αυτούς είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης απ’ αυτούς, τα πλοία των μελών της οποίας (ανωνύμων ναυτιλιακών εταιριών «……..», «………..» και «………..») εκτελούν δρομολόγια στις πορθμειακές γραμμές Καβάλας – Θάσου και Κεραμωτής – Θάσου. Ότι με την ιδιότητά του αυτή ο δεύτερος απ’ αυτούς παρευρισκόταν στις 22-5-2015 στη Χώρα Νάξου στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών που εξέταζε αίτημα της πρώτης εναγομένης  «………..», το αμφίδρομο σκάφος της οποίας «ΣΦ» εκτελούσε και αυτό δρομολόγια στις άνω πορθμειακές γραμμές. Ότι κατά τη διάρκεια της σχετικής ακροαματικής διαδικασίας ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας και στα πλαίσια της ενάσκησης των καθηκόντων του, ενώ αντιμετώπιζε την αιτιολογημένη άρνηση επί εξεταζομένου αιτήματος της τελευταίας, τόσο των ιδίων (εναγόντων) όσο και του νομίμου εκπροσώπου άλλης ναυτιλιακής εταιρίας η οποία είχε και αυτή τα πλοία της δρομολογημένα στις άνω πορθμειακές γραμμές, ισχυρίστηκε ενώπιον των παρισταμένων μελών του ανωτέρω Συμβουλίου και των παρευρισκομένων πλοιοκτητών απ’ όλη την Ελλάδα, άνευ οιασδήποτε αφορμής, τα ακόλουθα ψευδή, συκοφαντικά, εξυβριστικά και εν γένει μειωτικά της προσωπικής και επαγγελματικής τιμής, υπόληψης, αξιοπιστίας και επαγγελματικού μέλλοντός τους γενικότερα «ο ………. έβαλε στην Αθήνα δυο κουκουλοφόρους να δείρουν το γιο μου και ο γιος μου ήταν για δύο μήνες στο νοσοκομείο» και «κατά την άφιξη του πλοίου μας στο λιμάνι της Θάσου τον Ιούνιο του 2014 έβαλε πέντε ανθρώπους με παλούκια στην παραλία να μας απειλούν να φύγουμε από τη Θάσο». Ότι ο δεύτερος εναγόμενος προέβη στους ισχυρισμούς αυτούς με σκοπό να ικανοποιηθεί το εξεταζόμενο αίτημα της πρώτης εναγομένης προς το άνω Συμβούλιο, καθώς και για να βλάψει την προσωπική και επαγγελματική τιμή, υπόληψη, κοινωνική υπόσταση και αξιοπιστία τους. Ότι το σκοπό του αυτό τον πέτυχε κατά το δεύτερο σκέλος του, αφού δημιούργησε την εντύπωση στους πλέον των σαράντα παρισταμένους στην άνω συνεδρίαση, καθώς και στο ευρύτερο κοινό, δια περαιτέρω κοινολογήσεως απ’ αυτούς του άνω περιστατικού, ότι η πρώτη ενάγουσα, κατά την ενάσκηση της δραστηριότητάς της και για την προώθησή της, επιλέγει και χρησιμοποιεί ως όργανα εκπροσώπησής της άτομα που ανήκουν στον υπόκοσμο, ανέντιμα και ανήθικα, στα οποία δίνει εντολές για τέλεση εγκληματικών πράξεων, καθώς και ότι ο δεύτερος ενάγων είναι ανέντιμος, ανήθικος, εγκληματική προσωπικότητα και κακοποιό στοιχείο. Ότι από τους άνω ισχυρισμούς του δευτέρου εναγομένου κλονίστηκε η ηθική και επαγγελματική αξιοπιστία τους (εναγόντων) στον ευρύ κύκλο των παρισταμένων συνεργατών τους, με τους οποίους οι ίδιοι (ενάγοντες) πραγματοποιούσαν επί σειρά ετών συναλλαγές εκατομμυρίων ευρώ, αγοράζοντας απ’ αυτούς ή πουλώντας τους ακτοπλοϊκά σκάφη μεγάλης αξίας, όπως το ναυπηγούμενο για λογαριασμό της πρώτης απ’ αυτούς αμφίδρομο επιβατικό οχηματαγωγό πλοίο «ΑΜ», χωρητικότητας 203 I.X. αυτοκινήτων και 1.200 επιβατών, αξίας 5.200.000 ευρώ, καθώς στους προμηθευτές της δημιουργήθηκαν σοβαρά ερωτηματικά για την ηθική υπόσταση και εντιμότητά της, αλλά και για τις πιθανές ενέργειές της σε περίπτωση πιθανών διαφωνιών ή οικονομικών διαφορών από τις μεταξύ τους συναλλαγές. Ότι όταν προέβαλε υπό την άνω ιδιότητά του τους άνω ισχυρισμούς ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε πολύ καλά ότι οι ενάγοντες είναι αξιοπρεπείς, έντιμοι, ηθικοί και σοβαροί επιχειρηματίες, απολαμβάνοντες κοινωνική και επαγγελματική εκτίμηση και αναγνώριση, αφού κατά το παρελθόν η πρώτη απ’ αυτούς (ενάγοντες) είχε αγοράσει από εταιρίες στις οποίες ο ίδιος (δεύτερος εναγόμενος) ήταν μέτοχος δύο αμφίδρομα οχηματαγωγά πλοία ανοικτού τύπου (το «Π» και το «ΑΡ»), αντί τιμήματος 10.000.000,00 ευρώ περίπου, το οποίο τους κατέβαλε έγκαιρα. Ότι από τους άνω ισχυρισμούς των εναγομένων – οι οποίοι αποτελούν αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος τους και προσέβαλαν  το δικαίωμα στην προσωπικότητά τους – οι ίδιοι (ενάγοντες) υπέστησαν ανυπολόγιστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, ενώ, καθώς η συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου είναι και ποινικά κολάσιμη, ο δεύτερος απ’ αυτούς (ενάγοντες) τον μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμιση ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Καβάλας, δηλώνοντας ότι παρίσταται και ως πολιτικώς ενάγων εναντίον του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 40,00 ευρώ, επιφυλασσόμενος να αξιώσει στα αρμόδια πολιτικά Δικαστήρια την ικανοποίηση του υπολοίπου ποσού της χρηματικής του ικανοποίησης, καθώς και κάθε άλλη ζημία του. Με βάση το ιστορικό οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, το ποσό των 150.000,00 ευρώ στην πρώτη απ’ αυτούς και το ποσό των 149.960,00 ευρώ στο δεύτερο απ’ αυτούς, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να απαγγελθεί κατά του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση διαρκείας ενός έτους, λόγω του αδικήματος και ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, διότι δεν περιέχει αναγκαία στοιχεία για τη διαδικαστική της πληρότητα και τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης της ανωτέρω ενάγουσας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Ειδικότερα, δεν αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος της ανωτέρω ενάγουσας (οι αποδιδόμενες στο δεύτερο εναγόμενο φράσεις δεν περιέχουν σαφώς μειωτικά γι’ αυτήν περιστατικά), ενώ δεν εξειδικεύει επαρκώς και την επικαλούμενη ηθική βλάβη της, αφού δεν αναφέρει εάν η ηθική βλάβη της συνδέεται με συγκεκριμένη βλάβη της που έχει υλική υπόσταση (έστω με αναφορά της επιχειρηματικής και περιουσιακής της κατάστασης χωρίς την παρεμβολή της αδικοπραξίας και μετά από αυτή, ώστε να προκύπτει η διαφορά, η οποία συνιστά συγκεκριμένη βλάβη της με την άνω έννοια), δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, στα νομικά πρόσωπα δεν αναγνωρίζεται ενδιάθετο συναίσθημα και εσωτερικός κόσμος που δικαιολογεί τη χρηματική τους ικανοποίηση λόγω προσβολής της εμπορικής τους πίστης και επαγγελματικής τους υπόληψης. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω ελλείψεις δεν επιχειρήθηκε να συμπληρωθούν με τις πρωτόδικες προτάσεις της πρώτης ενάγουσας, ανεξάρτητα από το απαράδεκτο μιας τέτοιας συμπλήρωσης (Α.Π. 5/2020, Α.Π. 119/2018, Α.Π. 1004/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, ως προς την πρώτη ενάγουσα, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά παραδοχή ως βάσιμης και της σχετικής ένστασης των εναγομένων. Επίσης, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος των τελευταίων, πρέπει να καταδικαστεί η πρώτη ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Ως προς το δεύτερο ενάγοντα όμως η αγωγή είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 330, 346, 914, 919, 932 Α.Κ, 361, 362, 363, 366, 368 Π.Κ, 176, 1047 παρ. 1, 1049 Κ.Πολ.Δ, 293 του Ν. 4072/2012 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία, δεδομένου ότι καταβλήθηκε για το αντικείμενό της το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. σχετ. τα υπ’ αριθ. …./4-10-2016 και …. /4-10-2016 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Καβάλας).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια [μεταξύ των οποίων και τα με αριθ. 34/2016 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που περιέχουν  καταθέσεις μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι το προαναφερθέν Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο (Α.Π. 1505/1995, ΕλλΔνη 1997, 1541, Α.Π. 1458/1990, ΕΕΝ 1991, 617, Εφ.Πειρ. 411/2020, Εφ.Πειρ. 162/2020, www.efeteio-peir.gr, Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Συμπλ. Τομ. 2001, υπ’ άρθρο 339, αριθ. 14, σ. 378)] αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δεύτερος ενάγων …….. είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ενάγουσας κοινοπραξίας «……..» και των μελών της ανωνύμων ναυτιλιακών εταιριών «. …..», «……..» και «………», τα αμφίδρομα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία των οποίων «ΑΡ», «ΠΘ» και «ΠΘ1», κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο (22-5-2015), ήταν δρομολογημένα στις πορθμειακές γραμμές Κεραμωτής – Θάσου και Πρίνου – Καβάλας. Ενόψει δε του ότι η πρώτη ενάγουσα δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στην εκμετάλλευση των άνω πλοίων στις άνω πορθμειακές γραμμές για τη μεταφορά προσώπων, πραγμάτων και εμπορευμάτων αντί κομίστρου, απέκτησε νομική προσωπικότητα κατ’ άρθρο 293 αριθ. 3 Ν. 4072/2012, ως εν τοις πράγμασιν ομόρρυθμη εταιρία. Ο δεύτερος εναγόμενος ………. είναι νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας «…..», το αμφίδρομο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο της οποίας «ΣΦ» τον Ιούνιο του 2014 δρομολογήθηκε στις ίδιες πορθμειακές γραμμές, στις οποίες, σημειωτέον, δραστηριοποιείτο  επιχειρηματικά με το αμφίδρομο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «ΘΙΙΙ» και η μη διάδικος ναυτιλιακή εταιρία «……….». Οι άνω νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης (οι οποίοι έχουν και τον ουσιαστικό έλεγχο αυτών), υπό την άνω ιδιότητά τους, παρευρίσκονταν στις 22-5-2015 στη Χώρα Νάξου σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών, το οποίο επρόκειτο να γνωμοδοτήσει, εκτός άλλων, επί αιτημάτων δρομολογίων για την τρέχουσα δρομολογιακή περίοδο, τα οποία είχαν υποβάλει η πρώτη ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη και η εταιρία «…………» και αφορούσαν την εξυπηρέτηση της πορθμειακής γραμμής Κεραμωτής – Λιμένος Θάσου με ένα επιπλέον δρομολόγιο στις 05:45’. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης ενάγουσας, ο δεύτερος εναγόμενος σηκώθηκε και απευθυνόμενος προς το δεύτερο ενάγοντα δήλωσε ενώπιον των παρευρισκομένων στη συνεδρίαση σαράντα και πλέον ατόμων απ’ όλους τους χώρους της ναυτιλίας  ότι «ο ……. έβαλε στην Αθήνα δυο κουκουλοφόρους να δείρουν το γιο μου και ο γιος μου ήταν για δυο μήνες στο νοσοκομείο» και «κατά την άφιξη του πλοίου μας στο λιμάνι της Θάσου τον Ιούνιο του 2014 έβαλε πέντε ανθρώπους με παλούκια στην παραλία να μας απειλούν για να φύγουμε από τη Θάσο». Την ανακοίνωση των άνω καταγγελιών του σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος κατά τη διάρκεια της άνω συνεδρίασης επιβεβαίωσαν, επικαλούμενοι ιδίαν αντίληψη: α) στην ένορκη κατάθεσή του στο ακροατήριο ο μάρτυρας απόδειξης ……… (υπάλληλος πρώτης ενάγουσας – υπεύθυνος δρομολόγησης των πλοίων της στις άνω πορθμειακές γραμμές), β) στις από 5-11-2015 ένορκες καταθέσεις τους ενώπιον του Πταισματοδίκη Θάσου (στα πλαίσια διενεργηθείσας προανάκρισης επί της από 10-6-2015 και με ……….. σχετικής μήνυσης του δευτέρου ενάγοντος κατά του δευτέρου εναγομένου ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Καβάλας) i) ο Πρόεδρος της ναυτικής εταιρίας «………» ……… και ii) η Πρόεδρος της ναυτικής εταιρίας «……….» ……… (σύζυγος του δευτέρου ενάγοντος) και γ) στην από 30-3-2016 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά ο ασκούμενος δικηγόρος Αγγλίας …….., ενώ και ο Αντιπρόεδρος της ναυτιλιακής εταιρίας  «………» ………. στην από 5-11-2015 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του άνω Πταισματοδίκη Θάσου ανέφερε ότι «κατά τη συνεδρίαση του Σ.Α.Σ. στις 22-5-2015 σηκώθηκε ο μηνυόμενος κύριος . ….. και φώναζε ενώπιον όλων των παρευρισκομένων ότι ο μηνυτής κύριος …….. έβαλε κουκουλοφόρους να δείρουν το γιο του κυρίου …… και τον έστειλαν στο νοσοκομείο για δυο μήνες», καθώς και ότι «τον Ιούνιο του 2014 ο μηνυτής έβαλε ανθρώπους με μαδέρια να τους τραμπουκίσουν και να τους πουν να φύγουν από τη Θάσο κατά την άφιξη του πλοίου του κου ….. στο λιμάν». Πλην όμως από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος ενάγων (. ….) υπήρξε υποκινητής του άνω ξυλοδαρμού του υιού του δευτέρου εναγομένου ……… από δυο άνδρες αγνώστων στοιχείων με καλυμμένα με κράνη τα πρόσωπά τους, ξυλοδαρμού ο οποίος πράγματι έλαβε χώρα (με γροθιές στο κεφάλι του ανωτέρω παθόντος) στις 29-4-2013 και περί ώρα 00:30, σε σημείο πλησίον της πλατείας Μέμου στον Κορυδαλλό Αττικής, όπου τον παρέσυρε σε συνάντηση γυναίκα αγνώστων στοιχείων, προσποιούμενη ότι ήθελε να τον γνωρίσει. Άλλωστε, κατά τους κανόνες της κοινής λογικής, ο δεύτερος ενάγων δεν είχε κίνητρο να υποκινήσει τέτοια ενέργεια σε βάρος του άνω υιού του δεύτερου εναγομένου, όπως ασφαλώς μπορούσε να αντιληφθεί ο τελευταίος όταν του απηύθυνε ενώπιον του Σ.Α.Σ. την άνω καταγγελία, αφού, κατά το χρόνο του άνω ξυλοδαρμού, η πρώτη εναγόμενη εταιρία είχε μεν εκδηλώσει σχετικό ενδιαφέρον αλλά δεν είχε δρομολογήσει ακόμη το άνω πλοίο της στις άνω πορθμειακές γραμμές και δεν εμφανιζόταν ως απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα της εταιρίας του δευτέρου ενάγοντος, καθώς ήταν άγνωστο αν τελικά θα εξασφάλιζε την αναγκαία προς τούτο από το νόμο έγκριση, κάτι το οποίο συνέβη 14 μήνες αργότερα. Σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του άνω ξυλοδαρμού του υιού του δευτέρου εναγομένου (ο οποίος, επισημαίνεται ότι, κατ’ επιλογήν του προσήλθε στο «τυφλό ραντεβού» όπου δέχθηκε την επίθεση) και της επικαλούμενης από το δεύτερο εναγόμενο προσπάθειας του δεύτερου ενάγοντος να τον αποτρέψει να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στην πορθμειακή γραμμή Κεραμωτής – Θάσου, λαμβανομένου υπόψη ότι ο άνω ξυλοδαρμός έλαβε χώρα ένα περίπου έτος πριν την άφιξη του πλοίου του δευτέρου εναγομένου στο λιμένα της Θάσου και πριν ακόμη ο τελευταίος υποβάλει αίτηση για τη δρομολόγηση του πλοίου αυτού στην άνω πορθμειακή γραμμή. Επίσης, από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του δευτέρου εναγομένου ότι τον Ιούνιο του 2014 ο δεύτερος ενάγων έπεισε πέντε ανθρώπους να τον απειλήσουν κρατώντας παλούκια για να φύγει από τη Θάσο, ισχυρισμός ο οποίος, σημειωτέον, συνδέεται αναπόσπαστα με το πρόσωπο του δευτέρου εναγομένου, ώστε να έχει αυτός, κατά λογική αναγκαιότητα, άμεση αντίληψη της αληθείας του. Σε άλλη άποψη δεν μπορεί να οδηγήσει η κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του μάρτυρος ανταπόδειξης ………. (υιού του δευτέρου εναγομένου), δεδομένου ότι ο μάρτυρας αυτός δεν παρευρίσκονταν στην επίμαχη συνεδρίαση του Σ.Α.Σ, ενώ παραδέχθηκε, μεταξύ άλλων, για μεν το περιστατικό του ξυλοδαρμού του στον Κορυδαλλό, ότι ο πατέρας του πράγματι το ανέφερε στο Σ.Α.Σ, για δε το περιστατικό της Θάσου, ότι δεν έγινε τον Ιούνιο του 2014 (ισχυρισθείς όμως ότι έγινε σε μεταγενέστερο χρόνο). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου άνω ψευδείς καταγγελίες σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε σωματική βλάβη και σε απειλή, ναι μεν δεν επηρέασαν το Σ.Α.Σ. στη συγκεκριμένη γνωμοδότησή του, καθώς και ναυτιλιακούς επιχειρηματίες και τρίτους του κύκλου του δεύτερου ενάγοντος σε συγκεκριμένες μετέπειτα συναλλαγές τους μαζί του και δεν τον υποχρέωσαν να προβεί εξ ιδίων πόρων και τραπεζικού δανεισμού στην παραγγελία ναυπήγησης του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «Α» αντί 5.200.000,00 ευρώ, όπως ο ίδιος αβάσιμα ισχυρίζεται, πλην όμως συνιστούν σοβαρής ηθικής απαξίας και κοινωνικής αποδοκιμασίας αδικήματα που του προσάπτονταν και ως ισχυρισμοί γεγονότων, που προβλήθηκαν μάλιστα ενώπιον τρίτων, ήταν αντικειμενικά ικανοί να προσβάλουν (όπως και πράγματι προσέβαλαν) την τιμή, την υπόληψη και την εν γένει προσωπικότητά του, ο δε δεύτερος εναγόμενος γνώριζε και αποδεχόταν τούτο. Ειδικότερα, οι άνω ψευδείς ισχυρισμοί περιήλθαν σε γνώση σαράντα και πλέον παρισταμένων ατόμων από το διοικητικό και επιχειρηματικό κύκλο συναλλαγών του δευτέρου ενάγοντος (μεταξύ των οποίων ο Γενικός Γραμματέας του Υ.Ε.Ν. ………, ο Δήμαρχος Λήμνου …….., ο Πρόεδρος της Ένωσης Πορθμείων Ελλάδος ………, οι εκπρόσωποι των ναυτιλιακών εταιριών «……», «…….» και «………», ………, …….. και  ……… αντίστοιχα, Αξιωματικοί Λιμενικού Σώματος, εκπρόσωποι διαφόρων θεσμικών φορέων, κ.ά.) και είχαν ως αποτέλεσμα την τρώση της τιμής και της υπόληψης αυτού, ο οποίος εμφανίστηκε ότι ενέχεται στις ως άνω αξιόποινες πράξεις της σωματικής βλάβης και απειλής, ενώ η αλήθεια ήταν ότι αυτός ουδέποτε ενεπλάκη σ’ αυτές, ούτε και είχε λόγο να το κάνει, όπως γνώριζε ο δεύτερος εναγόμενος. Από τον τρόπο και τις εν γένει περιστάσεις που ειπώθηκαν οι ψευδείς αυτοί ισχυρισμοί καταδεικνύεται σκοπός του δευτέρου εναγομένου που κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας του δευτέρου ενάγοντος και όχι στη διαφύλαξη και προστασία από δικαιολογημένο ενδιαφέρον του (άρθρο 367 Π.Κ.) των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων του και της πρώτης εναγομένης, κάτι που άλλωστε και ο ίδιος δεν επικαλείται. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, επέδειξε έναντι του δεύτερου ενάγοντος την ιστορούμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά (τελώντας σε βάρος του το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης), προσβάλλοντας συνακόλουθα και το δικαίωμα της προσωπικότητάς του. Δικαιούται, επομένως, ο δεύτερος ενάγων, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 71, 299, 481, 486, 914, 926 και 932 Α.Κ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 362, 363 Π.Κ, να αξιώσει από τους εναγόμενους χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ύψους 10.000,00 ευρώ. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων και συγκεκριμένα του είδους, της αμεσότητας, της βαρύτητας και των συνθηκών τέλεσης της άδικης πράξης του δευτέρου εναγομένου υπό την άνω ιδιότητά του, του βαθμού του πταίσματος αυτού και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών. Η καταβολή του άνω ποσού, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία επί του καθαρώς ηθικού αγαθού της τιμής και της υπόληψης του δευτέρου ενάγοντος, είναι εντούτοις σε θέση να αμβλύνει ως ένα βαθμό τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σ’ αυτόν η προσβολή. Κατόπιν τούτων, η αγωγή ως προς το δεύτερο ενάγοντα πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την  επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα να απαγγελθεί κατά του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση, ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1047 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 ν. 3994/2011, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση που, όπως εν προκειμένω, είναι μικρότερη από τριάντα χιλιάδες (30.000,00) ευρώ. Επίσης, οι εναγόμενοι, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του δευτέρου ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (ενόψει του ότι αυτός δικάστηκε ερήμην πρωτοδίκως), κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 2, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, 63 παρ. 1α’, 68 παρ. 1, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» – βλ. και Εφ.Αθ. 3808/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ για τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 178 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, επιβολής μέρους μόνο της δικαστικής δαπάνης στον ηττηθέντα διάδικο σε περίπτωση όπου ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης εξαρτάται από την κρίση του Δικαστή). Τέλος, ενόψει του ότι η έφεση γίνεται δεκτή και εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του προαναφερθέντος e-παραβόλου, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ (άρθρο 495 αριθ. 3  Κ.Πολ.Δ), το οποίο κατέβαλαν για την άσκηση της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 5398/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών – τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την από 18-6-2015 και με Ε.Κ.Δ. …./23-6-2015 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως προς την πρώτη ενάγουσα.

Καταδικάζει την πρώτη ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900,00) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς το δεύτερο ενάγοντα.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τους εναγόμενους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του δευτέρου ενάγοντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  17 Δεκεμβρίου 2020 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 18 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ