Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 34/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Ναυτικές διαφορές. Το δάνειο προς αγορά πλοίου και η παρεπόμενη σύμβαση εγγύησης είναι συμβάσεις και πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου για την πρωτοφειλέτρια και για τους εγγυητές. Το δάνειο που παρέχεται με αιτία την αγορά ή την πώληση πλοίου και η παρεχόμενη εγγύηση συνιστούν συμβάσεις του θαλασσίου εμπορίου, και κάθε διαφορά που πηγάζει από αυτές θεωρούνται ναυτικές διαφορές.Αρμοδιότητα ναυτικού τμήματος. Παραπέμπει στο ναυτικό τμήμα.

Αριθμός 34/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη-Εισηγητή, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 51 παρ. 1 και 6 του ν. 2172/1993 συστήθηκαν στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και στο Εφετείο Πειραιώς ειδικά τμήματα (Τμήματα Ναυτικών Διαφορών), στα οποία, αποκλειστικώς, δικάζονται τα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα, τα οποία αφορούν σε υποθέσεις ναυτικών διαφορών. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3Α του άρθρου 51 του ν. 2172/1993, ναυτικές διαφορές, είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις θαλασσίου εμπορίου και από τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό. Επιπλέον, στην παράγραφο 3Β (στοιχεία α΄-ιζ΄) του ιδίου άρθρου παρατίθενται ενδεικτικώς (και όχι αποκλειστικώς), κάποιες περιπτώσεις, που θεωρούνται ως ναυτικές διαφορές, μεταξύ των οποίων και εκείνες που πηγάζουν από την πώληση και γενικότερα εκποίηση πλοίου (στοιχείο α΄), καθώς και από συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή  λειτουργία πλοίου (στοιχείο ε΄). Εξάλλου, κατά τις παραγράφους 5 στοιχείο α΄ και 6  του άρθρου 51 του ν. 2172/1993 διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιώς και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1285/2006 ΔΕΕ 2007 978, ΑΠ 338/2003 ΕλλΔνη 2004 407, ΕφΠειρ 1/2011 ΠειρΝ  2011 74, Α. Αντάπαση «Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς» ΕΕμπΔ 2015 σελ. 233 επ.). Τέλος, στο άρθρο 1 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της ένδικης εφέσεως Φ.Ε.Κ. Β΄426/27-9-2013) ορίζεται ότι «1.Το Εφετείο Πειραιώς λειτουργεί σε τρία πολιτικά τμήματα, τα οποία αριθμούνται αντιστοίχως με τους αριθμούς 1 έως 3. 2.Το 1° τμήμα ως τακτικό και το 2° ως αναπληρωματικό, δικάζουν ως ειδικά τμήματα ναυτικών διαφορών (άρθρο 51παρ. 6 εδάφιο α του Ν. 2172/1993), υπό τριμελή μεν σύνθεση τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπό μονομελή δε σύνθεση τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κρίνουν ναυτικές διαφορές και υποθέσεις, οι οποίες γράφονται σε ειδικά πινάκια ναυτικών διαφορών, ξεχωριστά για Τριμελές και Μονομελές Εφετείο. Τα τμήματα 2° (τακτικό) και 3° δικάζουν τις λοιπές πολιτικές υποθέσεις…».

Περαιτέρω, στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ΒΔ 2/14-5-1835 «περί αρμοδιότητος Εμποροδικείων» ορίζεται ότι «…Τα γραμμάτια όμως τα παρ’ εμπόρων υπογεγραμμένα θεωρούνται ως ένεκα του εμπορίου αυτών γενόμενα, εάν άλλη τις αιτία δεν υπάρχει ρητώς εκπεφρασμένη εις αυτά». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ο κανόνας της «παράγωγης εξ υποκειμένου εμπορικότητας πράξης», και του «τεκμηρίου εμπορικότητας», κατά  τον οποίο κάθε πράξη που διενεργεί έμπορος χάριν της εμπορίας του και εκείνη που δεν αποσκοπεί σε κέρδος είναι εμπορική. Ειδικότερα, το τεκμήριο αυτό, που αποτελεί έκφραση της αρχής του παρακολουθήματος ή παρεπομένου εφαρμόζεται, κατά διασταλτική ερμηνεία, σε κάθε πράξη και οικονομική δραστηριότητα του εμπόρου, δηλαδή δικαιοπραξία ή αδικοπραξία (βλ. ΕφΠειρ 408/2001 ΔΕΕ 2001 852,  ΕφΘεσ 1634/1997 Αρμ 1998 51,  Ε. Περάκη, «Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου» εκδ. 2000, παρ. 29 επ., σελ. 168 επ., Θ. Λιακόπουλο «Γενικό Εμπορικό Δίκαιο» εκδ. 1995 σελ. 50). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕΝ (Δ. της 19.4/1.5.1835), έμποροι είναι όσοι μετέρχονται κατά κύριο επάγγελμα πράξεις εμπορικές, μεταξύ δε αυτών είναι και οι πράξεις της εν γένει οικονομικής εκμετάλλευσης του πλοίου, που διενεργούνται ιδίως από ναυτιλιακές εταιρίες. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι κάθε σύμβαση που συνάπτουν οι τελευταίες εταιρίες θεωρείται ότι γίνεται χάριν της εμπορίας τους, δηλαδή για την εξυπηρέτηση της οικονομικής λειτουργίας και χρησιμοποίησης του πλοίου, κατά συνέπεια, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές θεωρούνται ναυτικές διαφορές. Επιπροσθέτως, το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση δανείου, που αφορά σε χρηματοδότηση για την αγορά πλοίου, καθώς και για την παρεπόμενη σύμβαση της παρεχόμενης εγγύησης στο λήπτη αυτού (πρωτοφειλέτη), δηλαδή αυτές συνιστούν πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου. Ως εκ τούτου, κάθε διαφορά που πηγάζει από την ανωτέρω σύμβαση δανείου και εγγυήσεως θεωρείται ως ναυτική, κατά την ως άνω έννοια, και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιώς (βλ.ΕφΠειρ 69/2020 www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 442/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2768/2004 ΠειρΝ 2006 354).

Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2782/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 7-10-2016 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………/2016) αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης. Ειδικότερα, οι ενάγοντες – εκκαλούντες, με την προαναφερθείσα αγωγή τους, εξέθεσαν ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../21-1-2011 συμβάσεως εντόκου δανείου, πενταετούς διάρκειας, που καταρτίστηκε μεταξύ, αφενός της μη διαδίκου εταιρίας (τράπεζας) με την επωνυμία «………» ως δανείστριας και αφετέρου της πρώτης εξ’ αυτών (εναγόντων)ναυτιλιακής εταιρίας και της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «……….», ως δανειοληπτριών, η ανωτέρω δανείστρια χορήγησε, στις 27-1-2011,στις προαναφερθείσες δανειολήπτριες το συνολικό ποσό των 11.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονταν στην εν λόγω δανειακή σύμβαση, με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς και συγκεκριμένα ποσοστού 81,5% της εκτιμηθείσας αξίας του φορτηγού πλοίου «C», (πρώην «E»), το οποίο και αγοράστηκε από την πρώτη εξ’ αυτών (εναγόντων) εταιρία και νηολογήθηκε στην κυριότητά της, υπό σημαία Μάλτας. Ότι για την εκτέλεση των όρων της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, εγγυήθηκαν η δεύτερη εξ’ αυτών (εναγόντων), υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια του ανωτέρω αγορασθέντος πλοίου, καθώς και ο τρίτος εξ’ αυτών (εναγόντων), υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της προαναφερθείσας διαχειρίστριας εταιρίας, δυνάμει των από 21-1-2011 και 24-1-2011 συμβάσεων εγγυήσεως, που καταρτίστηκαν, αντιστοίχως, μεταξύ αυτών και της δανείστριας τράπεζας. Ότι, στη συνεχεία, δυνάμει της από 14-10-2011 πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης της ανωτέρω από 21-1-2011 δανειακής σύμβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και των προαναφερθεισών δανειοληπτριών εταιριών, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων να πραγματοποιηθεί προπληρωμή μέρους του δανείου και συγκεκριμένα να καταβληθεί στη δανείστρια το ποσό των 3.250.000 δολαρίων Η.Π.Α. με σκοπό, αφενός να απομειωθεί το μέχρι τότε οφειλόμενο σ’ αυτήν ποσό των 9.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. και αφετέρου να αποδεσμευθεί η ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρία «………», καθώς και το υπό ιδιοκτησία της πλοίο «CR», από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους απέρρεαν από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση. Ότι, μετά την καταβολή του ανωτέρω ορισθέντος ποσού της προπληρωμής (3.250.000 δολαρίων Η.Π.Α.), αλλά και την καταβολή των δύο πρώτων δόσεων του δανείου, συνολικού ποσού 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., απέμεινε ανεξόφλητο υπόλοιπο, ποσού 6.250.000 δολαρίων, Η.Π.Α. για το οποίο συμφωνήθηκε αναπροσαρμογή των δόσεων, δηλαδή συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε είκοσι (20) τριμηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών, με έναρξη στις 27-10-2011 και λήξη στις 27-7-2016. Ότι, στις 17-12-2011, η προαναφερθείσα δανείστρια τράπεζα τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση και το ενεργητικό της, μεταξύ του οποίου και η απαίτησή της από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, μεταβιβάστηκε στην εναγόμενη εταιρία (με την επωνυμία «…….»), η οποία, στις 18-1-2013, τέθηκε επίσης υπό ειδική εκκαθάριση, εκκαθαριστής δε αυτής ορίστηκε, ήδη από 5-4-2016, η εταιρία με την επωνυμία «………..». Ότι, ενώ αυτοί (ενάγοντες) επεδίωξαν την επίτευξη συμφωνίας με την εναγομένη για τη ρύθμιση του αντίστοιχου χρέους τους, η τελευταία (εναγομένη), στις 19-12-2013, επικαλούμενη τη σχετική υπερημερία τους, προέβη στο κλείσιμο του εξυπηρετούντος την ανωτέρω σύμβαση τραπεζικού λογαριασμού και στη μεταφορά του ανεξόφλητου υπολοίπου, ανερχομένου τότε, κατά τους υπολογισμούς της, στο ποσό των 6.781.068,03 δολαρίων Η.Π.Α., σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης. Ότι, αφού αυτοί (ενάγοντες) εξακολούθησαν τις προσπάθειες για τη διευθέτηση του εν λόγω χρέους τους, καταβάλλοντας στην εναγομένη, έναντι της ως άνω οφειλής τους, τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, τελικά, με την από 19-12-2014 πρόσθετη πράξη ρύθμισης, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και των ιδίων (εναγόντων), υπήρξε συμφωνία για το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου του ανωτέρω δανείου, το οποίο κατά τους υπολογισμούς της εναγομένης ανήρχετο τότε στο ποσό των 6.969.845,23 δολαρίων Η.Π.Α., και ορίσθηκε να καταβληθεί αυτό σε είκοσι (20) συνεχείς τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτή  (αγωγή). Ότι σε εκτέλεση σχετικής συμφωνίας των ως άνω συμβληθέντων, αφού πωλήθηκε το ανωτέρω πλοίο («C.»), έναντι τιμήματος ποσού 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α., αυτοί, στις 2-7-2015 κατέβαλαν το ποσό αυτό στην εναγόμενη, προς μερική πρόωρη αποπληρωμή των δόσεων του εν λόγω δανείου. Ότι, η εναγόμενη, ενεργώντας κακόπιστα και αντισυμβατικά, αντί να καταλογίσει το ανωτέρω καταβληθέν ποσό στις πρώτες κατά σειρά δόσεις, που καθορίστηκαν με την ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετη πράξη ρύθμισης, ή έστω σε τμήμα του οφειλόμενου κεφαλαίου του εν λόγω δανείου, εκείνη καταλόγισε μέρος μόνον του καταβληθέντος ποσού εκ 127.267,80 δολαρίων Η.Π.Α. στη δόση του Ιουνίου 2015 και το υπόλοιπο ποσό των 1.541.170,28 δολαρίων Η.Π.Α. σε τμήμα του κεφαλαίου, χωρίς, ωστόσο, να περιέλθει μαζί τους σε συμφωνία για την κατάρτιση νέου πίνακα χρεολυτικών δόσεων. Ότι, στη συνεχεία, η εναγομένη, με την από 13-7-2016 εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτούς στις 18-7-2016, προέβη σε καταγγελία της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης του εν λόγω δανείου, επικαλούμενη δήθεν υπερημερία τους για ποσό 567.951,28 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων, ποσού 11.152,22 δολαρίων Η.Π.Α. και ζήτησε από αυτούς να της καταβάλουν ολόκληρο το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, εκ ποσού 5.604.643,41 δολαρίων Η.Π.Α., πλέον τόκων και εξόδων. Ότι εάν η εναγομένη είχε καταλογίσει, ως όφειλε, το ανωτέρω καταβληθέν ποσό της (1.668.438,08 δολ. Η.Π.Α.) στις αρχικές δόσεις της ανωτέρω από19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης, τότε κατά το χρόνο της ως άνω καταγγελίας, δεν θα υπήρχε ληξιπρόθεσμη οφειλή τους, έτσι, κατά τους ισχυρισμούς τους, η εναγομένη παράνομα και αντισυμβατικά κατήγγειλε την εν λόγω πρόσθετη πράξη ρύθμισης, αφού κατά το χρόνο της καταγγελίας δεν υφίστατο υπερημερία τους. Ότι, επιπλέον, η εναγομένη καταχρηστικά κατήγγειλε την ίδια ως άνω πρόσθετη πράξη ρύθμισης, ενεργώντας καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσει το άρθρο 281 του ΑΚ, τα οποία επιβάλλουν την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών για τα συμφέροντα των πελατών τους, λόγω και της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ τους, καθώς και την υποχρέωση των τραπεζών να ανέχονται απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως στην περίπτωση αυτή, που, κατά τους ισχυρισμούς τους,  πρόκειται για προσωρινή αδυναμία, εντασσόμενη στα πλαίσια της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας που έχει πλήξει και τον τομέα της δραστηριότητας τους ως ναυτιλιακών επιχειρήσεων, και όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη, πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για τον δανειστή. Βάσει των προεκτεθέντων, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η ως άνω από 13-7-2016 καταγγελία της προαναφερθείσας από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης της εν λόγω δανειακής σύμβασης, είναι άκυρη και εξ’ υπαρχής ανίσχυρη, μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, κυρίως λόγω μη περιέλευσής τους σε κατάσταση υπερημερίας, άλλως λόγω αντίθεσής της προς την καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του σχετικού δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την αγωγή αυτή. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή τους να γίνει δεκτή, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (έφεση).  Ωστόσο, από το περιεχόμενο της ανωτέρω αγωγής προκύπτει ότι το αντικείμενο της αφορά στην ύπαρξη ή μη της υπερημερίας των εναγόντων ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, οι οποίες απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση δανείου (και της παρεπόμενης εγγυήσεως), που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καταρτίσθηκε για τη χρηματοδότηση της αγοράς του προαναφερθέντος πλοίου, της κυριότητας της πρώτης εξ’ αυτών και της διαχειρίσεως της δεύτερης εξ’ αυτών, οι οποίες αποτελούν ναυτιλιακές εταιρίες, καθώς και στο κύρος της σχετικής καταγγελίας της εν λόγω συμβάσεως (της πρόσθετης πράξης ρύθμισής της). Ειδικότερα, η ανωτέρω σύμβαση δανείου (και εγγυήσεως),  συνάφθηκε από τους ενάγοντες προς εξυπηρέτηση της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους στον τομέα της ναυτιλίας, δηλαδή σχετικώς με την οικονομική λειτουργία και χρησιμοποίηση από αυτούς του ανωτέρω αγορασθέντος πλοίου, κατά συνέπεια, η εξ’ αυτής αναφυόμενη υπόθεση αποτελεί ναυτική διαφορά, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, και, ως εκ τούτου, για την εκδίκαση της ένδικης υποθέσεως αρμόδιο είναι το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιώς.  Μάλιστα, πρέπει σημειωθεί ότι η συναφής από 22-11-2016 (υπ’ αριθ. ……../2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή της νυν εναγομένης κατά των νυν εναγόντων, περί της επιδικάσεως του οφειλόμενου από την ως άνω σύμβαση δανείου (και εγγυήσεως)  χρηματικού ποσού, ήδη, έχει εκδικασθεί ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς του σχετικού Ναυτικού Τμήματος και το τελευταίο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 3573/2019 απόφασή του (μη οριστική κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ), δέχθηκε ότι ήταν αρμόδιο λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της σχετικής διαφοράς (κατ’ άρθρον 51 παρ. 1 και 3του ν. 2172/1993).

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η προκείμενη υπόθεση αναρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δεν είναι, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, εκείνο των «Ναυτικών Διαφορών», για το λόγο αυτό, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 του ΚΠολΔ και 51 παρ. 5 και 6 του ν. 2172/1993, κατά τις οποίες η καθ’ ύλην (λειτουργική) αρμοδιότητα εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως στο στάδιο τούτο της δίκης (βλ. ΑΠ 1602/2012, ΑΠ 51/2004 ΝΟΜΟΣ), να κηρυχθεί το Τμήμα αυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της, με την υπό κρίση έφεση, εισαγομένης σ’ αυτό ένδικης ναυτικής υπόθεσης και να παραπεμφθεί η τελευταία στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών Διαφορών» του Εφετείου Πειραιώς. Τέλος, δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, διότι αυτή δεν είναι οριστική, κατά την έννοια του άρθρου 309 του ΚΠολΔ, καθόσον δεν αφορά στην καθ’ ύλην αναρμοδιότητα ολόκληρου του Δικαστηρίου τούτου, αλλά μόνον του Τμήματος αυτού, που δεν αποτελεί οργανικώς αυτοτελές Δικαστήριο (βλ. ΕφΠειρ 69/2020, ΕφΠειρ 442/2014 ο.π.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Κηρύσσει αναρμόδιο αυτό το Τμήμα του Εφετείου Πειραιώς προς εκδίκαση της έφεσης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση  στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών  Διαφορών» του Εφετείου  Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17-12-2020 και δημοσιεύθηκε στις 18-1-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ