ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 37/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθ. 51/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Μαρίας Κωττάκη, δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) λόγω του COVID-19, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14.5.2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η από 23.5.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση της εταιρίας με την επωνυμία «……….» κατά των ……. και ………, προς εξαφάνιση της 1390/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 24.10.2019 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 2.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προαναφερθείσας προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων. Η ως άνω εκκαλούσα είχε ασκήσει κατά των νυν εφεσίβλητων ενώπιον του παραπάνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 23.5.2013 (με αριθμό κατάθεσης ……/2013) αγωγή της, η οποία αφού εισήχθη σε αναρμόδιο γενικό τμήμα, με την 2916/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου παραπέμφθηκε να δικαστεί από το αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών, οπότε συζητηθείσα ενώπιον αυτού η υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, με την 1390/2019 οριστική απόφασή του απορρίφθηκε στην ουσία της ως προς αμφότερους τους εναγόμενους. Η ένδικη από 23.5.2019 έφεση της ενάγουσας κατά των εναγόμενων, ήδη εφεσίβλητων και της αμέσως παραπάνω οριστικής απόφασης έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη εκδόθηκε στις 15.4.2019, χωρίς να αποδεικνύεται επίδοσή της και η έφεση ασκήθηκε στις 23.5.2019, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη. Συνεπώς η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ Δικαστήριο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, αφού για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκαν κατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ. Α.β. ΚΠολΔ το υπ’ αριθ. …./2019 παράβολο ΤΑΧΔΙΚ ποσού 60 ευρώ, το υπ’ αριθ. …./2019 παράβολο Δημοσίου ποσού 20 ευρώ και το υπ’ αριθ. ……/2019 παράβολο Δημοσίου ποσού 20 ευρώ (βλ. συνημμένη φωτοτυπία τους και τη σχετική βεβαίωση στην έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου).
Με την παραπάνω αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα και νυν εκκαλούσα, που τυγχάνει καθολική διάδοχος της «………..» κατά το ν. 4001/2011, υποστήριξε ότι την 28.6.2009, περί ώρα 17.45, στη θαλάσσια περιοχή Σαρπά νοτιοανατολικά της νήσου Αίγινας, ο πρώτος εναγόμενος, ως κυβερνήτης του σκάφους «Ο.», υπ’ αριθ. Νηολογίου Πειραιώς ………., πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης, κατά την προσπάθεια απεμπλοκής της άγκυρας του ως άνω σκάφους, που ήταν αγκυροβολημένο σε περιοχή απαγορευμένη προς τούτο λόγω της διέλευσης από εκεί πολλαπλών υποβρύχιων καλωδίων που εξυπηρετούν τη γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, προκάλεσε φθορά στο βόρειο τμήμα ηλεκτροφόρου καλωδίου διασύνδεσης της γραμμής Μέθανα-Αίγινα, σε βάθος 21 μέτρων και σε απόσταση 240 μέτρων από την Αίγινα. Ότι η βλάβη του ανωτέρω καλωδίου οφειλόταν σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) του πρώτου των εναγόμενων, προστηθέντος της δεύτερης, ο οποίος, καίτοι υποχρεούτο να χρησιμοποιήσει τα ναυτιλιακά βοηθήματα του πλοίου και να λάβει υπόψη του κατά το άνοιγμα της άγκυρας, το βάθος του λιμένα, το είδος του βυθού, το μέγεθος του σκάφους του και τις καιρικές συνθήκες, δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να τραυματίσει η άγκυρα του σκάφους το εν λόγω καλώδιο που τέθηκε εκτός λειτουργίας από 30.6.2009 έως 4.7.2009 και για την αποκατάσταση της βλάβης του χρειάσθηκε συνολική δαπάνη ύψους 68.510,31 ευρώ, κατά τις μερικότερες στο δικόγραφο διακρίσεις. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας και της μεταξύ τους σχέσης πρόστησης, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 68.510,31 ευρώ, νομιμοτόκως από την 8.3.2010, ημερομηνία οχλήσεώς τους, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Καθώς η αγωγή εισήχθη αρχικά στο κοινό τμήμα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το Δικαστήριο αυτό με την 2916/2016 απόφασή του κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση να δικασθεί ως ναυτικής φύσεως διαφορά από το αρμόδιο τμήμα ναυτικών διαφορών του ίδιου Δικαστηρίου. Το τελευταίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε στην ουσία την αγωγή κατ’ αμφοτέρων των εναγόμενων και δη κατά της δεύτερης εναγόμενης λόγω μη αποδειχθείσας κατ’ ουσίαν νομιμοποίησης αυτής, ως μη πλοιοκτήτριας του φερόμενου ως υπαίτιου για τη βλάβη πλοίου, κατά δε του πρώτου εναγόμενου κυβερνήτη, λόγω μη απόδειξης επέλευσης της επικαλούμενης βλάβης από την άγκυρα του παραπάνω πλοίου. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να γίνει δεκτή η αγωγή της και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 AK, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Η παράλειψη από αμέλεια της τηρήσεως εκ μέρους προσώπου που ανήκει σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο των κανόνων επιστήμης και τέχνης, που κατά κοινή αναγνώριση, είναι εφαρμοστέοι στον κύκλο αυτό, πληροί επίσης την προϋπόθεση του παρανόμου κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και οδηγεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, στη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 1521/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014 στην ΤΝΠ Νόμος). Αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγόμενου, που είναι αόριστη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή (βλ. ΑΠ 46/2020 στην ΤΝΠ Νόμος που παραπέμπει επίσης στις ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1467/2009).
Με τις κατατεθείσες ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις του ο πρώτος εφεσίβλητος νομίμως επαναφέρει κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της ένδικης αγωγής. Ωστόσο, η αγωγή αυτή, με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, καθόσον από την ανάγνωση του δικογράφου της προκύπτει ότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά τα ανωτέρω στοιχεία για τη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, αφού προσδιορίζονται επαρκώς οι συνθήκες τέλεσης της επικαλούμενης από την ενάγουσα αδικοπραξίας, η αποδιδόμενη στον κυβερνήτη του ένδικου σκάφους αμέλεια, τα στοιχεία της ζημίας της, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης πράξης και της ζημίας αυτής, καθώς και οι δαπάνες αποκατάστασής της. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ο παραπάνω περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός του πρώτου εφεσίβλητου ως αβάσιμος.
Παρακάτω, με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών του ο πρώτος εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι οι ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου προτάσεις της εκκαλούσας τυγχάνουν απαράδεκτες, καθώς με αυτές δεν αποτολμάται ανάπτυξη και τεκμηρίωση των λόγων εφέσεως, αλλά με αυτές η εκκαλούσα καταφεύγει σε δήθεν προβολή των αγωγικών της ισχυρισμών, όχι υπό τη μορφή επαναφοράς, αλλά ως το πρώτον προβαλλόμενων, και τούτο όχι με περίληψη αυτών στις προτάσεις της στην έκκλητη δίκη και παραπομπή στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεών της, στις οποίες αυτοί θα όφειλαν να περιέχονται, αλλά με ενσωμάτωση στο δικόγραφο των εν λόγω προτάσεων στο Εφετείο, υπό τη μορφή ενιαίου κειμένου των τυπικών προτάσεων που είχε καταθέσει στη δεύτερη, ενώπιον του αρμόδιου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά παραπομπή συζήτηση της αγωγής της, στις οποίες δεν περιέχεται κανένας από τους πρωτόδικους ισχυρισμούς της, παρά μόνο πίνακας των σχετικών που προσκόμιζε πρωτοδίκως. Ότι ενόψει αυτών το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο τελεί σε αντικειμενική αδυναμία να λάβει γνώση των πρωτόδικων ισχυρισμών της ενάγουσας-εκκαλούσας καλούμενο να αλιεύσει αυτούς μέσα από την αγωγή της και τα προσαγόμενα από τους διαδίκους αντίγραφα των προτάσεών τους και στις δύο συζητήσεις του πρώτου βαθμού. Οι ανωτέρω αιτιάσεις τυγχάνουν αβάσιμες. Καταρχάς επισημαίνεται ότι από την ανάγνωση των προτάσεων της εκκαλούσας προκύπτει ότι αυτή αναφέρεται στην υπό κρίση έφεσή της, την οποία χαρακτηρίζει νόμιμη, βάσιμη και αληθινή, για τους λόγους που αναφέρθηκαν σε αυτή, προσθέτοντας ότι έχει ασκηθεί νόμιμα κι εμπρόθεσμα και ζητεί, κατόπιν τούτου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η από 23.5.2013 αγωγή της. Ο νόμος δεν ορίζει το περιεχόμενο των προτάσεων που είναι απαραίτητο για τη δικονομική παρουσία του διαδίκου. Για τον εκκαλούντα-ενάγοντα, εφόσον η διάγνωση ανατρέχει στον χρόνο συζήτησης της εφέσεως, οι προτάσεις πρέπει τουλάχιστον να περιέχουν στοιχεία δηλωτικά της εξακολούθησης της βασιμότητας της εφέσεως, προκειμένου γενομένης αυτής δεκτής κι εξαφανιζόμενης της εκκαλούμενης απόφασης, να επαναδικασθεί η αγωγή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που εκκαλείται η προσβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. Βασιλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Β’, έκδοση 1994, σελ. 113). Επίσης, με το άρθρο 240 ΚΠολΔ ορίζεται ότι για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προαναφερόμενης συζήτησης που τους περιέχουν, ακόμη δε ότι οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Η διάταξη καλύπτει τους λεγόμενους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι τους αγωγικούς ισχυρισμούς (ΑΠ 729/2006, 1417/2000 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 433/1998, ΕλλΔνη 1998, σελ. 1316), ούτε την άρνηση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως κλπ. Ακόμη η διάταξη του άρθρου 240 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και ως προς τα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1563/2003 στην ΤΝΠ Νόμος). Ομοίως, δεν είναι νόμιμη η επαναφορά ισχυρισμών και η επίκληση ενώπιον του εφετείου αποδεικτικών μέσων για άμεση ή έμμεση απόδειξη με μόνη τη φωτοτυπική ενσωμάτωση στις προτάσεις της κατ` έφεση δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των μέσων αυτών (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 23/2008 στην ΤΝΠ Νόμος). Δεν πρόκειται, όμως, για ανεπίτρεπτη ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της κατ’ έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο ή μη, και το κείμενο των προτάσεων προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο χαρακτηρίζεται και υποβάλλεται μόνο ως προτάσεις ενώπιον του εφετείου με αίτημα την παραδοχή ή απόρριψη της έφεσης, καλύπτεται δε το ενιαίο κείμενο προτάσεων από την υπογραφή του συντάκτη τους ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου κατά τη δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 946/2015, ΑΠ 1509/2014, ΑΠ 982/2013, ΑΠ 476/2011, ΑΠ 865/2009 στην ΤΝΠ Νόμος). Σε αυτή την περίπτωση είναι νόμιμη η προβολή ισχυρισμών και η επίκληση ενώπιον του εφετείου των εγγράφων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρονται κατά τρόπο ειδικό, σαφή και ορισμένο στο μέρος του ενιαίου κειμένου των προτάσεων της κατ` έφεση δίκης, που έχει ληφθεί με τεχνική αναπαραγωγή από τις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, αφού πρόκειται για άμεση και ειδική επίκληση αυτών απευθείας με τις εφετειακές προτάσεις, και όχι για έμμεση επίκληση με αναφορά στις προτάσεις προηγούμενης συζήτησης ως αυτοτελή και διακριτή διαδικαστική πράξη. (ΑΠ 149/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω ισχύουν και στην υπό κρίση περίπτωση, που νομίμως η εκκαλούσα έχει συμπεριλάβει σε ενιαίο κείμενο προτάσεων που απευθύνεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό ενώπιον του κατά παραπομπή πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπου επικαλείτο όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει και ενώπιον του Εφετείου, με σκοπό την παραδοχή της εφέσεώς της, στην οποία αναφέρεται και όπως οι προτάσεις αυτές φέρουν στο τέλος την υπογραφή της συντάκτριας πληρεξούσιας δικηγόρου της.
Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου (η δεύτερη εναγόμενη δεν εξέτασε μάρτυρα), ……….., τομεάρχη εκμετάλλευσης δικτύου στον Πειραιά και ……….., επιβαίνουσας στο ένδικο σκάφος κατά τον επίδικο χρόνο αντίστοιχα και την ανωμοτί εξέταση του πρώτου εναγόμενου που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως περιέχονται στα υπ’ αριθ. 2916/2016 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του πρώτου εναγόμενου, ………., δύτη που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του αρμόδιου ναυτικού τμήματος του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι η κατάθεση αυτή περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, από τις υπ’ αριθ. … και …../28.9.2018 ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα της …………., επιβαίνουσας στο σκάφος και του ……., συγκυβερνήτη σε αυτό, που λήφθηκαν με επιμέλεια του πρώτου εναγόμενου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …. Γ’/25.9.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …. .), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών (άρθρο 444 παρ.1 στοιχ.γ’ ΚΠολΔ), άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23.6.2009, το υπό ελληνική σημαία ιστιοφόρο επαγγελματικό σκάφος αναψυχής «Ο.», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς …., ολικού μήκους 14,91 μ., απέπλευσε ναυλωμένο από το Καλαμάκι με προορισμό την Αίγινα, με κυβερνήτη τον πρώτο εναγόμενο …………., συγκυβερνήτη (co skipper) τον ……… και επιβάτες εννέα άτομα για ολιγοήμερες διακοπές. Όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. πρωτ. …../26.9.2018 πιστοποιητικό κυριότητας πλοίου του Νηολογίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, που επικαλείται και προσκομίζει η δεύτερη εναγόμενη, ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, το ως άνω πλοίο νηολογήθηκε στις 17.5.2001 στα ονόματα των: 1) ……..(ποσοστό 25%), 2) ………… (ποσοστό 12,5%), 3) ……….. (ποσοστό 12,5%), 4) ………… (ποσοστό 25%) και 5) …………(ποσοστό 25%), στους οποίους ανήκε και κατά τον επίδικο χρόνο, υπό τη διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του τιμήματος. Συνεπώς, η δεύτερη εναγόμενη ουδέποτε υπήρξε πλοιοκτήτρια του επίδικου σκάφους, ούτε προστήσασα τον πρώτο εναγόμενο και ως προς αυτήν ορθά απορρίφθηκε η αγωγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ουσία αβάσιμη προεχόντως λόγω έλλειψης παθητικής της νομιμοποίησης, η δε υπό κρίση έφεση κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, με την οποία υποστηρίζεται το αντίθετο, απορριπτέα τυγχάνει στην ουσία της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 28.6.2009, ήτοι την ημέρα που έληγε η ναύλωση και το εν λόγω σκάφος θα επέστρεφε στο Καλαμάκι με τους ανωτέρω επιβαίνοντες, ενώ αυτό ξεκίνησε νωρίς το μεσημέρι από το Αγκίστρι με προορισμό τη μαρίνα Αλίμου, λόγω των ισχυρών ανέμων που έπνεαν πριν το στενό της Μονής, οι οποίοι (άνεμοι) καθιστούσαν δυσχερή την πλεύση με ιστία, αλλά και λόγω του υψηλού κυματισμού της θάλασσας που ταλαιπωρούσε τους επιβάτες, κατέφυγε σε παρακείμενο όρμο και συγκεκριμένα αγκυροβόλησε στον όρμο Σαρπά, νοτιοανατολικά της νήσου Αίγινας, ενόψει και του ότι ο κοντινός όρμος Μουριώτου ήταν γεμάτος από άλλα σκάφη. Σύμφωνα με τον προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο εφεσίβλητο «Πλοηγό» (γ’ έκδοσις, 1976), όπου περιέχονται ναυτιλιακές οδηγίες της Υδρογραφικής Υπηρεσίας για τις ελληνικές ακτές, στο νοτιοανατολικό όριο του παραπάνω ορμίσκου (Σαρπά) διέρχονται υποβρύχια καλώδια, προερχόμενα από τον Άγιο Γεώργιο της χερσονήσου Μεθάνων, ένεκα δε τούτου απαγορεύεται η αγκυροβολία εντός ζώνης εύρους ενός δεκάτου του μιλίου εκατέρωθεν των καλωδίων. Ο πρώτος εναγόμενος, τελώντας σε γνώση της ύπαρξης των υποβρύχιων καλωδίων, όπως άλλωστε επισημαίνεται με μεγάλες πινακίδες στο σημείο προσγιάλωσης, και θεωρώντας ότι υφίσταται μερική απαγόρευση της αγκυροβολίας ένεκα τούτων, κατηύθυνε το σκάφος βαθιά μέσα στον όρμο και πλησίον της απέναντι (βόρειας) ακτής σε σχέση με εκείνη των καλωδίων, όπου πόντισε την άγκυρα του σκάφους που είχε συνολικό μήκος αλυσίδας περί τα 30-40 μέτρα. Την ίδια ώρα στον ίδιο όρμο βρίσκονταν αγκυροβολημένα και αρκετά άλλα σκάφη, μεταξύ των οποίων και δύο πολυτελείς θαλαμηγοί, πλησίον του στομίου και κοντά στα καλώδια. Το σκάφος «έστρωσε» στον καιρό με την πλώρη προς την είσοδο του όρμου και την πρύμνη προς την παραλία του μυχού. Ωστόσο, μετά από 1-2 ώρες, ο άνεμος άλλαξε φορά, έγινε πιο δυτικός, με αποτέλεσμα τα κύματα και οι ριπές του ανέμου να χτυπούν στη νότια πλευρά του όρμου (εκείνη όπου βρίσκονταν τα καλώδια), οπότε το σκάφος άλλαξε θέση και η πλώρη αυτού κοίταζε πλέον προς τη νότια ακτή του όρμου και η πρύμνη προς τα βράχια της βόρειας ακτής. Καθώς ο βυθός της θάλασσας εκεί όπου είχε ποντιστεί η άγκυρα είχε άμμο και φύκια, αυτή άρχισε να μετακινείται και η πρύμνη του σκάφους πλησίασε επικίνδυνα τα βράχια, ενώ το βάθος κάτω από την καρίνα του μίκρυνε πολύ. Τότε αποφασίσθηκε η έλξη της αλυσίδας της άγκυρας με το ηλεκτρικό βαρούλκο του σκάφους, προκειμένου αυτή να «σκαλώσει» σε κάποιο σταθερό σημείο του βυθού και να συγκρατήσει το σκάφος, πράγμα που έγινε, πλην όμως ήδη η πρύμνη είχε πλησιάσει σε μικρή απόσταση τα βράχια, η δε προπέλα ακουμπούσε ελαφρά στον βυθό, λόγω του μικρού βάθους. Η θέση του σκάφους ήταν επικίνδυνη γιατί αν ξεσκάλωνε η άγκυρα, αυτό θα διαλυόταν στα βράχια και θα προκαλούνταν σοβαροί τραυματισμοί στους επιβαίνοντες. Έτσι κυβερνήτης και συγκυβερνήτης αποφάσισαν να αλλάξουν θέση αγκυροβολίας, για να ξαναρίξουν την άγκυρα πιο βαθιά, γι’ αυτό δε έκαναν ξανά χρήση του ηλεκτρικού βαρούλκου της άγκυρας, επιτυγχάνοντας να απομακρύνουν το σκάφος αρκετά μέτρα από την ακτή. Όταν, όμως, στη συνέχεια ο κυβερνήτης επιχείρησε να θέσει σε λειτουργία τη μηχανή, διαπιστώθηκε ότι τούτο δεν ήταν δυνατό, γιατί οι μπαταρίες είχαν εξαντληθεί. Τότε ο συγκυβερνήτης, χρησιμοποιώντας τη μικρή βοηθητική φουσκωτή βάρκα του σκάφους, έπλευσε πάνω από το σημείο της άγκυρας και φορώντας μάσκα, είδε από την επιφάνεια της θάλασσας ότι η άγκυρα είχε σφηνώσει κάτω από μια μεγάλη πέτρινη πλάκα. Επειδή, έτσι, το σκάφος είχε παγιδευτεί στην παραπάνω θέση, χωρίς δυνατότητα να εκκινήσει με τις δικές του δυνάμεις, περί ώρα 17.50, ο κυβερνήτης- πρώτος εναγόμενος κάλεσε τηλεφωνικά το Λιμεναρχείο Αίγινας και δήλωσε ότι είχε πρόβλημα να ανασύρει την άγκυρά του, ζήτησε δε τη συνδρομή βοήθειας. Από το Λιμεναρχείο ενημερώθηκε ο δύτης …………., ο οποίος μετέβη στο σημείο με το σκάφος του «Μ1» και αφού αποκατέστησε το πρόβλημα, ακολούθως ρυμούλκησε το σκάφος στο κεντρικό λιμάνι της Αίγινας. Ο παραπάνω δύτης εξετάσθηκε με επιμέλεια των εναγόμενων πρωτοδίκως, ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, ως μάρτυρας και κατέθεσε ότι όταν μετέβη στο παραπάνω σημείο, ο άνεμος έπνεε δυτικός με ένταση περίπου 5 μποφόρ, ότι στον κόλπο Σαρπά υπήρχαν γύρω στα 20-25 σκάφη, εκ των οποίων δύο πολύ μεγάλα της τάξεως των 40-50 μέτρων. Ο ίδιος απέμπλεξε την άγκυρα από τις πέτρες και στη συνέχεια με τα χέρια την ανέβασε πάνω στο σκάφος, το οποίο ακολούθως ρυμουλκήθηκε μέχρι το λιμάνι, καθώς δεν ήταν δυνατό να κινηθεί αυτοδύναμα. Η ενάγουσα εταιρία υποστηρίζει με την ένδικη αγωγή της ότι η άγκυρα του επίδικου σκάφους προκάλεσε τη βλάβη υποβρύχιου καλωδίου της διασύνδεσης Μέθανα-Αίγινα, όπως η βλάβη αυτή εντοπίστηκε στο βόρειο καλώδιο σε απόσταση περίπου 240 μέτρων από την Αίγινα και σε βάθος 21 μέτρων, συνάγει δε τούτο από το γεγονός ότι την ημέρα εκείνη περί ώρα 17.45, ήτοι πέντε λεπτά προτού ο πρώτος εναγόμενος ενημερώσει τηλεφωνικά το Λιμεναρχείο για το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με την ανάσυρση της άγκυρας του σκάφους του, προκλήθηκε γενική διακοπή (R-260) του ηλεκτρικού ρεύματος. Εντούτοις, από το γεγονός και μόνο ότι η γενική διακοπή συνέπεσε χρονικά με την τηλεφωνική κλήση σε βοήθεια του πρώτου εναγόμενου δεν αποδεικνύεται ότι αυτός ήταν υπαίτιος για τη βλάβη του παραπάνω καλωδίου. Η ενάγουσα εξέτασε προς υποστήριξη της αγωγής της, πρωτοδίκως στο ακροατήριο του αναρμόδιου τμήματος του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τον ……….., τομεάρχη εκμετάλλευσης του δικτύου της στον Πειραιά. Ο τελευταίος κατέθεσε ότι ενημερώθηκε από τους δύτες που επιθεώρησαν το βλαβέν υποβρύχιο καλώδιο ότι η ζημία σε αυτό που διαπιστώθηκε σε τρία σημεία του, προκλήθηκε από άγκυρα πλοίου που στην προσπάθεια να ανασυρθεί από τον βυθό, έσυρε το καλώδιο τρεις φορές. Ότι ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υπαίτιο για τη ζημιά πλοίο ήταν το «Ο.», κατόπιν ερωτήματος που υπέβαλε στο Λιμεναρχείο σχετικά με το εάν υπήρχαν στοιχεία για κάποιο σκάφος, που πιθανώς κατά τον παραπάνω χρόνο προκάλεσε την ως άνω ζημία, οπότε έλαβε την απάντηση ότι το ένδικο σκάφος είχε ζητήσει βοήθεια να σταλεί δύτης ν’ απεγκλωβίσει την άγκυρά του, πέντε λεπτά μετά τον χρόνο που προέκυψε η βλάβη στο υποβρύχιο καλώδιο. Διευκρίνισε, όμως, ότι στον όρμο Σαρπά αγκυροβολούν και άλλα θαλαμηγά σκάφη, καίτοι τούτο απαγορεύεται, ενώ σε ερώτηση για το εάν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο η βλάβη να οφείλεται σε κάποια άλλη άγκυρα απάντησε ότι οι δύτες του είπαν ότι η βλάβη οφείλεται σε άγκυρα, αλλά δεν του έδειξαν κάποια συγκεκριμένη. Το διαλαμβανόμενο, επομένως, στην υπό κρίση έφεση ότι ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ότι οι δύτες της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας που ενεπλάκησαν στην αποκατάσταση της ηλεκτροδότησης της νήσου Αίγινας του ανέφεραν ότι η ζημία προκλήθηκε από την άγκυρα του κυβερνήτη του σκάφους «Ο.» δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της ως άνω καταθέσεως του μάρτυρα. Ιδιαίτερα διαφωτιστική στο κρίσιμο αυτό ζήτημα είναι η ένορκη κατάθεση του δύτη ……….. στο αρμόδιο τμήμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος απέμπλεξε την άγκυρα του «Ο.», με εντολή της λιμενικής αρχής και ο οποίος θυμόταν με ακρίβεια το σημείο που βρισκόταν το πλοίο, όταν προσέτρεξε για βοήθεια. Συγκεκριμένα ήταν κατηγορηματικός ότι το ένδικο σκάφος και η μπλεγμένη σε πέτρες άγκυρα αυτού βρισκόταν γύρω στα 150 μέτρα μακριά από το σημείο εκβολής των ηλεκτροφόρων καλωδίων. Σε άλλο σημείο της κατάθεσής του αναφέρει ότι το (βλαβέν) καλώδιο βρισκόταν 150-200 μέτρα μακριά από το ως άνω πλοίο. Ο κατά προσέγγιση προσδιορισμός από τον μάρτυρα της απόστασης του σημείου εγκλωβισμού της άγκυρας του ανωτέρω πλοίου από το σημείο διέλευσης των ηλεκτροφόρων καλωδίων δεν μειώνει την αξία της κατάθεσής του, παρά τα όσα υποστηρίζει στην έφεσή της η εκκαλούσα-ενάγουσα, καθώς δεν αναγόταν στα καθήκοντά του κατά την απεμπλοκή της άγκυρας να μετρήσει με ακρίβεια και την απόσταση αυτή. Ιδίως όμως επισημαίνεται ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν σαφής σε σχετική ερώτηση που του τέθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταθέτοντας ότι όταν βούτηξε στη θάλασσα για να απεγκλωβίσει την άγκυρα του ένδικου σκάφους δεν βρήκε εκεί κάποιο καλώδιο της Δ.Ε.Η. Συνακόλουθα, δεν προκύπτει ότι ήταν η άγκυρα του ένδικου σκάφους που προκάλεσε βλάβη στο ως άνω ηλεκτροφόρο καλώδιο, αλλά η άγκυρα τρίτου σκάφους. Με την υπό κρίση έφεσή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε ότι η γενική διακοπή ρεύματος στην Αίγινα δεν συνδέεται με το σύρσιμο της άγκυρας του «Ο.» στο ως άνω υποβρύχιο ηλεκτροφόρο καλώδιο και ότι απλώς συνέπεσε χρονικά η παραπάνω διακοπή ρεύματος με την τηλεφωνική κλήση του κυβερνήτη του «Ο.» στο Λιμεναρχείο Αίγινας για βοήθεια προς ανάσυρση της άγκυράς του από τον απαγορευμένο για αγκυροβολία όρμο Σαρπά. Υποστηρίζει δε ότι η εκκαλούμενη παραβλέπει το σχετικό έγγραφο του Λιμεναρχείου Αίγινας από το ημερολόγιο συμβάντων, όπου αναγράφεται ότι ώρα 17.45 έγινε η διακοπή ρεύματος και ώρα 17.50 η τηλεφωνική κλήση, δηλαδή σε χρονικό διάστημα πέντε λεπτών που μόνο σύμπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί. Εντούτοις στο έγγραφο αυτό δεν γίνεται κάποια σύνδεση μεταξύ των δύο γεγονότων, ήτοι της διακοπής ρεύματος στη νήσο Αίγινα λόγω βλάβης σε ηλεκτροφόρο καλώδιο που διερχόταν από τον βυθό του όρμου Σαρπά και της αδυναμίας ανάσυρσης της άγκυρας του Ι/Φ «Ο» που είχε αγκυροβολήσει στον ίδιο όρμο, όταν συνέβη η διακοπή του ρεύματος. Σε προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα φωτοαντίγραφο του Ημερολογίου Συμβάντων για την παραπάνω ημέρα αναφέρεται μεταξύ άλλων: «…17.45 Διακοπή ρεύματος 17:50 Την έναντι ώρα μας ενημέρωσε τηλεφωνικά ο κος ……..…Κυβερνήτης του Ι/Φ O. ΝΠ …. που ήταν αγκυροβολημένο στον όρμο Σαλπά, ΝΑ νήσου Αίγινας (περιοχή που απαγορεύεται το αγκυροβόλιο λόγω καλωδίου της ΔΕΗ) ότι είχε πρόβλημα στο να ανασύρει την άγκυρά του. Άμεσα ενημερώθηκε ο ………. (δύτης) ο οποίος πήγε στην περιοχή με το σκάφος του ΜΙ και αποκατέστησε το πρόβλημα και εν συνεχεία ρυμούλκησε το ανωτέρω σκάφος στο Κεντρικό λιμάνι Αίγινας…». Από το έγγραφο αυτό προκύπτει τοπική (στην ευρύτερη περιοχή του όρμου) και χρονική σύμπτωση της διακοπής του ρεύματος ένεκα της βλάβης του καλωδίου και της ακινητοποίησης της άγκυρας του σκάφους «Ο.» στον ίδιο κόλπο Σαρπά, όπου απαγορεύεται η αγκυροβολία, πλην όμως παραδεκτά ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εφεσίβλητος, κυβερνήτης του ως άνω σκάφους με την εξέταση όχι μόνο του δύτη ………., αλλά και άλλων αυτοπτών μαρτύρων, όπως είναι οι επιβάτες ………. και ……… και ο συγκυβερνήτης …….. απέδειξε ότι αυτός γνωρίζοντας την ύπαρξη των υποβρύχιων καλωδίων, κατά την είσοδο του «Ο.» στον όρμο Σαρπά, απέφυγε να κινηθεί προς τη μεριά όπου προσγιαλώνονταν τα υποβρύχια καλώδια, δηλαδή, όπως εισερχόταν το πλοίο στον όρμο, στα βράχια της δεξιάς ακτής (την προς νότο ακτή) κι έτσι, αφού προχώρησε σε βάθος προς την παραλία του μυχού, αγκυροβόλησε κοντά στην αριστερή όπως εισερχόταν το πλοίο ακτή, σε απόσταση ασφαλείας από τον χώρο όπου διέρχονταν τα καλώδια. Επίσης, όλοι οι παραπάνω μάρτυρες και ενόρκως βεβαιώσαντες κατέθεσαν ότι κατά την είσοδο του ιστιοφόρου «Ο» στον όρμο Σαρπά πρόσεξαν ότι υπήρχαν εκεί, αγκυροβολημένα και άλλα πλοία. Με τις καταθέσεις τους αυτές καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της εκκαλούσας-ενάγουσας ότι ήταν η άγκυρα του συγκεκριμένου πλοίου και όχι η άγκυρα άλλου τρίτου πλοίου από τα επίσης αγκυροβολημένα στον όρμο Σαρπά, που προκάλεσε τη βλάβη στο ένδικο ηλεκτροφόρο καλώδιο, η δε αιτίαση που περιέχεται στην υπό κρίση έφεση ότι δεν εκτιμήθηκε ορθά από την εκκαλουμένη το προαναφερόμενο έγγραφο του Λιμεναρχείου Αίγινας από το ημερολόγιο Συμβάντων τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της. Εξάλλου, το γεγονός ότι με την υπ’ αριθ. 22/6.8.2009 Απόφαση της Λιμενικής Αρχής Αίγινας επιβλήθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο, κυβερνήτη του Ε/Γ-Τ/Ρ «Ο», λόγω παράβασης του άρθρου 10 παρ. 2 του ΓΚΛ Αίγινας (ΦΕΚ 327Β’/1978) πειθαρχική ποινή προστίμου 200 ευρώ, επειδή την 28/07/2009 (προφανώς εννοεί 28/6/2009) και 17:50 διαπιστώθηκε ότι με το παραπάνω πλοίο αγκυροβόλησε σε περιοχή όπου απαγορεύεται η αγκυροβολιά συγκεκριμένα σε περιοχή που βρίσκονται θαλάσσια καλώδια της ΔΕΗ, δεν σημαίνει ότι το παραπάνω σκάφος υπήρξε υπαίτιο της βλάβης του υποβρύχιου καλωδίου της εκκαλούσας-ενάγουσας, καθώς από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων αποδείχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα, ότι στον όρμο Σαρπά είχαν αγκυροβολήσει το ίδιο χρονικό διάστημα και άλλα σκάφη, κάποια από τα οποία ήταν αρκετά μεγαλύτερα σε μέγεθος και βρίσκονταν πλησίον του σημείου διελεύσεως των υποβρύχιων καλωδίων. Το προβαλλόμενο με την υπό κρίση έφεση γεγονός ότι αν υπήρχαν άλλα σκάφη στην περιοχή, θα είχε επιβληθεί από το Λιμεναρχείο Αίγινας ανάλογο πρόστιμο στον κυβερνήτη και άλλου σκάφους, επιπλέον δε ότι δεν ζητήθηκε κατά τον ίδιο χρόνο βοήθεια από άλλο σκάφος για την απαγκίστρωση της άγκυράς του δεν οδηγεί σε αντίθετο κατά τα ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα, καθώς το πρόστιμο που επιβλήθηκε στηρίχθηκε στην κλήση του πρώτου εφεσίβλητου κυβερνήτη προς το Λιμεναρχείο για βοήθεια προς ανάσυρση της άγκυρας του «Ο» με προσδιορισμό της θέσης του ότι βρισκόταν στον όρμο Σαρπά, χωρίς να αποδεικνύεται ότι στάλθηκε στην περιοχή κάποιο σκάφος του λιμενικού για να διαπιστώσει την ακριβή θέση του σκάφους και το αν υπήρχαν και άλλα σκάφη στην εν λόγω απαγορευμένη για αγκυροβολία περιοχή, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση θα επιβάλλονταν και στα σκάφη αυτά, πρόστιμα. Επίσης, έστω κι αν απαγορεύεται με τον Γενικό Κανονισμό του Λιμένος Αίγινας η αγκυροβολία σε όλη την περιοχή του όρμου Σαρπά δεν αποδείχθηκε ότι σε αυτή περνούν από παντού υποβρύχια ηλεκτροφόρα καλώδια, όπως άλλωστε (ότι δηλαδή τα καλώδια διέρχονται από συγκεκριμένο σημείο) κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως ο μάρτυρας ανταπόδειξης, δύτης στην περιοχή, ……….. Γι’ αυτό άλλωστε και σύμφωνα με την κατάθεση του τελευταίου, στη δεξιά πλευρά του γιαλού απ’ όπου διέρχονται τα καλώδια (και όχι στην αριστερή όπου είχε αγκυροβολήσει το ένδικο σκάφος), υπάρχουν στη στεριά δύο κολώνες της Δ.Ε.Η. και έχουν τοποθετηθεί δύο ταμπέλες που ενημερώνουν για την απαγόρευση της αγκυροβολίας σε εκείνο το σημείο. Ομοίως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την αποδεικτική αξία της επιβολής προστίμου στον πρώτο εναγόμενο-ήδη πρώτο εφεσίβλητο για την ένδικη υπόθεση, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Εξάλλου, ο πρώτος εφεσίβλητος δεν αμφισβητεί ότι η Λιμενική Αρχή έχει επιβάλλει απαγόρευση αγκυροβολίας σε όλο τον όρμο Σαρπά κατ’ άρθρο 141 του Ν.Δ. 187/1973, καίτοι αμφισβητεί τη νομοθετική προς τούτο εξουσιοδότηση να επεκταθεί η απαγόρευση αυτή πέραν του 1/10 του μιλίου, ήτοι 185 μέτρα δεξιά και αριστερά από το σημείο διέλευσης των καλωδίων, την δε εκ μέρους του πληρωμή του προστίμου αποδίδει στο ότι το ποσό δεν ήταν υψηλό σε σχέση με τα έξοδα που θα απαιτούνταν για αμοιβή δικηγόρου σε περίπτωση που ασκούσε κατά της παραπάνω πειθαρχικής ποινής, ενδικοφανή προσφυγή και συνέχιζε τη διοικητική διαδικασία. Ομοίως και ο ενόρκως βεβαιώσας στην υπ’ αριθ. …………/28.9.2018 ένορκη βεβαίωση, συγκυβερνήτης του πλοίου, ………… κατέθεσε ότι αν και η απαγόρευση αγκυροβολίας, όπως προέκυπτε από τα ναυτιλιακά βοηθήματα που είχαν συμβουλευθεί, δεν ίσχυε για το τμήμα του όρμου στο οποίο είχαν αγκυροβολήσει, θεωρήθηκε σκόπιμο από τον πρώτο εναγόμενο να εξοφλήσει το πρόστιμο, γιατί κάθε άλλη ενέργεια να το αποφύγει θα ήταν χάσιμο χρόνου και δαπανηρότερη. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι στην υπ’ αριθ. 22/2009 απόφαση της Λιμενικής Αρχής Αίγινας, με την οποία επιβλήθηκε στον κυβερνήτη του σκάφους το πρόστιμο των 200 ευρώ, αναφέρεται ότι ο τελευταίος είχε προβάλλει και τότε τον ισχυρισμό ότι είχε αγκυροβολήσει στον παραπάνω όρμο σε ασφαλή απόσταση από τα επιτρεπόμενα όρια αγκυροβολίας παραπλεύρως από άλλα σκάφη και πως λόγω καιρού ξέσυρε η άγκυρά του και πως τελικά είχε πρόβλημα στις μηχανές του. Ενόψει των ανωτέρω, η πληρωμή εκ μέρους του πρώτου εναγόμενου-πρώτου εφεσίβλητου του προστίμου των 200 ευρώ δεν συνιστά σε βάρος του δικαστικό τεκμήριο ότι αυτός δέχθηκε ότι ήταν ο υπαίτιος ως κυβερνήτης του «Ο.» για τη βλάβη του επίδικου καλωδίου, ούτε άλλωστε η επιβολή του παραπάνω προστίμου αφορά στη βλάβη αυτή, ώστε να οδηγήσει σε βάρος του επαγωγικά σε συμπέρασμα ότι αυτός είναι ο προξενήσας την παραπάνω ζημία, παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα στην υπό κρίση έφεση. Τέλος, η περιεχόμενη στην έφεση αιτίαση ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου η εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε ότι σε κάθε περίπτωση λόγω της φύσεως και του μεγέθους του «Ο», αυτό δεν ήταν ικανό να προκαλέσει βλάβη στο υποβρύχιο καλώδιο, καίτοι το σκάφος αυτό κατά παραδοχή των εναγόμενων στις προτάσεις τους είναι επιβατικό τουριστικό σκάφος αναψυχής μήκους 15 μέτρων, χωρητικότητας 11 ατόμων που μετά βεβαιότητας η άγκυρά του δύναται να προκαλέσει και να τραυματίσει το ως άνω υποβρύχιο ηλεκτροφόρο καλώδιο, ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη αυτής, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση χρησιμοποίησε την αιτιολογία αυτή στηριζόμενη στην ένορκη κατάθεση του δύτη ……….., ως επάλληλη αιτιολογία σε σχέση με το ότι δεν αποδείχθηκε ότι η άγκυρα του ένδικου σκάφους προκάλεσε τη βλάβη, καθώς η άγκυρα βρισκόταν σε απόσταση 150 μέτρων μακριά από το καλώδιο και η οποία (τελευταία αιτιολογία) αρκεί από μόνη της για την επί της ουσίας απόρριψη της ένδικης αγωγής. Ενόψει των ανωτέρω κι επειδή δεν προβάλλονται άλλοι λόγοι έφεσης, κρίνεται ότι ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε στο σύνολό τους τις αποδείξεις κι επομένως η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί εν συνόλω στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, που παραστάθηκαν με διαφορετικό δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της νίκης τους, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω απορρίψεως της κριθείσας εφέσεως πρέπει κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παράβολων που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση του ενδίκου μέσου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της 1390/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην παρούσα δίκη σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά για τον καθένα τους στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των κατατεθέντων για την άσκηση της εφέσεως παραβόλων, ήτοι του υπ’ αριθ. …………/2019 παράβολου ΤΑΧΔΙΚ ποσού εξήντα (60) ευρώ, του υπ’ αριθ. …./2019 παράβολου Δημοσίου ποσού είκοσι (20) ευρώ και του υπ’ αριθ. …../2019 παράβολου Δημοσίου ποσού είκοσι (20) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.1.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ