Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 752/2018

Έννοια πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου κατά το άρθρο 10 ΑΚ. Αγωγή προς εκπλήρωση εταιρικού χρέους κατά μετόχων και διοικητών αλλοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας, εξομοιούμενης νομοθετικά προς τις ημεδαπές προσωπικές [ομόρρυθμες] εταιρίες λόγω μη τήρησης των νόμιμων συστατικών προϋποθέσεων του ελληνικού δικαίου, που εφαρμόζεται λόγω του εντοπισμού της πραγματικής έδρας της στην ημεδαπή, σε βάρος της οποίας έχει προηγηθεί τελεσίδικη καταψήφιση υπέρ του ενάγοντος. Αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά. Επέκταση υπό τα εκτιθέμενα των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας της τελεσίδικης απόφασης και στους εναγομένους και απαράδεκτο του καταψηφιστικού αιτήματος της νέας αγωγής ελλείψει εννόμου συμφέροντος προς κτήση νέου εκτελεστού τίτλου από τον ενάγοντα που δικαιούται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά των μελών της οφειλέτριας κατ’ άρθρο 920 ΚΠολΔ, οι αντιρρήσεις των οποίων θα κριθούν στη δίκη της ανακοπής που θα επακολουθήσει. Πάρα ταύτα, έννομο συμφέρον για την έγερση αναγνωριστικής αγωγής κατά μόνων των εταίρων, που δεν ομοδικούν αναγκαστικά με το νομικό πρόσωπο στη νέα δίκη. Ετερομερής επέκταση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας κατ’ άρθρα 329 και 920 ΚΠολΔ. Σφάλμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δέχθηκε το καταψηφιστικό αίτημα της νέας αγωγής και εξαφάνιση της εκκαλουμένης χωρίς εφαρμογή του άρθρου 534 ΚΠολΔ, αφού το διατακτικό της είναι σε κάθε περίπτωση εσφαλμένο. Εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο για λόγους οικονομίας της δίκης, προς αποφυγή επανέναρξης της αντιδικίας κατά την εκτελεστική διαδικασία. Δέχεται κατ’ ουσία την αγωγή και αναγνωρίζει τη συνδρομή των πρόσθετων όρων που απαιτούνται κατά το ουσιαστικό δίκαιο για τη θεμελίωση συνευθύνης των εταίρων της οφειλέτριας για τα εταιρικά χρέη.

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  752 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η κρινόμενη από 14.11.2017 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………. και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……….), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 4473/10.10.2017 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 2.12.2016 αγωγής (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……….) της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. τα με αριθμούς 183494, 183493, 4148705 και 2472813 παράβολα σειράς Α, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα υπόλοιπα), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η έδρα του νομικού προσώπου προσδιορίζει το δίκαιο που διέπει την ικανότητά του. Το ίδιο αυτό δίκαιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις συστάσεως του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως συνδετικό στοιχείο στον κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ νοείται η πραγματική έδρα διοικήσεως του νομικού προσώπου και όχι η καταστατική. Η έδρα του, επομένως, βρίσκεται στον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου και από τον οποίον εκπορεύονται οι εντολές τους, καθώς και εκείνος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του νομικού προσώπου, όπου δηλαδή ασκείται πραγματικά η διοίκησή του, λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική του πολιτική (ΟλΑΠ 461/1978, ΝοΒ 1979/211, ΑΠ 1699/2016, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ [ποινική απόφαση], ΑΠ 201/2014, ΕΕμπΔ 2014/627, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ΕΝαυτΔ 2013/100, ΜονΕφΠειρ. 149/2015, ΔΕΕ 2015/1025, βλ. και Λ. Αθανασίου, σημείωμα κάτω από την ΕφΑθ. 3865/1998, ΔΕΕ 1999/729). Απόκλιση από τον κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου, πέραν του άρθρου 24 § 3 εδαφ. β της κυρωθείσας με το Ν. 2893/1954 (ΦΕΚ Α 149/10.7.1954) Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3.8.1951 μεταξύ της Ελλάδας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς και των άρθρων 43, 48 και 293 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, αφού κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 945/1979 (ΦΕΚ Α 170/27.7.1979), μεταγενεστέρως τροποποιήθηκε, που αφορούν εταιρίες συσταθείσες σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα τους, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 (ΦΕΚ Α 109/6.7.1978), σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες που η σύστασή τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή υπήρξαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (πλην σκαφών αναψυχής) με ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α 77/22.4.1975), όπως αυτό ισχύει αφού αντικατασταθέν με το άρθρο 28 του Ν. 814/1978 (ΦΕΚ Α 144/13.9.1978) και τροποποιηθέν με το άρθρο 75 § 5 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101/31.7.1990), αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν. 2234/1994 (ΦΕΚ Α 142/31.8.1994) ή των ΑΝ 89/1967 (ΦΕΚ Α 132/1.8.1967) και  378/1968 (ΦΕΚ Α 82/17.4.1968), όπως και οι εταιρίες χαρτοφυλακίου αυτών, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η (μόνη) έδρα τους, ανεξάρτητα από τον τόπο από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Με τη διάταξη του άρθρου 25 § 7 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει κατά τα ανωτέρω, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρείες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως ισχύει. Οι περιπτώσεις αυτές αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 ΑΚ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε ανωτέρω, αφού οι παραπάνω διατάξεις ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών των εταιριών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους (ΟλΑΠ 2/2003, ΕΕμπΔ 2003/60 = ΧρΙΔ 2003/240 = ΔΕΕ 2003/525, με σημείωμα Λίας Αθανασίου και Σπυρίδωνος Αλεξανδρή = ΕΝαυτΔ 2003/35, με σημείωση Α. Μαρκάκη = ΝοΒ 2003/1392 = ΕπισκΕμπΔ 2003/117, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη = Δνη 2003/388, όπου και η σχετική πρόταση του Εισαγγελέα του ΑΠ, ΟλΑΠ 2/1999, ΑρχΝ 1999/351 = Δνη 1999/271 = ΔΕΕ 1999/605 = Δ 2000/210 = ΕΕμπΔ 1999/364 = ΕπισκΕμπΔ 1999/451 = ΕΝαυτΔ 1999/81 = ΝοΒ 1999/1113, βλ. και Χ. Παμπούκη/Ε. Βασιλακάκη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, τόμος ΙΑ, 2016, άρθρο 10, αρ. 26 επομ., σελ. 263 επομ.). Εάν, όμως, διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα μιας ναυτιλιακής κατά μετοχές εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή και δεν υπάγεται στις πιο πάνω εξαιρέσεις, βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, τότε η ανώνυμη αυτή εταιρία είναι άκυρη (ΑΠ 335/2001, ΔΕΕ 2001/608 = ΕΕμπΔ 2001/279 = ΕπισκΕΔ 2001/397, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη) και, αν λειτούργησε, εμφανιζόμενη στις εμπορικές συναλλαγές της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα (ΑΠ 794/2008, ΧρΙΔ 2009/75 = Αρμ. 2009/1713 = Δνη 2010/739), θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία (Ηλ. Χαρίση – Στάμου, Οι ναυτιλιακές «Εταιρίες ευκαιρίας» σαν εταιρίες «εν τοις πράγμασι», σε Δνη 1985/1106 επομ), διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση (ΕφΠειρ. 549/2006, ΔΕΕ 2006/1027) και ρυθμίζει όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρίας αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της (ΤριμΕφΠειρ. 269/2016, ΔΕΕ 2016/1536), οι οποίοι ενέχονται αλληλεγγύως, δηλαδή εις ολόκληρον (άρθρο 29 ΕισΝΑΚ) με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (Σπ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2017, αρ. 267, σελ. 80) για τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της από τη συναλλακτική της δραστηριότητα (ΟλΑΠ 13/1997, Δνη 1997/771 = ΕΕμπΔ 1997/518 = ΕΕΝ 1997/409 = ΝοΒ 1998/41 = ΔΕΕ 1997/581), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 § 1 του Ν. 4072/2012, που επανέλαβε με νέα διατύπωση την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 22 του ΕΝ. Η ευθύνη αυτή των εταίρων αποτελεί ενοχή ex lege, αφού πηγή έχει το νόμο, συνιστά αναγκαστικό δίκαιο (ΑΠ 522/2014, ΔΕΕ 2014/590 = ΧρΙΔ 2014/619 = ΕΕμπΔ 2014/870 =  ΕφΑΔ 2014/404, ΑΠ 1205/2001, Δνη 2002/137 = ΔΕΕ 2001/1001 = ΕΕμπΔ 2002/364, ΤριμΕφΘεσ. 1929/2013, ΕπισκΕΔ 2013/982, ΕφΘεσ. 2198/2006, ΕπισκΕΔ 2006/1149, Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες, 2016, § 23, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 116, Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, 2016, § 25 ΙΙΙ, αρ. 7, σελ. 207), είναι απεριόριστη, προσωπική, άμεση και αλληλέγγυα  (ΑΠ 154/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για τη θεμελίωσή της προϋποτίθεται α) ύπαρξη εταιρίας, στην έννοια της οποίας υπάγεται και η de facto ομόρρυθμη εταιρεία, δηλαδή εκείνη για την οποία δεν έχουν μεν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας (του άρθρου 251 του Ν. 4072/2012: καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο [ΓΕΜΗ], αφ’ ης κτάται η νομική της προσωπικότητα) αλλά έχει αναπτύξει δημόσια δράση, εμφανιζόμενη ως εμπορική στις σχέσεις της με τρίτους και εξομοιούμενη για το λόγο αυτό νομοθετικά (άρθρο 251 § 3 εδαφ. β του Ν. 4072/2012) με ομόρρυθμη, β) ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας κατά τη γέννηση της εταιρικής υποχρεώσεως, ώστε, όταν πρόκειται για αλλοδαπή εταιρία, που εξομοιώνεται με την ομόρρυθμη, να εκλαμβάνονται ως εταίροι οι μέτοχοι και τα μέλη της διοικήσεώς της (ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685 = ΠειρΝ 2005/304, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 149/2015, ο.π.) και γ) ύπαρξη εταιρικών υποχρεώσεων, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δικαιοπρακτικές, αλλά και οι εξωδικαιοπρακτικές υποχρεώσεις της εταιρίας, δηλαδή εκείνες που προέρχονται από αδικοπραξίες των διαχειριστών της κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή άλλο, πλην της συμβάσεως, γενεσιουργό λόγο (ΑΠ 261/2001, ΕΕμπΔ 2001/503 = ΕΝαυτΔ 2001/202 = ΧρΙΔ 2001/451, ΕφΠειρ. 348/2006, ΠειρΝ 2006/475, ΕφΠειρ. 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005/26 = ΔΕΕ 2005/54, ΕφΠειρ. 999/2003, ΔΕΕ 2005/52 = ΕπισκΕΔ 2004/677). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 329 ΚΠολΔ η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, ενώ κατά το άρθρο 919 του ιδίου Κώδικα η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται 1] όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις υπέρ και κατά των προσώπων έναντι των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του επιδίκου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της, 2] όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των υποχρέων που αναφέρονται σ’ αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου.  Από την αδιάστικτη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκταση του δεδικασμένου που παρήχθη στη δίκη μεταξύ ενός νομικού προσώπου και ενός τρίτου αφορά αδιακρίτως σε όλα τα νομικά πρόσωπα που έχουν μέλη, περιλαμβάνοντας αυτονόητα και τις προσωπικές εταιρίες, άρα και τις de facto ομόρρυθμες (Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 § 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ – Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρίας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα, γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [43], η ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιριών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕφΑΔ 2012/1035 επομ. [1047]). Η δέσμευση αυτή προϋποθέτει είτε ταυτότητα αντικειμένου είτε σχέση προδικαστικότητας και υφίσταται εφόσον, αντιστοίχως, είτε και το μέλος είναι φορέας του ιδίου δικαιώματος ή της αυτής υποχρεώσεως που κρίθηκε κατά την αντιδικία είτε το κριθέν δικαίωμα ή η υποχρέωση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της έννομης σχέσης του μέλους προς τον τρίτο (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 29, αρ. 4, σελ. 570, Κ. Καλαβρός, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, σε Δνη 1987/1185 επομ. [1195], Π. Κολοτούρος, Υπερχειλείς εκφάνσεις του δεδικασμένου, σε Δνη 2005/975 επομ. [976]). Η διεύρυνση αυτή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και η δέσμευση των μελών του νομικού προσώπου από αυτό, έστω και αν δεν μετείχαν στο δικαστικό αγώνα, ισχύει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα εκτελέσεως της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και στα μέλη του, υπό την έννοια ότι το μέλος του νομικού προσώπου στη νέα δίκη αφενός δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου και αφετέρου ότι μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα του νομικού προσώπου, όπως αυτά διαγνώσθηκαν στην τελεσίδικη απόφαση (ΜονΕφΠειρ. 623/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 97, αρ. 24, σελ. 713, Γ. Διαμαντόπουλος, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας. Έκταση ευθύνης των μελών ομόρρυθμης εταιρίας. Πλήρωση αιρέσεως πίνακα κατατάξεως, γνμδ σε Δ 2007/951 επομ. [953], Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, 1971, άρθρο 329, σελ. 1338). Δεν έχει όμως η δέσμευση αυτή την έννοια ότι βαρύνεται το ίδιο το μέλος προσωπικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, που κρίθηκαν ούτε ότι, αντίστοιχα, καθίσταται αυτό φορέας των δικαιωμάτων του νομικού προσώπου που επιδικάστηκαν (ΕφΑθ. 6844/1979, ΕΕμπΔ 1980/826 = ΕΝαυτΔ 1980/499, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 121, σελ. 314, ο ίδιος, Όρια του δεδικασμένου και αστική ευθύνη των μελών της εκτελεστικής επιτροπής ενώσεως προσώπων, γνμδ, σε του ιδίου, Νομικές Μελέτες IV, 2006, κείμενο 265, σελ. 149 επομ. [151]). Και τούτο διότι η επέκταση της εκτελεστότητας της τελεσίδικης απόφασης και κατά των μελών του νομικού προσώπου, που υπήρξε διάδικος, συναρτάται προς την έκταση της ευθύνης του κάθε μέλους, όπως αυτή προσδιορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, αρ. 622, σελ. 913 επομ., Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 173 επομ., Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Σ. Κουσούλης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 329, αρ. 3, σελ. 662, Γ. Μητσόπουλος, Η ικανότης ως διαδίκων των ενώσεων προσώπων των μη κεκτημένων νομικήν προσωπικότητα, σε Δ 1970/433 επομ., Λ. Σινανιώτης, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου αποφάσεως εκδοθείσης κατά εμπορικής εταιρείας, ΕΕΝ 1962/260 επομ., Π. Κολοτούρος, Η απαλλοτρίωσις του επιδίκου αντικειμένου, ημίτομος Β, 2009, § 2 ΙΙΙ Γδ, σελ. 267, Στ. Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΕφΑθ. 294/1987, σε Δνη 1987/903 επομ. [906], Π. Αρβανιτάκης, παρατηρήσεις κάτω από την ΜονΠρΘεσ. 4349/1986, σε Αρμ. 1987/1049 επομ. [1051]). Επομένως, η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται και κατά των μελών του νομικού προσώπου, που δεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη που απέληξε στην έκδοσή της, μόνον όταν η υποχρέωση που κρίθηκε συνιστά ταυτόχρονα και υποχρέωση των μελών του. Προϋποθέτει, επομένως, η αναγκαστική εκτέλεση και εναντίον των μελών του νομικού προσώπου ότι θεμελιώνεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο προσωπική ευθύνη τους για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου (ΕφΑθ. 10187/1998, Δνη 1999/1150, Ν. Νίκας, Επέκταση του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος και στο μέλος διαδίκου νομικού προσώπου, γνμδ σε ΕΠολΔ 2008/25 επομ. [26]), ότι δηλαδή ενέχονται βάσει του νόμου να καταβάλουν τις εκάστοτε οφειλές του νομικού προσώπου προς τον τρίτο από την ατομική τους περιουσία (ΕφΠατρ. 114/2005, ΔΕΕ 2006/55). Τέτοια ατομική, απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη θεσπίζει κατά τα προαναφερθέντα το άρθρο 249 § 1 του Ν. 4072/2012 για τα μέλη της ομόρρυθμης εταιρίας που δραστηριοποιήθηκε συναλλακτικά, ανεξαρτήτως μάλιστα αν της λειτουργίας της προηγήθηκε η καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ ή όχι. Απόρροια της ευθύνης αυτής και δικονομικό της αντίκρισμα αποτελεί η ρύθμιση του άρθρου 920 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι με βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης (ή ετερόρρυθμης) εταιρίας μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομορρύθμων εταίρων και επιτρέπει την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεων δανειστή της ομόρρυθμης εταιρίας και σε βάρος του ομορρύθμου μέλους, του οποίου η παθητική νομιμοποίηση κατά την εκτελεστική διαδικασία προβλέπεται στο νόμο, ακόμη και αν στον εκτελεστό τίτλο δεν αναφέρεται το όνομα του εταίρου (ΑΠ 634/1980, ΕΕμπΔ 1981/60 = ΝοΒ 1980/1986, ΕφΘεσ. 1721/1996, ΕΤρΑξΧρΔ 1996/760, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Γ. Νικολόπουλος], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2000, άρθρο 920, αρ. 1, σελ. 1749, Γ. Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, 2012, σελ. 138). Εξ όλων όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι ο συμβατικός δανειστής αλλοδαπής, κατά το καταστατικό της, κεφαλαιουχικής εταιρίας, που όμως στην πραγματικότητα εδρεύει στην ημεδαπή και, χωρίς να εμπίπτει στις παραπάνω εξαιρετικές διατάξεις της, δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας της ελληνικής νομοθεσίας για τον αντίστοιχο εταιρικό τύπο, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησής του με αγωγή, την οποία έχει την ευχέρεια να στρέψει είτε κατά μόνης της εταιρίας είτε κατά μόνων των εταίρων της είτε κατά της εταιρίας και των μελών της από κοινού. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, αν η αγωγή γίνει τελεσιδίκως δεκτή, ο δανειστής μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά των μετόχων ή διοικητών της οφειλέτριας, που καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης ευθέως, αφού υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε (άρθρα 325 αρ. 1 και 919 αρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ, να δύνανται αυτοί να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά με ανακοπή στα πλαίσια της εκτέλεσης που θα επακολουθήσει ούτε την ιδιότητά τους ως εταίρων της οφειλέτριας ούτε την πραγματική άσκηση της διοικήσεώς της από την Ελλάδα, αφού τα ζητήματα αυτά θα έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου στη διαγνωστική δίκη που προηγήθηκε, της οποίας το αντικείμενο, πέραν του αιτήματος για καταδίκη των εναγομένων στην επίδικη παροχή, περιελάμβανε αναγκαίως, έστω και σιωπηρώς, ως κύριο μάλιστα αίτημα (έτσι ρητώς Δ. Κονδύλης, ο.π., § 14, αρ. 4, σελ. 258), την αναγνώριση της ατομικής υποχρέωσής τους στην εκπλήρωση του εταιρικού χρέους, λόγω ακριβώς της συνδρομής των όρων αυτών, στους οποίους θεμελιώνεται η κατά το [εφαρμοστέο ημεδαπό] ουσιαστικό δίκαιο ευθύνη τους. Αν πάλι η αγωγή είχε στραφεί κατά μόνης της εταιρίας το εξ αυτής δεδικασμένο θα δεσμεύει και τα μέλη της (άρθρο 329 ΚΠολΔ) είτε αυτή ενήχθη ως αλλοδαπή κεφαλαιουχική εταιρία είτε ως ημεδαπή de facto προσωπική εταιρία. Εξαιτίας, όμως, τη μη συμμετοχής τους στο δικαστικό αγώνα, η ιδιότητα των μετόχων ή διοικητών της εναγομένης ως μελών της οφειλέτριας εταιρίας δεν θα έχει στην περίπτωση αυτή διαγνωσθεί, ενώ και η ενδεχόμενη ουσιαστική παραδοχή της τελεσίδικης απόφασης για τον τόπο της πραγματικής έδρας της δεν ανυψώνεται σε δεδικασμένο, κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 322 § 1 εδαφ. α και 324 ΚΠολΔ, αφού, ως μη αναγκαία για την καταδίκη της εναγομένης κρίση, δεν αποτέλεσε στοιχείο του δικανικού συλλογισμού (ΟλΑΠ 10/2002, ΑρχΝ 2002/638 = ΕΕΔ 2002/1419 = ΝοΒ 2003/652 = Δ 2002/1304, ΑΠ 1559/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί ότι η συνδρομή των εξαιρετικών και πρόσθετων αυτών όρων της κατά το ουσιαστικό δίκαιο ευθύνης των μελών της οφειλέτριας πρέπει να κριθεί όχι σε δίκη περί την εκτέλεση της προηγηθείσας καταψηφιστικής απόφασης αλλά σε νέα διαγνωστική δίκη, διεξαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία, επειδή αυτή παρέχει πληρέστερα εχέγγυα ορθοκρισίας (Χ. Απαλαγάκη, ο.π., σελ. 192). Κατά την κρατούσα, όμως, και ορθότερη άποψη, ο δανειστής της αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας που έχει εξοπλίσει την κατ’ αυτής χρηματική απαίτησή του με εκτελεστό τίτλο έχει το δικαίωμα να επισπεύσει με βάση τον τίτλο αυτόν αναγκαστική εκτέλεση και σε βάρος των ομόρρυθμων εταίρων της οφειλέτριας, που έχει την πραγματική έδρα της στην Ελλάδα αλλά δεν τήρησε τις γηγενείς προϋποθέσεις νόμιμης συστάσεως και δημοσιότητας (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 20, αρ. 59, σελ. 452 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 28, αρ. 62, σελ. 488, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 573, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, Γενικαί Διατάξεις, ανάτυπο δεύτερης έκδοσης, άρθρο 920, σελ. 271 – 272, έτσι κατ’ αποτέλεσμα και οι ΜονΕφΑθ. 381/2017, 270/2017 και 17/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, για την παρεμφερή περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των μελών συνεταιρισμού), χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δικαστική διερεύνηση της συνδρομής των πρόσθετων προϋποθέσεων της εκτελεστότητας του τίτλου που εκδόθηκε κατά του νομικού προσώπου και εναντίον των μελών του (Ν. Νίκας, Αναγκαστική εκτέλεση της εκδιδόμενης σε βάρος αστικού συνεταιρισμού διαταγής πληρωμής και στα μέλη του, γνμδ σε ΔΕΕ 2014/748 επομ. [757]). Επειδή δε η αναγκαστική εκτέλεση θα στραφεί εναντίον προσώπων διαφορετικών από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο οφειλέτη είναι αυτονόητο ότι η επιταγή προς εκτέλεση θα πρέπει τότε να διαλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν την παθητική νομιμοποίηση των καθ’ ων (ΑΠ 1167/1988, ΕΕΝ 1989/557), να διευκρινίζει δηλαδή τη σχέση που συνδέει τους επιτασσόμενους προς τον εκ του τίτλου υπόχρεο. Στην ίδια αυτή περίπτωση, η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 920 ΚΠολΔ, δηλαδή η φύση της οφειλέτριας ως de facto προσωπικής εταιρίας, όπως και η ιδιότητα των φυσικών προσώπων, κατά των οποίων θα επισπευσθεί η εκτέλεση, ως μελών του νομικού της προσώπου, θα κριθεί σε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο και, συγκεκριμένα, είτε στη δίκη της εκτέλεσης (ΑΠ 1443/2017, E7 2018/559), που θα επακολουθήσει, εάν και εφόσον οι καθ’ ων η εκτέλεση προβάλλουν αντιρρήσεις αμφισβητώντας την παθητική τους νομιμοποίηση με ανακοπή, η οποία θα πλήττει τότε τον εκτελεστό τίτλο για ουσιαστικό ελάττωμά του (Χρ. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, § 5, ΙΙΙ 2, σελ. 163) είτε στη δίκη που θα ανοιγεί κατόπιν ασκήσεως σχετικής αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής  των φερομένων ως εταίρων της οφειλέτριας (Δ. Κονδύλης, ο.π.). Για το λόγο αυτό νέα αγωγή του δανειστή, με την οποία αυτός έχοντας ήδη επιτύχει την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε βάρος αλλοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας και με την πρόσθετη επίκληση ότι αυτή τυγχάνει στην πραγματικότητα εν τοις πράγμασι προσωπική (ομόρρυθμη) εταιρία, διεπόμενη από το ελληνικό δίκαιο, στρέφεται πλέον εναντίον των μετόχων ή των διαχειριστών της και ζητεί την καταδίκη και αυτών στην πληρωμή του ίδιου εταιρικού χρέους, θα προσκρούσει στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου που έχει παραχθεί από την πρώτη δίκη (πρβλ Χ. Απαλαγάκη, ο.π., σελ. 188) και το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ), συναγόμενο εν προκειμένω από τους αναγκαίους για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων αγωγικούς ισχυρισμούς (Κ. Καλαβρός, Αιτήσεις και ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, 2013, ΙΙ, bb, σελ. 97, Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, σελ. 318), ενώ, παράλληλα, θα ελλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος προς επανάληψη της δίκης, προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατά των μελών της οφειλέτριας εταιρίας, αφού, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, θα δικαιούται να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση και κατ’ αυτών με βάση τον ήδη κτηθέντα τίτλο. Επομένως, το καταψηφιστικό αίτημα ενδεχόμενης νέας αγωγής πάσχει διττώς και το απαράδεκτο αυτό οδηγεί στην απόρριψή του. Το αναγκαίως εμπεριεχόμενο, όμως, έστω και σιωπηρώς, στη νέα αγωγή, κύριο επίσης κατά τα προαναφερθέντα, αίτημά της να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων έναντι του ενάγοντος, επειδή στο πρόσωπό τους συντρέχουν εξαιρετικοί όροι, που θεμελιώνουν κατά το ουσιαστικό δίκαιο ευθύνη τους για τα χρέη της εταιρίας στην οποία μετέχουν, η αναγνώριση δηλαδή της ιδιότητάς τους ως ομορρύθμων εταίρων εν τοις πράγμασι προσωπικής εταιρίας με πραγματική έδρα στην ημεδαπή, δεν μπορεί να αποκρουσθεί ως απαράδεκτο, αφού τέτοια κύρωση δεν δικαιολογείται ούτε ενόψει της προηγούμενης καταψηφιστικής απόφασης, οι κρίσεις της οποίας δεν εκτάθηκαν στην ιδιότητα της οφειλέτριας ως αδημοσίευτης ομόρρυθμης εταιρίας ούτε των ήδη εναγομένων ως μελών της ή, αν οι ουσιαστικές παραδοχές της κάλυψαν και τα ζητήματα αυτά, δεν απέκτησαν ποτέ προσόντα δεδικασμένου ούτε με βάση το έννομο συμφέρον, για το οποίο γίνεται δεκτό ότι δεν ελλείπει ακόμα και αν ο δανειστής, που έχει μεν εκτελεστό τίτλο δυνάμενο όμως να αμφισβητηθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ασκήσει νέα αναγνωριστική αγωγή για την ίδια αξίωση, προκειμένου να αποκλείσει τις (οπωσδήποτε μη καταλαμβανόμενες από τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου) ενστάσεις εκείνου, κατά του οποίου θα επιχειρήσει στη συνέχεια αναγκαστική εκτέλεση (ΑΠ 392/1987, ΝοΒ 1988/748, Φλ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995, σελ. 126, Σπ. Ανδρίτσος, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [9], αρ. 27, σελ. 294). Επομένως, μόνο αντικείμενο της νέας δίκης είναι η διάγνωση της συνδρομής των όρων παραγωγής ατομικής ευθύνης του μετόχου ή διαχειριστή της οφειλέτριας (Ε. Ποδηματά, Κατάχρηση του θεσμού της ανώνυμης εταιρίας και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου έναντι των βαρυνομένων με την κατάχρηση μετόχων, γνμδ σε ΧρΙΔ 2018/222 επομ. [234]) για τα χρέη της εταιρίας, που αντιστοιχούν στις τελεσιδίκως κριθείσες απαιτήσεις του ενάγοντος και, ταυτόχρονα, οι όροι υπό τους οποίους το αρχικό δεδικασμένο θα επεκταθεί καθ’ υποκείμενα, όχι δε και αυτή καθαυτή η ενοχή της οφειλέτριας εταιρίας, για την ύπαρξη της οποίας δεσμεύεται ήδη ο εναγόμενος κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ, εφόσον, βέβαια, καταφαθούν στη νέα δίκη η ιδιότητα εκείνης ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρίας και αυτού ως μετόχου ή διαχειριστή της (Δ. Κονδύλης, ο.π., σελ. 574). Κατ’ ακριβολογία, το δεδικασμένο της νέας δίκης θα προσδιορίσει μόνον τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της αρχικής απόφασης και θα διευκολύνει την πρόοδο της εκτελεστικής διαδικασίας, εξασθενώντας προς όφελος του ενάγοντος τη θέση των καθ’ ων η εκτέλεση, ενώ στο δεδικασμένο της πρώτης δίκης στηρίζεται η ενεργητική νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον της δεύτερης αγωγής, ως διαδικαστικών προϋποθέσεων της επόμενης δίκης (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 12, Β, 3, σελ. 198). Το αντικείμενο της αιτούμενης με τη νέα αγωγή αναγνώρισης συνίσταται, βέβαια, στη διάγνωση του τόπου της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου της οφειλέτριας και την ιδιότητα των εναγομένων ως μελών του. Δεν αφορά, όμως, γυμνά πραγματικά γεγονότα ή απλώς νομικές καταστάσεις αλλά περιστατικά που συνδέονται με συγκεκριμένη έννομη σχέση (άρθρο 70 ΚΠολΔ), την παραγωγή δηλαδή ατομικής ευθύνης των εναγομένων, που αντιστοιχεί σε δικαίωμα του ενάγοντος, του οποίου ζητείται η προστασία (ΑΠ 468/2010, ΝοΒ 2011/956, ΑΠ 1582/1979, ΝοΒ 1980/1111, ΕφΑθ. 1087/1997, Δνη 1998/414, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 1996, άρθρο 70, αρ. 11, σελ. 441, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 37, αρ. 2, σελ. 447). Επειδή δε η απόφαση που θα εκδοθεί επί της αναγνωριστικής αυτής αγωγής δεν προορίζεται ούτε δύναται να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο κατά των εναγομένων (η σε βάρος των οποίων αναγκαστική εκτέλεση, μετά την έκδοσή της, θα επισπευσθεί με βάση την αρχική [καταψηφιστική] απόφαση), στα πλαίσια της αναγνωριστικής δίκης δεν μπορούν να ερευνηθούν καταχρηστικές ενστάσεις, καταλυτικές εν μέρει του δικαιώματος του ενάγοντος, όπως λ.χ. η μερική εξόφληση της απαιτήσεως του εταιρικού δανειστή, που επήλθε με καταβολή στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της οφειλέτριας εταιρίας, που τυχόν προηγήθηκε της αντιδικίας του με τους εταίρους, των οποίων ενδεχόμενος συναφής ισχυρισμός θα κριθεί στη δίκη της ανακοπής στην άσκηση της οποίας, αν καταφαθεί η συνευθύνη τους, θα δικαιούνται, εφόσον η μεταγενέστερη προς αυτούς επιταγή προς εκτέλεση συμπεριλάβει και το μέρος της οφειλής κατά το οποίο έχει επέλθει απόσβεση κατ’ άρθρα 416 και 483 § 1 εδαφ. α ΑΚ. Εξάλλου, η διεξαγωγή της δεύτερης δίκης, με το ως άνω αναγνωριστικό αίτημα, δεν προϋποθέτει τη συμμετοχή σ’ αυτή της οφειλέτριας εταιρίας, μολονότι κατ’ αυτήν διώκεται, για τις ανάγκες της εκτελέσεως της ήδη επιτευχθείσας καταψηφιστικής κατ’ αυτής αποφάσεως και εναντίον των μελών της, η διάγνωση του τόπου της πραγματικής έδρας της και τούτο διότι αντικείμενο της δίκης αυτής δεν είναι η αναγνώριση έννομης συνέπειας σε βάρος της αλλά έναντι των εναγομένων. Πράγματι, η ευθύνη της οφειλέτριας εταιρίας είναι, ενόψει του παραχθέντος δεδικασμένου, δεδομένη και πλέον ερευνώνται οι προϋποθέσεις της συνευθύνης των μελών της. Για το λόγο αυτό δεν προσβάλλεται το δικαίωμα ακροάσεως (που θεμελιώνεται αμέσως μεν στα άρθρα 20 § 1 Σ και 6 § 1 ΕΣΔΑ, εμμέσως δε και στο άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ) της οφειλέτριας, ως προς το ζήτημα της πραγματικής έδρας της, ούτε σε τούτη τη δίκη ούτε, αντιστοίχως και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, στη δίκη της ανακοπής κατά της επισπευδόμενης κατά των φυσικών προσώπων – μελών της αναγκαστικής εκτέλεσης ή στη δίκη επί της αναγνωριστικής της έλλειψης συνδρομής των όρων του άρθρου 920 ΚΠολΔ ως άνω αγωγής, οι οποίες δεν ασκούνται απαραδέκτως υπό μόνων των φερομένων ως εταίρων της οφειλέτριας, ακόμα δηλαδή και αν στους έχοντες κατ’ αμφότερες τις περιπτώσεις έννομο συμφέρον συναντιλέγοντες ή συνενάγοντες δεν συμπεριληφθεί και αυτή. Αντίθετο συμπέρασμα δε συνάγεται ούτε με βάση το είδος της παθητικής ομοδικίας επί αγωγής για την εκπλήρωση εταιρικού χρέους, όπου, αν μεν ο εταιρικός δανειστής εναγάγει από κοινού την ομόρρυθμη εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της ατομικά οι εναγόμενοι ομοδικούν αναγκαστικώς, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 76 § 1 περ. β, 329 και 920 ΚΠολΔ, αφού η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί για την εταιρία και το από αυτήν δεδικασμένο επεκτείνεται και στους εταίρους επηρεάζοντας τις έννομες σχέσεις τους (ΑΠ 1240/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1103/2010, ΕφΑΔ 2010/1219, ΕφΑθ. 7147/2008, Δνη 2009/1099, ΕφΑθ. 9775/2002, ΝοΒ 2003/1237, ΕφΑθ. 2968/1998, Δνη 1999/423, ΕφΑθ. 6995/1995, ΑρχΝ 1996/734 = Δνη 1997/925, ΜονΕφΠατρ. 323/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτων από το δεδικασμένο, 2007, § 4 Ι 1, σελ. 102), ενώ, αν επιλέξει να στραφεί κατά μόνων των εταίρων η παραγόμενη ομοδικία είναι, κατ’ άρθρο 74 στοιχ. 1 περ. α ΚΠολΔ, απλή, αφού μεταξύ των εναγομένων υφίσταται μόνον κοινωνία ενοχικής υποχρεώσεως, εκπληρωτέας εις ολόκληρον (ΕφΑθ. 110/2006, ΔΕΕ 2006/483, ΕφΘεσ. 1189/1990, Αρμ. 1990/451 = ΕΕμπΔ 1991/75, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 176, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], αρ. 9, σελ. 112, Μ. Φρέρης, Η απλή ομοδικία κατά το ελληνικό δίκαιο, σε Δ 1996/65 επομ. [67], Κ. Παναγόπουλος, Ενοχή εις ολόκληρον και ομοδικία, σε Δ 1996/73 επομ. [76]). Όμως, στην περίπτωση που ζητείται η αναγνώριση της ιδιότητας των εναγομένων ως μελών νομικού προσώπου που λειτουργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, προκειμένου να επεκταθεί και σ’ αυτούς το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης που υποχρεώνει την εταιρία στην πληρωμή του εταιρικού χρέους, ούτε ο νόμος υποχρεώνει τον ενάγοντα στην κοινή με αυτούς εναγωγή και της εταιρίας (άρθρο 76 § 1 περ. γ ΚΠολΔ), με κύρωση το απαράδεκτο της αγωγής αν αυτή δεν απευθυνθεί και εναντίον της (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, § 15, σελ. 368) ούτε το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί θα δεσμεύει αυτήν, καθόσον η κατ’ άρθρο 329 ΚΠολΔ επέκτασή του δεν ενεργεί αμφίδρομα, δηλαδή και σε βάρος του νομικού προσώπου (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 575, Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 129, Γ. Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ’ ημίν δίκαιον, Δ 1979/157 επομ. [182]), ώστε να τίθεται ζήτημα έστω προσεπικλήσεώς του στη δίκη κατ’ άρθρα 86 και 90 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ιστορική βάση της εν λόγω αναγνωριστικής αγωγής πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70 και 216 § 1 ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει εκείνα τα περιστατικά, των οποίων, αν αμφισβητηθούν, ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως, δηλαδή την ιδιότητα των εναγομένων ως μετόχων ή διαχειριστών της οφειλέτριάς του εταιρίας και τον τόπο της πραγματικής άσκησης της διοικήσεώς της, χωρίς για την πληρότητα του περιεχομένου της να προσαπαιτείται η εξατομίκευση των επιχειρηματικών αποφάσεων της που λαμβάνονται στην ημεδαπή. Αν, τέλος, η οφειλέτρια του ενάγοντος τυγχάνει πλοιοκτήτρια εταιρία και η επικαλούμενη στην αγωγή πραγματική έδρα της εντοπίζεται στην Αττική, ιδρύεται τοπική αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων του Πειραιώς για την εκδίκαση της υποθέσεως, αφού αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 51 του Ν. 2712/1993, που υπάγει στα δικαστήρια αυτά όλες τις αναφυόμενες εντός της ως άνω γεωγραφικής περιφέρειας ναυτικές διαφορές, για τον καθορισμό των οποίων ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα, στην οποία περιλαμβάνονται οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους, συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά αναφερόμενες στην § 3 Β του ως άνω άρθρου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε). Τέτοια σύμβαση είναι και η εταιρική, που καταρτίζεται για την εκμετάλλευση εμπορικού πλοίου και από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων είτε μεταξύ τους είτε και προς τρίτους, από τη συναλλακτική δράση της εταιρίας, στα πλαίσια της οποίας διενεργούνται πράξεις σχετικές με τη χρήση του πλοίου και το θαλάσσιο εμπόριο (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237], Α. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα, ΕΠολΔ 2011/572 επομ. [580], Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 επομ. [366], βλ. και ΤριμΕφΑθ. 4386/2014 [ποινική απόφαση], Αρμ. 2015/107). Επομένως, το ζήτημα της ύπαρξης και της έκτασης της ατομικής ευθύνης του μετόχου ή διαχειριστή αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας, που χωρίς να έχει τηρήσει τους όρους νόμιμης σύστασής της κατά το ελληνικό δίκαιο, δραστηριοποιείται στις συναλλακτικές της σχέσεις ως κυρία και εκμεταλλευόμενη πλοίο (πλοιοκτήτρια), συνιστά ναυτική διαφορά κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 και, αν ο φερόμενος ως τόπος της πραγματικής έδρας της εντοπίζεται εντός της περιφέρειας του Νομού Αττικής, υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των δικαστηρίων του Πειραιώς, δεδομένου και του ότι για τη δικαστική της εκτίμηση είναι απαραίτητη η εφαρμογή της ειδικής ναυτιλιακής νομοθεσίας, περί της οποίας έγινε λόγος ανωτέρω, με αποτέλεσμα το ίδιο ζήτημα να μη συγκροτεί το πραγματικό μιας κοινής εμπορικής (εταιρικής) διαφοράς.

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι με προηγούμενη (την υπ’ αριθμ. 2537/2015) απόφασή του έγινε τελεσιδίκως δεκτή προγενέστερη αγωγή της κατά της εταιρίας με την επωνυμία «……….» με καταστατική έδρα στις ……… (……..) και υποχρεώθηκε αυτή να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (28.477,89 €), με το νόμιμο τόκο από 25.7.2014, προς ικανοποίηση χρηματική απαίτησής της για δαπάνες και αμοιβή της, προερχομένων από την αναφερόμενη σύμβαση πρακτόρευσης του υπό σημαία ……. (…….) φορτηγού πλοίου O.L., που ανήκε στην πλοιοκτησία της τότε εναγομένης. Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα προέβαλε τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι η εταιρία εκείνη στην πραγματικότητα εδρεύει στην Αττική, όπου οι εναγόμενοι, μέτοχοι και διευθυντές της, κατοικούν (στο ……. ο πρώτος και στο …… ο δεύτερος) και από όπου εκπορεύονται οι αποφάσεις που κατευθύνουν την επιχειρηματική της δραστηριότητα και ζήτησε να καταδικαστούν και αυτοί στην εις ολόκληρον καταβολή του ήδη επιδικασθέντος υπέρ της ενάγουσας και σε βάρος της εταιρίας τους χρηματικού ποσού από το ίδιο αφετήριο χρονικό σημείο άλλως από την επίδοση, ενεχόμενοι ως ομόρρυθμοι εταίροι της οφειλέτριας, η οποία ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα χωρίς να έχει τηρήσει τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έγκυρη σύστασή της κατά το ελληνικό δίκαιο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την παραδοχή της τοπικής του αρμοδιότητας, που αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, απέβλεψε στο ναυτικό χαρακτήρα της διαφοράς που εισήχθη ενώπιόν του, για την οποία ορθώς έκρινε ότι «αφορά ευθύνη ομορρύθμων εταίρων πλοιοκτήτριας εταιρίας» και, ακολούθως, ορθώς διέγνωσε ότι στο καταψηφιστικό αγωγικό αίτημα εμπεριεχόταν ως παρεμπίπτον και το ζήτημα της αναγνώρισης αφενός της «……… CO» ως de facto ομόρρυθμης εταιρίας και αφετέρου της ιδιότητας των εναγομένων ως ομορρύθμων εταίρων αυτής. Στη συνέχεια, όμως, μολονότι δέχθηκε ότι το έννομο συμφέρον της ενάγουσας συνίστατο [και] στην αναγνώριση αυτή «που θα οδηγήσει και στη θεμελίωση της ευθύνης των εναγομένων», εντούτοις απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό τους περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας, που υπό τα επικαλούμενα στην αγωγή διέθετε ήδη εκτελεστό τίτλο εναντίον τους και, αφού διαπίστωσε κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι οι εναγόμενοι τυγχάνουν μέτοχοι και διαχειριστές της, δεύτερον, ότι για τη σύσταση της εταιρίας τους δεν είχαν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας του ελληνικού δικαίου και, τρίτον, ότι η «……… CO» ασκεί την κύρια επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Ελλάδα, όπου κατοικούν οι εναγόμενοι, δέχθηκε τελικά ότι το δεδικασμένο της προηγούμενης τελεσίδικης απόφασής του δέσμευε και αυτούς, τους οποίους υποχρέωσε στην εις ολόκληρον και νομιμότοκη από 25.7.2014 καταβολή του ιδίου χρηματικού ποσού προς την ενάγουσα.

  1. IV. Με την κατ’ ουσίαν παραδοχή, όμως, του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 249 § 1 του Ν. 4072/2012, 329 και 920 ΚΠολΔ, ενώ, σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. II της παρούσας αναφέρθηκαν, έπρεπε να απορρίψει αυτό ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας στη λήψη νέου εκτελεστού τίτλου και, ακολούθως, να ερευνήσει το (και κατά τις παραδοχές του εμπεριεχόμενο στο υπό κρίση δικόγραφο) αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής, προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή ή μη των πρόσθετων όρων για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας της προηγούμενης καταψηφιστικής απόφασής του και να διαγνώσει αν αυτά καταλαμβάνουν και τους εναγομένους, ώστε η αναγκαστική εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 2537/2015 αποφάσεως να επισπευσθεί ανεμπόδιστα και σε βάρος τους. Και ναι μεν η παραδοχή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής υποδηλώνει κατά νομική και λογική αναγκαιότητα την κατάφαση της βασιμότητας και του αναγνωριστικού της σκέλους, όμως, το διατακτικό της εκκαλουμένης είναι εσφαλμένο σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν ήθελε κριθεί ότι συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της επίμαχης αναγνώρισης, αφού υπερβαίνει το περί αυτής αίτημα και, συνεπώς, παράγει δεδικασμένο εμβέλειας αυξημένης έναντι της νομίμως επιτρεπόμενης (περί του ότι δεδικασμένο δημιουργείται και σε περίπτωση υπερβάσεως του [νόμιμου] αιτήματος της αγωγής βλ. ΕφΘεσ. 3401/2000, Δνη 2001/768 και Δ. Κονδύλη, ο.π., § 14, αρ. 3, σελ. 253). Για το λόγο αυτό δεν θα αρκούσε η κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ αντικατάσταση των αιτιολογιών της και πρέπει η εκκαλουμένη να εξαφανιστεί κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμου του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του ισχυρισμού τους περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας. Στη συνέχεια, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 535 § 1 ΚΠολΔ, η υπόθεση να κρατηθεί από το Δικαστήριο αυτό προς περαιτέρω έρευνα. Το δικονομικό αυτό αποτέλεσμα προκρίνει το Δικαστήριο, έναντι της απορρίψεως της αγωγής στο σύνολό της, προκειμένου οι αρνητικοί αυτής ισχυρισμοί των εναγομένων να κριθούν στα πλαίσια μεταγενέστερης δίκης περί την εκτέλεση, που θα ανοιγεί με ανακοπή τους κατά ενδεχόμενης επιταγής της ενάγουσας προς εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 2537/2015 τελεσίδικης απόφασης, επειδή τούτο επιβάλλει η αρχή της οικονομίας των δικαστικών ενεργειών, ιδίως στην κρινόμενη περίπτωση κατά την οποία η διάγνωση της συνευθύνης των εναγομένων έχει, μολονότι δεν απαιτείται, επιδιωχθεί με αγωγή εκδικαζόμενη κατά την τακτική διαδικασία και η αντιδικία έχει ανέλθει ήδη στο δεύτερο βαθμό, καθόσον η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης και η παραπομπή των διαδίκων σε νέα δίκη θα αντιστρατευόταν την ανάγκη επιτάχυνσης της πολιτικής δίκης και θα προκαλούσε άσκοπη χρονοτριβή και αδικαιολόγητες πρόσθετες δαπάνες. Επομένως, η αγωγή, εκτιμώμενη ως έχουσα αναγνωριστικό μόνον αίτημα, κρινόμενη ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και παραδεκτώς εγειρόμενη κατά μόνων των φερομένων ως ομορρύθμων εταίρων της «……….. CO» εναγομένων, αφού κατά τα προαναφερθέντα δεν επιβάλλεται από διάταξη νόμου η συνεναγωγή και αυτής, της οποίας δε θίγεται το δικαίωμα ακροάσεως και η οποία ούτε από τους εναγομένους προσεπικλήθηκε ούτε από το Δικαστήριο θα διαταχθεί η προσεπίκλησή της, δεδομένου ότι δεν είναι αναγκαία ομόδικος των εναγομένων, όπως αυτοί αβασίμως υποστηρίζουν, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, τακτική διαδικασία.
  2. V. Από την εκτίμηση των με αριθμούς ………. και ………… ενόρκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, η πρώτη και της Ειρηνοδίκη Πειραιώς η δεύτερη, βεβαιώσεων τρίτων που λήφθηκαν με την επιμέλεια της ενάγουσας και των εναγομένων αντίστοιχα, μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου εκάστου εξετάζοντος να παραστεί κατ’ αυτές (βλ. τις αντίστοιχες με αριθμούς ……….. επιδοτήριες εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών στα Πρωτοδικεία Πειραιώς Β.Χ. οι δύο [2] πρώτες και Αθηνών Μ.Γ. η τρίτη), σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β και 352 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ελληνική εταιρία περιορισμένης ευθύνης, που εδρεύει στον ……, επί της οδού …….. και δραστηριοποιείται επιχειρηματικά, μεταξύ άλλων, και στον τομέα της πρακτορεύσεως πλοίων που καταπλέουν στο λιμένα του Πειραιώς. Κατά της αλλοδαπής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «……..CO», στην πλοιοκτησία της οποίας ανήκει από 18.7.2013, όπως δεν αμφισβητείται, το υπό σημαία …. (….) φορτηγό (Φ/Γ) πλοίο O.L., η ενάγουσα άσκησε, πριν από την έναρξη της παρούσας αντιδικίας, την από 6.8.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγή της, με την οποία ζήτησε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς να υποχρεώσει την εκεί εναγόμενη ως άνω αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρία να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (28.477,89 €), στο οποίο ανέρχονταν η ανεξόφλητη αμοιβή της για τις υπηρεσίες πρακτορεύσεως που παρείχε στο παραπάνω πλοίο και οι δαπάνες στις οποίες είχε προβεί για την εκτέλεση της σχετικής συμφωνίας, που είχε συναφθεί μεταξύ των τότε αντιδίκων, με το νόμιμο τόκο από την 24η.7.2014, οπότε η πράκτορας κατήγγειλε τη σύμβαση πρακτόρευσης, επειδή η πλοιοκτήτρια παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Η αγωγή εκείνη εκδικάστηκε χωρίς την παρουσία της οφειλέτριας εταιρίας και κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου ομολογίας της ιστορικής της βάσης, που συνήχθη από την ερημοδικία της εναγομένης, έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 2537/2015 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας δεν ασκήθηκαν τακτικά ούτε έκτακτα ένδικα μέσα (βλ. το υπ’ αριθμ. ……… πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), με αποτέλεσμα να έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της τελεσίδικης καταψηφιστικής αυτής απόφασης καταλαμβάνουν κατά νόμο και τους εναγομένους της υπό κρίση αγωγής, στους οποίους επεκτείνεται επιπλέον και η εκτελεστότητά της και τούτο για τους λόγους που ακολουθούν. Η οφειλέτρια της ενάγουσας «…….. CO» είναι μεν αλλοδαπή εταιρία συνεστημένη ως κεφαλαιουχική (κατά μετοχές: company) κατά το δίκαιο των Νήσων …….. (…….), όπου βρίσκεται και η καταστατική έδρα της, δραστηριοποιείται, όμως, στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται και η πραγματική της έδρα, χωρίς να εμπίπτει στις εξαιρέσεις των Ν. 791/1978, Ν. 27/1975, ΑΝ 378/1968 και ΑΝ 89/1967 και χωρίς, παρά ταύτα, να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις σύστασης και δημοσιότητας που προβλέπει για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες του τύπου της (δηλαδή για τις ανώνυμες εταιρίες) η ελληνική εμπορική νομοθεσία. Πράγματι, από τον Πειραιά πραγματοποιήθηκε στις 18.7.2013, ταυτόχρονα με την απόκτησή του από την πλοιοκτήτρια, η εγγραφή του πλοίου O.L. στο Διεθνές Νηολόγιο Εμπορικών Πλοίων του ……, όπως προκύπτει από την επικύρωση του από 18.7.2013 εγγράφου εθνικότητας αυτού, που έγινε από τον ………, αναπληρωτή νηολόγο του Διεθνούς Ναυτικού Νηολογίου του Μπελίζ. Σημειώνεται ότι από το ίδιο έγγραφο προκύπτει ότι το πλοίο αυτό, με το προηγούμενο όνομά του Β. Τ, έπλεε πιο πριν υπό ελληνική σημαία. Στον Πειραιά επίσης ο δεύτερος εναγόμενος απευθύνθηκε στις 14.5.2014 στο νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας …….. και του ζήτησε να αναλάβει η εταιρία του την πρακτόρευση του πλοίου κατά την παραμονή του στην ημεδαπή. Στην Ελλάδα ομοίως ανέπτυξε συναλλακτική δράση η πλοιοκτήτρια αυτού εταιρία, από την οποία απέρρευσαν οφειλές της προς τρίτους, όπως αυτές αναφέρονται στα έγγραφα της αναγκαστικής εκτελέσεως (περίληψη κατασχετήριας έκθεσης πλοίου, πρόσκληση δανειστών και πίνακας διανομής εκπλειστηριάσματος), που επισπεύσθηκε στη συνέχεια εναντίον της και συνέταξαν το μεν πρώτο ο δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δ.Κ. και τα λοιπά ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του πλοίου O.L., Μ.Σ., Συμβολαιογράφος Πειραιώς. Μεταξύ των δανειστών της περιλαμβάνονται η επισπεύσασα την εκτέλεση, στην οποία αναγγέλθηκε και η ενάγουσα, ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……….ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με έδρα την ……., η μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….. ……… ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» με έδρα τον ……. και η μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………… ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» με έδρα ομοίως στον ……… Η εκτέλεση διενεργήθηκε για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης της ως άνω επισπεύδουσας προερχομένης από διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε και εναντίον των ήδη εναγομένων, χωρίς να προκύπτει αν αυτοί αμύνθηκαν εναντίον της διαταγής πληρωμής ή της εκτέλεσης. Πάντως, τόσο στην ως άνω υπ’ αριθμ. ………. περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης όσο και στη με αριθμό ……….. πρόσκληση δανειστών αναγράφεται ως έδρα της οφειλέτριας πλοιοκτήτριας εταιρίας το ……… Αττικής (……..), όπου βρίσκεται και η έδρα της επιχείρησης του πρώτου εναγομένου, δηλαδή της ετερόρρυθμης εταιρίας εκμετάλλευσης τουριστικών λεωφορείων με την επωνυμία «……… Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «……….». Είναι, βέβαια, αληθές ότι στο από 15.4.2014 έγγραφο πιστοποιητικό διαχείρισης ασφάλειας του πλοίου O.L., που εκδόθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Ναυτικών Πιστοποιητικών, αναγράφεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο τελούσε υπό τη διαχείριση της εταιρίας με την επωνυμία «…….. S.A.», με έδρα στην οδό …… αριθμ. …….. στον ……., για την οποία προκύπτει επιπλέον ότι δεν έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/1968 και Ν. 27/1975 (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου ………. έγγραφο του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιριών του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού). Της εταιρία αυτής και όχι της πλοιοκτήτριας διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι υπαινίσσονται ότι τυγχάνουν οι εναγόμενοι με ισχυρισμό προβαλλόμενο το πρώτον στο δεύτερο βαθμό. Υπό την ιδιότητα των διαχειριστών αυτής ακριβώς της εταιρίας κλήθηκαν μάλιστα από το Τμήμα Επιθεώρησης Πλοίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς να απολογηθούν για παραλείψεις σχετικές με τις προδιαγραφές ασφαλείας του πλοίου, που διαπιστώθηκαν αρμοδίως κατόπιν επιθεωρήσεώς του στις 23.5.2014 και υπό την ίδια ιδιότητα τους επιβλήθηκε ατομικώς στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας χρηματικό πρόστιμο. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι η ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου που ασκεί τη διαχείριση του πλοίου δεν αποκλείει τη σύμπτωση στο ίδιο φυσικό πρόσωπο και της ιδιότητας του πλοιοκτήτη ή του μετόχου/εταίρου και διοικητή/διαχειριστή της πλοιοκτήτριας εταιρίας (βλ. σχετ. Λ. Αθανασίου, Η σύμβαση διαχείρισης εταιρίας, σε Δνη 2004/974 επομ. [996], Π. Αβραμέα, Όρια της ελευθερίας των μερών στις συμβάσεις διαχείρισης πλοίων, σε Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1995, έκδοση ΔΣΠ 1995, σελ. 299 επομ. [302]), οι εναγόμενοι δεν εξηγούν πειστικά το λόγο για τον οποίο στο έγγραφο των από 6.6.2014 εξηγήσεών τους, που απηύθυνε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς ο πρώτος από αυτούς, παρουσιάζεται το πλοίο ως περιουσιακό στοιχείο «μιας μικρής οικογενειακής επιχείρησης», δικής τους («…το πλοίο μας…»), και δηλώνεται σαφώς ότι ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) ενεργεί ως εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας και όχι της διαχειρίστριας του πλοίου. Άλλωστε, οι εναγόμενοι αποφεύγουν να κατονομάσουν το φυσικό πρόσωπο που ενεργώντας για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας «……….CO» ανέθεσε με σύμβαση στην εταιρία με την επωνυμία «………S.A.» τη διαχείριση του πλοίου O..L.. .. Ομοίως δεν εξηγούν οι εναγόμενοι το λόγο για τον οποίο ήταν οι ίδιοι εκείνοι οι οποίοι, κατά την ένορκη βεβαίωση της ……., υπαλλήλου της ενάγουσας και συζύγου του ως άνω νομίμου εκπροσώπου της, προσέρχονταν καθημερινώς μετά την επιβολή απαγόρευσης απόπλου στο πλοίο στα γραφεία της ενάγουσας, αναζητώντας συνδρομή στις οικονομικές τους δυσκολίες, χωρίς να αρνούνται τη μετοχική τους ιδιότητα ως προς την πλοιοκτήτρια εταιρία. Τα δε αναφερόμενα στην ένορκη κατάθεση του ………., συγγενή των εναγομένων, ότι δηλαδή ο πρώτος αυτών είναι υπέργηρος και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ο δε δεύτερος (υιός του πρώτου) κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άνοιξη και θέρος του έτους 2014) βρισκόταν συνεχώς στο εξωτερικό απασχολούμενος ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Από τα παραπάνω δεν καταλείπεται στο Δικαστήριο αμφιβολία ότι μόνοι μέτοχοι και διαχειριστές της εταιρίας «……… CO» είναι οι εναγόμενοι, οι οποίοι διαμένουν μόνιμα στην ………, ο μεν πρώτος στο ……. ., όπου η προαναφερθείσα εμπορική του κατοικία και ο δεύτερος στο ……. ., επί της οδού ………., από όπου και ασκούν τη διοίκησή της υπό την έννοια της λήψεως των αποφάσεων που είναι ουσιώδεις για τη συναλλακτική της δραστηριότητα και την εν γένει λειτουργία της.
  3. VI. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι τυγχάνουν μέτοχοι και διαχειριστές της εταιρίας με την επωνυμία «……. CO» που έχει μεν καταστατική έδρα στις ……….., εδρεύει, όμως, πραγματικά στην ημεδαπή. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των δικαιοδοτικών βαθμών, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, θα επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί σ’ αυτούς το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας αποφάσεως, ως προς το ένδικο μέσο που άσκησαν, θεωρούνται αυτοί νικήσαντες, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτούς (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του κατατεθέντος παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 4473/2017 απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Δέχεται την από 2.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………….. αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι τυγχάνουν μέτοχοι και διαχειριστές της εταιρίας με την επωνυμία «………CO» με καταστατική έδρα στις ………. και πραγματική έδρα στην Ελλάδα.

Επιβάλλει στους εναγομένους τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ