ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 49/2021
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της με αρ. 3508/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 4-12-2016 (αρ. κατάθ………./7.12.2016) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 14.12.2018 εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 16-11-2018 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο του παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
Με την κρινόμενη αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή του το επαρκώς περιγραφόμενο κατά θέση και όρια οικόπεδο, έκτασης 252,95 τ.μ., που βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης, στη Σαλαμίνα. Ότι απέκτησε το ακίνητο αυτό δυνάμει προφορικής αγοράς από τον ……….. το έτος 1989, συνεχίζοντας όπως και ο δικαιοπάροχός του που απέκτησε το ακίνητο το έτος 1969 από προφορική αγορά από τον ……, να ασκεί επ’ αυτού τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις νομής έχοντας γίνει κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν στο επίδικο, από το 1870 και για διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών, με καλή πίστη, τις αναφερόμενες πράξεις νομής, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν τα δικαιώματα τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης στο Δήμο Σαλαμίνας το επίδικο ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ …………, ανεγράφη ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενος έννομο συμφέρον προς άρση της αμφισβήτησης της κυριότητας του επί του επιδίκου, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του ανωτέρω ακινήτου την αξία του οποίου προσδιορίζει στις 15.000 ευρώ, καθώς και να διορθωθεί η σχετική ανακριβής αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμά του στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου. Ζητούσε ακόμα να υποχρεωθεί ο Προιστάμενος του κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, να κηρυχθεί η εκδοθησσομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, εκτός από τα αιτήματά της περί αναγνώρισης της νομής και κατοχής του ενάγοντος στο επίδικο και περί υποχρέωσης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, να προβεί σε διόρθωση των κτηματολογικών βιβλίων, ακολούθως απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας που πρόβαλε το εναγόμενο εν μέρει ως μη νόμιμη και εν μέρει ως αόριστη και εν τέλει έκανε δεκτή την αγωγή βάσιμη κατ’ ουσία αναγνωρίζοντας ότι ο ενάγων είναι κύριος του επίδικου ακινήτου, παράλληλα δε διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος στο επίδικο ακίνητο δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ήδη εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, αφού ο ενάγων δεν αναφέρει υλικές πράξεις νομής τόσο του ιδίου όσο και των δικαιοπαρόχων του, ιδίως δε του απώτατου δικαιοπαρόχου του …….., στην αρχική έκταση των 2,5 στρεμμάτων, μέρος της οποίας ισχυρίζεται οτι είναι η επίδικη, την οποία (αρχική) έκταση ουδόλως προσδιορίζει κατά όριο και περιγραφή. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και δεκτικού δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει, για το λόγο αυτό, όταν αφορά αντικείμενο, να προσδιορίζεται το αντικείμενο αυτό. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη, σαφή και δεκτική εκτελέσεως, γι’ αυτό η αγωγή, που δεν έχει τα παραπάνω στοιχεία, απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 384/201). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες του άρθρου 1094 ΑΚ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου απαιτείται, αλλά και αρκεί, ως προς την περιγραφή του πράγματος, να προσδιορίζεται τούτο στο δικόγραφο της αγωγής κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε ουδεμία αμφιβολία να γεννάται για την ταυτότητά του. Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 976, 1045, 1051, 1094 ΑΚ, 70 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία είναι, εκτός των άλλων, η επίκληση της άσκησης νομής στο επίδικο ακίνητο επί συνεχή εικοσαετία, συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής χρησικτησίας του προκατόχου του νομέως. Ως πράξεις νομής, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, νοούνται οι εμφανείς υλικές ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου (όπως η επίβλεψη, καλλιέργεια, εκμίσθωση, βόσκηση ζώων) με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει (ΑΠ 1077/2012), δεν απαιτείται δε να αναφέρεται στην αγωγή ότι το πράγμα είναι δεκτικό χρησικτησίας ή ότι εξαιρείται από αυτή. Ο ένάγων με την κρινόμενη αγωγή του ζητεί να αναγνωριστεί κύριος οικοπεδικής έκτασης 252,95 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «………», του Δήμου Σαλαμίνας, και συνορεύει βορειοανατολικά με πλευρά ΑΒ μήκους 18,15 μ. με ιδιοκτησία …, βορειοδυτικά επί προσώπου με πλευρά ΑΔ μήκους 13,15 με Λεωφόρο Αιαντείου, νοτιοδυτικά με πλευρά ΓΔ μήκους μέτρων 23,60 με ιδιοκτησία ενάγοντος και νοτιοανατολικά με πλευρά ΒΓ μήκους μέτρων 12,05 με ιδιοκτησία …….., το οποίο φέρει ΚΑΕΚ …….. Η ως άνω περιγραφή του επίδικου ακινήτου, είναι πλήρης,καθώς περιγράφεται κατά θέση, έκταση, όρια και με αριθμό ΚΑΕΚ, ενώ ο ισχυρισμός οτι το ακίνητο αυτό πριν το έτος 1969 αποτελούσε τμήμα μείζονος έκτασης, δεν δημιουργεί ασάφεια, ως προς την ταυτότητα αυτού. Ομοίως στην ένδικη αγωγή αναφέρεται οτι οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος καλλιεργούσαν το επίδικο όπως και την ευρύτερη έκταση με σιτάρι, κριθάρι, αρακά και αμπέλι ενώ από το έτος 1989 ο ενάγων οριοθέτησε, περιέφραξε, συντήρησε το επίδικο ακίνητο, ενώ από το έτος 2002 και μετά το περιέφραξε με μάντρα και το ενοποίησε με όμορο ακίνητο που αγόρασε το έτος 2002 χρησιμοποιώντας το πλέον ως θέση σταθμευσης των πελατών του καταστήματος που οικοδόμησε στο όμορο ακίνητο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το επίδικο περιγράφεται πλήρως, ενώ αναφέρονται πράξεις νομής που διενεργήθηκαν σε αυτό τόσο από τον ενάγοντα όσο και από τους δικαιοπαρόχους αυτού, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εκκαλούντος και επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 1 του ΒΔ διατάγματος της 3/12-12-1833, όλα τα λιβάδια (ή βοσκοτόπια), για την υπέρ ιδιώτη επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο ειδικού σχετικού περιεχομένου, που να έχει εκδοθεί από την αρμόδια Οθωμανική Κρατική Υπηρεσία, ήτοι ειδικό ταπίο, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου και δημιουργία κυριότητας του ιδιώτη δεν μπορούσε να επιφέρει ούτε η μεταβίβαση της γης με σπαχί, ταπί ή χοτζέτι, γιατί οι τίτλοι αυτοί μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) μπορούσαν να προσπορίσουν. Η παραπάνω διάταξη (άρθρου 1 του ΒΔ/τος 3/12-12-1833) αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, που προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και από τα άρθρα 1 παρ. 2ν. ΚΘ’ 31-1/18-2-1964 και 3ν. ΨΗΖ/1 880. Επομένως, και στα ακίνητα αυτά-όπως και για τα δάση- χωρεί, υπό τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11-9-1915 (ΑΠ 34/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1330/2015, ό.π, ΑΠ 1507/2013, ΑΠ 1721/2011 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή του παραπάνω τεκμηρίου ήταν ο χρόνος έναρξης του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ό.π, ΑΠ 987/2017, ΑΠ 975/2008, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).Επίσης, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίσθηκε, ότι “όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν.1539/1938 και, μετά την ισχύ του ΑΚ, με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται επειδή εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε ως αόριστες, τις ενστάσεις που είχε προτείνει το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλοντας ίδιο δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου ισχυριζόμενο οτι το επίδικο είχε καταστεί αδέσποτο λόγω της εγκατάλειψής του κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες του και επομένως το Δημόσιο απέκτησε κατά πρωτότυπο τρόπο την κυριότητά του από το έτος 1830 άλλως επειδή το επίδικο ήταν βοσκότοπος από το έτος 1820 και μέχρι σήμερα. Σημειώνεται οτι πρωτοδίκως το εκκαλούν βάσισε την ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου και στην κατάληψη αυτού κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας από τους οθωμανούς δικαιώματι πολέμου, στην κατάληψή του ως αδέσποτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν 21-6/10.7.1837 αλλά και στην κτήση της κυιρότητας αυτού με βάση τα προσόντα της τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας. Οι σχετικοί ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, ο μεν πρώτος ως μη νόμιμος, οι δε λοιποί ως αόριστοι, χωρίς το εκκαλούν να βάλει κατά των διατάξεων αυτών της εκκαλουμένως, με αποτέλεσμα να μην μεταβιβάζονται αυτές προς έρευνα ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Ο πρώτος ισχυρισμός του εκκαλούντος που επαναφέρεται προς κρίση με τον ως άνω δεύτερο λόγο έφεσης, περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου λόγω εγκατάλειψής του από τους Οθωμανούς ιδιώτες είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εξειδικεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τη βάση αυτή, ήτοι ποιος ήταν ο άλλοτε Οθωμανός κύριος του επιδίκου, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη και τυγχανει εφαρμογής και στους λοιπούς ισχυρισμούς του περί αδεσπότου δυνάμει του άρθρου 16. Του Ν της 21-6/10.7.1837 «Περί Δημοσίων κτημάτων». Αντιθέτως ο ισχυρισμός του εναγομένου περί της ιδιότητας του επίδικου ακινήτου ως λιβαδιού η βοσκοτόπου είναι ορισμένος καθώς το εναγόμενο επικαλέστηκε πράγματι με τις πρωτόδικες προτάσεις του την ιδιότητά του αυτή ήδη από το έτος 1820 και εντεύθεν, επομένως, και κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως του άνω βδ της 17/29-11-1836. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του συγκεκριμένου λόγου, ως προς το οικείο σκέλος του, ως βάσιμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να εξεταστεί η παραπάνω ένσταση, η οποία τυγχάνει νόμιμη, κατά τα προεκτεθέντα, και κατ’ουσίαν, αφού ο έλεγχος της βασιμότητάς της οδηγεί σε κάθε περίπτωση σε διαφορετικής έκτασης δεδικασμένο, σε σχέση με την απόρριψή της ως αόριστης.
Από την επανεκτίμηση των με αριθμούς .. και …/7.3.2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ενάγοντος, ……. και …….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../12.12.2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, …………, και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ενα οικόπεδο, μη άρτιο αλλά οικοδομήσιμο κατά παρέκκλιση, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν.1337/83, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του Ν.2742/1999 και έπειτα από σύμφωνη γνώμη του Αρμόδιου πολεοδομικού Γραφείου, βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως στη θέση «………», του Δήμου Σαλαμίνας και σύμφωνα με το από τον Οκτώβριο του έτους 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου …….., στο οποίο εμφαίνεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και επιφάνεια 252,95 τ.μ. και συνορεύει βορειοανατολικά με πλευρά ΑΒ μήκους 18,15 μ. με ιδιοκτησία …., βορειοδυτικά επί προσώπου με πλευρά ΑΔ μήκους 13,15 μ. με Λεωφόρο Αιαντείου, νοτιοδυτικά με πλευρά ΓΔ μήκους μέτρων 23,60 με ιδιοκτησία ενάγοντος και νοτιοανατολικά με πλευρά ΒΓ μήκους μέτρων 12,05 με ιδιοκτησία …….. Ο ενάγων απέκτησε το ως ανω ακίνητο το έτος 1989 δυνάμει άτυπης προφορικής αγοράς από τον ………., ο οποίος επίσης το είχε αποκτήσει με προφορική αγορά από τον ……… το έτος 1969. Το επίδικο είναι τμήμα μείζονος έκτασης 2,5 στρεμμάτων που που είχε αποκτήσει ο …… δυνάμει του με αριθμό ……/1937 συμβολαίου αγοράς που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας ……. νόμιμα μεταγεγραμμένου ατον τόμο … και με αριθμό …. από τον ……… Στον τελευταίο η έκταση αυτή είχε περιέλθει λόγω αγοράς δυνάμει του με αριθμό …../1933 συμβολαίου αγοράς που συνέταξε ο τότε Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και με αριθμό …. από την ………., η οποια είχε καταστεί κυρία αυτού λόγω κληρονομίας του αποβιώσαντος κατά το έτος 1907 πατρός της ……… Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο, ώστε να περιέλθει στο εκκαλούν. Αντίθετα, αποδείχθηκε οτι το επίδικο καλλιεργούνταν από τον απώτατο δικαιοπάροχο του εφεσίβλητου, αφού ήδη στο με αριθμό …./1933 συμβόλαιο αγοράς που συνέταξε ο τότε Συμβολαιογράφος Σαλαμίνας …….., αναφέρεται οτι η μείζονα έκταση μέρος της οποίας αποτελεί το επίδικο καλλιεργούνταν ως αμπέλι. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση ιδίας κυριότητας που προβάλλει το εκκαλούν βασιζόμενη στο χαρακτήρα του επίδικου ως λιβαδιού ή βοσκότοπου. Επιπλέον δεν αποδείχθηκε ότι το εκκαλούν κατείχε και νεμόταν την επίδικη έκταση με διάνοια κυρίου καθ` οιοδήποτε χρονικό διάστημα, αφού δεν προσκόμισε σχετικά έγγραφα ούτε εξέτασε μάρτυρα. Εξάλλου η επίδικη έκταση δεν είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο κτήμα, όπως συνομολογεί το εκκαλούν (σελ 3 των πρωτόδικων προτάσεών του), με αποτέλεσμα να μπορεί να κτηθεί κυριότητα επ αυτού με βάσει την έκτακτη χρησικτησία και μετά το έτος 1915. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος ήδη από το έτος 1989 κατά το οποίο το επίδικο περιήλθε στη νομή του, ασκεί αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής και κατοχής επ αυτού, ήτοι οριοθετεί το επίδικο, το έχει καθαρίσει και το έχει περιφράξει αρχικά με συρματόπλεγμα και μεταγενέστερα με κατασκευή μάντρας και το χρησιμοποιεί ως χώρο στάθμευσης των οχημάτων των πελατών τοου καταστήματος που λειτουργεί σε όμορο ακίνητο. Συνεπώς, ο εφεσίβλητος έχει καταστεί κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τον Αστικό κώδικα, αφού ασκούσε πράξεις νομής επ αυτού για πάνω από είκοσι χρόνια. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή Σαλαμίνας, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου (Ν. 2308/1995),ενώ η διαδικασία περατώθηκε με την με αριθμό 396/2/1.11.2006 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β’ 1662/13.11.2006-6-2007) και ορίστηκε ως μέρα έναρξης αυτού η 13.11.2006. Στα πλαίσια της κτηματογράφησης, κατά τις αρχικές εγγραφές, το επίδικο γεωτεμάχιο που έλαβε ΚΑΕΚ ……. και εμφανίζεται με εμβαδόν 267 τ.μ. καταχωρήθηκε ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Η εγγραφή αυτή δεν είναι ακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα του εφεσίβλητου αφού, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν και αναφέρονται παραπάνω, κύριος του επιδίκου είναι ο ίδιος δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας και πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της εγγραφής αυτής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να αναγνωριστεί ο ενάγων κύριος του επίδικου ακινήτου και ακολούθως να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως καθορίζονται στο διατακτικό, μειωμένα όμως, κατ’ άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη με αρ. 3508/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 4.12.2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/7.12.2016 αγωγή
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ενάγοντα αποκλειστικό κύριο του επίδικου ακινήτου, ήτοι του περιγραφόμεου στο σκεπτικό της παρούσας οικοπέδου εμβαδού 259,95 τ.μ. και κατά την επιμέτρηση του κτηματολογίου 267 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση «……», της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας, όπως αυτό εμφαίνεται στο από τον Οκτώβριο του 2012 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ………, με τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ …….
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ……….. και με εμβαδόν, κατά την κτηματολογική εγγραφή, 267 τμ., να αναγραφεί ο ενάγων ως αποκλειστικός κύριος με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 26 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,
η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα,
Πρόεδρος Εφετών