ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 52/2021
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση, δηλαδή η από 6.2.2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την 7.2.2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019, ενώ επικυρωμένο αντίγραφό της κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 7.2.2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019, κατά της υπ’ αριθ. 2110/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, καθώς έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο απο τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3Α ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου κατά την άσκησή της και δη το με αριθμό . ………… ηλεκτρονικό παράβολo σε συνδυασμό με την από 4.2.2018 απόδειξη πληρωμής του στην Τράπεζα Πειραιώς.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24.10.2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2017 ανακοπή ερημοδικίας κατά της με αριθμό 2462/2016 απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου που δίκασε ερήμην της κατά την τακτική διαδικασία την από 17.3.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./2015 αγωγή της. Η ανακοπή ερημοδικίας δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2110/2018 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ερημοδικίας ως ουσία αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της και την καταδίκη του εφεσίβλητου στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 KΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξούσιου Δικηγόρου του, το οποίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 219/2016, ΕφΠειρ 23/2015, ΕφΠειρ 237/2015, ΕφΠατρ 320/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως ανώτερη βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεώς του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, πλην άλλων, η αιφνίδια ασθένεια, τυχόν ατύχημα ή άλλο συμβάν, υπό ορισμένες περιστάσεις, του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανισθεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτελέσεως της σχετικής πράξεως, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 1778/2013, ΕφΚερκ 5/2016). Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Συμπίπτει δηλαδή με εκείνη του άρθρου 152 KΠολΔ, όπου περιλαμβάνεται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εντελώς εξαιρετικής φύσεως, το οποίο δεν αναμενόταν, ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί από τον διάδικο, ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι (Ολ. ΑΠ 29/1992). Η έννοια της ανώτερης βίας του ως άνω άρθρου 501 KΠολΔ είναι νομική έννοια εκ του ουσιαστικού δικαίου. (ΑΠ 219/2016). Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (ΑΠ 1540/2017). Η προσέγγιση της έννοιας της ανώτερης βίας γίνεται με τα μέτρα και τα κριτήρια, που προσδιορίζεται αυτή και ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατ’ άρθρο 152 KΠολΔ (ΑΠ 764/2013, ΕφΑΔ 2014/612, Βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 110, αριθ. 18, σελ. 771). (ΕφΠειρ 547/2018, ΕφΠατρ 320/2017, ΕφΠειρ 353/2016 και ΕφΠειρ 552/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα με την ανακοπή της ισχυρίστηκε ότι η απουσία της κατά τη δικάσιμο της 16ης-10-2016, οπότε συζητήθηκε ερήμην της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η αγωγή της σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οφείλεται σε ανωτέρα βία. Ότι αυτή συνίσταται σε προβλήματα υγείας, ήτοι καρδιακή πάθηση, του πληρεξούσιου δικηγόρου της, τα οποία κατέστησαν αδύνατη τόσο την παρουσία του στο Δικαστήριο κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής και την εκπροσώπηση της ανακόπτουσας, όσο και την αδυναμία επικοινωνίας της με τον ίδιο, παρά τις επανηλειμμένες προσπάθειές της, προκειμένου να ενημερωθεί για την ορισθείσα δικάσιμο συζήτησης της υπόθεσης την οποία εκ του λόγου αυτού αγνοούσε. Με τους δεύτερο τρίτο και τέταρτο λόγο της έφεσής της παραπονείται επειδή η εκκαλουμένη απόφαση, κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την ανακοιπή της ως ουσία αβάσιμη, δεχόμενη οτι δεν αποδείχθηκε η ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, και συνακόλουθα η αδυναμία παράστασής του και ενημέρωσης της ανακόπτουσας ώστε να προβεί στην αντικατάστασή του, παρά την περί του αντιθέτου κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο με μέριμνα της ανακόπτουσας, επιπλέον δε επειδή εσφαλμένα εκτίμησε οτι η απουσία του πληρεξούσιου δικηγόρου της δεν προήλθε από αιφνίδια κατάσταση καθώς και ο χρόνια πάσχων από καρδιακή πάθηση μπορεί να υποστεί αιφνίδιο καρδιακό επεισόδιο.
Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του Δικαστηρίου και όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς τους λόγους έφεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ανακόπτουσα, ηδη εκκαλούσα και η έτερη ενάγουσα (…………, μη διάδικος κατά την παρούσα δίκη) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 17.8.2015 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2015 αγωγή τους κατά του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει το ποσό των 118.223 ευρώ, λόγω της αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς, η οποία συνίσταται στην πρόκληση φθορών σε ακίνητο συνιδιοκτησίας των εναγουσών, το οποίο μίσθωνε επί σειρά ετών. Η αγωγή αυτή υπογράφεται από τον πληρεξούσιο, κατά τον χρόνο εκείνο, δικηγόρο των εναγουσών …………, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του έτους 2015 μερίμνησε για την επίδοσή της στο εναγόμενο. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο συζήτησης της υπόθεσης, ήτοι την 14.10.2016, οι ενάγουσες δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο και η αγωγή τους απορρίφθηκε λόγω της ερημοδικίας τους, με την με αριθμό 2462/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα δεν προέκυψε η επίδοση της ως άνω απόφασης, η οποία προσβλήθηκε με ανακοπή ερημοδικίας από την ενάγουσα-ανακόπτουσα. Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας, οτι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της λόγω αιφνίδιας ασθένειάς του που σχετίζεται με καρδιακή πάθηση αυτού, δεν μπόρεσε να την εκπροσωπήσει κατά τη δικάσιμο που προαναφέρθηκε αλλά και ότι εξαιτίας της πάθησής του, ούτε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα επικοινώνησε μαζί της για να της γνωρίσει την ημερομηνία της δίκης δεν πιθανολογήθηκε βάσιμος. Τούτο διότι η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει η επικαλούμενη πάθηση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, ούτε η αιφνίδια έξαρση αυτής. Η δε κατάθεση του μάρτυρά της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν επαρκεί προς αποδειξη έστω κατά πιθανολόγηση του γεγονότος αυτού, καθώς φέρεται να βασίζεται σε πληροφορίες τρίτου μη κατονομαζόμενου προσώπου, ήτοι του θυρωρού της πολυκατοικίας όπου διατηρούσε γραφείο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ανακόπτουσας, χωρίς να κατονομάζεται ούτε ο θυρωρός ούτε η πλήρης διεύθυνση του δικηγορικού γραφείου. Ομοίως αόριστη είναι και η αναφορά στην πάθηση του πληρεξούσιου δικηγόρου, αφού ο μάρτυρας αναφέρει μόνον οτι πρόκειται περί καρδιακής πάθησης, χωρίς να προσδιορίζει ειιδκότερα την ασθένεια, ούτε και το χρόνο εκδήλωσής αυτής. Επιπλέον ούτε ο μάρτυρας επιβεβαιώνει οτι κατά την προσδιορισθείσα δικάσιμο υπήρξε αιφνίδια επιδείνωση της υγείας του πληρεξούσιου δικηγόρου, αναφέροντας μόνο οτι μετά την επίδοση της απόφασης με την οποία ερημοδικάστηκε η ανακόπτουσα, κατά το έτος 2017 επισκέφθηκαν (ο μάρτυρας και η ανακόπτουσα) το γραφείο του, οπου ο θυρωρός τους πληροφόρησε για κάποιο πρόβλημα καρδιάς του συνηγόρου,χωρίς καμμία αναφορά για την κατάσταση της υγείας του ίδιου πληρεξούσιου δικηγόρου, κατά την περίοδο εκδίκασης της υπόθεσης ερήμην της ανακόπτουσας. Επίσης δεν πιθανολογήθηκε ο ισχυρισμός περί έλλειψης ενημέρωσης της ανακόπτουσας μετά την κατάθεση της αγωγής, καθώς αφενός δεν πιθανολογήθηκε η ασθένεια που θα καθιστούσε αδύνατη την ενημέρωση της ανακόπτουσας είτε από τον ίδιο τον δικηγόρο είτε από συνεργάτη του, επιπλέον δε στην περίπτωση αδικαιολόγητης παραμέλησης των καθηκόντων του, η ανακόπτουσα μπορούσε να έχει αποστείλει εξώδικη δήλωση ζητώντας πληροφόρηση ή να προβεί σε καταγγελία στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, ή τέλος να απευθυνθεί σε έτερο δικηγόρο πράξεις στις οποίες δεν πιθανολογήθηκε οτι προέβη. Η εκκαλουμένη απόφαση που με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες οι οποίες συμπληρώνονται με την παρούσα απόφαση, έκρινε οτι δεν πιθανολογήθηκε ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας περί ασθένειας του πληρεξούσιου δικηγόρου της που αφενός τον εμπόδισε να την εκπροσωπήσει στο ακροατήριο την 14.10.2016 και αφετέρου να την ενημερώσει για την εκδίκαση της αγωγής της, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφασή του. Κατά τη λεκτική διατύπωση της ως άνω διάταξης, σε διόρθωση υπόκεινται τα λάθη που παρεισέφρησαν κατά τη σύνταξη της απόφασης, δηλαδή από παραδρομή του Δικαστηρίου. Τέτοια διόρθωση ακόμη και του διατακτικού δεν αποτελεί μεταβολή της έννοιας της απόφασης, αλλά ορθή διατύπωση της πραγματικής κρίσης του Δικαστηρίου και είναι επιτρεπτή, και αν ακόμα με αυτήν επέρχεται μεταβολή του διατακτικού, χωρίς να αποτελεί παράβαση των αρχών του δεδικασμένου (ΑΠ 1123/1989 ΕΕΝ 1990.401, ΑΠ 1888/1984 ΝοΒ 33.1554, Β. Βαθρακοκοίλης: ΚΠολΔ, στο άρθρο 315, αρ. 7). Περαιτέρω, κατά την ίδια διάταξη, αρμόδιο για τη διόρθωση είναι το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Όταν όμως το Εφετείο απορρίπτει την έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και εντεύθεν επέρχεται σιωπηρά ενσωμάτωση της πρωτόδικης απόφασης στην απορριπτική της εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται παράλληλη αρμοδιότητα του Εφετείου να διατάξει και τη διόρθωση της πρωτόδικης απόφασης [ΑΠ 1124/1997, ΕφΠειρ 59/2014, ΕφΑθ 2894/2011, ΕφΘεσσαλ 912/1999, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. 2009, σελ. 91, αρ. 206). Στην προκειμένη περίπτωση στην ένδικη έφεση περιλαμβάνεται, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, αίτηση με την οποία η εκκαλούσα ζητεί τη διόρθωση του εισαγωγικού μέρους της εκκαλουμένης απόφασης, καθόσον περιέχει, από παραδρομή, εσφαλμένη αναγραφή του καθού η ανακοπή και συγκεκριμένα παρά την διόρθωση στην οποία προέβη η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, ως προς την επωνυμία του καθού η ανακοπή από το εσφαλμένο «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που εδρεύει στην Αθήνα οδός ………, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον Διοικητή της με ΑΦΜ …….)» στο ορθό «Ελληνικό Δημόσιο νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ………..). Η αίτηση αυτή της εκκαλούντος είναι νόμιμη, στηριζομένη στη διάταξη του άρθρου 315 του ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, και πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, καθόσον πράγματι η προσβαλλόμενη απόφαση, από παραδρομή, περιέχει το ανωτέρω λάθος που εμφανίζει διαφορετικό νομικό πρόσωπο ως καθού η ανακοπή. Σημειώνεται δε οτι οι πρωτόδικες προτάσεις τόσο της ανακόπτουσας όσο και του καθού οι ανακοπή, αλλά και η με αριθμό 2642/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της οποίας ασκήθηκε η ανακοπή ερημοδικίας, αναφέρουν την ορθή επωνυμία του καθού η ανακοπη, ήτοι του Ελληνικού Δημοσίου, ώστε να μην καταλίπεται καμμία αμφιβολία περί της προφανούς παραδρομής της εκκαλουμένης απόφασης. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη, και να γίνει δεκτή η περιλαμβανομένη στο δικόγραφο της έφεσης αίτηση της εκκαλούσας με την οποία ζητείται η διόρθωση της εκκαλουμένης, ως κατ΄ ουσία βάσιμη και να διορθωθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς το εισαγωγικό μέρος της, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της απόρριψης αυτής και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την περί διόρθωσης αίτηση της εκκαλούσας.
ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 2110/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά τακτική διαδικασία ως προς την επωνυμία του καθού στο εισαγωγικό μέρος αυτής και δη στην πρώτη σελίδα 4η παράγραφο αυτής από το εσφαλμένο «Της καθής η ανακοπή: Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενη από το Διοικητή αυτής» στο ορθό «Του καθού η ανακοπή: Ελληνικού Δημοσίου που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ………., νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών»
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη σημείωση της παρούσας απόφασης, ως προς τη διορθωτική διάταξή της, στο πρωτότυπο της διορθούμενης υπ΄αρ.2110/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραια (τακτική διαδικασία) και στα αντίγραφα, τα απόγραφα και τα αποσπάσματα αυτής διατάσσει την αναγραφή του αριθμού και της ημερομηνίας της παρούσας απόφασης, ως προς τη διορθωτική διάταξή της.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 26 Ιανουαρίου 2021σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,
η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα,
Πρόεδρος Εφετών