Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 56/2021

Αριθμός    56/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου, με την από 13-3-2019 κλήση της εκκαλούσας (αρ.έκθ.κατάθ…../2018),  η με  αριθμ. έκθ. κατάθ. …../14-2-2013 και προσδιορ. …../14-2-2013, έφεση  κατά της 5671/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συζήτησης της με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./2011 ανακοπής, με την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων. Ενόψει του ότι η έφεση  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα  άρθρα 495 παρ. 4 (σχετ. η βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου κάτω από την πράξη κατάθεσης περί καταβολής του ……./2013 παραβόλου), 511, 513, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ  (σχετ. η κατά το άρθρο 139 παρ.4 ΚΠολΔ από 16-1-2013 επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο της εκκαλουμένης, του επιδόσαντος αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ………….),  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω,  κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522  και 533 του ΚΠολΔ),  ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Η ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…………»  άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την  από 13-7-2011 και με αριθμό έκθ. κατάθ. ……./2011 ανακοπή  κατά του ήδη εφεσίβλητου νομικού προσώπου με την επωνυμία «…………», ιστορούσε δε στο δικόγραφό της ότι με επίσπευση της Τράπεζας Πειραιώς εκπλειστηριάστηκε  αναγκαστικά το  με ελληνική σημαία σκάφος της  τ/ρ «ΑΚ», 146 κοχ και 43 κκχ, στις 23-3-2011, με την με  αριθμό ………./2011 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. Ότι ο τελευταίος, μετά την  κατακύρωση του πλοίου στην εταιρία «………..», συνέταξε τον ………/24.6.2011 πίνακα κατάταξης, στον οποίο εσφαλμένα  κατέταξε προνομιακά, μεταξύ άλλων απαιτήσεων αναγγελθέντων δανειστών, απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, ποσού 18.881,98 ευρώ με την αίρεση τελεσιδικίας της, ισχυριζόμενη ότι η εν λόγω απαίτηση που αφορούσε έξοδα ελλιμενισμού κατά το χρονικό διάστημα από 15-6-2010 έως 31-3-2011, δεν εξασφαλίζεται με τα προνόμια του άρθρου 205 ΚΙΝΔ που αφορούν έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου στον τελευταίο πριν τον πλειστηριασμό λιμένα. Περαιτέρω ότι η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή δεν είναι νόμιμη και εκκαθαρισμένη διότι προέρχεται από τιμολόγια για έξοδα ελλιμενισμού του σκάφους τα οποία καθόρισε αυθαίρετα χωρίς την προβλεπόμενη υπουργική έγκριση και τέλος ότι προέβη σε χρεώσεις με βάση τιμοκατάλογο που αφορά ιδιωτικό σκάφος ενώ το δικό της ήταν  επαγγελματικό και, επομένως, μετά την αφαίρεση των καταβληθέντων από την ίδια ποσών για την αιτία αυτή, υπολογιζομένων των εξόδων ελλιμενισμού με τις ισχύουσες για επαγγελματικά σκάφη τιμές,  έχει εξοφληθεί (συμψηφιστικά) η απαίτηση της καθ’ ης. Επικουρικά δε ζήτησε  να περιοριστεί η απαίτηση της καθ’ ης στο ποσό των 4.760 ευρώ (8 μήνες χ 543 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα ελλιμενισμού ως επαγγελματικού σκάφους και όχι 2.068 ευρώ που παρανόμως χρέωσε η καθ’ ης) πλέον 199,98 ευρώ για τέλη παροχών ηλεκτρικού ρεύματος και νερού. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς   με την οποία η ανακοπή,  αφού κρίθηκε παραδεκτή, έγινε μερικά δεκτή και συγκεκριμένα αφού απορρίφθηκαν οι τρεις πρώτοι λόγοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι καθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η ανακόπτουσα, η οποία δεν εξέτασε μάρτυρα και  δεν κατέθεσε νόμιμα και παραδεκτά τα σχετικά της αποδεικτικά έγγραφα,  δεν απέδειξε τους  ισχυρισμούς της. Στη συνέχεια έγινε  δεκτός ο επικουρικά προβληθείς τέταρτος λόγος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζοντας τον τιμοκατάλογο ιδιωτικών σκαφών που είχε λάβει έγκριση με την τελευταία, πριν τον χρονικό διάστημα μίσθωσης θέσης στην μαρίνα από την ανακόπτουσα,  υπουργική απόφαση  του έτους 2008, καθόρισε ως μηνιαίο μίσθωμα για το έτος 2010 το ποσό των 1.567 ευρώ και για το έτος 2011 το ποσό των 1.727 ευρώ με βάση τον τιμοκατάλογο ομοίως ιδιωτικών σκαφών της καθ’ ης που εγκρίθηκε με την 2714/2011 υπουργική απόφαση και (καθόρισε) την απαίτηση της καθ’ ης στο ποσό των 14.380,38 ευρώ, μεταρρυθμίζοντας αναλόγως τον ανακοπτόμενο πίνακα από τον οποίο  απέβαλε την καθ’ ης κατά το ποσό των 4.501,60 ευρώ. Κατά της κρίσεως αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με τους  λόγους της έφεσής της οι οποίοι ανάγονται σε  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προς το σκοπό να γίνει δεκτή η ανακοπή της.

Α. Η εκ του άρθρου  979 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως και η κρινόμενη, ανακοπή  μπορεί να θεμελιώνεται είτε, α. σε μόνη την άρνηση της απαίτησης  του καταταγέντος ή του   προνομιακού χαρακτήρα της, οπότε ο καθ’ ου η ανακοπή που επέχει θέση ενάγοντος, φέρει το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των γενεσιουργών της απαίτησής του γεγονότων, καθώς και εκείνων που της προσδίνουν προνομιακό χαρακτήρα, είτε, β. σε πραγματικούς ισχυρισμούς που αποτελούν τη βάση ενστάσεων κατά της απαίτησης του  καθ’ ου ή προσδίνουν στη δική του απαίτηση ισχυρότερο προνόμιο, οπότε πλέον φέρει ο ίδιος (ο ανακόπτων) το βάρος επίκλησης και απόδειξης αυτών των ισχυρισμών (ΑΠ 229/2013 δημοσ στην ΝΟΜΟΣ).

Β. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθ’ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη (ΑΠ 1779/2007 ΔΕΕ 2008.593), η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης, άλλους δανειστές (ΑΠ 175/2011 ΕΦΑΔ 2011.893), με αποτέλεσμα το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, να περιορίζεται στα όρια του αιτήματός της, ενώ δεν έχει αντίθετα εξουσία να προβεί αυτεπάγγελτα στην αναμόρφωση του πίνακα (ΑΠ 479/2012 δημοσ ΝΟΜΟΣ).

Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 1012 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε πλειστηριασμό πλοίου η κατάταξη των δανειστών στον σχετικό πίνακα γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ, ο οποίος με το άρθρο 205 καθιερώνει ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζει κατ’ αποκλειστικότητα και προτεραιότητα την κατάταξη των ναυτικών προνομίων, τα οποία, ως αποκλειστικά, εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου. Κατά δε το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο  214 του ν. 4072/2012,  κατά τον χρόνο καταρτίσεως του επίδικου πίνακα κατάταξης (………/24-6-2011), «είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξη μόνον οι ακόλουθοι απαιτήσεις: α) τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα, οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, ως και τα από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, β) …., γ) ………. δ) ………. . Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στα ναυτικά προνόμια, τα οποία έχουν πραγματοπαγή χαρακτήρα, δηλαδή παρακολουθούν κατ’ αρχήν το πλοίο, και είναι αφανή, αφού, σε αντίθεση με τα δικαιώματα εμπράγματης ασφάλειας, δεν υπόκεινται σε διατυπώσεις δημοσιότητας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έννοια της  διάταξης του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, τα βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα είναι τα επιβαλλόμενα, απ’ ευθείας επί του πλοίου, τέλη τρίτων οργανισμών και λοιπών νομικών προσώπων, που αφορούν την ίδια τη λειτουργία του πλοίου ως πλωτού μέσου. Επομένως, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη,  προνομιούχες επί του πλοίου είναι μεταξύ άλλων και οι απαιτήσεις για έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, εφόσον αυτά έγιναν μετά τον κατάπλου του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι. Προνομιούχος δε θεωρείται κάθε δαπάνη που έγινε για τον ανωτέρω σκοπό, από τον κατάπλου του πλοίου στον τελευταίο λιμένα, δηλαδή σ’ εκείνο τον οποίο κατέπλευσε το πλοίο και από τον οποίο παρεμποδίστηκε να αποπλεύσει, λόγω της κατάσχεσής του, χωρίς να είναι απαραίτητο οι δαπάνες αυτές να έχουν γίνει μετά την κατάσχεση (ΑΠ 295/2002, ΑΠ 52/1995, ΑΠ 284/1989). Ειδικότερα δε έξοδα φύλαξης αναγνωριζόμενα ως προνομιούχα στην πρώτη τάξη, νοούνται τα έξοδα «επιστασίας και αναγκαίας μερίμνης», που γίνονται με σκοπό την διασφάλιση του πλοίου με τα συστατικά και παραρτήματά του στην υλική κατάσταση που κατασχέθηκε, ώστε να διατηρηθεί σε καλή κατάσταση για την εκπλήρωση του προορισμού του, ως οικονομικής μονάδας, αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του. Δεν απολαμβάνουν, όμως, του εν λόγω προνομίου, όλα τα έξοδα φύλαξης, αλλά μόνο εκείνα που έγιναν σε πλοίο ακινητοποιημένο ενόψει του πλειστηριασμού, ενώ αποκλείεται κάθε δαπάνη που δεν συμβιβάζεται με τη δικαιολογητική αιτία της καθιέρωσης του προνομίου, η οποία αναφέρεται σε πλοίο που τελεί σε σταθερή παραμονή προς το σκοπό της εκποίησης. Το προνόμιο αυτό έχει ως έρεισμα λόγους επιείκειας καθώς η φύλαξη του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι προστατεύει μεν  τα συμφέροντα του πλοιοκτήτη, ωφελεί όμως άμεσα  και το σύνολο των δανειστών, διότι, χωρίς το προνόμιο αυτό, ο οφειλέτης διακινδυνεύει να μη βρει φύλακες πρόθυμους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και έτσι το πλοίο να παραμένει χωρίς προστασία ενόψει του πλειστηριασμού, προς βλάβη των δανειστών.  Η κατά το ίδιο αυτό άρθρο «συντήρηση»  περιλαμβάνει και τις αναγκαίες για τη διατήρηση του πλοίου δαπάνες, με σκοπό τη ναυτιλιακή του εκμετάλλευση, επομένως  εκείνες που συνετέλεσαν ή επέδρασαν στην ανατροπή απώλειας ή καταστροφής του πλοίου, ώστε να διατηρηθεί αυτό στο λιμάνι μέχρι του πλειστηριασμού στην κατάσταση που βρίσκεται, σώο και αναλλοίωτο.

Συνεπώς, οι αναγκαίες δαπάνες για τον ελλιμενισμό του πλοίου στο λιμένα κατάπλου επί ικανό χρόνο μέχρι τον πλειστηριασμό του, ώστε να μην υποστεί βλάβη, αλλά να διατηρηθεί στην κατάσταση που βρισκόταν προς εκπλήρωση του προορισμού του, περιλαμβάνονται, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και περιορισμούς, στις γενόμενες για τη διατήρηση του πράγματος, κατά την ως άνω έννοια  (ΑΠ 1421/2019, 533/2015 και 681/2004, ΕΠ 303/2016, 55/2016, 233/2016, 16/2013 και 147/2010, δημοσ στην ΝΟΜΟΣ).

Δ. Κατά την διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 224 του ίδιου Κώδικα, «είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής». Μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (Ολ.ΑΠ 2/1994, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 389/2010, 391/2010). Στη συνέχεια,  με την διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Με την άσκηση της έφεσης  η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους» ενώ σύμφωνα με εκείνη του άρθρου 525 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα «είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως» και τέλος με εκείνη του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον». Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο ενάγων και αντίστοιχα ο ανακόπτων, αφού και η ανακοπή αποτελεί της δίκης εισαγωγικό έγγραφο, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει την βάση της εκδικαζόμενης αγωγής / ανακοπής. Δεν μπορεί επίσης να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, ενώ  ισχυρισμός ο οποίος στηρίζει την βάση της αγωγής/ανακοπής  απαράδεκτα προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στο δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση ή αντίστοιχα της ανακοπής (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή σε καταλυτικούς του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, που μπορούν να προταθούν, μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του ΚΠολΔ και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλουν την βάση της αγωγής/ανακοπής (Ολ.ΑΠ 2/1994, ΑΠ 2070/2007). Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του ΚΠολΔ συνάγεται περαιτέρω ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης  ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής αξίωσης αυτού, με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 1867/2017 και 821/2010 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση από την επανεκτίμηση των ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου νόμιμα προσκομισθέντων με επίκληση  αποδεικτικών μέσων και νόμιμα προσκομισθέντων και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τόσο της κατάθεσης της μάρτυρος της καθ’ ης η ανακοπή στο ακροατήριο του πρώτου που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά όσο και τα νομότυπα  από τους διαδίκους λοιπά προσκομισθέντα έγγραφα, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την από 4.4.2011 αναγγελία της καθ’ ης η ανακοπή που κατατέθηκε στον αρμόδιο υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Πειραιά, …………., η τελευταία αναγγέλθηκε στον πλειστηριασμό του σκάφους της ανακόπτουσας, με ελληνική σημαία τ/ρ πλοίο αναψυχής «Α.Κ.» και κατετάγη για προνομιακές απαιτήσεις της ποσού 18.881,98 ευρώ, προερχόμενες από έξοδα ελλιμενισμού, φύλαξης και συντήρησης αυτού, από 15-6-2010 έως 31-3-2011,  σε θέση στην, υπό τη διαχείριση της καθ’ ης, μαρίνα Ζέας, κατόπιν σύμβασης μίσθωσης της εν λόγω θέσης που δεν αμφισβητείται από τους αντιδίκους ότι είχε συναφθεί μεταξύ τους. Ειδικότερα δεν αρνείται η ανακόπτουσα ότι το σκάφος της ελλιμενιζόταν κατά τον χρόνο την κατάσχεσής του, χωρίς να είναι παροπλισμένο  σε θέση στην εν λόγω μαρίνα με βάση την από τον Φεβρουάριο 2008 σύμβαση μίσθωσης που είχε συνάψει άτυπη κοινοπραξία πλοιοκτητριών, πέντε σκαφών, εταιριών  μεταξύ των οποίων και η ανακόπτουσα, με την δικαιοπάροχο της εδώ καθ’ ης, σύμφωνα με την οποία παρέχονταν στο σκάφος της θαλάσσιος χώρος ελλιμενισμού, φύλαξη και προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος και νερού αντί μηνιαίου μισθώματος.  Σύμφωνα με τις υπό στοιχ. Γ σκέψεις οι απαιτήσεις αυτές, ανεξάρτητα πως ονομάζει κάποιος την γενεσιουργό αιτία του καταβαλλόμενου μισθώματος (τέλη, δαπάνες ή έξοδα ελλιμενισμού), έχουν προνομιακό χαρακτήρα αφού σκοπεύουν  στη διατήρηση του κατασχεμένου σκάφους προς το σκοπό ικανοποίησης των δανειστών του οφειλέτη/τριας κυρίου/ας του πλοίου,  για τις οποίες ορθά κατετάγη η ανακόπτουσα  ως προνομιούχος δανείστρια, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο έκρινε η εκκαλουμένη και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης της η ανακόπτουσα-εκκαλούσα με τον οποίο επαναφέρει όσα ισχυρίστηκε με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ως προς μη  προνομιούχο χαρακτήρα της απαίτησης της καθ’ης η ανακοπή – εφεσίβλητης επί του μισθώματος ελλιμενισμού του σκάφους της και των τελών των παροχών ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα – εκκαλούσα παραπονείται, όπως  ορθά εκτιμάται από το Δικαστήριο, για το ότι η εκκαλουμένη, κατόπιν εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, δέχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί να χρεώνεται το σκάφος της που είναι επαγγελματικό ως ιδιωτικό. Με βάση όσα εκτίθενται στην με στοιχ. Α σκέψη, η καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη φέρει το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη της απαίτησής της και ειδικότερα ότι νομίμως απαιτούσε από την ανακόπτουσα πλοιοκτήτρια εταιρία μίσθωμα για τον ελλιμενισμό ως ιδιωτικού του σκάφους της  ενώ ήταν επαγγελματικό. Από την επανεκτίμηση των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συγκεκριμένα από την καθ’ ης αφού ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη τα προσκομισθέντα, όχι με τις προτάσεις έως την έναρξη της συζήτησης, αλλά  με την προσθήκη των προτάσεών της, σχετικά έγγραφα της ανακόπτουσας (άρθρο 238εδ.α και 237 ΚΠολΔ όπως ίσχυε με το ν. 3994/2011) τα οποία εξάλλου δεν αντέκρουαν αυτοτελείς ισχυρισμούς της καθ’ ης, αποδείχθηκε ότι κατά τη σύναψη της σύμβασης μίσθωσης χώρου ελλιμενισμού μεταξύ των διαδίκων το έτος 2008 συμφωνήθηκε αυτό να καθορίζεται με τον τιμοκατάλογο της καθ’ ης τον ισχύοντα για ιδιωτικά σκάφη αναψυχής και όχι για επαγγελματικά και δη μέλη της Ένωσης Πλοιοκτητών Ελληνικών Σκαφών Τουρισμού (ΕΠΕΣΤ). Σύμφωνα με τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος της καθ’ ης και υπαλλήλου της στο εμπορικό τμήμα της, που δεν αντικρούεται από άλλο αντίθετο αποδεικτικό μέσο, κατά την κατάρτιση της σύμβασης ελλιμενισμού, το 2008, ο εμφανισθείς στα γραφεία της καθ’ ης για λογαριασμό της ανακόπτουσας εταιρίας, …………., που είχε ταυτόχρονα και την ιδιότητα του προέδρου της εν λόγω Ένωσης, συμφώνησε να καταβάλλεται ως μίσθωμα για τον ελλιμενισμό του τ/ρ «ΑΚ» το οποίο είχε επαγγελματική άδεια, το ποσό των 2.068 ευρώ που ήταν η τιμή για ιδιωτικό σκάφος αντίστοιχης χωρητικότητας και διαστάσεων. Συνέχισε δε η μάρτυρας στην κατάθεσή της και εξήγησε ότι αυτό έγινε διότι μεταξύ της ανακόπτουσας και της Ε.Π.Ε.Σ.Τ. είχε υπογραφεί «μνημόνιο» σύμφωνα με το οποίο συγκεκριμένος αριθμός επαγγελματικών σκαφών θα έχουν διαφορετικό, φθηνότερο, τιμολόγιο από τα άλλα, τα ιδιωτικά, σκάφη, αυτός δε ο αριθμός είχε ήδη καλυφθεί όταν ζήτησε η ανακόπτουσα να ελλιμενιστεί το «ΑΚ» στις εγκαταστάσεις της καθ’ ης.  Έτσι, με βάση την άνω συμφωνία (άρθρο 361 Α.Κ.), καταρτίστηκε η μίσθωση  και το σκάφος της ανακόπτουσας ελλιμενιζόταν έκτοτε στη μαρίνα Ζέας, αυτή δε κατέβαλε το συμφωνηθέν μίσθωμα αναντίρρητα έως τα μέσα Ιουνίου 2010, περιστατικό το οποίο  η ίδια δεν αμφισβητεί, και επομένως νόμιμα η καθ’ ης αξίωσε την καταβολή μισθώματος για ιδιωτικό σκάφος όπως ορθά ερμηνεύοντας τις αποδείξεις έκρινε η εκκαλουμένη και όσα αντίθετα υποστηρίζει με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η ανακόπτουσα-εκκαλούσα είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Ομοίως απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα είναι και όσα υποστηρίζει στον τέταρτο με στοιχείο Α]  λόγο έφεσης με τον οποίο επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό της περί μη νόμιμης χρέωσής της με μίσθωμα για ιδιωτικό σκάφος αφού όπως αναφέρεται προηγουμένως αυτό έγινε κατόπιν συμφωνίας  στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων δεδομένου ότι η καθ’ ης ως φορέας διαχείρισης της μαρίνας Ζέας-κοινόχρηστου πράγματος,  μπορεί να συμφωνεί το είδος του μισθώματος λειτουργούσα  κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας αρκεί το μίσθωμα να έχει εγκριθεί από την οικεία υπουργική απόφαση.

Περαιτέρω,  σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην υπό στοιχ. Α σκέψη η ανακόπτουσα φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της περί εξόφλησης της ένδικης απαίτησης της  καθ` ης  η ανακοπή, πλην όμως, εφόσον δεν προσκόμισε αποδεικτικά αυτού μέσα, ορθά ερμηνεύοντας το νόμο η εκκαλουμένη απέρριψε αυτόν ως ουσιαστικά αβάσιμο και επομένως,  τα αντίθετα υποστηριζόμενα στον τρίτο  λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Τέλος απορριπτέος είναι ο τέταρτος με στοιχ. Β λόγος έφεσης καθώς με αυτόν η εκκαλούσα προβάλλει ισχυρισμούς που αφορούν την απαίτηση της καθ’ ης για τα έξοδα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού τους οποίους ωστόσο δεν προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την ανακοπή, διευρύνοντας την ιστορική βάση αυτής όλως απαραδέκτως σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 1 ΚΠολΔ και (σύμφωνα) με όσα αναλύονται στην με στοιχ. Δ σκέψη.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, που ηττήθηκε στη δίκη αυτή  (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, της εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο και η κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, του καταβληθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου άσκησης της έφεσής της λόγω της  απόρριψής της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων, την εισαχθείσα  προς συζήτηση, με την από 13-3-2019 κλήση της εκκαλούσας (αρ.έκθ.κατάθ………/2018),  έφεση  με  αριθμ. έκθ. κατάθ. …../14-2-2013 και προσδιορ. …../14-2-2013,  κατά της 5671/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συζήτησης της με αριθμ. έκθ. κατάθ. ……./2011 ανακοπής, με την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία της  την έφεση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο και κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, του καταβληθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 27 Ιανουαρίου   2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ