Αριθμός 58/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 εδ.ε΄ Κ.Πολ.Δ η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Εξάλλου, το άρθρο 85 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε (ν.δ/γμα 356/1974), ορίζει: “Επί δικών του παρόντος Ν. Διατάγματος το Δημόσιον εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου, καθ’ ου στρέφεται και κοινοποιείται παν δικόγραφον επί ποινή απαραδέκτου αυτού. Κατά πάσαν όμως περίπτωσιν επί τη αυτή ως άνω κυρώσει απαιτείται κοινοποίησις του δικογράφου και εις τον Υπουργόν Οικονομικών”. Κατά δε το άρθρο 5 παρ. 1, 2 του Δ/τος της 26 Ιουνίου 10 Ιουλίου 1944 “περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” “Μόνον αι προς τον Υπουργόν των Οικονομικών………γενόμενη κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι νομίμους συνεπείας…….Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους άλλου, πλην του επί των Οικονομικών Υπουργού, είτε και εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητας αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητος δε στις λοιπές, τόσον στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Οι διατάξεις αυτές δεν παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και δεν αντίκεινται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 8 παρ. 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. Α.Ε.Δ 27/2004, Ολ.ΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 1570, 1571/2013, ΑΠ 126/2012, Α.Π 1801/2012, ΑΠ 1515/2010, ΑΠ 1105/2005, Εφ.Δωδ. 172/2017, Εφ.Θεσσαλ. 2056/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ)
ΙΙ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 Κ.Πολ.Δ, “οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευση τους να ανακαλούνται από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε ωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση¨. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι οι μη οριστικές αποφάσεις, ήτοι αυτές που δεν περατώνουν τη δίκη, όπως είναι μεταξύ αυτών άλλων και η από το άρθρο 249 εδ.α΄ περ.α Κ.Πολ.Δ απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την οποία διατάσσεται η αναστολή της συζητήσεως της αγωγής και εντεύθεν η αναστολή της δίκης έως ότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα άλλη συναφής δίκη που εκκρεμεί σε άλλο πολιτικό δικαστήριο, υπόκεινται σε ανάκληση από το Δικαστήριο που εξέδωσε αυτές, έστω και από άλλη σύνθεση, αυτεπαγγέλτως ή μετά από πρόταση κάποιου από τους διαδίκους (ΑΠ 1638/2005, ΑΠ 240/2002, ΝΟΜΟΣ). Με την έκδοση της ως άνω απόφασης, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση που επαναλαμβάνεται θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (ΕφΑθ 6778/1985, ΕλλΔνη 1985/998, ΑΠ 240/2012, Εφ.Θεσσαλ. 38/2011, Εφ.Λαρ. 409/2002 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
ΙΙΙ) Κατά το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ “πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση 4ης έφεσης”. Κατά το σαφές γράμμα της διατάξεως, για την άσκηση των πρόσθετων λόγων της εφέσεως απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, της καταθέσεως δηλαδή του περιέχοντος αυτούς δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποιήσεως στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της ασκήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, και, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των οκτώ ημερών προ της συζητήσεως της εφέσεως. Συνεπώς και η επίδοση του οικείου δικογράφου, με την οποία δεν προπαρασκευάζεται απλώς η συζήτηση, αλλά ολοκληρώνεται η διαδικασία ασκήσεως των προσθέτων λόγων, πρέπει να γίνει εμπροθέσμως, ως ανωτέρω, με την κύρωση του απαραδέκτου αυτών, ως διαδικαστικών πράξεων (άρθρα 111 παρ. 2, 151 ΚΠολΔ), σε περίπτωση παραλείψεως ή εκπροθέσμου. Η άποψη αυτή εναρμονίζεται και προς το πνεύμα των ως άνω διατάξεων, από τις οποίες, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 514, 518 επ., 519, 521, 522, 523, 527, 532, 535 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι οι πρόσθετοι λόγοι συνιστούν συμπλήρωμα του ενδίκου μέσου της εφέσεως και μάλιστα συνεπάγονται, επί των αναγκαίως συνεχομένων προς τα εκκληθέντα κεφαλαίων, γνήσιο μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, που παρεμποδίζει την τελεσιδικία. Συνεπώς, όπως και για την έφεση, η τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως των προσθέτων λόγων, που προσδιορίζει το ανώτατο όριο επιτρεπτής προσβολής της αποφάσεως, ανάγεται στο δημόσιο συμφέρον και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, και ως προς την κοινοποίηση, ώστε η εκκρεμότητα ισχύος της πρωτόδικης αποφάσεως, ως πολιτειακής πράξεως, να μη εξαρτάται, απεριορίστως, από τη διαθετική εξουσία των διαδίκων, με την παροχή σ’ αυτούς της δικονομικής ευχέρειας να επικαλεσθούν ή μη το εκπρόθεσμο. Δεν αντιτίθεται προς τ’ ανωτέρω η αποδοχή της λύσεως περί απαραδέκτου της συζητήσεως στην περίπτωση της παραλείψεως ή εκπρόθεσμης επιδόσεως της αγωγής, παρά την όμοια διατύπωση του άρθρου 215 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, γιατί, αντίθετα, προς τη ρύθμιση του άρθρου 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, για την αγωγή δεν τάσσεται δικονομική προθεσμία ασκήσεως, τη συνέπεια δε του απαραδέκτου μόνο της συζητήσεως, λόγω της μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης επιδόσεως της αγωγής και της κλήσεως καθορίζει ειδικώς η διάταξη του άρθρου 271 Κ.Πολ.Δ (Ολ. ΑΠ 33/1990 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 5.3.2019 (αριθ.καταθ. ……/5.3.2019) κλήση της εκκαλούσας, α) η από 9.12.2013 (αριθ.καταθ. ………/2013) έφεση της και β)οι από 27.5.2016 πρόσθετοι λόγοι αυτής, κατά του 1)Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και της Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά, 2)………, 3)………., που στρέφονται κατά της με αρ. 5755/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 26/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και αναβλήθηκε ,κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ η συζήτηση αυτής (έφεσης) και των προσθέτων αυτής λόγων για τον αναφερόμενο σε αυτή (απόφαση) λόγο, προς περαιτέρω εκδίκαση μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης από την Τακτική Ολομέλεια του ΑΠ για το αναφερόμενο ζήτημα. Από την επισκόπηση όλων των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει: 1) ότι από 9.12.2013 (αριθ.καταθ. …………/2013) έφεση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», με μέριμνα της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτής (ανακόπτουσας ήδη εκκαλούσας) ορίστηκε νόμιμα δικάσιμος για την εκδίκαση της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικά η 2.4.2015 (βλ.έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθ. ……/2013 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά), και β)για την από 9.3.2019 (αριθμ.καταθ. ../…./2019) κλήση αυτής (εκκαλούσας), με μέριμνα της ιδίας ως άνω πληρεξουσίας δικηγόρου ορίστηκε δικάσιμος για την περαιτέρω συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη ορισμού συζήτησης με αριθ. ………../5.3.2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιά).
Α)Η, α)από 9.12.2013 (αριθ.καταθ. ………/2013) έφεση κοινοποιήθηκε στο οίκημα που εδρεύει στο ΝΣΚ (αρ.πρωτ. …../24.10.2014, αρθ. 6 κ.δ 26.6/10.7.1944 σε συνδ.με άρθρ. 711 π.δ 282/1996) και β) η από 9.3.2019 (αριθ.καταθ. …./2019) κλήση της εκκαλούσας – καλούσας κοινοποιήθηκε με επιμέλεια αυτής στον Υπουργό Οικονομικών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …΄/9.12.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Αθηνών ………….
Στην προκειμένη περίπτωση με την ανακοπή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», ζητείται να ακυρωθούν οι υπ’ αριθ. ……/1.3.2012 ατομική ειδοποίηση και οι υπ’ αριθ. …/29.3.2012 και …../29.2.2012 Ταμειακές Βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά, οι οποίες εκδόθηκαν κατόπιν εκχώρησης εκ μέρους των εκμισθωτών (δεύτερος/τρίτος των καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης – προσθέτως παρεμβαινόντων – εφεσιβλήτων) προς τη Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά, των μισθωμάτων/αποζημίωσης χρήσης) έτους 2019, δυνάμει της υπ’ αριθ. 65/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Δυνάμει αυτής (ανακοπής) εκδόθηκε η υπ’ αρ. 5755/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία (απόφαση) προσβάλλεται από την ηττηθείσα ανακόπτουσα με την υπό κρίση από 9.12.2013 έφεση, συνεπεία της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 26/2019 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση είναι δίκη του ΚΕΔΕ και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 αυτού το Δημόσιο εκπροσωπεί ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου, και στην Προκειμένη περίπτωση, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά, κατά των οποίων στρέφονται και πρέπει να κοινοποιούνται τα δικόγραφα (ανακοπής/έφεσης/κλήσης προς συζήτηση), με ποινή απαραδέκτου αυτών (δικογράφων).
Β) Η καλούσα – εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………», κατέθεσε στο Δικαστήριο τούτο την 29.7.2016 (αριθ.καταθ. ………../2016) τους από 25.7.2016 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά 1)Του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση από τους Προϊσταμένους της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και της Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά, 2)…….. και 3)……….. και κατά της ως άνω υπ’ αριθ. 5755/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητώντας να γίνουν αυτοί δεκτοί και να ακυρωθούν η με αριθ. …../1.3.2012 ατομική ειδοποίηση χρεών της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και οι υπ’ αριθ. …/29.3.2012 και …../29.2.2012 ταμειακές βεβαιώσεις. Οι από 25.7.2016 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που αφορούν δίκη ΚΕΔΕ, πρέπει να κοινοποιηθούν σωρευτικά (πέραν των λοιπών καθών), τόσο στον Υπουργό Οικονομικών ,όσο και στους Προϊσταμένους Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπούν στην προκειμένη περίπτωση το Δημόσιο και κατά των οποίων στρέφονται, κοινοποιήσεις όμως οι οποίες δεν έχουν λάβει χώρα, με ποινή το απαράδεκτο αυτών (δικογράφου προσθέτων λόγων).
Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει αυτεπαγγέλτως, ότι, πρέπει να ανακληθεί, κατ’ άρθρο 309 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η υπ’ αριθ. 26/2019 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία διατάχθηκε η κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή συζητήσεως της υπό κρίση έφεσης μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση από την Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το αναφερόμενο στο σκεπτικό της με αριθμό 251/1.2.2018 απόφασης του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, πλην της διάταξης να συνεκδικασθεί η έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, λόγω τους παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα και λόγω του γεγονότος ότι δεν έχει λάβει χώρα η συζήτηση της έφεσης ώστε να κριθεί το παραδεκτό αυτών, λόγω μη κοινοποιήσεώς του (υπό στοιχεία ΙΙΙ μείζονα σκέψη) δεδομένα η επίδοση, α)της από 9.12.2013 (αριθ.καταθ. …../2013) έφεσης και της από 5.3.2019 (αριθ.καταθ. …../2019) κλήσης προς συζήτηση, δεν είναι έγκυρη, δεν ολοκληρώθηκε με την κοινοποίηση των δικογράφων αυτών σωρευτικά και στα όργανα που εκπροσωπούν στην προκειμένη περίπτωση το Δημόσιο, ήτοι Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά, Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ Γ΄ Πειραιά, και έτσι δεν παράγονται έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα να επέρχεται ακυρότητα ανεξάρτητα από τη βλάβη του Δημοσίου, η οποία εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχτεί απαράδεκτη η συζήτηση της από 9.12.2013 έφεσης και της από 5.3.2019 κλήσης προς συζήτηση, λόγω μη έγκυρης επίδοσης προς το Δημόσιο των σχετικών ως άνω δικογράφων, β)Οι από 25.7.2016 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, οι οποίοι δεν έχουν κοινοποιηθεί όσον αφορά το Δημόσιο, ούτε στον Υπουργό Οικονομικών αλλά ούτε και στα ως άνω όργανα που το εκπροσωπούν στην προκειμένη περίπτωση, έχουν ως άμεση έννομη συνέπεια την ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από τη βλάβη του Δημοσίου, όπως ανωτέρω αναφέρεται, και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχτεί και ως προς αυτούς απαράδεκτη η συζήτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Ανακαλεί την υπ’ αριθ. 26/2019 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, πλην της διατάξεως που αναφέρεται στη συνεκδίκαση της από 9.12.2013 έφεσης και των από 25.7.2016 πρόσθετων λόγων έφεσης, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα.
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων, α)την από 5.3.2019 (αριθ.καταθ. …/2019) κλήση, β)την από 9.12.2013 (αριθ.καταθ. …./2013) έφεση και γ) τους από 25.7.2016 (αριθ.καταθ. …./2016) πρόσθετους λόγους της έφεσης.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 5.3.2019 (αριθ.καταθ. …/2019) κλήσης.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 9.12.2013 (αριθ.καταθ. …/2013) έφεσης.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση των από 25.7.2016 (αριθ.καταθ. …../2016) πρόσθετων λόγων έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ