Αριθμός 59/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 6.10.2018 (αριθ.καταθ. ………/6.8.2018) έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 2501/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των Περιουσιακών Διαφορών – Μισθώσεις, αντιμωλία των διαδίκων, επαναφέρεται νομίμως προς συζήτηση με την από 10.6.2019 (αριθ.καταθ. ……../2019) κλήση της καλούσας – εκκαλούσας για την ορισθείσα δικάσιμο την 19.3.2020 και εν συνεχεία αυτεπαγγέλτως (άρθ. 74 παρ. 2 του ν.4690/2020) με την υπ’ αριθ. 60/2020 Πράξη του Δικαστηρίου τούτου για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης. Έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (31.5.2018), εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενος απόφασης (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τη με ημερομηνία 6.8.2018 πράξη κατάθεσης παραβόλου της αρμοδίας Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά.
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, οι οποίες, κατά το άρθρο 29 ν. 813/1978, εφαρμόζονται και επί εμπορικών μισθώσεων, προκύπτει, ότι, αν, κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός από άλλα, να καταγγείλει τη σύμβαση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα της καταγγελίας κατά το ανωτέρω άρθρο 585 ΑΚ, παρέχεται για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρέωσης του εκμισθωτή, του να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα πραγματικά ελαττώματα καθώς και η έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα. Η καταγγελία ασκείται με μονομερή δήλωση απευθυντέα στον εκμισθωτή και είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως, είναι, όμως, δυνατόν να ενωθεί με τη δήλωση για θέση προθεσμίας προς αποκατάσταση των ελαττωμάτων, για την περίπτωση που ο εκμισθωτής δεν συμμορφωθεί, αφού η προθεσμία αυτή από τη φύση της και σύμφωνα με τη γενική θεωρία του δικαίου, προστιθέμενη στη δήλωση βουλήσεως μεταθέτει απλώς το χρονικό σημείο του ενεργού της, χωρίς να δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την επέλευσή του. Εξάλλου η άσκηση της αξίωσης για αποζημίωση δεν αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, οι οποίες αξιώσεις μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά (ΑΠ 155/2018, ΑΠ 171/2015, ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1011/2012, ΑΠ 2276/2009, ΑΠ 1582/2008 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
ΙΙ) Κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να τη παράσχει σε χρήμα, η δε αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει τόσο της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τις ίδιες διατάξεις του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι δεν αποκαθίσταται όλη η ζημία που προβάλλει ο ζημιωθείς, αλλά μόνον αυτή που βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης, δηλαδή κατά τη θεωρία της αιτιώδους συνάφειας, αποκαθίσταται εκείνη η ζημία, η οποία κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, η υπαίτια παράβαση κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν μόνη της ικανή και μπορεί κατ’ αντικειμενική εκτίμηση να επιφέρει (ΑΠ 719/1988, ΑΠ 601/1986). Έτσι, σε περίπτωση που η ζημία του δανειστή προήλθε από περιορισμό της επαγγελματικής του δραστηριότητας, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του οφειλέτη, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη λύση ή την παρεμπόδιση της περαιτέρω λειτουργίας μιας διαρκούς σύμβασης, αποκαθίσταται πλήρως η ζημία του, με την παροχή αποζημίωσης που να καλύπτει ό,τι αυτός θα είχε, αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά του οφειλέτη και η σύμβαση εξακολουθούσε να λειτουργεί καθόλο το συμφωνημένο χρόνο και τίποτε πλέον τούτου (ΑΠ 804/2015 δημ.ΝΟΜΟΣ, Απ.Γεωργιάδη – Μιχ. Σταθόπουλο, άρθρ. 297, 298 σελ. 59 επ.).
ΙΙΙ) Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης. Η διάταξη αυτή είναι δικονομικού χαρακτήρα μόνο κατά το μέρος, προκειμένου περί διαφυγόντος κέρδους, που επιτρέπει στο Δικαστήριο να αρκεσθεί μόνο στην πιθανολόγηση του κέρδους αυτού, κατά τα λοιπά όμως η διάταξη αυτή είναι ουσιαστικού περιεχομένου, λόγω του ότι καθορίζει τα στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η αξίωση για το διαφυγόν κέρδος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις και τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα, πρέπει κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ να εκτίθενται στην αγωγή (ΑΠ 615/2015). Δεν αρκεί η απλή επανάληψη των εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε η αναφορά του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλ’ απαιτείται η εξειδικευμένη κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων, τα οποία καθιστούν πιθανό το κέρδος, ως προς τα επί μέρους κονδύλια, ως και η επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να καταστούν αντικείμενο αποδείξεως (Ολ. ΑΠ 22/1995, ΑΠ 823/2015). Έτσι, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας πρέπει αλλά και αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 175/2010). Δεν είναι απαραίτητο όμως να εξειδικεύονται τα στοιχεία που προσδίδουν τη δυναμική του προσδοκώμενου κέρδους με αναφορά συγκεκριμένων συναλλαγών, προσώπων και παραστατικών (ΑΠ 536/2011), όπως, επίσης, δεν είναι ανάγκη να αναγράφεται στην αγωγή ότι ο ενάγων δεν εξοικονόμησε δαπάνη ή να προσδιορίζεται και να αφαιρείται η τυχόν εξοικονομηθείσα, διότι τα περιστατικά αυτά ανάγονται στον καθορισμό του ύψους της ζημίας, ο οποίος γίνεται βάσει των αποδείξεων, μετά πρόταση του εναγόμενου ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμη και από το εφετείο, εάν το ζήτημα του ύψους της αποθετικής ζημίας καταστεί αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης (Ολ ΑΠ 22/1995, ΑΠ 419/2018, ΑΠ 689/2017, ΑΠ 175/2010, ΑΠ 107/2003, Εφ.Λαρ. 95/2019, Εφ.Αθ. 1324/2010, Εφ.Πατρ. 516/2004 δημ.ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 5.12.2016 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσε ότι, δυνάμει του από 10.8.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη εκμίσθωσε σε αυτή το περιγραφόμενο κατάστημα, αντί μηνιαίου μισθώματος αρχικά 600 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.9.2010 έως 31.8.2012 και εν συνεχεία κατέστη αόριστης διάρκειας, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως οβελιστήριο για όρθιους και διερχόμενους πελάτες. Σε εκτέλεση των συμφωνημένων παρέλαβε το μίσθιο κατάστημα για τη συμφωνημένη χρήση του οποίου αναγκαία ήταν και η καπνοδόχος που διέρχονταν μέσω του (κοινόχρηστου) φωταγωγού της πολυκατοικίας και κατέληγε στο δώμα αυτής στο οποίο (δώμα πολυκατοικίας) τοποθετήθηκε ειδικό μηχάνημα αποτελεσματικότητας λειτουργίας (απορροφητικότητας) αυτής (καπνοδόχου), τη χρήση της οποίας επέτρεψε και συνομολόγησε η εκμισθώτρια, η οποία εγγυήθηκε τη νομιμότητά της Ότι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ως άνω επιχείρησης οβελιστηρίου και συγκεκριμένα την 21.6.2013 διαπιστώθηκε από αρμόδιο όργανο του Δήμου Πειραιά ότι η εν λόγω καμινάδα στο δώμα ύψους 32 μέτρων που ξεκινούσε από το κατάστημα, διήρχετο μέσω του φωταγωγού και κατέληξε έξι (6) περίπου μέτρα πάνω από την απόληψη του κλιμακοστασίου της ως άνω πολυκατοικίας”, ήταν αυθαίρετη κατασκευή και συνεπεία τούτου έλαβαν χώρα η ανάκληση βεβαίωσης χώρου κύριας χρήσης καθώς και η ανάκληση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος της με τις αναφερόμενες σε αυτή (αγωγή) πράξεις των αρμοδίων οργάνων του Δήμου Πειραιά, καθως και η αναφερόμενη πράξη για τη σφράγιση του καταστήματος αυτής (ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας). Ότι αυτή άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά αίτηση αναστολής εκτέλεσης των ως άνω πράξεων του Δήμου Πειραιά και δυνάμει της από 16.7.2014 προσωρινής διαταγής του άνω δικαστηρίου ανεστάλη η εκτέλεση των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων με τον όρο αποξήλωσης της αυθαίρετης καμινάδας και ακολούθως με την υπ’ αριθ. 910/2014 απόφαση του άνω δικαστηρίου (Διοικ.Πρωτ.Πειραιά) ανεστάλη η εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων του Δήμου Πειραιά μέχρι την έκδοση απόφασης επί της από 10.7.2014 προσφυγής αυτής (ενάγουσας), υπό τον όρο το σύστημα απαγωγής οσμών με φίλτρα, που εγκατέστησε αυτή (ενάγουσα) στο ως άνω κατάστημά της αρχές Σεπτεμβρίου 2014 σε αντικατάσταση της αποξηλωθείσας καμινάδας να πληροί τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις τεχνικές προδιαγραφές που απαιτούνται από τις ισχύουσες πολεοδομικές ,υγειονομικές και κτηριολογικές διατάξεις. Ό,τι ο Δήμος Πειραιά με την από 25.8.2015 αίτησή του προς το άνω δικαστήριο (Διοικ.Πρωτ.Πειραιά) ζήτησε την ανάκληση της ως άνω υπ’ αριθ. 910/2014 απόφασης, για το λόγο ότι δεν πληρούνταν οι ως άνω τεθέντες όροι συμφωνίας του τοποθετηθέντος νέου συστήματος απαγωγής οσμών με φίλτρα με τις ισχύουσες πολεοδομικές και υγειονομικές διατάξεις, η οποία (αίτηση) έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. Ν. 749/30.11.2015 απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου. Ότι κατόπιν των ανωτέρω, αφού το σύστημα απαγωγής οσμών που εγκατέστησε αποδείχθηκε ατελέσφορος, αυτή (ενάγουσα) κατήγγειλε τη σύμβαση μίσθωσης και ότι από το προαναφερόμενο ελάττωμα του μίσθιου καταστήματος (αυθαίρετη καμινάδα). Εμποδίστηκε η συνέχιση λειτουργίας αυτού για την άνω συμφωνημένη χρήση του, οφειλομένου τούτου σε υπαιτιότητα της εναγομένης, η οποία γνώριζε την ύπαρξή του και παρέλειψε από βαρειά αμέλεια να το γνωστοποιήσει κατά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης μίσθωσης. Ότι από την πρόωρη λήξη της σύμβασης μίσθωσης υπέστη, Α) α)θετική ζημία, που συνίσταται στις δαπάνες αγοράς και εγκατάστασης του συστήματος απαγωγής οσμών με φίλτρα ενεργού άνθρακα, που ανήλθαν σε 11.131,50 ευρώ την οποία, ζημία περιόρισε στο ποσό των 1886 ευρώ, λόγω περαιτέρω πώλησης του ως άνω συστήματος, 2)Μείωση της περιουσίας της κατά το ποσό των 709,35 ευρώ, το οποίο συνίσταται σε αμοιβές του πληρεξουσίου της δικηγόρου και στους δικαστικούς επιμελητές για διενέργεια επιδόσεων, που δαπάνησε για τη διεξαγωγή του ατελέσφορου δικαστικού αγώνα στο Τριμελές Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά και Β)Αποθετική ζημία. Ειδικότερα, αυτή (ενάγουσα και ήδη) εκκαλούσα θα κέρδιζε με βεβαιότητα, ως εντασσόμενη στο δίκτυο καταστημάτων “………”, από 30.12.2015 έως 31.9.2022 το ποσό των 19.495,66 ευρώ ετησίως και συνολικά το ποσό των 129.971 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 132.566,35 ευρώ νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της αγωγής και να καταδικαστεί η εναγομένη στην δικαστική της δαπάνη. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2501/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς το αίτημα καταβολής αποζημίωσης (θετικής ζημίας και διαφυγόντων κερδών) και ως μη νόμιμη, ως προς το αίτημα καταβολής δαπανών για τη διεξαγωγή του ατελέσφορου δικαστικού αγώνα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η ηττηθείσα ενάγουσα, με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική εκτίμησή τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση προκειμένου να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή της.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αγωγή, με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα της προς τα ως άνω κεφάλαια, τους: α)Για επιδίκαση του ποσού συνολικά των 129.971 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, γιατί αναφέρεται σε αυτή (αγωγή) για τον υπολογισμό του (διαφυγούντος κέρδους) το μηνιαίο κέρδος που θα αποκόμιζε καθόλη τη προβλεπόμενη χρονική διάρκεια ισχύος της μισθωτικής σχέσης και βάσει αυτού το συνολικό κέρδος, πλην όμως παραλείπει εντελώς να προσδιορίσει με εξειδικευμένο και λεπτομερή τρόπο, τις συγκεκριμένες περιστάσεις και μέτρα που καθιστούσαν πιθανό το καθαρό μηνιαίο κέρδος, ώστε να μπορεί να καταστεί αντικείμενο απόδειξης ήτοι δεν περιέχει όλα τα αναγκαία για τη νομική θεμελίωσή της περιστατικά. Ειδικότερα, η ενάγουσα εκθέτει ένα πίνακα για το έτος 2015 στον οποίο αναφέρει συνοπτικά τα έσοδα – αγορές/έξοδα – πληρωμές προσωπικού, από τον οποίο αφού αφαιρεί όλα τα κονδύλια πλην των μηνιαίων εσόδων συνάγει το ετήσιο κέρδος της επιχείρησής της, το οποίο επικαλείται ότι θα κέρδιζε με βεβαιότητα και σε όλα τα επόμενα έξι )6) έτη και οκτώ (8) μήνες, λόγω της ένταξης της στο δίκτυο καταστημάτων με τον διακριτικό τίτλο “…….”. Πλην, όμως, η ενάγουσα δεν αναφέρει με λεπτομερή και εξειδικευμένο τρόπο τα συγκεκριμένα περιστατικά διαμόρφωσης των καθαρών μηνιαίων και συνακόλουθα ετήσιων κερδών της επιχείρησής της, όπως τον αριθμό των πελατών, το ποσοστό κέρδους και μάλιστα σταθερού καθόλη τη προβλεπόμενη συμβατική διάρκεια, τα επιμέρους κονδύλια που συναπαρτίζουν το ποσοστό που δεν αποτελούν κέρδος. Δεν αρκεί η αναφορά απλώς και μόνο της μηνιαίας κερδοφόρας, χωρίς εξειδίκευση των εξόδων (πρώτες ύλες, μίσθωμα, φως, νερό, τηλέφωνο, πάσης φύσεως δαπάνες προσωπικού, πάσης φύσεως φόροι και τέλη). Επίσης δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένων περιστάσεων και μέτρων που έλαβε τα οποία καθιστούν πιθανό και προσδιορίζουν την προσδοκία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ,κέρδους ανά έτος ανερχόμενου σε 19.495,66 ευρώ (οργάνωση και εμπειρία, ανάλογης δραστηριότητας, τοποθεσία ακινήτου, πελατεία, η ένταξη της επιχείρησης στο ως άνω δίκτυο καταστημάτων, διάρκεια λειτουργίας της επιχείρησης κλπ), β)Για επιδίκαση του ποσού των 1886 ευρώ ως θετική ζημία της ενάγουσας μισθώτριας, είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, εφόσον υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η επικαλούμενη θετική ζημία δεν αφορά δαπάνες που συνδέονται με το μίσθιο ακίνητο και την άσκηση σε αυτό της χρήσης που συμφωνήθηκε, που όμως εμποδίστηκε από το αναφερόμενο ελάττωμα του έτσι ώστε να υφίσταται πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ αυτού (ελαττώματος οφειλομένου σε γνώση και υπαιτιότητα της εναγομένης) και της ζημίας που υπέστη συνισταμένης στις δαπάνες αποκατάστασής του, γ) Για επιδίκαση του ποσού των 709,35 ευρώ που αφορά δαπάνες για την υποστήριξη του ατελέσφορου δικαστικού αγώνα, όπως αμοιβή πληρεξουσίου δικηγόρου της για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά και για αμοιβές δικαστικού επιμελητή για επίδοσης, είναι μη νόμιμη ,ως μη επιστηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 176, 178, 181, 182, 184, 189, 191 και 193 Κ.Πολ.Δ. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297-298 , τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή τα έξοδα που ενεργεί κάποιος για τη διεξαγωγή κάποιας δίκης, εκκαθαρίζονται, επιδικάζονται ή συμψηφίζονται από το Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, ακόμη και σε περίπτωση υποβολής αυτοτελούς αίτησης περί επιδικάσεώς τους και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλου, ΑΚ κατ’ άρθρο Ερμηνεία ό.π), αφού για την επιδίκασή τους ισχύουν και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚπολΔ και όχι οι διατάξεις περί επιδικάσεως του κοινού δικαίου. Ακόμη και εάν δεν υποβληθεί αίτημα επιδικάσεως δικαστικών εξόδων, αυτά θα ζητηθούν ως δικαστικά έξοδα και όχι ως αποζημίωση με αυτοτελή αίτηση επιδικάσεως δικαστικών εξόδων που υποβάλλεται στο ίδιο δικαστήριο που ήταν εκκρεμής η σχετική δίκη και που δίκασε την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1345/2008, ΑΠ 1609/2007, Εφ.Δωδ. 31/2016, Εφ.Θεσσαλ. 1668/2013, Εφ.Αθ. 4314/2007, Εφ.Αθ. 6590/2003 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα όσα εκτέθηκαν η ένδικη αγωγή είναι αόριστη για την αιτούμενη αποθετική και θετική ζημία και μη νόμιμη ως προς την αίτηση επιδικάσεως των δικαστικών εξόδων με τις διατάξεις του κοινού δικαίου ως θετική ζημία. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως προς τις ως άνω αιτήσεις της ως αόριστη και ως μη νόμιμη, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα (Κ.Πολ.Δ 534), ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και όσα αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους της υπό κρίση έφεσης της, είναι αβάσιμα και απορριπτέα .Κατόπιν όλων αυτών, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.τελευταίο Κ.Πολ.Δ, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 6.8.2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2501/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης και την ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε, ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ