Αριθμός 61/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 2 εδ.α Κ.Πολ.Δ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης, που θα εκδοθεί, εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν, ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Αναγκαστική ομοδικία, κατά την τελευταία διάταξη, υπάρχει και στην περίπτωση, κατά την οποία ο δανειστής, ασκώντας την αγωγή του άρθρου 939 ΑΚ για διάρρηξη απαλλοτριώσεως, που έγινε προς βλάβη του από τον οφειλέτη του, ενάγει τον τελευταίο και τον τρίτο, στον οποίο διατέθηκε το περιουσιακό του στοιχείο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων έναντι των ομοδίκων αυτών (ΑΠ 31/1993, ΑΠ 217/1981, Εφ.Πειρ. 493/1997 ΕλλΔνη 1997.1900. Εφ.Θες. 37/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 517 Κ.Πολ.Δ, έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι κατά την πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η έφεση απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του (απλού) ομοδίκου του εκκαλούντος, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον εκκαλούντα και δεν παράγει δεδικασμένο μεταξύ αυτών (Ολ ΑΠ 24/1997 ΝοΒ 1998.52, Ολ ΑΠ 15/1996 ΝοΒ 1997.433, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση εκδ.Ε παρ. 338), καθώς, κατά την κρατούσα και ορθότερη γνώμη, δεδικασμένο δημιουργείται μόνο μεταξύ των εν αντιδικία τελούντων διαδίκων και όχι μεταξύ των ομοδίκων (Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον Κ.Πολ.Δ, εκδ. 1983 σελ. 306, ΑΠ 177/2017, ΑΠ 559/2009, ΑΠ 1/1993, Εφ.Πειρ. 188/2016, Εφ.Πειρ. 111/2016, δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η υπό κρίση από 28.12.2015 (αριθ.καταθ. ……./30.12.2015) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1484/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας τριών χρόνων από την δημοσίευση της απόφασης που περάτωσε τη δίκη (13.3.2015), αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης (άρθ. 495 παρ. 1, 2, ,511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 εκ του χρόνου ασκήσεως της ένδικης έφεσης και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 19 Κ.Πολ.Δ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παραβόλου που καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, αφού το εκκαλούν απαλλάσσεται από την καταβολή αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 και 3 του από 26-6/10.7.194 Δτος «περί κώδικος των νόμων περί δικών Δημοσίου», που εξακολουθεί να ισχύει κατά το άρθρο 50 του ΕισΝΚπολΔ, μόνο καθόσον στρέφεται κατά της ανακόπτουσας αντιδίκου του εκκαλούντος, ενώ, αντιθέτως, καθόσον στρέφεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρείας με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε» η οποία υποκατέστησε την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου» πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση κατά τα προεκτεθέντα, διότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν διέλαβε βλαπτική διάταξη σε βάρος του εκκαλούντος και υπέρ του τελευταίου αυτού νομικού προσώπου. Επίσης, δεν απερρίφθη κάποια εναντίον αυτού αίτηση του εκκαλούντος (Εφ.Λαρ. 277/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ), του οποίου το έννομο συμφέρον εν προκειμένου εξαντλείται στην απόρριψη της ανακοπής. Δικαστικά έξοδα θα επιβληθούν για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και υπέρ του ως άνω εφεσιβλήτου, αφού το τελευταίο ζητεί την καταδίκη του εκκαλούντος στην δικαστική του δαπάνη (άρθρ. 176, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 ν.3693/1957, όπως ειδικότερα καθορίζεται στο διατακτικό.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητο με την από 23.1.2012 (αριθ.καταθ……/2012) ανακοπή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που έστρεψε κατά του εκκαλούντος, του Υπουργού Οικονομικών και της ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, ζήτησε για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, να ακυρωθεί η με αριθ. ……/14.12.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή ……….. καθώς και οι με αριθ. …………….. ατομικές ταμειακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών, βάσει των οποίων επισπεύδεται σε βάρος της, ως ομορρύθμου μέλους της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», διοικητική εκτέλεση από τον Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών, για βεβαιωθείσα σε βάρος της οφειλή που ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 255.648,65 ευρώ, το οποίο αφορά αναπροσαρμογές μισθωμάτων της χρονικής περιόδου από 1.1.1999 έως και 31.12.2010 για το περιγραφόμενο σε αυτή (ανακοπή) ακίνητο, του οποίου την διαχείριση έχει η Τρίτη των καθ’ ών η ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την ένδικη διαφορά, καθόσον η υποκείμενο σχέση στην οποία στηρίζεται ο άνω τίτλος (μίσθωση) είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 18/1993, ΣτΕ 322/1995 δημ.ΝΟΜΟΣ), και ήταν καθ’ ύλη και τόπο αρμόδιο, απέρριψε την ανακοπή ως παθητικά ανομιμοποίητη κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της «Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου Α.Ε», η οποία υποκατέστησε την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Α.Ε» και του Υπουργού Οικονομικών και, αφού έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο της ανακοπής, ακύρωσε την υπ’ αριθ. ……/14.12.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………… καθώς και τις υπ’ αριθ. ……………. ατομικές ταμειακές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών, συνολικού ποσού διακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (255.648,65), λόγω ύπαρξης ακύρου τίτλου προς είσπραξη (αρθ. 73 παρ. 20, σε συνδυασμό με το άρθρο παρ. 2 περ.β΄ ΚΕΔΕ) συνεπείας μη συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 7 παρ. 2 και παρ. 5 του π.δ 34/1995 για τη νόμιμη αναπροσαρμογή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο με τους λόγους της εφέσεώς του, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης με αριθ. 1483/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με σκοπό να απορριφθεί η από 23.1.2012 ανακοπή.
Ι) Με το νόμο 973/1979 «περί συστάσεως κτηματικής εταιρίας του Δημοσίου» έχει συσταθεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με την επωνυμία «Κτηματικής Εταιρία του Δημοσίου (ΚΕΔ)» και έδρα την Αθήνα. Η εταιρία αυτή: α) λειτουργεί με την μορφή Ανώνυμης Εταιρίας από τη σχετική νομοθεσία της οποίας και κατά κανόνα διέπεται, β)λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος και γ)έχει σκοπό τον αναφερόμενο στο άρθρο 2 του νόμου και κυρίως τη διοίκηση και αξιοποίηση, εκτός άλλων, και των ακινήτων του Δημοσίου, τα οποία υπάγονται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, στην αρμοδιότητα των Διευθύνσεων Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών (αρ. 2 παρ. 1 εδ.α και β) και τα οποία μπορεί, για την εκπλήρωση των σκοπών της, να το εκμισθώνει (αρ. 6 παρ. 1 εδ.β). Αφότου ίσχυσε ο νόμος (28-10-79) όλα τα ακίνητα του δημοσίου περιήλθαν αυτοδικαίως στη διοίκηση της εταιρίας (αρ. 3 ν.973/79). Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 4 του νόμου ορίζεται ειδικότερα, ότι οι δημόσιες υπηρεσίες στη διοίκηση και διαχείριση των οποίων υπάγονται, κατά το χρόνο που άρχισε να ισχύει ο νόμος, τα παραπάνω ακίνητα του Δημοσίου, καθώς και οι αρμόδιοι Νομάρχες διατηρούν όλες τις αρμοδιότητες για την προστασία των ακινήτων αυτών, καθώς και για την έκδοση πρωτοκόλλων αποβολής και αποζημιώσεως για αυθαίρετη χρήση ή την άσκηση αγωγών ή ενδίκων μέσων και για την προσβολή των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τέλος στη διάταξη της πρώτης παραγράφου του άρθρου 5 του ν.973/79 ορίζεται επιπλέον ότι, αφότου άρχισε να ισχύει ο νόμος, η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου (ΚΕΔ) έχει την εντολή και πληρεξουσιότητα να επιχειρεί δικαιοπραξίες, οι οποίες αναφέρονται στα παραπάνω ακίνητα (του άρθρου 2 του νόμου), τα αποτελέσματα όμως αυτών επέρχονται στο όνομα και για λογαριασμό του Δημοσίου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Κτηματική Εταιρεία έχει τη διοίκηση των ακινήτων του Δημοσίου και επιχειρεί κάθε δικαιοπραξία που αναφέρεται στα ακίνητα ως εντολοδόχος και πληρεξουσία του Δημοσίου στο όνομά του και για λογαριασμό του, παρέχεται δηλαδή σ’ αυτήν άμεση από το νόμο εξουσία να αντιπροσωπεύει το Δημόσιο στις παραπάνω δικαιοπραξίες (ΑΚ 211), χωρίς η εξουσία αυτή να στερεί το Δημόσιο, ως αντιπρόσωπο και κύριο των ακινήτων από το δικαίωμα να ενεργήσει αυτό ό,τι έχει σχέση με την προστασία τους. Τούτο προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του νόμου (973/79), με την οποία ρητώς διατηρούνται όλες οι αρμοδιότητες των Δημοσίων Υπηρεσιών (και των Νομαρχιών) που αναφέρονται στην προστασία των ακινήτων. Επομένως από τον παραπάνω χαρακτήρα της ΚΕΔ συνάγεται ότι διάδικος στις σχετικές με τα μίσθια ακίνητα δίκες εξακολουθεί να είναι το Δημόσιο, αφού αυτό είναι ο συμβαλλόμενος και το υποκείμενο (φορέας) των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 504/1996 ΕλλΔνη 39.148, ΕφΠειρ 210/90 αδημ.). Περαιτέρω η κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία (νομιμοποίηση ενεργητική και παθητική) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της όλης δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (73 ΚΠολΔ) σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ των διαδίκων και της εκκαλουμένης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου (βλ.Νίκα σε Ερμηνεία Κωδ.ΠολΔικ Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, άρθ. 68 σελ. 144-145 με εκεί παραπομπές σε νομολογία Εφ.Δωδ 206/2007, Εφ.Πειρ. 504/1996 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε την ένδικη ανακοπή ως προς την καθ’ ής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε», η οποία υποκατέστησε την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ», σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, αφού από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με το άρθρο 73 παρ. 1 του ν.δ 356/1974 περί «ΚΕΔΕ» σαφώς συνάγεται ότι στις διαφορές που δημιουργούνται από την άσκηση ανακοπής με αντικείμενο την ακύρωση πράξεων διοικητικής εκτελέσεως, διάδικο στη σχετική δίκη είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και νομιμοποιείται παθητικά. Συνεπώς, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με το πρώτο λόγο της έφεσης του, ότι η εταιρεία, με την επωνυμία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ», η οποία συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» που στη συνέχεια έλαβε την επωνυμία «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Α.Ε» και η οποία έχει καταστεί καθολική διάδοχος των απαιτήσεων και υποχρεώσεων της απορροφώμενης εταιρείας, νομιμοποιείται ως διάδικος στις εν λόγω δίκες ως έχουσα και την δικαστική εκπροσώπηση εντασσόμενη στο πλαίσιο της συνολικής διαχείρισης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Τούτο, διότι, τέτοια εξουσία δεν προκύπτει ότι παρέχεται στην εταιρεία αυτή, ούτε και εμμέσως από κάποια διάταξη του ν. 973/1979 ή τον Υπηρεσιακό Κανονισμό Συμβάσεων της Κ.Ε.Δ που εγκρίθηκε με την Υπ’ αριθ. 1075479/1007/Α0006 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
2) Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 ν.δ 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε) όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 7 ν.4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2013, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α)Η βεβαίωση κατά το νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, γ)Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ)Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ν.δ 356/1974: «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α)κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β)κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ)κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Δια ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α)Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν β)Εάν το χρέος απεσβέσθη δια καταβολής ή δια συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως, γ)Εάν επιγενομένως επεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως, δ)Εάν το χρέος παρεγράφη, ε)Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεος, στ)Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ)Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη». Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παρ. 5 του άρθρου 7 ν.4224/2015 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει: «Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αποστείλει προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ» «Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α)……ε)Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώρηση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του «νομίμου τίτλου» όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή (βλ. ΑΠ 5/2019, ΑΠ 251/2018 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
3) Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1, 3 εδ.α και 3 του ν. 813/1978, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 1 του ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α΄ 71 της 4.5.1992) το μίσθωμα κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθορίζεται ελεύθερα από τους συμβαλλόμενους και αναπροσαρμόζεται κατά χρονικά διαστήματα και το ύψος του καθορίζεται στη σύμβαση. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής του μισθώματος ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά διετία από την έναρξη της μίσθωσης και καθορίζεται σε ποσοστό όχι κατώτερο του 6% της αντικειμενικής αξίας του μισθίου και για τους ακάλυπτους χώρους του 4%, ενώ για τις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού το ποσοστό αυτό (6% και 4% αντίστοιχα) υπολογίζεται επί της αγοραίας αξίας του μισθίου, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν διαφορετική ρύθμιση και οι οποίοι πρέπει να μνημονεύονται στη σύμβαση. Περαιτέρω, αναπροσαρμογή του οριζόμενου κατά τα ανωτέρω μισθώματος, γίνεται με τη λήξη κάθε επόμενου έτους και ανέρχεται σε ποσοστό 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως αυτό έχει καθοριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος για το αμέσως προηγούμενο δωδεκάμηνο. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2041/1992, μισθώσεις, που σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ίδιου νόμου παρατείνονται (δηλαδή αυτές που έληγαν από 1.5.1992 μέχρι 31.8.1996 και παρατείνονται μέχρι την τελευταία αυτή ημερομηνία) υπόκειται στην αναπροσαρμογή του μισθώματος, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5 του ν. 813/1978, στη ρύθμιση δε αυτή υπόκειται και κάθε ισχύουσα σύμβαση, αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία των μερών. Από τις παραπάνω διατάξεις που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις που είχαν συναφθεί πριν από το ν. 2041/1992 και παρατείνονται αναγκαστικά, σε συνδυασμό με τον επιδιωκόμενο σκοπό αυτού του νόμου, που είναι να εξασφαλίσει στον εκμισθωτή την απολαβή λογικού, τουλάχιστον, μισθώματος (βλ.αιτιολογική έκθεση του ν.2041/1992), προκύπτει ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία για αναπροσαρμογή του ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, ή πρώτη αναπροσαρμογή (δηλ. σε ποσοστό 6% ή 4%, αντίστοιχα επί των άνω προσδιοριζόμενων αξιών) γίνεται με δεδομένα αντικειμενικά, μετά πάροδο διετίας, η οποία υπολογίζεται από δεδομένα αντικειμενικά, μετά πάροδο διετίας, η οποία υπολογίζεται από την έναρξη της μισθώσεως και όχι από την τελευταία αναπροσαρμογή (ΑΠ 195/1996, ΑΠ 328/1996, ΑΠ 349/1996). Προκύπτει, επίσης, ότι το μίσθωμα που θα προκύψει κατ’ εφαρμογή των στοιχείων εξειδίκευσης που εισάγει το άρθρο 8 του 2041/1992, γίνεται απαιτητό από την κοινοποίηση σχετικής έγγραφης οχλήσεως του εκμισθωτή (άρθρο 5 παρ. 5 του ν. 813/1978, όπως αντικ.με το άρθρο 1 του ν. 2041/92), ο οποίος, αν βραδύνει να τη γνωστοποιήσει στο μισθωτή, υφίσταται την οικονομική απώλεια που αντιστοιχεί στο χρόνο της καθυστερήσεως του. Εντεύθεν, έπεται ότι το μίσθωμα αναπροσαρμόζεται αυτόματα από τις παραπάνω χρονικές στιγμές και ότι ο εκμισθωτής με την έγγραφη όχληση, μπορεί να ζητήσει το μίσθωμα στο ύψος που έχει αναπροσαρμοστεί αυτομάτως και στη συνεχεία με τις ετήσιες αυξήσεις στο 75% του τιμαρίθμου (βλ.σχετ. ΑΠ 349/1996 οπ.π). Για τον προσδιορισμό της αντικειμενικής αξίας των μισθίων ακινήτων που υπάγονται στις άνω διατάξεις λαμβάνεται υπόψη η τιμή ζώνης και οι λοιποί αναφερόμενοι σ’ αυτές συντελεστές, όπως καθορίζονται από τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρ. 41 του ν. 1249/1982, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 14 του ν. 1473/1984, κρίσιμος δε χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας, είναι ο χρόνος συντέλεσης της αναπροσαρμογής, ενώ μεταγενέστερης αυξομειώσεις της αξίας δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 349/1996 ο.π, ΑΠ 349/2006 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
4)Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 216, 218, 583, 585 και 933 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχουν περισσότεροι λόγοι, νομικοί ή πραγματικοί, που όλοι μαζί ή καθένας χωριστά αποβλέπουν στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή την ακύρωση της πράξης εκτέλεσης τότε, αν, το δικαστήριο κάνει δεκτό ένα λόγο, και ικανοποιώντας το αίτημα της ανακοπής, ακυρώσει την πράξη, δεν μπορεί να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, οι οποίοι ήδη, μετά την ακύρωση της πράξης είναι χωρίς αντικείμενο (ΑΠ 288/1986). Εξ’ άλλου, κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατά το άρθρο 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται, όταν ο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, επί ανακοπής κατά της εκτέλεσης, η οποία έχει ως αίτημα την ακύρωση μιας πράξης με έναν ή περισσότερους λόγους ή την ακύρωση περισσότερων διαδικαστικών πράξεων για περισσότερους λόγους στηριζόμενους σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά, πρόκειται για αντικειμενική σώρευση περισσοτέρων ανακοπών, που επισύρουν την εφαρμογή των διατάξεων περί αντικειμενικής σώρευσης. Η διάταξη της απόφασης που αποφαίνεται για κάθε συγκεκριμένο λόγο συνιστά ιδιαίτερο κεφάλαιο και μεταβιβάζεται στο Εφετείο μόνο όταν υπάρξει ιδιαίτερος λόγος έφεσης, ως προς το κεφάλαιο αυτό. Όταν όμως η απόφαση που δέχεται έναν από τους περισσότερους λόγους ανακοπής εξαφανισθεί, μετά από άσκηση έφεσης από τον καθού η ανακοπή ( που πλήττει βέβαια την πρωτόδικη απόφαση μόνον ως προς τη διάταξη της για την παραδοχή αυτού του λόγου ανακοπής) το Εφετείο που κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ’ ουσίαν εξετάζει και τους λόγους που δεν ερευνήθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο (ΑΠ 1464/2012, ΑΠ 182/1996, Εφ.Αθ. 5724/2005 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η ανακόπτουσα με τον τρίτο λόγο της ανακοπής ισχυρίσθηκε ότι με την προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης επιβλήθηκε κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας της, η οποία στηρίζεται στις υπ’ αριθ. …………… ατομικές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών, συνολικού ποσού 255.648,65 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων και των προσαυξήσεων, και οι οποίες αφορούν αναπροσαρμογές μισθωμάτων από 1.1.1999 έως και 31.12.2010, οι οποίες (αναπροσαρμογές μισθωμάτων) όμως δεν στηρίζονται σε έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό), δηλαδή ούτε στο από 25.7.1986 μισθωτήριο συμφωνητικό, το οποίο είχε συναφθεί μεταξύ του δικαιοπαρόχου του Ελληνικού Δημοσίου, Μετοχικού Ταμείου Στρατού και του …….., ούτε στο από 28.2.1992 ιδιωτικό συμφωνητικό προσχώρησης στη μισθωτική σχέση της ομόρρυθμης εταιρείας «…………..». Επίσης του καθ’ ού – Ελληνικό Δημόσιο δεν προέβη σε κοινοποίηση έγγραφης όχλησης για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα προκειμένου να ζητήσει τα μηνιαία μισθώματα στο ύψος που έχουν αναπροσαρμοστεί αυτομάτως και στη συνέχεια με τις ετήσιες αυξήσεις στο 75% του τιμαρίθμου, κατά τον διαλαμβανόμενο στο νόμο τρόπο. Επικαλείται δηλαδή η ανακόπτουσα την έλλειψη νόμιμου τίτλου (2 παρ. 2β ν.δ 356/1974) από το οποίο να αποδεικνύεται η οφειλή για την είσπραξη της ως δημοσίου εσόδου. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 2 α ν.δ 356/1974 (ΚΕΔΕ), και, πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας, ………., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 25.7.1986 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού εκμίσθωσε στον ………… τον υπόγειο σταθμό αυτοκινήτων της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Αθήνα επί της συμβολής των οδών … και …., ο οποίος (σταθμός αυτοκινήτων) αποτελείται από τρεις υπόγειους χώρους, συνολικής επιφανείας 3.864 τ.μ ,και εκμισθώθηκε μαζί με τα μηχανήματα, εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό. Η χρονική διάρκεια της μισθώσεως συμφωνήθηκε για δύο έτη από της παραδόσεως του μισθίου, και το μίσθωμα στο ποσό των 1.015.000 δραχμών μηνιαίως. Το μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί ως σταθμός και πλυντήριο αυτοκινήτων, ήτοι επιχειρηματική δραστηριότητα που προστατεύεται από τις διατάξεις του π.δ 34/1995 (αρθρ. 1 παρ. 1α). Στη συνέχεια, με το από 28-2-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό προσχώρησης σε μισθωτική σχέση, υπεισήλθε στην μίσθωση ως συμμισθώτρια η ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………….», η οποία συστάθηκε με το από 23-1-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, ενώ το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.265.000 δραχμών. Με το τελευταίο αυτό ιδιωτικό συμφωνητικό η ένδικη μίσθωση παρατάθηκε μέχρι το έτος 1994 και κατά τα λοιπά αναφέρθηκαν στους όρους του προηγούμενου συμφωνητικού χωρίς να γίνει μνεία ούτε στο πρώτο ούτε στο δεύτερο (συμφωνητικό) για αναπροσαρμογή του μισθώματος. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/30-12.1998 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που μεταγράφηκε νόμιμα, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού μεταβίβασε αιτία πωλήσεως προς το εκκαλούν – καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο ολόκληρη την πολυκατοικία στην οποία βρισκόταν και το μίσθιο και εκχώρησε την μισθωτική σχέση στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο πλέον υπεισήλθε σ’ αυτήν ως εκμισθωτής, ενώ η ανακόπτουσα εξακολουθούσε να ασκεί την συμφωνημένη χρήση του μισθίου, καταβάλλοντας το συμφωνηθέν μίσθωμα στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου για λογαριασμό του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου. Έτσι, το καταβαλλόμενο μίσθωμα κατά την διετία 1991-1994 ανερχόταν, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, στο ποσό των 2.265.000 δραχμών ή 6.647,10€. Επειδή δε δεν είχε συμφωνηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος το δικαιοπάροχο του καθ’ ου η ανακοπή στην 8.4.1994 απέστειλε στην ανακόπτουσα έγγραφη όχληση, επικαλούμενο την διάταξη του άρθρου 1 του ν.2041/1992 που ρύθμιζε τότε θέματα εμπορικών μισθώσεων σχετικά με την αναπροσαρμογή του μισθώματος σε περίπτωση που ελλείπει συμφωνία, η οποία (αναπροσαρμογή) σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη γινόταν κάθε έτος και ανερχόταν σε ποσοστό 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως αυτή είχε καθορισθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, για τους αμέσως προηγούμενους μήνες. Με βάση δε τη διάταξη αυτή ζήτησε από την ανακόπτουσα (ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία) το Μετοχικό Ταμείο Στρατού να καταβάλει μίσθωμα αναπροσαρμοζόμενο κατά ποσοστό 8,1% ,το οποίο διαμορφωνόταν, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω προϋποθέσεις, από 1-3-1994 στο ποσό των 2.448.500 δραχμών, πλέον τέλους χαρτοσήμου από 3,6% και συνολικά στο ποσό των 2.536.646 δραχμών μηνιαίως το οποίο και κατέβαλε η ανακόπτουσας. Ομοίως, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού με το από 27-10-1994 έγγραφό του που κοινοποίησε στην ως άνω εταιρεία – ανακόπτουσα επικαλούμενο τις νέες διατάξεις του νόμου περί εμπορικών μισθώσεων (άρθρο 2 του ν. 2235/1994) και την υπ’ αριθμ. 1067780/82/ΠΟΛ. 1149/9-6-1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθόρισε το ύψος του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 4.733.400 δραχμών και με το από 17-6-1996 έγγραφό του στο ποσό των 6.816.086 δραχμών. Αντίθετα, από το έτος 1995 η ανακόπτουσα κατέβαλε το ποσό των 2.536.646 δραχμών ή 7.444,30 ευρώ ως μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο μετά την έγγραφη από 28-8-1997 όχληση του Μετοχικού Ταμείου Στρατού προς την μισθώτρια αναπροσαρμόσθηκε από 1-3-1997 στο ποσό των 2.570.925 δραχμών, πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% και συνολικά 2.663.478 δραχμές. Από το έτος δε 1998 και μεταγενέστερα η μισθώτρια κατέβαλε ως μίσθωμα το ποσό των 2.750.925 δραχμών μηνιαίως ή 7544 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου από 3,6%. Μετά την μεταβίβαση της κυριότητας του μισθίου ακινήτου στο καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, η μισθώτρια παρακατέθεσε το μίσθωμα, μετά από συμφωνία, στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, χωρίς έκτοτε να οχληθεί εγγράφως περί αναπροσαρμογής του μισθώματος. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην ένδικη μίσθωση που είναι εμπορική και που είχε υπαχθεί στις προστατευτικές διατάξεις του π.δ 34/1995, όπως αυτές ίσχυαν εκάστοτε, μετά την λήξη της συμβατικής και νόμιμης διάρκειας της (16 έτη) κατέστη αορίστου χρόνου με τις προϋποθέσεις του άρθρου 611 Α.Κ, μη υπαγόμενη πλέον ως προς τη διάρκεια και τη λήξη της στις ρυθμίσεις του π.δ 34/1995. Η μίσθωση αυτή ισχύει, αφού δεν αποδείχθηκε αντίθετη συμφωνία των μερών, με τους όρους της παλαιάς μισθώσεως, εξακολουθεί να διέπεται από το π.δ 34/1995, εκτός από τις διατάξεις που αφορούν στην διάρκειά της και συνεπώς εφαρμόζονται και αυτές που αφορούν στην αναπροσαρμογή του μισθώματος (βλ. Ι. Κατρά «Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας εκδ. 2009, σελ. 418-419). Παρότι όμως δεν οχλήθηκε η ανακόπτουσα (της υπό κρίση ανακοπής) καθόλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 έως 31.12.2010 η «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ», στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος η ΕΤΑΔ ΑΕ (τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή), απέστειλε σε αυτή (ανακόπτουσα) τους υπ’ αριθ. ………… χρηματικούς καταλόγους, ενώ η Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών απέστειλε τις υπ’ αριθ. …………. ατομικές ταμειακές βεβαιώσεις για οφειλόμενα μισθώματα λόγω αναπροσαρμογής για το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2010, ποσού, συνολικά 255.648,55 ευρώ. Όπως και στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκε, η αναπροσαρμογή του μισθώματος, όταν δεν υπάρχει συμφωνία, όπως στην ένδικη περίπτωση, γίνεται με βάση τις παραπάνω διατάξεις του π.δ 34/1995 αυτόματα μια φορά και δη μετά τη συμπλήρωση της διετίας από της ενάρξεως της μισθώσεως, και στη συνέχεια χωρεί, κάθε έτος με βάρη τη μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή. Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 5 του άρθρου 7 του π.δ 34.1995 το κατά τον ως άνω τρόπο αναπροσαρμοζόμενο ετησίως μίσθωμα καθίσταται απαιτητό από την κοινοποίηση, κατά ρητή επιταγή του νόμου, εγγράφου οχλήσεως του εκμισθωτή προς τον μισθωτή, στην οποία πρέπει να περιέχεται και πρόσκλησή του να καταβάλει πλέον το αναπροσαρμοσθέν μίσθωμα που προσδιορίζεται κατά πος΄σ’ αυτήν, διότι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν κοινοποιήσει έγγραφη όχληση ή βραδύνει να κοινοποιήσει τέτοια, υφίσταται ο (εκμισθωτής) την οικονομική απώλεια από τα μισθώματα που αντιστοιχούν στον χρόνο καθυστερήσεώς του. Το καθ’ ου η ανακοπή – Ελληνικό Δημόσιο, δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει τέτοιες έγγραφες οχλήσεις για την ένδικη περίοδο από 1.1.1999 έως 31.12.2010 και συνεπώς, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για τη γέννηση του δικαιώματος του εκκαλούντος περί αναπροσαρμογής του μισθώματος, δεν υφίσταται τέτοια αξίωση κατά της ανακόπτουσας που να θεμελιώσει νόμιμο τίτλο για την είσπραξη του αιτουμένου ποσού – δημοσίου εσόδου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το καθ’ ου – Ελληνικό Δημόσιο, και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν ο τρίτος λόγος της ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο πόρισμα και έκανε δεκτή την ανακοπή, ακύρωσε δε στη συνέχεια την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/14.12.2011 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……… και τις υπ’ αριθ. …………. ατομικές βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών συνολικού ποσού διακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (255.648,65), ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα όσα δεν αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με τον τρίτο και τέταρτο β, λόγους της εφέσεώς του πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμα. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο τέταρτος Α λόγος αυτής (εφέσεως), διότι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό τον τρίτο λόγο της ανακοπής και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες ως άνω πράξεις, δεν μπορούσε, όπως αναφέρεται και στην μείζονα σκέψη (με αριθ.3), να προχωρήσει στην έρευνα των λοιπών λόγων, οι οποίοι, μετά την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, κατέστησαν χωρίς αντικείμενο, έρευνα στην οποία δεν προβαίνει και το Δικαστήριο τούτο το οποίο δεν εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρ. 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 ν.3693/1957, όπως ειδικότερα καθορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 28.12.2015 (αριθ.καταθ. …../2015) έφεση κατά της με αριθμ. 1484/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη καθόσον στρέφεται κατά της εταιρείας με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε», η οποία υποκατέστησε την ανώνυμη εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ Α.Ε».
Καταδικάζει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη του δευτέρου των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.
Απορρίπτει την από 28.12.2015 (αριθ.καταθ. …/2015) έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, καθόσον στρέφεται κατά της ……………..
Καταδικάζει το εκκαλούν – καθ’ ου η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας Ν.Σ.Κ. του εκκαλούντος και των πληρεξουσίων δικηγόρων των εφεσιβλήτων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ