Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 63/2021

Αριθμός     63/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 17.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 έφεση κατά της με αριθμό 606/19.2.2019 εκκαλουμένης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό ……./6.3.2018 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα, εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της, αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια και επιπλέον το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη Γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 17.2.2020 (άρθρα 495,496,498,511,513,516 § 1,517 εδαφ.α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ). Αυτή αρµοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 (εκ περισσού έχει κατατεθεί το με αριθμό …………/2020 ηλεκτρονικό παράβολο ύψους 100 ευρώ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………/6.3.2018 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε εκθέτει ότι δυνάµει άτυπης (προφορικής) σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατάρτισε µε την εναγοµένη και ήδη εκκαλούσα ναυτική εταιρία στις 29.4.2011, στον Πειραιά, προσλήφθηκε προκειµένου να εργαστεί ως ηλεκτροσυγκολλητής κατά την επισκευή του πλοίου «Ε/Γ Ν», και ότι αμειβόταν σύµφωνα µε τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ε των εργαζοµένων στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Πειραιά, Αττικής και Νήσων. Ότι για το λόγο αυτό µετέβη αυθηµερόν στην Κω, όπου εργάσθηκε µε την παραπάνω ειδικότητα, από Δευτέρα έως Κυριακή, επί δέκα ώρες κάθε µέρα (από ώρα 7.00 έως 17.00) αντί ωρομισθίου το οποίο είχε συμφωνηθεί στα τριάντα (30) ευρώ. Ότι με τη με αριθμό 5000/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία έχει καταστεί τελεσίδικη, αναγνωρίσθηκε ότι πράγματι συνδεόταν µε την ήδη εκκαλούσα µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας και ότι πράγματι η συµφωνηθείσα αµοιβή του ήταν τριάντα (30) ευρώ ανά ώρα. Ότι ακολούθως η εδώ εκκαλούσα του οφείλει για δεδουλευµένες αποδοχές για το χρονικό διάστηµα εργασίας του από 29-04-2011 έως 20-06-2012, συνολικό χρηµατικό ποσό 31.378 ευρώ στο οποίο συμπεριλαμβάνονται η αναλογία αποζημιώσεως μη ληφθείσας αδείας και τα επιδόματα αδείας και εορτών ετών 2011 και 2012. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, ο ήδη εφεσίβλητος αιτήθηκε να υποχρεωθεί η ήδη εκκαλούσα να του καταβάλει με προσωρινά το ανωτέρω ποσό, µε το νόµιµο τόκο από την εποµένη της επίδοσης της κρινοµένης αγωγής µέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών με βάση τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 παρ. 2 και 25 παρ.2, 591, και 621 ΚΠολΔ, και αφού την έκρινε ορισμένη και νόμιμη με έρεισμα στα άρθρα 361, 648 επ. ΑΚ, 322 Κ.Πολ.Δ, τη δέχθηκε κατά ένα μέρος στην ουσία της και ακολούθως υποχρέωσε την ήδη εκκαλούσα με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να καταβάλει στον εφεσίβλητο το ποσό των 2.006 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα εναγομένη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων με τα δύο σκέλη του μοναδικού λόγου εφέσεως, τα οποία άπτονται της παραγραφής της αξίωσης του εφεσιβλήτου, και ζητεί για τους παραπάνω λόγους την παραδοχή της κρινόμενης εφέσεως, προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α` ΑΚ “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά 20 χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”. Η νέα αυτή εικοσαετής παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξιώσεως που δεν έχει υποκύψει στη, μέχρι της τελεσιδικίας, ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (Ολ.ΑΠ 24/2003, ΑΠ 274/2019, ΑΠ 2039/2013, ΑΠ 317/2013 δημ. νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ έφεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, η ύπαρξη του οποίου, όπως συνάγεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 534 και 536 ΚΠολΔ κρίνεται όχι από το αιτιολογικό αλλά από το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης. Κριτήριο για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί η βλάβη του εκκαλούντος, η οποία πρέπει να προκύπτει αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο. Οι εσφαλμένες αιτιολογίες της απόφασης, οι οποίες δεν απολήγουν σε βλάβη του διαδίκου με αντίστοιχες προς αυτές διατάξεις, που περιέχονται στο διατακτικό της απόφασης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο έφεσης για το λόγο ότι είναι εσφαλμένες ή ασύμφορες γι` αυτόν ή μη ορθές νομικώς, καθόσον το ουσιώδες της απόφασης είναι οι διατάξεις και όχι οι αιτιολογίες αυτής, το δε δικαστήριο που δικάζει την έφεση μπορεί να την απορρίψει και να προσθέσει άλλες αιτιολογίες (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατ` εξαίρεση, βλάβη μπορεί να γεννάται από τις δυσμενείς αιτιολογίες, όταν από αυτές ιδρύεται δεδικασμένο, οπότε και υπάρχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης και από τον διάδικο που νίκησε, προς αποτροπή αυτού (ΑΠ 920/2013, ΑΠ 1182/2012 δημ. νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 332, 324 και 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο καλύπτει ως ενιαίο σύνολο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης. Ειδικότερα καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε στην έννομη σχέση που αναγνωρίστηκε, β) τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη νόμου που εφάρμοσε και γ) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ακόμη ότι το δεδικασμένο προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της, ή το υπερέβη, ή απομακρύνθηκε από αυτό, διότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένες αποφάσεις (ΑΠ 1069/2006, ΑΠ 369/2004, ΑΠ 298/2004 δημ. νόμος). Να σημειωθεί ότι όταν μια αγωγή απορρίπτεται ως αναπόδεικτη, το δεδικασμένο καλύπτει ενιαίως ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό. Πρόβλημα όμως δημιουργείται όταν το δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνον στο να αρνηθεί τη συνδρομή ορισμένου ή ορισμένων στοιχείων που θεμελιώνουν την αγωγή αλλά δέχεται συγχρόνως ότι απεδείχθη η ύπαρξη άλλων. Σε αυτές τις περιπτώσεις το δεδικασμένο καλύπτει και τα στοιχεία της αγωγής που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα, αφού το ζήτημα αυτό θα έχει πρακτική σημασία  στο τι θα καταστεί αντικείμενο έρευνας στην περίπτωση άσκησης νέας αγωγής (βλ. ΟλΑΠ 15/1998 δημ. νομος). Υποστηρίζονται και οι δύο απόψεις, κρατούσα όμως είναι μάλλον ή γνώμη, ότι δεν υπάρχει δεδικασμένον περί των περιστατικών τα οποία κρίθηκαν ως αποδεδειγμένα διότι ταύτα δεν είναι στοιχεία στηρίζοντα το διατακτικό της απορριπτικής απόφασης. Η αντίθετη άποψη θεωρεί στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβεβλημένη την επέκταση του δεδικασμένου με βάση την αρχή της ισότητας των διαδίκων. Ορθότερη φαίνεται η κρατούσα άποψη, διότι τα διάφορα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου είναι από άποψη θεμελιώσεως της αγωγής ισοδύναμα υπό την έννοια ότι η μη απόδειξη κάποιου εξ αυτών (αδιάφορο ποιού) συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής στην ουσία. Τυχόν κρίση ότι αποδεικνύονται άλλα στοιχεία του κανόνα δικαίου βρίσκεται εκτός της ιστορικής αιτίας και δεν ανήκει οργανικά στον δικανικό συλλογισμό, διότι αυτά δεν είναι αναγκαία για το απορριπτικό διατακτικό. Συνεπώς δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο και είναι αδιάφορο αν το αποδεικνυόμενο στοιχείο αποτελεί πραγματικό περιστατικό ή έννομη σχέση. Το άρθρο 331 του ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι επί απορρίψεως της αγωγής ως αναπόδεικτου το κύριο ζήτημα είναι η μη ύπαρξη του επικληθέντος δικαιώματος, για την κρίση δε αυτή δεν είναι αναγκαία η διάγνωση περί συνδρομής ορισμένων από τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου, αλλά μόνον ή διάγνωση περί μή συνδρομής (η ορθότερα περί μη αποδείξεως) τινών η έστω και ενός από αυτά. Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι κατά τη δομή του κανόνα δικαίου κάποια στοιχεία του πραγματικού θεμελιώνονται επί άλλων με τρόπο ώστε η κρίση της ύπαρξης η μη των τελευταίων να προϋποθέτει αναγκαία την κατάφαση των πρώτων. Αν μεταφερόταν η άποψη αυτή στο δικονομική δίκαιο θα σήμαινε ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει την αγωγή για έλλειψη του αποτελούντος στοιχείου αν δεν πειθόταν προηγουμένως για την ύπαρξη του στοιχείου στο οποίο αυτό βασίζεται και έτσι θα καθιερωνόταν ιεράρχηση των στοιχείων που θεμελιώνουν το δικαίωμα με τέτοιο τρόπο ώστε κάποια θα έπρεπε υποχρεωτικά να ερευνηθούν πριν από κάποια άλλα. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι ορθό. Επί απόρριψης  της αγωγής ουδεμία δικονομική ή άλλη αρχή επιβάλλει την τήρηση σειράς προτεραιότητος κατά την έρευνα των κατ’ιδίαν προϋποθέσεων του δικαιώματος. Όλοι οι όροι γέννησης και άσκησης του δικαιώματος είναι ισοδύναμοι και ένας αν λείπει η αγωγή απορρίπτεται κατ’ουσία και είναι αδιάφορη η συνδρομή ενός εκ των λοιπών και αυτό συμπορεύεται και με την αρχή της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης (Βλ. Κονδύλη το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ 1983, 243επ.).

Η εκκαλούσα ναυτική εταιρία παραπονείται ειδικότερα με το πρώτο σκέλος του λόγου εφέσεως της για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ένσταση παραγραφής, που αυτή προέβαλε προς απόρριψη της από 6-3-2018 με ΓΑΚ ……/2018 και ΕΑΚ ……/2018 αγωγής που κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ότι ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι προσελήφθη από αυτήν στον Πειραιά στις 29-4-2011 ως ελασµατουργός δυνάµει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας µε αµοιβή 30 ευρώ την ώρα και παρέσχε υπηρεσίες για την επισκευή του τουριστικού µας πλοίου «Ν» (Ν.Π. …..) από το µήνα Απρίλιο 2011 έως και το µήνα Μάιο 2011, το µήνα Δεκέµβριο 2011 και από το µήνα Απρίλιο 2012 µέχρι µήνα lούνιο 2012, ότι σύμφωνα με το άρθρο 655 Α.Κ. αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή εργασίας και σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη, το Δώρο Χριστουγέννων γίνεται απαιτητό την 31/12 του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου γεννιέται η υποχρέωση καταβολής του και το Δώρο Πάσχα την 30/4 του ημερολογιακού έτους εντός και πάλι του οποίου γεννήθηκε η υποχρέωση καταβολής του και ότι οι αποδοχές της άδειας και το Επίδομα άδειας καταβάλλονται πριν από τη χορήγηση της άδειας και σε περίπτωση μη χορηγήσεως της, την 31 η Δεκεμβρίου. Ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 250 αρ. 6 και 17 Α.Κ. όλες οι αξιώσεις του ήδη εφεσιβλήτου έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή αφού η καταβολή των δεδουλευμένων συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, ξεκίνησε την 31/12/2011 και έληξε την 31/12/2017, δηλαδή πριν ασκηθεί στις 6-3-2018 η αγωγή που επιδόθηκε την 8-3-2018 και η οποία έτσι ουδεμία παραγραφή διέκοψε. Ο λόγος αυτός εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι η σχέση εργασίας του εφεσιβλήτου αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης με αριθμό 5000/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ότι συνεπώς η αξίωση του εφεσιβλήτου υπαγόταν πλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ σε εικοσαετή παραγραφή και ακολούθως απορρίφθηκε η ένσταση περί πενταετούς παραγραφής που πρότεινε η εκκαλούσα. Επομένως το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο.

Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη δεν εκτίμησε σωστά το αποδεικτικό υλικό και εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο, αφού δέχθηκε ότι η σχέση εργασίας του εφεσιβλήτου αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης με αριθμό 5000/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της με αριθμό ……/2014-…../2014 αγωγής του εδώ εφεσιβλήτου, η οποία της επιδόθηκε την 5-1-2018 αλλά επί της οποίας δεν ασκήθηκε από μέρους της έφεση, και ότι λόγω της τελεσιδικίας της προαναφερόμενης απόφασης κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι είχε βεβαιωθεί με ισχύ δεδικασμένου η αξίωση του εδώ εφεσιβλήτου εκ της εργασιακής του συμβάσεως και επομένως η αξίωση του αυτή, υπαγόταν πλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ σε εικοσαετή παραγραφή. Παραπονείται δε ότι εσφαλμένα κρίθηκε έτσι από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο εσφαλμένα εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 268 του ΑΚ, διότι η προαναφερόμενη με αριθμό ……./2014-……/2014 αγωγή δεν στηριζόταν στην ίδια νομική και ιστορική αιτία με την εδώ κρινόμενη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αγωγή, καθώς με την πρώτη αγωγή του ο εφεσίβλητος ιστορούσε ότι κατά την πρόσληψη του από την εκκαλούσα δεν είχε συμφωνήσει αμοιβή, αλλά ότι αυτή διεπόταν από την ισχύουσα ΣΣΕ των εργαζομένων στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Πειραιά, Αττικής και Νήσων, και ότι συνεπώς λογιζόταν ότι έχει συμφωνηθεί σιωπηρά τέτοια (ιστορική αιτία) και ότι επομένως επιχείρησε να θεμελιώσει την υποχρέωση καταβολής της άνω αμοιβής στις διατάξεις της άνω ΣΣΕ και σε αυτή του άρθρου 649 Α.Κ. (νομική αιτία), υπολογίζοντας τα κονδύλια της αγωγής με βάση τις διατάξεις της άνω ΣΣΕ αιτούμενος περαιτέρω κονδύλια υπερωριακής αμοιβής. Ότι στη δεύτερη όμως αγωγή του επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ο ήδη εφεσίβλητος εξέθεσε ότι συμφωνήθηκε αμοιβή (ιστορική αιτία) με θεμελίωση της υποχρέωσης καταβολής στη διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ. (νομική αιτία) και ότι συνεπώς η δεύτερη αγωγή δεν συνιστούσε επανέγερση της πρώτης και ότι περαιτέρω δεν παρήχθη δεδικασμένο υπέρ του εφεσιβλήτου από τη με αριθμό 5000/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για τις αξιώσεις που διεκδίκησε με τη δεύτερη αγωγή και ότι λόγω των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση παραγραφής που αυτής (η εκκαλούσα) πρότεινε στον πρώτο βαθμό. Και αυτό το σκέλος του λόγου εφέσεως εμπεριέχει εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς με την εκκαλουμένη απόφαση δεν έγινε δεκτό ότι η αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση έγινε εντός της πενταετίας, αλλά ότι λόγω της τελεσιδικίας της με αριθμό 5000/17 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η παραγραφή της αξίωσης του εδώ εφεσιβλήτου εκ της εργασιακής του σχέσης κατέστη εικοσαετής. Επιπλέον η εκκαλούσα αλυσιτελώς αναφέρεται στην ιστορική και νομική βάση της προηγούμενης αγωγής, καθώς όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας από τις διατάξεις των άρθρων 332, 324 και 331 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι δεδικασμένο προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της, ή το υπερέβη, ή απομακρύνθηκε από αυτό, διότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένες αποφάσεις. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, κατά την ορθότερη άποψη που υποστηρίζεται με επιχειρήματα, τουλάχιστον θεωρητικά, δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της σύμβασης εργασίας του εφεσιβλήτου μετά την τελεσιδικία της απορριπτικής με αριθμό 5000/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν υφίσταται. Είναι αδιάφορο το γεγονός ότι το προαναφερόμενο Δικαστήριο για να αποφανθεί ότι δεν υφίστατο συμφωνία των διαδίκων μερών ως προς την εφαρμογή ή μη συγκεκριμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, έκρινε προηγουμένως ότι μεταξύ των διαδίκων μερών καταρτίστηκε σύμβαση εργασίας, διότι η κρίση αυτή δεν συνδέθηκε με το απορριπτικό εν τέλει διατακτικό της απόφασης. Μάλιστα εάν η εδώ εκκαλούσα επιχειρούσε να ασκήσει έφεση σύμφωνα με το άρθρο 516 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αυτή θα απορρίπτονταν ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως της διαδικαστικής προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, καθώς κατά την έφεση ελέγχονται διατάξεις και όχι αιτιολογίες. Κρίνοντας επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίστατο δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της σχέσεως εργασίας του εφεσιβλήτου και ακολούθως εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 268 του ΑΚ, εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις του νόμου περί δεδικασμένου και ακολούθως κατά παραδοχή του δευτέρου σκέλους του μοναδικού λόγου εφέσεως ως βάσιμου κατ’ουσίαν θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμό 606/19.2.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό ………/6.3.2018 αγωγής. Ακολούθως πρέπει να κρατήσει το παρόν δικαστήριο την παραπάνω αγωγή και να αναδικάσει την υπόθεση στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και ακολούθως να απορρίψει στο σύνολο της την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 και 183 του ΚΠολΔ) ενώ δεν θα γίνει λόγος για το αχρεωστήτως καταβληθέν παράβολο εφέσεως αφού σχετικό νόμιμο αίτημα για την επιστροφή του δεν υποβλήθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 17.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 έφεση κατά της με αριθμό 606/19.2.2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό …………/6.3.2018 αγωγής κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών,

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση

Εξαφανίζει τη με αριθμό με αριθμό 606/19.2.2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί την υπόθεση και Αναδικάζει επί της με αριθμό ……../6.3.2018 αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  28 Ιανουαρίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ