Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 70/2021

Αριθμός  70/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12.11.2018 (αριθ.καταθ. …../13.11.2018) έφεση κατά της με αριθ. 4032/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριών ετών από τη δημοσίευση της απόφασης του περάτωσε τη δίκη (11.11.2015), εφόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1Β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 όπως ισχύει πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, διότι εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν την 1.1.2016 (Ολ. ΑΠ 10/2018, ΑΠ 712/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου, ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται να κατατεθεί από τον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, δεδομένου ότι απαλλάσσεται της καταβολής αυτού (παραβόλου), λόγω της παροχής σε αυτόν (εκκαλούντα) νομικής βοήθειας του άρθρου 9 του Ν. 3226/2004, σύμφωνα με την με αριθ. 32/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ΑΠ 1073/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Με την από 21.3.2013 (αριθ.καταθ. ……/2013) αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι είναι ασφαλιστική εταιρεία και ο νόμιμος καταστατικός σκοπός της είναι η εκπροσώπηση ημεδαπών ή και αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών ή και αντασφαλιστικών εταιρειών και ότι από το έτος 2019 εκπροσωπεί στην Ελλάδα την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “…………”. Ότι με την από Οκτωβρίου 2010 έγγραφη σύμβαση πρακτορείας, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του εναγομένου, ο τελευταίος ανέλαβε να διαμεσολαβεί αντί προμηθείας για την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους και εισπράττει για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας τα ασφάλιστρα των συναπτομένων συμβάσεων. Ότι, κατά την ως άνω σύμβαση, τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο εναγόμενος, όσον αφορά τις ασφαλιστικές συμβάσεις που θα καταρτίζονταν με τη διαμεσολάβησή του, θεωρούνταν παρακαταθήκη και ο τελευταίος που είχε την υποχρέωση να τα αποδίδει ευθυνόταν ως θεματοφύλακας. Ότι η ενάγουσα εξέδιδε ανά μήνα αναλυτικό κατά κλάδο παραγωγής λογαριασμό στον οποίο αποτυπώνονταν τα  ασφάλιστρα (μεικτά/καθαρά), το ποσό προμηθείας αυτού (εναγομένου) και το χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο αποτελούσε το πληρωτέο ποσό, που όφειλε να της καταβάλει ο εναγόμενος για τη χρήση του συγκεκριμένου μήνα και ότι για το σύνολο των οικονομικών συναλλαγών τηρούνταν από αυτή (ενάγουσα) απλός δοσοληπτικός λογαριασμός στον οποίο αποτυπώνονταν με λεπτομέρεια όλες οι ως άνω συναλλαγές. Ότι από την παραπάνω λειτουργία της συμβάσεως από 1.10.2010 έως και 30.6.2011 δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του εναγομένου προς απόδοση ασφαλίστρων ανερχόμενων σε 602.421,73 ευρώ, τα οποία ενεργώντας δολίως παράνομα και αντισυμβατικά παρακράτησε και τα οποία παραραθέτει σε καταστάσεις που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της ένδικης αγωγής, μαζί με τους αριθμούς των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που εξέδωσε ο εναγόμενος, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, τη χρονική διάρκεια της ασφάλισης και τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά, τα οποία μετά από άθροιση των επί μέρους ποσών ανέρχονται, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο ως άνω οφειλόμενο ποσό. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, βάσει των διατάξεων της σύμβασης και των περί αδικοπραξιών (διατάξεων), να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει, με απόφαση κηρυσσόμενη προσωρινά εκτελεστή, το ανωτέρω ποσό των 602.421,73 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω της αδικοπραξίας, η προσωπικό του κράτηση χρονικής διάρκειας μέχρι ενός έτους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθ. 4032/2015 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 341, 346, 361, 713, 719, 822, 914 ΑΚ, σε συνδ.με άρθ. 375 ΠΚ, 1, 2 και 4 του ν.1596/1985, 1 και 3 του π.δ 298/1986, 907, 908, 1047, 176 Κ.Πολ.Δ, δέχτηκε αυτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 602.421,73 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 100.000 ευρώ, διέταξε σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και τέλος καταδίκασε τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία όρισε σε 1.100 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεση του ο ηττηθείς εναγόμενος, με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, ως προς τα αιτήματα, που απορρίφθηκαν και αφορούν το ορισμένο της αγωγής καταβολής ασφαλίστρων, την ένσταση εικονικότητας εκ του άρθρου 138 ΑΚ, καθώς, και την απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμων των ισχυρισμών του και αιτημάτων, οι οποίοι κατά τη συνολική εκτίμηση τους ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση προκειμένου να απορριφθεί η από 21.3.2013 αγωγή της ενάγουσας ήδη εφεσιβλήτου σε βάρος του.

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, “η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ)ορισμένο αίτημα”. Ουσιώδες και απαραίτητα στοιχείο της αγωγής είναι η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών περιστατικών από τα οποία, κατά τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου (και δη από την εφαρμοστέα νομική διάταξη), πηγάζει το επίδικο δικαίωμα και η υπό του ενάγοντος επικαλούμενη έννομη συνέπεια. Η αναγραφή δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανό και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και μάλιστα με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύσουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα,  αφενός μεν το Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής, αφετέρου δε ο εναγόμενος να αμυνθεί κατά της θεμελιουμένης επ’ αυτών αγωγικής αξιώσεως. Εξάλλου, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα άνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά νόμο, θεμελιώνουν το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Αν τα γεγονότα αυτά δεν αναφέρονται ή αναφέρονται με ασάφειες και ελλείψεις, η αγωγή είναι αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 314/2009, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1056/2006 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑθ 3095/2009).

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του ν. 1596/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 11 του ν.2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Το δικαίωμα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου. Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου εκδόθηκε το π.δ 298/1986 (δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται: Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής  επικράτειας στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, παρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόεδρος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ιδίου ως άνω π.δ ορίζεται: ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί κατά το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (βλ.Εφ.Αθ. 189/2009 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Αθ. 313/2005, ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Πειρ. 440/2009 ΤΝΠ Νόμος).

Κατά το άρθρο 38 παρ. 3 του κωδικοποιημένου με το π.δ 237/1986 ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”, “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης στον κλάδο ασφάλισης της αστικής ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, σύμφωνα προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να ακυρώσει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που έχει εκδόσει, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 11, και να επιστρέψει στους ασφαλισμένους τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα αυτών των ασφαλιστηρίων, αφαιρώντας από αυτά ποσοστό 25%.

Σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη, η επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων προς τους ασφαλισμένους που έχουν ήδη καταβάλλει αυτό, σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, πρέπει να λάβει χώρα από την ασφαλιστική εταιρία, είτε τα ασφάλιστρα αυτά έχουν εισπραχθεί από την ασφαλιστική εταιρία είτε παρακρατούνται ακόμη από τους ασφαλιστικούς πράκτορες, καθόσον η ασφαλιστική εταιρία είναι υπεύθυνη για την επιστροφή αυτή, σύμφωνα με τις περί αντιπροσωπείας διατάξεις του Αστικού Κώδικα, αφού οι ασφαλιστικοί πράκτορες είναι άμεσοι αντιπρόσωποί τους (άρθρο 211 ΑΚ). Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι διαφορετικό από αυτό, αν δηλαδή ήθελε να εξαρτήσει την επιστροφή των μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων προς τους ασφαλισμένους από την είσπραξη τους και εν συνεχεία την απόδοση τους από τους πράκτορες στην εταιρία, θα όριζε τούτο ρητώς (βλ.σχετικά την υπ’ αριθμ. 565/1997 γνωμοδότηση ΝΣΚ).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως,  που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του δεδομένου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδ.α΄ και 221 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως είναι όχι μόνο διαδικαστική πράξη αλλά και οιονεί δικαιοπραξία οχλήσεως, ενέχουσα πρόσκληση από τον δανειστή προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής. Έτσι, η επίδοση της αγωγής, ανεξάρτητα  από το ότι αποτελεί διαδικαστική πράξη συνεπαγόμενη την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους χωρίς υπερημερία του εναγόμενου (άρθρο 346 ΑΚ) είναι και όχληση καθιστώσα τον οφειλέτη υπερήμερο και υπόχρεο να πληρώσει τον νόμιμο τόκο υπερημερίας (ΑΚ 340). Η υποχρέωση αυτή δεν είναι συνέπεια της ασκήσεως της αγωγής, αλλά της όχλησης, η οποία, και όταν ασκείται με την αγωγή, δεν αποβάλλει την αυτοτέλεια της. Η κατά τα άρθρα 294, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, καθώς και ο κατά το άρθρο 223 και 224 Κ.Πολ.Δ γενόμενος με τις προτάσεις του περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της σε αναγνωριστικό επιφέρουν την ανατροπή εξ υπαρχής μόνον των αποτελεσμάτων που επήλθε με και από την άσκηση της αγωγής, χωρίς να επηρεάζουν τον χαρακτήρα της επιδόσεως της ως οχλήσεως δημιουργικής υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής των αντίστοιχων τόκων σύμφωνα με το άρθρο 345 ΑΚ (Ολ ΑΠ 13/1994, ΑΠ 1126/2010, ΤΝΠ Νόμος).

Από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, απαιτείται  παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου, υπαιτιότητα με τη μορφή της αμέλειας ή του δόλου, επέλευση ζημίας και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας, ο οποίος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συμπεριφορά του δράστη ήταν αντικειμενικώς ικανή να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου. Υπαίτια δε είναι η συμπεριφορά στην περίπτωση του άμεσου δόλου (πρόθεσης), όταν ο υπαίτιος επιδιώκει (θέλει) την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 17/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 132/2010 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Αθ. 691/2011, Εφ.Αθ. 1932/2011, Εφ.Αθ. 162/2010, Εφ.Πειρ. 613/2009, Εφ.Αθ. 189/2009, Εφ.Πειρ. 422/2007 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω στη μείζονα σκέψη, η ένδικη αγωγή, ασκηθείσα κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθ. 215 Κ.Πολ.Δ), κατά το μέρος που αφορά την επικαλούμενη ενδοσυμβατική ευθύνη του εναγομένου, που περιέχει: α0 σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά νόμο θεμελιώνουν αυτήν και δικαιολογούν την άσκηση κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ)ορισμένο αίτημα, είναι νόμιμη (άρθρα 340 επ., 346, 713, 719, 822 επ., 2 ν. 1569/1985, 3 παρ. 1-3 π.δ 298/1986, 216 Κ.Πολ.Δ) και θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσον αφορά την ως άνω επικαλούμενη νόμιμη βάση της εξειδικεύονται σε αυτή (αγωγή) τα προσδιοριστικά στοιχεία κάθε ανείσπρακτου συμβολαίου και δη ως προς το είδος ασφάλισης, τον αριθμό συμβολαίου, την απόδειξη είσπραξης ασφαλίστρων, το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου πελάτη, την ημερομηνία έναρξης και λήξης της ασφαλιστικής σύμβασης, το ποσό των οφειλομένων ασφαλίστρων καθώς και το ποσό  της δικαιούμενης προμήθειας. Ενόψει αυτού, ο σχετικός ισχυρισμός περί αοριστίας της αγωγής κατά το μέρος που αφορά την ενδοσυμβατική ευθύνη, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, στην ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που αφορά την επικαλούμενη ευθύνη από αδικοπραξία, ιστορούνται τα αναγκαία για τη θεμελίωση της πραγματικά περιστατικά: α)ξένα εν όλω κινητά πράγματα, εν προκειμένω τα αναφερόμενα λεπτομερώς ασφάλιστρα επί των οποίων ο ίδιος (εναγόμενος – εντολοδόχος) δεν έχει εν όλω την κυριότητα, β)τα ασφάλιστρα περιήλθαν στην κατοχή του από την εκτέλεση της εντολής, γ)ενσωμάτωση των ασφαλίστρων κατά το αιτούμενο χρηματικό ποσό χωρίς να του παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από το νόμο και δ) δόλια προαίρεση αυτού (εναγομένου), που περιλαμβάνει την συνείδηση ότι το αιτούμενο προς απόδοση του άνω ποσού ασφαλίστρων είναι ξένο και στην άρνηση αποδόσεως αυτών που εκδηλώνεται με τις ιστορούμενες σε αυτή (αγωγή) ενέργειες και συμπεριφορά οι οποίες εξωτερικεύουν τη θέλησή του να ενσωματώσει το ως άνω χρηματικό ποσό στην περιουσία του. Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που αφορά την επικαλούμενη ευθύνη από αδικοπραξία, είναι ορισμένη, αφού εκτίθενται τα αναγκαία και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά των διατάξεων των άρθρων 713, 719, 914 ΑΚ και 375 ΠΚ (ΑΠ 1646/2005, Εφ.Πειρ. 613/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ), και επομένως ο σχετικός λόγος (έκτος) της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 138 εδ.α ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δήλωση των δικαιοπρακτούντων είναι προσχηματική και δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Οι επιδιώξεις των δικαιοπρακτούντων και τα ειδικότερα κίνητρα που τους ώθησαν να καταρτίσουν εικονική δικαιοπραξία δεν αποτελούν στοιχεία που πρέπει να αποδεικνύονται, προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί ότι η δικαιοπραξία είναι εικονική, ενδεχομένως δε να αποτελέσουν επιχειρήματα τα οποία υποβοηθούν το δικαστήριο να συναγάγει το αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με το αν η δήλωση των δικαιοπρακτούντων ήταν φαινομενική ή σοβαρή (ΑΠ 1247/2003). Τέλος κατά το άρθρο 393 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 38 Ν. 3994/2011, δεν επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου, έστω και αν η αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, είναι μικρότερη του ποσού των δύο εκατομμυρίων δραχμών ή 5.869,405 ευρώ, κατά δε το άρθρο 164 ΑΚ ο οριζόμενος για την δικαιοπραξία από τον νόμο τύπος, απαιτείται και για τις τροποποιήσεις της. Η εικονικότητα όμως της δικαιοπραξίας και η ύπαρξη άλλης ισχυρής δικαιοπραξίας, που καλύπτεται κάτω από αυτήν, μπορεί να αποδειχθεί με τα επιτρεπόμενα, κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δικ., αποδεικτικά μέσα, διότι δεν πρόκειται για τροποποίηση της δικαιοπραξίας κατά το περιεχόμενο της που καθορίσθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη δεδομένου ότι η απόδειξη της εικονικότητας, δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας το οποίο αναγνωρίζεται όπως έχει εξωτερικώς, αλλά κατά του κύρους της περιεχόμενης σε αυτήν πράξεως, η οποία έγινε χωρίς πρόθεση παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων ή παραγωγής διαφορετικών αποτελεσμάτων από την φαινόμενη δικαιοπραξία (ΑΠ 26/2003, ΑΠ 342/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σε περίπτωση αδικοπραξίας παρέχεται η δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο της ουσίας να διατάξει προσωπική κράτηση κατά του υπόχρεου, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση της απ’ αυτή απορρέουσας απαίτησης, καθορίζοντας και τη χρονική της διάρκεια, μέσα στα όρια του άρθρου 1047 Κ.Πολ.Δ, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως το ύψος της απαίτησης,  η βαρύτητα της πράξης και οι συνέπειές της, το πταίσμα του υπόχρεου, η φερεγγυότητα αυτού, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και οι λοιπές εν γένει περιστάσεις. Η δε σχετική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο το Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Στην πιο πάνω διάταξη, ειδικότερα, ο κοινός νομοθέτης, έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού της διάρκειας της προσωπικής κράτησης. Άρα, κατά τα παραπάνω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή του για τον προσδιορισμό της διάρκειας της προσωπικής κράτησης δεν έχει σημασία, γιατί δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά σε σχέση με τον κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1047 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ προσδιορισμό αυτής αποτελέσματα (Ολ ΑΠ 6/2009, ΑΠ 123/2010 – βλ.σχετ. ΚΑΙ 1846/2007, ΑΠ 1565/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, Εφ.Θεσσαλ. 855/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά της εκκαλουμένης απόφασης, από την υπ’ αριθ. …../28.4.2015 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών και έγινε πρωτοδίκως, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση (πριν δύο τουλάχιστον ημέρες) κλήτευσης της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης (βλ.την υπ’ αριθ. …..΄/23.4.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών) και τέλος από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες κατ’ έφεση προτάσεις τους – μεταξύ των οποίων και η πιο πάνω ένορκη βεβαίωση που είχε κριθεί τότε με την εκκαλούμενη απόφαση ως απαραδέκτως προσκομισθείσα, η οποία πλέον παραδεκτώς προσκομίζεται αφού ενώπιον του εφετείου επιτρέπονται κατ’ αρχήν ακόμα και νέα αποδεικτικά (άρθρο 529 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, βλ. ΑΠ 484/2019, ΑΠ 779/2019, ΑΠ 1055/2019, Εφ.Αθ. 5419/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 6.10.1999 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία “………..” και με την υπ’ αριθ. ΚΒ-8085/6.10.1998 απόφαση της Υπουργού Ανάπτυξης χορηγήθηκε άδεια σύστασης και εγκρίθηκε το καταστατικό της, με σκοπό κατ’ εντολή του ασφαλισμένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, έναντι προμήθειας που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ,να φέρει σε επαφή ασφαλιζόμενους ή αντασφαλιζόμενους και ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις ,να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και την έγκριση του ασφαλιζομένου ή αντασφαλιζομένου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους.

Ακολούθως τροποποιήθηκε το καταστατικό αυτής (ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης) και την 18.8.2011 καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών το από 22.6.2011 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων και η επωνυμία τροποποιήθηκε από “………….” ,ο δε σκοπός της στην εκπροσώπηση ημεδαπών ή και αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών ή και αντασφαλιστικών εταιρειών. Την 31.12.2010 καταχωρήθηκε στο μητρώο ανωνύμων ασφαλιστικών εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου το με αριθμό ………./2010 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος (Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης), με το οποίο ανακοινώθηκε ότι σύμφωνα με τη γνωστοποίηση της Αρχής Εποπτείας Ασφαλιστικών Εταιρειών της Δανίας, η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “……….”, με έδρα στη Δανία, θα ασκεί ασφαλιστικές εργασίες στην Ελλάδα υπό το καθεστώς της ελεύθερης εγκατάστασης, με τη μορφή υποκαταστήματος. Με το από 6.10.2010 πληρεξούσιο η ως άνω ασφαλιστική εταιρεία όρισε την ενάγουσα ως νόμιμο αντιπρόσωπό της (άρθ. 42 ν.δ 400/1970) “να ενεργεί για την εταιρεία και να πράττει εξ ονόματος και για λογαριασμό της στην Ελλάδα όλα ή οποιαδήποτε των παρακάτω ζητημάτων και πραγμάτων, δηλαδή: 1. Να αποδέχεται προτάσεις και να εκδίδει ασφαλιστήρια και διεξάγει εργασίες όλων ή οποιονδήποτε των κατωτέρω  κλάδων ασφάλισης, δηλαδή: α)Ασφαλίσεις ατυχημάτων και ασθενειών, β)Ασφαλίσεις αυτοκινήτων, γ)Ασφαλίσεις πυρκαγιών και λοιπών ζημιών σε αγαθά, δ)Αστική ευθύνη, ε)Νομική Προστασία, στ)Βοήθεια, ζ)Γενική Ασφάλεια Ζημιών………2. Να εισπράττει οποιοδήποτε Ασφάλιστρο ή Ασφάλιστρα, τα οποία θα οφείλονται στην Εταιρεία δυνάμει οποιουδήποτε Ασφαλιστηρίου ή Ασφαλιστηρίων και να δίνει απαλλαγές και εξοφλήσεως αυτών, 3. Να ρυθμίζει, διακανονίζει και πληρώνει οποιαδήποτε ζημία ή ζημίες……………..4……………..να παρίσταται και να εκπροσωπεί την Εταιρεία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή Δικαστηρίων ή άλλων Αρχών……..να απαντά και να υπερασπίζεται όλα τα ζητήματα, αγωγές, δίκες και υποθέσεις που αφορούν την Εταιρεία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή Δικαστηρίων ή άλλων Αρχών της Ελληνικής Επικράτειας………….”. Τον Οκτώβριο 2010 καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, σύμβαση συνεργασίας, δυνάμει της οποίας η πρώτη ανέθεσε στον δεύτερο “να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με φυσικά ή νομικά πρόσωπα στους κλάδους ασφαλίσεων που ασκούν και θα ασκούν στο μέλλον στην Ελλάδα οι ασφαλιστικές εταιρίες με τις οποίες συνεργάζεται ή εκπροσωπεί η εταιρία, αντί της συμφωνηθείσας προμήθειας ειδικά καθορισθείσας ανά κλάδο ασφάλισης, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 7 της εν λόγω σύμβασης. Η ενάγουσα, με το άρθρο 6 της σύμβασης ανέθεσε στον εναγόμενο την είσπραξη των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους της, με την συμβατική υποχρέωση:

“1. Εάν παρέλθουν εξήντα ημέρες από την ημερομηνία έναρξης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ή άλλου ασφαλιστηρίου εγγράφου και αυτά παραμένουν ανεξόφλητα, είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει στην Εταιρία προς ακύρωση, το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και το σχετικό σήμα της ασφαλιστικής κάλυψης συνοδευόμενα α)με επιστολή του, όπου θα βεβαιώνεται η μη είσπραξη ασφαλίστρων και β)με υπεύθυνη δήλωση του περί μη αναγγελίας από τον ασφαλισμένο τυχόν ζημίας σε τρίτο.

2.Σε κάθε περίπτωση, εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή από την ημερομηνία παραλαβής των ασφαλίστρων και δεν προβεί ο συνεργάτης στις ενέργειες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ασφάλιστρα λογίζονται εισπραχθέντα από αυτόν και καθίστανται από την εταιρία απαιτητά και ληξιπρόθεσμα.

3.Είναι υποχρεωμένος να φροντίζει για την γρήγορη είσπραξη των ασφαλίστρων, τα δε ασφάλιστρα που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται γι’ αυτό ως θεματοφύλακας.

4.Οφείλει το αργότερο εντός είκοσι ημερών από το τέλος του υπολόγου μήνα χρέωσης να καταβάλλει με τον παρακάτω τρόπο το σύνολο των μικτών ασφαλίστρων του μήνα χρέωσης, αφαιρουμένης της προμηθείας και σε περίπτωση ασφαλιστικού συμβούλου παρακρατώντας το 20% επί της προμηθείας.

Με την παρούσα σύμβαση συστήνεται παρεπόμενη σύμβαση όπλου δοσοληπτικού λογαριασμού ο οποίος θα τηρείται ανελλιπώς από την εταιρία και θα κλείνει περιοδικώς στο τέλος κάθε μήνα οπότε και ο συνεργάτης θα εξοφλεί ολοσχερώς τα ασφάλιστρα του υπολόγου μήνα με καταβολή μετρητών εντός ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΝΤΕ (45) ημερών από το τέλος του υπόλογου μήνα. Παράλληλα υποχρεούται να συνυπογράφει τα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της Εταιρίας αποδεχόμενος την ορθότητα των εγγράφων και του εκάστοτε προκύπτοντος υπολοίπου του”.

Από την εκτέλεση της σύμβασης κατά το χρονικό διάστημα ισχύος αυτής (προαναφερθείσας σύμβασης), ήτοι από Οκτώβριο 2010 έως και 30.6.2011 οπότε και καταγγέλθηκε από την ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, δεν απεδώθησαν στην τελευταία τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα σύμφωνα με τους ως άνω συμβατικά καθορισμένους όρους. Το χρηματικό ποσό που έπρεπε να αποδοθεί σε αυτή (ενάγουσα) ,το οποίο κατά τον ως άνω όρο 2 του διορισμού της ως νομίμου αντιπροσώπου της ανωτέρω αναφερόμενης ασφαλιστικής εταιρείας όφειλε να εισπράττει για λογαριασμό της, ανέρχεται στο ύψος των 602.421,73 ευρώ (όπως προκύπτει από τα πινάκια παραγωγής και χρέωσης ασφαλίστρων της ιδίας περιόδου), στο οποίο (ποσό) δεν συμπεριλαμβάνεται όπως συνομολογείται το συμφωνημένο ποσό προμηθείας που δικαιούνταν ο ασφαλιστικός πράκτορας ως αμοιβή για τη διαμεσολάβησή του. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, ο μη διάδικος ……. διατηρούσε εταιρεία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με την επωνυμία “………..” εδρεύουσα στο … Αττικής επί της οδού ………… που δραστηριοποιούνταν στις ασφαλιστικές εργασίες, την ουσιαστική διαχείριση της οποίας, ως κύριος μέτοχος, ασκούσε ο ίδιος και τυπικά ο …….. (μη διάδικος), ο οποίος διεκπεραίωνε όλες τις διαδικασίες με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που διαβιβάζονταν από τους συνεργαζόμενους με αυτή (ως άνω εταιρεία) ασφαλιστικούς πράκτορες. Ο ………….., ο οποίος κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις έκδοσης αδείας ασφαλιστικού πράκτορα στο δικό του όνομα, λόγω καταχώρησής του σε σύστημα δυσμενών στοιχείων ήλθε σε επικοινωνία με τον εναγόμενο προκειμένου να του προτείνει συνεργασία και ειδικότερα  “να μεταβιβάσει – παραχωρήσει ο εναγόμενος την άδεια ασφαλιστικού πράκτορα που κατείχε νόμιμα σε αυτόν (.. …………… – μη διάδικο), προκειμένου ο τελευταίος να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων για λογαριασμό τρίτων εταιρειών και εν προκειμένω της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και ως αμοιβή για την ως άνω παραχώρηση (προμήθεια) να δίδεται στον εναγόμενο το ποσό των τριών (3.000) ευρώ μηνιαίος και εκείνος (………) να κερδίζει το υπόλοιπο χρηματικό ποσό της συμφωνημένης προμήθειας”. Ο εναγόμενος, κατόπιν της διαμεσολάβησης του κοινού γνωστού και των δύο (αυτού του ιδίου και του … ……………) …… και της διαβεβαίωσης αυτού περί της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας του …..  ……………, προσήλθε πράγματι, περί της αρχές Οκτωβρίου 2010, σε συνομιλίες για συνεργασία με το ως άνω αναφερόμενο, ο οποίος προς ενίσχυση της ως άνω προτάσεως του γνωστοποίησε σε αυτόν (εναγόμενο) ότι διαθέτει πολύ μεγάλο πελατολόγιο, οργανωμένη, αξιόχρεη και αξιόπιστη εταιρεία με μακρόχρονη παρουσία στην ασφαλιστική “αγορά” επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τα πολυτελή γραφεία της εταιρείας που διατηρούσε και το ανθρώπινο δυναμικό που απασχολούσε. Οι ανωτέρω συνομιλίες είχαν ως επακόλουθη συνέπεια την αποδοχή της προτάσεως του . …………… και την σύναψη συνεργασίας, δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος, όχι αληθινά και σπουδαία αλλά φαινομενικά θα εμφαίνονταν ότι συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με αποκλειστικό έργο “την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα της ενάγουσας ως νομίμου αντιπροσώπου στην Ελληνική Επικράτεια της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “………”, ότι ο ίδιος παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει ασφαλιστικές εργασίες στο όνομα της ενάγουσας, εισπράττει τα ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και τα αποδίδει στην εταιρεία”, σύμφωνα με τους καθοριζόμενους συμβατικά όρους και εντολές, όμως ο αληθινά και πραγματικά συμβαλλόμενος στην ως άνω σύμβαση με το προαναφερόμενο έργο και υποχρεώσεις θα είναι ο ………….., στον οποίο και θα παραχωρήσει (ο εναγόμενος) την άδεια ασφαλιστικού πράκτορα που ο τελευταίος ……..) δεν κατείχε αντί της συμφωνηθείσας μηνιαίας αμοιβής. Εν συνεχεία της ως άνω συμφωνίας εναγομένου – …………… …………… την 5.10.2010 “……….υπογράφηκε σε φιλικό γραφείο ….. – μάρτυρας εναγομένου)….” αυτός (εναγόμενος) υπέγραψε την προαναφερόμενη σύμβαση συνεργασίας, την οποία προσκόμισε ο ……… στην έδρα της ενάγουσας εταιρείας στο …. Αττικής, όπου και υποβλήθηκε από τον τελευταίο στον διευθύνοντα σύμβουλο αυτής (ενάγουσας εταιρείας) την 6.10.2010 (όπως ο χρόνος προσδιορίζεται από την ενάγουσα στην προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αλλά και του Δικαστηρίου τούτου), ο οποίος ,σε γνώση της καλυπτόμενης ως άνω συμφωνίας και με συναίνεση υπέγραψε την ως άνω σύμβαση συνεργασία που φαίνονταν ότι καταρτίζεται με τον εναγόμενο. Τα περιστατικά αυτά συνάγονται με σαφήνεια, γνώση και πειστικότητα και από τα κατατεθέντα των μαρτύρων του εναγομένου και συμπερασματικά από τον μάρτυρα της ενάγουσας, από τον οποίο δεν αμφισβητούνται ειδικά, εμπεριστατωμένα και ενισχυόμενα και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα:  α)…….. (υπ’ αριθ. …./2015 ένορκη βεβαίωση) “Τον …………… …………… τον γνωρίζω προσωπικά, διότι εργαζόμουν στην εταιρία που διατηρούσε ο τελευταίος με την επωνυμία “…………” ………..έχω ιδία αντίληψη για το τι πραγματικά συνέβαινε στην ανωτέρω…..εταιρία. Τον κωδικό του ………, ως ασφαλιστικού πράκτορα, τον διαχειριζόταν αποκλειστικά και μόνο ο …….. Ο ………., παραχώρησε τον προσωπικό του κωδικό στον …….., διότι, όπως τον είχε ενημερώσει ο τελευταίος, διέθετε μεγάλη παραγωγή – πελατολόγιο (σημειωτέον ότι ο ……. διατεινόταν ότι το ύψος των ασφαλιστηρίων συμβολαίων των πελατών του προσέγγιζε το ποσό του 1.000.000 ευρώ) και έτσι ο ……….., συμφώνησε τελικά και του διάθεσε τον προσωπικό του κωδικό, έναντι καταβολής μηνιαίου μισθού ποσού 3.000 ευρώ αντί προμηθειών……….τον έπεισε ότι η εταιρία του ήταν φερέγγυα, ότι ο ίδιος στην ασφαλιστική αγορά είχε ηχηρό όνομα εξαιτίας του μεγάλου πελατολογίου του και ότι η διάρκεια του στον ασφαλιστικό χώρο στηριζόταν στην συνέχεια και την εντιμότητα που τον χαρακτήριζε………….η ανώνυμη εταιρεία “…….…..” γνώριζε ότι η πραγματική συμφωνία είχε συναφθεί……..μεταξύ αυτής και του ……….., αφού παρουσία εμού, ο υπεύθυνος του λογιστηρίου της εταιρίας, κος …….., μετέβαινε στα γραφεία μας και συνομιλούσε………με τον ……… για τη συνεργασία τους………..Δηλώνω κατηγορηματικώς, ότι……..υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης είχε αποκλειστικά και μόνο ο …………”, β) ………….. (βλ.ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) “Τον κύριο …………… τον έχω γνωρίσει στο γραφείο του κυρίου ……………. Εγώ διεκπεραίωνα όλες τις διαδικασίες σχετικά με τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, τα οποία ερχόντουσαν από διάφορους πράκτορες στο γραφείο μας……….ο κύριος ……………. μου έφερε κάποια στιγμή, έφερε στο γραφείο μια σύμβαση υπογεγραμμένη μόνο από τον κύριο ……………. Την οποία την πήρε και την πήγε στην εταιρεία και προχώρησε και ανοίξαμε κάποιο κωδικό. Ανοίξαμε κάποιο κωδικό, προκειμένου να κάνουμε, να ξεκινήσουμε συνεργασία με την ………..………..εν τοις πράγμασι ο κύριος ……………. ασχολούνταν με τη διαμεσολάβηση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.  Ο κύριος ……………. δεν είχε δυνατότητα να βγάλει δική του άδεια, λόγω δυσμενών στοιχείων…..η σύμβαση συνεργασίας………απ’ ότι ξέρω υπογράφηκε σε φιλικό γραφείο, σε κάποιο φιλικό γραφείο……Με πήρε τηλέφωνο και μου λέει υπέγραψε λέει και το φέρνω….. Ο ……………. είχε υπογραφή από τον κύριο ……………. Και αυτό πήγε στην εταιρεία απ’ ότι κατάλαβα μετά. Το πήρε και το πήγε πάνω στον κύριο .……….ο .…………παρουσιάστηκε, όπως και σε εμένα, παρουσιάστηκε…… στον κύριο …………… και του είπε ότι εγώ έχω τεράστια παραγωγή……..πεντακόσια, εξακόσια, ένα εκατομμύριο το είχε, το μάζευε……..Μάζευε λοιπόν ότι έχω αυτή την παραγωγή και προχωράμε λοιπόν κανονικά και εγώ θα σου δίνω τρία χιλιάρικα το μήνα. Αυτή ήταν η συμφωνία……..Είχε ένα γραφείο αρκετά ωραίο και αρκετά μεγάλο και με αρκετά προσωπικό……..Τον έπεισε λοιπόν ότι εγώ παίρνω μεγάλες προμήθειες, μεγάλες προμήθειες, περισσότερες από αυτές που θα έπαιρνε ένας απλός ασφαλιστής και από αυτά που μου περισσεύουν να σου δώσω εσένα τα τρία χιλιάρικα και να κερδίσω και εγώ ένα Α ποσό. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο τον έπεισε. Και ότι υποτίθεται ότι θα πλήρωνε φυσιολογικά πότε έληγε το κάθε δίμηνο ή τρίμηνο, αν θυμάμαι, νομίζω τρίμηνη συνεργασία είχαμε, ξοφλούσαμε ανά τρίμηνο αν θυμάμαι καλά, ανά τρίμηνο θα ξόφλαγε τα προηγούμενα ασφαλιστήρια και θα προχωράγαμε στις επόμενες εκδόσεις και ούτω καθεξής. Πράγμα το οποίο δεν συνέβη……….”, γ) “…………., μάρτυρας εναγομένου………..Και την εταιρεία μας………..ο κύριος ……………., στο γραφείο του διευθύνοντος συμβούλου……την έχει επισκεφθεί τέσσερις, πέντε φορές…….τον είχε καλέσει από ένα σημείο και μετά που η συναλλακτική και στην αρχή για τους λόγους γνωριμίας της σύμβασης, αλλά και μετά, όταν άρχισε να υπάρχει πρόβλημα στη συναλλακτική διαδικασία…………ο κύριος ……………. ήταν εκπρόσωπος της .………………Η σύμβαση συνεργασίας, απ’ ότι γνωρίζω από τον κύριο ……….. υπεγράφη στην εταιρεία……..γιατί μετά ήρθε σε μένα, στο λογιστήριο, στα χέρια μου, για να περάσουμε τα ποσοστά……..ποιά ημερομηνία………..δεν είμαι σίγουρος………….τον κύριο …………… τον γνωρίζω, γιατί ερχόταν στην εταιρεία………………Ερχόταν πολλές φορές στην εταιρεία για να προσκομίσει και χρήματα και ο κύριος ……………. ……….Στο Χαϊδάρι στεγάζονταν………τα γραφεία του κυρίου ……………………..Εκεί εργαζόταν και ο κύριος .…………στη σύμβαση συνεργασίας γράφεται πάντα η έδρα που δηλώνεται στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο………..”. Περαιτέρω, από τον Ιανουάριο 2011 άρχισε να δημιουργείται χρεωστικό υπόλοιπο από ασφαλιστήρια συμβόλαια κλάδου αυτοκινήτων και πυρός το οποίο στις 15/4/2011 ανέρχονταν στο ποσό των 446.550,54 ευρώ και μέχρι 28.6.2011 διαμορφώθηκε στο ποσό των 616.443,15 ευρώ. Συνεπεία της μη ομαλής εξέλιξης της ασφαλιστικής συνεργασίας, α)την 15.4.2011 καταρτίστηκε έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρεωστικού υπόλοιπου εισπραχθέντων και μη αποδοθέντων στην ενάγουσα ασφαλίστρων ανερχομένων κατά τον χρόνο αυτό στο ποσό των 446.550,54 ευρώ, στην οποία (αναγνώριση οφειλής) φαίνεται ότι προέβη ο εναγόμενος, ενώ περί τα τέλη Ιουνίου 2011 διακόπηκε η ως άνω αναφερόμενη από 6.10.2010 σύμβαση συνεργασίας, β)την 7/7/2011 κοινοποιήθηκε στο …. Αττικής επί της οδού …….. η από 30.6.2011 εξώδικη δήλωση γνωστοποίησης του χρεωστικού υπολοίπου που είχε δημιουργηθεί μέχρι 28.6.2011 με πρόσκληση δήλωσης προς αυτήν (ενάγουσα), της ύπαρξης του ποσού των ανείσπρακτων ασφαλίστρων καθώς και των τυχόν, εντός της νομίμου προθεσμίας ακυρωθέντων  ασφαλιστηρίων με δήλωση προσφυγής στα δικαστήρια στην περίπτωση που δεν υπάρξει έγγραφη απάντηση στην ως άνω πρόσκληση δήλωσης. Εν συνεχεία την 25/7/2011 κοινοποιήθηκε στον ίδιο ως άνω τόπο η από 20/7/2011 εξώδικη δήλωση αυτής (ενάγουσας) με την οποία γνωστοποιήθηκε ότι λόγω διακοπής της ασφαλιστικής συνεργασίας ο ασφαλιστικός πράκτορας υποχρεούνται να μη παραλαμβάνει δηλώσεις αναγγελίας ατυχημάτων των ασφαλισμένων που έχουν εμπλακεί ή προξενήσει ατύχημα. Οι δύο ως άνω εξώδικες δηλώσεις, οι οποίες απευθύνονταν στον . ……………, παρελήφθησαν στον ως άνω τόπο επαγγελματικής κατοικίας του . …………… από τον . ……………. Ακολούθως, η ενάγουσα εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την 9/9/2011, την από 9/9/2011 έγκλησή της σε βάρος του εναγομένου, δυνάμει της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του εναγομένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 120.000 ευρώ και παραπέμφθηκε με το υπ’ αριθ. 240/2018 αμετάκλητο ήδη βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς να δικαστεί για την άνω αξιόποινη πράξη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, ενόψει της ως άνω ποινικής δίωξης και της αμφισβήτησης της γνησιότητας της υπογραφής αυτού (εναγομένου) στο ανωτέρω από 15/4/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του ιδίου (εναγομένου) και της ενάγουσας, διενεργήθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2015 διάταξης του Ανακριτή του Α΄ Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά, γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με την οποία η υπογραφή στο από 15.4.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό δεν τέθηκε από το χέρι του φερομένου ως υπογράφοντα . …………… αλλά από διαφορετικό πρόσωπο, κρίση που έγινε αποδεκτή από το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. 240/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά. Επίσης, μεταξύ των εγγράφων, που λήφθησαν υπόψη και από τη διορισθείσα ως άνω πραγματογνώμονα – ειδική δικαστική γραφολόγο ………. και προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά και στο Δικαστήριο τούτου, είναι: η σύμβαση συνεργασία μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου, η από 7.9.2011 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση του εναγομένου προς την ενάγουσα, η από 9/7/2012 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση του εναγομένου προς τον …………… ……………, η από 15/2/2015 έγκληση του εναγομένου σε βάρος του …………… ……………. Από την απλή αντιπαραβολή των εγγράφων αυτών με το από 15/4/2011 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλής ποσού 446.440,54 ευρώ προκύπτει με σαφήνεια ότι η υπογραφή στο ως άνω επίμαχο έγγραφο έχει τεθεί από διαφορετικό πρόσωπο  και όχι από το πρόσωπο του εναγομένου. Εξάλλου, ούτε οι μάρτυρες καταθέτουν ότι είδαν τον εναγόμενο να υπογράφει το επίμαχο έγγραφο είτε ότι αναγνωρίζουν την αμφισβητούμενη από αυτόν υπογραφή, ούτε από τα κατατεθέντα μπορεί συμπερασματικά να συναχθεί η γνησιότητα της υπογραφής στο από 15/4/2011 έγγραφο είτε ότι αυτή (υπογραφή) τέθηκε από τρίτο πρόσωπο με τη συναίνεση ή εντολή έστω και σιωπηρή του εναγομένου, όπως δε καταθέτει με σαφήνεια, γνώση και πειστικότητα ο …………… (3040/2015 ένορκη βεβαίωση) “…………Όπως, με είχε πληροφορήσει τότε ο ……………. . και από ότι θυμάμαι, ο .. ……………. ποτέ δεν υπέγραψε το εν λόγω έγγραφο – συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, του οποίου την ύπαρξη, μάλιστα, αγνοούσε…….”. Κατά συνέπεια το από 15.4.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης οφειλής δεν είναι γνήσιο έγγραφο προερχόμενο από τον εναγόμενο και δεν δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκειμένου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή (Κ.Πολ.Δ 453, 457, 458, 463, ΑΠ 1277/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ) κατά τη συζήτηση κατά την οποία προσκομίστηκε για πρώτη φορά το έγγραφο. Επομένως ,ο ισχυρισμός του εναγομένου με τον οποίο αμφισβητεί την γνησιότητα του επίμαχου εγγράφου, με τις προτάσεις του και την προσθήκη των προτάσεών του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και τον οποίο επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης είναι βάσιμος. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον προβαλλόμενο ισχυρισμό έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος (τέταρτος) της υπό κρίση εφέσεως να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος.

Περαιτέρω, οι ως άνω αναφερόμενες εξώδικες δηλώσεις από 30.6.2011 και 20.7.2011 κοινοποιήθηκαν από την ενάγουσα στην έδρα της εταιρείας “…..” στο …. Αττικής επί της οδού …………, χωρίς να συνάγεται από την συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ότι είχε γνωστοποιηθεί σε αυτή (ενάγουσα) ως τόπος επαγγελματικής εγκατάστασης αυτού (εναγομένου), ούτε άλλωστε επικαλείται η ενάγουσα τέτοιο πραγματικό περιστατικό είτε άτυπη γνωστοποίηση του ως άνω τόπου εγκατάστασης, ούτε και ενισχύεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα το αορίστως και ασαφή κατατεθέντα από τον μάρτυρα αυτής (ενάγουσας) ……… “……………Σαν διεύθυνση επικοινωνίας μας είχε δηλώσει το γραφείο …………..από προφορική δήλωση του κυρίου ………………………”. Στον ως άνω τόπο επαγγελματικής κατοικίας του .. …………… μετέβαινε ο ………….. από την έναρξη της μη ομαλής εξέλιξης της ασφαλιστικής συνεργασίας και έως τα τέλη Ιουνίου 2011, προκειμένου, κατ’ εντολή των αρμοδίων οργάνων της ενάγουσας, να διευθετηθεί η οφειλή που δημιουργήθηκε από την εκτέλεση και λειτουργία της μεταξύ τους σύμβασης συνεργασίας. Για τα ως άνω πραγματικά γεγονότα καταθέτουν: α)ο . ……………. (μάρτυρας εναγομένου – ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης), καταθέτει: “……….αυτός που διαπραγματευόταν την οφειλή που φέρεται ότι χρωστούσε ο κύριος ……………. με την …… …………ο ……………. με την κύριο …………ο κύριος …. γνώριζε ότι όλη τη διαδικασία την κινούσε ο …………….. Το γνώριζε και δεν το συζητάω καθόλου αυτό. Το γνώριζε………όταν άρχισε ο κύριος …. να τον πιέζει για τα λεφτά……έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και του έλεγα δεν είναι εδώ, του κυρίου ….. Και ήταν πάνω…..Κάποιες φορές τον έβρισκε. Ερχόταν μόνος του και τον έβρισκε……….Αλλά τι λέγανε πάν εγώ δεν ήμουν μπροστά για να ξέρω……”. Β)……… (υπ’ αριθ. ………/2015 ένορκη βεβαίωση) “……Για πολύ καιρό μετά η ανώνυμη εταιρεία………………….” και ο . ……………… προέβαιναν σε πλήθος διαπραγματεύσεων μετά από συναντήσεις που πραγματοποιούνταν στα γραφεία της εταιρείας “….”. Δεν ήταν λίγες οι φορές που παρουσία εμού η ανώνυμη εταιρεία “… ……….” με εκπροσώπους αυτής, όπως τον κ. ……………, καλούσε τον …………… ……………, ζητώντας να κλείσουν την υπόθεση εξωδικαστικά………..”. Αλλά και ο ίδιος ο ……… ,δεν αμφισβητεί την μετάβασή του στα γραφεία – έδρα της εταιρείας “…………..” και την επικοινωνία του με τον …………… …………… “…………πήγαινα κατά τη διάρκεια….. όταν άρχισαν να εμφανίζονται προβλήματα συναλλακτικής φύσης…………Η συνεργασία σταμάτησε περί το τέλος Ιουνίου……….Είχα εντολή από το διοικητικό συμβούλιο, βεβαίως να μεταβώ στα γραφεία……….Πήγαινα στα γραφεία για να βρω, για να συζητήσω για τον λογαριασμό του κυρίου …………………..”. (Ο εναγόμενος, πληροφορήθηκε την δημιουργία του ως άνω χρεωστικού υπολοίπου αρχές Ιουνίου 2011, πλην όμως ο . ……………. τον διαβεβαίωσε ότι είναι σε διαπραγματεύσεις με την ενάγουσα και θα προβεί σε διευθέτηση και εξόφληση της οφειλής που δημιούργησε από την εκτέλεση και λειτουργία της καλυπτόμενης σύμβασης συνεργασίας με την ενάγουσα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, τα οποία προκύπτουν από την συνεκτίμηση όλων των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκε ότι, η επίμαχη σύμβαση συνεργασίας που καταρτίστηκε στο …. Αττικής την 6.10.2010 είναι εικονική και οι δηλώσεις βούλησης όλων σε αυτή (ενάγουσας – εναγομένου) δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά μόνο φαινομενικά, τελούντων αυτών (συμβληθέντων μερών) αλλά και του τρίτου . …………… σε πλήρη γνώση και συμφωνία της εικονικότητας αυτής (επίμαχης σύμβασης), ως προς το φυσικό πρόσωπο που πραγματικά και αληθινά αντισυμβαλλόμενου αυτής για την τήρηση όλων των προαναφερόμενων όρων αυτής (επίμαχης σύμβασης). Συνεπώς, η συνεργασία αυτής με τον εναγόμενο ,για σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων στο όνομα της ενάγουσας υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της ασφαλιστικής εταιρείας “…………..” ήταν κατά τη βούληση και συμφωνία των συμβληθέντων εικονική, και ως εκ τούτου η από Οκτωβρίου 2010 (6.10.2010) καταρτισθείσα σύμβαση τυγχάνει άκυρη, μη δυνάμει κατά νόμο να επιφέρει έννομα αποτελέσματα, στα οποία δεν αποσκοπούν αφού αποδείχθηκε ότι κάτω από την εικονική συνεργασία της ενάγουσας με τον εναγόμενο, οι συμβληθέντες ήθελαν να καλύψουν την σύμβαση συνεργασίας της ενάγουσας με τον . ……………, ο οποίος δεν είχε την νόμιμη ευχέρεια κατά την επίμαχη χρονική περίοδο να κατέχει στο όνομα του άδεια ασφαλιστικού πράκτορα, όπως προαναφέρεται και με τον οποίο ήθελε σοβαρά να συμβληθεί (η ενάγουσα), για το λόγο ότι διατηρούσε οργανωμένη εταιρεία με “μεγάλη παραγωγή – πελατολόγιο” ως ασφαλιστικός πράκτορας. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από την συχνή παρουσία του ……………υ …………… στην έδρα της ενάγουσας, καθώς και του . ……………, των ως άνω αναφερομένων εξώδικων δηλώσεων (από 30.6.2011, 20.7.2011) στην έδρα της εταιρείας του . ……………, την διενέργεια των διαπραγματεύσεων για τον διακανονισμό της οφειλής ή την σύναψη εξώδικου συμβιβασμού με αυτόν  (……………) αποκλειστικά στον ως άνω αναφερόμενο τόπο επαγγελματικής εγκατάστασής του, χωρίς να αποδεικνύεται ότι αυτός ………..) ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εναγομένου δυνάμει σύναψης συμβάσεως με τον τελευταίο (εναγόμενο), ισχυρισμό άλλωστε που ούτε επικαλείται, ούτε και αποδεικνύεται από αυτή (ενάγουσα), αφού και τα αορίστως και ασαφή κατατεθέντα από τον μάρτυρα αυτής (ενάγουσας) δεν ενισχύονται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Επίσης, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου συνάγεται και από το πραγματικό γεγονός της γνώσης του δημιουργηθέντος χρεωστικού υπόλοιπου από τον εναγόμενο περί τον Ιούνιο 2011, οπότε και ο ………………… διαβεβαίωσε αυτόν (εναγόμενο) ότι θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την ενάγουσα, ήτοι ότι θα εξοφλήσει την δημιουργηθείσα σε βάρος του οφειλή ανερχομένη τον χρόνο αυτό στο αιτούμενο με την ένδικη αγωγή ποσό και λαμβανομένων υπόψη του όλων ων ως άνω συμφωνηθέντων (τόσο μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση συνεργασίας όσο και μεταξύ αυτών και του . ……………) αυτός (εναγόμενος) εύλογα και βάσιμα πρόβαλε τον ισχυρισμό του περί εικονικότητας της εν λόγω επίμαχης συμβάσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής αλλά και κατά το στάδιο της ανάκρισης ενόψει της ασκήσεως της προαναφερόμενης εγκλήσεως σε βάρος του. Τα ως άνω προκύπτουν συμπερασματικά και από το προαναφερόμενο αποδειχθέν πραγματικό περιστατικό, κατά το οποίο τον Απρίλιο 2011 ο εναγόμενος δεν είχε ενημερωθεί ούτε γνώριζε την δημιουργία ήδη οφειλής ποσού 446.550,54 αλλά ούτε και προέβη σε αναγνώριση και αποδοχή αυτής (οφειλής) με το από 15.4.2011 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, αφού πρόκειται περί εγγράφου που δεν είναι γνήσιο ως μη προερχόμενο από τον ίδιο (εναγόμενο). Εξάλλου όπως αποδείχθηκε, το ως άνω έγγραφο προσκομίστηκε στην ενάγουσα από τον……………, με τον οποίο η τελευταία (ενάγουσα) είχε ήδη αρχίσει συνομιλίες για τον τρόπο εκπλήρωσης αυτής (οφειλής).  Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός, του εναγομένου ότι υπόχρεος σε απόδοση των ασφαλίστρων στην ενάγουσα είναι ο απλής και πραγματικά αντισυμβαλλόμενος αυτής ……………., ο οποίος ήταν εκείνος που αληθώς διαμεσολαβούσε, σε εκτέλεση της ένδικης σύμβασης, στη σύναψη των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και στην είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό αυτής (ενάγουσας) και επομένως ήταν εκείνος που όφειλε να αποδώσει στην τελευταία τα εισπραττόμενα ασφάλιστρα, γεγονός γνωστό σε αυτή (ενάγουσα), όπως τα περιστατικά αυτά λεπτομερώς αναφέρονται στις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του εναγομένου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο οποίος (ισχυρισμός) ως ένσταση εικονικότητας (ΑΚ 138) είχε νομίμως και παραδεκτά προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, επειδή έκρινε ότι η παραπάνω δικαιοπραξία – σύμβασης συνεργασίας δεν ήταν εικονική και ότι το από 15.4.2011 είναι γνήσιο έγγραφο προερχόμενο από τον εναγόμενο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την ορθή εφαρμογή του νόμου και επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσία βάσιμοι οι σχετικοί, πρώτος και τέταρτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως του εκκαλούντος και πρέπει να εξαφανισθεί αυτή (εκκαλουμένη απόφαση) όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια που έγινε δεκτή, αλλά στο σύνολό της, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής (δεύτερου, τρίτου και όγδοου).

Στη συνέχεια, αφού η υπόθεση κρατηθεί και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (ΑΚ 138, 139, 180) λόγω εικονικότητας της από 6.10.2010  σύμβασης συνεργασίας που καταρτίστηκε αληθώς και σπουδαία με τον …………… . (μη διάδικο) .Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) Ν. 3226/2004 (άρθρ. 1, 2, 8, 9, 12 παρ. 1 και 2, 14 παρ. 1 εδ.α΄, άρθ. 58 παρ. 3 και παρ. 4 εδ.β΄, Παράρτημα Ι, Ν. 4194/2013, και να επιδικαστούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 3226/2004,ΑΠ 1317/2019 δημ.ΝΟΜΟΣ) ενώ ως προς το παράβολο δεν διατάσσεται απόδοσή του, για το λόγο ότι ο εκκαλών έχει απαλλαγεί της καταβολής του, λόγω της παροχής σε αυτόν νομικής βοήθειας κατ’ άρθρο 9 Ν. 3225/20014.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την από 12.11.2018 (αριθ.καταθ. ………./2018) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4032/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την από 21.3.2013 (αριθ.καταθ. ………../22.3.2013) αγωγή.

Καταδικάζει την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1500) ευρώ το οποίο επιδικάζει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Δεκεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ