Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 740/2018

Αριθμός   740/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ. Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς  κρίση η ……….  έφεση του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα κατά της  με αριθμό 91/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ.ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ) επί της από  5-9-2016 (αρ. εκθ. κατ…………) αγωγής αυτού  εναντίον των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων. Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και  εμπρόθεσμα,  στις 27-1-2017 ενώ αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 16-1-2017, σύμφωνα με την επισημείωση, κατά το άρθρο 139 παρ.3 ΚΠολΔ, του επιδόσαντος,  αρμόδιου, δικαστικού επιμελητή ……….  (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ.1, 517 εδ.α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 591, 614 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

Α.  Στη ναυτιλιακή επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως είναι ευρέως γνωστό,  παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων, με τη μορφή είτε α) συμβάσεων τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου,  είτε   β) συμβάσεων τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει, επιπλέον των ανωτέρω, την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία που ανήκουν σε άλλους. Σύμφωνα δε με την καταρτιζόμενη σύμβαση μεταξύ πλοιοκτήτη και διαχειριστή, ο πρώτος  αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση του πλοίου του σε τρίτο πρόσωπο, το διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν, είτε  την τεχνική, είτε τόσο τη τεχνική  όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, προσλαμβάνει το πλήρωμα το πλοίου, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Α.Κ. για την εντολή ενώ κατά τις συναλλαγές με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως  άμεσος αντιπρόσωπος αυτού. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 Α.Κ.). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή και είναι εκείνος που  ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της, έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για αυτόν, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014 65, ΕΠ 762/2013 ΕΝαυτΔ 2013.190, ΕΠ 153/2008 ΕΝαυτΔ 2008.315, ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992. 291, ΑΠ 1382/1989 ΕλΔ1992. 308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988. 300, ΑΠ 1180/1984 ΕΕμπΔ 1985.502). Διαφέρει δε  ο διαχειριστής από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος  εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο δικό του όνομα και  είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΕΠ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕΠ 77/2008 ΕΝΔ 2008.211, Α. Αντάπαση «Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών», εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, 1994, σελ. 437 επ. και ιδίως σελ. 443 – 449, 483). Να επισημανθεί δε ειδικότερα ότι με βάση τις  συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ (ν.3816/1958) γίνεται διάκριση, μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωριστούν, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, ενώ   δεν είναι κατά νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του αυτού  πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Με βάση τις ίδιες  διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Ο εφοπλιστής  για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα  ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 ΕΝαυτΔ 2011.314, ΑΠ 11/2009 ΕΝαυτΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009. 800,  ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΕΠ  59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕΠ ΕφΠειρ 795/2010 ΕΝαυτΔ 2010 385, ΕΠ 672/2010 ΕΝαυτΔ 2010.410, ΕΠ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13, ΕΠ 82/2006 ΕΝαυτΔ 2006.290, ΕΠ 1109/2003 ΕΝΔ 2003. 453, ΕΠ 746/2003 ΕΝΔ 2003. 368).

Β. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης, το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, αφού αυτή (η αντικατάσταση) οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη  και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό για αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα  (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ, ΑΠ 356/2013, 1686/2010, 298/2010, 778/2009, 1951/2007 και 1493/2007  δημοσ  στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 5-9-2016 αγωγή του  ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι ναυτικός και ο ίδιος, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, «εργάζονταν σε πλοία συμφερόντων της πρώτης εναγομένης, ήτοι πλοία τα οποία εκείνη πρακτόρευε και διαχειριζόταν και τα οποία δεν ήταν της ιδιοκτησίας της, αλλά τα διαχειριζόταν πλήρως ως προς το προσωπικό τους, τη συντήρησή τους κλπ.». Στη συνέχεια ότι το με ελληνική σημαία πλοίο «Ν..»  ανήκε κατά πλήρη κυριότητα στην εταιρία με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στον …….. και η οποία από τις 27-5-2009 είχε γνωστοποιήσει στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ότι αναθέτει στην πρώτη και δεύτερη εναγόμενη εταιρία, τη συνδιαχείριση του εν λόγω πλοίου στην Ελλάδα.  Ότι με την από 30-4-2011 σύμβαση ναυτικής εργασίας που υπογράφηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης ως εργοδότριας και του ίδιου ως εργαζόμενου, ναυτολογήθηκε στο άνω πλοίο της πλήρους διαχείρισης της πρώτης εναγομένης. Στη συνέχεια εκθέτει τις συνθήκες υπό τις οποίες, όπως ισχυρίζεται, υπέστη ναυτεργατικό ατύχημα κατά την διάρκεια της ναυτολόγησής του, συνεπεία του οποίου κατέστη μονίμως ανίκανος και ζητά, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικά, με εκείνες του κ.ν. 551/15, την αποζημίωσή του για την αιτία αυτή και για την ζημία που υπέστη καθώς και, πλέον αυτών, την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, επιδιώκοντας να υποχρεωθούν οι εναγόμενες «που διαχειρίζονται πλήθος πλοίων»  ως αλληλεγγύως και σ’ ολόκληρον ευθυνόμενες  προς τούτο. Η αγωγή  με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα είναι μη νόμιμη και αυτό διότι με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της,  ο ενάγων  ενάγει τις αντιδίκους του εταιρίες υπό την ιδιότητα αυτών ως διαχειριστριών εταιριών  του υπό ελληνική σημαία πλοίου στο οποίο είχε ναυτολογηθεί και το οποίο ανήκε σε ελληνική εταιρία. Σύμφωνα όμως με τις ανωτέρω σκέψεις, (με στοιχείο Α) ο διαχειριστής, όπως είναι πασίγνωστο (άρθρο 336 ΚΠολΔ), ενεργεί πάντα ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, κατά την εκτέλεση της σύμβασης διαχείρισης, με την οποία  ο τελευταίος του έχει αναθέσει τη διαχείριση του πλοίου του και μόνο όταν αυτό δεν είναι εμφανές υπέχει προσωπική ευθύνη, μόνο όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία για αυτόν. Ωστόσο από το ίδιο το κείμενο της αγωγής προκύπτει με σαφήνεια, ότι η πρώτη εναγόμενη, έχουσα πλήρως, δηλαδή την τεχνική και εμπορική διαχείριση,  του πλοίου «Ν..» μαζί με την δεύτερη εναγόμενη, όπως δήλωσε η κυρία του πλοίου εταιρία στο αρμόδιο Υπουργείο, συμβλήθηκε στη ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας του, αντιπροσωπεύουσα την κυρία του πλοίου. Είναι  σαφές με βάση το ιστορικό της αγωγής ότι οι εναγόμενες συνδέονταν με το πλοίο στο οποίο ναυτολογήθηκε ο ενάγων, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας εταιρίας και μόνο, ενώ  από κανένα άλλο στοιχείο του ιστορικού της αγωγής ακόμα και κατόπιν εκτίμησης αυτού,  δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ευθύνη των εναγομένων για την αιτουμένη αποζημίωση, άλλωστε ο ενάγων δεν εκθέτει κανένα επιπλέον συγκεκριμένο στοιχείο στο οποίο να θεμελιώνεται αυτή, πέραν της επαναλήψεως ότι οι εναγόμενες διαχειρίζονταν πλοία και μάλιστα πολλά, χωρίς καμία άλλη εξειδίκευση. Ούτε, τέλος, ισχυρίζεται ότι κατά την  κατάρτιση της εργασιακής του σύμβασης, κάποια των εναγομένων, εμφανίστηκε ενεργούσα όχι μόνο στο όνομά της αλλά και για δικό της λογαριασμό, αντίθετα ο ίδιος αναφέρει ότι με τη σύμβαση που υπογράφηκε με την πρώτη εναγομένη, στις 30-4-2011, ναυτολογήθηκε σε πλοίο της πλήρους διαχείρισής της . Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη  και ήδη κατά αυτής παραπονείται ο εκκαλών – ενάγων, σύμφωνα με τους λόγους της έφεσής του, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά δε να εξαφανιστεί εκείνη, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του, καταδικαζομένων των εφεσιβλήτων στη δικαστική δαπάνη του. Συνεπώς, εφόσον  η αγωγή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη και, εφόσον ο εκκαλών – ενάγων  παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του και το παρόν Δικαστήριο  έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπάγγελτα  και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, όπως αναφέρεται και στη σκέψη με στοιχείο Β,  πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με το  άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ και δικαστεί η ένδικη αγωγή, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Αυτό διότι  η παρούσα απόφαση  είναι επωφελέστερη από την εκκαλουμένη και οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές καθώς δημιουργείται διαφορά ως προς την εμβέλεια των αντικειμενικών ορίων του παραγόμενου δεδικασμένου, πλέον δε αυτού, πρόκειται για επιτρεπτή, εντός των ορίων των λόγων της έφεσης,  έρευνα του παραδεκτού και της νομιμότητας της αγωγής, χωρίς να χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντα (ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34.347, ΕΠ 390/2014, 223/2013 δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έτσι ώστε να μην πρόκειται για αντικατάσταση αιτιολογιών, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ. Τέλος ενόψει του δυσερμήνευτου των εφαρμοσθέντων διατάξεων, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων  (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. έφεση κατά της 91/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 91/2017 απόφαση. Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.Απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη.Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  11 Δεκεμβρίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ