Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 36/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 36/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Με την υπ’ αριθ. 51/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Μαρίας Κωττάκη, δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) λόγω του COVID-19, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14.5.2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς νόμιμα φέρεται προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η από 4.11.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019) έφεση της εταιρίας με την επωνυμία «………….» κατά του ……….., προς εξαφάνιση της 3028/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών-τακτική διαδικασία), που είχε αρχικά ορισθεί για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 2.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προαναφερθείσας προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων. Η παραπάνω έφεση έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 5.11.2019 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός δύο ετών από τότε που δημοσιεύθηκε η εκκαλούμενη στις 2.9.2019, καθώς δεν αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε προηγουμένως από τον ένα διάδικο στον άλλο (προσκομίζεται μόνο η υπ’ αριθ. …………/14.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………. που αφορά στην επίδοση της εκκαλούμενης από την ενάγουσα στην πρώτη εναγόμενη εταιρία «………..» και όχι στον δεύτερο εναγόμενο-νυν εφεσίβλητο). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή από το παρόν αρμόδιο κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ Δικαστήριο και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφαρμοζομένης της τακτικής διαδικασίας και αφού για το παραδεκτό του παραπάνω ένδικου μέσου έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ. β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……….. e- παράβολο ποσού 100 ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών (βλ. αντίγραφο του ως άνω παραβόλου συνημμένο στο εφετήριο και την από 4.11.2019 βεβαίωση περί ολοκλήρωσης πληρωμής του στον ιστότοπο Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών).

Η εκκαλούσα εταιρία είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 28.6.2017 (με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) αγωγή της κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….. .» και του νυν εφεσίβλητου ………………. Με αυτή υποστήριζε ότι η ίδια, η οποία διατηρεί γραφείο στον Πειραιά, έχει ως αντικείμενο τη ναυτιλιακή πρακτόρευση (αντιπροσώπευση) της εδρεύουσας στη Γερμανία εταιρίας με την επωνυμία “………..” για μεταφορές με φορτηγά πλοία γραμμής και την οργάνωση χερσαίων μεταφορών με containers και ότι διατηρούσε πολυετή συνεργασία με τους εναγόμενους για την εκτέλεση μεταφορών, εκ των οποίων η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία τυγχάνει διαμεταφορέας και εκτελεί μεταφορές φορτίων των πελατών της και ο δεύτερος εναγόμενος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπός της, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. και του διευθύνοντος συμβούλου αυτής. Ότι τον Ιανουάριο του 2016, η πρώτη εναγόμενη μέσω του νομίμου εκπροσώπου της, δεύτερου εναγόμενου ανέθεσε στην ενάγουσα μια σειρά θαλάσσιων μεταφορών φορτίων πελατών της, συσκευασμένων σε εμπορευματοκιβώτια (containers), τα οποία παραλήφθηκαν από τους λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης για παράδοση σε λιμένες της Αυστραλίας και της Ινδίας, οι δε μεταφορές αυτές εκτελέστηκαν προσηκόντως από την ενάγουσα και επ’ αυτών εκδόθηκαν τα σχετικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που ήταν πληρωτέα με την έκδοσή τους και εμπεριέχονται αυτούσια στην αγωγή. Ότι η συνολική αξία των τιμολογίων ανήλθε στο ποσό των 50.644,03 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος Φ.Π.Α., πλην όμως αυτά παρέμειναν ανεξόφλητα. Ότι σε εξόφληση της ανωτέρω οφειλής, η πρώτη εναγόμενη εταιρία εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας τις αναφερόμενες ειδικότερα στην αγωγή επιταγές που φέρουν την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου, ως νόμιμου εκπρόσωπου της πρώτης εναγόμενης. Ότι πριν την εμφάνιση προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα των επιταγών εκείνων που αφορούσαν στα τιμολόγια εκδόσεως από 1.2.2016 έως 16.3.2016, ο δεύτερος εναγόμενος επικοινώνησε με την ενάγουσα για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης και ζήτησε να μην τις εμφανίσει, επειδή η πρώτη εναγόμενη αντιμετώπιζε πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια και δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο πληρωμής στον λογαριασμό της, αλλά τη διαβεβαίωσε ότι δεν διέτρεχαν κίνδυνο οι απαιτήσεις της, ότι η οφειλέτρια εταιρία είναι φερέγγυα και ότι αντιθέτως, εάν εμφανίζονταν οι επιταγές προς πληρωμή και γινόταν σφράγισή τους ως ακάλυπτων, οι δυσμενείς συνέπειες για την πιστοληπτική ικανότητα της τελευταίας λόγω της εγγραφής της στον «ΤΕΙΡΕΣΙΑ», θα καθιστούσαν την αποπληρωμή των οφειλών της προς την ενάγουσα, αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δυσχερή. Ότι για τους λόγους αυτούς ο δεύτερος εναγόμενος πρότεινε και η ενάγουσα δέχθηκε, υπό το καθεστώς της ανάγκης, την αντικατάσταση των επιταγών αυτών με άλλες. Ότι κάποιες άλλες επιταγές που αφορούσαν σε μεταγενέστερα τιμολόγια, αλλά και αυτές που δόθηκαν προς αντικατάσταση των αρχικών, η ενάγουσα εμφάνισε νομίμως κι εμπροθέσμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του τραπεζικού λογαριασμού της εκδότριας, δεν βρέθηκαν κατά τον χρόνο πληρωμής αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια και δεν κατέστη έτσι δυνατή η πληρωμή τους λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την έκδοση των ως άνω ακάλυπτων επιταγών έχει και ατομική αδικοπρακτική ευθύνη απέναντι στην ενάγουσα εταιρία, καθώς τις εξέδωσε με πλήρη γνώση ότι κατά τον χρόνο έκδοσης και πληρωμής τους η πρώτη εναγόμενη ως εκδότρια αυτών δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό της λογαριασμό, με αποτέλεσμα να προκαλέσει στην ενάγουσα παράνομα και υπαίτια ισόποση περιουσιακή ζημία. Ότι επίσης στην αντικατάσταση των επιταγών που αφορούσαν στα αρχικά τιμολόγια από 1.2.2016 έως 16.3.2016 με άλλες επιταγές, η ενάγουσα προέβη, έχοντας πειστεί από τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του δεύτερου εναγόμενου, ειδάλλως, θα είχε επιδιώξει εξαρχής την ικανοποίηση των απαιτήσεών της από τις ήδη αντικατασταθείσες επιταγές με κάθε νόμιμο μέσο. Ότι όμως και οι νεότερες επιταγές που αντικατέστησαν τις παλιές δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, όπως διακριβώθηκε κατά την εμφάνισή τους νομίμως κι εμπροθέσμως στην πληρώτρια τράπεζα. Ότι πέραν της αδικοπραξίας της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών από τους εναγόμενους, με την υπογραφή του δεύτερου εξ αυτών υπό την επωνυμία και τη σφραγίδα της πρώτης, οι εναγόμενοι και δη ο δεύτερος εναγόμενος κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2016 έως και τον Απρίλιο του 2016, με την ιδιότητα του νόμιμου εκπρόσωπου της πρώτης εναγόμενης αλλά και ο ίδιος ατομικά παρέστησε ψευδώς στην ενάγουσα ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι ήταν απόλυτα φερέγγυοι και αξιόπιστοι, ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, έχοντας επεκτείνει τη δραστηριότητά της και ότι εκείνος (β’ εναγόμενος) είχε τεράστια περιουσία, ότι οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εξελίσσονταν άριστα και ότι έτσι είχαν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις ανειλημμένες προς τρίτους οικονομικές υποχρεώσεις τους και ότι η αμοιβή των υπηρεσιών της ενάγουσας από τις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς φορτίων, θα αποπληρωνόταν με επιταγές που θα καλύπτονταν κατά την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής τους. Ότι η ενάγουσα δεν θα είχε προβεί στη σύναψη και εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων μεταφοράς με την πρώτη εναγόμενη, εάν γνώριζε την αλήθεια, την οποία ο δεύτερος εναγόμενος επιμελώς και αθέμιτα απέκρυψε, ήτοι ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι κατά τον χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων μεταφοράς ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσουν την αμοιβή για τις μεταφορές αυτές, ούτε και τις επίδικες επιταγές, με αποτέλεσμα η μεν ενάγουσα να υποστεί περιουσιακή ζημία ποσού 50.644,03 ευρώ, οι δε εναγόμενοι να έχουν αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του αυτού ποσού. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη για το ίδιο χρηματικό ποσό εξαιτίας της αδικοπραξίας του κατά τα άρθρα 914 και 926 ΑΚ, που προκάλεσε ισόποση περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα. Ότι εξαιτίας της αντισυμβατικής και βλαπτικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενης καθώς και της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου επλήγη το κύρος, η πίστη και το μέλλον της ενάγουσας λόγω της έλλειψης ρευστότητας και της μείωσης της αξιοπιστίας της, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη, πέραν της περιουσιακής, προς αποκατάσταση της οποίας αμφότεροι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, για τις παραπάνω αιτίες, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των 50.644,03 ευρώ ως εκ της συμβατικής βάσης λόγω των ανεξόφλητων τιμολογίων και εκ της αδικοπρακτικής βάσης λόγω έκδοσης των ακάλυπτων επιταγών ως αποζημίωση λόγω περιουσιακής ζημίας, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης εκ μέρους τους, τα οποία αρνούνται να της καταβάλουν παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, νομιμοτόκως αμφότερα τα ποσά αυτά από την επομένη έκδοσης εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και να απαγγελθεί λόγω της αδικοπραξίας προσωπική κράτηση ενός έτους σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, ως μέσου εκτέλεσης της απόφασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή κατά της πρώτης εναγόμενης κατά το μέρος μόνο της ιστορούμενης ενδοσυμβατικής της ευθύνης. Ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και νυν εφεσίβλητο, το ίδιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αναφορικά με τη συμβατική βάση της λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, καθώς στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς σύμφωνα με την αγωγή συμβλήθηκε η ενάγουσα με την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία και όχι ατομικά ο δεύτερος εναγόμενος που ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης. Σε ό,τι αφορά την αδικοπρακτική βάση λόγω έκδοσης ακάλυπτων επιταγών, τούτη απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, με το σκεπτικό ότι ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή το πραγματικό γεγονός της εμφάνισης προς πληρωμή και η μη πληρωμή των επίδικων επιταγών που εξέδωσε ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εις διαταγήν της δανείστριας ενάγουσας και πολύ περισσότερο το πραγματικό γεγονός της σφράγισης των επιταγών αυτών και της βεβαίωσης μη πληρωμής τους στο σώμα τους από τα αρμόδια όργανα της πληρώτριας τράπεζας λόγω έλλειψης επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου, καθώς προσαπαιτούμενο για το ορισμένο και το νόμω βάσιμο της αγωγής αυτής είναι η βεβαίωση επί των επίδικων επιταγών ότι εμφανίστηκαν προς πληρωμή νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός 8ημέρου από την αναγραφόμενη σε αυτές ημερομηνία έκδοσής τους, πλην όμως δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν ως ακάλυπτες από την πληρώτρια τράπεζα, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων. Τέλος, ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής επίσης κατά του δεύτερου εναγόμενου με την οποία υποστηρίζεται ότι αυτός τέλεσε απάτη σε βάρος της ενάγουσας με ψευδείς παραστάσεις σχετικά με τη φερεγγυότητα της πρώτης εναγόμενης, ισχυριζόμενος ότι αυτή αδυνατούσε λόγω προσωρινής δυσχέρειας να καλύψει τις επίδικες επιταγές, προκειμένου να αποφύγει και εντέλει να ματαιώσει σκόπιμα και δόλια την εμφάνιση προς πληρωμή των επίδικων επιταγών εκ μέρους της ενάγουσας και εντέλει τη σφράγισή τους ως ακάλυπτων και τη σχετική βεβαίωση στα σώματα αυτών, με αποτέλεσμα έτσι να απωλέσει η ενάγουσα την προθεσμία νόμιμης εμφάνισής τους προς πληρωμή και τα εξ αυτών νόμιμα δικαιώματά της για ικανοποίηση των απαιτήσεών της από τα εκδοθέντα ως άνω τιμολόγια για τη θαλάσσια μεταφορά, με αντίστοιχη περιουσιακή της βλάβη και όφελος της πρώτης εναγόμενης, ισόποσων των ενσωματωμένων στις επιταγές και στα τιμολόγια ποσών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την απέρριψε ως αόριστη. Τούτο δε με το σκεπτικό ότι η ενάγουσα δεν εκθέτει κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, πραγματικά περιστατικά περί παραπλάνησης και εξαπάτησής της εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί περίπτωση απάτης, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, αλλά ότι αντιθέτως εκθέτει εντελώς αορίστως, γενικόλογα και επιγραμματικά, περί της μη εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή νομίμως κι εμπροθέσμως, αποδίδοντας εν γένει την ευθύνη της καθυστέρησης σε παραπλάνηση και εξαπάτησή της από τον δεύτερο εναγόμενο, χωρίς να αναφέρει όμως ειδικότερα πραγματικά περιστατικά απάτης, γεγονός που προκαλεί ασάφεια και σύγχυση στον έλεγχο αυτών κατά νόμο και κατ’ ουσίαν, αλλά και για την αντίκρουσή τους από τους εναγόμενους. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα-ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατά την απόρριψη των εξ αδικοπραξίας βάσεων της αγωγής της κατά του δεύτερου εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου (αν και θεωρεί εσφαλμένα ότι οι βάσεις αυτές απορρίφθηκαν λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου εναγόμενου) και ζητεί αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η από 28.6.2017 αγωγή της κατά αυτού και να καταδικασθεί ο δεύτερος εναγόμενος και νυν εφεσίβλητος στα δικαστικά της έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Σχετικά με τον επιμέρους λόγο έφεσης που αφορά στην απόρριψη της αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής κατά του δεύτερου εναγόμενου από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών υπό την επωνυμία της πρώτης εναγόμενης, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: H έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως αντιστοίχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που δύναται να είναι και ενδεχόμενος (άρθρ. 27 παρ. 1 ΠΚ), εφόσον μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του ν. 5960/1933 με το άρθρ. 1 του ν.δ/τος 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υποστάσεως του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ανωτέρω άρθρου με το άρθρ. 4 § 1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ` εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Επομένως η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ` αρχάς με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (ΑΠ 705/2007). Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρ. 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, εφόσον και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικώς για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 179/2019, AΠ1051/2012 στην ΤΝΠ Νόμος). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι α) η έκδοση έγκυρης επιταγής από τον εναγόμενο, β) η εμπρόθεσμη, μέσα σε οκτώ ημέρες από τη χρονολογία της έκδοσης της επιταγής, εμφάνισή της προς πληρωμή, γ) η μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της λόγω έλλειψης στην πληρώτρια τράπεζα αντίστοιχων με το ποσό της επιταγής κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της, είτε εξ αρχής κατά το χρόνο της έκδοσής της είτε μεταγενέστερα και μέχρι την εμφάνισή της προς πληρωμή, δ) η απότοκη της μη πληρωμής ζημία του νόμιμου κομιστή της επιταγής (ενάγοντος) και ε) ο δόλος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 798/2010, ΑΠ 1051/2012 στην ΤΝΠ Νόμος). Άλλα στοιχεία για την πληρότητα και νομική θεμελίωση της πιο πάνω αγωγής, όπως η αιτία έκδοσης της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, δεν απαιτούνται, καθόσον πρόκειται για αδικοπραξία και όχι απαίτηση από επιταγή (ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1804/2012 στην ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 40 του Ν. 5960/1933, ο κομιστής μπορεί να ασκήσει  την αναγωγή αυτού κατά των οπισθογράφων, του εκδότη και των άλλων υποχρέων αν η επιταγή εμφανίσθηκε εγκαίρως, δεν πληρώθηκε και η άρνηση  της πληρωμής βεβαιώνεται  1) με δημόσιο έγγραφο (διαμαρτυρικό) ή 2) με δήλωση του πληρωτή πού χρονολογείται και γράφεται επί της επιταγής, με σημείωση της ημέρας της εμφανίσεως, ή 3) με χρονολογούμενη δήλωση γραφείου συμψηφισμού πού βεβαιώνει ότι η επιταγή  εγχειρίσθηκε εγκαίρως και δεν πληρώθηκε. Με την άνω διάταξη του άρθρου 40 του Ν. 5960/1933 ορίζονται οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες ο κομιστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα αναγωγής και ειδικότερα (ορίζεται) ο τρόπος βεβαιώσεως της αρνήσεως πληρωμής της επιταγής. Ο εν λόγω, όμως, τρόπος βεβαιώσεως  της αρνήσεως πληρωμής του άρθρου 40 Ν. 5960/1933 είναι μεν χρήσιμος προς απόδειξη της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 79 του ίδιου νόμου, δεν αποτελεί όμως στοιχείο του εγκλήματος αυτού και της αγωγής αποζημιώσεως λόγω εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (Α.Π. 25/2000), αφού με το τελευταίο άρθρο (79 Ν. 5960/1933) δεν γίνεται παραπομπή στο άρθρο 40, αλλά περιοριστικά καθορίζονται τα απαιτούμενα ως άνω στοιχεία  του εγκλήματος αυτού.  Επίσης δεν αποτελεί στοιχείο του άνω εγκλήματος και της ανωτέρω αγωγής αποζημιώσεως, η προς αποτροπή της κυκλοφορίας ακάλυπτων επιταγών επιβληθείσα με το άρθρο 2 Ν.Δ. 1325/1972 υποχρέωση της τράπεζας, σε περίπτωση μη πληρωμής της επιταγής, ελλείψει διαθεσίμων, να βεβαιώσει τούτο είτε επί του σώματος της επιταγής, είτε με ιδιαίτερο έγγραφο. Επομένως, τόσο η εμπρόθεσμη εμφάνιση, όσο και η άρνηση πληρωμής της  επιταγής μπορούν να αποδεικνύονται με οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ακόμη και με μάρτυρες (ΑΠ 513/2014, Αρμ 2014, σελ. 1331, ΑΠ 1708/2005, ΧρΙδΔ 2006, σελ. 351 που παραπέμπει και στην Α.Π. 569/1978).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εκ της αδικοπραξίας βάση της αγωγής κατά του δεύτερου εναγόμενου λόγω έκδοσης ακάλυπτων επιταγών στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης με λήπτρια την ενάγουσα προεχόντως πάσχει από αοριστία και όχι από νομική αβασιμότητα, όπως έκρινε η εκκαλούμενη. Ιδίως επισημαίνεται ότι αναγκαίο στοιχείο του περιεχομένου της αγωγής για την παραπάνω αιτία δεν αποτελεί η σφράγιση των επιταγών και η βεβαίωση της μη πληρωμής τους στο σώμα τους από τα αρμόδια όργανα της πληρώτριας τράπεζας λόγω έλλειψης επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου κεφαλαίων του εκδότη στον τραπεζικό του λογαριασμό, καθώς επί αδικοπραξίας το γεγονός της μη πληρωμής αποδεικνύεται και με μάρτυρες. Αντίθετα απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, το οποίο και λείπει εν προκειμένω από το αγωγικό δικόγραφο, είναι ο χρόνος εμφάνισης εκάστης επιταγής προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, μη αρκούσης της γενικής αναφοράς ότι η κάθε επιταγή εμφανίστηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα αλλά δεν πληρώθηκε ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, καθώς το εάν η κάθε επιταγή εμφανίστηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα είναι κρίση στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατά την υπαγωγή των επικαλούμενων από τον ενάγοντα πραγματικών περιστατικών στον προσήκοντα κανόνα δικαίου. Η ενάγουσα όφειλε να προσδιορίσει την ημερομηνία που εμφάνισε κάθε μία από τις επίδικες επιταγές προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, ώστε να μπορεί να κριθεί καταρχάς το νόμω βάσιμο της αγωγής, ήτοι αν με βάση το ιστορικό της αγωγής, κάθε μία επιταγή εμφανίστηκε εντός οκταήμερου από την αναγραφόμενη στο σώμα της ημερομηνία εκδόσεως κατά το άρθρο 29 παρ.1 του ν. 5960/1933 χωρίς να πληρωθεί, ώστε αν αποδειχθεί ο σχετικός ισχυρισμός να μπορεί να γίνει δεκτή η αγωγή στην ουσία της. Διαφορετικά ούτε ο πρώτος εναγόμενος μπορεί να αμυνθεί αμφισβητώντας συγκεκριμένη ημερομηνία εμφάνισης εκάστης επιταγής προς πληρωμή, ούτε το αρμόδιο Δικαστήριο μπορεί να τάξει τις δέουσες αποδείξεις σχετικά με το θέμα αυτό. Σημειώνεται ότι ο λόγος που ο εκδότης επιταγής υποχρεούται να αποζημιώσει τον κομιστή λόγω αδικοπραξίας, μόνο αν η επιταγή εμφανιστεί εμπρόθεσμα και δεν πληρωθεί ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, είναι ότι μόνο εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος, εν προκειμένω των οκτώ ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως, υποχρεούται ο εκδότης να διατηρεί αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή (βλ. Ι. Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, γ’ έκδοση, σελ. 410, παρ.β’). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί από μόνο του, χωρίς να υποβληθεί ειδικό παράπονο με την έφεση, να εξετάσει αν η αγωγή είναι παραδεκτή και στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι είναι απαράδεκτη να την απορρίψει, αρκεί η απόρριψη να γίνει με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, (άρθρο 536 ΚΠολΔ). Αν δε η αγωγή απορρίφθηκε πρωτόδικα ως μη νόμιμη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αν κρίνει ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή, αφού απλή αντικατάσταση αιτιολογίας δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο οδηγεί σε διάφορο κατ’ αποτέλεσμα δεδικασμένο (ΑΠ 963/1999, ΑΠ 455/1990, ΑΠ 389/1994, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 61/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση επειδή η ένδικη αγωγή, στρεφόμενη κατά του δεύτερου εναγόμενου, ως προς την ανωτέρω αδικοπρακτική βάση από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της παραπάνω αναφερόμενης αοριστίας της, πλην όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την απέρριψε εσφαλμένα ως νόμω αβάσιμη, συντρέχει λόγος εξαφάνισης της εκκαλουμένης, κατά την εν λόγω αγωγική βάση και αφού κρατηθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή να απορριφθεί λόγω της αοριστίας της ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4 και 216 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, η περιγραφόμενη στην αγωγή βάση της αδικοπρακτικής απάτης εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου και νυν εφεσίβλητου σε βάρος της ενάγουσας και νυν εκκαλούσας και δη ότι με ψευδείς περί φερεγγυότητας του ιδίου και της πρώτης εναγόμενης διαβεβαιώσεις έπεισε την ενάγουσα καταρχάς να δεχθεί μεταχρονολογημένες επιταγές εκδόσεως της πρώτης εναγόμενης έναντι της οφειλόμενης αμοιβής για τη θαλάσσια μεταφορά φορτίων, καίτοι αυτός γνώριζε ότι θα παρέμεναν ακάλυπτες και εν συνεχεία την έπεισε λίγο πριν τη λήξη ορισμένων εκ των επιταγών να τις αντικαταστήσει, επειδή δήθεν η εκδότρια εταιρία αντιμετώπιζε πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια και δήθεν ήταν φερέγγυα και θα πλήρωνε τις επιταγές, ενώ γνώριζε ότι οι επιταγές δεν θα πληρώνονταν, αφού η εκδότρια εταιρία και ο ίδιος βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ισόποση της αξίας των επιταγών ζημία ύψους 50.644,03 ευρώ, περιέχει κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου όλα τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση της απαίτησης στοιχεία και εσφαλμένα με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι η εν λόγω αγωγική βάση τυγχάνει αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη. Δεν απαιτείτο η ενάγουσα να εκθέτει ότι ο δεύτερος εναγόμενος της παρέστησε ψευδώς εξειδικευμένα περιστατικά φερεγγυότητας, καθώς αρκεί και μόνο η ρητή δήλωση ότι δήθεν ο ίδιος και η εταιρία που εκπροσωπούσε ήταν φερέγγυοι σε συνδυασμό με το γεγονός προηγούμενης συνεργασίας των διαδίκων, με ταυτόχρονη απόκρυψη της πραγματικότητας ότι βρίσκονταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, για να παραπλανηθεί ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας και να δεχθεί να παράσχει υπηρεσίες θαλάσσιας μεταφοράς στην πρώτη εναγόμενη, χωρίς να λάβει άμεσα την αμοιβή του, αλλά να παράσχει πίστωση σε αυτή με τη λήψη ακάλυπτων επιταγών και να ζημιωθεί εντέλει κατά το αντίστοιχο ποσό, ακολούθως δε να μην επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών της από τις επιταγές και να μην τις σφραγίσει, με την ψευδή παράσταση ότι υπήρχε μόνο πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια και ότι οι επιταγές θα πληρώνονταν λόγω της φερεγγυότητας των εναγόμενων, εφόσον και οι παραστάσεις ακόμα αυτές, εφόσον είναι ψευδείς δύνανται να εξαπατήσουν τον καλόπιστο συναλλασσόμενο (βλ. ΑΠ 839/2009, 840/2009 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά τον σχετικό βάσιμο λόγο έφεσης, πρέπει να κρατηθεί για να δικασθεί η αγωγή από τον παρόν Δικαστήριο ως προς την εν λόγω βάση της κατά του δεύτερου εναγόμενου και αφού κριθεί επαρκώς ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 932, 345, 346 ΑΚ, 386 ΠΚ, θα εξετασθεί στην ουσία της κατ’ άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ.

Από την εκτίμηση του συνόλου των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων από τους διαδίκους εγγράφων που λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επιμελεία της ενάγουσας δοθείσες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… υπ’ αριθ. ../2-11-2017 ένορκη βεβαίωση του … . και υπ’ αριθ. …./2-11-2017 ένορκη βεβαίωση του ……….., κατόπιν από 27.10.2017 γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων και κλήσης προς παράσταση στους εναγόμενους, που τους επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 30.10.2017, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη τους, όπου αναφέρονται τα στοιχεία του άρθρου 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθούν οι εναγόμενοι (βλ. την υπ’ αριθ. …../30-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……..), από το συνομολογούμενο γεγονός της μακρόχρονης μεταξύ των διαδίκων συνεργασίας, τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας κατ’ άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο τη ναυτιλιακή πρακτόρευση (αντιπροσώπευση) της εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, εδρεύουσας στη Γερμανία, για μεταφορές με φορτηγά πλοία γραμμής και την οργάνωση χερσαίων μεταφορών με containers και με γραφείο στον Πειραιά, ανέλαβε με συμβάσεις με την πρώτη εναγόμενη εταιρία, διαμεταφορέα που εκτελεί μεταφορές φορτίων των πελατών της και έχει νόμιμο εκπρόσωπό της, πρόεδρο του Δ.Σ. και διευθύνοντα σύμβουλό της τον δεύτερο εναγόμενο, με βάση πολυετή συνεργασία τους, την εκτέλεση θαλάσσιων μεταφορών, από την πρακτορευόμενη ως άνω εταιρία, και δη τον Ιανουάριο του 2016 της ανατέθηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία η εκτέλεση μιας σειράς θαλάσσιων μεταφορών που αφορούσαν φορτία πελατών της συσκευασμένων σε εμπορευματοκιβώτια (containers) που παραλήφθηκαν από τους λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης για παράδοση σε λιμένες της Αυστραλίας και της Ινδίας. Οι συμφωνημένες αυτές θαλάσσιες μεταφορές εκτελέστηκαν προσηκόντως από την ενάγουσα και επ’ αυτών εκδόθηκαν εκ μέρους της τα σχετικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που ήταν πληρωτέα με την έκδοσή τους και εμπεριέχονται αυτούσια στην ένδικη αγωγή. Η συνολική αξία των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. ανήλθε στο ποσό των 50.644,03 ευρώ. Πρόκειται συγκεκριμένα για τα ακόλουθα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με εκδότρια την ενάγουσα και κατ’ ουσίαν αποδέκτρια, έστω και σιωπηρώς, τη νυν μη διάδικο, πρώτη εναγόμενη ως αντισυμβαλλόμενη αυτής: ……../1-2-2016, ……./2-2-2016, ……./2-2-2016, …../8-2-2016, …../8-2-2016, …../2-2-2016, ……/12-2-2016, . …/12-2-2016, …../12-2-2016, …../12-2-2016, ……/18-2-2016, . ../18-2-2016, …../29-2-2016, ……/29-2-2016, ……./4-3-2016, . ../4-3-2016, ……/4-3-2016, ……../4-3-2016, …./4-3-2016, . ./7-3-2016, ……/15-3-2016, ……../15-3-2016, …../16-3-2016, ……./16-3-2016, ……./23-3-2016, ……/23-3-2016, ……./28-3-2016, ……./28-3-2016, ……/29-3-2016, ……/29-3-2016, ……/29-3-2016, ……/29-3-2016, …./7-4-2016, ……/7-4-2016, ……./8-4-2016, ……../8-4-2016. Για την εξόφληση της οφειλής της, η πρώτη εναγόμενη, νυν μη διάδικος, εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας τις παρακάτω επιταγές που φέρουν την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και συγκεκριμένα: i) Προς εξόφληση των υπ’ αριθ. ……./1.2.2016, ……../2.2.2016, ……./2.2.2016, ……/8.2.2016, ……/8.2.2016, ……./2.2.2016, ……../12.2.2016, ……/12.2.2016, ………/12.2.2016 και ……./12.2.2016 τιμολογίων της ενάγουσας, εξέδωσε μια επιταγή ποσού 5.802,39 ευρώ με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 23.3.2016 και μία επιταγή ποσού 4.800,08 ευρώ με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31.3.2016. Λίγο πριν εμφανισθούν οι επιταγές αυτές προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, ο δεύτερος εναγόμενος επικοινώνησε με το τμήμα λογιστηρίου της ενάγουσας για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης και της ζήτησε να μην τις εμφανίσει. Η δικαιολογία που προέβαλε ήταν ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρία είχε μια πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια και κατά τον χρόνο πληρωμής δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό της, λέγοντας, όμως, ότι ασφαλώς η σχετική οφειλή στη συνέχεια θα εξοφλείτο. Αντιθέτως προειδοποιούσε ότι σε περίπτωση που η ενάγουσα εμφάνιζε τις παραπάνω επιταγές προς πληρωμή και προέβαινε στη σφράγισή τους ως ακάλυπτων στον χρόνο που έληγαν, οι συνέπειες για την πιστοληπτική ικανότητα των εναγόμενων (εγγραφή στο Σύστημα Αθέτησης Υποχρεώσεων «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ», συνακόλουθη αδυναμία λήψης πίστωσης) θα καθιστούσαν την μετέπειτα αποπληρωμή των ως άνω ποσών αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δυσχερή. Πρότεινε δε ο δεύτερος εναγόμενος και νυν εφεσίβλητος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, προς εξασφάλιση της ενάγουσας και νυν εκκαλούσας να αντικαταστήσει τις παραπάνω επιταγές με νέες ισόποσες. Τούτο έγινε κατόπιν διαμαρτυρίας του λογιστικού τμήματος της ενάγουσας προς αυτόν ότι δεν επιθυμούσαν να διακινδυνεύσουν την εξόφληση της σχετικής οφειλής, κρατώντας στα χέρια τους ληγμένες και ασφράγιστες επιταγές. Πράγματι δε οι ως άνω επιταγές αντικαταστάθηκαν αντίστοιχα από την υπ’ αριθ. …….. επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» εκδόσεως της πρώτης εναγόμενης ποσού 5.802,39 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 5.6.2016 και από την υπ’ αριθ. …….. επιταγή της ίδιας τράπεζας, ομοίως εκδόσεως της πρώτης εναγόμενης, ποσού 4.800,08 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 5.6.2016. Όπως ομολογεί η ενάγουσα στην ένδικη αγωγή της επρόκειτο για μια κατάσταση ιδιότυπης «ομηρίας», αφού αν ήθελε να εξοφληθεί χωρίς να προσφύγει σε χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες θα έπρεπε να δεχθεί όπως της πρότειναν οι εναγόμενοι, την αντικατάσταση των παραπάνω επιταγών. Και οι επιταγές αυτές όμως δεν πληρώθηκαν, καθώς κατά την εμφάνισή τους στην πληρώτρια τράπεζα διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε στον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό διαθέσιμο υπόλοιπο.

ii) Προς εξόφληση των υπ’ αριθ. ……/18.2.2016, ……./18.2.2016, ……../29.2.2016, ……./29.2.2016, ……../4.3.2016, ……../4.3.2016, ……./4.3.2016, ……./4.3.2016, ……./4.3.2016, ……./7.3.2016, ……/15.3.2016, ……../15.3.2016, ……/16.3.2016, ……./16.3.2016 τιμολογίων, η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας τις παρακάτω επιταγές που φέρουν την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου, υπό την ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης: α) την υπ’ αριθ. ….. επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ποσού 2.658,17 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 4.4.2016, β) την υπ’ αριθ. …… επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ποσού 978,63 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 11.4.2016, γ) την υπ’ αριθ. …… επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ποσού 4.164,80 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15.4.2016 και δ) την υπ’ αριθ. ……. επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.» ποσού 3.983,33 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 26.4.2016. Και στην περίπτωση των ως άνω επιταγών, λίγο πριν τις εμφανίσει η ενάγουσα προς πληρωμή, ο δεύτερος εναγόμενος ειδοποίησε ότι δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, λόγω προσωρινής ταμειακής δυσχέρειας και πρότεινε την αντικατάστασή τους με μία νέα επιταγή που θα ενσωμάτωνε το άθροισμα των ποσών των αμέσως παραπάνω επιταγών, υποσχόμενος την εξόφληση της σχετικής οφειλής. Η ενάγουσα δέχθηκε και έλαβε στις 26.4.2016, προς αντικατάσταση των ως άνω επιταγών, την υπ’ αριθ. ………. επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», εκδόσεως της πρώτης εναγόμενης, ποσού 11.784,93 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15.6.2016. Ωστόσο, ούτε της επιταγής αυτής κατέστη δυνατή η πληρωμή λόγω έλλειψης υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, όπως διακριβώθηκε, όταν εμφανίσθηκε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα.

iii) Προς εξόφληση των υπ’ αριθ. ……./23.3.2016, ……/23.3.2016, ……/28.3.2016, …../28.3.2016, ……/29.3.2016, ……/29.3.2016, ………./29.3.2016 και ……./29.3.2016 τιμολογίων, η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. ……. επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που φέρει την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου, ποσού 20.294,78 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15.5.2016. Την επιταγή αυτή εμφάνισε προς πληρωμή η ενάγουσα στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, δεν βρέθηκαν κατά την εμφάνισή της, αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια και δεν κατέστη, έτσι, δυνατή η πληρωμή ούτε αυτής της επιταγής λόγω έλλειψης υπολοίπου.

iv) Προς εξόφληση των υπ’ αριθ. ……./7.4.2016, ……./7.4.2016, … …/8.4.2016 και ……/8.4.2016 τιμολογίων, η πρώτη εναγόμενη εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας την υπ’ αριθ. ……….. επιταγή της τράπεζας «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που φέρει την υπογραφή του δεύτερου εναγόμενου, ποσού 7.961,85 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31.5.2016. Την επιταγή αυτή εμφάνισε η ενάγουσα στην πληρώτρια τράπεζα προς πληρωμή, πλην όμως, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του τραπεζικού λογαριασμού, δεν βρέθηκαν σε αυτόν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια και έτσι δεν κατέστη δυνατή η πληρωμή της λόγω έλλειψης υπολοίπου. Εντέλει, όλα τα παραπάνω τιμολόγια που αντιστοιχούσαν στην αμοιβή της ενάγουσας για τις επίδικες θαλάσσιες μεταφορές φορτίων που της ανέθεσε η πρώτη εναγόμενη δεν εξοφλήθηκαν, ούτε μέσω των επίδικων επιταγών, ούτε με άλλο τρόπο. Περαιτέρω, όμως, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος και νυν εφεσίβλητος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης έπεισε με ψευδείς παραστάσεις τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας να προβεί στη σύναψη των προαναφερόμενων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς, τις οποίες αυτή διαφορετικά δεν θα εκτελούσε και ότι συγκεκριμένα της παρέστησε πως δήθεν ο ίδιος και η πρώτη εναγόμενη ήταν φερέγγυοι και αξιόπιστοι, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια η εταιρία και με τεράστια περιουσία ο ίδιος, αποκρύπτοντας αθέμιτα τη δεινή οικονομική τους κατάσταση, με αποτέλεσμα να την πείσει να συμβληθεί κατά τα ανωτέρω και η ενάγουσα να υποστεί ζημία από την μη εξόφληση της αμοιβής της για την εκτέλεση των παραπάνω θαλάσσιων μεταφορών. Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. ……/2.11.2017 ένορκη βεβαίωση του Υπεύθυνου Λογιστηρίου της ενάγουσας, ………., η διαδικασία με την οποία η ενάγουσα εταιρία κατάρτιζε συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς με έναν υποψήφιο πελάτη δεν περιλάμβανε έλεγχο της φερεγγυότητάς του, ούτε ζητούνταν από αυτόν να δώσει σχετικές διαβεβαιώσεις για να καταρτισθεί η μεταξύ τους σύμβαση. Τη διαδικασία αυτή περιγράφει ο ανωτέρω ενόρκως βεβαιώσας ως εξής: «Ο ενδιαφερόμενος διαμεταφορέας επικοινωνεί με το αντίστοιχο τμήμα και παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες της μεταφοράς. Βάσει των πληροφοριών αυτών δίδεται η οικονομική προσφορά της ενάγουσας. Στο σημείο αυτό γίνεται και κάποια σχετική διαπραγμάτευση για το τίμημα των υπηρεσιών, αλλά άπαξ και η οικονομική προσφορά γίνει εν τέλει δεκτή, είναι απόλυτα δεσμευτική και για τα δύο μέρη. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η μεταφορά και η ενάγουσα εκδίδει τις αντίστοιχες φορτωτικές. Ερχόμενος στην συνεργασία με τους εναγόμενους, μπορώ να βεβαιώσω ότι, αφού ακολουθούνταν όλα τα παραπάνω στάδια, ο ίδιος ο β’ εναγόμενος ερχόταν στα γραφεία της ενάγουσας, εξέδιδε επιταγή της α’ εναγομένης για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και λάμβανε το τιμολόγιό της καθώς και τις αντίστοιχες φορτωτικές». Έτσι και στην υπό κρίση περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι δόθηκαν, κατ’ εξαίρεση, διαβεβαιώσεις από τον δεύτερο εναγόμενο και νυν εφεσίβλητο προς την ενάγουσα, πριν την κατάρτιση των συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς, ότι ο ίδιος και η εταιρία που εκπροσωπούσε ήταν φερέγγυοι, ώστε να πειστεί η ενάγουσα να προχωρήσει στη σύναψη των σχετικών συμβάσεων και να δεχθεί, προς εξόφληση της αμοιβής της, επιταγές της πρώτης εναγόμενης. Σχετικά με τα περιστατικά και τις συνθήκες που συνόδευσαν την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς, ο γενικός διευθυντής της ενάγουσας, …………. στην υπ’ αριθ. …../2.11.2017 ένορκη βεβαίωσή του αναφέρει τα εξής: «Στις αρχές του έτους 2016 πληροφορήθηκα από το αντίστοιχο τμήμα της ενάγουσας ότι ο β’ εναγόμενος, για λογαριασμό της α’ εναγόμενης, ζήτησε και αποδέχτηκε πάλι προσφορές για μεταφορές φορτίων των πελατών τους. Ακολουθήθηκε η ίδια πάντα διαδικασία που περιγράφω ανωτέρω, εκτελέστηκαν οι σχετικές μεταφορές και η ενάγουσα εξέδωσε τα συγκεκριμένα τιμολόγια που ενσωματώνει στην αγωγή της. Ο β’ εναγόμενος, σε διαδοχικές επισκέψεις του στο γραφείο μου παρέλαβε τα αντίστοιχα τιμολόγια και φορτωτικές, πάλι χωρίς επιφυλάξεις ή διαμαρτυρίες και εξέδωσε με την υπογραφή του για λογαριασμό της α’ εναγόμενης σειρά επιταγών συνολικού ύψους 50.644,03». Ο παραπάνω γενικός διευθυντής δεν υποστηρίζει ότι για να καταρτισθούν οι ως άνω συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς και για να γίνουν δεκτές επιταγές της πρώτης εναγόμενης, έναντι της οφειλής της, όπως προέκυπτε από τα αντίστοιχα τιμολόγια, προηγήθηκαν ψευδείς παραστάσεις φερεγγυότητας των εναγόμενων, άνευ των οποίων δεν θα καταρτίζονταν οι σχετικές συμβάσεις και δεν θα γίνονταν δεκτές επιταγές της πρώτης εναγόμενης. Περαιτέρω, η συμπεριφορά του εφεσίβλητου -δεύτερου εναγόμενου που ζήτησε να αντικατασταθούν ορισμένες εκ των επιταγών που είχε παραδώσει στην εκκαλούσα-ενάγουσα, καθώς δεν μπορούσαν να πληρωθούν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, επικαλούμενος πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια και υποσχόμενος ότι θα εξοφλήσει τις νέες επιταγές δεν συνιστά εκ μέρους του απάτη. Ο δεύτερος εναγόμενος ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η εταιρία που εκπροσωπούσε δεν μπορούσε να καλύψει τις επιταγές που είχε εκδώσει λόγω έλλειψης κεφαλαίων στον τραπεζικό της λογαριασμό, εξαιτίας πρόσκαιρης ταμειακής δυσχέρειας, όπως ο ίδιος τη χαρακτήριζε, εντούτοις παρέδωσε άλλες επιταγές ισόποσης αξίας στην ενάγουσα. Η τελευταία μπορούσε να εμφανίσει τις νέες αυτές επιταγές και να τις σφραγίσει, γνωρίζοντας πλέον ότι δεν κατέστη δυνατή η πληρωμή των προηγούμενων επιταγών και άρα ήταν επισφαλής και η πληρωμή των νέων, χωρίς να υποστεί κάποια ζημία ως προς το αναγραφόμενο και στις αρχικές επιταγές κεφάλαιο, δεδομένου ότι τα ίδια ποσά αναγράφηκαν και στις νέες επιταγές και μπορούσε βάσει αυτών, πλέον η ενάγουσα να τα διεκδικήσει. Το υποστηριζόμενο από την εκκαλούσα-ενάγουσα ότι παρασύρθηκε από τις διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου ότι ήταν φερέγγυοι αυτός και η πρώτη εναγόμενη και ότι έτσι δέχθηκε την αντικατάσταση των αρχικών επιταγών δεν ευσταθεί. Η ενάγουσα γνώριζε από προηγούμενες συναλλαγές της με την πρώτη εναγόμενη ότι αυτή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Ο γενικός διευθυντής της ενάγουσας, ……….. καταθέτει στην υπ’ αριθ. …./2.11.2017 ένορκη βεβαίωσή του τα εξής: «Η ένδικη διαφορά για την οποία ασκήθηκε η αγωγή της ενάγουσας δεν ήταν πρώτη φορά που αντιμετωπίζαμε καθυστερήσεις στην εξόφληση των οφειλών των εναγομένων. Ήδη από τα τέλη του έτους 2015 υπήρξαν καθυστερήσεις στις πληρωμές των επιταγών που μας εξέδιδαν οι εναγόμενοι. Ενώ, δηλαδή, υπάλληλος της ενάγουσας τις εμφάνιζε στην τράπεζα της ενάγουσας προς κατάθεση και πίστωση στον λογαριασμό αυτής εντός του προβλεπόμενου από το νόμο οκταημέρου, η εν λόγω τράπεζα, ύστερα από διατραπεζικό έλεγχο στην πληρώτρια τράπεζα πληροφορούσε την ενάγουσα ότι ο λογαριασμός της α’ εναγόμενης δεν είχε επαρκές διαθέσιμο υπόλοιπο. Όπως είναι κατανοητό, αυτό μου είχε προκαλέσει εύλογο προβληματισμό γιατί μέχρι τότε δεν είχα κάποια ένδειξη ότι η α’ εναγόμενη εταιρεία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Στρατηγική της ενάγουσας πάντα είναι να επιλύονται τέτοιου είδους καταστάσεις με πρακτικό και εμπορικό τρόπο και χωρίς περιττές δικαστικές διενέξεις. Με τους εναγόμενους είχαμε καλή, όπως νόμιζα, σχέση. Για τους λόγους αυτούς, υπάλληλος της ενάγουσας επικοινωνούσε με τον α’ εναγόμενο για να ρυθμιστεί κάθε φορά το ζήτημα. Αυτός πάντα με βεβαίωνε, τηλεφωνικά και στις τακτικές επισκέψεις του στα γραφεία της ενάγουσας, ότι οι οφειλές θα πληρώνονταν και ότι απλά περνούσαν οι εναγόμενοι πρόσκαιρες ταμειακές δυσχέρειες. Τόσο εγώ όσο και οι λοιποί συνεργάτες μου στην ενάγουσα, κρίναμε ότι δεν θα ήταν ωφέλιμο για κανέναν να προβαίνουμε στην σφράγιση των επιταγών εκείνων, κάτι που από εμπορική άποψη θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται θα έλυνε. Εμπιστευόμουν τον β’ εναγόμενο και συνεκτιμούσα πάντα και την προηγούμενη συνεργασία μας. Πράγματι οι επιταγές εκείνες εν τέλει εξοφλήθηκαν από τους εναγόμενους, αν και με σημαντικές καθυστερήσεις». Επιπλέον, η αδικοπρακτική απάτη η οποία αποδίδεται στον δεύτερο εναγόμενο ότι με τις ψευδείς παραστάσεις περί πρόσκαιρης ταμειακής δυσχέρειας της πρώτης εναγόμενης και δήθεν φερεγγυότητάς της έπεισε τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας να δεχθεί νέες μεταχρονολογημένες επιταγές προς αντικατάσταση των αρχικών επιταγών δεν αποδεικνύεται στην ουσία της, καθώς αμφότεροι οι ενόρκως βεβαιώσαντες για λογαριασμό της ενάγουσας, ήτοι ο γενικός διευθυντής της και ο υπεύθυνος λογιστηρίου της καταθέτουν ότι η αντικατάσταση των αρχικών επιταγών με νέες ισόποσες έγινε, αφού αυτοί ενημέρωσαν τον δεύτερο εναγόμενο που τους είχε πληροφορήσει ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο υπόλοιπο στους τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης εναγόμενης, ότι δεν επιθυμούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους ληγμένες και ασφράγιστες επιταγές. Επομένως, η αντικατάσταση των προαναφερόμενων επιταγών με άλλες δεν ήταν αποτέλεσμα εξαπάτησης της ενάγουσας από τον δεύτερο εναγόμενο. Ούτε, τέλος, αποδεικνύεται ότι η μη σφράγιση των επιταγών που αναφέρονται πιο πάνω και οι οποίες παραδόθηκαν στην ενάγουσα από τον δεύτερο εναγόμενο για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης προς εξόφληση των ένδικων τιμολογίων οφείλεται σε αδικοπρακτική απάτη του δεύτερου εναγόμενου. Όπως προεκτέθηκε ο Προϊστάμενος Λογιστηρίου της ενάγουσας, ………….. στην υπ’ αριθ. …../2017 ένορκη βεβαίωσή του αναφέρει ότι ήδη από το έτος 2015, ορισμένες επιταγές των εναγόμενων δεν πληρώθηκαν εγκαίρως, αλλά με μεγάλη καθυστέρηση και ότι τα περιστατικά αυτά κλόνισαν την εμπιστοσύνη της ενάγουσας και των υπαλλήλων της προς εκείνους. Επίσης, κατά τα προαναφερθέντα, ο Γενικός Διευθυντής της ενάγουσας ……….. καταθέτει στην υπ’ αριθ. …../2017 ένορκη βεβαίωσή του ότι για τις δύο επιταγές της Τράπεζας Πειραιώς ποσού 5.802,39 ευρώ και 4.800,08 ευρώ αντιστοίχως έκδοσης 23.3.2016 και 31.3.2016 που ο δεύτερος εναγόμενος ζήτησε να μην εμφανιστούν, οι εκπρόσωποι της ενάγουσας αντέδρασαν ότι δεν επιθυμούσαν να διακινδυνεύσουν, κρατώντας στα χέρια τους ληγμένες και ασφράγιστες επιταγές, γι’ αυτό και ο δεύτερος εναγόμενος τις αντικατέστησε με δύο ισόποσες επιταγές με νεότερη ημερομηνία έκδοσης την 5.6.2016. Ότι το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε με τις από 4.4.2016, 11.4.2016, 15.4.2016 και 26.4.2016 επιταγές που εξέδωσαν οι εναγόμενοι υπέρ της ενάγουσας, ποσού 2.658,17 ευρώ, 978,63 ευρώ, 4.164,80 ευρώ και 3.983,33 ευρώ αντίστοιχα που εξόφληση μέρους των ένδικων τιμολογίων και για τις οποίες και πάλι παραμονή της εμφάνισής τους προς πληρωμή ο δεύτερος εναγόμενος ενημέρωσε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια επαρκή για την εξόφλησή τους στον αντίστοιχο λογαριασμό και εκ νέου πρότεινε την αντικατάστασή τους, όπως και έγινε δεκτό από τους εναγόμενους. Εφόσον, λοιπόν, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2016, δεν πειθόταν η ενάγουσα στις διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου ότι ετύγχαναν ο ίδιος και η εταιρία που εκπροσωπούσε φερέγγυοι και προκειμένου να μην εμφανίσει και σφραγίσει τις αρχικώς παραδοθείσες επιταγές εκδόσεως της πρώτης εναγόμενης ζήτησε και έλαβε άλλες νεότερες ισόποσες επιταγές, δεν κρίνεται πειστικό ότι ο λόγος που δεν ζήτησε τη σφράγιση των μεταγενέστερων επιταγών της πρώτης εναγόμενης και δη εκείνων που έληγαν τον Μάιο του 2016, ήτοι της υπ’ αριθ. …… επιταγής ποσού 20.294,78 ευρώ με ημερομηνία έκδοσης την 15.5.2016 και της υπ’ αριθ. ………… επιταγής ποσού 7.961,85 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.5.2016, αμφότερες της Τράπεζας Πειραιώς, καθώς και εκείνων που έλαβε προς αντικατάσταση των παλιών επιταγών ήταν ότι πλέον πείσθηκε στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου ότι αυτός και η πρώτη εναγόμενη ήταν φερέγγυοι. Ο λόγος που δεν σφράγισε τις επιταγές ήταν ότι λόγω της από ετών καλής συνεργασίας που είχε με τους εναγόμενους δεν επιθυμούσε να προχωρήσει σε μια τέτοια ενέργεια, η οποία θα επέφερε τη διακοπή της προς αυτούς πιστωτικής γραμμής από την τράπεζα που τους χρηματοδοτούσε και την ένταξή τους στο Σύστημα Αθέτησης Πληρωμών «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ». Η βούληση των οργάνων της ενάγουσας να μην προκαλέσουν μια τέτοια συνέπεια με τη σφράγιση των ανωτέρω επιταγών αναφέρεται και στις δύο προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις των υπαλλήλων της εκκαλούσας-ενάγουσας. Κατά τα λοιπά η απλή υπόσχεση του δεύτερου εναγόμενου ότι οι επιταγές θα πληρώνονταν καθώς η εταιρία που εκπροσωπούσε αντιμετώπιζε πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια, ενώ εντέλει αποδείχθηκε ότι η δυσχέρεια αυτή είχε μονιμότερα χαρακτηριστικά, καθώς κατά τους μάρτυρες της ενάγουσας, ύστερα από έλεγχο στον «ΤΕΙΡΕΣΙΑ» διαπιστώθηκε ότι είχαν συσσωρευθεί χρέη περίπου συνολικού ποσού 680.000 ευρώ, κάποια εκ των οποίων ανάγονταν στο έτος 2014, δεν συνιστά απάτη, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τους ίδιους μάρτυρες μέχρι και το τέλος του 2015, η πρώτη εναγόμενη κατάφερνε να πληρώνει σε αυτούς τις οφειλές της από επιταγές, έστω και καθυστερημένα, οπότε δεν αποδεικνύεται αυθαίρετη η προσδοκία του δεύτερου εναγόμενου ότι η εταιρία που εκπροσωπούσε θα ανταποκρινόταν και στις νεότερες υποχρεώσεις της. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ήταν αδικαιολόγητος ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου ότι η ταμειακή δυσχέρεια της πρώτης εναγόμενης ήταν προσωρινή, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός τέλεσε αδικοπρακτική απάτη, καθώς ήδη πριν την εμφάνιση των επίδικων επιταγών ενημέρωσε αληθώς την ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ότι δεν υπήρχε τραπεζικό υπόλοιπο στον αντίστοιχο λογαριασμό και ότι τυχόν σφράγιση των επιταγών θα καθιστούσε αδύνατη την πληρωμή τους. Η συμπεριφορά του, λοιπόν, αυτή κρίνεται εν προκειμένω αντισυμβατική αλλά όχι αδικοπρακτική. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 28.6.2017 (με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) αγωγή της ενάγουσας κατά τη βάση της κατά του δεύτερου εναγόμενου που αφορά στην τέλεση από αυτόν σε βάρος της αδικοπρακτικής απάτης. Κατόπιν τούτου, λόγω της ήττας της ενάγουσας-εκκαλούσας έναντι του δεύτερου εναγόμενου- εφεσίβλητου κατά την έκβαση της δίκης καθώς η αγωγή απορρίφθηκε και από το δικάσαν αυτή παρόν Δικαστήριο ως προς τις αδικοπρακτικές της βάσεις, τα δικαστικά έξοδα του τελευταίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ορωμένης της αγωγής κατά του δεύτερου εναγόμενου ως όλον, δηλαδή ως προς άπασες τις απορριφθείσες βάσεις της, συμπεριλαμβανομένης της ενδοσυμβατικής για την οποία έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης και δη για το ενιαίο της διατάξεως των δικαστικών εξόδων που τον αφορούν, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (βλ. Βασιλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τόμος Α’, έκδοση 1996, άρθρο 183, σελ. 1040, παρ.3). Τέλος, επειδή η ασκηθείσα έφεση οδήγησε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, πρέπει κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου παραβόλου, στην εκκαλούσα, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την 3028/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών-Τακτική Διαδικασία) κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου και αφορά στις αδικοπρακτικές βάσεις της από 28.6.2017 αγωγής κατά αυτού και ως προς τη διάταξη επιδίκασης σε αυτόν δικαστικών εξόδων.

Κρατεί και δικάζει την από 28.6.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου ως προς τις ως άνω αδικοπρακτικές βάσεις.

Απορρίπτει την αγωγή κατά του δεύτερου εναγόμενου ως προς τις παραπάνω βάσεις της.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου- δεύτερου εναγόμενου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων εξακοσίων τριάντα (1.630) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ………….. e- παράβολου ποσού εκατό (100) ευρώ του Υπουργείου Οικονομικών στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.1.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ