Αριθμός 41/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 19.0.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2019 έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και ήδη εκκαλούντος κατά της με αριθμό 2484/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614επ. 591 του ΚΠολΔ) επί της με αριθμό κατάθεσης ………./2017 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με ταυτόχρονη κατάθεση του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………/2019 ποσού 100 ευρώ που ορίζει το άρθρο 495 αρ. 3 του ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια (495 επ., 511 επ. και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015) δεδομένου ότι αυτή κατατέθηκε στις 23.9.2019 ενώ η εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 15.7.2019. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του το ενάγον νπιδ εξέθετε ότι αποτελεί νόµιµα συνεστηµένο φιλανθρωπικό σωµατείο και έχει στην κυριότητά του τα αναφερόµενα στην αγωγή δύο ακίνητα που βρίσκονται στον Πειραιά εκ των οποίων το πρώτο βρίσκεται στην …. επί της οδού ……. και αποτελείται από 12 καταστήµατα ενώ το δεύτερο στη συµβολή της …….. µε την ……… και αποτελείται επίσης από 12 καταστήµατα, τα οποία δεν αποτελούν οριζόντιες ιδιοκτησίες, και περιγράφονται αναλυτικά στην αγωγή. Ότι δυνάµει του με αριθμό ………/6-8-1992 συµβολαίου µίσθωσης ακινήτων της Συµβολαιογράφου Πειραιά ………., και των συµπληρωµατικών και τροποποιητικών αυτής συµβολαίων, εκµίσθωσε και παραχώρησε κατά χρήση στον ήδη εφεσίβλητο εναγόµενο κάτοικο Πειραιά τα δύο ακίνητα και συµφωνήθηκε επιπλέον ότι επί των ήδη µισθωµένων καταστηµάτων εκχωρεί στον εναγόµενο τα µισθωτικά του δικαιώµατα, µε τους ειδικότερους όρους και συµφωνίες, µεταξύ των οποίων και του δικαιώµατος υποµίσθωσης που αναφέρονται στο άνω συµβόλαιο και στα τροποποιητικά αυτού. Ότι η διάρκεια της σύµβασης µε τις άνω διακρίσεις συµφωνήθηκε να διαρκέσει µέχρι το έτος 2022, ενώ το µίσθωµα συµφωνήθηκε ότι ανέρχεται συνολικά και για τις δύο πιο πάνω οικοδοµές και για όλους τους παραδοθέντες προς χρήση χώρους στο ποσό του 1.850.000 δραχµών, µέχρι την 30η.6.1996, από την 1η.7.1996 µέχρι την 30η.6.1997 στο ποσό των 3.500.000 δραχµών και αναπροσαρµοζόµενου εφεξής ετησίως σύµφωνα µε το ποσοστό αύξησης του τιµαρίθµου του κόστους ζωής, όπως αυτό καθορίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξηµένο κατά ποσοστό 20% επί του µισθώµατος που θα καταβάλλεται τον αµέσως προηγούµενο της αναπροσαρµογής χρόνο, ενώ µε το από 9.9.1997 ιδιωτικό συµφωνητικό καταργήθηκε η ως άνω ρήτρα αναπροσαρµογής και το µηνιαίο µίσθωµα θα αναπροσαρµοζόταν εφεξής κατά ποσοστό 7% ετησίως επί του εκάστοτε καταβαλλόµενου µισθώµατος, διαχωριζόµενου και ανερχόµενου για το µεν Α ακίνητο επί της οδού ………… σε 1.245.000 µηνιαίως, για το δε υπό στοιχείο Β ακίνητο επί της …… και ……….. σε 2.500.000 δρχ µηνιαίως. Ότι κατόπιν των διαδοχικών αναπροσαρµογών το µηνιαίο µίσθωµα ανέρχεται, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής για το Α ακίνητο στο ποσό των 14.134 ευρώ πλέον 3,6% τέλος χαρτοσήµου ποσού 508 ευρώ και για το Β ακίνητο στο ποσό των 28.382 ευρώ, πλέον τέλος χαρτοσήµου 3,6% ποσού 1.021 ευρώ. Ότι µε τον όρο 12 του από 9.10.1992 ιδιωτικού συµφωνητικού, ο ήδη εφεσίβλητος, υποχρεούτο από 18.10.1992 και εφεξής, µέχρι τη λήξη της διάρκειας της µίσθωσης να καταβάλει µε δικά του χρήµατα στις τετιµηµένες κληροδόχους του ……….., ………και ……… το βαρύνον την αδελφότητα κληροδότηµα, που προβλέπεται από τη διαθήκη του ως άνω …………. Ότι µε τον τρίτο όρο του από 9.9.1997 συµφωνητικού συµφωνήθηκε ότι ο ήδη εφεσίβλητος, σε περίπτωση θανάτου των ως άνω τετιµηµένων, θα έπρεπε να καταβάλει στο εκκαλούν το ποσό που αυτές ελάµβαναν από αυτόν ως µηνιαία υποκληροδοσία, το οποίο όφειλε να καταβάλει ως πρόσθετο µίσθωµα. Ότι το µηνιαίο επίδοµα (διατροφή) ανερχόταν το έτος 1975 στο ποσό των 6.000 δραχµών, ενώ κατόπιν των αναπροσαρμογών σύµφωνα µε τη διάταξη της διαθήκης του …………, το έτος 2010 στο ποσό των 700 ευρώ, το έτος 2011 στο ποσό των 730,80 ευρώ, το έτος 2012 στο ποσό των 746,40 ευρώ, το έτος 2013 στο ποσό των 746,88 ευρώ, το έτος 2014 στο ποσό των 738,60 ευρώ, το έτος 2015 στο ποσό των 722,41ευρώ, το έτος 2016 στο ποσό των 716,63 ευρώ και το έτος 2017 στο ποσό των 723 ευρώ. Ότι µε το με αριθμό ………./10-5-2007 συµβόλαιο δωρεάς, το ενάγον δώρησε το δικαίωµα ενάσκησης της επικαρπίας των µίσθιων ακινήτων µε όλα τα σχετικά δικαιώµατα και τις σχετικές αγωγές και ενστάσεις ακόµα και αυτή της απόδοσης του µισθίου στην Ιερά Μονή µε την επωνυµία «ΑΝΔΡΩΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ του ………..» και εκχώρησε το δικαίωµα είσπραξης των µισθωµάτων, η δε ως άνω Ιερά Μονή ανήγγειλε στον εναγόµενο µε την από 18-11-2009 αναγγελία την εκχώρηση και τον κάλεσε όπως εφεξής να καταβάλλει σε αυτό τα µισθώµατα. Ότι αν και ο ήδη εφεσίβλητος παρέλαβε όλα τα καταστήµατα των υπό στοιχεία Α και Β ακινήτων, από το χρόνο υπογραφής του με αριθμό …../1992 µισθωτηρίου συµβολαίου, και τα χρησιµοποιεί ακώλυτα, η δε µίσθωση ισχύει µέχρι σήµερα, παρά την προαναφερόμενη αναγγελία καθυστερεί επανειληµµένως από δυστροπία την καταβολή µισθωµάτων. Ότι, ειδικότερα, από το έτος 2005, οπότε και απεβίωσε η εκ των τετιµηµένων ……….., δεν κατέβαλε στην ως άνω έχουσα την επικαρπία Ιερά Μονή του ………., αλλά ούτε και στο ήδη εκκαλούν, το ποσό του µηνιαίου επιδόµατος και αναλυτικότερα, δεν κατέβαλε κανένα ποσό από 1η.12.2012 έως Νοέµβριο 2017, οφείλοντας για το έτος 2012 το ποσό των 746,40 ευρώ, για το έτος 2013 ποσό 8.962,56 ευρώ, για το έτος 2014 ποσό 8.863,20 ευρώ, για το έτος 2015 ποσό 8.668,92 ευρώ, για το έτος 2016 ποσό 8.599,56 ευρώ και για το έτος 2017 ποσό 7.953 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 43.793,64 ευρώ. Ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλε τα επιδόµατα στην τετιµηµένη ………… µέχρι το έτος 2010, και στη συνέχεια άρχισε να καθυστερεί την καταβολή τους ή να καταβάλει µικρότερα ποσά και από το έτος 2014 σταµάτησε από δυστροπία να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό, οφείλοντας στην …………. για την περίοδο από 1 η.3.2010 έως 28.2.2011 το ποσό των 369,60 ευρώ, για την περίοδο από 1η.3.2011 έως 28.2.2012 το ποσό των 553,68 ευρώ, για την περίοδο από 1 η.3.2012 έως 28.2.2013 το ποσό των 5.362,56 ευρώ, για την περίοδο από 1 η.3.2014 έως 31.10.2015 το ποσό των 12.548,20 ευρώ, για την περίοδο από 1η.11.2015 έως 31.10.2016 ποσό 8.868,92 ευρώ και από 1η.11.2016 µέχρι την άσκηση της αγωγής ποσό 9.316,19 ευρώ, οφείλοντας έτσι συνολικά το ποσό των 37.019,15 ευρώ. Ότι ακολούθως η ως άνω ……… επέδωσε σε αυτό (εκκαλούν) την από 13.3.2015 εξώδικη διαµαρτυρία της, και το τελευταίο όχλησε τον εφεσίβλητο να καταβάλει τα ως άνω ποσά στην πρώτη και ότι ακολούθως η ……… ξεκίνησε σε βάρος του δικαστικό αγώνα αφού άσκησε την από 18.11.2015 και µε αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2015 αγωγή της ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, µε την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί το εκκαλούν να καταβάλει τόσο τα έως τότε οφειλόµενα όσο και µελλοντική διατροφή καθώς και την αποζηµίωσή της λόγω ηθικής βλάβης. Με βάση τα παραπάνω πραγµατικά περιστατικά το ήδη εκκαλούν αιτήθηκε να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να του αποδώσει τη χρήση των µισθίων ακινήτων, όπως αυτά λεπτοµερώς περιγράφονται στην αγωγή, λόγω της επανειληµµένης δυστροπίας περί της καταβολής των οφειλοµένων µηνιαίων επιδοµάτων τα οποία αποτελούν µέρος µισθώµατος, σε περίπτωση άρνησής του να διαταχθεί με προσωρινά εκτελεστή απόφαση η βίαιη αποβολή του εναγόµενου από τα µίσθια ακίνητα καθώς και κάθε τρίτου που έλκει από αυτόν δικαιώµατα και η εγκατάσταση του ενάγοντος στη χρήση αυτών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 παρ. 1, 29 παρ 1 ΚΠολΔ και 48 πδ 34/1995, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 614, 615 επ ΚΠολΔ. Ακολούθως έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισµένη και νόµιµη με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 361, 574, 593, 594, 595, 361, 340, 341 ΑΚ, 66 ΕισΝΚΠολΔ, 661 ΚΠολΔ, 1 περ α, 5 παρ 1, 5 και 44 του Π.δ. 34/1995 176, 616,907,910 αρ 1 και 2 ΚΠολΔ, και στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά την απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που άπτονται σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή. Να σημειωθεί όμως στο σημείο αυτό ότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Επομένως τα όσα αναφέρονται από το εκκαλούν στο τέταρτο λόγο εφέσεως περί λογικών αλμάτων της εκκαλουμένης και αντιφατικών αιτιολογιών προβάλλονται αλυσιτελώς και κρίνονται απορριπτέα.
Κατά τους γενικούς ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ, ορίζεται αφενός μεν ότι κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, αφετέρου δε ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, και αυτοί εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα. Το δικαστήριο οφείλει να εκθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των ως άνω διατάξεων αλλά και με την ερμηνεία να ακολουθήσει τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, ως κριτηρίων συμπεριφοράς που επιβάλλονται στις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, την ιδιαίτερη προστασία του οποίου επιδιώκει ο ερμηνευόμενος όρος, το δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών (ΑΠ 1565/2017, ΑΠ 776/2013, ΑΠ 1798/2011 δημ. νόμος). Για την εφαρμογή των ΑΚ 173 και 200 ΑΚ δεν χρειάζεται η διαπίστωση ασάφειας ή κενού να είναι ρητή, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα. Η διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ καθιερώνει τη λεγόμενη υποκειμενική ερμηνεία, η οποία όμως, υπαγορεύοντας την ανεύρεση της αληθινής βουλήσεως, δεν εννοεί κάποια ενδόμυχη βούληση του δικαιοπρακτούντος αλλά τη βούληση που προκύπτει από τη δήλωση του. Αντίθετα η ΑΚ 200 καθιερώνει τη λεγόμενη αντικειμενική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία στους όρους της συμβάσεως πρέπει να αποδίδεται το νόημα που της αποδίδει ο μέσος, έντιμος, κοινωνικός άνθρωπος του οικείου κύκλου συναλλαγών και σκοπός της είναι η προστασία των συναλλασσομένων, τα συμφέροντα των οποίων κινδυνεύουν, εάν μια δήλωση βούλησης που τους αφορά, ισχύσει με το νόημα που την κατανοεί μόνο ο δηλώσας (Γεωργιάδης Γενικές αρχές αστικού δικαίου, β’ έκδοση 1997, 450επ.).
Από την εκτίµηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα απόδειξης, της ανωµοτί κατάθεσης του εφεσιβλήτου που εξετάστηκαν νόµιµα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασής του, όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται από δικαστικές αποφάσεις (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ), τη με αριθμό …./2018 ένορκη βεβαίωση του μέλους και ταμία του εκκαλούντος …….., κατοίκου …., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών που δόθηκε κατά τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015, σύμφωνα με τη με αριθμό …/28.3.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………., και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το με αριθµό ……/1992 συµβολαίο µίσθωσης ακινήτων και εκχώρησης µισθωτικών δικαιωµάτων της συµβολαιογράφου Πειραιά, …….., στο οποίο συμβαλλόμενοι ήταν ο πρόεδρος του εκκαλούντος Αρχιμανδρίτης …………. και ο εφεσίβλητος, το ήδη εκκαλουν νπιδ εκµίσθωσε στον εφεσίβλητο δύο συγκροτήματα ουσιαστικά ακινήτων που βρίσκονται στον Πειραιά και ειδικότερα α) µια ολόκληρη ισόγεια οικοδοµής (τύπου στοά) µετά των παραρτηµάτων, προσαυξηµάτων, παρακολουθηµάτων και του οικοπέδου της, συνολικής επιφανείας των κτισµάτων 195,50 τ.µ. και του οικοπέδου 330,40 τ.µ., που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήµου Πειραιά, στην …….. και επί της οδού ………… Η ισόγεια οικοδοµή (τύπου στοάς) αποτελείται από 12 επί µέρους καταστήµατα και δώµα, δηλαδή κατάστηµα 1 επιφανείας 27 τ.µ., κατάστηµα 2 επιφανείας 9 τ.µ., κατάστηµα 3 επιφανείας 9 τ.µ., κατάστηµα 4 επιφανείας 16,40 τ.µ., κατάστηµα 5 επιφανείας 12 τ.µ., κατάστηµα 6 επιφανείας 22 τ.µ., κατάστηµα 7 επιφανείας 23 τ.µ., κατάστηµα 8 επιφανείας 12 τ.µ., κατάστηµα 9 επιφανείας 20 τ.µ., κατάστηµα 10 επιφανείας 27 τ.µ., κατάστηµα 11 επιφανείας 11 τ.µ και κατάστηµα 12 επιφανείας 18,50 τ.µ (βλ. το από Δεκεµβρίου 1979 σχεδιάγραµµα κατόψεως του Αρχιτέκτονα Μηχανικού . …, που προσαρτάται στο με αριθμό …./2007 συµβόλαιο του Συµβολαιογράφου Πειραιά ………….), και β) ολόκληρες δύο συνεχόµενες οικοδοµές, που αποτελούνται από καταστήµατα, αποθήκες, πατάρι, ηµιτελή ηµιώροφο και το δώµα, µετά του οικοπέδου τους, που βρίσκονται στην περιφέρεια του Δήµου Πειραιά, παρά την ………. και στη γωνία των οδών …. . και …., συνολικής επιφανείας του οικοπέδου 767,98 τ.µ. και των κτισµάτων 608,60 τ.µ του ισογείου, παταρίου 222 τ.µ., ηµιτελούς ηµιωρόφου στο στάδιο κατασκευής του σκελετού 609,60 τ.µ.και του δώµατος που επίσης έχουν αποτυπωθεί στο προαναφερόμενο σχεδιάγραμμα. Το ως άνω ενιαίο οικόπεδο συνορεύει Ανατολικά µε την οδό ….., Δυτικά µε ιδιοκτησία διαφόρων ιδιοκτητών, Βόρεια µε ιδιοκτησία διαφόρων ιδιοκτητών και Νοτίως µε την οδό ……… Οι οικοδοµές αυτές αποτελούνται σύµφωνα µε το ως άνω µισθωτήριο συµβόλαιο, στο ισόγειο από: κατάστηµα με αριθμό 1 επιφανείας 17 τ.µ., κατάστηµα με αριθμό 2 επιφανείας 16,50 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 3 επιφανείας 16 τ.µ., κατάστηµα με αριθμό 4 επιφανείας 15,60 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 5 επιφανείας 29 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 6 επιφανείας 62 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 7 επιφανείας 37 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 8 επιφανείας 25 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 9 επιφανείας 138 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 10 επιφανείας 102 τ.µ, κατάστηµα με αριθμό 11 επιφανείας 16,50 τ.µ, και κατάστηµα με αριθμό 12 επιφανείας 11,25 τ.µ. Στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό προσδιορίστηκε επακριβώς το ύψος του μισθώματος και ειδικότερα αναφέρθηκαν επακριβώς τα ποσά που είχε καθορίσει η με αριθμό 855/1991 απόφαση του Εφετείου Πειραιά περί καθορισμού μηνιαίου μισθώματος μετά τη λήξη της συμφωνημένης χρονικής διάρκειας της μίσθωσης (βλ. 6ο και 7ο φύλλο). Η διάρκεια της µίσθωσης µεταξύ των διαδίκων μερών καθορίστηκε από την 6η.10.1992 µέχρι την 5η.10.2022 για τα κενά και ελεύθερα καταστήµατα, αποθήκες και λοιπούς χώρους, ενώ για όσους χώρους ήταν ήδη µισθωµένοι σε τρίτους η διάρκεια της µίσθωσης καθορίστηκε από την 6η.10.1992 µέχρι την 5η.10.1993 µε µονοµερές δικαίωµα παράτασης από το µισθωτή µέχρι συµπλήρωσης του συνολικού χρονικού διαστήµατος ογδόντα (80) ετών, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στην ως άνω συµβολαιογραφική πράξη µίσθωσης και εκχώρησης µισθωτικών δικαιωµάτων. Επιπλέον προσδιορίστηκε ειδικά ο τρόπος καταβολής του μισθώματος (βλ. 12ο φύλλο) και ειδικότερα προσδιορίστηκε ότι αυτό θα καταβάλλεται προκαταβολικά στην αρχή και μέσα στις πρώτες τρεις μέρες κάθε μήνα στα γραφεία της εκμισθώτριας στη ….. Αττικής. Να σημειωθεί εδώ ότι όλα τα προπεριγραφόμενα είχαν κληροδοτηθεί στο εκκαλούν, τότε ιεραποστολικό σωµατείο µε την επωνυµία «ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ………..», µε την από 18.10.1974 ιδιόγραφη διαθήκη του ….. ………, η οποία δηµοσιεύτηκε µε τα µε αριθµό ……./26.06.1975 πρακτικά συνεδρίασης του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο αποδέχθηκε την κληροδοσία µε τη με αριθμό ……../2.9.1975 συµβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληροδοτήµατος του συµβολαιογράφου Αθηνών ……….., η οποία έχει µεταγραφεί νόµιµα. Με την προαναφερθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του ο ………. εγκατέστησε και υπέρ της …….. και ………. υποκληροδοσία (και όχι τρόπο αφού οι προαναφερόμενες θα είχαν δικαίωμα να απαιτήσουν την εκπλήρωση της παροχής αυτής) σε βάρος του ίδιου τότε σωµατείου, το οποίο αναλάµβανε την υποχρέωση να χορηγεί ισόβια ως µηναίο επίδοµα σε έκαστη εκ των τετιµηµένων το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) δραχµών µε ανάλογη ετήσια αναπροσαρµογή αυτού ανάλογα µε τη µεταβολή του τιµάριθµου, του κόστους ζωής και µε όποιο τρόπο γίνεται η σχετική αναπροσαρµογή µε βάση την οικονοµική επιστήµη, όπως αναφερόταν επίσης στη συγκεκριµένη ιδιόγραφη διαθήκη. Τρεις μέρες αργότερα ο Αρχιμανδρίτης ………… και ο εφεσίβλητος τροποποίησαν την προαναφερόμενη σύμβαση μισθώσεως και καθόρισαν το συνολικό μηνιαίο μίσθωμα από 1.8.1992 σε 1.850.000 δραχμές και από 1.7.1996 έως 31.7.1997 σε 3.500.000 δραχμές με δικαίωμα αναπροσαρμογής κάθε χρόνο, σύµφωνα µε το ποσοστό αύξησης του τιµαρίθµου του κόστος ζωής, όπως αυτό καθορίζεται από την ΕΣΥΕ, προσαυξηµένο κατά ποσοστό 20%, επί του µισθώµατος που θα καταβάλλεται τον αµέσως προηγούµενο της αναπροσαρµογής χρόνο. Με το άρθρο 3 του παραπάνω τροποποιητικού ιδιωτικού συμφωνητικού, ορίστηκε μίσθωμα εφάπαξ ύψους 1.000.000 δραχμών το οποίο και κατέβαλε άμεσα ο εφεσίβλητος, ενώ ανέλαβε και την υποχρέωση, με αποδοχή συναλλαγματικής με ρήτρα μη περαιτέρω οπισθογράφησης και με δυνατότητα διόρθωσης της ημερομηνίας από την εκδότρια, καταβολής του ποσού των 24.000.000 δραχμών. Με το άρθρο 4 ο εφεσίβλητος ανέλαβε επιπλέον την υποχρέωση να κατασκευάσει διώροφη οικοδομή στα ανωτέρω ακίνητα και επίσης να συνεχίσει και να διεξαγάγει με δική του επιμέλεια και δαπάνες το δικαστικό αγώνα επί αγωγής των κληρονόμων του διαθέτη ……….. (άρθρο 8). Περαιτέρω, στον όρο 12 του ως άνω από 9 Οκτωβρίου 1992 ιδιωτικού συµφωνητικού συµφωνήθηκε ότι «ο µισθωτής υποχρεούται από 18-10-1992 και στο εξής µέχρι λήξεως της διαρκείας της µισθώσεως να καταβάλει µε δικά του χρήµατα στις τετιµηµένες κληροδόχους του ………, …….. και ……… το βαρύνον την αδελφότητα κληροδότηµα, που προβλέπεται από τη διαθήκη του πιο πάνω ……….». Στο ζήτημα που εδώ ενδιαφέρει και αφορά τον αγωγικό ισχυρισμό του εκκαλούντος στον οποίο άπτονται οι τρεις πρώτοι συναφείς λόγοι εφέσεως σχετικό με το αν με τον όρο αυτό εισήχθη υποχρέωση πρόσθετου μισθώματος όπως ισχυρίζεται το εκκαλούν, ή όχι, όπως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος πρέπει να αναφερθεί ότι θα γίνει προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ κα θα αναζητηθεί η πραγματική βούληση με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, προκειµένου να ερµηνευτούν οι δηλώσεις βουλήσεως των µερών που οδήγησαν στην κατάστρωση του όρου 12 του από 9.10.1992 ιδιωτικού συµφωνητικού και του τρίτου όρου του από 9.9.1997 συµφωνητικού-βεβαίωσης. Τούτο δε διότι βασικό στοιχείο του μισθώματος είναι ο ποσοτικός του προσδιορισμός ο οποίος πρέπει να προκύπτει πέρα από κάθε αμφιβολία, και στη συγκεκριμένη περίπτωση και διότι το ύψος του μισθώματος δηλώνεται επακριβώς στην οικονομική υπηρεσία. Το εκκαλούν ενδεχομένως ως Ιεραποστολική Αδελφότητα έχει απαλλαγή από το φόρο του μισθώματος που εισπράττει, πλην όμως ο εφεσίβλητος υποχρεούται και δικαιούται να δηλώνει στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία το ακριβές ποσό του μισθώματος που καταβάλει. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση το εκκαλούν δεν εξηγεί για ποιο λόγο στην παράγραφο 1 του μισθωτηρίου δεν ορίστηκε το συνολικό ύψος του μισθώματος τη στιγμή που, κατά την εκδοχή του, ουσιαστικά η προπεριγραφόμενη υποκληροδοσία μετακυλήθηκε, όπως ισχυρίζεται, κατόπιν συμφωνίας, χωρίς όμως να αναφερθεί ξεκάθαρα, στον εφεσίβλητο µισθωτή με τη διάταξη του άρθρου 12, και πλέον αποτελούσε βάρος του μισθίου, αφού το συνολικά καταβαλλόµενο ποσό για τα µηνιαία επιδόµατα των προαναφερόμενων φυσικών προσώπων, κατέστη επιπλέον µίσθωµα. ΄Ολα τα παραπάνω συμβαίνουν, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό αν και κατά τη διάταξη του άρθρου 1967 του ΑΚ η υποκληροδοσία αφορά (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο και στη συγκεκριμένη περίπτωση τον κληροδόχο (δηλαδή το εκκαλούν) που επιβαρύνεται με την υποχρέωση εκπλήρωσης της (βλ. Παπαντωνίου Κληρονομικό Δίκαιο 1989, σελ. 120 επ.). Ο εφεσίβλητος αρνείται ότι ο παραπάνω όρος εισήγαγε επιπλέον μίσθωμα και ισχυρίζεται ότι αυτός είναι μόνο εντολοδόχος κατά το μέρος αυτό για την εκτέλεση της υποκληροδοσίας στα πλαίσια των διαχειριστικών του αρµοδιοτήτων, που μετά από σχετική σύμβαση εντολής του ανατέθηκαν από το εκκαλούν. Αποδείχθηκε ακολούθως περαιτέρω ότι κατόπιν όλων των παραπάνω μεταξύ του προαναφερόμενου Αρχιμανδρίτη τότε προέδρου του εκκαλούντος και του εφεσιβλήτου καταρτίστηκαν και τα με αριθμούς …./1993, …../1994 και …../1996 συµβόλαια µίσθωσης ακινήτου της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., με τα οποία, είτε ορίστηκε χρόνος λήξης της μίσθωσης κάποιων καταστημάτων στις 5.10.2020 (βλ. 5ο φύλλο σχετικού 5 και σχετικού 10), είτε παρατάθηκε η μίσθωση συγκεκριμένου ακινήτου για δύο μόνο έτη μέχρι τις 5.10.1996 και μηναίο μίσθωμα 1.000.000 δραχμών, με δικαίωμα του εφεσίβλητου να ζητήσει την παράταση της 30ους διάρκειας μισθωμένων χώρων που περιγράφονταν στα προαναφερόμενα μισθωτικά συμβόλαια (βλ. 6ο φύλλο σχετ. 9). Στη συνέχεια υπογράφηκε το αρκετά δυσανάγνωστο από 9-9-1997 ιδιωτικό συµφωνητικό που από τον προαναφερόμενο τότε ισόβιο πρόεδρο του εκκαλούντος σωµατείου Αρχ/τη ……… και τον εφεσίβλητο, σύμφωνα με το οποίο συµφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, [όρος α)] ότι καταργείται η ως άνω ρήτρα αναπροσαρµογής του µισθώµατος και το µηνιαίο µίσθωµα θα αναπροσαρµόζεται κατά ποσοστό 7% ετησίως επί του εκάστου καταβαλλοµένου µισθώµατος και ακόµα, µε τον όρο 3 α) του ίδιου ως άνω από 9-9-1997 συµφωνητικού, ότι «ο κ. …….. σε περίπτωση κοιµήσεως (θανάτου) των τετιµηµένων, τα χρήµατα τα οποία λαµβάνουν, παραµένουν στην αδελφότητα, ως ήτο και πριν ως αναγράφη και η διαθήκη του ………..», όρος του οποίου επίσης αμφισβητείται η έννοια του. Το εκκαλούν δε ισχυρίζεται ότι αν ο πρώτος όρος του άρθρου 12 δεν αφορούσε πρόσθετο μίσθωμα, τότε δεν θα υφίστατο ανάγκη να συμφωνηθεί ο δεύτερος όρος με το παραπάνω περιεχόμενο. Όμως εκτιμάται από το παρόν δικαστήριο ότι η διευκρίνιση αυτή έλαβε χώρα προκειμένου να οριστεί ότι στην περίπτωση που απεβίωναν οι υποκληροδόχοι τετιμημένες, δεν θα υπήρχε περίπτωση να οριστεί νέος υποκληροδόχος, καθόσον οι συμβαλλόμενοι δεν είχαν ειδικές γνώσεις κληρονομικού δικαίου για να γνωρίζουν τι συμβαίνει όταν αποβιώσει ο κληροδόχος ή ο υποκληροδόχος. Όρισαν έτσι με τα παραπάνω ότι τα χρήματα αυτά θα παρέμεναν στο εκκαλούν. Λεκτέον επίσης ότι στη συνέχεια με το από 26.5.2005 συμφωνητικό παράτασης της μίσθωσης, η διάρκεια της παρατάθηκε μέχρι το έτος 2028. Από όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται πρωτίστως ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου περί της ιδιότητας του ως διαχειριστού και εντολοδόχου, καθώς όπως αποδεικνύεται από τα προαναφερόμενα συμφωνητικά αυτός είχε αναλάβει πολλές υποχρεώσεις που υπερβαίνουν την ιδιότητα του μισθωτή, αφού είχε αναλάβει, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση δικαστικού αγώνα, την ανέγερση οικοδομής κλπ. Επιπλέον να αναφερθεί ότι η δεύτερη των τιμωμένων και μόνη πλέον εν ζωή, το έτος 2015 άσκησε αγωγή κατά του εκκαλούντος νπιδ ισχυριζόμενη ότι αυτό δεν της έχει καταβάλει την οφειλόμενη υποκληροδοσία για το διάστημα από 1.3.2010 έως 31.10.2015. Πριν τη συζήτηση της αγωγής της είχε δώσει τη με αριθμό ………./26.8.2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. στην οποία βεβαίωσε ενόρκως ότι ο εδώ εφεσίβλητος είχε αναλάβει τη διαχείριση και των εκμετάλλευση των παραπάνω ακινήτων, ότι με φροντίδες και αποκλειστικά δικές του δαπάνες τα συντήρησε και τα αξιοποίησε και ότι για το διάστημα από το Νοέμβριο του 2007 έως τον Αύγουστο του 2012 της έχει καταβάλει το ποσό των 40.550 ευρώ. Η ένορκη βεβαίωση δεν ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο που εκδίκασε την αγωγή ούτε προκύπτει στα πλαίσια ποιας δίκης δόθηκε αφού η ενόρκως βεβαιώσασα ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη. Μάλιστα με την από 23.7.2017 ένορκη βεβαίωση της ενώπιον της Πταισματοδίκου η ανωτέρω δήλωσε ότι τελικά δεν γνώριζε το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης που υπέγραφε με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για υπεξαγωγή εγγράφου και παραπλάνηση σε ψευδορκία. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι και στη νέα της ένορκη κατάθεση η προαναφερόμενη τιμωμένη αναφέρει ότι το 2013 ο εφεσίβλητος σταμάτησε τις καταβολές, όσο και ότι αυτή δεν έστρεψε την αγωγή που άσκησε με αίτημα την καταβολή των κληροδοτημάτων, και κατά του εφεσιβλήτου, αλλά την απηύθυνε μόνο κατά του εκκαλούντος. Περαιτέρω, με τη με αριθμό 5057/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών έγινε δεκτό ότι ο εφεσίβλητος που προσεπικαλέστηκε από το εδώ εκκαλούν στη δίκη δεν υπείχε θέση δικονομικού εγγυητή, ότι ο όρος 12 της από 9.10.1992 τροποποιητικής σύμβασης δεν θεμελίωνε δικαίωμα της υποκληροδόχου και ότι αυτός ενεργούσε μόνο ως διαχειριστής και για λογαριασμό του εκκαλούντος αναφορικά με την καταβολή των υποκληροδοσιών με δικά του χρήματα. Ακολούθως, το εκκαλούν υποχρεώθηκε να καταβάλει στην προαναφερόμενη τιμωμένη το ποσό των 25.197,96 ευρώ. Να αναφερθεί επίσης ότι την 1.5.2005 ο συμβαλλόμενος σε όλα τα παραπάνω μισθωτήρια ………, αναγνωρίζει ότι με ιδιόγραφο σημείωμα ο εδώ εφεσίβλητος έχει καταβάλει μέχρι σήμερα σε μισθούς, τροφές και αγορά ζωντανών κατσικιών 300.000 ευρώ οι οποίες πρέπει να συμψηφιστούν με τα μισθώματα (σχετ. 23). Ο τελευταίος στις έγγραφες εξηγήσεις του ενώπιον της 12ης Πταισματοδίκου βεβαίωσε ότι ο εφεσίβλητος του έχει προκαταβάλει όλα τα οφειλόμενα από τις μισθωτικές συμφωνίες τους μισθώματα μέχρι και τον Οκτώβριο του 2023 (σχετ. 22). Βέβαια το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι τόσο η ανωτέρω βεβαίωση, όσο και αυτή του Αρχιμανδρίτη ………… επί αυτής είναι εικονικές και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς ο Αρχιμανδρίτης παρέλειψε να ενημερώσει το δ.σ του εκκαλούντος και προέβη με δική του βούληση και κατά κατάχρηση της εξουσίας εκπροσώπησης του εκκαλούντος στη δήλωση αυτή, και ήδη του έχει υποβληθεί μήνυση για απιστία, όπως κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο συνταξιούχος δικηγόρος ………… Ο προαναφερόμενος μάρτυρας ανέφερε ότι στα πλαίσια του από 6.6.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού του εφεσίβλητου με τη ……….. περί υπομίσθωσης και ρύθμισης οφειλής αυτή του ζήτησε έγγραφο για να μην πληρώνει μισθώματα ώστε να συμψηφίσει της δικές του οφειλές σε αυτή από τη συνεργασία τους ως ναυτικού πράκτορα. Όμως η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα δεν κρίνεται πειστική από το παρόν Δικαστήριο, διότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας φέρεται να έχει παρασταθεί μετά του …… εκπροσωπώντας το εκκαλούν στην κατάρτιση του με αριθμό ……../10.5.2007 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή δικαιώματος ενασκήσεως επικαρπίας ακινήτων αντικειμενικής αξίας 1.684.045,65 ευρώ με την οποία το εκκαλούν φέρεται να δωρίζει στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών ουσιαστικά το δικαίωμα είσπραξης των μισθωμάτων που αφορούν, μεταξύ άλλων, το παραπάνω ακίνητο και συνεπώς ενδεχομένως να υφίστατο νομικές συνέπειες ως προς τον παραπάνω μάρτυρα στην περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι αυτός γνώριζε στις 10.5.2007 (όπως γνώριζε αν και συμβλήθηκε ο προαναφερόμενος τότε πρόεδρος του εκκαλούντος) ότι μισθώματα μέχρι το 2023 έχουν εισπραχθεί, και δεν το δήλωσε κατά την κατάρτιση του συμβολαίου δωρεάς. Εξάλλου ο ίδιος μάρτυρας το 2013 εξεταζόμενος από το εκδόσαν τη με αριθμό 3280/2013 Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ουδέν ανέφερε περί της προαναφερόμενης συμβάσεως που κατάρτισε ο εφεσίβλητος με τη …………., αλλά αντίθετα δήλωσε στο ακροατήριο ότι οι αποδείξεις δεν αποτελούν εξόφληση μισθωμάτων και ότι δόθηκαν στον εφεσίβλητο εικονικά και για φορολογικούς λόγους, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση τόσο με την ένορκη βεβαίωση του ταμία του εκκαλούντος ….. … που καταθέτει ακριβώς το αντίθετο, όσο και με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Να σημειωθεί εδώ ότι μετά την κατάρτιση του προαναφερόμενου με αριθμό ………/2007 συµβολαίου του Συµβολαιογράφου Πειραιά ……. με το οποίο το εκκαλούν δώρησε στο νπδδ με την επωνυμία «Ανδρώα Κοινοβιακή ιερά μονή του ……….» της ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών την ενάσκηση της επικαρπίας επί των ως άνω µισθίων ακινήτων και εκχώρησε το δικαίωµα είσπραξης των µισθωµάτων, τo προαναφερόμενο νπδδ ως εκδοχέας µε την από 18-11-2009 εξώδικη δήλωση ανήγγειλε στον ήδη εφεσίβλητο σύμφωνα με το με αριθμό ……./5-11-2009 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή ……… και τον κάλεσε όπως καταβάλλει πλέον τα µισθώµατα σε αυτό. Ο εφεσίβλητος µε την από 22-11-2009 απάντησή του ενηµέρωσε το παραπάνω νπδδ ότι τα µισθώµατα έως και το έτος 2023 (και το μήνα Οκτώβριο) έχουν εισπραχθεί από το εκκαλούν, και ειδικότερα από το φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπούσε κατά το χρόνο καταβολής, δηλαδή τον ……. και εποµένως του δήλωσε ότι ουδέν οφείλει. Επίσης από τη με αριθμό 7128/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι κατά το παρελθόν το εκκαλούν είχε υπογράφει προσύμφωνο μίσθωσης ακινήτου με κατασκευαστική εταιρία, αν και δεν είχε την κυριότητα αυτού διότι νωρίτερα είχε δωρίσει το συγκεκριμένο ακίνητο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αν και στο μισθωτήριο είχε βεβαιωθεί ότι το μίσθιο είναι ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου με αποτέλεσμα η πολεοδομία Γλυφάδας να μην εκδίδει τη σχετική οικοδομική άδεια, και με την παραπάνω απόφαση κρίθηκε ότι το εκκαλούν οφείλει στην κατασκευαστική εταιρία και εκεί ενάγουσα το ποσό του 1.000.000 ευρώ που της είχε προκαταβάλει στο πλαίσια του μισθωτηρίου (βλ. σχετ. 24). Διαπιστώνεται επομένως ότι το εκκαλούν με ευκολία που έρχεται σε αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καταρτίζει συμβάσεις με σκοπό το κέρδος από την εκμετάλλευση ακινήτων και εύκολα δια των εκπροσώπων του προβαίνει σε δηλώσεις σε συμβόλαια οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Μάλιστα με τις συμβάσεις που καταρτίζει δεν υπεισέρχεται σε ανάληψη ευθυνών που απορρέουν από την ιδιότητα του εκμισθωτή, αλλά διατηρεί μόνο το δικαίωμα απολαβής του μισθώματος και συνηθίζει να παρέχει στον εκάστοτε μισθωτή ευθύνες διαχείρισης, κατασκευής και εκμετάλλευσης του ακινήτου γεγονός που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου ότι ο παραπάνω όρος συμφωνήθηκε για την ανάληψη άλλης μιας διαχειριστικής ευθύνης. Εξάλλου από την ήδη αμετάκλητη με αριθμό 3280/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που απέρριψε αγωγή δυστροπίας με βάση τα προαναφερόμενα μισθώματα έγινε δεκτό ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2013 ο εφεσίβλητος δεν είχε οφειλή μισθωμάτων στο εκκαλούν. Συνεπώς κατόπιν όλων των ανωτέρω και μετά την προσφυγή στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, αποδεικνύεται ότι η αληθινή βούληση των διαδίκων μερών δεν ήταν να ορίσουν πρόσθετο μίσθωμα με τον παραπάνω επίδικο όρο, αφού όποτε υφίστατο ανάγκη το ύψος του μισθώματος προσδιοριζόταν ρητά, αλλά η αληθινή τους βούληση ήταν να περιγράψουν μία από τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εντολοδόχου εφεσιβλήτου. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιου Δικαστήριο που έκρινε ότι ο εφεσίβλητος που δεν κατέβαλε τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά δεν είναι δύστροπος και ούτε πρέπει να αποβληθεί του μισθωμένου χώρου, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, τα όσα δε περί του αντιθέτου αναφέρονται στους σχετικούς τρεις πρώτους συναφείς λόγους εφέσεως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος έφεσης, αφού σύμφωνα με όλες τις προηγούμενες σκέψεις, έχουν απορριφθεί όλοι οι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, πρέπει κατ` ακολουθίαν να απορριφθεί και η ίδια η έφεση στο σύνολο της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του, να επιβληθούν σε βάρος το εκκαλούν λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 19.0.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./2019 έφεση κατά της με αριθμό 2484/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της με αριθμό κατάθεσης ……../2017 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση, και
Απορρίπτει αυτή κατ` ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου της εφέσεως με κωδικό …………./2019 ποσού 100 ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ