Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 42/2021

Αριθμός  42/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές προβλέπει ότι: “Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου καθώς και διατάξεις ή αρχές διεθνών συμβάσεων στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ή η Κοινότητα, ιδίως στον τομέα των μεταφορών, δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας. Η έκφραση “νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει επίσης τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατά νόμον μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Επιπλέον, στην 13η σκέψη του Προοιμίου της εν λόγω Οδηγίας εξηγείται ότι: “Οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών που καθορίζουν, άμεσα ή έμμεσα, τους όρους των συμβάσεων με τους καταναλωτές θεωρείται ότι δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες- ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται να υπάγονται στις διατάξεις της παρούσας Οδηγίας οι ρήτρες που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, καθώς και αρχές ή διατάξεις διεθνών συμβάσεων, στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη-μέλη ή η Κοινότητα• ότι, γι` αυτόν τον λόγο, η έκφραση “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ” που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 καλύπτει τους κανόνες οι οποίες εφαρμόζονται κατά νόμο μεταξύ των συμβαλλομένων, εάν δεν έχει συμφωνηθεί άλλως”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την Οδηγία 93/12, συμβατικοί όροι οι οποίοι απηχούν, δηλαδή επαναλαμβάνουν νοηματικά ή ταυτίζονται με, διατάξεις μιας χώρας-μέλους εξ ορισμού δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και επομένως δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας ως γενικοί όροι συναλλαγών, αφού αυτό που προβλέπεται ως συμβατικός όρος θα ίσχυε έτσι και αλλιώς, ακόμη και αν δεν υπήρχε η επίμαχη ρήτρα. Αιτιολογία του αποκλεισμού αυτού είναι το γεγονός ότι οι εθνικές διατάξεις εξ ορισμού δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αφού ο εθνικός νομοθέτης ήδη προέβη σε στάθμιση συμφερόντων των μερών και μία τέτοια νομοθετική στάθμιση δεν μπορεί να είναι καταχρηστική. Σε διαφορετική περίπτωση, ο έλεγχος των ρητρών αυτών για καταχρηστικότητα θα σήμαινε στην ουσία έλεγχο σκοπιμότητας του νομοθετικού έργου από τα δικαστήρια, πράγμα που αντίκειται στη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 Συντ.) Οι όροι αυτοί, αποκαλούμενοι “δηλωτικοί”, μπορεί να απηχούν εθνικές ρυθμίσεις όχι μόνον αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου, όπως σαφώς εξηγείται στην προπαρατιθέμενη σκέψη του Προοιμίου, με αποτέλεσμα η αναφορά του άρθρου 1 παρ. 2 σε “νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου” να μη συνιστά νομική ακριβολογία και γι` αυτό πρέπει να νοηθεί ως διατάξεις απλώς δεσμευτικού, αναγκαστικού ή ενδοτικού, δικαίου, αφού και οι διατάξεις του ενδοτικού δικαίου περιέχουν σταθμισμένες από το νομοθέτη ρυθμίσεις οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα και των δύο μερών. Περαιτέρω, είναι μεν αληθές ότι η ως άνω εξαίρεση των δηλωτικών όρων από τον έλεγχο καταχρηστικότητας δεν μεταφέρθηκε ρητά στο εθνικό δίκαιο με το ν. 2251/1994, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13. Παρότι, όμως, δεν έγινε μεταφορά της εξαίρεσης αυτής στο εθνικό δίκαιο με ειδική και ρητή διάταξη, εν τούτοις πρέπει να θεωρηθεί ότι ενυπάρχει στη ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2251/1994 βάσει μίας εναρμονισμένης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας. Και τούτο διότι σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/94: “Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται”. Επομένως, για να υπάρξει κατά το ν. 2251/1994 καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ, πρέπει αυτός να έχει ως αποτέλεσμα “την σημαντική διατάραξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή”. Σε περίπτωση, όμως, που ο επίμαχος όρος απηχεί διάταξη εθνικού δικαίου, αναγκαστικού ή ενδοτικού, τότε εξ ορισμού δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων ούτε καταχρηστικότητα του συμβατικού όρου. Συνακόλουθα, ένας τέτοιος όρος εξ ορισμού αποκλείεται από πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994. Η ως άνω ερμηνεία καταλήγει σε λύση σύμφωνη με το σκοπό της Οδηγίας, όπως αυτός εκφράζεται στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής και εξηγείται στη 13η σκέψη του Προοιμίου της. Ειδικότερα, στη σύμβαση τραπεζικού στεγαστικού δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα μεταξύ των διαδίκων υφίσταται ο επίμαχος Γ.Ο.Σ., που υποχρεώνει τον οφειλέτη να εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, οπότε ανακύπτει το ζήτημα, εάν ο όρος αυτός είναι “δηλωτικός”, ταυτίζεται δηλαδή ή απηχεί κατά περιεχόμενο εθνικές ρυθμίσεις, και μάλιστα όχι μόνο αναγκαστικού αλλά και ενδοτικού δικαίου. Πράγματι, το άρθρο 291 ΑΚ ορίζει σχετικά: “Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην ημεδαπή ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον οφειλέτη, που εγκύρως ανέλαβε οφειλή σε ξένο νόμισμα, παρέχεται η ευχέρεια να εξοφλήσει την οφειλή του αυτή είτε στο νόμισμα της οφειλής, είτε σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής, δηλαδή την αξία που θα απαιτηθεί, προκειμένου ο δανειστής να αποκτήσει το νόμισμα της οφειλής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή υφίσταται μία οφειλή, σε ξένο νόμισμα”, πλην όμως παρέχεται στον οφειλέτη η διαζευκτική ευχέρεια να καταβάλει άλλη παροχή αντί εκείνης που από την αρχή οφείλεται, και συγκεκριμένα σε εγχώριο νόμισμα, με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής. Ωστόσο, ένας τέτοιος όρος σε σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου μεταξύ Τράπεζας και δανειολήπτη, όπως στην προκείμενη περίπτωση, απηχεί το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 291 ΑΚ, και κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν νοείται διατάραξη της ισορροπίας των συμβαλλομένων, ούτε καταχρηστικότητα του σχετικού όρου. Ειδικότερα, η αναγραφή στον όρο αυτό, ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής, δεν συνιστά διαζευκτική ενοχή, κατά την έννοια των άρθρων 305 επ. ΑΚ, παρά τη χρήση της λέξεως υποχρεούται, αφού δεν οφείλονται δύο αλλά μόνο μία παροχή, αυτή στο ξένο νόμισμα, και απλώς παρέχεται στον οφειλέτη η ευχέρεια να την εκπληρώσει, είτε στο νόμισμα της χορηγήσεως, είτε σε ευρώ, που είναι πλέον το εθνικό νόμισμα από 1-1-2001, με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 305 επ. ΑΚ περί διαζευκτικής ενοχής, ώστε να τίθεται ζήτημα επιλογής εκ μέρους του οφειλέτη, εφόσον με τον όρο αυτό δεν του αφέθηκε η επιλογή, αν θα έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα ή σε ευρώ, αλλά εξαρχής έχει προβεί στην επιλογή δανείου σε ξένο νόμισμα, και του παρέχεται η ευχέρεια να το εξοφλήσει είτε στο ξένο νόμισμα είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πωλήσεως του νομίσματος χορηγήσεως την ημέρα της καταβολής. Για το λόγο αυτό ένας τέτοιος όρος δεν επαναλαμβάνει μεν νοηματικά, απηχεί όμως το περιεχόμενο του άρθρου 291 ΑΚ (ΟλΑΠ 4/2019).

ΙΙ. Εξάλλου,  μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ανωτέρω ειδικές περιπτώσεις (άρθρ. 2 § 7 N.2251/1994) είναι η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά την λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή (ΟλΑΠ 12/2017, ΝΟΜΟΣ ). Η αρχή της διαφάνειας των ΓΟΣ διακηρύσσεται στην 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και διατυπώνεται ρητά και στα άρθρα 4 παρ.2 και 5 εδ.α’ της Οδηγίας αυτής. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκειά της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΟλΑΠ 12/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, οι συμβατικές ρήτρες του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης και της σχέσης παροχής και αντιπαροχής δεν ελέγχονται ως καταχρηστικές, παρά μόνο σε σχέση με την αρχή της διαφάνειας, δηλαδή αν είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Αυτού του είδους ρήτρες είναι εκείνες που ορίζουν τις κύριες παροχές της σύμβασης και οι οποίες ως τέτοιες χαρακτηρίζουν τον οικείο συμβατικό τύπο. Αντίθετα, οι ρήτρες που έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με τις ρήτρες που ορίζουν την ουσία αυτή καθ’εαυτή του συμβατικού δεσμού, δεν είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην έννοια του κύριου αντικειμένου της σύμβασης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης. Έτσι, η σχέση παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εν τούτοις, με το ως άνω άρθρο 4 παρ.2 της Οδηγίας ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Στο εσωτερικό δίκαιο, η αρχή της διαφάνειας περιέχεται στο άρθρο 2 παρ.2α’ και 7 ε’, ια’ του Ν.2251/1994. Η αρχή της διαφάνειας αποτελεί εκδήλωση του προτύπου πληροφόρησης που ενισχύει την προσωπική ευθύνη του καταναλωτή για την συμβατική επιλογή του, με την παροχή σε αυτόν προστασίας εμφανιζόμενης υπό την μορφή της εξασφάλισης ενός επιπέδου πληροφόρησης, το οποίο θα καθιστά τον ίδιο υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων εντός μιας αγοράς, όπου λειτουργούν οι κανόνες του ανταγωνισμού. Το συγκεκριμένο πρότυπο πληροφόρησης, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, έχει ως αποδέκτη τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος (ΔΕΕ της 30/4/2014, υπόθεση C-26/13, σκέψη 74). Η αρχή της διαφάνειας ανάγεται σε δείκτη που καθοδηγεί στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ.6 εδ.α ν.2251/1994 και συγκεκριμένα συνιστά κριτήριο εξειδίκευσης της «σημαντικής διατάραξης» της συμβατικής ισορροπίας, καθόσον οι αδιαφανείς ρήτρες οδηγούν, λόγω ακριβώς της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ.6 του ν. 2251/1994. Και τούτο, διότι το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. διαπνέεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αρχή της προστασίας του καταναλωτή και έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό νομικό σύστημα μέσω των άρθρων 2 παρ.1-3 και 5 του Ν.2251/1994 αλλά και του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ.ε,ζ,η,ι,ια του ιδίου νόμου. Η αρχή της διαφάνειας συμπτύσσεται σε ένα τρίπτυχο κατευθύνσεων που πρέπει να διακρίνει τους ΓΟΣ. Η πρώτη πτυχή είναι αυτή της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης, η δεύτερη πτυχή αφορά στο ορισμένο (ή οριστό) του περιεχομένου των όρων και η τρίτη πτυχή η προβλεψιμότητα των όρων που επάγεται την απαγόρευση απροσδόκητων, αιφνιδιαστικών ή παραπλανητικών ρητρών. Η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά απλά και μόνο τον κατανοητό αυτών χαρακτήρα από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (ΔΕΕ της 30/4/2014, …….. κατά …………, υπόθεση C-26/13, σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές πρέπει να είναι ευκρινείς, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από το μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις έναντι του καταναλωτή. Προς την κατεύθυνση της προβλεψιμότητας που επιβάλλει η αρχή της διαφάνειας και της αποτροπής της διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, υπάρχει ανάγκη της προστασίας των προσδοκιών αυτών, στις λεγάμενες απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή στις ρήτρες εκείνες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον καταναλωτή αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, δηλαδή στοιχεία που είναι συνήθως και τα μόνο που πράγματι εξετάζει ο καταναλωτής. Ως προβλέψιμος χαρακτηρίζεται ο όρος, που είναι όμοιος με αυτούς που συνήθως εμφανίζονται και διαμορφώνουν το αντίστοιχο περιεχόμενο των ιδίου τύπου συμβάσεων με τις οποίες η επιβαλλόμενη στον καταναλωτή οικονομική επιβάρυνση είναι ορισμένη ή προκύπτει ο αριθμητικός της προσδιορισμός από συγκεκριμένες εκτιθέμενες παραμέτρους με την εκτέλεση από τον καταναλωτή απλού μαθηματικού υπολογισμού. Οι όροι που εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αναμενόμενοι για τους καταναλωτές που επιλέγουν να μετέχουν στον αντίστοιχο συμβατικό τύπο, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο αυτοπροστασίας μέσω της λειτουργίας του ανταγωνισμού, ώστε να αποκλείεται η δικαιοδοτική επέμβαση και η επιβολή μιας διαφορετικής διαμόρφωσης του συμβατικού περιεχομένου. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική, και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν, ακριβώς λόγω της αδιαφάνειάς τους, στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, ενώ αυτή ακριβώς η αδιαφάνεια εξειδικεύεται σε πολλές περιπτώσεις της παραγράφου 7, όπως για παράδειγμα στο εδ.ε {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο»), εδ. ζ {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση»), εδ.η {«…επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του»), εδ.ι {«…επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο»), εδ.ια («…χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό τον με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (ad hoc ΑΠ 430/2015, ο.π.). Ένας ΓΟΣ, ο οποίος δεν πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας είναι άκυρος (ΟλΑΠ 12/2017, ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) – (ΕφΑθ 699/2020, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση, από  1-2-2019 (……/2019) έφεση της εναγομένης – εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθμόν 422/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την νέα τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (495 παρ1, 511, 513 παρ1περ β’, 516 παρ1, 517 περ α΄, 518 παρ1, 520 παρ1 και 524 παρ1 ΚΠολΔ), έχει δε καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (495παρ3Αγ’ ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533παρ1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία.

Με την από 29-3-2016 (……/2016) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, εκθέτουν τα ακόλουθα : Ότι, την 7-6-2007, στον Πειραιά, συνήψαν με την εναγόμενη τράπεζα σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου σε ξένο νόμισμα, ποσού 268.000  CHF (ελβετικών φράγκων)  που αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά την παραπάνω ημερομηνία ισοτιμία σε 160.000€ (ευρώ), με τους αναφερόμενους σε αυτήν όρους, οι οποίοι είχαν προδιατυπωθεί από την εναγόμενη και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων. Ότι, την απόφαση να λάβουν το εν λόγω δάνειο σε ελβετικό φράγκο και όχι σε ευρώ, την έλαβαν αφενός κατόπιν προτροπής  υπαλλήλου της εναγομένης, με τον οποίο έγινε η αρχική διαπραγμάτευση, ο οποίος τους το παρουσίασε ως την πλέον συμφέρουσα πρόταση, απλουστεύοντας την επιλογή τους με βάση τις πληροφορίες που τους παρείχε, οι οποίες περιορίσθηκαν και εστίασαν μόνο στη σύγκριση του χαμηλού επιτοκίου του δανείου σε ευρώ με εκείνου του δανείου σε ελβετικό φράγκο και στη σύγκριση των δύο δόσεων, χωρίς ποτέ να τους επισημανθεί ο κίνδυνος ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που υπέκρυπτε η σύμβαση αυτή, ούτε να τους προταθεί κάποιο πρόγραμμα αντιστάθμισης του κινδύνου αυτού, αν και γνώριζε ότι οι ίδιοι δεν είχαν εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο κα αφετέρου γιατί εκείνη την περίοδο προωθούνταν έντονα ο δανεισμός σε ελβετικό φράγκο με διαφημιστικές και άλλες μεθόδους και συνάπτονταν τέτοιες συμβάσεις από πλήθος δανειοληπτών. Ότι, σύμφωνα με τον 14ο όρο παρ2 εδ α’ «Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια όπως αυτά περιγράφονται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζας του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης».  Ότι, σύμφωνα με τον 14ο όρο παρ 5 «Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι αναλαμβάνουν συναλλαγματικό κίνδυνο, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνσή τους σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω δυσμενούς για αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου  σε σχέση με το ευρώ». Ότι, τόσο η εκταμίευση του δανείσματος έγινε κατευθείαν σε ευρώ σε λογαριασμό εξυπηρέτησης τηρούμενο σε ευρώ, όσο και οι εκάστοτε μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις έως και 28-3-2016, καταβάλλονταν πάντοτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα κάθε καταβολής, τρόπο καταβολής που αποδέχθηκε η εναγομένη. Ότι, η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου που έγινε σε 4 δόσεις ήτοι στις 22-6-2007, 13-11-2007, 12-2-2008, 13-5-2008 αντιστοίχως, ανερχόταν σε 1 προς 1,673, σε 1 προς 1,652, σε 1 προς 1,609 και σε 1 προς 1,628 αντιστοίχως, πλην όμως σταδιακά, η ισοτιμία αυτή έφτασε την 23-6-2016 σε 1,060, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί και το αρχικό κεφάλαιο του δανείου, το οποίο από 160.000 ευρώ κατά την ημέρα εκταμίευσης ανήλθε, την 23-6-2016 σε 248.582,43€ και αντιστοίχως σε 263.578,88 CHF. Ότι, εξαιτίας της μεταβολής αυτής έχει εξανεμιστεί σήμερα σημαντικό μέρος των μηνιαίων καταβολών τους, καθώς το άληκτο κεφάλαιο, την 28-3-2016, ημερομηνία τελευταίας καταβολής, ανερχόταν σε 204.886,96 CHF, με ισοτιμία 1,060 και αντιστοίχως σε 193.229,80€. Ότι, εάν είχαν ενημερωθεί από τους υπαλλήλους της εναγόμενης, ως προς τη μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου και τις συνέπειες αυτού, δεν θα είχαν προβεί στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, αφού επιδίωκαν τη σύναψη σύμβασης στεγαστικού δανείου, προκειμένου να προβεί σε ανέγερση εξοχικής κατοικίας σε ακίνητό τους στη Σαλαμίνα. Ότι, ο προαναφερόμενος όρος 14 παρ 2α’ της δανειακής σύμβασης, ο οποίος προβλέπει την εξόφληση των υποχρεώσεών τους έναντι της τράπεζας είτε στο νόμισμα της χορήγησης είτε σε ευρώ, αλλά με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης την ημέρα καταβολής κάθε τοκοχρεολυτικής δόσης, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου αυτοδικαίως άκυρος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ 6,7 Ν. 2151/1994, αλλά και ο συναφής με αυτόν όρος της 14 παρ 5 τα σύμβασης, περί ανάληψης από αυτούς (δανειολήπτες) του κινδύνου της συναλλαγματικής ισοτιμίας, αφενός διότι δεν είναι σαφής και κατανοητός ο οικονομικός λόγος για τον οποίο τέθηκαν οι ως άνω ρήτρες ούτε και οι οικονομικές συνέπειες που απορρέουν από αυτές, ως προς το συνολικό εν τέλει ύψος του προς απόδοση ποσού, με αποτέλεσμα οι ρήτρες αυτές να παραβιάζουν την αρχή της διαφάνειας και αφετέρου διότι εμφανίζουν αοριστία ως προς τα κριτήρια διακύμανσης των δόσεων και του άληκτου κεφαλαίου, επιτρέποντας στην τράπεζα να τα προσδιορίζει οποτεδήποτε, μονομερώς, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στους ίδιους τα ειδικά και εύλογα κριτήρια, από τα οποία προκύπτει η εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία. Ότι, το κενό που δημιουργείται μετά την αναγνώριση της ακυρότητας των ως άνω όρων της σύμβασης θα πρέπει να συμπληρωθούν ερμηνευτικά με βάση την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, με την εφαρμογή ως ρήτρας μετατροπής των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο εκταμίευσης του δανείου. Ότι κατ`εφαρμογήν της τελευταίας αυτής ισοτιμίας και με δεδομένο ότι ήδη έχουν καταβάλει στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των 81.669,10€, από τα οποία το ποσό των 47.698,88€ καταλογίσθηκε προς αποπληρωμή του κεφαλαίου, ουδέν ποσό της οφείλει στα πλαίσια της ως άνω δανειακής σύμβασης, η οποία έχει εξοφληθεί ολοσχερώς. Με βάση το ιστορικό αυτό και ισχυριζόμενοι επιπροσθέτως ότι οι υπάλληλοι της τράπεζας ουδέποτε τους ενημέρωσαν επαρκώς, ως όφειλαν. για τους κινδύνους από τη μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ζητούν: Α) Να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί οι ανωτέρω όροι της δανειακής σύμβασης. Β) να αναγνωρισθεί ως μόνη ρήτρα μετατροπής σε ευρώ του οφειλόμενου σε ελβετικά φράγκα ποσού, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, ανερχόμενη σε 1,640, ήτοι ο μέσος όρος των τεσσάρων συναλλαγματικών ισοτιμιών οι οποίες ήταν διαμορφωμένες και εφαρμόσθηκαν κατά την εκάστοτε ημέρα εκταμίευσης και πίστωσης της κάθε δόσης του δανείου, Γ) να αναγνωρισθεί ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο της σύμβασης στεγαστικού δανείου την 28-3-2016 ανέρχεται σε 185.325,29 CHF και ότι για κάθε αποπληρωμή δόσεως στο εξής θα εφαρμόζεται ως μόνη ρήτρα για τη μετατροπή των οφειλομένων σε ελβετικά φράγκα ποσών σε ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων, ανερχόμενη σε 1,640, ήτοι ο μέσος όρος των τεσσάρων συναλλαγματικών ισοτιμιών οι οποίες ήταν διαμορφωμένες και εφαρμόσθηκαν κατά την εκάστοτε ημέρα εκταμίευσης και πίστωσης της κάθε δόσης του δανείου. Άλλως και επικουρικώς, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να εφαρμόσει για τη μετατροπή του ποσού που έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα ήτοι των 81.669,10€ (κεφάλαιο + τόκοι) τη συναλλαγματική ισοτιμία 1,640, δηλαδή  το μέσο όρο των 4 ισοτιμιών κατά την εκταμίευση των 4 δόσεων του δανείου (κατά τα προεκτεθέντα) και στο εξής να εφαρμόζει για κάθε αποπληρωμή δόσεως ή και του τυχόν ληξιπροθέσμου οφειλομένου εκάστου δανείου, την ανωτέρω ισοτιμία, μέχρι την πλήρη εξόφληση, και να καταδικασθεί στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκανε εν δεκτή την αγωγή ως προς την κυρία βάση της, αναγνωρίζοντας αφενός ως καταχρηστικούς και ως εκ τούτου άκυρους τους ανωτέρω όρους της σύμβασης δανείου (14παρ2 εδ α’ και 14παρ5) και αφετέρου ότι οι καταβολές των εναγόντων πρέπει να υπολογίζονται από την εναγομένη τράπεζα σε ελβετικά φράγκα με βάση τη μεταξύ  των δύο νομισμάτων συναλλαγματική ισοτιμία, που ίσχυε κατά την εκάστοτε ημέρα των μερικότερων εκταμιεύσεων του επίδικου δανείου, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό της. Κατά της αποφάσεως αυτής στρέφεται η ηττηθείσα εναγομένη με την κρινόμενη έφεσή της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αιτούμενη την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.Από την επανεκτίμηση των νομίμως και εμπροθέσμως ληφθεισών, για την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διαδικασία, ένορκων βεβαιώσεων, με αριθμό ………/31-10-2016, της ………, με επιμέλεια των εναγόντων και με αριθμό …../2016, του …………, με επιμέλεια της εναγομένης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες, από τους οποίους η ενάγουσα είναι καθηγήτρια χημικός και ο ενάγων απόφοιτος πολυτεχνικής σχολής ηλεκτρολόγων μηχανικών, απασχολούμενος επίσης ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποφάσισαν το έτος 2007 να προβούν σε ανέγερση εξοχικής κατοικίας, επιφανείας 100τμ, σε οικόπεδο ιδιοκτησίας της πρώτης, στη ….. Για το σκοπό αυτό, τον Απρίλιο του ίδιου έτους, επισκέφθηκαν το κατάστημα της εναγομένης επί της ………. στον Πειραιά, όπου συνομίλησαν με τον υπάλληλο της τελευταίας …………, τότε Διευθυντή του τμήματος στεγαστικών δανείων, για τις δυνατότητες δανειοδότησής τους, για τον ανωτέρω σκοπό. Εκείνος τους παρουσίασε ως επωφελέστερη την περίπτωση της λήψης στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο, λόγω της σημαντικής διαφοράς στην ισοτιμία τους (ευνοϊκής) κατ’εκείνο το χρονικό διάστημα, γεγονός που το καθιστούσε ελκυστικό και πληθώρα δανειοληπτών κατέφευγαν, τότε, σε αυτή τη λύση. Εκείνο δε που τους τόνισε, κατά τους – αβάσιμους όπως αποδείχθηκε, κατωτέρω – ισχυρισμούς τους, ήταν το χαμηλό επιτόκιο, συνεπεία του οποίου ήταν και η χαμηλή δόση αποπληρωμής που θα καλούνταν να πληρώνουν, συγκρίνοντάς τους μόνο τη διαφορά των δόσεων σε περίπτωση δανεισμού αφενός σε ευρώ και αφετέρου σε ελβετικό φράγκο. Επιθυμία τους δε, ήταν να λάβουν το ποσό των 160.000€, για τις ανάγκες ανέγερσης του ακινήτου τους. Τελικώς, στις 7-6-2007, προσήλθαν στο κατάστημα της εναγομένης για την υπογραφή της ….. προδιατυπωμένης δανειακής σύμβασης τοκοχρεωλυτικού στεγαστικού δανείου, χωρίς περαιτέρω διαπραγμάτευση των όρων της, η μεν ενάγουσα ως δανειολήπτρια, ο δε ενάγων ως εγγυητής, για ποσό 268.000 CHF ελβετικών φράγκων ή 162.898,12€ και διάρκεια αποπληρωμής 30 ετών, ενώ προχώρησαν και σε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στο ακίνητο της ….., προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου. Στη συνέχεια, έλαβαν χώρα τμηματικές εκταμιεύσεις του επίδικου δανείου στον τηρούμενο από την εναγομένη ……….. καταθετικό λογαριασμό, με πίστωσή του από την τελευταία σε ευρώ, ως ακολούθως : 1) την 22-6-2007, ποσό 54.000€ (91.011,20 CHF), με συναλλαγματική ισοτιμία 1 προς 1,673, 2) την 13-11-2007, ποσού 48.600€ (80.301,78), με ισοτιμία 1 προς 1,652, 3) την 12-2-2008 ποσού 27.900€ (44.891,10), με ισοτιμία 1 προς 1,609 και 4) την 13-5-2008 ποσού 29.100€ (47.374,80), με ισοτιμία 1 προς 1,628, αντιστοίχως. Επίσης, στην επίδικη σύμβαση ορίστηκε ότι το επιτόκιο ποσοστού 2,62% ετησίως θα ήταν σταθερό για το 1ο έτος, ποσοστού 3,82% ετησίως θα ήταν σταθερό για τα επόμενα τρία έτη και κυμαινόμενο για την υπόλοιπη διάρκεια του δανείου μέχρι τη λήξη του συμβατικού χρόνου αποπληρωμής του. Στους ΓΟΣ όρους της σύμβασης, περιλαμβανόταν και ο 14ος  που αφορούσε τη διάρκεια – εξόφληση του δανείου, με το ακόλουθο ειδικότερο περιεχόμενο : 14 παρ 2 εδ α’ «Οι δόσεις αποπληρωμής του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση τα εκάστοτε ισχύοντα επιτόκια όπως αυτά περιγράφονται στο επόμενο άρθρο και θα εξοφλούνται με χρέωση του συνδεδεμένου με το δάνειο λογαριασμού καταθέσεων του οφειλέτη κατά το ισότιμο ποσό σε ευρώ, το οποίο προκύπτει από τη μετατροπή του ποσού της δόσης από ελβετικά φράγκα σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης από την Τράπεζα του ελβετικού φράγκου κατά την ημερομηνία πληρωμής της δόσης» και 14παρ5 «Ο οφειλέτης και ο εγγυητής δηλώνουν ότι αναλαμβάνουν συναλλαγματικό κίνδυνο, ήτοι τυχόν αυξημένη επιβάρυνσή τους σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου (δόσεις, έξοδα, ασφάλιστρα, κεφάλαιο) λόγω δυσμενούς για αυτούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου  σε σχέση με το ευρώ». Οι ενάγοντες άρχισαν να καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις αποπληρωμής του δανείου έως και τις 28-3-2016, οπότε και προέβησαν στην τελευταία καταβολή. Τότε, από τα έγγραφα που σταδιακά ελάμβαναν από την εναγομένη για φορολογική χρήση  συνειδητοποίησαν ότι είχε ανατραπεί σημαντικά σε βάρος τους η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ € και CHF, με αποτέλεσμα, ενώ είχαν προβεί έως τότε σε συνολική καταβολή του ποσού των 81.669,10€, από τα οποία τα 47.698,88€ καταλογίσθηκαν στο κεφάλαιο, το άληκτο κεφάλαιο ανερχόταν σε 204.886,96 CHF, οπότε με βάση την τότε ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία των 1,060, το αρχικώς δανεισθέν κεφάλαιο των 160.000€ ανερχόταν σε 193.229,80€. Για το λόγο αυτό, σταμάτησαν την καταβολή των περαιτέρω δόσεων και προέβησαν στην άσκηση της ένδικης αγωγής, ζητώντας να κηρυχθούν άκυροι ως καταχρηστικοί οι δύο ανωτέρω όροι της συμβάσεως (14παρ2α’ και 14παρ5). Ωστόσο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ο συμβατικός όρος 14παρ2α’ εντάσσεται στους δηλωτικούς όρους – naturalia negotii – της επίδικης σύμβασης, αφού επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, δίχως να εισάγει απόκλιση από αυτή και δίχως να συμπληρώνει με επιπλέον ρυθμίσεις και κυρίως, δίχως να εναποθέτει τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην Τράπεζα, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Κατά την ανωτέρω ενδοτικού δικαίου διάταξη, κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της συνομολόγησης ή της λήξης του χρέους, αλλά εκείνος της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει σε βάρος ή προς όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη. Ο όρος αυτός, που έχει τύχει της έγκρισης του εθνικού νομοθέτη, είναι διαφανής, καθώς γίνεται δεκτό πως ο εθνικός νομοθέτης έχει προβεί σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών στις συμβάσεις που αφορά και δεν στηρίζεται σε καταχρηστική εκμετάλλευση της οικονομικής υπεροχής του προμηθευτή. Είναι σαφές, ότι οι κρίσιμες δανειακές συμβάσεις, δεν εμφανίζουν ατυπικά χαρακτηριστικά, συγκριτικά με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ισχύει ο προβλεπόμενος στο άρθρο 291 ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου, ο οποίος δεν αφορά συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων, αλλά υποδεικνύει τον τρόπο εκπλήρωσης χρηματικής, οφειλής σε ξένο νόμισμα, ανεξάρτητα από το είδος της καταρτισθείσας σύμβασης. Εφαρμόζεται μάλιστα στις αξιώσεις, που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, όπως η κρίσιμη δανειακή σύμβαση, με την οποία συνομολογήθηκε οφειλή σε ξένο νόμισμα – ελβετικά φράγκα- με βάσει το ΠΔ 96/1993, ΠΔ.104/1994, ΠΔ/ΤΕ 2303/1994, ΠΔ/ΤΕ 2325/1994, ΠΔ/ΤΕ 2342/1994, αρ. 63 επ. ΣΛΕΕ, αρθ. 5 § 1 ν.2842/2000. Η εναγόμενη Τράπεζα, για τη ρύθμιση των σχέσεών της με τους δανειολήπτες (δανειολήπτρια  και εγγυητή), συμπεριέλαβε στις κρίσιμες συμβάσεις όρο, ο οποίος, όχι μόνο δεν αποκλίνει από τις σχετικές διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, αντιθέτως, επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, ως εκ τούτου, ο όρος δεν υπόκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 93/13 και κατ`επέκταση της νομοθεσίας περί προστασίας καταναλωτή, σε κάθε δε περίπτωση, ο εν λόγω όρος, ως επαναλαμβάνων την 291 ΑΚ, δεν μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα και με την ως άνω νομολογία, ότι προκαλεί σημαντική διατάραξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ανάμεσα στον προμηθευτή και τους καταναλωτές. Συνεπώς, ο όρος 14παρ2α’ είναι Γ.Ο.Σ. που επαναλαμβάνει εθνική ρύθμιση σε συναλλαγή που δεν αποκλίνει από το ρυθμιστικό πρότυπο του εθνικού νομοθέτη, όπως το έθεσε όταν θέσπιζε την ως άνω εθνική ρύθμιση. Και για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας 93/13 (βλ. 13η σκ. Προοιμίου της Οδηγίας και αριθ. 1 παρ. 2 αυτής), κατά την οποία, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οι συμβατικές ρήτρες που απηχούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου της εθνικής νομοθεσίας, δίχως να τροποποιούν το περιεχόμενό τους ή το πεδίο εφαρμογής τους. Η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε ότι ο κρίσιμος όρος δεν είναι «δηλωτικός» και άρα εμπίπτει στον έλεγχο  καταχρηστικότητας, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού του 4ου λόγου της κρινομένης εφέσεως ως βάσιμου. Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν είναι αναγκαίο να συνδέεται η οικεία σύμβαση με πραγματική εισαγωγή τραπεζογραμματίων ελβετικού φράγκου, αλλά δύναται να χορηγείται αυτό από την τράπεζα με τη μορφή λογιστικού χρήματος, προερχόμενου είτε από άντληση κεφαλαίων στο οικείο νόμισμα από τη χρηματαγορά είτε από δανεισμό της τράπεζας από το διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου, δεδομένου ότι δεν τίθενται πλέον συναλλαγματικοί περιορισμοί στη σύναψη δανείων σε αλλοδαπό νόμισμα (άρθρα 63 επ. ΣΛΕΕ, 5 παρ. 1 Ν. 2842/2000, ΠΔΤΕ 2325/1994). Ως εκ τούτου, η χορήγηση του ένδικου δανείου δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός αυτής (δανειακής συμβάσεως), όπως και οι ίδιοι οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι δέχονται, ήταν η λήψη του δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας, κατά τρόπο, που, στην προκειμένη περίπτωση, οι σχετικές συναλλαγματικές δραστηριότητες ήταν αμιγώς παρεπόμενες της χορήγησης και της αποπληρωμής του ένδικου δανείου σε ξένο νόμισμα, χωρίς να υφίσταται πράξη προθεσμιακής πώλησης συναλλάγματος, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι δε γίνεται επίκληση στην υπό κρίση αγωγή δέσμευσης κεφαλαίων, με σκοπό την επερχόμενη αύξηση αυτών και εισροή νέων, αλλά αντίθετα εκτίθενται περιστατικά εκταμίευσης ορισμένων ποσών, προορισμένων για στεγαστικές ανάγκες (ανέγερση οικοδομής) με την επ’ ωφελεία των εναγόντων εκμετάλλευση του χαμηλότερου επιτοκίου Libor, που συνόδευε το ελβετικό φράγκο, χωρίς τη δημιουργία μεταξύ των διαδίκων ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα (βλ σχ ΕφΑθ 699/2020). Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι η ένδικη σύμβαση ήταν  επενδυτικό προϊόν, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως βάσιμου και του 1ου λόγου της κρινομένης έφεσης. Περαιτέρω, και όσον αφορά τους ανωτέρω όρους και ιδίως τον δεύτερο, που είναι συναφής με τον πρώτο, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Από την απλή ανάγνωση των ανωτέρω όρων (για τον 1ο από τους οποίους κρίθηκε ήδη ότι πρόκειται για «δηλωτικό» όρο που δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας) προκύπτει σαφώς ότι προκειμένου να πληρώνει τις μηνιαίες δόσεις ο δανειολήπτης θα πρέπει να καταβάλλει τις δόσεις σε ευρώ, με βάση την ισχύουσα κατά το χρόνο πληρωμής κάθε δόσης ισοτιμία των νομισμάτων. Σε συμμόρφωση με τη διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ, συμφωνήθηκε να υπολογίζεται το ποσό του συναλλάγματος σε ευρώ με την ισοτιμία της ημέρας καταβολής του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού. Οι ενάγοντες γνώριζαν ότι δεν θα καταβάλλουν ευρώ για την αγορά των ελβετικών φράγκων με βάση σταθερή-ισοτιμία. Όλοι οι όροι (και οι επίμαχοι ΓΟΣ) της δανειακής σύμβασης έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και από την απλή ανάγνωσή τους δεν προκύπτει η οποιαδήποτε αμφιβολία για το είδος της παροχής και τον τρόπο υπολογισμού της, ότι δηλαδή ο δανειολήπτης οφείλει να καταβάλει ως μηνιαία δόση, το αντίστοιχο ποσό των ελβετικών φράγκων σε ευρώ, με βάση υπολογισμού την ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής και ότι αυτή η ισοτιμία δεν θα είναι σταθερή, αλλά είναι πιθανό να μεταβληθεί. Εξάλλου, δεν συντρέχει περίπτωση ακυρότητας του επίδικου όρου λόγω αντίθεσης του στην περίπτωση ια` της παραγρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, αφού η σύνδεση του ύψους της δανειακής δόσης με την ισοτιμία των δύο νομισμάτων αποτέλεσε αντικείμενο της υπογραφείσας Δανειακής Σύμβασης, εν γνώσει του ανέφικτου του εκ των προτέρων προσδιορισμού της μελλοντικής διακύμανσης. Το νόημα των όρων αυτών γίνεται αντιληπτό από τον μέσο συνετό καταναλωτή που διαθέτει τις μέτριου ή/και βασικού επιπέδου γραμματικές γνώσεις και δεν τεκμαίρεται καταρχήν απειρία ως προς τις συναλλαγές λόγω ενδεχομένως, μικρής ηλικίας. Πρόκειται για έννοιες που είναι γνωστές και αντιληπτές σε κάποιον που δανείστηκε το ίδιο χρονικό διάστημα από ελληνική τράπεζα σε συνάλλαγμα, σύμφωνα με την καλή πίστη και τη συναλλακτική ευθύτητα δείχνοντας την δέουσα επιμέλεια (ΟλΑΠ 32/1988). Η έννοια της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» είναι πασίδηλη και οικεία, καθώς σε καθημερινή βάση επηρεάζει τις συναλλαγές οποιουδήποτε αγοράζει εισαγόμενα προϊόντα ή απλά ταξιδεύει στο εξωτερικό και δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις, για να αντιληφθεί ο εκάστοτε δανειολήπτης, ακόμα και ο πιο αδαής, ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι σταθερός παράγοντας και ενέχει, όχι μόνον ωφέλειες, αλλά και κινδύνους, πολύ δε περισσότερο οι συγκεκριμένοι ενάγοντες που είναι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Η δε ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ είναι πληροφορία που εύκολα μπορεί να γίνει γνωστή, ακόμα και με απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο, ενώ το ισάξιο του συναλλάγματος – εν προκειμένω CHF- σε ευρώ βρίσκεται με απλό μαθηματικό τύπο. Ακόμα, ο ανωτέρω όρος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αόριστος ή ασαφής, διότι από τη γραμματική του διατύπωση, η οποία είναι απολύτως σαφής, μη επιδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία, προκύπτει ότι μπορούσε να καταστεί αντιληπτή από τον δανειολήπτη η ύπαρξη της ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη δανειακή σύμβαση. Επίσης, μπορούσε να γίνει αντιληπτός και ο κίνδυνος της σχετικής συμφωνίας, ενόψει του ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι γνωστό στο μέσο συναλλασσόμενο, ότι η ισοτιμία των νομισμάτων είναι μεταβαλλόμενη, ακόμα και με μεγάλη κατά καιρούς διακύμανση. Οι ενάγοντες / εφεσίβλητοι επιχειρούν να θεμελιώσουν την επικαλούμενη αδιαφάνεια των ανωτέρω όρων και κυρίως του δεύτερου (14παρ5) περί του κινδύνου από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποστηρίζοντας ότι δεν ενημερώθηκαν επαρκώς και δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν την πραγματική έννοια της συμφωνίας και ειδικότερα τον κίνδυνο που ελάμβαναν από την πιθανή διακύμανση της ισοτιμίας μεταξύ της ισοτιμίας του ευρώ και ελβετικού φράγκου. Ωστόσο, πέραν των ανωτέρω εκτεθέντων, αποδείχθηκε, ότι τόσον η δανειολήπτρια όσον και ο εγγυητής, είχαν πλήρη επίγνωση του κινδύνου που μπορούσε να προκύψει από τη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και κατόπιν ενημέρωσή τους από το στέλεχος της εναγομένης …………, που ήταν Διευθυντής χορηγήσεως στεγαστικών δανείων, ο οποίος τους ανέλυσε τα ανωτέρω παρουσιάζοντας συγκριτικά παραδείγματα, ενώ τους παρέδωσε και έντυπο ενημερωτικό υλικό, ώστε να γίνει αντιληπτός από αυτούς (συναλλαγματικός κίνδυνος), σύμφωνα και με την 12/2007 εγκύκλιο της εναγομένης, που προέβλεπε την ενημέρωση του υποψηφίου δανειολήπτη για το συναλλαγματικό κίνδυνο και τη χορήγηση του «Τυποποιημένου Ευρωπαϊκού Δελτίου Πληροφοριών» όπως και την παρουσίαση πίνακα συγκριτικών παραδειγμάτων, ενώ αναφέρθηκε και στα προϊόντα / προγράμματα προστασίας δόσης, τα οποία όμως οι ενάγοντες απέρριψαν, λόγω της επιβάρυνσης του επιτοκίου κατά 0,20%. Ακόμη αποδείχθηκε, ότι ούτε το έτος 2010, όταν είχε ήδη αρχίσει να διολισθαίνει η αξία του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου και ήδη η εναγομένη προέβλεψε τη δυνατότητα για τους δανειολήπτες πελάτες της, όπως έπραξαν και άλλα τραπεζικά ιδρύματα, μετατροπής των δανείων από ελβετικό φράγκο σε ευρώ, ούτε και τότε οι ενάγοντες επέλεξαν αυτή τη λύση. Άλλωστε, αντιθέτως με τα υποστηριζόμενα στην αγωγή, που με την ένορκη βεβαίωση αβασίμως επιχειρεί να επιβεβαιώσει και η ενόρκως βεβαιώσασα ……………., μεταφέροντας όσα έμαθε από τους ενάγοντες, αφού δεν ήταν παρούσα κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη του δανείου και τα εσφαλμένως γενόμενα δεκτά από την εκκαλουμένη περί επιπόλαιης και επιφανειακής ενημέρωσης των πρώτων από τα στελέχη της εναγομένης, εάν αυτό ήταν γεγονός, τότε η δελεαστική και επιμελημένα ελλιπής ως προς την ενημέρωση πρακτική της θα έπρεπε να έχει προσελκύσει περισσότερους δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο και όχι μόνο 10 σε σύνολο 437 εγκριθέντων δανείων, κατά την τριετία 2007-2010 (βλ ένορκη βεβαίωση …………, υπαλλήλου στη Δ/νση Κτηματικής Πίστης της εναγομένης. Εκτός εάν η ανεπαρκής πληροφόρηση ήταν για κάποιο λόγο επιλεκτική μόνο προς τους ενάγοντες, γεγονός όμως που δεν επικαλούνται ούτε οι τελευταίοι. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι ανωτέρω όροι της ένδικης σύμβασης και ιδίως ο δεύτερος από αυτούς προσκρούουν στην αρχή της σαφήνειας που πρέπει να διέπουν τους ΓΟΣ της δανειακής σύμβασης σε συνάλλαγμα και ότι οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν αναλυτικά και επαρκώς για τους κινδύνους που ανελάμβαναν, εσφαλμένως ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, γενομένων δεκτών, των περί του αντιθέτου 5ου και των συναφών με αυτόν 2ου και 3ου λόγων της έφεσης, ως βάσιμων. Περαιτέρω, όσον αφορά τον 6ο και 7ο λόγο της κρινομένης έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο α) αφενός απέρριψε  ως νομικά αβάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί πενταετούς παραγραφής της αγωγής κατ’αρθρον 198παρ2 σε συνδυασμό με 937 ΑΚ, για το λόγο ότι η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις για την προστασία του καταναλωτή και όχι στις διατάξεις για την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, στη βάση της οποίας δεν αναζητείται  κάποια αξίωση και β) απέρριψε ως νομικά αβάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής (281 ΑΚ), για το λόγο ότι τα επικαλούμενα περί συμμόρφωσης των εναγόντων επί εννέα έτη δηλαδή από το έτος 2007 έως το έτος 2016, οπότε κατέβαλαν την τελευταία δόση, της δημιούργησαν την εντύπωση ότι συμφωνούν με τους όρους της σύμβασης και δεν πρόκειται να αμφισβητήσουν την εγκυρότητά της, και αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της επικαλουμένης διατάξεως. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που στο μεταξύ διαμορφώθηκε ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν, ωστόσο, μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 1/2017, ΑΠ 993/2014, ΑΠ 68/2012), δηλαδή, μόνη αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του για μακρό χρονικό διάστημα δεν καθιστά αυτήν καταχρηστική, χωρίς τη συνδρομή των ανωτέρω επιπλέον προϋποθέσεων (ΕφΑιγ 78/2020). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει, γενομένων δεκτών ως βάσιμων των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου και 5ου λόγων της κρινομένης έφεσης ως βάσιμων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η αγωγή και να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο και, ενόψει όσων προεκτέθηκαν στην 1η και 2η νομική σκέψη της παρούσας και όσων αποδείχθηκαν κατά τα προεκτεθέντα, να απορριφθεί αυτή ως μη νόμιμη στο σύνολό της., ενώ το Δικαστήριο κρίνει ότι, ενόψει της έκδοσης της ΟλΑΠ 4/2019, δε συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ για τη φύση των ανωτέρω όρων (ΓΟΣ) της ένδικης σύμβασης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της εφέσεως στην εκκαλούσα, ενώ πρέπει να συμψηφισθεί ολικώς μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών διαδικασίας, ενόψει της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (179, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων την από 1-2-2019 (……./2019) έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την 422/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 29-3-2016 (……/2016) αγωγής.Απορρίπτει αυτήν.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  14η Ιανουαρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις  21 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ