Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 44/2021

Αριθμός    44 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 544 αριθ. 7 του ΚΠολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο ζητών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει: α) να υπήρχε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, β) να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και γ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε παρακράτησή του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Ως ανώτερη βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Δεν αποτελεί όμως ανώτερη βία το γεγονός ότι ο διάδικος από δική του προηγηθείσα ενέργεια δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως το έγγραφο, καθώς η αναψηλάφηση δεν αποτελεί μέσο επανόρθωσης της τυχόν πλημμελούς υπεράσπισης του διαδίκου, ούτε αποσκοπεί στη θεραπεία των σφαλμάτων των διαδίκων, επιβάλλεται δε αυστηρή ερμηνεία των διατάξεων λόγω της φύσης και του χαρακτήρα της αναψηλάφησης ως έκτακτου ενδίκου μέσου. Εξάλλου, για να είναι το έγγραφο «κρίσιμο» με την παραπάνω έννοια, δεν αρκεί το έγγραφο αυτό να παράγει πιθανολόγηση ή απλώς να χρησιμεύει ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ούτε όταν για τη διακρίβωση του αποδεικτέου γεγονότος απαιτείται επιπλέον πραγματογνωμοσύνη ή αυτοψία, αλλά να παρέχεται άμεση και πλήρης απόδειξη για το αποδεικτέο θέμα (βλ. για τα ανωτέρω, ΑΠ 103/2018, ΑΠ 1169/2017, ΑΠ 1685/2014, ΑΠ 447/2014, ΑΠ 830/2014, ΕφΠατρ 91/2018, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΘεσ 800/2017, ΕφΑΔ 2018.193, ΕφΘεσ 910/2016, Αρμ 2017.1008, ΕφΔυτΜακ 84/2014, Αρμ 2017/1006, ΕφΑθ 1623/2006, ΑρχΝ 2006/234, Μ. Μαργαρίτη-Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ [2η έκδοση-2018], άρθρο 544, αριθ. 24 επόμ. ιδίως 31-33, Λ. Σινανιώτη, Γενικές αρχές των ενδίκων μέσων [2018], σελ. 107, Ν. Τριάντος, σε Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην πολιτική δίκη [2018], σελ. 233, Στ. Πανταζόπουλου, Οι λόγοι αναψηλάφησης, σελ. 153, Απαλαγάκη, ΚΠολΔ- Ερμηνεία κατ’ άρθρο [4η έκδοση-2016], άρθρο 544, αριθ. 21-25). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 538, 539, 545 και 547 ΚΠολΔ, σε αναψηλάφηση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Η αναψηλάφηση ασκείται μέσα σε ορισμένη προθεσμία, με δικόγραφο που περιέχει τους λόγους αναψηλάφησης, οι οποίοι πρέπει να είναι από εκείνους που καθορίζονται από το νόμο περιοριστικά. Κατά δε το άρθρο 549 ΚΠολΔ, αν η αναψηλάφηση κριθεί παραδεκτή και έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, το δικαστήριο προβαίνει στην εξέταση των λόγων της και, αν θεωρήσει οποιονδήποτε απ` αυτούς παραδεκτό και βάσιμο, δέχεται την αίτηση, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και εξετάζει πλέον την ουσία της υπόθεσης μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναψηλάφηση, τότε δε κρίνεται και το παραδεκτό των ισχυρισμών, της επαναφοράς τους, των αποδεικτικών μέσων κλπ (ΑΠ 1599/2018, ΑΠ 568/17 δημ. Τ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Με την υπό κρίση από 30.9.2019 αίτηση αναψηλάφησης κατά της υπ΄ αριθμό 467/2-11-2016 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, οι αιτούντες εκθέτουν ότι επί της από 15.9.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 αγωγής, που άσκησαν εναντίον τους οι καθ` ων η αίτηση, αιτούμενοι να αναγνωρισθεί ότι η συμπεριφορά των εναγομένων (αιτούντων την αναψηλάφηση) αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους και συνακόλουθα άτακτη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους και να υποχρεωθούν να τους καταβάλουν, η πρώτη εξ αυτών τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) σε καθένα χρηματικά ποσά, ως αποζημίωση απόλυσης και ως αποζημίωση λόγω μη ληφθείσας άδειας, αμφότεροι δε οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, στον πρώτο εξ αυτών, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμό 4310/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε εν μέρει την ασκηθείσα αγωγή και αναγνώρισε ότι η συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, που τελέσθηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της, δεύτερου εναγομένου, αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των εναγόντων, η οποία δίκαια θεωρείται από αυτούς ως άτακτη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους και υποχρέωσε α) την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 45.140,43 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.251,66 ευρώ και β) αμφότερους τους εναγομένους εις ολόκληρον να καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της απόφασης. Ότι, κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι αιτούντες την αναψηλάφηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έφεση, η οποία με την προσβαλλόμενη απόφαση (467/2016) έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ΄ ουσίαν. Ότι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα στις 27-9-2019 περιήλθαν στην κατοχή των αιτούντων νέα έγγραφα, τα οποία είχαν εκδοθεί πριν την ημερομηνία συζήτησης της έφεσής τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (22-9-2016), την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, καθόσον άπαντα είναι έγγραφα ιδιωτικά, αδημοσίευτα και κατέχονταν αποκλειστικά είτε από τους καθ΄ ων είτε από τρίτους, τα οποία αποδεικνύουν αμέσως και πλήρως την βασιμότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, την οποία είχαν προβάλει σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι αιτούντες ζητούν, με το μοναδικό λόγο που περιέχεται στο δικόγραφο της αίτησης αναψηλάφησης, να εξαφανισθεί εν όλω άλλως και επικουρικώς εν μέρει  η προσβαλλόμενη απόφαση και να ερευνηθεί εκ νέου η ουσία της υπόθεσης, με σκοπό να απορριφθεί ως αβάσιμη εν όλω, άλλως και επικουρικώς, εν μέρει, η προαναφερόμενη αγωγή των καθ` ων η αίτηση. Επίσης, ισχυριζόμενοι ότι έχουν εξοφλήσει ολοσχερώς τις ένδικες απαιτήσεις των καθ΄ ων, ζητούν να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ήτοι α) να υποχρεωθεί ο 1ος των καθ’ ών να καταβάλει στην 1η εκ των αιτούντων το ποσό των 45.140,43 ευρώ, β) να υποχρεωθεί η 2η των καθ΄ών να καταβάλει στην 1η εκ των αιτούντων το ποσό των 5.261,66 ευρώ και γ) να υποχρεωθεί ο 1ος των καθ΄ ων να καταβάλει σεις ολόκληρον προς έκαστο εκ των αιτούντων το ποσό των 2.000 ευρώ, άπαντα δε τα ανωτέρω ποσά νομίμως και εντόκως από τη δημοσίευση της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου άλλως και επικουρικώς από την επίδοσή της προς τους καθ΄ ων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.  Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδικάστηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση και είναι παραδεκτή, καθόσον: α) ασκείται κατά οριστικής απόφασης που δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση, β) ασκείται από τους εκκαλούντες, των οποίων απορρίφθηκε η έφεση κατά των αντιδίκων τους, έχουν δε έννομο συμφέρον στην άσκηση της αίτησης, διότι με αυτήν επιδιώκουν την κατ` ουσίαν παραδοχή της έφεσης, ώστε να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί την εις βάρος τους ασκηθείσα αγωγή των αντιδίκων τους, γ) ασκείται για λόγο από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 544 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα διότι οι αιτούντες βρήκαν ή πήραν στην κατοχή τους μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσαν να προσκομίσουν εγκαίρως, διότι αγνοούσαν ανυπαιτίως την ύπαρξή τους και δ) ασκείται στις 30-9-2019, ήτοι εντός εξήντα (60) ημερών από τότε που οι αιτούντες έμαθαν ότι υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα (27-9-2019). Αναφορικά με την εμπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης, οι καθ΄ ων ισχυρίζονται ότι οι αιτούντες έλαβαν γνώση των επικαλούμενων νέων εγγράφων ήδη από 10-6-2019 και συνεπώς εκπροθέσμως, πέραν της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών, κατέθεσαν την κρινόμενη αίτηση. Προς απόδειξη του ισχυρισμού τους και της γνώσης των προσκομιζόμενων νέων εγγράφων από τους αιτούντες κατά την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία, οι καθ΄ ων προσκομίζουν και επικαλούνται τις υπ΄ αριθμ. …/8-10-2020 και …./8-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς του …….. και του ……….., ληφθείσες κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων τους (της από 5-10-2010 κλήσης –γνωστοποίησης μαρτύρων προς την αιτούσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, επιδοθείσας στην έδρα της, οδός ………., μη προκύπτουσας από το υπ΄ αριθμ. πρωτ. ……../12-10-2020 πιστοποιητικό εκπροσώπησης  του Τμήματος Μητρώου/Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ διαφορετικής διεύθυνσης του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ΑΠ 74/2008 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ, βλ. τις υπ΄ αριθμ. ……./5-10-2020 και ….΄../ 5-10-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………….). Ωστόσο, από τις παραπάνω καταθέσεις ουδόλως αποδεικνύεται η γνώση  και η κατοχή των επικαλούμενων από τους αιτούντες νέων εγγράφων σε χρόνο προγενέστερο της 26-9-2019, οπότε έλαβαν τα εν λόγω έγγραφα σε φάκελο  μέσω της εταιρείας ταχυμεταφορών «………..», καθώς οι ενόρκως βεβαιώσαντες αναφέρονται μόνο στην αποχώρηση του εργαζομένου ………., από την εταιρεία «……….», συμφερόντων του πρώτου των καθ΄ ων (………..) και την εν συνεχεία συνεργασία του με την εταιρεία «………..», συμφερόντων του δευτέρου των αιτούντων, οι δε καθ΄ ων συμπερασματικά τοποθετούν τη γνώση των νέων εγγράφων από τους αιτούντες στο χρόνο έναρξης της συνεργασίας του εν λόγω εργαζομένου με την εταιρεία «…………..». Επίσης, παραδεκτό και νόμιμο είναι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 550 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος καταβολής νομίμων τόκων για χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο (ΟλΑΠ 5/2001 ΕλΔ 42/378). Επομένως, πρέπει αυτή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και βάσιμο των λόγων της.

ΙΙΙ.Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 386/2015, Τ.Ν.Π. Νόμος, ΑΠ 1804/2012, ΧρΙΔ 2013/372) και την εν γένει  διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι καθ` ων η αίτηση ……… και ……….. άσκησαν κατά των αιτούντων, εταιρείας με την επωνυμία «…………» και …………., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 15.9.2013 (αριθμ. κατ. …../2013) αγωγή, με την οποία ζήτησαν:  α) να αναγνωρισθεί ότι η δυσμενής μεταβολή των συνθηκών εργασίας αμφοτέρων των εναγόντων εκ της συμπεριφοράς του δευτέρου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, αποτελεί καταγγελία της συμβάσεως εκάστου εξ αυτών με υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να τους καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 51.589,07 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 5.261,67 ευρώ, γ) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να τους καταβάλει ως αποζημίωση αδείας στον πρώτο εξ αυτών το ποσό των 9.782,22 ευρώ και στη δεύτερη το ποσό των 3.608 ευρώ και δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 50.000 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ΄ αριθμ. 4310/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και α) αναγνώρισε ότι η συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, που τελέστηκε δια του νομίμου εκπροσώπου της, δεύτερου εναγομένου, αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των εναγόντων, η οποία δίκαια θεωρείται από αυτούς ως άτακτη καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, β) υποχρέωσε ι) την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 45.140,43 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.261,66 ευρώ και ιι) αμφότερους τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τα οριζόμενα στην απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν οι ηττηθέντες εναγόμενοι την από 26-11-2014 (αριθμ. κατ. …./2014) έφεση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄ αριθμ. 467/2016 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δεν έχει ακόμη καταστεί αμετάκλητη, αφού εκκρεμεί η έκδοση απόφασης επί αιτήσεως αναίρεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου που ασκήθηκε κατ` αυτής από τους εκκαλούντες – εναγομένους, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 22-9-2020. Ειδικότερα, το Δικαστήριο τούτο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα:

«Οι εφεσίβλητοι ……. και ………. (ενάγοντες), οι οποίοι είναι συγγενείς μεταξύ τους (ο πρώτος είναι πατέρας της δεύτερης) προσλήφθηκαν, ο μεν πρώτος στις 10-10-2001, η δε δεύτερη στις 1-4-2011, από την πρώτη εναγόμενη εταιρία «………….», με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστούν στην επιχείρηση εμπορίας καυσίμων και λιπαντικών που διατηρούσε η τελευταία στον Πειραιά (…………), ο πρώτος ως προγραμματιστής και η δεύτερη ως υπάλληλος γραφείου, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οχτάωρο ημερησίως. Από την πρόσληψή τους μέχρι τις 29-3-2013 οι εφεσίβλητοι εργάστηκαν συνεχώς στην ανωτέρω επιχείρηση υπό τις ιδιότητες που προαναφέρθηκαν, αντί μηνιαίων (μεικτών) αποδοχών που συμφωνήθηκαν, οι οποίες κατά τον κρίσιμο για την αγωγή χρόνο (έτος 2013) ανέρχονταν στο ποσό των 5.527,40 ευρώ για τον πρώτο και στο ποσό των 2.255,00 ευρώ για τη δεύτερη. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αναπτύχθηκαν μεταξύ του πρώτου ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου, διαχειριστή και μοναδικού εταίρου της πρώτης εναγομένης – δεύτερου εναγόμενου, πέραν των τυπικών σχέσεων εργαζομένου – εργοδότη, επιπλέον στενές φιλικές σχέσεις, λόγω και της μακροχρόνιας γνωριμίας τους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στον δεύτερο εναγόμενο ένα αίσθημα βαθιάς εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του πρώτου ενάγοντος. Έτσι, ο πρώτος ανέθετε στο δεύτερο διευρυμένες εξουσίες και καθήκοντα σε σχέση με την ιδιότητά του ως υπαλλήλου – προγραμματιστή και τον εφοδίαζε, κατά τις ημέρες που εκείνος απουσίαζε από την επιχείρηση, με ειδικά πληρεξούσια, ώστε αυτός (πρώτος ενάγων) να μπορεί να τον υποκαθιστώ στην εσωτερική διαχείριση και λειτουργία της επιχείρησης, αλλά και στις εξωτερικές συναλλαγές της με τους τρίτους (χωρίς να τον καταστήσει πάντως γενικό διευθυντή της επιχείρησης, όπως οι εκκαλούντες επικαλούνται). Η άνω ομαλή σχέση μεταξύ των παραπάνω διαδίκων συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του έτους 2012, οπότε, εξαιτίας αντιρρήσεων που εκφράστηκαν από την πλευρά του πρώτου ενάγοντος σε αποφάσεις του δευτέρου εναγομένου αναφορικά με διαρθρωτικές αλλαγές στην επιχείρηση (διεύρυνση του τομέα δραστηριότητας της εταιρίας, δημιουργία νέων υποκαταστημάτων εκτός Αττικής, πρόσληψη νέου προσωπικού, μείωση αποδοχών του ήδη υπάρχοντος προσωπικού κ.ά.), διαταράχθηκε η καλή συνεργασία των αμέσως παραπάνω διαδίκων και διαμορφώθηκε ένα ψυχρό και αρνητικό κλίμα μεταξύ τους. Μέσα στο κλίμα αυτό, στις 29-3-2013, ημέρα Παρασκευή, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος απουσίαζε από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, περιήλθε σε γνώση του πρώτου ενάγοντος κατάσταση προσωπικού της εταιρίας, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η μισθοδοσία των εργαζομένων της επιχείρησης, σύμφωνα με την οποία, με εντολή του δεύτερου εναγόμενου, ο δικός του μισθός, καθώς και εκείνος της θυγατέρας του – δεύτερης ενάγουσας μειώνονταν κατά 30% περίπου, χωρίς ταυτόχρονα να τους επιστρέφεται το παρακρατούμενο ποσό με τη μορφή bonus, όπως προβλέπονταν για όλους τους υπόλοιπους εργαζόμενους της επιχείρησης, ως αντιστάθμισμα της μείωσης αυτής (με εξαίρεση τον έτερο παλαιό υπάλληλο της εταιρίας ……….., στον οποίον επίσης μειώνονταν ο μισθός, χωρίς να του επιστρέφεται η μείωση με τη μορφή bonus). Όταν ο δεύτερος εναγόμενος γύρισε στην επιχείρηση κατά την ίδια ημέρα, ο πρώτος ενάγων ζήτησε επειγόντως απ’ αυτόν να τον δει ιδιαιτέρως, ο δε δεύτερος εναγόμενος κάλεσε αυτόν στο γραφείο του. Ο πρώτος ενάγων εισήλθε στο γραφείο του δευτέρου εναγομένου και απευθύνθηκε σ’ αυτόν σε έντονο ύφος, ζητώντας του το λόγο που αυτός και η θυγατέρα του θα είχαν μείωση στον μισθό τους χωρίς η μείωση αυτή να αντισταθμίζεται με χορήγηση ισόποσου bonus. Ο δεύτερος εναγόμενος απάντησε σ’ αυτόν σε ανάλογο οξύ ύφος και απαίτησε να υπογράψει ο πρώτος ενάγων και η θυγατέρα του έγγραφο μείωσης του μηνιαίου μισθού τους, με αποτέλεσμα σύντομα η συνομιλία των δύο διαδίκων να εξελιχθεί σε έναν έντονο διαπληκτισμό μεταξύ τους, με εκατέρωθεν αντεγκλήσεις, στα πλαίσια των οποίων ο δεύτερος εναγόμενος απηύθυνε κατά του πρώτου ενάγοντος την εξυβριστική και απειλητική φράση «αλήτη, μουνόπανο, σκάσε μην σε πετάξω από το παράθυρο», όταν δε ο τελευταίος γύρισε για να αποχωρήσει από το γραφείο, ο δεύτερος εναγόμενος τον ακολούθησε στον έξωθεν χώρο και εκεί του επιτέθηκε από πίσω, γρονθοκοπώντας τον στο κεφάλι, στο λαιμό και στα πλευρά. Στο επεισόδιο παρενέβησαν άμεσα παρευρισκόμενοι εργαζόμενοι της επιχείρησης, μεταξύ των οποίων και η άνω θυγατέρα του πρώτου ενάγοντος και χώρισαν τους διαπληκτιζόμενους. Μετά τη λήξη του επεισοδίου ο δεύτερος εναγόμενος αποσύρθηκε και απομονώθηκε στο γραφείο του, ενώ ο πρώτος ενάγων, αισθανόμενος αδιαθεσία από τα πλήγματα που δέχθηκε, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β, συνοδευόμενος από τη θυγατέρα του – δεύτερη ενάγουσα, στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας – Πειραιά «Άγιος Παντελεήμων», προκειμένου να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες και να υποβληθεί σε προληπτικό ιατρικό έλεγχο. Μετά από εξέτασή του στα εξωτερικά ιατρεία του άνω Νοσοκομείου διαπιστώθηκε ότι έπασχε από άλγος (ΔΕ) τραχηλικής χώρας, στο ιδίως επιγάστριο και στο κατώτερο αρ. ημιθωράκιο, καθώς και από αιμωδίες αρ. άνω άκρου και εξήλθε αυθημερόν με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή. Την επομένη εργάσιμη ημέρα, Δευτέρα 1-4-2013, οι ενάγοντες δεν προσήλθαν στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγόμενης εταιρίας για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, ενώ στις 3-4-2013, οι ίδιοι, εξακολουθώντας να απέχουν από τα καθήκοντά τους, κοινοποίησαν στους εναγόμενους την υπό την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία τους, με την οποία δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι έχει καταστεί αδύνατη γι’ αυτούς η παροχή εργασίας στην πρώτη εναγόμενη εταιρία μετά την παραπάνω βάναυση και προσβλητική της προσωπικότητάς τους συμπεριφορά του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερου εναγόμενου, καθώς και ότι οι ίδιοι, θεωρώντας τη συμπεριφορά αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους, τους καλούν εντός προθεσμίας τριών ημερών, να τους καταβάλουν τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (άρθρο 7 ν. 2112/1920). Σε απάντηση της άνω εξώδικης δήλωσης, οι εναγόμενοι κοινοποίησαν στους ενάγοντες στις 11-4-2013 την από 8-4-2013 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία τους, με την οποία δήλωσαν ότι όσα αναφέρονταν στην παραπάνω από 3-4-2013 εξώδικη δήλωση των εναγόντων αναφορικά με την συμπεριφορά του δεύτερου απ’ αυτούς σε βάρος του πρώτου ενάγοντος ήταν ψευδή, ότι σε κάθε περίπτωση οι ίδιοι ουδέποτε κατήγγειλαν τη σύμβαση εργασίας τους και ότι για το λόγο αυτό τους καλούν εντός προθεσμίας τριών ημερών να επανέλθουν στην εργασία τους, άλλως δήλωσαν ότι θα θεωρήσουν την αδικαιολόγητη αυτή αποχή από τα καθήκοντά τους ως οικειοθελή αποχώρησή τους από την εργασία τους. Λόγω μη ανταπόκρισης των εναγόντων στην ανωτέρω πρόσκλησή τους οι εναγόμενοι προέβησαν στις 10-4-2013 σε γνωστοποίηση στον Ο.Α.Ε.Δ. της οικειοθελούς αποχώρησης των εναγόντων από την εργασία τους, καταθέτοντας στον ως άνω οργανισμό τα από 19-4-2013 έντυπα αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού. Μετά απ’ αυτά οι ενάγοντες προσέφυγαν στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Κεντρικού Τομέα Πειραιά, όπου στις 1-4-2013 κατήγγειλαν ότι τα ανωτέρω έγιναν στα πλαίσια μιας μεθοδευμένης προσπάθειας εκ μέρους των εναγομένων για να τους εξαναγκάσουν σε παραίτηση, ότι αυτά συνιστούν βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, την οποία αποκρούουν και ότι θεωρούν αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και ζητούν την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Για τις προσφυγές τους αυτές εκδόθηκαν ακολούθως από την άνω υπηρεσία τα υπ’ αριθ. ……../19-4-2013 και ………../9-5-2013 δελτία εργατικής διαφοράς. Έκτοτε οι ενάγοντες αναζήτησαν αλλού εργασία, ενώ περί τα μέσα Μαΐου 2013 ο πρώτος απ’ αυτούς δημιούργησε δική του προσωπική εταιρία, συναφούς αντικειμένου δραστηριότητας με εκείνη του δευτέρου εναγομένου, στην οποία (νέα εταιρία) προσλήφθηκε για να απασχοληθεί ως υπάλληλος και η δεύτερη ενάγουσα. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά κρίνεται πως η προαναφερόμενη συμπεριφορά του νομίμου εκπροσώπου, διαχειριστή και μοναδικού εταίρου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας δημιούργησε τέτοιες συνθήκες ώστε, κατά την καλή πίστη και την αντικειμενική κρίση, ήταν πλέον αδύνατη στους ενάγοντες η συνέχιση της παροχής της εργασίας τους στην πιο πάνω επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας και ως εκ τούτου συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας των εναγόντων. Τη μεταβολή αυτή οι τελευταίοι δεν αποδέχθηκαν, αλλά τη θεώρησαν δικαιολογημένα ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και αποχώρησαν από την εργασία τους αμέσως μετά το άνω βίαιο περιστατικό. Η αποχώρηση τους αυτή δεν ήταν οικειοθελής, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκαν οι εναγόμενοι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μάλιστα, τον ισχυρισμό τους αυτόν επαναφέρουν με την έφεση τους, αλλά, όπως αποδείχθηκε, εξαιτίας της άνω βάναυσης και προσβλητικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγόμενου οι ενάγοντες εξαναγκάστηκαν σε αποχώρηση από την εργασία τους, καθώς κλονίστηκε ανεπανόρθωτα η σχέση εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας μεταξύ αυτών και του νομίμου εκπροσώπου και μοναδικού εταίρου της πρώτης εναγόμενης – εργοδότριας, ενώ υπέστη και ηθική μείωση η προσωπικότητα του πρώτου ενάγοντος έναντι τρίτων συναδέλφων του και της θυγατέρας του, λόγω των συναισθημάτων ντροπής και μειονεξίας που δημιουργήθηκαν σ’ αυτόν εξαιτίας του άνω περιστατικού βιαιοπραγίας σε βάρος του, το οποίο διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια των τελευταίων. Η οικειοθελής αποχώρηση των εναγόντων από την εργασία τους δεν δικαιολογούνταν άλλωστε μετά το άνω περιστατικό, αφού θα στερούνταν κατ’ αυτόν τον τρόπο του νομίμου δικαιώματος τους να λάβουν αποζημίωση απόλυσης, η οποία, για τον πρώτο απ’ αυτούς, ενόψει του χρόνου προϋπηρεσίας του, θα ήταν μεγάλη. Εξάλλου, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η δεύτερη ενάγουσα θα ήταν αδύνατο να επιστρέφει και να συνεργαστεί ομαλά και ανεπηρέαστα με το δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος ενώπιον αυτής και άλλων συναδέλφων της χτύπησε και προσέβαλε τον πατέρα της. Πολύ δε περισσότερο καθώς μετά το άνω βίαιο περιστατικό ο δεύτερος εναγόμενος δεν έλαβε θετικά μέτρα για την αποκατάσταση της προσβολής της προσωπικότητας του τελευταίου από την άνω συμπεριφορά του. Αντίθετα, κάλεσε εσπευσμένα τον υπάλληλο της πρώτης εναγόμενης εταιρίας …………, ο οποίος την ημέρα εκείνη απουσίαζε, προκειμένου να προσέλθει και να βοηθήσει στην αλλαγή των κωδικών των τραπεζικών λογαριασμών και των κωδικών πληρωμής της εταιρίας, ώστε να παύσουν να έχουν πρόσβαση σ’ αυτούς οι ενάγοντες. Θα ήταν δε οξύμωρο οι ενάγοντες να σχεδιάζουν τη φυγή τους από μία επιχείρηση στην οποία, τουλάχιστον μέχρι την πρόκληση του ένδικου συμβάντος, αμείβονταν με υψηλές αποδοχές, ώστε να αναλάβουν τον κίνδυνο να εργαστούν σε μία νέα εταιρία με αμφίβολο μέλλον και προοπτικές, η οποία μάλιστα θα ιδρύονταν μέσα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληττε την ελληνική οικονομία. Μετά ταύτα οι ενάγοντες εύλογα θεώρησαν την ως άνω μονομερή και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους από μέρους των εναγομένων ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και αποχώρησαν από την εργασία τους, όπως εκτέθηκε παραπάνω. Επομένως, η πρώτη εκκαλούσα εταιρία όφειλε να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, η οποία, ενόψει των ετών υπηρεσίας των εκκαλούντων στην πιο πάνω επιχείρηση (10-10-2001 έως 29-3-2013 ο πρώτος και 1-4-2011 έως 29-3-2013 η δεύτερη), δηλαδή έντεκα συμπληρωμένα έτη ο πρώτος και ένα συμπληρωμένο έτος η δεύτερη, και του συνόλου των καταβαλλόμενων κατά το χρόνο καταγγελίας μηνιαίων αποδοχών τους (5.261,66 ευρώ ο πρώτος και 2.255,00 ευρώ η δεύτερη), ανέρχεται σε (5.527,40 ευρώ X 7 μήνες = 38.691,80 ευρώ + 1/6) 45.140,43 ευρώ για τον πρώτο και σε (2.255,00 X 2 μήνες = 4.510,00 + 1/6) 5.261,66 ευρώ για τη δεύτερη, ποσά που δεν τους καταβλήθηκαν κατά την αποχώρησή τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την αναφερθείσα προσβλητική και βάναυση συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου – νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης έχει επέλθει ηθική μείωση και βαριά προσβολή στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του πρώτου ενάγοντος, του οποίου εθίγη η επαγγελματική αξία, η τιμή και η υπόληψή του και εκτέθηκε ανεπανόρθωτα στο εργασιακό του περιβάλλον, καθώς υπέστη χειροδικία, ύβρεις και απειλές ενώπιον συναδέλφων του και της θυγατέρας του, γεγονότα που έγιναν γνωστά σε όλο το προσωπικό της επιχείρησης. Από την προσβολή αυτή ο πρώτος ενάγων έχει υποστεί ηθική βλάβη, το ανάλογο δε χρηματικό ποσό για την ικανοποίησή της, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, ανέρχεται σε 2.000,00 ευρώ. Επομένως, οι εφεσίβλητοι δικαιούνται για τις παραπάνω αιτίες το συνολικό ποσό των (45.140,43 + 2.000,00) 47.140,43 ευρώ ο πρώτος και των 5.261,66 ευρώ η δεύτερη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και έκανε δεκτή εν μέρει την ένδικη αγωγή, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό και πρέπει ν’ απορριφθούν όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους παραπονούνται οι εναγόμενοι για το αντίθετο, ως αβάσιμοι κατ’ ουσία..».

Μετά ταύτα, το Δικαστήριο τούτο απέρριψε την έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ΄ουσία.

Οι αιτούντες, για να στηρίξουν την υπό κρίση αίτηση για αναψηλάφηση της ανωτέρω προσβαλλόμενης απόφασης, προσκομίζουν και επικαλούνται ως «νέα κρίσιμα» έγγραφα τα εξής: α) την από 4-12-2013 επιστολή του λογιστικού γραφείου Κύπρου «……….» (λογιστικό γραφείο Κύπρου ………..) προς τον 1ο των καθ΄ ων μετά των συνημμένων αποσπασμάτων λογαριασμού και υπ΄ αριθμ. …………. τιμολογίων, με την οποία του γνωστοποιεί ότι το ποσό της αμοιβής του για τις υπηρεσίες που προσέφερε για τη σύσταση της εταιρείας «……….» και όλες τις συναφείς νομικές ενέργειες, καθώς και τα έξοδα αντιπροσώπευσης από 1-4-2013 έως 31-12-2013 είναι 4.469,09 ευρώ, β) την από 22-7-2014 επιστολή του ως άνω λογιστικού γραφείου Κύπρου ……….., με την οποία ζητεί από τον πρώτο των καθ΄ ων ενημέρωση για τα πιθανά κέρδη της «. …..» για το έτος 2014, προκειμένου να προσδιορίσει την προσωρινή φορολογία, γ) την από 6-11-2014 επιστολή του πρώτου των καθ΄ ων προς το ως άνω λογιστικό γραφείο Κύπρου ….., στην οποία αναφέρει ότι η debit card μπορεί να έχει το όνομα της εταιρείας, για το internet banking μπορούν να χρησιμοποιήσουν το όνομά του, γενικά όμως δεν θα ήθελε να συνδέεται (ή να μην φαίνεται πουθενά) το όνομά του με την  «……..» , δ) το από 31-3-2015 «αντίγραφο πρακτικού αυτόκλητης γενικής συνέλευσης της «……….», όπου ο πρώτος των καθ΄ ων, ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της «……..»,  ως μοναδικού εταίρου της, αποφάσισε τη διανομή μερίσματος από την ……. προς την «…….», εκ ποσού 120.000 ευρώ, ε) την από 2-9-2015 επιστολή του πρώτου των καθ΄ ων  προς το λογιστικό γραφείο Κύπρου  …….., με την οποία ζητεί ενημέρωση «προκειμένου να μεταβιβάσει άμεσα ο κ. …….. που κατέχει το 50% των μετοχών της …… σε μένα που έχω το άλλο 50%», στ) την από 13-11-2015 σύμβαση μεταβίβασης μετοχών μεταξύ των …….. , του πρώτου των καθ΄ ων και της ………, με την οποία ο …….. πώλησε στον πρώτο των καθ΄ ων το 50%, ήτοι 500 μετοχές της …….., έναντι τιμήματος 44.529 ευρώ, και ζ) την από 17-11-2015 επιστολή της «……..»  προς το λογιστικό γραφείο Κύπρου ……., την οποία υπογράφει ο πρώτος των καθ΄ ων και με την οποία εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις της «……….»  και τους εξουσιοδοτεί να υποβάλουν στο Τμήμα Φορολογίας τις φορολογικές δηλώσεις για την περίοδο από 4 Απριλίου 2013 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2013 και για το έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.

Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι τα ανωτέρω έγγραφα αποδεικνύουν τον προβαλλόμενο σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας αμυντικό ισχυρισμό τους περί μεθόδευσης άλλως αξιοποίησης του λαβόντος χώρα την 29-3-2013 περιστατικού διαπληκτισμού εκ μέρους του πρώτου των καθ΄ ων, ώστε επιδεικνύοντας προκλητική συμπεριφορά έναντι του δευτέρου αιτούντος να προκαλέσει την απόλυση του ίδιου και της δεύτερης των καθ΄ ων, θυγατέρας του και να διεκδικήσουν αμφότεροι αποζημίωση απόλυσης, καθώς είχε προαποφασίσει και προετοιμάσει την αποχώρησή του από την πρώτη αιτούσα, με σκοπό να συστήσει ανταγωνιστική επιχείρηση, αν δε τα έγγραφα αυτά είχαν ληφθεί υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση.

Πλην όμως, τα ανωτέρω έγγραφα δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη του αποδεικτέου εν προκειμένω θέματος, της καταχρηστικής άσκησης της αγωγής εκ μέρους των εναγόντων, ώστε να αποτελούν «κρίσιμα έγγραφα» με την έννοια που αναφέρθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη, ικανά να στηρίξουν την κρινόμενη αίτηση. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προαναφερθείσας προσβαλλόμενης απόφασης (467/2016) του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε μετά από άσκηση έφεσης των νυν αιτούντων, το Δικαστήριο, για να αχθεί στην παραπάνω κρίση του, συνεκτίμησε τις μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, καθώς και προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες- νυν καθ΄ ων η αίτηση αναψηλάφησης ένορκες βεβαιώσεις. Οι εκκαλούντες- νυν αιτούντες στον τρίτο λόγο της έφεσής τους, παραπονούμενοι κατά της πρωτόδικης απόφασης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφέρουν ότι ο πρώτος εφεσίβλητος- νυν πρώτος των καθ΄ ων αμέσως και από την επομένη της αποχωρήσεώς του, άρχισε να δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά (της εμπορίας καυσίμων) και στις 4/4/2013 συνέστησε την εταιρεία με την επωνυμία «………» και στη συνέχεια στις 23/5/2013 συνέστησε την εταιρεία με την επωνυμία «……….», δηλαδή εταιρεία ίδιου αντικειμένου ακριβώς με την πρώτη εκκαλούσα- νυν πρώτη αιτούσα, με μοναδικό εταίρο την εταιρεία «………….», γεγονός το οποίο αποδεικνύει τους ισχυρισμούς τους, ότι δηλαδή ο πρώτος ενάγων/εφεσίβλητος είχε προσχεδιάσει την αποχώρησή του και προκάλεσε το ιστορούμενο επεισόδιο και σε κάθε περίπτωση το αξιοποίησε… Τα ίδια επαναλαμβάνουν και στον τέταρτο λόγο της έφεσή τους, όπως και στις προτάσεις που κατέθεσαν (βλ. σελ. 6, 7,8,17, 18,19,32), ενώ προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν ως σχετικό με στοιχείο ΙV/No 12 «εκτύπωση από την ιστοσελίδα του Επιμελητηρίου τα στοιχεία της επιχείρησης του ………., από την οποία αποδεικνύεται ότι πράγματι ο τελευταίος συνέστησε την εταιρεία με την επωνυμία «…………», με έδρα στον ……… και με μοναδικό εταίρο την εταιρεία με την επωνυμία «……….» και έδρα αυτής της τελευταίας, τη διεύθυνση της κατοικίας του ιδίου και διαχειριστή αυτόν, δηλαδή εταιρεία ίδιου αντικειμένου ακριβώς με την επιχείρησή μας» (βλ. σελ. 19 των προτάσεων). Η επικαλούμενη, επομένως, ίδρυση εκ μέρους του πρώτου των καθ΄ ων, νέας εταιρείας, ιδίου αντικειμένου, τον Απρίλιο του 2013, λήφθηκε υπόψη από την προσβαλλόμενη απόφαση. Τα προσκομιζόμενα προς υποστήριξη της αίτησης νέα έγγραφα, τα οποία αποτελούν μέρος της αλληλογραφίας του πρώτου των καθ΄ ων με το λογιστικό γραφείο Κύπρου και αναφέρονται σε λογιστικά, φορολογικά και λοιπά θέματα της γνωστής στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ιδρυθείσας από τον πρώτο των καθ΄ων εταιρείας, ουδόλως οδηγούν σε άμεση και πλήρη απόδειξη του ισχυρισμού των αιτούντων, όπως διατυπώνεται ανωτέρω, κρίνεται δε ότι ακόμα και αν υποβάλλονταν στο Δικαστήριο  δεν θα είχαν αποφασιστική επίδραση στο σχηματισμό της κρίσης αυτού, η οποία δεν θα ήταν διαφορετική και χωρίς αυτήν.

ΙV. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων λόγω της ήττας τους, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των καθ΄ ων (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως ορίζεται στο διατακτικό.

Περαιτέρω, επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης κατ` απόφασης Εφετείου υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 500 ευρώ και ότι εν περιπτώσει ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος το Δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα. Η υποχρέωση, όμως, κατάθεσης παραβόλου δεν ισχύει επί υποθέσεων  εργατικών διαφορών, οπότε, εάν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρέωσης κατατεθεί παράβολο, το Δικαστήριο, βάσει των εν λόγω διατάξεων αναλόγως εφαρμοζομένων, διατάσσει την επιστροφή τούτου στον καταθέσαντα ασχέτως της ευδοκίμησης ή μη της αίτησης αναψηλάφησης (ΑΠ 142/2020 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της υπό κρίση αίτησης, έχει κατατεθεί παράβολο (βλ. το υπ΄ αριθμ. ………. e- παράβολο σε συνδ. με την από 30-9-2019 απόδειξη πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας), χωρίς όμως να υφίσταται σχετική υποχρέωση, αφού η αίτηση αναψηλάφησης αφορά εργατική διαφορά.

Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του εν λόγω παραβόλου στον καταθέσαντα τούτο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αίτηση αναψηλάφησης κατά της 467/2016 οριστικής απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.

Επιβάλει σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    22 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ