Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 47/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    47/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 23.7.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../27.7.2018 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/19.2.2019 έφεση της εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας, με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2860/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, ως προς αυτήν, την σε βάρος της από 7.8.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./10.8.2017 αγωγή της εφεσίβλητης εδρεύουσας στην ……….. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», ενώ την απέρριψε, κατ’ουσίαν, ως προς την δεύτερη εναγομένη, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ………., ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία της ενάγουσας, στις 29.6.2018, στην εναγομένη-εκκαλούσα,  συντασσομένης σχετικής επισημείωσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών, ………., επί του σώματος του επιδιδομένου εγγράφου, φωτοτυπικό αντίγραφο του οποίου προσκομίζεται με επίκληση από την εναγομένη-εκκαλούσα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 27.7.2018, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, στην από 7.8.2017 αγωγή της, όπως το περιεχόμενο της παραδεκτά διορθώθηκε, κατ’ άρθρο 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ, εκθέτει ότι συνήψε σύμβαση δανείου με την πρώτη εναγομένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία μηχανοκίνητου αλιευτικού σκάφους «Χ.», δια της νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης, ποσού 75.000 ευρώ, το οποίο της μεταβίβασε τμηματικώς κατά τους αναφερόμενους χρόνους, με εμβάσματα στους υποδεικνυόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων προσώπων συνεργατών της, προκειμένου η δανειολήπτρια, που αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, να το χρησιμοποιήσει για την άρση της απαγόρευσης απόπλου του ανωτέρω σκάφους, που είχε επιβληθεί στον λιμένα Aalesund της Νορβηγίας, λόγω απαιτήσεων, τη διενέργεια των απαραίτητων επισκευών, την επάνδρωση του με πλήρωμα και την προμήθεια του με εφόδια, προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθεί για την διενέργεια αλιείας στην δυτική Αφρική, κατόπιν λήψης σχετικής αδείας, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο και ότι το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, με συμφωνηθέν ετήσιο επιτόκιο 2% και η απόδοση του σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με έναρξη καταβολής τον πέμπτο μήνα από την εκταμίευση του δανείου, ενώ η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε προσωπικά να το εξοφλήσει σωρευτικά με την πρώτη εναγομένη, πλην όμως παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αρνούνται να αποπληρώσουν. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από παραδεκτό περιορισμό του κύριου αγωγικού αιτήματος με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ), ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον καθεμία, το ποσό των 75.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων περί απαραδέκτου άσκησης της αγωγής, λόγω έλλειψης νομίμου εκπροσώπησης της και έκρινε ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ευθύνεται ατομικά για την εκπλήρωση της οφειλής της πρώτης εναγομένης από την σύμβαση δανείου με την ενάγουσα, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν, ως προς την πρώτη εναγομένη  και αναγνώρισε την υποχρέωση της να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 65.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η μερικώς ηττηθείσα πρώτη εναγομένη εταιρεία για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο, ώστε να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

ΙΙΙ. Ο ν.2190/1920, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. 174/1963, ορίζει στο άρθρο 7Α, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ. 409/1986, ότι “1. Σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και στοιχεία: […]. γ. Ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση, με τα στοιχεία ταυτότητας, των προσώπων που ασκούν τη διαχείριση της εταιρίας, έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα και είναι αρμόδια να ασκούν τον τακτικό της έλεγχο”. Στις παραγράφους 1 περ. α’ και β’ , 13, 14 και 15 του άρθρου 7Β του ίδιου νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ. 409/1986, ορίζεται ότι “1. Η δημοσιότητα πραγματοποιείται: α) Με την καταχώριση […] των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών, που τηρείται στην υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της νομαρχίας […]. β) Με τη δημοσίευση, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρίας, στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδος της Κυβέρνησης, ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών των πράξεων και στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα […]. 13. Η εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δημοσίευση που προβλέπει η περ. β’ της ανωτέρω παρ.1, εκτός εάν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν […]. 14. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας είναι υπεύθυνο για την υποβολή στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου των πράξεων και στοιχείων για τα οποία απαιτείται δημοσιότητα […]. 15. Οι τρίτοι μπορούν να επικαλούνται πράξεις ή στοιχεία για τα οποία δεν ολοκληρώθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας σύμφωνα με την ανωτέρω παρ.1, εκτός εάν η έλλειψη δημοσιότητας τα καθιστά ανίσχυρα”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η δημοσιότητα στην οποία υποβάλλεται ο διορισμός ή η αντικατάσταση των προσώπων που ασκούν τη διαχείριση ή εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας (ΑΚ 67), δεν έχει συστατικό, αλλά δηλωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 1156/2018, ΑΠ 470/2006, ΑΠ 916/2004). Έτσι, η πράξη διορισμού ή η για οποιοδήποτε λόγο παύση ενός προσώπου σε αναφορά προς την ως άνω εξουσία, υποβάλλεται μεν σε δημοσιότητα, πλην όμως η μη δημοσίευση δεν επιδρά στο κύρος αυτής, αλλά έχει ως αποτέλεσμα το ότι η ανώνυμη εταιρία δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αντιτάξει σε τρίτους, με τους οποίους έχει συναλλαχτεί, την επελθούσα μεταβολή, εκτός εάν αποδείξει ότι οι τρίτοι τη γνώριζαν (ΑΠ 1156/2018, ΑΠ 307/2003, ΑΠ 724/2002). Σκοπός των ανωτέρω ρυθμίσεων είναι η ασφάλεια των συναλλαγών και η προστασία των τρίτων που συναλλάσσονται με την ανώνυμη εταιρία και προσδίδουν πίστη στα δημοσιευμένα στοιχεία της. Έτσι, σε περίπτωση που επέλθει μεταβολή στη διοίκηση και εκπροσώπηση της εταιρίας χωρίς να δημοσιευθεί, η εταιρία δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι του τρίτου, που συναλλάχτηκε με νόμιμο εκπρόσωπο που αναφέρεται στα δημοσιευμένα στοιχεία της, την επελθούσα μεταβολή στην εκπροσώπηση της, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε τη μεταβολή. Αντίθετα, ο τρίτος μπορεί να επικαλεσθεί έναντι της εταιρίας την έλλειψη της δημοσιότητας και το κύρος της συναλλαγής του με τον προηγούμενο εκπρόσωπο της εταιρίας. Τρίτος θεωρείται κάθε συναλλασσόμενος με την εταιρία, ο οποίος ως εκ της θέσεως στην οποία βρίσκεται και των λοιπών κατ’ ιδίαν περιστάσεων έχει ανάγκη προστασίας, διότι αδυνατεί να παρακολουθήσει τις επερχόμενες μεταβολές στη διοίκηση και εκπροσώπηση αυτής και, ως εκ τούτου, είναι υποχρεωμένος να εμπιστευθεί τις ήδη νομίμως δημοσιευμένες πληροφορίες ως προς το ζήτημα αυτό. Δεν θεωρείται, όμως, “τρίτος” ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας ή ο γενικός διευθυντής αυτής, ο οποίος με την εν λόγω ιδιότητα είτε μετέχει στις διαδικασίες εκλογής ή επιλογής των οργάνων της εταιρίας είτε είναι ενήμερος για τις σχετικές μεταβολές και οιονεί “ταυτίζεται” με την εταιρία (ΑΠ 1156/2018, ΣτΕ 267/2018, ΑΠ 737/2015, ΑΠ 1657/2010).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβαλλόμενο ισχυρισμό περί απαραδέκτου άσκησης της ένδικης αγωγής, λόγω έλλειψης νόμιμης διοίκησης και εκπροσώπησης της ενάγουσας εταιρείας, εφόσον, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν είχαν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας για την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και συγκρότησης του στο σώμα, η δε οψιγενής καταχώρηση των σχετικών στοιχείων δεν μπορεί να αντιταχθεί εναντίον της, αφού δεν τα γνώριζε, ούτε παράγει αναδρομικά αποτελέσματα.

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι και σχετίζονται με την έρευνα της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ικανότητας διαδίκου της ενάγουσας και αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 73 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία συστήθηκε την 23.1.1995 και το καταστατικό της δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 352/23.1.1995 ΦΕΚ (Τεύχος Α.Ε. και ΕΠΕ). Όπως προκύπτει από την με ημερομηνία 23.7.2007 Ανακοίνωση καταχώρησης στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών του Νομάρχη Αθηνών (ΦΕΚ 2093/28.3.2007 Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε.) κατά τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της ενάγουσας στις 9.3.2007 εκλέχθηκε Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία, το οποίο συγκροτήθηκε σε σώμα, ήτοι η θητεία του έληξε στις 9.3.2012, ενώ η διάρκεια της παρατάθηκε εκ του νόμου, με βάση τη διάταξη του άρθρου του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β’ Κ.Ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών», σε συνδυασμό με το άρθρο 25 παρ. 1 του ίδιου νομοθετήματος, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να συνέλθει η επόμενη τακτική γενική συνέλευση, δηλαδή εντός έξι μηνών μετά το τέλος της εταιρικής χρήσης, ήτοι μέχρι την 30.6.2012. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. …../26.9.2017 Ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), στις 26.9.2017 καταχωρήθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. το από 29.6.2012 πρακτικό της ετήσιας Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας εταιρείας, καθώς και το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της για τη συγκρότηση του σε σώμα με πενταετή θητεία, παρατεινόμενη μέχρι την ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση που θα λάμβανε χώρα το αργότερο μέχρι την 30.6.2017. Η παραπάνω Ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στις 3.10.2017 στο υπ’ αριθ. 2937/3.10.2017 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Τεύχος ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ.) Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. πρωτ……../29.9.2017 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, προκύπτει ότι στις 22.9.2017 καταχωρήθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. η από 25.10.2016 Απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ενάγουσας με την οποία εκλέχθηκε νέο Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς και το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της για τη συγκρότηση του σε σώμα, με θητεία που λήγει στις 30.6.2021. Με την παραπάνω καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο ικανοποιήθηκε η επιβαλλόμενη από το νόμο υποχρέωση δημοσιότητας [άρθρο 7 β παρ. 1 Κ.Ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με άρθρα 2 παρ. 1 και 2 Ν. 4250/2014 (ΦΕΚ Α 74/26.3.2014), όπως συμπληρώθηκε με άρθρο 207 Ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α 160/8.8.2014) και 232 παρ. 1 έως 3 Ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α 86/11.4.2012), όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 202 Ν.4281/2014 (ΦΕΚ Α 160/8.8.2014)]. Ενόψει των ανωτέρω, η πράξη ορισμού του οργάνου διοικήσεως της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας ολοκληρώθηκε με τη λήψη της σχετικής αποφάσεως από το αρμόδιο όργανο της, δηλαδή με την από 25.10.2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων για την εκλογή του νέου διοικητικού συμβουλίου και την αποδοχή της εκλογής από τους διοριζόμενους αυθημερόν με την συγκρότηση του σε σώμα. Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή υποβλήθηκε στην προβλεπόμενη δημοσιότητα μεταγενέστερα, δεν επιδρά στο κύρος της, καθόσον δεν έχει συστατικό, αλλά βεβαιωτικό ή δηλωτικό χαρακτήρα. Επομένως, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής με την επίδοση της στις εναγόμενες στις 4.9.2017, η ενάγουσα εταιρεία νομίμως εκπροσωπούνταν από το νέο διοικητικό της συμβούλιο και ουδόλως τίθεται θέμα μη αντιταξιμότητας της εκλογής του και της συγκρότησης του σε σώμα στις εναγόμενες, επειδή δεν είχε λάβει χώρα κατά τον κρίσιμο χρόνο η προβλεπόμενη δημοσιότητα τους με την καταχώρηση των οικείων πρακτικών στο Γ.Ε.ΜΗ., καθόσον το ζήτημα τούτο δεν σχετίζεται με την εγκυρότητα της δικαστικής αυτής ενέργειας της ενάγουσας ανώνυμης εταιρείας, ούτε απαιτούνταν σχετική γνώση των εναγομένων για να παραγάγουν οι πράξεις αυτές έννομα αποτελέσματα, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα, αλυσιτελώς δε επικαλείται επιπρόσθετα ότι τα επίμαχα πρακτικά ήταν προχρονολογημένα, δεδομένου ότι δεν έχει χωρήσει ακύρωση τους, κατόπιν νομότυπης προσβολής τους και συνεπώς, είναι καθ’όλα έγκυρα και ισχυρά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό περί απαραδέκτου της αγωγής, λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης και ικανότητας διαδίκου της ενάγουσας-εφεσίβλητης εταιρείας, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των αντίθετων που υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

IV. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθ. 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410, 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι’ αυτό να έχει, καταρχήν τουλάχιστον, την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου (τέτοιος δε στις ανώνυμες εταιρείες είναι ο διευθύνων σύμβουλος, άρθ.18 και 22 ν.2190/1920), ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθ. 415 ΚΠολΔ, που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησης τους, η εξέταση όμως αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο, ως μάρτυρας και στην συνέχεια, ως διάδικος, ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη (ΟλΑΠ 745/2007). Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση, ως μάρτυρα, του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου ή μέλους της διοίκησης αυτού, είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, το αυτό δε ισχύει για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, κατ’ άρθρο 671§1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 1274/2019, ΑΠ 1192/2018, ΑΠ 1325/2017, ΑΠ 908/2017, ΑΠ 397/2016, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 2194/2014, ΑΠ 715/2013). Σημειώνεται ότι η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά τον χρόνο της κατάθεσης ή ένορκης βεβαίωσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ένορκης κατάθεσης ή μαρτυρίας, ως ανυπόστατης, αλλιώς, αν δηλαδή η εν λόγω ιδιότητα προϋπήρχε ή αποκτήθηκε μεταγενεστέρως, δεν αναιρείται το υποστατό του αποδεικτικού μέσου της ένορκης καταθέσεως ή ένορκης βεβαιώσεως, η οποία, όταν νομίμως προσκομίζεται με επίκληση από τον διάδικο, είναι υποχρεωτικώς ληπτέα υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας κατά τον σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως (ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 2076/2017, ΑΠ 715/2013, ΑΠ 1010/2009, ΑΠ 248/2009, ΑΠ 1492/2006, ΑΠ 1361/2005).

V. Από την υπ’ αριθμ……../8.12.2017 ένορκη βεβαίωση του ……., ενώπιον της συμβολαιογράφου Κηφισιάς …………, που συντάχθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης των εναγομένων (υπ’αριθ….. και …./5.12.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..) και τις υπ’ αριθμ……../4.12.2017 ένορκη βεβαίωση του ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και υπ’αριθ……../8.12.2017 ένορκη βεβαίωση του ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκομίζουν, με επίκληση, οι εναγόμενες-εκκαλούσα και δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας-εφεσιβλήτου, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ…./29-11-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …..), που εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, μη λαμβανομένης όμως υπόψη της υπ’αριθμ…../4.12.2017 ένορκης βεβαίωσης της …….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους (υπ’αριθμ………..΄/29.11.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) και ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τη οικεία μείζονα σκέψη, διότι κατά το χρόνο λήψης της αυτή ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, κατέχοντας τη θέση της αντιπροέδρου, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης, σε συνδυασμό με το πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης της 8ης.12.2017 και επομένως, δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης-εκκαλούσας, που περιλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης, ως αβασίμου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφικών απεικονίσεων γραπτών μηνυμάτων (SMS), που προσκομίζονται με επίκληση από την ενάγουσα-εφεσίβλητη, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε από τις αντιδίκους της (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της εναγομένης-εκκαλούσας, καθόσον αυτά περιήλθαν στην κατοχή της ενάγουσας δια του νομίμου εκπροσώπου της, με τη συναίνεση της δεύτερης εναγομένης, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά, η δε συνταγματικά κατοχυρωμένη με το άρθρο 19 Συντάγματος προστασία του απορρήτου λήγει μόλις ο παραλήπτης του μηνύματος λάβει γνώση του περιεχομένου του, ενώ η εν λόγω αλληλογραφία δια γραπτών μηνυμάτων κρίνεται αποκλειστικά συνδεδεμένη με την επιχειρηματική δραστηριότητα των διαδίκων και δεν εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 9 Σ, ούτε σ’ αυτήν των προσωπικών δεδομένων του άρθρου 9Α Σ., σε συνδυασμό με το άρθρο 2 Ν.2472/1997 «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (ΟλΑΠ 1/2017), λαμβανομένου επιπλέον υπόψη του προσκομιζόμενου μετ’επικλήσεως από την εναγομένη-εκκαλούσα, μη ληφθέντος υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, από 8.4.2016 μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που προσκομίστηκε από τις εναγόμενες με την προσθήκη-αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεων τους σε αντίκρουση του επακόλουθου σε απάντηση του από 9.4.2016 ηλεκτρονικού μηνύματος, που προσκομίστηκε με επίκληση από την ενάγουσα με τις πρωτόδικες προτάσεις της (άρθρο 237 παρ.2 εδ. β’ ΚΠολΔ), δεκτής γενομένης της συναφούς αιτίασης, που διαλαμβάνεται στον δεύτερο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμης, μη λαμβανομένου όμως υπόψη του προσκομιζόμενου με επίκληση από την ενάγουσα-εφεσίβλητη από 22.4.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού, που δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν αμφισβήτησης της γνησιότητας της επ’αυτού υπογραφής του συμβαλλομένου, μη διαδίκου, …………. και μη απόδειξης της, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον ……, είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία αλιευτικού (Α/Κ) πλοίου «Χ.», κ.ο.χ.516, με αριθμό Νηολογίου Πειραιώς …… και με αριθμό ΙΜΟ …., πρόεδρος δε του διοικητικού της συμβουλίου και νόμιμη εκπρόσωπος της, τυγχάνει η δεύτερη εναγόμενη, ……… Μετά από διαπραγματεύσεις, ο ήδη αποθανών στις 23.8.2016, ……., κάτοικος εν ζωή Σενεγάλης, που δραστηριοποιούταν με την αλιεία σε χώρες της Δυτικής Αφρικής και την εμπορία των αλιευμάτων, αφού, κατόπιν μεσολάβησης του . …….., επικοινώνησε τον Φεβρουάριο 2016 με τα όργανα διοίκησης της πρώτης εναγόμενης και εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για εμπορική συνεργασία, κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία το από 20.4.2016 Μνημόνιο Συνεργασίας («Memorandum of understanding»), δυνάμει του οποίου: α) ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνήσει για την εξασφάλιση χρηματοδότησης υπό μορφή βραχυπρόθεσμου δανείου προς την πλοιοκτήτρια εταιρεία, προκειμένου αφενός να ενεργοποιηθεί το σκάφος αυτής, που βρισκόταν ανενεργό στον λιμένα Aalesund της Νορβηγίας, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της και να διενεργηθεί εν γένει προετοιμασία του πλοίου, αγορά του αναγκαίου εξοπλισμού και διαμόρφωση του, ώστε να καταστεί κατάλληλο για αλιεία βυθού στην Αφρική, δεξαμενισμός και ανανέωση των απαραίτητων πιστοποιητικών επιθεώρησης και αξιοπλοΐας του και αφετέρου, να επανδρωθεί και να προμηθευθεί με τα απαραίτητα εφόδια (καύσιμα, λιπαντικά κ.λ.π.), ώστε καταπλεύσει στην Σενεγάλη και να εφοδιασθεί με άδεια αλιείας για την θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στο Ziguinchor Σενεγάλης και λιμένα Bissau Γουινέας και β) απέκτησε το δικαίωμα να αγοράζει από την εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, κατ’αποκλειστικότητα και σε προνομιακές τιμές στον τόπο εκφόρτωσης, το σύνολο των εκάστοτε αλιευμένων από το ανωτέρω σκάφος αλιευμάτων. Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της συνεργασίας, ετήσιας διάρκειας με δικαίωμα ανανέωσης, η χρηματοδότηση που θα της εξασφάλιζε ο ………., αφορούσε ποσό 53.000 ευρώ για κάλυψη των αναγκών του πλοίου μέχρι αφίξεως του στην Σενεγάλη από την Νορβηγία, εκ του οποίου 40.000 ευρώ συμφωνήθηκε να κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό στην Νορβηγία του τοπικού διαχειριστή της πλοιοκτήτριας «………….”, για τον εξοπλισμό, την επάνδρωση και το ταξείδι από την Νορβηγία στο Ντακάρ και 13.000 ευρώ, στον τραπεζικό λογαριασμό του μετόχου της εναγομένης, ……….., στην τράπεζα «Targo Bank” στο Αμβούργο, το οποίο θα διατίθετο για δαπάνες του σκάφους (άδεια αλιείας, εφόδια κ.λ.π.). Η αποπληρωμή του ποσού των 53.000 ευρώ, συμφωνήθηκε σε επτά μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης μετά την πάροδο 5 μηνών από την ημερομηνία καταβολής των ποσών, με επιτόκιο 2% ετησίως. Επίσης, με το ίδιο συμφωνητικό ο ……… ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει επιπλέον το ποσό των 27.000 ευρώ προς κάλυψη των αναγκών πριν και κατά την άφιξη του πλοίου στην Σενεγάλη (πόρτες, δίχτυα, πετρέλαιο), καταθέτοντας τα σχετικά δελτία παραλαβής/τιμολόγια, που έπρεπε να φέρουν την έγγραφη αναγνώριση από την πλοιοκτήτρια, αλλιώς δεν θα την βάρυνε η δαπάνη, προκειμένου το πλοίο να καταστεί έτοιμο να αρχίσει την αλιευτική δραστηριότητα. Το εν λόγω ποσό ρητά περιελάμβανε προκαταβολή για την αγορά των αλιευμάτων, η οποία θα άρχιζε να αποπληρώνεται τον 3ο μήνα της αλιευτικής δραστηριότητας και από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης, χωρίς καμία επιβάρυνση, σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις εκάστης 4.500 ευρώ ή με αλιεύματα ίσης αξίας. Οι πάσης φύσεως λειτουργικές δαπάνες του πλοίου περιλαμβανομένων μισθών πλοιάρχου και πληρώματος, ασφαλιστικές εισφορές, σίτισης αναλώσιμα, προμήθειες, κόστος καυσίμων, ασφάλιστρα, φόροι, τέλη και πρακτοριακές αμοιβές, εβάρυναν την εναγομένη πλοιοκτήτρια, καθώς επίσης και η υποχρέωση πληρωμής του κόστους της αλιευτικής αδείας προς το κράτος της Γουινέας ή Σενεγάλης. Ενόψει υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού, κατόπιν επικοινωνίας του …….. και διαπραγματεύσεων με τον τότε νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ……, με την οποία διατηρούσε εμπορική συνεργασία, η τελευταία αποδέχθηκε την πρόταση του και ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγήσει ως δάνειο προς την εναγομένη, με την μεσολάβηση του ….., τα ποσά που αυτός είχε αναλάβει να της εξασφαλίσει με το ανωτέρω από 20.4.2016 μνημόνιο συνεργασίας και σε αντάλλαγμα ο …….. ανέλαβε την υποχρέωση να διαθέτει το σύνολο των αλιευμάτων, που θα αγόραζε από την εναγομένη, βάσει της μεταξύ τους, ως άνω, συμφωνίας, στην ενάγουσα εταιρεία, όπως αποδεικνύεται από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, συναφθείσας μεταξύ αυτής και του ……. σχετικής σύμβασης συνεργασίας με αυτό το αντικείμενο, λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο σχετίζονταν με την δραστηριότητα της, που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την εισαγωγή και εμπορία πάσης φύσεως υλικού, εμπορεύματος, αναλώσιμου προϊόντος κ.λ.π. χρησιμοποιούμενου από δημόσιες, νομαρχιακές, δημοτικές ή άλλες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας κ.αλ. για τις ανάγκες του προσωπικού τους, συμπεριλαμβανομένων, εκτός άλλων, τροφίμων κ.λ.π. (άρθρο 3 στοιχ. η καταστατικού ενάγουσας ΦΕΚ 1076/8.2.2006), απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης-εκκαλούσας, κατά την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας της, προς επίρρωση του αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού της, ως ουσιαστικά αβασίμων. Έτσι, κατόπιν μεσολάβησης του ……, ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, …….., ήλθε απευθείας σε επικοινωνία με τη δεύτερη εναγόμενη, με την ιδιότητα της, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και συμφώνησαν προφορικά την χορήγηση δανείου από την ενάγουσα στην πρώτη εναγόμενη. Για λόγους διευκόλυνσης της επικείμενης εμπορικής συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων μερών, η απόδοση του δανείου, που θα λάμβανε η εναγόμενη εταιρία από την ενάγουσα, συμφωνήθηκε να γίνεται απευθείας στον τραπεζικό λογαριασμό του ……… στη Σενεγάλη, ο οποίος στη συνέχεια θα συμψήφιζε το εν λόγω ποσό με το τίμημα από την πώληση του συνόλου των αλιευμάτων, που θα αγόραζε από την εναγομένη, στην ενάγουσα, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης συνεργασίας.

Σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας δανεισμού, η πρώτη εναγόμενη έλαβε από την ενάγουσα δάνειο, συνολικού ποσού 65.000 ευρώ, τμηματικά ως ακολούθως: α) Στις 10.5.2016 με έμβασμα, ποσού 40.000 ευρώ, που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό της εδρεύουσας στη Νορβηγία εταιρίας με την επωνυμία «……..» (αντίγραφο του υπό στοιχείο ………./10-5-2016 ειδοποιητήριου εξερχόμενου εμβάσματος της Τράπεζας Πειραιώς μετά επιβεβαίωσης πληρωμής) και β) στις 26.5.2016 με έμβασμα, ποσού 25.000 ευρώ, που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό του …….. στην τράπεζα  BICIS στην Σενεγάλη (αντίγραφο του υπό στοιχείο ……./26-5-2016 ειδοποιητήριου εξερχόμενου εμβάσματος της Τράπεζας Πειραιώς μετά επιβεβαίωσης πληρωμής). Σημειώνεται ότι στα παραπάνω εξερχόμενα εμβάσματα αναφέρεται, ως αιτιολογία πληρωμής, στο μεν πρώτο «για τον εξοπλισμό, πλήρωμα και ταξίδι από Νορβηγία προς Ντακάρ» («From the equipment, crew and voyage from Norway to Dakar»), στο δε δεύτερο «Διάφορες δαπάνες και άδεια αλιείας για το «Χ.»» («Various disbursements and fishing licence for M/V CΗ.»). Με τις παραπάνω καταβολές, οι οποίες έγιναν σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων προσώπων, κατά τα συμφωνηθέντα για τον τρόπο χορήγησης του δανείου και καθ’ υπόδειξη και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης και επείχαν θέση καταβολής του δανείσματος προς αυτήν, καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγόμενης δάνειο, η απόδοση του οποίου συμφωνήθηκε να γίνει σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με έναρξη καταβολής μετά την παρέλευση πέντε μηνών από την κατάθεση των ποσών του δανείου με επιτόκιο 2% ετησίως, κατ’ανάλογη εφαρμογή του σχετικού όρου 2 του από 20.4.2016 συμφωνητικού. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ένδικη σύμβαση δανείου καταρτίσθηκε μόνο για το συνολικό ποσό των 65.000 ευρώ, απορριπτομένου του αγωγικού ισχυρισμού για το υπερβάλλον, ως ουσιαστικά αβάσιμου. Ειδικότερα, το έμβασμα επιπλέον ποσού 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησε η ενάγουσα σε τραπεζικό λογαριασμό του …. στις 10.5.2016 (αντίγραφο του υπό στοιχείο ……./10-5-2016 ειδοποιητηρίου εξερχόμενου εμβάσματος) δεν προκύπτει ότι έγινε καθ’ υπόδειξη και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης, καθόσον, όπως αποδεικνύεται ιδίως από το εν λόγω ειδοποιητήριο, δεν περιλαμβάνεται οποιαδήποτε αιτιολογία πληρωμής, όπως στα άλλα δύο εμβάσματα, που να συνδέει την εν λόγω καταβολή με την αιτία χορήγησης του δανείου στην πρώτη εναγόμενη, ήτοι την κάλυψη των δαπανών επαναχρησιμοποίησης του σκάφους της και άσκησης αλιευτικής δραστηριότητας στην θαλάσσια περιοχή της Δυτικής Αφρικής. Η κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι η σύμβαση δανείου καταρτίσθηκε μόνο για το ποσό των 65.000 ευρώ ενισχύεται και από την επισκόπηση του ανυπόγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού, που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη-εκκαλούσα και λαμβάνεται υπόψη, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αποδεικτικό μέσο που δεν πληροί τους όρους του νόμου (ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 239/2017, ΑΠ 20/2017), το οποίο συνέταξε η ενάγουσα και παρέδωσε στην πρώτη εναγόμενη το Μάϊο έτους 2017, στο πλαίσιο συζητήσεων μεταξύ των διαδίκων για τη διευθέτηση της ένδικης διαφοράς και τον τρόπο αποπληρωμής του οφειλόμενου στην ενάγουσα ποσού δανείου των 65.000 ευρώ, που εισέπραξε σταδιακά απ’αυτήν το έτος 2016, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, για τις ανάγκες του αλιευτικού της σκάφους. Εξάλλου, όσον αφορά τον αρνητικό ισχυρισμό της εναγομένης-εκκαλούσας ότι μόνος αντισυμβαλλόμενος της και δανειστής της τυγχάνει ο ……….. και ουδεμία συμβατική σχέση την συνδέει με την ενάγουσα, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση του ιδίως στο από 20.4.2016 Μνημόνιο Συνεργασίας και την παράπλευρη επιγραφή του, ως Δανειακή Σύμβαση (“Loan Agreement”), σε συνδυασμό με τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, κρίνεται απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον, από την επισκόπηση του ως άνω περιεχομένου του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ……….. και της πρώτης εναγόμενης, δεν προκύπτει ότι μεταξύ των συμβαλλόμενων καταρτίστηκε σύμβαση δανείου, ο δε χαρακτηρισμός της επιπρόσθετα, ως τέτοιας, ουδεμία έννομη επιρροή έχει, εφόσον ουδεμία ανάληψη υποχρέωσης προς μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος διαλαμβάνεται σ’αυτήν, αντίθετα η υποχρέωση, που ανέλαβε ο ανωτέρω έναντι της εναγομένης πλοιοκτήτριας βάσει τούτης, ήταν να μεριμνήσει για την εξασφάλιση χρηματοδότησης υπό μορφή βραχυπρόθεσμου έντοκου δανείου προς αυτήν (όρος ΙΙΙ) και όχι να της μεταβιβάσει κατά κυριότητα τα αναφερόμενα ποσά, που αφορούσαν το δάνειο, που θα της εξασφάλιζε. Σημειωτέον, ότι στο τέλος του επίμαχου συμφωνητικού, δεν υπογράφει στην οικεία θέση με την ιδιότητα του ίδιου ως δανειστή, αλλά για λογαριασμό του δανειστή “For the Borrower”, γεγονός που καταδεικνύει ότι ενεργεί, ως μεσολαβητής, στην παροχή δανείου. Όσον αφορά την έγγραφη αναγνώριση από την εναγομένη-εφεσίβλητη των δαπανών, που την βάρυναν, με την προσκόμιση εκ μέρους του ….. των οικείων παραστατικών στοιχείων, βάσει του ρηθέντος σχετικού όρου του εν λόγω συμφωνητικού, αυτή αφορά τη μεταξύ τους συμβατική σχέση και δη  το επιπλέον ποσό των 27.000 ευρώ, που ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει ο ….., κατά τα συμφωνηθέντα, λογιζομένου ως προκαταβολή για την αγορά των αλιευμάτων της εναγομένης-εκκαλούσας και δεν θεμελιώνει δικαίωμα μη επιστροφής των ανωτέρω ποσών, που εμβάστηκαν από την ενάγουσα, ως δάνειο, με την μεσολάβηση του …., στους υποδεικνυόμενους από την εναγομένη ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων, προς όφελος και για λογαριασμό της, ως αβασίμως αυτή υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την υπ’αριθμ……./8.12.2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της ενάγουσας, ……., σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, …….. και ……., που περιέχονται στις υπ’ αριθ. …./2017 και  υπ’ αριθ. …../2017 ένορκες βεβαιώσεις τους αντίστοιχα, καθόσον ο μεν δεύτερος δεν έχει προσωπική αντίληψη, αλλά μεταφέρει τις διηγήσεις των μετόχων της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, ο δε πρώτος, επικαλείται εντελώς αόριστα τηλεφωνική επικοινωνία του με τον ήδη αποβιώσαντα, ……., ο οποίος τον είχε διαβεβαιώσει, όπως ισχυρίζεται, ότι είχε εξασφαλίσει χρηματοδότηση από κάποιον ιταλικό οργανισμό και ο ίδιος θα δάνειζε στην εναγομένη τα χρήματα που θα έπαιρνε, πλην όμως, όσα καταθέτει, ανεξαρτήτως της εγγενούς αοριστίας τους, δεν επιβεβαιώνονται από κανένα πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, ουδόλως έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δεν προσέδωσε στις καταθέσεις αυτές αυξημένη αποδεικτική αξία, ως υποστηρίζει η εκκαλούσα, υπολαμβανομένης της έννοιας της μεγαλύτερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας, δεδομένου ότι έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, εφόσον δεν κρίνονται ούτε πειστικές, ούτε αξιόπιστες, απορριπτομένων των συναφών αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VI. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 393 § 1 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο, που είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 38 του Ν.3994/2011, αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 -ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος 1.1.2016 -άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015) και 394 § 1 ΚΠολΔ, (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015 με έναρξη ισχύος 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015), συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, ενώ εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες: α) αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη, β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο, γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία, και δ) αν από την φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε και ιδίως όταν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει, όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σ` αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Σε ποια περίπτωση το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός, δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το Δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη και αν δεν προταθεί από το διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη ούτε και από άλλη διάταξη. (ΑΠ 403/2020, ΑΠ 428/2019, ΑΠ 866/2019, ΑΠ 1370/18, δημ.Τ.Ν.Π. «Νόμος»).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 340 παρ. 1  ΚΠολΔ (όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος 1.1.2016 – άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015), στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων, Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων), αλλά και όταν οι ίδιες υποθέσεις εκδικάζονται σε δεύτερο βαθμό στο Εφετείο, κατ` άρθρο 524 § 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 230/2014, ΑΠ 847/2009), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα. Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, αδιακρίτως πλέον και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 432, 433 και 435 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ένα ιδιωτικό έγγραφο για να υπάρχει ως αποδεικτικό μέσο και να συγκαταλέγεται στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να είναι αναγνώσιμο, να μην έχει υποστεί τεμαχισμό, διάτρηση ή διαγραφή, οπότε τεκμαίρεται πως έχει εκμηδενιστεί η αποδεικτική του δύναμη (άρθρο 433 ΚΠολΔ) και να είναι γνήσιο. Περαιτέρω, ένα ιδιωτικό έγγραφο για να έχει αποδεικτική δύναμη, δηλαδή για να μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρει την υπογραφή του εκδότη (άρθρο 433 ΚΠολΔ και άρθρο 160 ΑΚ), ενώ δεν αποδεικνύει, καταρχήν, υπέρ του εκδότη του (άρθρο 447 ΚΠολΔ). Επομένως, ένα ιδιωτικό έγγραφο με μόνη την υπογραφή του εκδότη του δεν έχει, καταρχήν, αποδεικτική ισχύ υπέρ αυτού, εφόσον το προσκομίζει ο ίδιος και όχι ο αντίδικος του σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 443 και 447 ΚΠολΔ. Δεν παύει όμως να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου και είναι υποστατό ως έγγραφο. (ΑΠ 218/2020).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως επιτρεπόμενο το εμμάρτυρο μέσο απόδειξης για την επίμαχη άτυπη σύμβαση δανείου, το ποσό της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη την υπ’αριθμ……../8.12.2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας αναφορικά με την κατάρτιση και το περιεχόμενο της, που έκρινε ότι δεν αντικρούεται από τις ομοίως ληφθείσες υπόψη προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγομένων, καθόσον έκρινε ότι η απόδειξη της σύμβασης με μάρτυρες είναι επιτρεπτή,  διότι αφενός υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης, που πηγάζει από τα ανωτέρω ειδοποιητήρια εξερχόμενου εμβάσματος σε συνδυασμό με το από 9.4.2016 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που απέστειλε η πρώτη εναγομένη δια του ……. προς την ενάγουσα, ζητώντας ενημέρωση αναφορικά με το χρόνο εκταμίευσης και αφετέρου δικαιολογείται από τη φύση της δικαιοπραξίας λόγω της εμπορικότητας της συναλλαγής. Από τα εν λόγω επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα έγγραφα και συγκεκριμένα τα δύο ειδοποιητήρια εξερχομένου εμβάσματος της Τράπεζας Πειραιώς, ποσού 40.000 ευρώ και 25.000 ευρώ αντίστοιχα, που πραγματοποίησε η ενάγουσα εταιρεία στους μνημονευόμενους λογαριασμούς τρίτων με τις αναγραφόμενες επ’αυτών αιτιολογίες, που αφορούσαν την προετοιμασία του επίδικου σκάφους της εναγομένης, το ταξίδι από την Νορβηγία στο Ντακάρ και την έκδοση της αδείας αλιείας, αλλά και, κατόπιν της από 8.4.2016 επιστολής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του τότε εκπροσώπου της ενάγουσας, ……, προς τον ……., για την μικρή καθυστέρηση μεταφοράς των κεφαλαίων στο λογαριασμό του τελευταίου, που αυτός προώθησε στην εναγομένη εταιρεία προς γνώση της και σε απάντηση τούτης, την από 9.4.2016 ηλεκτρονική επιστολή, που απέστειλε η πρώτη εναγομένη, δια του …….., προς την ενάγουσα, σχετικά, όπως διαλαμβάνεται στο περιεχόμενο της, με τον χρόνο κατάθεσης των συμφωνημένων κεφαλαίων στο λογαριασμό του ……… για περαιτέρω χρήση από την ίδια για το ταξίδι και την ενεργοποίηση του σκάφους ιδιοκτησίας της στην Δ.Αφρική και παροχής απόδειξης ύπαρξης των χρημάτων  ή του συμβολαίου που βεβαιώνει ότι αυτό θα εμβαστεί στον λογαριασμό του ….., το παρόν Δικαστήριο, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός και συνεπώς, δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης, χωρίς να απαιτείται προς τούτο πρόταση από τον διάδικο και επιτρέπει βάσει αυτής την δια μαρτύρων απόδειξη, καθόσον τα εν λόγω έγγραφα έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του εγγράφου, είναι υποστατά ως τέτοια έγγραφα και ως αποδεικτικά μέσα, που πληρούν οπωσδήποτε τους όρους του νόμου, με την έννοια της διάταξης του άρθρου 340 παρ.1 ΚΠολΔ,  όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εναγομένη-εκκαλούσα, με τους διαλαμβανόμενους στον δεύτερο λόγο της έφεσης της ισχυρισμούς, για τη μη δυνατότητα απόδειξης της επίδικης σύμβασης, ποσού μεγαλύτερου των 30.000 ευρώ, κατ` άρθρο 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, με μάρτυρες, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί το εμμάρτυρο μέσο αποδείξεως για την απόδειξη της άτυπης ένδικης δανειακής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, λόγω ύπαρξης αρχής έγγραφης απόδειξης και της εμπορικότητας της συναλλαγής, δεν έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο, προκειμένου να δεχθεί την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής της εφεσιβλήτου, καθόσον, συντρέχει αρχή εγγράφου αποδείξεως, που πηγάζει από τα ανωτέρω έγγραφα, που έχουν αποδεικτική δύναμη και τούτο δεν αναιρείται από το ότι τα εν λόγω παραστατικά εμβασμάτων δεν έφεραν υπογραφή τραπεζικού υπαλλήλου, ως αβασίμως υποστηρίζει η εκκαλούσα, εφόσον όπως σημειώνεται στο σώμα τους, επέχουν θέση φορολογικού παραστατικού κατά τις οικείες διατάξεις του Ν.4308/2014, ενώ δεν απαιτούνται εξουσιοδοτημένες υπογραφές αφού δεν φέρουν χειρόγραφες διορθώσεις. Εξάλλου, η απόδειξη με μάρτυρες δικαιολογείται εν προκειμένω και από την εμπορική φύση της δικαιοπραξίας και τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, ενόψει του εκατέρωθεν συνομολογουμένου εμπορικού χαρακτήρα αυτής. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται από την εκκαλούσα η αιτίαση ότι η προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα δέχθηκε την δια μαρτύρων απόδειξη της ενδίκου συμβάσεως,  κρίνεται απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η ενάγουσα νομιμοποιείται να ζητήσει την απόδοση του δανείου από την πρώτη εναγόμενη, βάσει της δανειακής συμβάσεως, που συνήψαν, απορριπτομένων των αντίθετων υποστηριζόμενων από την εναγομένη-εκκαλούσα, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά αβασίμων. Ομοίως απορριπτέοι κρίνονται, τόσο ο τρίτος όσο και ο τέταρτος λόγοι της έφεσης της εναγομένης, που πλήττουν την εκκαλουμένη για την σιωπηρή απόρριψη των επικουρικών ενστάσεων της, αφενός περί μη υποχρέωσης επιστροφής της πρώτης δόσης της χρηματοδότησης του ποσού των 40.000 ευρώ, λόγω ανάλωσης του και σε κάθε περίπτωση συμψηφισμού του με την επικαλούμενη ζημία της εκ 104.217,15 ευρώ, λόγω μη εκπλήρωσης από τον ………. της από 20.4.2016 μεταξύ τους σύμβασης, όπως ισχυρίζεται, για την ανόρθωση της οποίας είναι υπόχρεη η ενάγουσα-εφεσίβλητη και αφετέρου, περί εσφαλμένης θεμελίωσης της αγωγής στις διατάξεις περί δανείου, αντί των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον η ανάλωση των δανεισθέντων χρημάτων από την εναγομένη δανειολήπτρια δεν αναιρεί την υποχρέωση της για την απόδοση άλλων χρημάτων ίσης αξίας, ενώ ουδόλως στοιχειοθετείται ευθύνη της ενάγουσας για την επικαλούμενη ζημία της εναγομένης εταιρείας από την εμπορική της συνεργασία με τον ……… και εντεύθεν η εναγομένη δεν διατηρεί ανταπαίτηση εναντίον της ενάγουσας, που να μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό με την ένδικη απαίτηση αυτής, η δε κρινόμενη αγωγή ορθά κρίθηκε ότι ερείδεται στις διατάξεις περί δανείου και όχι αδικαιολογήτου πλουτισμού, απορριπτομένων των συναφών επικουρικών ενστάσεων της, ως νόμω αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμω και ουσία βάσιμη εν μέρει, ως προς την πρώτη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, αναγνωρίζοντας ότι οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, εκ της μεταξύ τους σύμβασης δανείου, το ποσό των 65.000 ευρώ, εντόκως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της ένδικης έφεσης, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

VII. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ)  και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας στην εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2860/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου κατά την άσκηση της.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 25 Ιανουαρίου 2021.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ