Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 48/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     48/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 4-5-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../21-5-2020 έφεση του ………… κατά της εταιρίας «………..» και β) από 15-6-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./16-6-2020 έφεση της εταιρίας «………» κατά του …………, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 906/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 2-10-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../24-10-2018 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β’ έφεση, με την προαναφερθείσα αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε (με την εν μέρει μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό), ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «BS1», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18.254,50 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι, υπό την ως άνω ιδιότητά της, οφείλει να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 18.254,50 ευρώ, τα οποία (ποσά), όπως ισχυρίζεται, οφείλει σ’ αυτόν η εναγόμενη λόγω της απασχόλησής του στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του επίκουρου (θαλαμηπόλου) κατά τα χρονικά διαστήματα από 22-1-2017 έως 2-11-2017, από 10-12-2017 έως 7-1-2018 και από 25-2-2018 έως 25-7-2018, όπως ειδικότερα κάθε επιμέρους κονδύλι εκτίθεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία αποναυτολόγησή του (25-7-2018), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Για τη θεμελίωση του αιτήματός του επικαλέστηκε έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος κατά την κύρια βάση της και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 13.173,06 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για όλα τα επιμέρους επιδικασθέντα κονδύλια από 26-7-2018, εκτός από το κονδύλι για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2018, το οποίο επιδικάστηκε με  το νόμιμο τόκο από 1-1-2019. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις ο ενάγων και η εναγόμενη, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, αιτούμενοι την εξαφάνισή της κατά το μέρος που την προσβάλλει έκαστος, ήτοι αντιστοίχως την παραδοχή της αγωγής ως βάσιμης κατ’ ουσία κατά το μέρος της που απορρίφθηκε και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Επιπλέον, η εκκαλούσα της Β έφεσης υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000,00 ευρώ) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.            Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ανταπόδειξης ………….., η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, των με αριθ. …/16-1-2019 και …./16-1-2019, …./15-4-2019  ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης …………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά οι 1η και 3η και της συμβολαιογράφου Χίου …. . η 2η [οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του κατ’ άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. (όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……./11-1-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………. και την υπ’ αριθ. ……./10-4-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..)] και της με αριθμό …../19-4-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος ανταπόδειξης ………… .. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. [η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 και 3 Κ.Πολ.Δ. (όπως προκύπτει από τη σχετική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) προς αντίκρουση των προταθέντων κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμών και του περιεχομένου των κατά την αυτή συζήτηση προσκομισθεισών ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων του ενάγοντος (Α.Π. 613/2018, Α.Π. 74/2017, Α.Π. 537/2016, Α.Π. 454/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], οι οποίες (κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος (χωρίς το γεγονός ότι οι εξ αυτών ………….τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους – Εφ.Πειρ. 196/2020, ό.α, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ Εφ.Πατρ. 698/2003, Αχ.Νομ. 2004, 266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν διαδοχικά στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων ……………, που είναι απογεγραμμένος έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθ. …….. ναυτικού φυλλαδίου, προσλήφθηκε και στη συνέχεια ναυτολογήθηκε, αντίστοιχα, ως επίκουρος (θαλαμηπόλος), στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «BS1» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς …, αριθ. ΙΜΟ …., κοχ 16.391), πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας «………….». Ειδικότερα, βάσει των ως άνω συμβάσεων, ο ενάγων απασχολήθηκε στο άνω πλοίο με την ως άνω ναυτική ειδικότητά του, κατά τα χρονικά διαστήματα α) από 22-1-2017 έως 2-11-2017, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας (έως 2-12-2017), β) από 10-12-2017 έως 7-1-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω αδείας (έως 7-2-2018) και γ) από 25-2-2018 έως 25-7-2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» των μερών. Επίσης, με τις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι ο ενάγων θα λαμβάνει για τη σχετική απασχόλησή του το μισθό και τα λοιπά επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε.) που αφορά την κατηγορία του άνω πλοίου. Συγκεκριμένα, κατά τα συμφωνηθέντα από τους διαδίκους, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω ναυτολόγησης του ενάγοντος, αρχικά οι αποδοχές και οι όροι της εργασίας του καθορίζονταν από την από την από 23-8-2016 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/16-6-2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’ 2796/5-9-2016), ενώ, στη συνέχεια, από την 17-11-2017 μέχρι την οριστική αποναυτολόγηση του ενάγοντος (25-7-2018), αυτοί καθορίζονταν από την από 27-10-2017 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/77056/17-8-2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Φ.Ε.Κ. Β’4005/17-11-2017). Σημειωτέον ότι στις άνω Σ.Σ.Ν.Ε. (ετών 2016 και 2017) αναγράφεται ότι αυτές έχουν αναδρομική ισχύ από την 1-1-2016 και 1-1-2017 αντίστοιχα, όμως, ανεξαρτήτως του εάν η εναγόμενη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψή των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., αυτές δεν εφαρμόζονται αναδρομικά, αλλά από τις προαναφερθείσες ημερομηνίες δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των προαναφερθέντων Υπουργικών Αποφάσεων (Υ.Α.) που τις κύρωσαν (τις Σ.Σ.Ν.Ε. ετών 2016 και 2017), γιατί οι τελευταίες κανονιστικές διοικητικές πράξεις (Υ.Α.) δεν μπορούν να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ λόγω έλλειψης σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 3276/1944 – Α.Π. 1267/1987, Ε.Εργ.Δ. 1988, 1128, Εφ.Πειρ. 368/2019, Εφ.Πειρ. 122/2019, Εφ.Πειρ. 494/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 740/2015, T.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 87/2000, ΕλλΔνη 2000, 967, Α. Καρδαρά, Δ.Ε.Ε. 2008, 447). Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της ως άνω ναυτολόγησης του ενάγοντος, το άνω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, τα οποία αφορούσαν τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Ειδικότερα, εκτελούσε τακτικά τα ακόλουθα δρομολόγια: Α1. Κατά τη θερινή περίοδο από 13.06.2017 έως 18.07.2017, κάθε Τρίτη έφτανε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε ξανά στις 07.30 από Πειραιά για Σύρο, Μύκονο, Σύρο, έπειτα επέστρεφε Πειραιά στις 18.30 και αναχωρούσε στις 21.00 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο. Κάθε Παρασκευή έφτανε στον Πειραιά στις 18.00 και ξεκινούσε στις 21.00 ξανά από Πειραιά για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Πειραιά, όπου έφτανε στις 18.00 της επομένης. Κάθε Σάββατο  έφτανε στον Πειραιά στις 18.00 και αναχωρούσε στις 21.00 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για  Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Οινούσες, Ψαρά και Πειραιά, όπου έφτανε στις 19.10 της επομένης. Κάθε Κυριακή έφτανε στις 19.10 στον Πειραιά και ξανά ξεκινούσε στις 21.00 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Χίο, Μυτιλήνη, Πειραιά. Α2, Κατά τη θερινή περίοδο από 19.07.2017 έως 05.09.2017, κάθε Τρίτη έφτανε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε ξανά στις 07.30 από Πειραιά για Σύρο, Μύκονο, Σύρο, έπειτα επέστρεφε Πειραιά στις 18.30 και αναχωρούσε στις 21.00 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο. Κάθε Παρασκευή έφτανε στον Πειραιά στις 18.00 και ξεκινούσε στις 21.00 ξανά από Πειραιά για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Πειραιά, όπου έφτανε στις 18.00 της επομένης. Κάθε Σάββατο έφτανε στον Πειραιά στις 18.00 και αναχωρούσε ξανά στις 21.00 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Οινούσες, Ψαρά και Πειραιά, όπου έφτανε στις 19.10 της επομένης. Κάθε Κυριακή έφτανε στις 19.10 στον Πειραιά και ξανά ξεκινούσε στις 21.00 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Πειραιά. Β1. Κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2018 έως 30.6.2018, κάθε πρώτη βδομάδα της περιόδου αυτής και κάθε Πέμπτη, έφτανε στον Πειραιά στις 21.30 και αναχωρούσε ξανά στις 23.55 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Βαθύ, Κω, Ρόδο, Κω, Βαθύ, που ήταν το λιμάνι προορισμού. Κάθε δεύτερη βδομάδα της περιόδου αυτής και κάθε Τρίτη έφτανε στον Πειραιά στις 18.30 και αναχωρούσε ξανά στις 21.30 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Θήρα, Κω, Ρόδο, Κω, Θήρα. Κάθε Πέμπτη έφτανε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε ξανά στις 9.00 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Κω, Ρόδο. Κάθε Σάββατο έφτανε στον Πειραιά στις 21.10 και αναχωρούσε ξανά στις 23.55 από Πειραιά, που ήταν λιμάνι αφετηρίας, για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο. Και Γ. Κατά τη θερινή περίοδο από 01.07.2018 έως 30.09.2018, κάθε πρώτη βδομάδα της περιόδου αυτής και κάθε Πέμπτη έφτανε στον Πειραιά στις 21.30 και αναχωρούσε ξανά στις 23.55 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Βαθύ, Κω, Ρόδο, Κω, Βαθύ, που ήταν το λιμάνι προορισμού για το συγκεκριμένο ταξίδι. Κάθε δεύτερη βδομάδα της περιόδου αυτής και κάθε Τρίτη έφτανε στον Πειραιά στις 06.00 και αναχωρούσε ξανά στις 07.30 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Σύρο Μύκονο, Σύρο, Πειραιά, όπου έφτανε στις 18.30 και αναχωρούσε πάλι στις 21.30 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Θήρα, Κω, Ρόδο, Κω, Θήρα. Κάθε Πέμπτη έφτανε στον Πειραιά στις 5.30 και αναχωρούσε ξανά στις 9.00 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο, Πειραιά, Σύρο. Κάθε Σάββατο έφτανε στον Πειραιά στις 21.10 και αναχωρούσε ξανά στις 23.55 από Πειραιά, που ήταν το λιμάνι αφετηρίας, για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο.             Αναλυτικά, οι πίνακες δρομολογίων του κατά τις άνω χρονικές περιόδους ήταν οι εξής:……………………………….Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., η προβλεπομένη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, απασχολείτο σε γενικά καθήκοντα, τα οποία αφορούν την προαναφερθείσα ειδικότητά του ως επίκουρου (άρθρο 120 του ΒΔ 630/1960), ενεργώντας σε βοήθεια των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κιλικίων – μπαρ. Ειδικότερα, εκτελούσε εργασίες καθαρισμού διαφόρων διαμερισμάτων (καμπινών επιβατών) και κοινοχρήστων χώρων του πλοίου (σαλόνια, τουαλέτες, ρεσεψιόν, κλιμακοστάσιο αποβίβασης, κ.λ.π.), συνέδραμε τους επιβάτες κατά την επιβίβαση και την αποβίβαση στη μετακίνησή τους μεταξύ του χώρου των διαμερισμάτων (καμπίνων) τους και του χώρου επιβίβασης – αποβίβασης [απασχολούμενος για την εκτέλεση της τελευταίας εργασίας (υποδοχή επιβατών) επί 3 έως 4 ώρες περίπου, στο λιμένα αφετηρίας και προορισμού, αντιστοίχως], ενώ  απασχολούνταν συχνά και στους χώρους των κιλικίων – μπαρ  του πλοίου (πουλούσε καφέδες, τοστ, τυρόπιτες, έκανε σ’ αυτά εφοδιασμούς, καθαρισμούς, κ.λ.π) και εκτελούσε γενικούς καθαρισμούς, αλλά και βάρδιες πυρασφάλειας τα Σάββατα (από Μάιο 2018 και εντεύθεν). Σημειωτέον ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών), και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο. Έτσι,  πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων συνολικά είκοσι θαλαμηπόλοι και δέκα τέσσερεις επίκουροι κατά τη θερινή περίοδο, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου) ο αριθμός αυτών περιορίζονταν κατά το ένα τρίτο. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση) αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, το οποίο προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων όλο το χρόνο και εκτελούσε κάθε εβδομάδα νυχτερινούς πλόες, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήταν ένδεκα (11) ώρες και όχι δεκαέξι (16) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρείς (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες ένδεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας. Σημειωτέον ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 699/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Εφ.Πειρ. 231/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160). Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα στις υπ’ αριθ. ../16-1-2019, …/16-1-2019 και ……/15-4-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος ………………..ενόψει του ότι, τις ως άνω εργασίες δεν εκτελούσε αποκλειστικά ο ενάγων, αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα, που ήταν ναυτολογημένοι ως πλήρωμα της υπηρεσίας ενδιαίτησης στο πλοίο αυτό, κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, έτσι, δεν απαιτείτο προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των ένδεκα ωρών (κατά μέσο όρο). Επίσης, δεν αναιρείται η ως άνω κρίση περί του μέσου όρου διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος από την κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης ………., ούτε από την υπ’ αριθ. ……./19-4-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρός της ……….., ενόψει του ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν απέκλεισαν τη διενέργεια υπερωριών στην ειδικότητα του ενάγοντος (μάλιστα, ο πρώτος κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, οι θαλαμηπόλοι στο άνω πλοίο μπορεί να τύχαινε να δούλευαν και 5-6 ώρες παραπάνω ημερησίως), δεν προσδιόρισαν στο σύνολό τους τα «πόστα» του πλοίου στα οποία αυτός εργάστηκε και δεν κατέθεσαν ότι τηρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 των άνω Σ.Σ.Ν.Ε. βιβλίο ημερήσιων υπερωριών, συνεκτιμημένου και του ότι και η ίδια η εναγόμενη αναγνωρίζει ότι για τις ανάγκες των επιβατικών – οχηματαγωγών πλοίων είναι συνήθης η παροχή εργασίας των ναυτικών καθ’ υπέρβαση του οκταώρου (βλ. σ. 17, στιχ. 19 της έφεσής της). Όσον αφορά δε τις έγγραφες καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που προσκομίζει η εναγομένη, από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι οι σχετικές επ’ αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις άνω καταστάσεις και τα άνω εκκαθαριστικά σημειώματα που του χορηγούσε η εργοδότριά του, όπου επίσης αναφέρεται ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές, δεν συνιστά σε βάρος του απόδειξη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον δεύτερο  λόγο έφεσής της, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr.). Περαιτέρω, για τον υπολογισμό των υπερωριών του ο ενάγων έχει ως σημείο αναφοράς 466 συνολικά ημέρες υπηρεσίας, οι οποίες δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, ήτοι 317 καθημερινές, 67 Κυριακές (ήτοι, 22/1, 29/1, 5/2, 12/2, 19/2, 26/2, 5/3, 12/3, 19/3, 26/3, 2/4, 9/4, 16/4, 23/4, 30/4, 7/5,14/5, 21/5, 28/5, 4/6,11/6,18/6, 25/6, 2/7, 9/7,16/7, 23/7, 30/7, 6/8,13/8, 20/8, 27/8, 3/9,10/9,17/9, 24/9,1/10, 8/10,15/10, 22/10, 29/10, 10/12,17/12, 24/12, 31/12 του 2017 και 7/1, 25/2,4/3,11/3,18/3,1/4, 8/4,15/4, 22/4, 29/4, 6/5, 13/5, 20/5, 27/5, 3/6, 10/6, 17/6, 24/6, 1/7, 8/7, 15/7, 22/7 του 2018, 62 Σάββατα (ήτοι 28/1, 4/2, 11/2, 18/2, 25/2, 4/3,11/3,18/3 ,1/4, 8/4,15/4, 22/4, 29/4,6/5,13/5, 20/5, 27/5, 3/6, 10/6, 17/6, 24/6,1/7, 8/7, 15/7, 22/7, 29/7, 5/8, 12/8, 19/8, 26/8, 2/9, 9/9, 16/9, 23/9, 30/9, 7/10, 14/10, 21/10, 16/12, 23/12, 30/12 του 2017 κατά τα 3/3, 10/3, 17/3, 24/3, 31/3, 7/4,14/4, 21/4, 28/4, 5/5,12/5 19/5, 26/5, 2/6, 9/6,16/6, 23/6, 30/6, 7/7, 14/7, 21/7 του 2018) και 20 αργίες [Θεοφάνεια, Καθαρά Δεύτερα (27 Φεβρουάριου), 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Πρωτομαγιά, 25 Μαΐου (της Αναλήψεως), 15 Αυγούστου, 14 Σεπτεμβρίου, 28η Οκτωβρίου, Χριστούγεννα, 2η μέρα Χριστουγέννων του 2017 και Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Γεωργίου, Πρωτομαγιά, 17 Μαΐου (της Αναλήψεως) του 2018]. Έτσι, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (άρθρα 11, 13 και 18), για την προαναφερθείσα υπερωριακή του απασχόληση κατά τις χρονικές περιόδους από 22-1-2017 έως 2-11-2017, από 10-12-2017 έως 7-1-2018 και από 25-2-2018 έως 25-7-2018, ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας: α) για τις καθημερινές και Κυριακές το συνολικό ποσό των 7.729,92 ευρώ (317 καθημερινές + 67 Κυριακές = 384 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 6,71 ευρώ υπερωριακή αμοιβή ανά ώρα) και β) Για τα Σάββατα και τις αργίες το συνολικό ποσό των 7.270,12 ευρώ (62 Σάββατα + 20 αργίες = 82 ημέρες Χ 11 ώρες ημερησίως Χ 8,06 ευρώ υπερωριακή αμοιβή ανά ώρα). Έναντι των άνω οφειλόμενων ποσών ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 6.003,28 ευρώ (366,55 για τις καθημερινές και Κυριακές + 5.636,73 για τα Σάββατα και τις αργίες), όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του. Κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά, ποσού 9.657,68 ευρώ (15.660,96 – 6.003,28). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα το ίδιο άνω ποσό για την άνω υπερωριακή εργασία του που ανέρχονταν κατά μέσον όρο σε 3 ώρες ημερησίως τις καθημερινές και τις Κυριακές και σε 11 ώρες ημερησίως τα Σάββατα και τις αργίες, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.            Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του επίκουρου (θαλαμηπόλου), η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Ε.Ν.Δ. 2003, 345, Α.Π. 225/2002, Δ.Ε.Ν. 2002, 1314, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι, κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων αυτού, η εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), έχει καταβάλει στον ενάγοντα, επιπροσθέτως «ως επιμίσθιο», για «έκτατες αμοιβές», το συνολικό ποσό των 1.622,07 ευρώ (ειδικότερα, 16,14 ευρώ τον Ιανουάριο 2017, 51,43 ευρώ το Φεβρουάριο 2017, 82,31 ευρώ το Μάρτιο 2017, 89,67 ευρώ τον Απρίλιο 2017, 51,20 ευρώ το Μάιο 2017, 83,88 ευρώ τον Ιούνιο 2017, 172,80 ευρώ τον Ιούλιο 2017, 255,63 ευρώ τον Αύγουστο 2017, 93,65 ευρώ το Σεπτέμβριο 2017, 64,82 ευρώ τον Οκτώβριο 2017, 1,29 ευρώ το Νοέμβριο 2017, 77,96 ευρώ το Δεκέμβριο 2017, 20,77 ευρώ τον Ιανουάριο 2018, 8,04 ευρώ το Φεβρουάριο 2018, 89,61 ευρώ το Μάρτιο 2018, 89,57 ευρώ τον Απρίλιο 2018, 83,38 το Μάιο 2018, 129,18 ευρώ τον Ιούνιο 2018 και 160,74 ευρώ τον Ιούλιο 2018). Επίσης, όπως προκύπτει από τις από 22-1-2017 και 25-2-2018 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος (η ενδιάμεση από 10-2-2017 σύμβαση δεν προσκομίζεται, χωρίς όμως ο ενάγων να αρνείται την ύπαρξη σ’ αυτήν του ακολούθως αναφερόμενου όρου), περιέχεται σ’ αυτές όρος υπ’ αριθ. 4 που έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η εταιρία ή ο πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας». Έτσι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, συντρέχουν οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων θεμελιώνεται η δυνατότητα σχετικού συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα στις προαναφερθείσες συμβάσεις, με την ως άνω διατύπωση του υπ’ αρ. 4 όρου τους, ότι οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα καταβάλλονταν στον ενάγοντα μπορούσαν να καταλογίζονται (συμψηφίζονται) με την οφειλόμενη από την εναγομένη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Επιπλέον, από το περιεχόμενο της ειδικής αυτής συμφωνίας, που ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173 και 200 του Α.Κ.), προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις ως άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε άλλο ποσό που καταβαλλόταν στον ενάγοντα το οποίο να υπερέβαινε τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με την αμοιβή των υπερωριών που αυτός θα πραγματοποιούσε. Σημειωτέον ότι η ως άνω κρίση δεν αναιρείται από το ότι οι ως άνω «έκτακτες αμοιβές», αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των εκάστοτε μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων (μπαρ) και των εστιατορίων του πλοίου, οι οποίες καταβάλλονταν από την εναγομένη και όχι από τρίτο, στα μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, ενόψει του ότι αυτές είχαν παρασχεθεί σε όλα τα μέλη αυτά, ανεξαρτήτως της απασχόλησης τους στα κυλικεία (μπαρ) και τα εστιατόρια του πλοίου. Μάλιστα, οι ως άνω χρηματικές παροχές (έκτακτες αμοιβές) δεν προέκυψε ότι συνδέονται με κάποια ειδικότερη εργασία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Επομένως, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης, την οποία (ένσταση) η τελευταία προέβαλε πρωτόδικα και επαναφέρει στην παρούσα δίκη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, πρέπει να αφαιρεθεί από το άνω ποσό των 9.657,68 ευρώ, το οποίο ο ενάγων δικαιούται συνολικά για την προαναφερθείσα υπερωριακή εργασία του, το άνω ποσό των 1.622,07 ευρώ που η εναγόμενη του κατέβαλε ως έκτακτες αμοιβές, απομένοντος συνολικού οφειλόμενου υπολοίπου 8.035,61 ευρώ (9.657,68 – 1.622,07). Σημειωτέον ότι η ένδικη αγωγή, σχετικά με την αξίωση αμοιβής της ως άνω υπερωριακής εργασίας, είναι ορισμένη, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, ενόψει του ότι ο ενάγων ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία οκτώ ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δέκα έξι ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν (Εφ.Πειρ. 196/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 376/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά (Α.Π. 1600/2006, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π.  ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 994/2007, Πειρ.Νομ. 2008, 199), ούτε της συχνότητας επανάληψης κάθε εργασίας εκτελούμενης εκτός του νόμιμου ωραρίου απασχόλησής του (Εφ.Πειρ. 196/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 590/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεση της εργασίας του, επομένως και του οφέλους που αποκόμισε η εναγόμενη εργοδότρια από την παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών του (Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 176/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) ή του προσώπου από το οποίο του δόθηκε η σχετική εντολή (Εφ.Πειρ. 168/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 892/2002, Ε.Ν.Δ. 2002, 437). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), την άνω ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης και έκρινε ότι η τελευταία οφείλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 9.657,68 ευρώ (15.660,96 – 6.003,28) για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες αντί του άνω ποσού των 8.035,61 ευρώ (9.657,68 – 1.622,07) που πράγματι του οφείλει, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων ετών 2016 και 2017, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Σημειωτέον ότι στις άνω αποδοχές (βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές», και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 284/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Εφ.Πειρ. 618/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές συμπεριλαμβάνονται η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία, οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής (Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr) και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, το οποίο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (Εφ.Πειρ. 231/2013, Ε.Ν.Δ. 2013, 220, Εφ.Πειρ. 377/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 262). Το επίδομα ιματισμού δεν συγκαταλέγεται στις πάγιες και σταθερές, τακτικές αποδοχές, επί των οποίων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, η οφειλόμενη κατά τα ανωτέρω αποζημίωση, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (Α.Π. 774/2003, Ε.Εργ.Δ. 2005, 237, Α.Π. 226/2003, Ε.Εργ.Δ. 2004, 790, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α.). Σημειωτέον ότι όσες τυχόν πρόσθετες αμοιβές («έκτακτες αμοιβές», κ.λ.π.), ο ενάγων, κατά το σχετικό υπολογισμό στην αγωγή, δεν συμπεριλαμβάνει στις μηνιαίες αποδοχές του, θεωρείται ότι έτσι συνομολογεί το γεγονός ότι οι παροχές αυτές δεν καταβάλλονταν σ’ αυτόν παγίως και σταθερώς ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του (Εφ.Πειρ. 218/2016, ό.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα δρομολόγια: Α. κατά την περίοδο από 13-6-2017 έως 5-9-2017, κάθε Τρίτη το πλοίο είχε 4 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι προς Σύρο, Μύκονο, Πειραιά και 3,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά που ήταν λιμάνι αναχώρησης για το ταξίδι προς Χίο, Μυτιλήνη, Χίο. Κάθε Παρασκευή το πλοίο είχε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Πειραιά και από 19-7-2017 για Μύκονο, Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Πειραιά. Κάθε Σάββατο το πλοίο είχε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι προς Χίο, Μυτιλήνη, Χίο, Οινούσες, Ψαρά, Πειραιά. Κάθε Κυριακή το πλοίο είχε 4 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι προς Χίο, Μυτιλήνη, Χίο. Συνεπώς, για την άνω χρονική περίοδο 85 ημερών είχε συνολικά 17,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως, στις οποίες αντιστοιχούν (17,5 ώρες Χ 12,14 εβδομάδες / 8 )= 26,46 δρομολόγια εξπρές. Β. Για την περίοδο  από 11-6-2018 έως 30-6-2018, κάθε πρώτη βδομάδα και δη κάθε Πέμπτη το πλοίο είχε 3,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι προς Βαθύ, Κω, Ρόδο, Κω, Βαθύ. Κάθε δεύτερη βδομάδα και κάθε Τρίτη το πλοίο είχε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά που ήταν λιμάνι αναχώρησης για το ταξίδι για Θήρα, Κω, Ρόδο. Κάθε Πέμπτη το πλοίο είχε 2,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι προς Κω, Ρόδο. Κάθε Σάββατο το πλοίο είχε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι αναχώρησης, για το ταξίδι προς Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο. Συνεπώς, για την ανωτέρω χρονική περίοδο 20 ημερών το πλοίο είχε συνολικά, 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο, στις οποίες αντιστοιχούν (5,5 ώρες Χ 2,8 εβδομάδες / 8 )= 1,94  δρομολόγια εξπρές. Και Γ. Για την περίοδο από 1-7-2018 έως 25-7-2018, κάθε πρώτη βδομάδα και κάθε Πέμπτη το πλοίο είχε 3,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά, που ήταν λιμάνι για το ταξίδι από Πειραιά προς Βαθύ, Κω, Ρόδο, Κω, Βαθύ. Κάθε δεύτερη εβδομάδα και κάθε Τρίτη, το πλοίο είχε 4,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά (λιμάνι αφετηρίας) για Σύρο, Μύκονο, Σύρο και άλλες 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης για Θήρα, Κω, Ρόδο, Κω, Θήρα. Κάθε Πέμπτη το πλοίο είχε 2,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι του Πειραιά (αφετηρία) για Κω, Ρόδο. Κάθε Σάββατο, το πλοίο είχε πρόωρη αναχώρηση 3 ωρών από το λιμάνι του Πειραιά (λιμάνι αφετηρίας) για Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο. Συνεπώς, για την ανωτέρω χρονική περίοδο 25 ημερών το πλοίο είχε συνολικά 7,8 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως κατά μέσον όρο, στις οποίες αντιστοιχούν (7,8 ώρες Χ 3,5 εβδομάδες / 8)= 3,43 δρομολόγια εξπρές. Μετά ταύτα, λαμβανομένου υπόψη και του ότι έκαστο των σχετικών κυκλικών δρομολογίων είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών, χωρίς να προκύπτει ότι κάποιο απ’ αυτά δεν εκτελέστηκε, όπως αόριστα και ατεκμηρίωτα ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ο ενάγων δικαιούται γι’ αυτά την εξής πρόσθετη αμοιβή: Α. κατά την περίοδο από 13-6-2017 έως 5-9-2017 [βασικός μισθός 928,36 ευρώ + επίδομα Κυριακών 204,24 ευρώ + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 353,47 ευρώ (257,41 ευρώ άδεια + 96,05 ευρώ τροφοδοσία 5 ημερών) (οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής προσμετρούνται για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προεκτέθηκε) + αμοιβή υπερωριών ανερχόμενη κατά μέσον όρο σε (15.660,96 ευρώ / 466 ημέρες Χ 30 ημέρες ) 1.008,21 ευρώ]= 3.005,80  /30 X 26,46 δρομολόγια εξπρές = 2.651,11 ευρώ, Β. Για την περίοδο  από 11-6-2018 έως 30-6-2018 [βασικός μισθός 928,36 ευρώ + επίδομα Κυριακών 204,24 ευρώ + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 353,47 ευρώ (257,41 ευρώ άδεια + 96,05 ευρώ τροφοδοσία 5 ημερών) + αμοιβή υπερωριών ανερχόμενη κατά μέσον όρο σε (15.660,96 ευρώ / 466 ημέρες Χ 30 ημέρες ) 1.008,21 ευρώ]= 3.005,80  /30 X 1,94 δρομολόγια εξπρές = 194,37 ευρώ, Και Γ. Για την περίοδο από 1-7-2018 έως 25-7-2018 [βασικός μισθός 928,36 ευρώ + επίδομα Κυριακών 204,24 ευρώ + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 353,47 ευρώ (257,41 ευρώ άδεια + 96,05 ευρώ τροφοδοσία 5 ημερών) + αμοιβή υπερωριών ανερχόμενη κατά μέσον όρο σε (15.660,96 ευρώ / 466 ημέρες Χ 30 ημέρες ) 1.008,21 ευρώ]= 3.005,80  /30 X 3,43  δρομολόγια εξπρές = 336,63 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται συνολικά για τις τρεις άνω χρονικές περιόδους ναυτολόγησής του το ποσό των (2.651,11 + 194,37 + 336,63) 3.182,11 ευρώ. Έναντι  του ποσού, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη αποδείξεις πληρωμής, έλαβε απ’ αυτή το ποσό των 2.674,64 ευρώ και συνεπώς δικαιούται υπόλοιπο (3.182,11 – 2.674,64 =) 507,47 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα ως πρόσθετη αμοιβή εκτελεσθέντων δρομολογίων εξπρές το ίδιο άνω ποσό, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και της έφεσης της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, ό.α, Α.Π. 1013/2003, Δ.Ε.Ε. 2004, 214, Εφ.Πειρ. 284/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 218/2016, ό.α.). Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς και γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Δεν συνυπολογίζεται όμως το επίδομα ιματισμού, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (Α.Π. 774/2003, Ε.Εργ.Δ. 2005, 237, Α.Π. 226/2003, Ε.Εργ.Δ. 2004, 790, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’  άρθρο 60, σ. 332 και υπ’ άρθρο 76, σ. 387). Επομένως, ο ενάγων, για τη ναυτική εργασία του κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, δικαιούται ως επιδόματα εορτών τα ακόλουθα ποσά: α) για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα 2017, που αφορά το χρονικό διάστημα από 22-1-2017 έως 30-4-2017, το ποσό των 1.252,37 ευρώ, ήτοι 3.005,80 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του  [βασικός μισθός 928,36 ευρώ + επίδομα Κυριακών 204,24 ευρώ + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 353,47 ευρώ (257,41 ευρώ άδεια + 96,05 ευρώ τροφοδοσία 5 ημερών) + μέσος όρος αμοιβής υπερωριών του κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του το έτος 2017 1.008,21 ευρώ] / 2 Χ 1/15 Χ (100 ημέρες / 8) 12,5 οκταήμερα = 1.252,37 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη συνολικό ποσό 639,74 ευρώ (ήτοι, 63,98 τον Ιανουάριο 2017, 191,93 ευρώ το Φεβρουάριο 2017, 191,91 ευρώ το Μάρτιο 2017 και 191,92 ευρώ τον Απρίλιο 2017), όπως συνομολογεί στην αγωγή, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (2.141,05 – 639,74) 1.501,31 ευρώ, β) για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα 2018, που αφορά το χρονικό διάστημα από 25-2-2018 έως 30-4-2018, το ποσό των 888,68 ευρώ, ήτοι 3.005,80 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, ως ανωτέρω / 2 Χ 1/15 Χ (71 ημέρες / 8) 8,88 οκταήμερα = 888,68 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, συνολικό ποσό 456,56 ευρώ, ως δεν αμφισβητεί και προκύπτει και από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (888,68  – 456,56) 432,12 ευρώ, γ) για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2017, που αφορά τα χρονικά διαστήματα από 1-5-2017 έως 2-11-2017 και από 10-12-2017 έως 31-12-2017, το ποσό των 2.580,13 ευρώ, ήτοι 3.005,80 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, ως ανωτέρω Χ 2/25 Χ 10,73 δεκαεννεαήμερα (204 ημέρες /19) = 2.580,13 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, συνολικό ποσό 1.318,19 ευρώ, ως δεν αμφισβητεί και προκύπτει και από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (2.580,13 – 1.318,19) 1.261,94 ευρώ και δ) για αναλογία δώρου εορτών Χριστουγέννων 2018, που αφορά το χρονικό διάστημα από 1-5-2018 έως 25-7-2018, το ποσό των 1.074,85 ευρώ, ήτοι 3.005,80 ευρώ πάγιες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, ως ανωτέρω Χ 2/25 Χ 4,47 δεκαεννεαήμερα (85 ημέρες /19) = 1.074,85 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε από την εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, συνολικό ποσό 577,65 ευρώ, ως δεν αμφισβητεί και προκύπτει και από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού (1.074,85  – 577,65) 497,20 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην κρίση ότι οφείλεται στον ενάγοντα, για αναλογία δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων 2017 και 2018, το ίδιο άνω υπόλοιπο, ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Επίσης, κατά το άρθρο 16 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε. 1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των προαναφερθεισών ναυτολογήσεων του ενάγοντος, δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούταν ανά μήνα. Ειδικότερα, εκτός από τις διπλές διανυκτερεύσεις του εκτός πλοίου στις 23 και 24-4-2017, 10 και 11-5-2018 και 7 και 8-7-2018, οι οποίες αποδεικνύονται από τα από 22-4-2017, 10-5-2018 και 8-7-2018 αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, με τις συνημμένες αιτήσεις του για διανυκτέρευση, δεν προσκομίσθηκε κάποιο άλλο στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η χορήγηση σ’ αυτόν άλλων διανυκτερεύσεων, ούτε προσδιορίστηκαν χρονικά από την εναγόμενη άλλες διανυκτερεύσεις. Επιπλέον, από τα προαναφερθέντα δρομολόγια του πλοίου προκύπτει ότι, συνήθως, αυτό δεν παρέμενε στους λιμένες της αφετηρίας και του προορισμού του κάθε δρομολογίου (Πειραιάς / Βαθύ Σάμου..) κατά τη διάρκεια της νύκτας, ενώ, κατά τη θερινή περίοδο, πραγματοποιούσε και ημερήσια δρομολόγια. Μάλιστα, όσον αφορά τη θερινή περίοδο, ο αριθμός των μεταφερομένων επιβατών και οχημάτων με το εν λόγω πλοίο ήταν μεγαλύτερος, στοιχείο που προσαύξανε τη διάρκεια της εργασίας του πληρώματος, αποκλείοντας τη δυνατότητα χορήγησης διανυκτέρευσης. Σημειωτέον ότι η κρίση αυτή περί της μη χορηγήσεως των διανυκτερεύσεων ενισχύεται από τη συχνή καταβολή από την εναγομένη διαφόρων ποσών για τη σχετική αποζημίωση (βλ. τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος). Επομένως, ενόψει του ότι η εναγομένη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η χορήγηση των ως άνω διανυκτερεύσεων του ενάγοντος σε κάποιο λιμένα (ιδίως αφετηρίας ή προορισμού) του δρομολογίου του πλοίου, οφείλεται σ’ αυτόν η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε) για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες. Ειδικότερα, για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του, κατά τα οποία έλαβε συνολικά μόνο τις προαναφερθείσες έξι διανυκτερεύσεις από τις συνολικά 23 που δικαιούταν (ως ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται), έπρεπε να λάβει, ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το συνολικό ποσό των [928,36 ευρώ μισθός ενεργείας Χ 1/22 = 42,19 ευρώ Χ (23-6) 17 διανυκτερεύσεις] 717,23 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της, το συνολικό ποσό των 513,21 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 204,02 ευρώ (713,23 – 513,21). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το ίδιο άνω ποσό (204,02 ευρώ), αφού προηγουμένως δέχτηκε κατ’ ουσία την προβληθείσα από την εναγόμενη ένσταση απόσβεσης της οφειλής (κατ’ άρθρο 416 Α.Κ.) για ποσό 513,21 ευρώ και απέρριψε, χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ως ουσιαστικά αβάσιμους τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι δεν έλαβε οποιαδήποτε διανυκτέρευση και ότι έλαβε ως αποζημίωση διανυκτέρευσης μόνο το ποσό των 306,78 ευρώ, αλλά και τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι χορήγησε στον ενάγοντα όλες τις δικαιούμενες άδειες διανυκτέρευσης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και τρίτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Μετά ταύτα, το σύνολο, των αξιώσεων του ενάγοντος από την προαναφερθείσα απασχόλησή του στο άνω πλοίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 11.550,99 ευρώ (8.035,61 + 204,02 + 507,47 + 1.759,14 + 1.044,75), το οποίο οφείλει να του καταβάλει η εναγόμενη υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτρια του πλοίου αυτού.

Επίσης, απ’ όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η εναγόμενη συστηματικά κατέβαλε στον ενάγοντα για τις αποδοχές του από την ως άνω εργασία μικρότερα ποσά από αυτά που κατά το νόμο δικαιούταν αυτός, επιλέγοντας την ικανοποίηση των οικονομικών συμφερόντων της και συγχρόνως αποστερώντας τον ενάγοντα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα από τα αναγκαία για τη διαβίωσή του εισοδήματα. Επομένως, δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιας συμπεριφοράς των διαδίκων, η οποία να αφορά το ένδικο δικαίωμα του ενάγοντος για τη λήψη των προαναφερθέντων ποσών, τα οποία αφορούν τις ένδικες αξιώσεις του και η οποία να καθιστά την άσκησή του αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη (Α.Π. 626/2020, Α.Π. 198/2015, Α.Π. 1518/2004, Εφ.Θεσ. 855/2017, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων των αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 71/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δε ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξεως, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές (Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Λαρ. 245/2019, Εφ.Πειρ. 54/2017, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 442/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε κατ’ ουσία τη σχετική ένσταση (άρθρο 281 Α.Κ.) της εναγομένης, χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο περί του αντιθέτου λόγος (έκτος) της έφεσης της εναγομένης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν  τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Α έφεση του ενάγοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Β έφεση της εναγομένης και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και δη τόσο ως προς τα προσβαλλόμενα με την έφεση της εναγομένης κονδύλια, όσο και ως προς τα λοιπά, επιδικασθέντα στον ενάγοντα κονδύλια που δεν προσβλήθηκαν με την έφεση, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία η από 2-10-2018 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ …/24-10-2018 αγωγή κατά την κύρια βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας (κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 1, 2, 53, 54, 60 εδ. α, 84 παρ. 1, 105, 106 Κ.Ι.Ν.Δ, 361, 648, 649, 653, 655, 341, 345, 346 Α.Κ, 68, 70, και 176  Κ.Πολ.Δ.) και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα  το συνολικό ποσό των 11.550,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για ποσό 11.053,79 ευρώ από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσής του [ήτοι από την 26η -7-2018, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ. – Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και από 1-1-2019 για υπόλοιπο ποσό 497,20 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2018, το οποίο κατά το χρόνο της άνω τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες, βλ. αντίστοιχα Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 265/2020, www.efeteio-peir.gr.)]. Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι άνευ αντικειμένου, όπως και η εξέταση της επικουρικής βάσης της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό (μετά την παραδοχή της κύριας βάσης της αγωγής – Εφ.Αθ. 315/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ το αίτημα της εναγομένης, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 6.000,00 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, ο ενάγων, λόγω της ήττας του και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Απορρίπτει την Α έφεση κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.

Δέχεται τη B έφεση κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 906/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 2-10-2018 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……./24-10-2018 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων, πεντακοσίων πενήντα ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (11.550,99), με το νόμιμο τόκο από 26-7-2018 για ποσό έντεκα χιλιάδων πενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (11.053,79) και από 1-1-2019 για υπόλοιπο ποσό τετρακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και είκοσι λεπτών (497,20).

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 25-1-2021, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ