ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 50/2021
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ. .
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της με αριθμό 128/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 20-6-2017 (αρ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 8.2.2019 εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 22.1.2019 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επίσης κατά την άσκηση της έφεσης κατατέθηκε από τους εκκαλούντες το παράβολο, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, και δη το με κωδικό ………… ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 7.2.2019 απόδειξη εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 20-6-2017 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017 αγωγή της, ισχυρίστηκε ότι με τον …………., αδελφό της, κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 και 2/3 εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα, ενός καταστήματος με αποθήκη, που βρίσκεται στην πλατεία ………… του Πειραιά, όπως αναλυτικά περιγράφεται σε αυτή κατά θέση έκταση και όρια, εμβαδού 89,34 τ.μ. Ότι ο αδελφός της απεβίωσε την 8/4/2015 και ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι υπεισήλθαν στη θέση του οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, κατά ποσοστό 2/8 η πρώτη και κατά 3/8 κάθε ένας των δεύτερου και τρίτης αυτών. Ότι οι εναγόμενοι ως κληρονόμοι του αποβιώσαντος αδελφού της, κατά το χρονικό διάστημα από την 1/1/2016 έως και την 31/12/2016 έκαναν αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, διατηρώντας σε αυτό επιχείρηση καφετέριας – μπαρ – ζαχαροπλαστείου, αρνούνται όμως να της αποδώσουν την ανάλογη προς το ποσοστό συγκυριότητας της μερίδα από το όφελος που αποκόμισαν από τη χρήση του, συνιστάμενο στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης μισθωτική αξία της μερίδας της, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 240 ευρώ/τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 7.147,20 ευρώ (240 ευρώ Χ 89,34 = 21.441,60 ευρώ Χ 1/3) για καθένα από τους μήνες του έτους 2016, ήτοι συνολικά 85.706,40 ευρώ για ολόκληρο το έτος. Με βάση τα παραπάνω ζητούσε, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής στο ποσό των 160 ευρώ/τ.μ., για το επίδικο χρονικό διάστημα και συνολικά στο ποσό των 57.177,6 ευρώ (160 ευρώ Χ 89,34 τ.μ. = 14.294,4 ευρώ Χ 1/3 = 4.764,8 ευρώ Χ 12 μήνες), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν από το παραπάνω ποσό 10.00 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν το ποσό των 47.177,6 ευρώ και καθένας αυτών αναλόγως του ποσοστού συγκυριότητάς του στο επίδικο με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, έκρινε ότι η μισθωτική αξία του επιδίκου ανέρχεται στο ποσό των 120 ευρώ/τ.μ. και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα ο κάθε ένας με βάση το ποσοστό συγκυριότητάς του το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ και αναγνώρισε οτι αοφείλουν να της καταβάλλουν το ποσό των 30.128 ευρώ με βάση το ποσοστό συγκυριότητας εκάστου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι παραπονούνται με την υπό κρίση έφεσή τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει αυτή δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας.
Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο. Οι συνέπειες που προκαλούνται για τον υπόχρεο δεν πρέπει αναγκαίως να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεις (Ολ. ΑΠ 17/1995). Επίσης, πρέπει οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. Α.Π 62/1990, ΑΠ 126/2019, 460/2019, ΑΠ 306/2019, Ολ ΑΠ 10/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ). Οι εκκαλούντες προέβαλαν πρωτοδίκως την ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος (ΑΚ 281), επικαλούμενοι ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι αντίθετη στην έννοια της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, διότι η αιτούμενη αποζημίωση είναι υπερβολική και καταδεικνύει προφανή διάθεση εκμετάλλευσης και πλουτισμού και ότι ενόψει των επικρατουσών οικονομικών συνθηκών η αξίωση αυξημένων τιμών αποζημίωσης ανά τ.μ καταδεικνύει την κακοπιστία, την διάθεση εκμετάλλευσης και αδικαιολογήτου πλουτισμού σε βάρος τους, αλλά και καταφανούς αδικίας, αφού αυτή (ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη) δεν έχει συνεισφέρει ούτε «ένα ευρώ» όλα αυτά τα χρόνια για τη συντήρηση του κοινού ακινήτου. Τα ως άνω όμως επικαλούμενα για τη θεμελίωση της ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος ακόμη και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος για την αποδοτέα ωφέλεια από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος που θέτει η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 281 ΑΚ ούτε τείνουν σε ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από προγενέστερη συμπεριφορά της δικαιούχου ενάγουσας ήδη εφεσιβλήτου από την οποία (ανατροπή προγενέστερης συμπεριφοράς) επέρχονται δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα αυτών (εκκαλούντων – εναγομένων) αντικείμενες στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Πρέπει επομένως η κρινόμενη ένσταση να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην ιδία κρίση και απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, με τον οποία επαναφέρεται η ως άνω ένσταση ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962 και 1113 του ΑΚ προκύπτει, ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος, από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν από αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα), που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε. Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 235/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 187/2015 ΝΟΜΟΣ). Για να εκτιμηθεί η αποζημίωση αυτή, λαμβάνονται υπόψη οι μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, όπου βρίσκεται το κοινό ακίνητο, σε συνδυασμό προς τη θέση και την κατάσταση αυτού, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα (ΕφΠειρ 105/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 60/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015, 408, ΕφΑθ 6386/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5190/1986 ΑρχΝ ΛΒ 671). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 288 του ΑΚ, κατά την οποία «ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, άσχετα του αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 του ΑΚ. Η διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 44 του π.δ. 34/1995 και στις εμπορικές μισθώσεις, παρέχει στο Δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, κατά τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, στο επίπεδο εκείνο το οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης. Έτσι, ο μισθωτής δεν αποκλείεται να ζητήσει, κατά το άρθρο 288 ΑΚ, αναπροσαρμογή του οφειλόμενου, αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή, συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική), μισθώματος, εφόσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη – παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται – η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (ΟλΑΠ 3/2014 ΧρΙΔ 2014, 358, ΑΠ Ολομ. 9/1997 ΕλΔνη 1997, 767). Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (288 του ΑΚ), ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει με αγωγή την αναπροσαρμογή του καταβαλλόμενου μισθώματος, το οποίο οφείλεται από την επίδοση της αγωγής ή με ένσταση. Ειδικότερα, το έργο του Δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, δηλαδή του καταβαλλόμενου μισθώματος και του «ελεύθερου» – για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας – το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά, αυτή δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει περαιτέρω το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη αναπροσαρμογής, κατά τις αρχές της καλής πίστης, υπάρχει όταν, λόγω ουσιώδους μείωσης της μισθωτικής αξίας του μισθίου, επέρχεται ζημία στον μισθωτή, η οποία υπερβαίνει, κατά τα συναλλακτικά ήθη, τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός, καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη μείωση του μισθώματος, όπως επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση ζημίας στον εκμισθωτή, η οποία περιορίζεται με την ανάλογη αύξηση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής κατά την προεκτιθέμενη έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η διαφορά που έχει προκύψει, αλλά θα αναπροσαρμοστεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί (ΑΠ Ολομ. 3/2014 ΧρΙΔ 2014, 358, ΑΠ 762/ 2015 ΝΟΜΟΣ). Μεταβολή των συνθηκών με την έννοια του άρθρου 288 του ΑΚ, μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, η σημαντική αύξηση ή μείωση του τιμαρίθμου, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζήτησης των ακινήτων και άλλοι λόγοι, με δεδομένο ότι οι περιπτώσεις στις οποίες χωρεί αναπροσαρμογή μισθώματος κατά τη διάταξη αυτή δεν είναι δυνατό, όπως είναι φυσικό, να προβλεφθούν λεπτομερώς, αφού η σχετική κρίση εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες που συντρέχουν κάθε φορά. Ειδικά, η σύγχρονη γενική οικονομική κρίση των ετών 2009 επ., η επιβολή σκληρών οικονομικών (δημοσιονομικών και φορολογικών) μέτρων με τα «μνημόνια», εξαιτίας των οποίων μειώθηκε αισθητά το εισόδημα των εργαζομένων και, συνακόλουθα, η αγοραστική τους ικανότητα, η σημαντική αύξηση της φορολογίας των εισοδημάτων και η επιβολή οικονομικών βαρών στην ακίνητη περιουσία κ.λπ., που συνεπάγονται και μείωση της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του άρθρου 288 του ΑΚ και, συνεπώς, τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν την αναπροσαρμογή μισθώματος κατά το υπόψη άρθρο, έστω και αν δεν στοιχειοθετούν την εφαρμογή του άρθρου 388 του ίδιου Κώδικα, θεωρούμενα ως μη έκτακτα και απρόβλεπτα γεγονότα. Τη συνδρομή, πάντως, των ειδικών συνθηκών που επιβάλλουν την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης οφείλει, για την πληρότητα της σχετικής αγωγής, να επικαλεστεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει ο αιτούμενος την αναπροσαρμογή κατ’ εφαρμογή του άρθρου αυτού (ΑΠ 403/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 763/2016 ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των υπ’ αριθμ. …./2017 και …../2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, που κατέθεσαν με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων προ δυο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ …………/2017 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……….), των υπ’ αριθμ…../2017 και …./2017 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, οι οποίοι κατέθεσαν με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσα προ δύο εργάσιμων ημερών (υπ’ αριθμ. …/2017 έκθεσή επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς . ……) και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμ. 338/1998 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 1168/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, κρίθηκε ότι η ενάγουσα και ο αδελφός της, …….., απέκτησαν από τη γιαγιά τους,……….., τη συγκυριότητα, η πρώτη κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαίρετου και ο δεύτερος κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, ενός καταστήματος που βρίσκεται στο ισόγειο πολυκατοικίας, στη συμβολή της Λεωφόρου …… με την οδό ……….. στον Πειραιά και αποτελείται από δύο επί μέρους τμήματα με τα στοιχεία 6΄Β και 6Β επιφάνειας 55,73 τ.μ. και 27,87 τ.μ. αντίστοιχα και συνολικής επιφάνειας 83,60 τ.μ., έχει πατάρι που επικοινωνεί με το ισόγειο με δύο σκάλες, συνολικής επιφάνειας 40 τ.μ., καθώς και από μία αποθήκη, επιφάνειας 16 τ.μ., που βρίσκεται στο πίσω μέρος του καταστήματος, έχει πρόσοψη μήκους περίπου 6,50 μ. στην πεζοδρομημένη οδό ……. η οποία συνέχεται με την πλατεία ……, όπου βρίσκεται το κτίριο του Δήμου Πειραιά και απέναντι από το κτίριο του ………. του Πειραιά, ενώ σε απόσταση λίγων μέτρων από την είσοδο του επικοίνου καταστήματος συμβάλλεται με την κεντρική λεωφόρο ………… Από το έτος 1988 έως και το θάνατό του, την 8/4/2015, αποκλειστική χρήση του κοινού ακίνητου έκανε ο …………, ο οποίος λειτουργούσε σε αυτό επιχείρηση καφετέρια – ζαχαροπλαστείο – εστιατόριο με το διακριτικό τίτλο «………..». Ο ανωτέρω κατέλειψε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους εναγόμενους, από τους οποίους η πρώτη είναι η σύζυγος του και οι δεύτερος και τρίτη τέκνα τους, οι οποίοι απέκτησαν τη συγκυριότητα του κοινού καταστήματος η πρώτη κατά ποσοστό 2/12 εξ αδιαιρέτου και κάθε ένας των λοιπών κατά ποσοστό 3/12 εξ αδιαιρέτου, και συνέχισαν να κάνουν αποκλειστική χρήση του επίδικου καταστήματος εξακολουθώντας να λειτουργούν την ίδια πιο πάνω επιχείρηση, χωρίς να αποδίδουν οικειοθελώς στην ενάγουσα το όφελος που αποκόμιζαν αυτοί κατά το χρόνο της απόκτησης της χρήσης και συνίστατο στην μισθωτική αξία της μερίδας της ενάγουσας. Η μισθωτική αυτή αξία της μερίδας της ενάγουσας και εν γένει του καταστήματος ουδέποτε προσδιορίστηκε με συμφωνία μεταξύ της ενάγουσας και του αδελφού της, αλλά πάντα καθοριζόταν με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονταν κατόπιν άσκησης διαδοχικών αγωγών της ενάγουσας, Για τα έτη 2008 και 2009 η μισθωτική αξία ολόκληρου του καταστήματος προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 256/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου αυτού, η οποία κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 802/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, στο ποσό των 135 ευρώ/τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 11.286 ευρώ μηνιαία, για τα έτη 2010, 2011 και 2012 με τις υπ’ αριθμ. 455/2017 και 454/2017 και 597/2019 αντίστοιχα τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου αυτού στο ποσό των 130 ευρώ/τ.μ. και συνολικά στο ποσό των 10.868 ευρώ μηνιαία. Από τα προσκομιζόμενα έγραφα δεν προέκυψε η έκδοση τελεσίδικης απόφασης για τα έτη 2013 και 2014, παροτι έχουν ασκηθεί οι σχετικές αγωγές από την ενάγουσα, ενώ για το έτος 2015 η η μισθωτική αξία ολόκληρου του καταστήματος προσδιορίστηκε με την με αριθμό 245/2018 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού στο ποσό των 85ευρώ /τ.μ. Προκειμένου να εκτιμηθεί η πιο πάνω καθορισθείσα με την υπ’ αριθμ. 245/2018 απόφαση μισθωτική αξία του καταστήματος, το Εφετείο έλαβε υπόψιν του την δημοσιονομική κρίση που πλήττει τη χώρα από τις αρχές του έτους 2010, με άμεση συνέπεια τη συρρίκνωση των εισοδημάτων και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, που είχε ως επακόλουθο, μεταξύ άλλων, τη διακοπή της λειτουργίας σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων (μεταξύ των οποίων και χώρων μαζικής εστίασης), την υπερπροσφορά καταστημάτων προς ενοικίαση, τη χαμηλή ζήτηση αυτών και τέλος τη μείωση της μισθωτικής τους αξίας, με αποτέλεσμα την προς το χείρον μεταβολή των μισθωτικών συνθήκων της συγκεκριμένης περιοχής του επιδίκου, που λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της μισθωτικής αξίας των προηγούμενων ετών. Η ραγδαία μείωση των μισθωμάτων από το έτος 2010 και επέκεινα αποδείχθηκε από τα συγκριτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι εναγόμενοι και ειδικότερα: α) Το ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην οδό ……….., εμβαδού 20 τ.μ. με πατάρι 20 τ.μ. και υπόγειο επίσης 20 τ.μ, στο οποίο λειτουργεί επιχείρηση εστίασης με την επωνυμία «……….» μισθώθηκε από την εταιρεία με το από 14/7/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό έναντι αρχικού μηνιαίου μισθώματος 1.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο κατ’ έτος σύμφωνα με τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) κατά την προηγούμενη της αναπροσαρμογής δωδεκάμηνη περίοδο, όπως αυτή ανακοινώνεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία για την αναπροσαρμογή των μισθωμάτων, η οποία όμως δεν θα μπορεί να είναι κατώτερη του ποσοστού 5%. Δοθέντος ότι ο ΔΤΚ για τα έτη 2012, 2013, 2014, 2015 και 2016 κυμάνθηκε κάτω από το 5%, το μηναίο μίσθωμα αυξήθηκε με βάση το ποσοστό αυτό για το έτος 2016, στο ποσό των 1.823ευρώ. Με δεδομένο ότι για τον υπολογισμό του αναλογούντος μισθώματος ανά τετραγωνικό μέτρο λαμβάνεται υπόψη η επιφάνεια της επαγγελματικής στέγης προσαυξημένη με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της επιφανείας των βοηθητικών χώρων (ΠΟΛ.1118/13.8.2008), η μισθωτική αξία του για το έτος 2016 καθορίζεται στο ποσό των 65,1 ευρώ/τ.μ. [1.740 ευρώ ÷ 28 τ.μ. (20 τ.μ. + (40 τ.μ. Χ 0,20)]. Συνεπώς σε σχέση με το έτος 2009 το μηναίο μίσθωμα για το ίδιο κατάστημα μειώθηκε το έτος 2011 κατά ποσοστό 64,14%, ενώ το μηναίο μίσθωμα του έτους 2016 ήταν επίσης μειωμένο κατά ποσοστό 58,40%. β) Η ίδια πιο πάνω μισθώτρια εταιρία μίσθωσε με την από 7/2/2000 σύμβαση μίσθωσης επαγγελματικής στέγης, η οποία τροποποιήθηκε την 1/8/2011, όμορο κατάστημα στη ίδια οδό (……….) , εμβαδού 69,16 τ.μ., με πατάρι 31 τ.μ. και υπόγεια αποθήκη εμβαδού 70,47 τ.μ., με μηναίο μίσθωμα 4.000 ευρώ, δηλαδή 44,72 ευρώ/τ.μ. [(4.000 ευρώ ÷ 89,45 τ.μ. (69,16 τ.μ. + 31 τ.μ. Χ 0,20 + 70,47 τ.μ. Χ 0,20]. Ήδη με την από 8/12/2015 νέα τροποποιητική σύμβαση το μηναίο μίσθωμα για το έτος 2016 συμφωνήθηκε να μειωθεί στο ποσό των 3.100 ευρώ. γ) Με το από 18/5/2015 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης η εταιρία με τη επωνυμία «……….» μίσθωσε για το χρονικό διάστημα από την 1/6/2015 έως την 31/5/2017 ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 111,30 τ.μ. με πατάρι εμβαδού 111,30 τ.μ., αποθήκη εμβαδού 23,60 τ.μ και τρεις υπόγειους χώρους, συνολικού εμβαδού 140,88 τ.μ., ευρισκόμενο επίσης στην οδό ……….. με μηναίο μίσθωμα για το έτος 2015 ποσού 6.500 ευρώ δηλαδή 39,05 ευρώ/τ.μ. [(6.500 ευρώ ÷ 166,46 τ.μ. (111,30 + 111,30 Χ 0,20 + 23,60 Χ 0,20 + 140,88 Χ 0,20)], ενώ ο προηγούμενος μισθωτής Δημήτριος Χουρδάκης λειτουργούσε στο ίδιο κατάστημα επιχείρηση εστίασης (……..) καταβάλλοντας ως μηνιαίο μίσθωμα για το έτος 2011 το ποσό των 9.500 ευρώ (βλ. την από 6/11/2011 υπεύθυνη δήλωση του ανωτέρω η οποία συντάχθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτό στοιχείο σε άλλη δίκη μεταξύ των διαδίκων). δ) Με το από 27/3/2014 ιδιωτικό συμφωνητικό η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………», μίσθωσε ισόγειο κατάστημα εμβαδού 117,55 τ.μ. με πατάρι εμβαδού 57,37 τ.μ., ευρισκόμενο στην οδό …. ………., με μηναίο μίσθωμα για το έτος 2014 ποσού 3.500 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο για το έτος 2015 κατά 2%, στο ποσό των 3.570 ευρώ, δηλαδή 27,67 ευρώ/τ.μ. [3.570 ÷ 129,024 τ.μ.(117,55 τ.μ. + 57,37 τ.μ. Χ 0,20)]. ε) Με τα από 1/8/2014 και 1/8/2015 ιδιωτικά συμφωνητικά αναπροσαρμογής μισθώματος μεταξύ της εκμισθώτριας και της μισθώτριας του ισόγειου καταστήματος εμβαδού 34,03 τ.μ. που βρίσκεται στη συμβολή της Λεωφόρου ……. και της οδού ….. και του ισογείου καταστήματος με εμβαδόν 17,96 τ.μ., ευρισκόμενου στην οδό ……., τα οποία από την 1/5/2010 έχουν μισθωθεί από την εταιρία με την επωνυμία « ……….», συμφωνήθηκε ότι το μηναίο μίσθωμα, το οποίο κατά το πρώτο μισθωτικό έτος (2010) είχε οριστεί στο ποσό των 8.900 ευρώ με ετήσια αναπροσαρμογή, θα ανέρχεται για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2014 μέχρι και τον Ιούλιο 2016 στο ποσό των 5.000 ευρώ δηλαδή μειωμένο τουλάχιστον κατά 43,82%. Στ) Με το από 10/3/2015 ιδιωτικό συμφωνητικό καθορίσθηκε το μηνιαίο μίσθωμα για το ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην οδό ……. εμβαδού 50,44 τ.μ., με υπόγειο, εμβαδού 50,44 τ.μ. το οποίο μισθώνει η εταιρεία «………….» για το χρονικό διάστημα από την 1/3/2015 έως την 30/7/2016 στο ποσό των 5.000 ευρώ, δηλαδή 82,60ευρώ/τ.μ. [5.000 ευρώ ÷ 60,53 (50,44 τ.μ. + 50,44 τ.μ. Χ 0,20)]. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από τις αρχές του έτους 2010 άρχισαν να αντανακλώνται και σε εγχώριο επίπεδο οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης, η οποία είχε ξεκινήσει εκτός ευρωπαϊκού πεδίου, ήδη, από τα μέσα του έτους 2008. Η κρίση, δε, αυτή, επισφραγίστηκε από την υπαγωγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη χρηματοδότησή της από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το μήνα Μάρτιο του έτους 2010. Το ανωτέρω οικονομικό πασίδηλο γεγονός είχε ως αποτέλεσμα, με αφετηρία το καλοκαίρι του έτους 2010, αλλά κυρίως από τα μέσα του έτους 2011 και εντεύθεν να παγιωθεί ένα κλίμα ευρύτερης οικονομικής αστάθειας, το οποίο έπληξε αναπόφευκτα την επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ περαιτέρω εξέλαβε και κοινωνικές διαστάσεις, δυναμιτίζοντας το δείκτη ποσοστού ανεργίας της χώρας σε άνευ προηγουμένου υψηλά επίπεδα. Η διακοπή λειτουργίας ολοένα και περισσότερων εμπορικών καταστημάτων, ακόμη και εκείνων που βρίσκονται επί των πλέον εμπορικότερων δρόμων της χώρας, αποτελεί φαινόμενο που αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ ειδικά ο κλάδος της εκμετάλλευσης των ακινήτων κλυδωνίστηκε ανεπανόρθωτα. Τα γεγονότα αυτά σχετικά με την οικονομική συγκυρία στην οποία βρίσκεται η χώρα είχαν ως αποτέλεσμα την επελθούσα μείωση της μισθωτικής αξίας των ακινήτων. Η ανάγκη δε της γενικότερης αναπροσαρμογής των μισθωμάτων στις εμπορικές μισθώσεις με μείωση αυτών, λόγω των παραπάνω εξελισσόμενων οικονομικών περιστάσεων επιβεβαιώνεται και από τη βούληση του νομοθέτη, ο οποίος προέβη στη σύσταση επιτροπών διακανονισμού για τις εμπορικές μισθώσεις με το άρθρο 15 Ν. 4013/2011 (ΦΕΚ Α’ 204/15-9-2011). Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι από το έτος 2011 έως το έτος 2015, οπότε και κορυφώθηκαν οι συνέπειες της ως άνω οικονομικής κρίσης, επήλθε μεταβολή των οικονομικών συνθηκών της χώρας, η οποία δεν ήταν απρόβλεπτη, ωστόσο εξελίχθηκε κατά τρόπο, που υπερέβη τις δυσοίωνες προβλέψεις οικονομικών αναλυτών, όπως αποδεικνύεται από την πλειάδα των οικονομικών μέτρων, που επακολούθησαν κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο μισό του έτους 2011 και εφεξής. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2012, οπότε η μισθωτική αξία του επίδικου κοινού καταστήματος καθορίστηκε στο ποσό των 130ευρώ/τ.μ. μέχρι και το έτος 2015 ακολούθησε ένα διάστημα αυξανόμενης οικονομικής αβεβαιότητας, το οποίο χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων από τη λήψη περαιτέρω μέτρων λιτότητας, τα οποία συνοδεύονται από διαδοχικές περικοπές μισθών και συντάξιμων αποδοχών και την ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας. Η δυσμενής αυτή κατάσταση, έλαβε μόνιμο χαρακτήρα, κατά τα έτη που επακολούθησαν με αλυσιδωτές συνέπειες σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής οικονομίας. Εξαιτίας, δε, αυτής έχει πληγεί και η εμπορική κίνηση των καταστημάτων και των επιχειρήσεων με αναγκαίο επακόλουθο τη μείωση της πελατείας τους σε μεγάλο βαθμό. Τα ανωτέρω σε κάθε περίπτωση συνιστούν ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών, οι οποίες λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο αυτό για να καθαρίσει τη μισθωτική αξία του επίδικου των ετών 2008, 2009, 2010, 2011 και 2012, οι οποίες είναι τελείως διαφορετικές σε σχέση με αυτές που είχαν δημιουργηθεί το έτος 2015, κατά το οποίο επήλθαν οι μεγαλύτερες οικονομικές συνέπειες της συνεχούς ύφεσης. Κατά το έτος 2016, που είναι το κρίσιμο ανακόπηκε η πτωτική πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία παρουσίασε σημάδια σταθεροποίησης, ώστε το έτος 2017 να σημειώσει ελαφρά ανοδική πορεία. Παρά ταύτα εξακολούθησε να υφίσταται και για το επίδικο έτος μια γενικευμένη δυσμενής κατάσταση, όπως τούτο αποδεικνύεται από τη μείωση των μισθωμάτων όλων των όμορων και κοντινών καταστημάτων που έχουν πρόσοψη στην οδό ….., οι εκμισθωτές των οποίων αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που επέφερε η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και η χρονικά απροσδιόριστη δημοσιονομική προσαρμογή, καθώς η παρατεταμένη ύφεση έχει περιορίσει την καταναλωτική κίνηση των επιχειρήσεών τους, όπως και αυτή των εναγόμενων, με αναγκαίες επιπτώσεις και στα έσοδα τους. Με τα δεδομένα αυτά η μισθωτική αξία του επιδίκου, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης της ενάγουσας εξαιτίας του αποκλεισμού της από τη χρήση του επιδίκου κοινού καταστήματος έχει μειωθεί, όπως κρίθηκε με την με αριθμό 245/2018 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, από το έτος 2011 και εντεύθεν κατά ποσοστό τουλάχιστον 35%, που υπερβαίνει τον κίνδυνο που ανέλαβαν οι εναγόμενοι και η μισθωτική αξία του επιδίκου πρέπει να υπολογιστεί με βάση το υφιστάμενο οικονομικό περιβάλλον και τις ισχύουσες μισθωτικές καταστάσεις που έχουν σημαντικά όπως προαναφέρθηκε διαφοροποιηθεί από τις ισχύουσες στην αρχή της δεκαετίας, και η διατήρηση της αποζημίωσης αυτής στο ύψος που είχε καθοριστεί κατά τα έτη προ του 2011 αντιστρατεύεται τις αρχές της καλής πίστης και την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα και επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη – παρά την ανάγκη κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται – η προσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει την δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την καλή πίστη που έχει διαταραχθεί προκειμένου η παροχή των εναγομένων να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο εκπλήρωσης. Η διατήρηση άλλωστε της διαφοράς αυτής, η οποία τελεί σε άρρηκτη αιτιώδη συνάφεια με την προεκτεθείσα επί τα χείρω εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της χώρας (αφού δίχως αυτή δεν θα επερχόταν μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου), επιφέρει ζημία στους εναγόμενους, η οποία υπερβαίνει καταφανώς τους όρους καλόπιστης εκπλήρωσης της ενοχής. Επομένως ενόψει των προαναφερομένων, της θέσης αλλά και της κατάστασης του μισθίου, της αξίας του επαγγελματικού εξοπλισμού αυτού, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πραγματική μισθωτική αξία του επίδικου μισθίου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, η οποία μπορεί να επιτευχθεί σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών πρέπει να οριστεί για το έτος 2016 στο ποσό των 85 ευρώ/τ.μ. μηνιαίως (130 ευρώ – 130 ευρώ Χ 35%) και συνολικά στο ποσό των 7.106 ευρώ (85 ευρώ Χ 83,60 τ.μ.) μηνιαίως, ήτοι στο ίδιο ποσό με την ορισθείσα αξία για το έτος 2015, καθώς δεν υπήρξε μεταβολή των οικονομικών συνθηκών κατά το έτος αυτό που να διαφοροποιήσει σημαντικά την μισθωτική αξία του επίδικου ακινήτου. Ακολούθως η αποζημίωση η οποία δικαιούται να λάβει η ενάγουσα με βάση το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της στο κοινό ακίνητο, ως μερίδα από την ωφέλεια των εναγόμενων εξαιτίας της αποκλειστικής χρήσης του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των 28.424 ευρώ (7.106 ευρώ Χ 12 μήνες = 85.272 ευρώ Χ 1/3). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του προσδιόρισε τη μισθωτική αξία του κοινού ακινήτου στο ποσό των 120 ευρώ/τ.μ. μηνιαίως και την αντίστοιχη αποζημίωση που δικαιούται η ενάγουσα με βάση το ποσοστό συγκυριότητας σε αυτό στο ποσό των 40.128 ευρώ απορρίπτοντας την προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση αναπροσαρμογής της μισθωτικής αξίας κατά εφαρμογή του άρθρου 288 του ΑΚ, διότι έκρινε ότι οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν τη συνδρομή ειδικών συνθηκών τέτοια ώστε η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές, η οποία θα δικαιολογούσε την αναπροσαρμογή της ένδικης αποζημίωσης και ότι η επικαλούμενη από τους εναγόμενους δυσμενής μεταβολή των οικονομικών συνθηκών δεν εξέρχεται των πλαισίων του επιχειρηματικού κινδύνου που τους βαρύνει, ώστε εξ αυτής και μόνο να είναι δυνατή η αναπροσαρμογή της οφειλόμενης αποζημίωσης εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς τους και δεν μείωσε το μηναίο μίσθωμα στο ποσό των 54 ευρώ/τ.μ. πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος.Κατόπιν αυτών, αφού μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί της καταβλητέας δικαστικής δαπάνης, παρέλκει η εξέταση του τριτου λόγου έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνταν για το ύψος της επιδικασθείσας σε βάρος τους δικαστικής δαπάνης και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αφενός να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από την 1/1/2015 έως την 31/12/2015, το ποσό των 10.000 ευρώ διαιρετώς κατά ποσοστό 2/8 η πρώτη εξ αυτών και κατά ποσοστό 3/8 έκαστος των λοιπών, ήτοι να υποχρεωθεί η πρώτη να καταβάλλει το ποσό των 2.500 ευρώ και έκαστος των λοιπών εναγομένων το ποσό των 3.750 ευρώ, αφετέρου να αναγνωριστεί οτι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 18.424 ευρώ, διαιρετά κατά τα ποσοστά που προαναφέρθηκαν έτσι ώστε να ανανγνωριστεί οτι η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των (18.424 Χ 2/8) 4.606 ευρώ και κάθε ένας των λοιπών το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εννέα (6.909) ευρώ (18.424 ευρώ Χ 3/8) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγόμενων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ΄ του ΚΠολΔ η επιστροφή στους εκκαλούντες – εναγόμενους, λόγω της εν μέρει νίκης τους, του παράβολου άσκησης έφεσης, που κατέθεσαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 128/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 20/6/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/20.6.2017 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα η μεν πρώτη το ποσό των δυο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ και έκαστος των λοιπών εναγομένων το ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (3.750) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ οτι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα η μεν πρώτη το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων έξι (4.606) ευρώ και κάθε ένας των λοιπών το ποσό των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εννέα (6.909) ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού εκατό (100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 26 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και
αναχώρησης, η Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του
Εφετείου Πειραιώς,Αγγελική Κοφφα,
Πρόεδρος Εφετών