Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 759/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 759/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα υπ’ αριθμ. …….. και ……. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή διορισμένου στο Πρωτοδικείο …., Π.Τ. προς τους πρώτο και δεύτερη εφεσίβλητους αντίστοιχα αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε στους ως άνω εφεσίβλητους νόμιμα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 124 παρ.2 και 498 παρ.2 του ΚΠολΔ). Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, οι εφεσίβλητοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν μονομερή δήλωση μη παράστασης στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 σε συνδυασμό με άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ ο εκκαλών προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων των αντιδίκων του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών που τηρήθηκαν σε αυτήν.
Η κρινόμενη με Γ.Α.Κ ……. και Ε.Α.Κ……… έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ`αριθμ. 540/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647επ. του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, εφόσον δεν προκύπτει από κάποιο έγγραφο ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε από τον έναν αντίδικο στον άλλο, ενώ από τον χρόνο δημοσίευσης αυτής στις 22.2.2016 μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης στις 20.2.2018, δεν παρήλθε διετία κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα παράβολο, συνολικού ποσού εκατό (100) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 στοιχ.Α’ περ.β του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ (βλ. υπ’ αριθμ. κωδικού 191165375958 0416 0029 e-παράβολο Υπουργείου Οικονομικών και την από 16.2.2018 εξοφλητική απόδειξη της Εθνικής Τράπεζας).
Με την από 28.11.2014 (με Γ.Α.Κ. ……. και αριθμό κατάθεσης ………) αγωγή του, ο ενάγων (ήδη εκκαλών) υπό την ιδιότητα του ειδικού διαχειριστή της πολυκατοικίας στην οδό ………., στον Πειραιά που έχει υπαχθεί στο σύστημα διηρημένης ιδιοκτησίας του ν. 3741/1929 υποστήριζε ότι οι εναγόμενοι (ήδη εφεσίβλητοι) τυγχάνουν συνιδιοκτήτες σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος των ΣΤ6 και ΣΤ7 και 8 γραφείων του έκτου υπέρ το ισόγειο ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας, που απέκτησαν δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……. αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιά Α.Κ, νομίμως μεταγεγραμμένου. Ότι ωστόσο, αυτοί δεν κατέβαλαν τις δαπάνες κοινοχρήστων για το διάστημα από το Νοέμβριο του 2002 έως τον Αύγουστο του 2014 κατά την αναλογία συμμετοχής τους κατά τα οριζόμενα από τον κανονισμό της πολυκατοικίας, άλλως επικουρικώς βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς κατέστησαν πλουσιότεροι σε βάρος της συνιδιοκτησίας και ο πλουτισμός τους σώζεται μέχρι σήμερα. Ζητούσε, λοιπόν, ο ενάγων, κατόπιν περιορισμού του αρχικού συνολικού αιτήματος της αγωγής από το ποσό των 2.568,26 ευρώ στο ποσό των 2.065,12 ευρώ, να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων να του καταβάλει υπό την ανωτέρω ιδιότητά του το ποσό των 1.032,56 ευρώ, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα πληρωμής του κάθε ποσού των οφειλόμενων κοινοχρήστων, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού και ως αόριστο το αίτημα περί τοκοδοσίας από τη δήλη ημέρα εξόφλησης εκάστου ποσού, ακολούθως δε, δέχθηκε εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή για το διάστημα Δεκεμβρίου 2011 έως και τον Δεκέμβριο του 2012, καθώς και εν μέρει για τον Αύγουστο του 2014, υποχρεώνοντας καθένα των εναγόμενων να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 157,83 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Αντίθετα για τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και δη 1) ως προς τις απαιτήσεις κοινόχρηστων δαπανών των ετών 2013 και 2014 κατ’ αποδοχή ένστασης εξοφλήσεως των εναγομένων και 2) ως προς τις αντίστοιχες απαιτήσεις του διαστήματος 2002 έως και 2008, με το σκεπτικό ότι οι εναγόμενοι ως αγοραστές των ανωτέρω ιδιοκτησιών ευθύνονται για τις κοινόχρηστες δαπάνες από το χρονικό σημείο μεταβίβασης σε αυτούς της κυριότητας των ιδιοκτησιών, ήτοι από τα μέσα Απριλίου 2008 και εφεξής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 525 του ΑΚ (ως ειδικότερου για την πώληση έναντι του άρθρου 965 του ίδιου Κώδικα) που ορίζει ότι από τη στιγμή που ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο παίρνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος.
Με την υπό κρίση έφεσή του, ο ενάγων ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ως άνω από 28.11.2014 αγωγή του και δη και ως προς τα κονδύλια που απορρίφθηκαν. Συγκεκριμένα: 1) Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του αιτιάται την εκκαλουμένη επειδή κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι οι εναγόμενοι δεν οφείλουν για τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους κοινόχρηστα για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005, 2006, 2007 και Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2008 διότι αυτοί δεν είχαν ακόμη αποκτήσει τις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες και ότι ως εκ τούτου γι’ αυτές τις οφειλές ευθύνεται ο προηγούμενος ιδιοκτήτης των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ότι εάν το δικαστήριο είχε κρίνει σωστά, θα είχε εφαρμόσει το άρθρο 965 ΑΚ κατά το οποίο ως προς τα βάρη του πράγματος που έγιναν απαιτητά κατά τη διάρκεια υποχρέωσης ενός οφειλέτη, οφείλει αυτός να καταβάλει ολόκληρο το βάρος, δικαιούται όμως να αξιώσει από τον δικαιοπάροχό του το μέρος του βάρους που αντιστοιχεί στη διάρκεια του δικαιώματος εκείνου. Ότι η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει μόνο την ενοχική σχέση μεταξύ περισσότερων υπόχρεων, όπως φέρουν τα βάρη του πράγματος κατανέμοντας αυτά στην περίπτωση αλλαγής υπόχρεου, ενώ για την εξωτερική σχέση μεταξύ του υπόχρεου και του δικαιούχου αποφασιστική είναι αποκλειστικά η έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η υποχρέωση καταβολής των βαρών. Ότι αντίθετα η επικαλούμενη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διάταξη του άρθρου 525 ΑΚ ισχύει μόνο στις μεταξύ των μερών σχέσεις (ενν. μεταξύ πωλητή και αγοραστή) και δεν εκτείνεται και στους τρίτους. Ότι εν προκειμένω, ενώ η εκκαλούμενη δέχεται ότι οι κοινόχρηστες δαπάνες των ετών 2002-2008 δεν έχουν δήλη ημέρα καταβολής κι επομένως δεν κατέστησαν απαιτητές κατά την περίοδο που ήταν ιδιοκτήτης ο δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων, παρά ταύτα κρίνει ότι η καταβολή αυτών έπρεπε να γίνει κατά τις διατάξεις περί περιοδικής καταβολής βαρών από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Ότι παραβλέπει όμως το γεγονός ότι οι επίδικες δαπάνες κοινοχρήστων κατέστησαν απαιτητές από την επίδοση της ένδικης αγωγής στους εναγόμενους-εφεσίβλητους και ότι ως εκ τούτου αυτοί βαρύνονται με την καταβολή τους, χωρίς να ενδιαφέρει εάν οι εφεσίβλητοι μετά την καταβολή εκ μέρους τους των οφειλόμενων μπορούν να διεκδικήσουν αυτά από τον δικαιοπάροχό τους.
Τα ως άνω διαλαμβανόμενα στον παραπάνω λόγο έφεσης τυγχάνουν νόμω αβάσιμα, καθώς εφαρμοστέες εν προκειμένω δεν τυγχάνουν οι διατάξεις του άρθρου 965 του ΑΚ, ούτε η διάταξη του άρθρου 525 ΑΚ που εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1117 ΑΚ και 5 περ.β’ του ν. 3741/1929. Πιο αναλυτικά: Με τη σύσταση της οροφοκτησίας κατά την έννοια του ν. 3741/1929, οι κύριοι των χωριστών ιδιοκτησιών καθίστανται αυτοδικαίως συγκύριοι εξ αδιαιρέτου στα μέρη του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην κοινή όλων χρήση (άρθρο 1117 ΑΚ), τελούν δε σε κοινωνία του αστικού δικαίου, αποτελούντες ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα (βλ. ΑΠ 523/1987, ΝοΒ 36, σελ. 1214, ΕφΑθ 2711/1993, ΕΔΠ 1994, σελ. 185). Για τη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων επί των κοινών μερών του ακινήτου, στα οποία τυγχάνουν συγκύριοι, το άρθρο 4 του ν. 3741/1929 δίνει σε αυτούς τη δυνατότητα να κανονίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συνιδιοκτησία, με τη σύνταξη κανονισμού. Ο κανονισμός συνήθως προβλέπει και για τα ποσοστά συμμετοχής των συνιδιοκτητών στις κοινές δαπάνες και στα κοινά βάρη του ακινήτου. Σε περίπτωση μη σύνταξης κανονισμού εφαρμόζεται ως προς την κατανομή των δαπανών των κοινών πραγμάτων μεταξύ των συνιδιοκτητών, το άρθρο 5 περ.β’ του ν. 3741/1929, κατά το οποίο κάθε συνιδιοκτήτης υποχρεούται να συνεισφέρει στα κοινά βάρη με βάση την αξία της χωριστής ιδιοκτησίας του (ορόφου ή διαμερίσματος) (βλ. Ι. Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, έκδοση 1999, σελ. 723, 741). Περαιτέρω, ζήτημα γεννάται σχετικά με το ποιος ευθύνεται για παλαιές προϋπάρχουσες οφειλές κοινοχρήστων δαπανών ορισμένου διαμερίσματος ή ορόφου, σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης μεταβιβάζει την κυριότητα της χωριστής ιδιοκτησίας του λόγω πώλησης σε τρίτον. Στο άρθρο 525 του ΑΚ ορίζεται ότι «από τη στιγμή που ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο, παίρνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος», στο δε άρθρο 965 του ίδιου Κώδικα ότι «όποιος φέρει τα βάρη του πράγματος έως έναν ορισμένο χρόνο ή από έναν ορισμένο χρόνο, αν τα βάρη αυτά είναι από τα περιοδικώς καταβαλλόμενα, ευθύνεται, εφόσον δεν ορίστηκε κάτι διαφορετικό, ανάλογα με τη διάρκεια της υποχρέωσής του. Όταν πρόκειται για άλλα βάρη, ευθύνεται για όσα έγιναν απαιτητά κατά τη διάρκεια της υποχρέωσής του». Οι παραπάνω διατάξεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Εντούτοις, ρυθμίζουν την εσωτερική σχέση μεταξύ παλαιού και νέου δικαιούχου του πράγματος ως προς τη μεταξύ τους κατανομή των βαρών και όχι την εξωτερική σχέση τους έναντι του τρίτου δανειστή των βαρών, εν προκειμένω έναντι των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας για τις κοινόχρηστες δαπάνες και για την οποία (εξωτερική σχέση) αποφασιστική σημασία έχει η έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η υποχρέωση καταβολής των βαρών (βλ. σχετικά με την εσωτερική λειτουργία του άρθρου 525 ΑΚ, Νικόλαο Τριάντο, Η πώληση κατά τον Αστικό Κώδικα, έκδοση 2005, σελ. 325, παρ.77 και σχετικά με την αντίστοιχη λειτουργία του άρθρου 965 ΑΚ, Αγγέλα Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός κώδιξ, V, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 1985, σελ. 91, 92, Απόστολο Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο Ι, έκδοση 1991, σελ. 119). Ως προς τις κοινές δαπάνες και τα βάρη της οροφοκτησίας, η σχέση που καθορίζει τις υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη κάθε διαμερίσματος ή ορόφου έναντι των λοιπών ιδιοκτητών είναι αυτή της συγκυριότητας στο όλο ακίνητο κατ’ άρθρο 1117 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 785 και 794 ΑΚ και 5 εδ.β’ του ν. 3741/1929. Κατά το πρώτο άρθρο «όταν πρόκειται για οικοδομή, ο κύριος ορόφου ή διαμερίσματός του είναι αυτοδικαίως συγκύριος εξ αδιαιρέτου κατ’ ανάλογη μερίδα πάνω στα μέρη του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην κοινή και των λοιπών κυρίων χρήση, όπως είναι ιδίως το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, η αυλή.» Κατ’ άρθρο 785 ΑΚ «αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ’ ιδανικά μέρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι τα μέρη είναι ίσα» και κατ’ άρθρο 794 ΑΚ «κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 εδ. β’ του ν. 3741/1929 προβλέπεται ότι «Εν ελλείψει πάσης μεταξύ των συνιδιοκτητών συμφωνίας ως προς τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις αυτών περί των κοινών πραγμάτων, κρατούσι τα εξής:.. β) `Εκαστος των συνιδιοκτητών υποχρεούται να συνεισφέρη εις τα κοινά βάρη επί τη βάσει της αξίας του ορόφου ή διαμερίσματος ου είναι κύριος.» Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι η ευθύνη του παλαιού και του νέου ιδιοκτήτη της οριζόντιας ιδιοκτησίας για τις κοινόχρηστες δαπάνες της οικοδομής έναντι των άλλων συνιδιοκτητών καθορίζεται από το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο καθένας τους υπήρξε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας και αντίστοιχα συνιδιοκτήτης των κοινών μερών της οικοδομής (έτσι Ν. Λιβάνης, Ιδιοκτησία κατ’ όροφον, έκδοση 1973, σελ. 143, 144) δηλαδή κρίσιμος είναι ο χρόνος της μεταγραφής της εμπράγματης σύμβασης για τη μεταβίβαση της κυριότητας της οριζόντιας ιδιοκτησίας (άρθρα 1192 εδ.1 και 1198 ΑΚ), με εξαίρεση την περίπτωση που έχει γίνει αναδοχή αλλοτρίου χρέους εκ μέρους του νέου ιδιοκτήτη για τις παλαιότερες κοινόχρηστες δαπάνες που αναλογούν στον παλιό ιδιοκτήτη κατ’ άρθρο 471 ΑΚ (βλ. και ΕφΘεσσαλ 1665/1984, ΕΔΠ1984, σελ. 25, ΕφΑθ 2694/1973, ΕΔΠ 1974, σελ. 140). Επομένως, δεδομένου ότι στην αγωγή του εκκαλούντος, όπως παραδεκτά αυτή επισκοπείται, διαλαμβάνεται ότι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι απέκτησαν έκαστος κατά το ½ εξ αδιαιρέτου κατά κυριότητα τις ως άνω δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες με αγορά από την …. . δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……. αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Πειραιά Α.Κ, συζύγου ….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά στον τόμο …. και με αύξοντα αριθμό …. και ακολούθως ζητείτο να υποχρεωθούν στην καταβολή των κοινόχρηστων δαπανών των ετών από 2002 έως Φεβρουάριο του 2008, χωρίς να περιέχεται στο ίδιο δικόγραφο ιστορική και νομική βάση για αναδοχή χρέους εκ μέρους τους των μη εξοφλημένων κοινοχρήστων δαπανών του εν λόγω διαστήματος, έπρεπε η αγωγή ως προς αυτές τις κοινόχρηστες δαπάνες να απορριφθεί ευθύς εξαρχής ως μη νόμιμη χωρίς να προχωρήσει το δικαστήριο σε εξέταση του ουσία βάσιμου μέσω των αποδείξεων, αφού οπωσδήποτε η μεταγραφή του παραπάνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου έγινε μετά την κατάρτισή του στις 16.4.2008, ενώ για το προηγούμενο διάστημα ευθύνεται η δικαιοπάροχος των εναγομένων, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, έσφαλε ως προς τη σχετική κρίση του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έστω κι αν εντέλει απέρριψε την αγωγή ως προς το σχετικό κεφάλαιο ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω Κώδικα, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, στις οποίες παραπέμπει η ΕφΠειρ 478/2015, στη Νόμος). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι συντρέχει εν προκειμένω λόγος εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης κατά το εκκληθέν κεφάλαιο της αγωγής που απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό, ώστε αυτό να απορριφθεί ως μη νόμιμο και όχι ως ουσία αβάσιμο που απορρίφθηκε πρωτοδίκως και όπως θα εκτεθεί πιο αναλυτικά στη συνέχεια, μετά την εξέταση και των υπόλοιπων λόγων εφέσεως.
2) Παρακάτω, ο εκκαλών προβάλλει ότι άλλωστε οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι ουσιαστικά αναγνωρίζουν το χρέος τους των κοινοχρήστων δαπανών του διαστήματος 2002 έως Φεβρουαρίου 2008, καθόσον παραστάθηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο και πρότειναν τις ενστάσεις περί παραγραφής και περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, χωρίς να αμφισβητήσουν την ευθύνη τους για καταβολή των επίδικων κοινόχρηστων δαπανών. Ακόμη δε ότι η εκκαλούμενη έκρινε πλέον των προταθέντων από τους διαδίκους, αφού οι εναγόμενοι δεν διανοήθηκαν να προβούν στον παραπάνω ισχυρισμό ότι τάχα για τις κοινόχρηστες δαπάνες ευθύνεται ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, καθόσον φυσικά γνώριζαν από τον κανονισμό που διέπει τις σχέσεις της επίδικης πολυκατοικίας τους, ότι οι υποχρεώσεις της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας βαρύνουν τον εκάστοτε ιδιοκτήτη.
Ωστόσο, αφού ήδη κρίθηκε ότι το παραπάνω κεφάλαιο της αγωγής έπρεπε να απορριφθεί κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου ως μη νόμιμο και ο παραπάνω λόγος έφεσης πλήττει την απόρριψή του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω απόρριψής του κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως ουσία αβάσιμου, τυγχάνει απορριπτέος αυτός πλέον ως αλυσιτελής κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ.
3) Με τον τελευταίο λόγο έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι αν και προσήγαγε μετ’ επικλήσεως τον κανονισμό της επίδικης πολυκατοικίας, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέβλεψε και παραμόρφωσε το περιεχόμενό του και έκρινε εσφαλμένα. Ότι συγκεκριμένα στην υπ’ αριθμ. ……….. Πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμβ/φου Αθηνών Γ.Μ που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιά, στο άρθρο 63, αναφέρεται ρητά ότι «Ο παρών κανονισμός έσται υποχρεωτικός δια πάντας τους αγοραστάς οριζοντίου ιδιοκτησίας ή οιουδήποτε χώρου εν τη πολυκατοικία». Επίσης ότι στο άρθρο 64 αυτού αναφέρεται ρητά ότι «Αι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα οριζοντίου τινός ιδιοκτησίας ή χώρου μεταβιβάζονται εις τον εκάστοτε ιδιοκτήτην ταύτης». Ότι εξ αυτού και μόνο του λόγου, εφόσον η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της τον κανονισμό της επίδικης πολυκατοικίας στον οποίο έχουν προσχωρήσει ρητά και ανεπιφύλακτα οι εναγόμενοι, κατέστη εξαφανιστέα, ενώ εάν είχε κρίνει ορθά θα έπρεπε βάσει του κανονισμού να επιδικάσει στη διαχείριση το σύνολο των υποχρεώσεων που βαρύνουν την επίδικη ιδιοκτησία καθόσον αυτές βαρύνουν τον εκάστοτε ιδιοκτήτη της.
Με τις παραπάνω αιτιάσεις, ο εκκαλών κατ’ επίφαση επικαλείται τον λόγο της μη ορθής εκτίμησης των αποδείξεων στον πρώτο βαθμό και δη της μη λήψης υπόψιν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του προσκομισθέντος από αυτόν κανονισμού της πολυκατοικίας, ενώ στην ουσία αιτιάται την εκκαλουμένη για μη εκτίμηση της βάσεως της αγωγής του εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 63 και 64 του κανονισμού ότι στον εκάστοτε νέο ιδιοκτήτη-αγοραστή μεταβιβάζονται οι υποχρεώσεις της οριζόντιας ιδιοκτησίας, με την έννοια ότι μεταβιβάζονται και τα χρέη της οριζόντιας ιδιοκτησίας από κοινόχρηστες δαπάνες που βάρυναν τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Εντούτοις, από την επισκόπηση του περιεχομένου της αγωγής του εκκαλούντος προκύπτει ότι αυτός δεν διέλαβε τέτοια βάση, καθώς σε κανένα σημείο της δεν γίνεται επίκληση του περιεχομένου των άρθρων 63 και 64 του κανονισμού, ούτε ότι από αυτά συνάγεται ότι ο εκάστοτε αγοραστής αναλαμβάνει και παλαιά χρέη της οριζόντιας ιδιοκτησίας με την προσχώρησή του στον κανονισμό. Σύμφωνα με το άρθρο 526 εδ.1-2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί, το δε απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Συνακόλουθα, ο ως άνω λόγος έφεσης με τον οποίο επιχειρείται να μεταβληθεί η βάση της αγωγής απορριπτέος τυγχάνει ως απαράδεκτος.
Στη συνέχεια και δεδομένου ότι κατά τα προαναφερόμενα στον πρώτο λόγο της έφεσης η αγωγή κατά το εκκληθέν κεφάλαιο είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη και, εφόσον ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής του και το Δικαστήριο τούτο έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής, όπως αναφέρεται και στη μείζονα πρόταση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, και εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ και δικαστεί, η ένδικη αγωγή ως προς τα κονδύλια των ετών 2002, 2003, 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008 πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, γιατί η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη από την εκκαλουμένη και οι συνέπειες από την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό είναι διαφορετικές. Τούτο, καθώς η απόρριψη της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης, σε σχέση με την απόρριψή της ως απαράδεκτης ή μη νόμιμης, δημιουργεί διαφορά ως προς την εμβέλεια των αντικειμενικών ορίων του παραγόμενου δεδικασμένου και επιπλέον πρόκειται για επιτρεπτή εντός των ορίων των λόγων της έφεσης έρευνα του παραδεκτού και της νομιμότητας της αγωγής, χωρίς να χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34.347), ώστε να μην πρόκειται περί αντικατάστασης αιτιολογιών, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ. Η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντος-ενάγοντος, για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας δεν θα εξαφανισθεί καθόσον και μετά την απόρριψη των ίδιων κονδυλίων που είχαν απορριφθεί στον πρώτο βαθμό ως νόμω αβάσιμων αντί ουσία αβάσιμων δεν μεταβάλλεται η έκταση της νίκης του εκκαλούντος-ενάγοντος έναντι των εφεσίβλητων-εναγομένων. Ωστόσο, πρέπει μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων, λόγω της εν μέρει νίκης του πρώτου έναντι των τελευταίων με την έκδοση απόφασης με ευνοϊκότερο γι’ αυτόν δεδικασμένο ως προς τα απορριφθέντα και στον πρώτο βαθμό κονδύλια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 και 178 παρ.1 του ΚΠολΔ κατά το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) από τους εφεσίβλητους, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, καθώς η ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα εξετάζεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή, ενόψει των λόγων αυτής και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001), ενώ ως προς το παράβολο, ποσού εκατό ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Α στοιχ. β του ΚΠολΔ, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του σε αυτόν λόγω της μερικής νίκης του καταθέσαντος κατά την έκβαση της δίκης στον παρόντα βαθμό (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.
Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ για τον καθένα εξ αυτών.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ……. e-παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, στον εκκαλούντα.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 540/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών ως προς το εκκληθέν κεφάλαιο για απαιτήσεις κοινοχρήστων δαπανών πολυκατοικίας των ετών 2002, 2003, 2004, 2005, 2006, 2007 και των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2008.
Κρατεί και δικάζει την από 28.11.2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης ……. και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …… αγωγή ως προς το αμέσως παραπάνω κεφάλαιο.
Απορρίπτει αυτή κατά το παραπάνω κεφάλαιο ως μη νόμιμη.
Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στους εφεσίβλητους και ορίζει αυτά στο ποσό των εκατό (100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου του εκκαλούντος στις 21.12.2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ