Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 62/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης

62/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη – Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα T.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 6.2.2019 έφεση της ηττηθείσας εναγόμενηςπαρεμπιπτόντως ενάγουσας, κατά της οριστικής απόφασης 4993/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία, έγινε δεκτή η από 1.9.2011 αγωγή των εναγουσών και απορρίφθηκε η από 10.3.2015 παρεμπίπτουσα αγωγή αυτής (εναγόμενης), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, ως προς τις πέντε πρώτες εφεσίβλητες, αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), και, εφόσον έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Αντίθετα, ως προς την έκτη εφεσίβλητη από κανένα στοιχείο της δικογραφίας (εφόσον δεν προσκομίζεται σχετική έκθεση επίδοσης, ούτε γίνεται επίκληση τέτοιας) δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σ’ αυτήν η υπό κρίση έφεση, με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, στην οποία και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 524 §1 εδ. α΄ του Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό μ’ αυτές του άρθρου 271 §§1, 2 του ίδιου Κώδικα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, ως προς την εφεσίβλητη αυτή.

ΙΙ. Οι ενάγουσες (ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρείες με την επωνυμία “………. και ήδη “………….”, η οποία μεταβίβασε το χαρτοφυλάκιό της στην “………..), με την από 1.9.2011 αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ιστορούσαν ότι, με την από 11.7.2008 σύμβαση ασφάλισης, που κατάρτισαν με την εταιρία “………..”, ανέλαβαν την υποχρέωση να την συνασφαλίσουν, για το χρονικό διάστημα από 30.6.2008 έως 30.12.2008, έναντι του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου. Ότι συμφωνήθηκε να της καταβάλουν το ασφάλισμα, εάν επερχόταν ο ασφαλιστικός κίνδυνος, όπως, μεταξύ άλλων και για την περίπτωση της αφαίρεσης ή απώλειας, λόγω διάρρηξης των εμπορευμάτων της, που βρίσκονταν υπό τη φύλαξη της εναγόμενης εταιρίας – “………….”, στις εγκαταστάσεις της τελευταίας, στον Ασπρόπυργο Αττικής. Ότι η ως άνω εναγόμενη είχε αναλάβει, εκτός άλλων υπηρεσιών και ως θεματοφύλακας, έναντι αμοιβής, την αποθήκευση και φύλαξη των εμπορευμάτων της ασφαλισμένης τους, με την υποχρέωση να της τα αποδώσει, όταν ζητούνταν, στην κατάσταση που τα είχε παραλάβει. Ότι το ποσοστό της ευθύνης του κάθε συνασφαλιστή συμφωνήθηκε σε 50% για την πρώτη, 20% για τη δεύτερη και από 15% για κάθε μία από τις τρίτη και τέταρτη (ενάγουσες). Ότι το όριο της ευθύνης τους για κάθε περιστατικό κλοπής συμφωνήθηκε σε 1.000.000 ευρώ, με ποσό απαλλαγής 7.500 ευρώ. Ότι τις βραδυνές ώρες της 2.11.2008, άγνωστοι διέρρηξαν τις εγκαταστάσεις της εναγομένης και αφαίρεσαν τον ειδικά αναφερόμενο κατά αξία και είδος εξοπλισμό της ασφαλισμένης τους. Ότι από υπαιτιότητα της εναγομένης (βαρεία αμέλεια), η οποία δεν κατέβαλε την επιμέλεια του μέσου συνετού επαγγελματία, αφού δεν διέθετε επαρκή τεχνικά μέσα προστασίας και επιτήρησης των εγκαταστάσεών της (δεν υπήρχε σύστημα συναγερμού σε λειτουργία, ούτε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, ούτε αποτελεσματική περιπολία από τον προστηθέντα φύλακα), παραβίασε τη συμβατική της υποχρέωση φύλαξης των εμπορευμάτων της ασφαλισμένης τους. Ότι για την παραβίαση της υποχρέωσής της αυτής υπέχει και αδικοπρακτική ευθύνη, αφού η ανωτέρω παράλειψή της αντίκειται και στην καλή πίστη. Ότι, εφόσον επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος της κατέβαλαν, κατά το ποσοστό τους η καθεμία, το ασφάλισμα, συνολικού ποσού 132.206,40 ευρώ και υποκαταστάθηκαν έτσι, εκ του νόμου, στα δικαιώματα της τελευταίας. Κατόπιν τούτων, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει ως αποζημίωση στην καθεμία αντίστοιχα το ποσό των 66.103,19, 26.441,28, 19.830,96 και 19.830,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τις διατάξεις από τη σύμβαση παρακαταθήκης και από αυτές περί αδικοπραξίας. Εξάλλου, η εναγόμενη με την από 10.3.2015 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, ισχυρίστηκε ότι με το από 2.4.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που σύναψε με την παρεμπιπτόντως εναγόμενη – εταιρία “…………...”, η τελευταία παραιτήθηκε από κάθε αξίωση αποζημίωσής της σε περίπτωση καταστροφής των εμπορευμάτων της, εκτός άλλων από κλοπή, που δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά της (εναγομένης). Ότι η παρεμπιπτόντως εναγόμενη συμφωνήθηκε να αναλάβει την υποχρέωση να ασφαλίσει εκείνη τα προϊόντα της και να ανακοινώσει τον όρο αυτό (περί παραίτησής της από κάθε αναγωγική αξίωση) στην ασφαλιστική της εταιρία. Ότι επικουρικά, καλύπτεται από σύμβαση ασφάλισης, που είχε συνάψει με τη δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγόμενη – ασφαλιστική εταιρία “………..”. Κατόπιν τούτων, ανακοίνωσε την πιο πάνω δίκη στις ως άνω δύο εταιρίες, τις κάλεσε να παρέμβουν προς υποστήριξή της, στη δίκη που ανοίχθηκε με την παραπάνω αγωγή και σε περίπτωση ήττας της, ζήτησε, μετά από περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), να αναγνωριστεί ότι η εταιρία “…….. πρέπει να της καταβάλει όποιο ποσό υποχρεωθεί να καταβάλει στις ενάγουσες στην από 1.9.2011 αγωγή, σε περίπτωση δε, απόρριψης της παρεμπίπτουσας αγωγής της ως προς την τελευταία, να υποχρεωθεί η εταιρία “…………….” να της καταβάλει το ποσό αυτό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ’ αρχήν συνεκδίκασε τις ανωτέρω αγωγή και ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή και, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη τη βάση της αγωγής, που στηριζόταν στην αδικοπραξία, έκρινε αυτή νόμιμη, κατά τη βάση από τη σύμβαση παρακαταθήκης, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α´, 298, 330, 331, 346, 822, 823 του Α.Κ. και 14 του ν. 2476/1997. Περαιτέρω, τη δέχθηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 66.103,19 ευρώ, στη δεύτερη αυτό των 26.441,28 ευρώ και σε καθεμία από τις τρίτη και τέταρτη από το ποσό των 19.830,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον, απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή, ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη παρεμπιπτόντως εναγόμενη – ασφαλιστική εταιρία και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη παρεμπιπτόντως εναγόμενη εταιρία – “………….”. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής η εναγόμενη και παρεμπιπτόντως ενάγουσα, παραπονείται για τους διαλαμβανόμενους στην ως άνω έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η από 1.9.2011 αγωγή, άλλως να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή της ως προς την πέμπτη εφεσίβλητη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 822 του Α.Κ.: “Με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει, με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις”. Κατά δε το άρθρο 823 του ίδιου Κώδικα : “Ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλει στις δικές του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την σύμβαση παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από τον παρακαταθέτη κινητό πράγμα με την υποχρέωση φύλαξης και απόδοσης αυτού αυτούσιου, όταν του ζητηθεί. Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται με την παράδοση του πράγματος (re) και είναι κατά κανόνα άτυπη, μπορεί δε να καταρτισθεί και με μόνη τη συμφωνία πριν από την παράδοση του πράγματος, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 του Α.Κ.), ρητώς, αλλά και σιωπηρώς, όταν η συμφωνία για φύλαξη του πράγματος συνάγεται από τις συντρέχουσες περιστάσεις. Επιπροσθέτως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 822 και 823 Α.Κ. προς εκείνες των άρθρων 361, 330 – 336 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατ’ αρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης σύμβασης, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξαρτήτως από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της ίδιας σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι ισχύοντες κανόνες για τον τύπο καθεμίας, εάν δε η μία από αυτές είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι υποχρεώσεις από αυτήν, είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κυρία σύμβαση, είτε είναι παρακολουθηματικές αυτής, οι εφαρμοστέες διατάξεις για την κυρία σύμβαση είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. Όταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, οπότε θα πρόκειται κατά κανόνα για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στα πλαίσια άλλης κυρίας σύμβασης, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Διαφορετικά, ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαρεία αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια μέχρι το βαθμό, πέραν του οποίου και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται, όπως για δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις (Α.Π. 647/2017 και Α.Π. 1024/2010 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Ο παρακαταθέτης μπορεί να απαιτήσει την απόδοση του πράγματος και σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης τούτου αποζημίωση, είτε με ευθεία αγωγή από τη σύμβαση παρακαταθήκης, είτε με τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προς τούτο, διότι επέρχεται αλλοίωση του αντικειμένου της ενοχής και η αρχική του υποχρέωση προς εκπλήρωση της παροχής μετατρέπεται σε δευτερογενή υποχρέωση αποζημίωσης, η οποία, εκτός άλλων, περιλαμβάνει την αξία του πράγματος, καθώς και κάθε άλλη ζημία, που ενδεχομένως υπέστη (Α.Π. 647/2017 ό.π.).

ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, της ένορκης βεβαίωσης ………./29.5.2018, την οποία προσκόμισε η εναγόμενη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα και δόθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., ύστερα από νόμιμη κλήτευση (άρθρα 591 §1, 421 και 422 του Κ.Πολ.Δ.) των εναγουσών και των παρεμπιπτόντως εναγομένων, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις επίδοσης .………../23.5.2018 της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. και ……….´/23.5.2018 του δικαστικού επιμελητή με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., της ένορκης βεβαίωσης …../27.11.2015, την οποία προσκόμισαν οι ενάγουσες και δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ….., ύστερα από νόμιμη κλήτευση (άρθρα 591 §1, 421 και 422 του Κ.Πολ.Δ.) της εναγόμενης με την έκθεση επίδοσης ………/23.11.2015 της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα [(σημειωτέον ότι νόμιμα επαναφέρονται οι οι σχυρισμοί της εκκαλούσας, αφού στο κείμενο των προτάσεων της κατ’ έφεση δίκης εμπεριέχεται, αυτούσιο και το κείμενο των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης ενοποιημένων σε ενιαίο ολικό κείμενο, το οποίο καλύπτεται, ως ενιαίο κείμενο προτάσεων, από την υπογραφή του συντάκτη τους, ως πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) καθίστανται ενιαίες (Α.Π. 258/2019, Α.Π. 794/2017, Α.Π. 1064/2015 και Α.Π. 946/2015, όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των τεσσάρων πρώτων εφεσίβλητων], είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – Α.Π. 386/2015 και Α.Π. 1001/2012 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι τέσσερις πρώτες εφεσίβλητες εταιρίες “…………(πρώην …………..), “…………” και “……….(πρώην “………..”), ως καθολική διάδοχος της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “…………..”, σύναψαν με την πέμπτη εφεσίβλητη εταιρία “………….”, την ΑΤΕ-………/ 11.7.2008 σύμβαση ασφάλισης. Με τη σύμβαση αυτή, οι πρώτες, με ηγήτρια συντονίστρια εταιρία την “………..”, συνασφάλισαν (άρθρο 15 §4 του ν. 2496/1997), μεταξύ άλλων εταιριών και την εταιρία “………., η οποία δραστηριοποιείται στο εμπόριο αθλητικών ειδών, με όριο της ευθύνης τους για κάθε περιστατικό κλοπής το ποσό του 1.000.000 ευρώ και ποσό απαλλαγής 7.500 ευρώ. Το ποσοστό συμμετοχής καθεμίας από τις τέσσερις πρώτες εφεσίβλητες στην κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου συμφωνήθηκε σε 50% για την πρώτη, 25% για τη δεύτερη και από 15% για καθεμία από τις τρίτη και τέταρτη από αυτές. Εξάλλου, με την από 2.4.2001 σύμβαση, η εκκαλούσα εταιρία “………..”, είχε αναλάβει, έναντι αμοιβής, την υποχρέωση να παραλαμβάνει τα προϊόντα της πέμπτης εφεσίβλητης προς αποθήκευση στους χώρους της, που βρίσκονται στην περιοχή του ………., επί της οδού ………., να τα ταξινομεί, να ετοιμάζει τις παραγγελίες των πελατών της τελευταίας και να φροντίζει για τη φόρτωση, διανομή και παράδοσή τους στους τελικούς παραλήπτες (όροι 2.1 και 2.3 αυτής). Επίσης, σύμφωνα με τον όρο 2.4 της ίδιας σύμβασης η εκκαλούσα όφειλε να φροντίζει με επιμέλεια για την αποθήκευση των εμπορευμάτων της πέμπτης εφεσίβλητης, τα οποία και ήταν υποχρεωμένη να παραδώσει σε όποια κατάσταση τα παρέλαβε. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ως άνω μείζονα σκέψη, συνιστά μικτή σύμβαση, αφού η σύμβαση έργου με την οποία η εκκαλούσα ανέλαβε την υποχρέωση να ταξινομεί, να ετοιμάζει τις παραγγελίες των πελατών της πέμπτης εφεσίβλητης και να φροντίζει για τη φόρτωση, διανομή και παράδοση των προϊόντων της τελευταίας στους τελικούς παραλήπτες, συνδυάζεται με ταυτόχρονη σύμβαση παρακαταθήκης, της οποίας περιεχόμενο αποτελούσε η υποχρέωση φύλαξης και επίβλεψης των παραδοθέντων προς αποθήκευση πραγμάτων, προκειμένου να αποφευχθούν βλάβες στην υλική τους υπόσταση. Επομένως, για τη μικτή αυτή σύμβαση, εφόσον κάθε παροχή, ανεξαρτήτως από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της ίδιας σπουδαιότητος για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι ισχύοντες κανόνες για τον τύπο καθεμίας και κατ’ επέκταση, για την τυχόν παραβίαση της υποχρέωσης της εκκαλούσας από τη σύμβαση παρακαταθήκης, οι οικίες διατάξεις. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης. Επιπλέον,, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στους ανωτέρω χώρους της εκκαλούσας, σε περιφραγμένη έκταση 9.000 τ.μ., υπάρχουν δεκαπέντε αποθήκες, συνολικής επιφάνειας 3.700 τ.μ., σε αυτές δε, οι πόρτες φορτοεκφόρτωσης των φορτηγών, ήταν αυτόματες, προστατευόμενες με ηλεκτροκίνητα μεταλλικά ρολά και οι συρόμενες μεταλλικές πόρτες κλείδωναν εσωτερικά με πίρους και εξωτερικά με λουκέτα ασφαλείας. Περαιτέρω, τις βραδυνές ώρες της 2.11.2008, στους χώρους αυτούς, οι οποίοι λειτουργούσαν από ώρα 06.00 το πρωί έως και 22.00 το βράδυ, έλαβε χώρα κλοπή. Ειδικότερα, περί ώρα 22.40 της 2.11.2008 έγινε αντιληπτό από άνδρα εταιρίας security, ότι άγνωστοι είχαν εισέλθει στον προαύλιο χώρο των πιο πάνω εγκαταστάσεων της εκκαλούσας, όπου φυλάσσονταν αποκλειστικά εμπορεύματα της πέμπτης εφεσίβλητης, παραβιάζοντας την εξωτερική περίφραξη, την οποία εμβόλισαν με κάποιο βαρύ όχημα. Στη συνέχεια, αφού διέρρηξαν το μεταλλικό ρολό πύλης στη δυτική πλευρά του κτιρίου, εισήλθαν στο εσωτερικό της αποθήκης και από μέσα απασφάλισαν μία από τις πέντε συρόμενες μεταλλικές θύρες φόρτωσης, που βρίσκονται στο χώρο των έτοιμων προς παράδοση παραγγελιών, αφαιρώντας τους δύο πίρους και καταστρέφοντας το λουκέτο ασφαλείας, που υπήρχε στην εξωτερική πλευρά της. Στη συνέχεια, προσέγγισαν στην είσοδο με φορτηγό και αφαίρεσαν δεκατέσσερις συνολικά παλέτες, στις οποίες υπήρχαν 350 κιβώτια, που ήταν διαμορφωμένα με εμπορεύματα (2.501 ζεύγη παπουτσιών και 5.851 τεμάχια ενδυμάτων και αξεσουάρ), αξίας 161.252,03 ευρώ, με τη χρήση παλετοφόρων μηχανημάτων, που βρίσκονταν στο χώρο, για τις ανάγκες της επιχείρησης της εκκαλούσας. Η εν λόγω διάρρηξη, η οποία διάρκεσε περίπου δεκαπέντε λεπτά, έλαβε χώρα μεταξύ 22.05 και 22.40 μ.μ., διότι ο φύλακας της εταιρίας security ξεκίνησε την περιπολία, που διενεργούσε και στις δεκαπέντε αποθήκες της εκκαλούσας, από την επίδικη, στις 22.05 και αντιλήφθηκε αυτήν (κλοπή) όταν πέρασε εκ νέου, στις 22.40. Για τη φύλαξη της αποθήκης, εκτός από την περιπολία του φύλακα, υπήρχε, όπως αναφέρθηκε, περίφραξη, τμήματα της οποίας ωστόσο, δεν παρείχαν ουσιώδη ασφάλεια (χαμηλό ύψος και ανοίγματα), συρόμενες μεταλλικές πόρτες, που ασφάλιζαν με εσωτερικούς πίρους και εξωτερικά κλείδωναν με λουκέτα ασφαλείας, ενώ οι αυτόματες πόρτες φορτοεκφόρτωσης φορτηγών προστατεύονταν με ηλεκτροκίνητα μεταλλικά ρολά. Στο χώρο δεν υπήρχαν κάμερες παρακολούθησης, αντίθετα, υπήρχε εγκατεστημένο σύστημα συναγερμού, το οποίο, κατά τη διάρρηξη της αποθήκης, δεν ήταν σε λειτουργία, δεν είχε οπλιστεί, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ήταν συνδεδεμένο με κέντρο λήψης σημάτων, αφού δεν προσκομίστηκε ούτε στο Δικαστήριο τούτο, ούτε στην εταιρία πραγματογνωμόνων (………….), που διενήργησε την …/08 από 30.4.2009 τεχνική έκθεση, σχετική σύμβαση, ούτε έγγραφο λήψης σημάτων, έστω προγενέστερων, αν και ζητήθηκε από την τελευταία. Ειδικότερα, κατά την 29η προς 30η Οκτωβρίου 2008, προκλήθηκε βραχυκύκλωμα σε ηλεκτρολογικό πίνακα της εγκατάστασης και υπήρξε διακοπή ρεύματος. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να κληθεί συνεργείο ηλεκτρολόγων, το οποίο, αυθημερόν, αποκατέστησε τα λεγόμενα ισχυρά ρεύματα (με τα οποία λειτουργούν οι γειώσεις, η αντικεραυνική προστασία, η παροχή ενέργειας, οι πίνακες διανομής ισχύος, οι εγκαταστάσεις φωτισμού, ρευματοδοτών και κίνησης), για την άμεση λειτουργία της εγκατάστασης. Ωστόσο, η εκκαλούσα, μην καταβάλλοντας την επιμέλεια του μέσου συνετού επαγγελματία στον κύκλο της δραστηριότητάς της αυτής, από βαρεία αμέλεια δε μερίμνησε, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, για την αποκατάσταση και των ασθενών ρευμάτων, με τα οποία λειτουργούν η τηλεφωνία, το ίντερνετ και η μεταφορά δεδομένων, τα συστήματα συναγερμού, πυρανίχνευσης, τηλεοπτικού σήματος και video, καθώς και τα ηχητικά συστήματα. Η παράλειψη αυτή, είχε ως αποτέλεσμα να μη λειτουργεί το υπάρχον σύστημα συναγερμού, που, σε συνδυασμό με το ότι η περιοδικότητα της περιπολίας από τον υπάρχοντα φύλακα ήταν ελλιπής, αφού γινόταν κάθε τριάντα πέντε λεπτά, οδήγησε στο να μη γίνουν αντιληπτοί οι δράστες. Ωστόσο, η διάρρηξη θα είχε αποφευχθεί, εάν είχε ληφθεί μέριμνα για την αποκατάσταση και του συστήματος συναγερμού, αφού η επισκευή τέτοιων (συστημάτων), όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας απόδειξης, ήταν αρκετά απλή, κάτι το οποίο άλλωστε, έλαβε χώρα την επόμενη ημέρα της κλοπής. Λόγω της μη λειτουργίας των ασθενών ρευμάτων η εγκατάσταση της εκκαλούσας ήταν ουσιαστικά αποκομμένη, αφού δεν υπήρχε τηλέφωνο, ίντερνετ, συναγερμός, τηλεοπτικό σήμα, ούτε και δυνατότητα λειτουργίας πυρανίχνευσης. Εξάλλου, επίσης, θα είχε αποφευχθεί η διάρρηξη εάν υπήρχε φύλακας, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας στην αποθήκη, ο οποίος, εκτός του ότι θα ενεργούσε αποτρεπτικά, αντιλαμβανόμενος το συμβάν, θα ειδοποιούσε άμεσα το αστυνομικό τμήμα Ασπροπύργου, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις τριών χιλιομέτρων από την εγκατάσταση, κάτι το οποίο, επίσης από βαρεία αμέλεια της εκκαλούσας, δεν έλαβε χώρα. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, η ζημία, την οποία υπέστη η πέμπτη εφεσίβλητη από την κλοπή των εμπορευμάτων της, που βρίσκονταν προς φύλαξη στην αποθήκη της εκκαλούσας, δεν οφείλονταν σε αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, για το οποίο εκείνη δεν είχε ευθύνη και που, όπως ισχυρίζεται, δεν θα μπορούσε να αποτρέψει ούτε με τη λήψη μέτρων εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, αλλά στην παραπάνω υπαίτια συμπεριφορά της (εκκαλούσας). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί και ο σχετικός ισχυρισμός της, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με την έφεσή της, ο οποίος λειτουργεί ως ένσταση (άρθρο 336 του Α.Κ.). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διάφορη εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στο από 2.4.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ της εκκαλούσας και της πέμπτης εφεσίβλητης, συμφωνήθηκε, στον όρο 2.5. πως “σε περίπτωση διαπίστωσης ζημίας, εάν αυτή αποδειχθεί αντικειμενικά ότι έγινε από υπαιτιότητα ή αβλεψία της ………….. οφείλει αυτή (……….)” να αποζημιώσει την ………. με την τιμή κτήσεως προσαυξημένη κατά 30% των καταστραφέντων εμπορευμάτων, ευθυνόμενης ταύτης και δι’ ελαφράν αμέλεια, για τα ατυχήματα και για κάθε πράξη και παράλειψη του προσωπικού της”, στον δε όρο 3.3. ότι “Η …… ρητώς δηλώνει ότι δεν επιθυμεί την ασφάλιση των εμπορευμάτων της τα οποία βρίσκονται στην εταιρεία ……… από κάθε ζημία που θα προκύψει από κάθε κίνδυνο (πυρά, κλοπή, πλημμύρα κ.λπ.) στα εμπορεύματά της πλην των ζημιών των αναφερομένων στην παραγρ. 2.5 του παρόντος. Η ..…. δηλώνει ότι θα καλύψει μόνη και με έξοδά της εκείνη με ασφαλιστήριο συμβόλαιο τα αποθηκευμένα στις αποθήκες της … …. προϊόντα της, το handling τους και γενικά μέχρι τη μεταφορά τους στους τελικούς παραλήπτες. Η ……… υποχρεούται να ανακοινώνει τον όρο αυτό προς την ασφαλιστική της εταιρεία αξιώνουσα ρητά από αυτήν, την παραίτησή της από κάθε αναγωγική αξίωση κατά της …. ….. σε τυχόν περίπτωση επελεύσεως κινδύνου”. Οι όροι αυτοί της ως άνω μικτής σύμβασης, εφόσον είναι ασαφείς, πρέπει να ερμηνευθούν για την ανεύρεση της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Με βάση τα ανωτέρω, η έννοια των όρων αυτών ήταν να ευθύνεται η εκκαλούσα για τις περιπτώσεις κάθε είδους καταστροφής (ακόμη και από πυρκαγιά, κλοπή πλημμύρα) των εμπορευμάτων της πέμπτης εφεσίβλητης εντός των εγκαταστάσεών της (εκκαλούσας), που λάμβαναν χώρα και οφείλονταν σε υπαιτιότητά της, ακόμη και από ελαφρά αμέλεια (άλλωστε συμφωνία που θα απέκλειε την ευθύνη της και από δόλο και βαρεία αμέλεια θα ήταν άκυρη, ως απαγορευμένη απαλλακτική ρήτρα, κατ’ άρθρο 332 §1 του Α.Κ.). Η εξαίρεση του όρου 3.3 του ιδιωτικού συμφωνητικού είχε την έννοια ότι θα αφορά σε περιπτώσεις καταστροφών (πλην των περιπτώσεων του όρου 2.5.), αυτών δηλαδή που λαμβάνουν χώρα εντός των εγκαταστάσεων της εκκαλούσας, εφόσον δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά της, είτε εκτός αυτών, από τη διακίνηση μέχρι και την παράδοση των εμπορευμάτων της πέμπτης εφεσίβλητης. Το γεγονός δε, ότι η τελευταία δεν ανακοίνωσε τον όρο αυτό στην ασφαλιστική της εταιρία ουδεμία επίπτωση έχει στην υπό κρίση διαφορά, αφού δεν επρόκειτο για περίπτωση, για την οποία δεν είχε ευθύνη η εκκαλούσα, ώστε να μην έχει δικαίωμα υποκατάστασης σε βάρος της η ασφαλιστική εταιρία της πέμπτης εφεσίβλητης, ενώ άλλωστε δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμά της να απαιτήσει αποζημίωση από την εκκαλούσα σε περίπτωση κλοπής των εμπορευμάτων της, που οφείλεται σε υπαιτιότητα της τελευταίας. Επομένως, εφόσον επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος και υπέστη ζημία η πέμπτη εφεσίβλητη, οι τέσσερις πρώτες εφεσίβλητες της κατέβαλαν ως ασφαλιστική αποζημίωση, κατά τους όρους του ως άνω συνασφαλιστηρίου, το ποσό των 132.206,40 ευρώ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις εξοφλητικές αποδείξεις, που προσκομίζονται, κατέβαλαν η πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των 66.103,19 ευρώ, η δεύτερη εφεσίβλητη αυτό των 26.441,28 ευρώ, καθεμία δε από τις τρίτη και τέταρτη εφεσίβλητες από ποσό 19.830,96 ευρώ. Εξάλλου, η πέμπτη εφεσίβλητη, με τις εξοφλητικές αποδείξεις, που υπέγραψε, εκχώρησε στις τελευταίες τις απαιτήσεις της κατά των τρίτων – υπαίτιων, ανεξαρτήτως του ότι, με την καταβολή του ασφαλίσματος, υποκαταστάθηκαν εκ του νόμου (άρθρο 14 §1 ν. 2496/1997) στα δικαιώματά της (ασφαλισμένης – πέμπτης εφεσίβλητης), την οποία (εκχώρηση) ανήγγειλαν στην εκκαλούσα με την από 1.9.2011 αγωγή που άσκησαν σε βάρος της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης.

V. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως προς τις πέντε πρώτες εφεσίβλητες ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, με αριθμό ………….., που κατατέθηκε από την εκκαλούσα και να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων αυτών, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (άρθρα 58 §§3, 5, 69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 6.2.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2019 έφεση, ως προς την έκτη εφεσίβλητη – εταιρία με την επωνυμία “………..”.

Δικάζει την ως άνω έφεση αντιμωλία της εκκαλούσας και των πέντε πρώτων εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 4993/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς τις πέντε πρώτες εφεσίβλητες.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των πέντε πρώτων εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει για την πρώτη (“…………”) στο ποσό των χιλίων τριακοσίων είκοσι δύο (1.322) ευρώ, για τη δεύτερη (“……….) στο ποσό των πεντακοσίων τριάντα (530) ευρώ, για κάθε μία από τις τρίτη (“………….”) και τέταρτη (“………….) από ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ και για την πέμπτη (“……………..) στο ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ (5.288) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 27 Ιανουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ