Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 66/2021

Αριθμός  66/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ισιδώρα Πόγκα, Πρόεδρο Εφετών,   Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 07-06-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……./2019) κλήση του εκκαλούντος- εναγομένου η από 8-11-2017 με γεν.αριθμ.εκθ.καταθ……../2017 έφεσή του κατά της υπ΄αριθμ. 3853/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, η  συζήτηση της οποίας είχε αρχικώς ορισθεί για τη δικάσιμο της 04-10-2018 κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 23-05-2019 οπότε και ματαιώθηκε και με την ως άνω κλήση προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 16-01-2020 οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπο κρίση από 8-11-2017 (γεν.αριθμ.καταθ………./2017) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ΄αριθμ. 3853/ 2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ.1, 667, 671 παρ.1-3, 672 και 673-676,σύμφωνα με το άρθρο 681Δ΄ ΚΠολΔ ως ίσχυαν κατά την άσκηση της αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495 παρ.1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο  [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (23-08-2017) σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό ,που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ,κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο ποσού 150 ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται εν προκειμένω για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα.

Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού, που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα παραπάνω άρθρα, η προσωπικότητα και, κατ` επέκταση, η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 § 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009). Αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Είναι δε τιμή η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία, που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση, που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του, για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου, κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας, στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά, κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και, γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται, ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 271/2012, 1007/2010, 356/2010, 333/2010, ΑΠ 1599/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά, ασφαλώς, ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 § 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία, έτσι, μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε δημοσίευμα εφημερίδας, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρ. 14 §§ 1, 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρ. 25 §§ 3 του Συντάγματος). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελούν, ακριβώς, τα άρθρα 361-363 ΠΚ και, επομένως, με πρόσχημα την ελευθεροτυπία, δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με δημοσιεύματα εξυβριστικά ή δυσφημιστικά για το άτομο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου, με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης, που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει, επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 § 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 179/2011, AΠ 333/2010, ΑΠ 1030/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής, που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367 § 1 γ` ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και κοινωνική αποστολή του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα, που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων είναι οι δημοσιογράφοι, αλλά και γενικότερα όσοι κάνουν χρήση του τύπου για τη δημοσίευση ειδήσεων και σχολίων, σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Έτσι, είναι επιτρεπτά για τα πρόσωπα αυτά δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ` εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου, για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 488/2010, ΑΠ 1897/2006, ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 § 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του, από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται, τελικώς, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του, από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 521/2018, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 1178/1981 “περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων”, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που προξενήθηκαν υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρ. 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρ. 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρ. 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου. Η παραπάνω διάταξη είναι σαφές ότι αναφέρεται μόνο στην ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, ο οποίος υποχρεούται, έτσι, σε περίπτωση δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του, έστω και αν η γνώση ή η υπαίτια άγνοια συντρέχουν στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή στο διευθυντή σύνταξης του εντύπου, η ευθύνη των οποίων, εφόσον βέβαια δεν ταυτίζονται ως πρόσωπα με τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ρυθμίζεται από τις κοινές διατάξεις (ΑΠ 292/2020, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την από 12-11-2014 (αριθμ.καταθ………/2014) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι έχει διατελέσει στέλεχος της Διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ επι 21 έτη και Διευθυντής Εθνικών Λογαριασμών από τις 27-7-2006 μέχρι τις 9-9-2010. Ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ο οποίος είναι Πρόεδρος της ΕΛΣΤΑΤ, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης κατ΄αυτού για παράβαση καθήκοντος κατ΄εξακολούθηση και επιπλέον κατ΄αυτού και κατά του ………. για τα αδικήματα της ψευδούς βεβαίωσης κατά συναυτουργία σε βάρος του Δημοσίου υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίπτωση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος και δη κατόπιν εισαγγελικής έρευνας διεξήχθη αυτεπαγγέλτως για την καταγγελθείσα παράνομη διόγκωση του δημοσίου χρέους και ελλείμματος του 2009 μετά το πόρισμα Πεπόνη (αριθ.πρωτ.3064 ΚΔΕ/22-1-2013), δημοσίευσε στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ εξ αφορμής του εκδοθέντος υπ΄αριθμ.1212/10-7-2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το από 25-7-2014 Δελτίο Τύπου με το οποίο καταφέρθηκε με συκοφαντικούς για το πρόσωπό του (του ενάγοντος) ισχυρισμούς, εφόσον φωτογράφιζε στο εν λόγω δελτίο τύπου τον ίδιο (ενάγοντα), μεταξύ άλλων προσώπων, που είχαν κληθεί ως μάρτυρες στη διενεργηθείσα προανάκριση και διενεργούμενη κυρία ανάκριση και ειδικώς με το ως ανω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, κληθέντες εκ νέου για περαιτέρω καταθέσεις, ως εκ της ανωτέρω θέσεως αυτού (ενάγοντος) στην ΕΛΣΤΑΤ, ως υπεύθυνο για «στατιστικές απάτες» και «στατιστικές λαθροχειρίες» των ετών έως το 2009.Οτι με τη διάδοση των ανωτέρω ισχυρισμών του στο ανωτέρω δελτίο τύπου, το κείμενο του οποίου δημοσιεύθηκε επίσης στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και συγκεκριμένα στις 26-7-2014 στην εφημερίδα ….. και στο οικονομικό site …, στις 30-7-2014 στο ………, στις 5-8-2014 στην εφημερίδα ….. και στις 3-8-2014 στην εφημερίδα ……, εθίγη η τιμή, η υπόληψη και η εν γένει προσωπικότητά του ως ατόμου και ειδικού επιστήμονα με ακαδημαϊκή και ερευνητική εμπειρία καθόσον όλα τα ανωτέρω που διέδωσε ο εναγόμενος για το πρόσωπό του είναι ψευδή και συκοφαντικά σε βάρος του γεγονότα, ο δε εναγόμενος που τα συνέταξε γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συκοφαντικά, με σκοπό να πλήξουν το πρόσωπό του και την επιστημονική του αξιοπρέπεια.

Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε με προσωρινά εκτελεστή απόφαση (μετά το νομότυπο περιορισμό του αρχικού αγωγικού αιτήματος κατά το ποσό των 44,00 ευρώ, που επιφυλάχθηκε να αξιώσει από τα ποινικά δικαστήρια) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 50.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής εως την εξόφληση, επιπλέον δε να υποχρεωθεί αυτός (εναγόμενος) να δημοσιεύσει στην επίσημη ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ καθώς και στην εφημερίδα ………. την απόφαση που θα εκδοθεί στην ίδια έκταση του επιλήψιμου δημοσιεύματος, επ΄απειλή χρηματικής ποινής για κάθε ημέρα καθυστέρησης ποσού 200,00 ευρω, καθώς επίσης και να παραλείψει στο μέλλον τη δημοσίευση τέτοιων δυσφημιστικών γεγονότων που διέδωσε με το επιλήψιμο δημοσίευμα επ΄απειλή χρηματικής ποινής 2.000,00 ευρώ για κάθε νέα δημοσίευση και τέλος ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού το Δικαστήριο εφάρμοσε την προσήκουσα ειδική διαδικασία του άρθρου 681Δ΄ ΚΠολΔ, κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη η αγωγή όπως κατά τα ανωτέρω παραδεκτά περιορίστηκε, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919, 920, 932, 299, 346 ΑΚ, 361, 362, 363 ΠΚ,176, 908, 946 και 947 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αγωγικού αιτήματος περί παραλείψεως κάθε μελλοντικής προσβολής με απειλή σε βάρος του εναγομένου χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για την περίπτωση μη συμμορφώσεώς του προς την υποχρέωση αυτή, το οποίο (αίτημα) απορρίφθηκε ως αόριστο, κατόπιν έγινε δεκτή αυτή (αγωγή) εν μέρει ως και κατ`ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, επίσης υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να δημοσιεύσει στην εφημερίδα ………. (στην ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή της) περίληψη της απόφασης η οποία θα περιέχει: α) τον αριθμό της, το δικαστήριο που την εξέδωσε, καθώς και τη χρονολογία δημοσίευσής της, β) το ονοματεπώνυμο του ενάγοντος και γ) τις δυσφημιστικές φράσεις του επίδικου δελτίου τύπου, όπως είχαν δημοσιευθεί στο από 25-7-2014 δελτίο τύπου, η περίληψη της οποίας (απόφασης) θα πρέπει να δημοσιευθεί εντός 15 ημερών από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης, με την απειλή χρηματικής ποινής διακοσίων (200,00) ευρώ σε βάρος του εναγομένου για κάθε ημέρα καθυστέρησης στη δημοσίευσή της και τέλος επιβλήθηκαν σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ΄αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια, να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τον υπ΄αριθμ. 3832/2010 νόμο αφενός καταργήθηκε η μέχρι τότε λειτουργούσα Γενική Γραμματεία Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδας (Γ.Γ.Ε.Σ.Υ.Ε.) η οποία συστήθηκε με το ΠΔ 224/ 1986 και υπαγόταν στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, αφετέρου συστήθηκε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ως ανεξάρτητη αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.223/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009, ως φορέας του ελληνικού στατιστικού συστήματος ( ΕΛ.Σ.Σ.). Η συγκρότησή της σύμφωνα με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου αποτελείτο από 7 μέλη ως εξής: α) τέσσερα μέλη, ένα από τα οποία οριζόταν ως Πρόεδρος και ένα ως Αντιπρόεδρος, εκλεγόμενα από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από δημόσια προκήρυξη, με πλειοψηφία 4/5 των μελών της, β) ένα μέλος υποδεικνυόμενο από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, γ) ένα μέλος οριζόμενο από τον Υπουργό των Οικονομικών και δ) ένα μέλος οριζόμενο από το Σύλλογο των Εργαζομένων στην ΕΛΣΤΑΤ. Μέχρι δε το διορισμό Προέδρου και των λοιπών μελών της ΕΛΣΤΑΤ ορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, ότι ο Γ.Γ. του Υπουργείου Οικονομικών θα ασκεί όλες τις αρμοδιότητές της που προβλέπονται από το νόμο αυτόν. Έτσι, η ΕΛ.ΣΤΑΤ συγκροτήθηκε και στελεχώθηκε, επιλεγέντος αρμοδίως, ως Προέδρου αυτής του εναγομένου ………, οικονομολόγου και επί σειρά εργαζομένου στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (αναπληρωτής προϊστάμενος τμήματος, στον τομέα της στατιστικής τα τελευταία 6 χρόνια), ως αντιπροέδρου του ……….., οικονομολόγου (εξετασθέντα μάρτυρα του ενάγοντος), και ως λοιπών μελών του συλλογικού οργάνου διοίκησης της ………… και του …….., καθηγητών Πανεπιστημίου, ενώ η σύνθεσή της συμπληρώθηκε από τους ………….., οι οποίοι υποδείχθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος, τον Υπουργό Οικονομικών και τον σύλλογο εργαζομένων της ΕΛΣΤΑΤ, αντίστοιχα, ανέλαβε δε τα καθήκοντά του το άνω συλλογικό όργανο στις 3-8-2010.Ο ενάγων δε, διετέλεσε στέλεχος της Διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ επί 21 έτη και Διευθυντής Εθνικών Λογαριασμών από τις 27-7-2006 μέχρι τις 9-9-2010, οπότε και μετακινήθηκε στη Διεύθυνση Στατιστικών Εμπορίου και Υπηρεσιών όπου παρέμεινε επί 7 μήνες και ακολούθως μετακινήθηκε εκ νέου στη Διεύθυνση Στατιστικής Στερεάς Ελλάδας και Νήσων Αιγαίου, στην οποία εξακολουθεί να υπηρετεί. Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) είναι υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Κύριο καθήκον της είναι η συλλογή και δημοσίευση στατιστικών στοιχείων που αφορούν σε χώρες της Ευρωπαϊκής, καθώς και η προώθηση μεθόδων στατιστικής σε κράτη μέλη ή υποψήφια κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κρατών εντός της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA). Oι διάφοροι δε αντίστοιχοι οργανισμοί του κάθε κράτους που συνεργάζονται με την Eurostat λειτουργούν με βάση το Ευρωπαϊκό Σύστημα Στατιστικής. Μεταξύ δε των άλλων υποχρεώσεων της χώρας έναντι της Eurostat με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς της ΕΕ είναι και η υποβολή ετησίως δύο φορές αναφοράς στατιστικών μεγεθών για το έλλειμμα και το χρέος της χώρας. Η πρώτη από αυτές αποστέλλεται έως τις 20/4 και αφορά την αρτιότερη και ευστοχότερη καταγραφή αυτών, δηλαδή υποχρεούται δυο φορές κατ΄έτος μεταξύ άλλων να ενημερώσει την Eurostat για το προϋπολογισμένο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το τρέχον έτος, για το εκτιμώμενο (31 Μαρτίου) έλλειμμα του αμέσως προηγούμενου έτους και για το οριστικό έλλειμμα των προηγούμενων ετών, όπως και για το εκτιμώμενο ύψος του δημοσίου χρέους κατά το τέλος του τρέχοντος έτους και το ύψος του πραγματικού δημοσίου χρέους για τα 4 προηγούμενα έτη. Σε εκπλήρωση δε των σχετικών υποχρεώσεων η τότε ΕΣΥΕ, ΓΓ της οποίας ήταν ο …… ., απέστειλε στις 2-10-2009 προς την Eurostat πρόβλεψη ελλείμματος για το έτος 2009 ποσοστού 6% του ΑΕΠ. Στη συνέχεια, στις 21-10-2009 απεστάλη αναθεωρημένη εκτίμηση ελλείμματος με επιμέλεια της μόλις εκλεχθείσας ελληνικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με την οποία αυτό ανερχόταν σε ποσοστό 12,5%. Τον Απρίλιο του 2010 και ενώ ακόμη δεν είχε συγκροτηθεί σε σώμα η ΕΛΣΤΑΤ απεστάλη με επιμέλεια του ασκούντος τις εν λόγω αρμοδιότητες γενικού γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών νέα επίσης αναθεωρημένη εκτίμηση ελλείμματος για το έτος 2009, ποσοστού 13,6%. Το ανωτέρω συλλογικό όργανο (ΕΛΣΤΑΤ) ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 3-8-2010 και συνεδρίασε στις 3-8-2010, 3-9-2010, 20-9-2010 και 3-10-2010. Εκτοτε δεν συγκροτήθηκε σε σώμα, ούτε συνεδρίασε. Στη συνέχεια με το άρθρο 323 του νόμου 4072/2012 τροποποιήθηκε ο κανονισμός λειτουργίας της άνω ανεξάρτητης αρχής και ορίστηκε ότι αυτή θα απαρτίζεται μόνον από τον Πρόεδρο αυτής ο οποίος θα επικουρείται στο έργο του από την Συμβουλευτική Επιτροπή Ορθής Πρακτικής. Στη συνέχεια, στις 10-11-2010 γνωστοποιήθηκε από τον εναγόμενο με την ιδιότητα του Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ στην Eurostat αναθεωρημένη εκτίμηση του ελλείμματος για το έτος 2009, ποσοστού 15,4% το δε οριστικό μέγεθος του ελλείμματος ορίστηκε σε ποσοστό 15,8%, λόγω της ένταξης, κατά τα ισχυριζόμενα από τον εναγόμενο, για πρώτη φορά στην έννοια της γενικής κυβέρνησης 17 δημοσίων επιχειρήσεων, της ορθότερης καταγραφής των στοιχείων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων νοσοκομείων, της ακριβέστερης καταγραφής των πληρωτέων υποχρεώσεων των ΟΤΑ, των διορθώσεων των ισολογισμών και της καταγραφής το πρώτον χρεών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (ΝΠΔΔ, ΟΚΑ, ΟΤΑ κλπ). Το εξαχθέν δε αποτέλεσμα, που δεν είχε τύχει του ελέγχου και της έγκρισης του συνόλου των μελών της ΕΛΣΤΑΤ ως συλλογικού οργάνου, όπως και οι μέθοδοι που οδήγησαν σ΄αυτό, αμφισβητήθηκαν σφοδρά ιδίως από τα μέλη της ΕΛΣΤΑΤ ………. και …….., οι οποίοι και κατηγόρησαν τον εναγόμενο για τεχνητή διόγκωση του ελλείμματος προς βλάβη των συμφερόντων της χώρας. Ακολούθησε δε η άσκηση ποινικής δίωξης κατά του εναγομένου καθώς και κατά του …….. και της ………., για τα αδικήματα της ψευδούς βεβαίωσης κατά συναυτουργία σε βάρος του Δημοσίου υπό την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος, ενώ επιπλέον στον εναγόμενο ασκήθηκε δίωξη και για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος κατ΄εξακολούθηση. Κατόπιν των ανωτέρω, με το υπ΄αριθμ. 1212/2014 βούλευμα του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε κατόπιν περάτωσης της κύριας ανάκρισης, διατάχθηκε η συνέχιση αυτής ώστε να κληθούν εκ νέου ο ενάγων και ο …. …. (ήδη αποβιώσας) με τις ιδιότητες του πρώην Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών και του πρώην Γενικού Γραμματέα της ΕΣΥΕ αντίστοιχα, οι οποίοι, κατά τις παραδοχές του άνω Συμβουλίου, αποδίδουν και αυτοί στον εναγόμενο, τεχνητή διόγκωση του χρέους και εσφαλμένη κατ΄αυτούς οριοθέτηση του τομέα της Γενικής Κυβέρνησης με την ταξινόμηση και ένταξη σ΄αυτήν των 17 ελλειμματικών δημόσιων επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τη συμπερίληψη στο δημοσιονομικό έλλειμμα της αγοραίας αξίας συμφωνιών ανταλλαγής εκτός αγοράς (market swaps), στις οποίες είχε προβεί το Ελληνικό Δημόσιο μεταξύ των ετών 2001-2007, αλλά και τη συμπερίληψη των οφειλών των Δημόσιων Νοσοκομείων. Η εκ νέου δε κλήτευση των ανωτέρω σύμφωνα με το σκεπτικό του βουλεύματος, ήταν αναγκαία προκειμένου αυτοί να διευκρινίσουν τα περί του δικαιολογημένου ή μη της συμπερίληψης των στοιχείων που προκάλεσαν την αναθεώρηση του ελλείμματος για το έτος 2009 από 13,6% σε 15,4% επί του ΑΕΠ, αλλά και να ορίσουν το ποσοστό στο οποίο κατά αυτούς έπρεπε να ανέρχεται το εν λόγω ποσοστό. Ενόψει δε της έκδοσης του ως άνω βουλεύματος, ο νυν ενάγων προέβη στην εκπόνηση του από 25-7-2014 δελτίου τύπου το οποίο ανήρτησε στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ, που εδρεύει στον Πειραιά και ακολούθως αναδημοσιεύθηκε στην οικονομικού περιεχομένου ιστοσελίδα «………..» στις 26-7-2014 και στην εφημερίδα ………. κατά την ίδια ημερομηνία. Στο εν λόγω δελτίο τύπου ο εναγόμενος, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε με αιχμές για «στατιστικές απάτες» και «στατιστικές λαθροχειρίες» στα πρόσωπα που κλήθηκαν ως μάρτυρες στην πολύκροτη αυτή υπόθεση για τη διόγκωση του δημοσιονομικού χρέους της χώρας για το έτος 2009,δηλαδή και στον ενάγοντα χωρίς όμως να τον κατονομάζει.

Συγκεκριμένα δε, τα κρισιμότερα σημεία του δημοσιεύματος έχουν αυτολεξεί ως εξής :  « …3. Σε κατάφωρη αντίθεση προς όλα τα ανωτέρω, αντί να ασκηθεί ποινική δίωξη για εσκεμμένα εσφαλμένη εκπόνηση των στατιστικών του δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους της Χώρας εναντίον όσων είναι υπεύθυνοι για τις επισήμως διαπιστωθείσες στατιστικές απάτες και στατιστικές λαθροχειρίες των ετών έως το 2009,οι οποίες οδήγησαν σύμφωνα και με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη σημερινή οικονομική κρίση, και οι οποίες παράνομες πράξεις είναι πλήρως γνωστές ( …) 4. (κλήθηκαν) … να καταθέσουν για την ορθότητα του υπολογισμού του ελλείμματος οι αρμόδιοι για τα στοιχεία του δημοσιονομικού ελλείμματος και χρέους της χώρας κατά τα έτη έως το 2009, κατά τα οποία διαπιστώθηκε ένα πρωτοφανές για τα ευρωπαϊκά πρότυπα πλήθος περιπτώσεων εσκεμμένα ακατάλληλης κατάρτισης στοιχείων, παρέμβασης και αλλοίωσης στοιχείων και εσκεμμένης υποβολής λανθασμένων στοιχείων, τα οποία έχουν προσδιορισθεί από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς ως « στατιστικές απάτες» και «στατιστικές λαθροχειρίες».  Αντί να διερευνηθούν οι ευθύνες των προσώπων αυτών για τις στατιστικές απάτες και τις στατιστικές λαθροχειρίες, τα πρόσωπα αυτά καλούνται να καταθέσουν για την ορθότητα υπολογισμού του ελλείμματος του 2009, διότι χωρίς τη μαρτυρία ειδικώς αυτών των προσώπων (Ι­), «με την ιδιότητά τους» κατά την περίοδο έως το 2009,όπως το βούλευμα αναφέρει, δεν μπορεί να σχηματίσει «επαρκώς θεμελιωμένη» δικαστική κρίση (Ι). 5. Με τον τρόπο αυτό η δικαστική διαδικασία εξελίσσεται (α…(β) …(γ) …(δ) ήδη με κλήση, προς σχηματισμό «επαρκώς θεμελιωμένης» δικαστικής κρίσεως, των προσώπων που ήταν αρμόδια για τα δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας καθ΄ον χρόνο διαπράττονταν οι « στατιστικές απάτες» και οι «στατιστικές λαθροχειρίες».

Περαιτέρω, από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε χωρίς καμία αμφιβολία ότι ο ισχυρισμός περί «στατιστικών απατών» και «στατιστικών λαθροχειριών», είναι ψευδής και μάλιστα ότι ο εναγόμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, ιδίως λόγω έλλειψης δόλου του εναγομένου. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στα παρακάτω έγγραφα οργάνων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Ελληνικού Κράτους, οι μέθοδοι που ακολούθησαν οι ελληνικές αρχές για την εκπόνηση των στατιστικών μελετών έως το 2009 δεν ήταν σύμφωνες με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες (τις οποίες αναφορές γνώριζε ο εναγόμενος όταν συνέταξε το επίμαχο δελτίο τύπου), με συνέπεια να αίρεται το στοιχείο του δόλου του: Α) Από την αιτιολογημένη από 7-4-2011 γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μεταξύ άλλων παρατηρείται ότι το σύστημα δημοσίας λογιστικής φαίνεται επίσης ακατάλληλο για τη σωστή υποβολή των στατιστικών στοιχείων ΔΥΕ λόγω της αδιαφανούς ή πλημμελώς τεκμηριωμένης λογιστικής, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων απουσίας γραπτής τεκμηρίωσης ή πιστοποίησης καθώς και περιπτώσεων ανταλλαγής στοιχείων τηλεφωνικώς χωρίς τη διαβίβαση των αναγκαίων εγγράφων (βλ.σελ.5 στοιχ.13). Οι δε διαπιστώσεις αυτές ενισχύονται από πληροφορίες που δείχνουν ότι τα στοιχεία που παράγονται από τη Διεύθυνση Δημοσίου Χρέους του ΓΛΚ και διαβιβάζονται στην ιεραρχία του ΓΛΚ αποσιωπούνταν, διαβιβάζονταν δε στην ΕΣΥΕ τροποποιημένα στοιχεία (βλ.σελ.5 στοιχ.14). Η πλημμελής δε συνεργασία και έλλειψη σαφών αρμοδιοτήτων μεταξύ των ελληνικών φορέων και υπηρεσιών που έχουν την ευθύνη για την παραγωγή των στοιχείων ΔΥΕ και η ακαταλληλότητα του δημοσίου λογιστικού συστήματος, εκδηλωνόταν με διάχυση προσωπικών ευθυνών, αμφίβολη ανάθεση αρμοδιοτήτων σε υπαλλήλους, απουσία γραπτών οδηγιών και σχετικής τεκμηρίωσης και αδιαφανή ή πλημμελώς τεκμηριωμένη λογιστική. Οι εν λόγω δε ανεπάρκειες των ελληνικών στατιστικών υπηρεσιών επηρέασαν την ποιότητα των ελληνικών στοιχείων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία ΔΥΕ που υπέβαλαν οι ελληνικές αρχές τον Οκτώβριο του έτους 2009 με  ανεξήγητες εκτιμήσεις και αδικαιολόγητες αλλοιώσεις αποτελεσμάτων π.χ. όσον αφορά στα χρέη των νοσοκομείων και τις αναλήψεις χρέους εντοπίστηκαν σε έξι περιπτώσεις από το έτος 2004 (βλ.σελ.6 στοιχ.19). Β) Στην από Ιανουαρίου 2010 έκθεση της επιτροπής για την αξιοπιστία των δημοσιονομικών στοιχείων, η οποία συστήθηκε δυνάμει της με αριθ.πρωτ.27/30-10-2009 απόφασης του Υπουργού των Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου, με αντικείμενο την καταγραφή της τότε οικονομικής κατάστασης, την αξιολόγηση των προβλημάτων που υπήρχαν σε σχέση με τα στατιστικά στοιχεία και την εισήγηση προς τον Υπουργό Οικονομικών προτάσεων για βελτίωση της απεικόνισης των δημοσιονομικών της χώρας, διαλαμβάνονται κρίσεις περί της αξιοπιστίας των εκάστοτε στατιστικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη από τις ελληνικές στατιστικές αρχές. Ενδεικτικά δε είναι τα εξής χωρία όπως παρατίθενται αυτολεξεί « …η αναθεώρηση των στοιχείων της κεντρικής κυβέρνησης που περιλαμβάνονταν στη γνωστοποίηση της 2ας Οκτωβρίου (σημ. αναφορικά με την αποστολή στην Eurostat στοιχείων για το έλλειμμα) δεν οφείλεται στην αναθεώρηση των στοιχείων που είχαν συνεισφέρει οι διάφοροι φορείς (ΓΛΚ, ΤτΕ κλπ), αλλά στο γεγονός ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στη γνωστοποίηση της 2ας Οκτωβρίου δεν αντιστοιχούσαν στα στοιχεία που είχαν στείλει οι ΕΣΥΕ, οι διάφοροι φορείς και υπηρεσίες. Αυτό δηλαδή που άλλαξε στη γνωστοποίηση της 2ας Οκτωβρίου είναι ότι καταχωρήθηκαν τα πραγματικά στοιχεία των διαφόρων υπηρεσιών (βλ.σελ.29). Στη συνέχεια, στην ίδια έκθεση διατυπώνονται επιφυλάξεις περί του μεγέθους του ελλείμματος των νοσοκομείων. Χαρακτηριστική δε είναι η αποστροφή περί του ότι συμπτωματικά οι συσσωρευμένες οφειλές ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ, ισούνται με το άθροισμα των ετησίων ελλειμμάτων νοσοκομείων συμπτωματικής. Το δε ποσό των 2,2 δισεκατομμυρίων προέκυψε από έναν ασυνήθιστο συμψηφισμό απαιτήσεων και υποχρεώσεων (βλ.σελ.36 της ίδιας έκθεσης) καθώς από το ποσό των 5.226 δισεκατομμυρίων που είναι τα χρέη των νοσοκομείων αφαιρούνται τα χρέη των ασφαλιστικών ταμείων και τα ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων. Έτσι, τα χρέη στις 14 Απριλίου 2009 ήταν 5.226 δισεκατομμύρια ευρώ και στις 16-18 Νοεμβρίου 2009,κατά τη διάρκεια μεθοδολογικής επίσκεψης της Eurostat ανέρχονται σε 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Γ) Στην από 8 Ιανουαρίου 2010 έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Στατιστικά Στοιχεία Δημοσίου Ελλείμματος και Χρέους της Ελλάδας και στα συμπεράσματα αυτής (βλ. σελ.37 αυτής) γίνεται λόγος για έλλειψη ποιότητας των δημοσιονομικών στατιστικών της Ελλάδας και γενικότερα των μακροοικονομικών στατιστικών σε βαθμό που οι παρεμβάσεις και ο έλεγχος της Eurostat ήδη από το έτος 2004 δεν ήταν αρκετά ώστε η ποιότητα των δημοσιονομικών να φθάσει στο επίπεδο άλλων κρατών-μελών,διότι,όπως αυτολεξεί αναφέρεται « …Ακόμη και αν το ισχύον πλαίσιο διακυβέρνησης για τις δημοσιονομικές στατιστικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργεί ικανοποιητικά και μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στατιστικής μεθοδολογικής φύσεως, εντούτοις δεν μπορεί να αποτρέψει την εσκεμμένη υποβολή λανθασμένων στοιχείων». Εντοπίζονται δε πλην άλλων ευρημάτων, σοβαρές παρατυπίες στις κοινοποιήσεις της ΔΥΕ Απριλίου και Οκτωβρίου 2009, συμπεριλαμβανομένων μη αξιόπιστων στοιχείων και μη τήρηση των κανόνων ως προς τη λογιστική και το χρόνο υποβολής της κοινοποίησης, ενώ επίσης διαπιστώνεται θεσμικό πλαίσιο και ένα δημοσιονομικό λογιστικό σύστημα που είναι ακατάλληλα για την ορθή κατάρτιση των στατιστικών της ΔΥΕ και ειδικότερα μη διαφανή ή ακατάλληλα τεκμηριωμένη τήρηση λογαριασμών (βλ.σελ.38 της έκθεσης). Δ) Στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Μαρτίου 2014 σχετικά με τη διερευνητική έκθεση για το ρόλο και τις εργασίες της Τρόικας (ΕΚΤ, Επιτροπή και ΔΝΤ) όσον αφορά τις χώρες της ζώνης του Ευρώ που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα προσαρμογής (2013/2277 (ΙΝΙ), στην παρ.5 αυτού (σελ.5 του κειμένου του) διατυπώνεται η γνώμη ότι η προβληματική κατάσταση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας πριν από την έναρξη του προγράμματος συνδρομής ΕΕ-ΔΝΤ, το οποίο δρομολογήθηκε την άνοιξη του 2010,οφειλόταν και στη «στατιστική λαθροχειρία» κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κατάρτισης του προγράμματος, ενώ η βαθμιαία αποκάλυψη της «στατιστικής λαθροχειρίας» στην Ελλάδα είχε αντίκτυπο στην ανάγκη προσαρμογής των πολλαπλασιαστών, των προγνώσεων και των προτεινόμενων μέτρων. Έτσι από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ορθότητα των στοιχείων που διαβιβάζονταν στην Eurostat αλλά και οι μέθοδοι εξαγωγής των εκάστοτε ποσοστών ελλείμματος και δημοσίου χρέους τέθηκαν σε αμφιβολία, δίχως πάντως να λάβει προσωποποίηση των ευθυνών. Όπως λοιπόν αποδείχθηκε από όλα τα ανωτέρω ο εναγόμενος προέβη στη σύνταξη του επίδικου δελτίου τύπου, όπου διατυπώνει μομφές για τα κατά τα προηγούμενα έτη πεπραγμένα και στα ως άνω πρόσωπα, που ηγούνται των άνω υπηρεσιών, δηλαδή στον ενάγοντα και στον ………… χωρίς όμως να τους κατονομάσει, αλλά φωτογραφίζοντάς τους, καθώς όρισε τις ιδιότητές τους. Με τα δεδομένα αυτά ο εναγόμενος είχε την πεποίθηση ότι τα όσα λέγει είναι αληθή και συνεπώς, αιρουμένου του στοιχείου του δόλου του δεν διέπραξε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, δηλαδή ότι εν γνώσει του διέδωσε αναληθή γεγονότα ώστε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού. Ωστόσο με τα όσα διέδωσε για το πρόσωπο του τελευταίου, που φωτογραφίζεται όπως προαναφέρθηκε στο εν λόγω δελτίο τύπου, ότι δηλαδή αυτός υπό την ανωτέρω ιδιότητα και θέση του ως Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών συνέβαλε στην εκπόνηση και αποστολή αλλοιωμένων ή αμφισβητούμενων στοιχείων, δηλαδή έχοντας επιχειρήσει «στατιστικές απάτες» και «στατιστικές λαθροχειρίες», διέδωσε γεγονός που ήταν ικανό να βλάψει, και πράγματι έβλαψε, την τιμή και την υπόληψή του, διαπράττοντας έτσι το αδίκημα της απλής δυσφήμησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι με την υπ΄αριθμ. ΑΤ 2822/2016,3129/2016 απόφαση του Α΄Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε μετά από σχετική μήνυση του ενάγοντος κατά του εναγομένου, ο τελευταίος κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της απλής δυσφήμησης. Η δημοσίευση δε του ως άνω δελτίου τύπου στην εφημερίδα …. στις 5-8-2014,στις 30-7-2014 στο ………. στις 30-7-2014 και στην εφημερίδα …. δεν αποδείχθηκε. Εξάλλου, ο νόμιμος ισχυρισμός (ένσταση) στηριζόμενος στο άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ ότι από δικαιολογημένο ενδιαφέρον προέβη στη σύνταξη και δημοσίευση του εν λόγω δελτίου τύπου στην ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ προκειμένου να διαφυλάξει ως Πρόεδρος της ως άνω ανεξάρτητης αρχής την αξιοπιστία των στατιστικών που εκπονεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή και ειδικότερα όσον αφορά στον ορθό υπολογισμό του ελλείμματος του 2009 σύμφωνα με τον Κώδικα Ορθής Πρακτικής των Ευρωπαϊκών Στατιστικών, σε απάντηση του έντονου κλίματος αμφισβήτησης που δημιουργήθηκε στην κοινή γνώμη με την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του για τα στοιχεία αυτά, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και τούτο διότι ο εναγόμενος προέβη στη δημοσίευση του επίμαχου δελτίου τύπου ενόψει της έκδοσης του προαναφερόμενου υπ΄αριθμ.1212/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών το οποίο δεν τον απήλλαξε των κατηγοριών, αλλά διέταξε περαιτέρω ανάκριση για τη σε βάρος του διερεύνηση ποινικών αδικημάτων. Αυτό δε, το έπραξε προκειμένου να διαμαρτυρηθεί γενικότερα για την μη ευνοϊκή εξέλιξη της ποινικής υπόθεσης εναντίον του αφήνοντας αιχμές για την εκ μέρους των ρητώς αναφερομένων στο βούλευμα δυο μαρτύρων διάπραξη «στατιστικών απατών» και «στατιστικών λαθροχειριών» προκειμένου να αποδυναμώσει ειδικώς την μαρτυρία των προσώπων αυτών, χωρίς ο ενάγων να έχει διατυπώσει δημοσίως σε έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο μομφές εναντίον του διότι σε περίπτωση που ο εναγόμενος διατηρούσε αμφιβολίες και επιφυλάξεις ως προς τις λογιστικές μεθόδους που τηρούνταν στο προηγούμενο καθεστώς και την ορθότητα των οικονομικών στοιχείων, όφειλε να έχει ήδη ζητήσει τον έλεγχο των εχόντων ευθύνη προς τούτο με την ως άνω ιδιότητα του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι με την παραπάνω παράνομη και υπαίτια ενέργεια του εναγομένου προκλήθηκε στον ενάγοντα ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται αυτός ανάλογη χρηματική ικανοποίηση.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, το βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το συγκεκριμένο ποσό χρηματικής ικανοποίησης αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ενάγοντος.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή, δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν σχετικούς λόγους της έφεσής του, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και ως εκ τούτου η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν στον εκκαλούντα λόγω της ήττας του τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε κατ΄αρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 3853/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. ΚΑΙ

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό  …………../2017 άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 10η Δεκεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου  2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ