Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 68/2021

Αριθμός  68/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 10.10.2018 (αριθ.καταθ. ………/2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3804/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η άσκηση της υπό κρίση εφέσεως εντός τριάντα ημερών (αριθ.καταθ. ……/12.10.2018) από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης που περάτωσε τη δίκη (βλ. ……./10.9.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …..),  (αριθ. 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με το άρθρο 276 παρ. 1 εδ. β ν.3463/2006 και άρθ. 11 κδ 26-06/10.7.1944, Ολ ΑΠ 12/2002, ΑΠ 1337/2014, Εφ.Πειρ. 248/2014 δημ.ΝΟΜΟΣ και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25.7.2011). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παραβόλου που καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού ο εκκαλών Δήμος ………. απαλλάσσεται από τη καταβολή αυτού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 1 Ν. 3463/2006 Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων).

Στην από 1.9.2015 (αριθ.καταθ. ././2015) αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη ιστορούσε ότι, με το υπ’ αριθ. …/1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. και με το υπ’ αριθ. …/2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που έχουν νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητά της, κατά τον λεπτομερώς εκτιθέμενο παράγωγο τρόπο, ένα οικόπεδο-γήπεδο μετά των επ’ αυτού εν γένει εγκαταστάσεων συνολικής επιφανείας 128.177,85 τ.μ που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής επί της ………… Ότι το ως άνω οικόπεδο-γήπεδο τέμνεται, από τη ………. και την παλαιά τροχοδρομική γραμμή Πειραιώς – Περάματος, σε τρία μικρότερα τμήματα – γήπεδα, Γήπεδο Α΄, Γήπεδο Β΄, Γήπεδο Γ΄, όπως εμφαίνονται στο επισυναπτόμενο στο υπ’ αριθ. …./2000 ως άνω αναφερόμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο από  Νοεμβρίου 2000 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου-μηχανικού ………….. και λεπτομερώς (κατά όριο, εντός της μείζονος εκτάσεως, θέση, έκταση), αναφέρονται σ’ αυτή (αγωγή), και ότι το Γήπεδο Α΄, συνολικής επιφανείας μ.τ 68.793,65 αποτελείται από δύο μικρότερα τμήματα, προσδιοριζόμενα ως «ΤΜΗΜΑ Α1» επιφανείας μ.τ 36.625,60 και «ΤΜΗΜΑ Α2» επιφανείας μ.τ 32.168,05 και ότι το «ΤΜΗΜΑ Α1» αποτελεί το εντός σχεδίου τμήμα της ευρύτερης έκτασης του ακινήτου της. Ότι το αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο, κατά τα ειδικότερον ιστορούμενα, αυθαίρετα αφαίρεσε από την ιδιοκτησία της το «ΤΜΗΜΑ Α1» του ΓΗΠΕΔΟΥ Α, διαίρεσε τούτο σε επτά μερικότερα τεμάχια σε καθένα από τα οποία έδωσε διαφορετικό ΚΑΕΚ, άφησε κενές εκτάσεις μεταξύ των διάσπαρτων ως άνω τεμαχίων οι οποίες φέρεται να ανήκουν στο Δήμο …… ως τμήμα του ευρύτερου δικτύου κοινόχρηστων οδών, χωρίς για αυτές (κενές ενδιάμεσες εκτάσεις) να έχει εγκριθεί έως σήμερα  η πράξη εφαρμογής ούτε να έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωσή τους ούτε να έχουν αφεθεί από αυτή (ενάγουσα) με οιονδήποτε τρόπο στη κοινή χρήση έτσι ώστε να φέρονται ως τμήμα του ευρύτερου συνόλου των κοινόχρηστων οδών του ΚΑΕΚ ειδικής έκτασης με αριθμό ………… Ότι το ως άνω τμήμα του ακινήτου αυτής (ενάγουσας) επιφανείας μ.τ 13.317,28 το οποίο φέρεται εσφαλμένα και ανακριβής να ανήκει στον εναγόμενο Δήμο …….. ως τμήμα του ευρύτερου δικτύου κοινόχρηστων οδών, αποτελεί τμήμα της ευρύτερης – μείζονος εδαφικής εκτάσεως αυτής (ενάγουσας) και ανήκει στην αποκλειστική κυριότητά της, και ότι ως προς τα υπόλοιπα τεμάχια του «ΤΜΗΜΑΤΟΣ Α1» του ΓΗΠΕΔΟΥ Α έχει ήδη αναγνωριστεί η κυριότητά της με την υπ’ αριθ. 1908/2011 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την υπ’ αριθ. 4128/2014 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (εκούσια δικαιοδοσία), και έχει γίνει η καταχώρηση και διόρθωση στα οικεία κτηματολογικά φύλλα. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, προσδιορίζοντας την αξία της ως άνω εκτάσεως στο ποσό των 932.209,60 ευρώ, ζητεί να αναγνωριστεί η αποκλειστική κυριότητα της στο λεπτομερώς περιγραφόμενο σε αυτή (αγωγή) τμήμα του ακινήτου της εκτάσεως μ.τ 13.317,28 και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε αντί του εναγομένου να αναγραφεί η ενάγουσα ως κυρία του ακινήτου αυτού. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 369, 1000,1033, 1192, 1198 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, 6 παρ. 1 και 2 Ν. 2664/1998, δέχθηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου, ενώ διέταξε και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε αντί του εναγομένου να αναγραφεί η ενάγουσα ως κυρία στο ακίνητο αυτό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος Δήμος ……… με την ένδικη έφεση και ζητεί την εξαφάνισή του και την απόρριψη της εναντίον του αγωγής, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον –επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων) – στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλουμένη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα – ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση) -, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθητικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής.  Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που  απαιτεί το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α) Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή), ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή και είχε ταύτη (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό  σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, 1Π 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, Εφ.Αθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ), β) Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μια ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρο 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο έκδ. 2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτο ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα» (πχ συνοικία), τα δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα» (πχ οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο – γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια,  πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ)Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (Εφ.Αθ. 2375/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα, τα οποία επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της ένδικης εφέσεως, καθώς γίνεται σαφής έκθεση (στο δικόγραφο της αγωγής) των αναγκαίων για τη θεμελίωσή της γεγονότων κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998, ήτοι: α)σαφής περιγραφή και προσδιορισμός του επιδίκου ως τμήματος της ευρύτερης εδαφικής έκτασης, κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία ταυτίζεται με το από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού . ………., απόσπασμα του οποίου προσαρτάται στην ένδικη αγωγή, β)επικαλείται για τη θεμελίωση του παράγωγου τρόπου κτήσεως τις συμβολαιογραφικές μεταβιβαστικές συμβάσεις ανάμεσα σε αυτή και τις άμεσες δικαιοπαρόχους της και τη νόμιμη μεταγραφή αυτών ,και γ)αναφέρει την ανακριβή εγγραφή του επιδίκου τμήματος, που περιέχεται στα συννημένα σ’ αυτή (αγωγή) κτηματολογικό φύλλο και απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έστω και σιωπηρά, απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό και δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, ορθά κατ’ αποτέλεσμα εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί αιτιολογία με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Από τη διατύπωση των άρθρων 966 και 967 ΑΚ, προκύπτει ότι πράγματα κοινής χρήσεως είναι όσα, ύστερα από την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, έλαβαν τον προορισμό αυτό. Σύμφωνα με την ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 967 ΑΚ μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται οι οδοί, οι πλατείες, αλλά και τα πάρκα, τα άλση και οι εν γένει διαμορφωμένοι χώροι πρασίνου, αδιακρίτως. Μεταξύ των περιοριστικά προβλεπομένων τρόπων απόκτησης από ένα ακίνητο της ιδιότητας του κοινοχρήστου πράγματος περιλαμβάνεται και η απόδοση της ιδιότητάς του αυτής από το νόμο, όπως συμβαίνει με την επέκταση των ρυμοτομικών σχέσεων πόλεων και τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένων ακινήτων ως κοινοχρήστων (οδών, πλατειών, χώρων πρασίνου κλπ) από το συγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλης. Στην περίπτωση όμως αυτή, ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των εν λόγω ακινήτων, αποκτάται μόνο με τη νομότυπη καταβολή του δικαστικώς καθορισθέντος ποσού αποζημίωσης στους δικαιούχους (ή την παρακατάθεση) τους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων), όταν και εντεύθεν περιέχονται τα ρυμοτομούμενα ακίνητα στην κοινή χρήση (καθώς το ρυμοτομικό διάταγμα αποτελεί απλώς την κήρυξη της απαλλοτρίωσης των προβλεπομένων ως κοινόχρηστων χώρων). Άλλος τρόπος καταστήσεως ενός ακινήτου κοινοχρήστου αποτελείν η βούληση του ιδιοκτήτη, που πρέπει να εκδηλωθεί με νομότυπη μεταβιβαστική δικαιοπραξία, κατά τους όρους του άρθρου 1033 ΑΚ, ή με διάταξη τελευταίας βούλησης ή και με μονομερή παραίτηση από την κυριότητα, με σκοπό να καταστεί το συγκεκριμένο ακίνητο κοινόχρηστο, η οποία όμως παραίτηση απαιτείται να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1134, 1169, 1187 και 1389 ΑΚ.  Επίσης ο κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ προβλεπόμενος θεσμός της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, που παρότι δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ, διατηρείται σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, η δυνάμει αυτού ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσεως, ενώ παρόμοιο αποτέλεσμα μπορεί αν επέλθει, έμμεσα, δυνάμει της ΑΚ 281 με την κατά του ιδιοκτήτη, ο οποίος άφησε το πράγμα εκτεθειμένο για πολύ χρόνο στην κοινή χρήση, πλην όμως στην περίπτωση αυτή δεν προσπορίζεται η κυριότητα του ακινήτου στον οικείο δήμο ή κοινότητα με χρησικτησία, αλλά απλώς προστατεύεται η κοινή χρήση έναντι του κυρίου. Περαιτέρω, με το άρθρο 28 του Ν. 1337/1983 καθιερώνεται ένας επιπλέον τρόπος καταστήσεως ακινήτου κοινοχρήστου, καθόσον με αυτό ορίζεται ότι «Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατειές και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι και ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως, που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως, προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις». Κατά την έννοια τη διάταξης αυτής, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εφόσον α)προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι χώροι και β)η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από τις ενέργειές του), ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, κατ’ ανοχή του ιδιοκτήτη. Έτσι για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου ΟΤΑ δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικά από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Έτσι πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις δηλαδή διάθεση του ακινήτου στην κοινή χρήση με τη βούληση του ιδιοκτήτη, που μπορεί να εκδηλωθεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς δηλαδή να απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή αυτού, αδιαφόρως αν το ακίνητο αυτό έχει τεθεί στην κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου και επιπλέον χαρακτηρισμός του ακινήτου αυτού σα τέτοιου, δηλαδή ως κοινόχρηστου χώρου με το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως. Εξ ετέρου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 4 του ΝΔ 690/1948 «οι καταργούμενοι υπό του σχεδίου ρυμοτομίας παλαιοί οδοί και εν γένει κοινόχρηστοι χώροι, διατίθενται εν όλω ή εν μέρει δια προσκυρώσεως, έστω και αν το εμβαδόν αυτών έχει το εμβαδόν αρτίου οικοπέδου, πρωτίστως ίνα καταστούν άρτια οικόπεδα μη άρτια και τακτοποιηθούν άρτια τοιαύτα έχοντα όμως ανάγκην τακτοποιήσεως. Τούτο αυτό ισχύει και επί ιδιωτικών οδών μη εγκεκριμένων υπό του σχεδίου ρυμοτομίας, εφόσον κατά την κρίσιν της αρμοδίας υπηρεσίας, δεν αποκλείεται δια της προσκυρώσεως  η επικοινωνία μετά των εγκεκριμένων οδών, οικοδομών ανεγερθεισών βάσει αδείας της αρμοδίας αρχής και συμφώνως προς τους όρους ταύτης ή εξασφαλίζεται η επικοινωνία αύτη κατά προβλεπόμενον υπό των κειμένων διατάξεων τρόπον». Επομένως κατά τη διάταξη αυτή οι καταργούμενες από το ρυμοτομικό σχέδιο οδοί και εν γένει κοινόχρηστοι χώροι διατίθενται καθ’ ολοκληρία για τους σκοπούς της παρ. 4 του άρθρου 3 του ΝΔ 690/1948, ακόμη και αν έχουν το απαιτούμενο όριο αρτιότητας (ΑΠ 1081/2019, ΑΠ 293/2018, ΑΠ 46/2018, ΑΠ 14/2018, ΑΠ 1639, 1124/2018, ΑΠ 220, 451, 1192/2015, ΑΠ 49, 50, 616, 1823/2014, ΑΠ 1728/2011, Εφ.Αθ. 478/2019, Εφ.Δυτ.Μακεδ. 13/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Επειδή, εκ των διατάξεων των άρθρων 520 παρ. 1, 522, 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός εκάστου εκ των λόγω εφέσεως είναι το λυσιτελές αυτού, ήτοι το προς εξαφάνισιν της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν βασιμότητι τούτο επιτήδειον (ίδετε, αντί πολλών Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 1986, αριθ. 390, σελ. 121). Εξάλλου, εκ των διατάξεων των άρθρων 106, 216 παρ. 1, 221, 222, 322 και 324 του ιδίου ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το αντικείμενο της δίκης περιορίζεται εις μόνα τα αιτήματα των διαδίκων και τα προς στήριξιν αυτών προτεινόμενα πραγματικά περιστατικά, ενώ επί συρροής, αξιώσεως (άρθρον 218 ΚΠολΔ), δια να καταστώσιν άπασαι αντικείμενον της δίκης πρέπει ο ενάγων (η ο αντενάγων) να εκθέση τα περιστατικά τα θεμελιούντα άπασας τας συρρέυουσας εν των προσώπω του αξιώσεως (βλ. Διον. Κονδύλη, Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εκδ.1983, παρ. 16, σελ. 191 και 192), το δε δικαστήριον δεν έχει την ευχέρειαν ούτε το αίτημα να μεταβάλη, ούτε τα πραγματικά περιστατικά να υποκαταστήση, έστω και αν τούτο προέκυψαν εκ της διαδικασίας, υποπίπτον άλλως εις παράβασιν των προπαρατεθεισών δικονομικών διατάξεων, δια την οποίαν δίδεται λόγος εφέσεως υπέρ του ηττηθέντος διαδίκου, εις ην περίπτωσιν η έκβασις της δίκης άνευ της συμειωθείσης δικονομικής παραβάσεως θα ήτο ευνοϊκότερα δι αυτόν. Ουτως, εάν το τριτοβάθμιον δικαστήριον, κρίναν βάσει των εκτεθέντων υπό του ενάγοντος περιστατικών δεχθή ως και κατ’ ουσία βάσιμον την, της επελάβετο, αγωγήν, εν των σκεπτικών δε της δι’ ης εξηνέχθη η δικανική τούτου κρίσις εκκαλουμένης αποφάσεως διατυπώση παράλληλον αιτιολογίαν δι’ ης δέχεται, πέραν επικληθέντων προς στήριξιν του διατακτικού, και περιστατικά συνιστώντα ιστορικήν βάσιν ετέρας αξιώσεως, την οποίαν ο ενάγων δε εξέθηκε δια της αγωγής του, λόγος εφέσεως πλήττων την τελευταίαν ταύτην παραδοχήν παρίσταται αλυσιτελής, μη άγων εις εξαφάνισιν της εκκαλουμένης αποφάσεως (Εφ.Αθ. 3261/1992 δημ.ΝΟΜΟΣ, Κεραμέας/ Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 520 σελ.926 αρ. 10).

Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος με το δικόγραφο της έφεσης, επαναφέρει με τον σχετικό πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς του, τον ισχυρισμό (ένστασης) ότι η επίδικη έκταση αποτελεί κοινόχρηστη-δημοσία οδό που ανήκει λόγω της φύσης της στην κυριότητα αυτού (εναγομένου ήδη εκκαλούντος), η οποία (κυριότητα Δήμου ….) θα καταστεί οριστική με την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλης, διαδικασία που εκκρεμεί. Ο ως άνω ισχυρισμός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, είναι αόριστος, διότι ο εναγόμενος ήδη εκκαλών ΟΤΑ με την επωνυμία «Δήμος ……» δεν καθορίζει τον νόμιμο τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε η ιδιότητα της κοινοχρησίας, προσδιορίζοντας όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα κατά νόμο για την εφαρμογή καθενός εκ των προαναφερόμενων τρόπων που προεκτέθηκαν για τη θεμελίωσή του. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζεται ότι το επίδικο τμήμα που εμφανίζεται ως τμήμα του ευρύτερου συνόλου των κοινόχρηστων οδών του ΚΑΕΚ ειδικής έκτασης με αριθ. ………. ανήκει στην κυριότητα αυτού (Δήμου ….. εναγομένου ήδη εκκαλούντος), α)ή διότι απέκτησε την ιδιότητα της κοινόχρηστης οδού από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης για την εφαρμογή του οποίου εκδόθηκε και κυρώθηκε η πράξη εφαρμογής και έχει καταβληθεί η δικαστική καθορισθείσα αποζημίωση για τη ρυμοτομούμενη ένδικη εδαφική έκταση στην δικαιούχο ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη ή έχει γίνει παρακατάθεση αυτής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ήτοι επίκληση απόκτησης της ιδιότητας με πράξη της διοίκησης για ρυμοτομία και τη συντέλεσή της σύμφωνα με τους νόμους περί σχεδίων πόλεων και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, β)ή διότι το επίδικο ως άνω τμήμα που έχει ενταχθεί στο ως άνω ΚΑΕΚ ειδικής έκτασης, έχει χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστος χώρος με το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης και έχει διατεθεί στη κοινή χρήση με τη βούληση της ιδιοκτήτριας ενάγουσας με επίκληση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία συνάγεται (η ρητή ή σιωπηρή) η βούληση της αυτή ή με επίκληση των πραγματικών περιστατικών από τα οποία συνάγεται πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, κατ’ ανοχή της ιδιοκτήτριας, έτσι ώστε αυτό (επίδικο τμήμα εδαφικής έκτασης 13.317,28 τ.μ) ανήκει ήδη στην κυριότητα του Δήμου ……., χωρίς υποχρέωση από αυτόν καταβολής αποζημίωσης, γ)ή με τη νομότυπη βούληση της ιδιοκτήτριας ή τη νομότυπη παραίτηση από την κυριότητα, κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως αόριστο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, τον ανωτέρω ισχυρισμό, ορθά κατ’ αποτέλεσμα εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλούμενης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος της εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Όσον αφορά το επικαλούμενο εδαφικό τμήμα με ΚΑΕΚ ………….. για το οποίο επαναφέρει τον ισχυρισμό του (ο εναγόμενος ΟΤΑ ήδη εκκαλών), ότι περιλαμβάνεται στα κοινόχρηστα πράγματα και ανήκει σε αυτόν (Δήμο ……….) κατά κυριότητα κτηθείσας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, λόγω της χρήσεως αυτού (εδαφικού τμήματος με τον ως άνω ΚΑΕΚ) ως παιδικής χαράς για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, τούτος (ισχυρισμός) είναι αλυσιτελής. Το εδαφικό τμήμα με αριθ. ΚΑΕΚ ………… δεν περιέλαβε η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη στην ένδικη από 1.9.2015 αγωγή της ως αντικείμενο αυτής εφόσον δεν εκτίθενται τα αναγκαία προς θεμελίωση του πραγματικά περιστατικά και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν έχει την ευχέρεια ούτε το αίτημα να μεταβάλει, ούτε τα πραγματικά περιστατικά να υποκαταστήσει. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, σιωπηρά απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος (πρώτος) της υπό κρίση εφέσεως, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής.

Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 Κ.Πολ.Δ η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση, από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προσδιοριστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κυρία παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, έννομη δε σχέση, κατά την έννοια των άνω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως, όχι δε και τα γενεσιουργά ή αποσβεστικά των τελεσιδίκως κριθέντων εννόμων συνεπειών περιστατικά. Δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή τέμνει την διαφορά, όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο (Ολ ΑΠ 959/1985). Επομένως, εάν με την τελεσίδικη απόφαση έχει αναγνωρισθεί η κυριότητα του ενάγοντος σε ορισμένο ακίνητο, παράγεται δεδικασμένο που εμποδίζει την έρευνα της ύπαρξης κυριότητας σε μεταγενέστερη δίκη με αίτημα την απόδοση του ιδίου ακινήτου ή τμήματος αυτού, καθόσον καλύπτει την ιστορική και νομική αιτία της νέας αγωγής ως προς το ζήτημα της κυριότητας και δεν επιτρέπεται η εκ νέου έρευνα του τρόπου, με τον οποίο αυτή αποκτήθηκε. Ταυτότητα αντικειμένου της δίκης υπάρχει και στην περίπτωση, κατά την οποία με την προηγουμένη τελεσίδικη απόφαση ο ενάγων αναγνωρίσθηκε έναντι του εναγομένου κύριος ή φορέας άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος επί μείζονος εδαφικής έκτασης, ενώ με την δεύτερη διεκδικητική αγωγή κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων του διώκεται η απόδοση εδαφικού τμήματος, περιλαμβανομένου στην μείζονα αυτή έκταση. Τούτο δε διότι στο τελεσιδίκως αναγνωρισθέν εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας επί του όλου ακινήτου, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε εδαφικό τμήμα, εμπίπτον στην μείζονα έκταση. Στην περίπτωση όμως που με τη δεύτερη αγωγή ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας μείζονος της, ήδη τελεσιδίκως, αναγνωρισθείσας έκτασης δεν υφίσταται δεδικασμένο ως προς το πλέον αυτής (αρχικώς αναγνωρισθείσας έκτασης) διεκδικούμενο εδαφικό τμήμα (ΑΠ 1661/2018, ΑΠ 1549/2018, ΑΠ 1229/2015, ΑΠ 1471/2012, Εφ.Αθ. 478/2019, Εφ.Δωδ. 175/2018, Εφ.Ανατολ.Κρητ. 15/2017, δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, της ανωτέρω ένδικης αγωγής της ενάγουσας, είχε προηγηθεί ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, η άσκηση της από 8/12/2009 αγωγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» που μετονομάσθηκε σε «………. (ήδη με την επωνυμία «…………») εναντίον του 1) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε), 2)Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και 3) του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος ……….» .Στην ως άνω (από 8.12.2009) αγωγή, η ενάγουσα ιστορούσε, ότι: «έχει στην κυριότητά της το επαρκώς περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια ακίνητο, συνολικής επιφανείας 128.177,85 τ.μ, το οποίο σύμφωνα με το από μηνός Νοεμβρίου 2000 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………… τέμνεται σε τρία μερικότερα τμήματα – γήπεδα με τα στοιχεία γήπεδο Α, γήπεδο Β και γήπεδο Γ και το οποίο απέκτησε κατά παράγωγο τρόπο με τους αναφερόμενους τίτλους κτήσης, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου. Ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, και την εμπρόθεσμη υποβολή εκ μέρους της σχετικής δήλωσης για το εμπράγματο δικαίωμά της, διαπίστωσε ότι στα οικεία κτηματολογικά βιβλία το επίδικο ακίνητο δεν εμφαίνεται ως ενιαίο γεωτεμάχιο ούτε εμφαίνεται να ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σ’ αυτή ενάγουσα), αλλά ότι εσφαλμένα εμφανίζονται να έχουν δημιουργηθεί περισσότερα γεωτεμάχια και ειδικότερα α)το τμήμα Α1 του γηπέδου Α, το οποίο έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης και έχει εμβαδόν 36.625,60 τ.μ, έχει κατατμηθεί από το κτηματολόγιο σε οκτώ (8) διάσπαρτα εδαφικά τμήματα, που έχουν λάβει οκτώ διαφορετικά ΚΑΕΚ, εκ των οποίων τα επτά με ΚΑΕΚ ………… φέρονται να ανήκουν στην κυριότητα «αγνώστου» ιδιοκτήτη και το όγδοο με ΚΑΕΚ ………. στην κυριότητα του τρίτου εναγομένου (Δήμου ……….), β)το τμήμα Α2  του γηπέδου Α, επιφανείας 32.168,05 τ.μ, κατά το άνω τοπογραφικό, έχει λάβει ΚΑΕΚ …… και φέρεται να ανήκει κατά ποσοστό 60% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα της ιδίας (ενάγουσας) και κατά ποσοστό 40% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα της δικαιοπαρόχου της εταιρείας με την επωνυμία «………….», γ)το γήπεδο Β, επιφανείας 12.728,92 τ.μ, έχει λάβει ΚΑΕΚ ……. και φέρεται να ανήκει ορθώς στην κυριότητα της ιδίας (ενάγουσας) και δ)το γήπεδο Γ, έκτασης 46.655,28 τ.μ, κατά το προαναφερόμενο τοπογραφικό, έχει λάβει ΚΑΕΚ ………….. και φέρεται να ανήκει κατά ποσοστό 60% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα της ιδίας (ενάγουσας) και κατά ποσοστό 40% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα της ανωτέρω δικαιοπαρόχου της ανώνυμης εταιρείας. Ότι οι εν λόγω πρώτες εγγραφές είναι εσφαλμένες και προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητάς της επί του επίδικου ακινήτου. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί να αναγνωριστεί μοναδική κυρία του επιδίκου μετά του επ’ αυτού συγκροτήματος κτιρίων, κτισμάτων, δεξαμενών και εν γένει εγκαταστάσεων παραγωγής κι αποθήκευσης καυσίμων, χημικών και ορυκτελαίων, να διορθωθεί η ανακριβής αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου, να καταργηθούν τα ήδη υπάρχοντα ΚΑΕΚ και να δημιουργηθεί ένα ενιαίο γεωτεμάχιο με ιδιαίτερο ΚΑΕΚ, να διαταχθούν οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων εγγραφών και τέλος να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Επί αυτής της (αγωγής), η οποία συζητήθηκε στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την 22.9.2010, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1908/2011 απόφαση αυτού (ιδίου ως άνω δικαστηρίου), η οποία έκρινε ότι: «η αγωγή κατά το σκέλος που αφορά τη διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά σχετικά με τα επτά εδαφικά τμήματα (από την κατάτμηση του τμήματος Α1 του γηπέδου Α), τα οποία με βάση τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο έχουν λάβει ΚΑΕΚ …………. και εμφανίζονται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ως ιδιοκτησίες «αγνώστου» ιδιοκτήτη, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, διότι η διόρθωση αυτή μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 791 παρ. 3, 4 ΚΠολΔ και 6 παρ. 3 του νόμου 2664/1998, όπως η παρ. 3 τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006), δεδομένου μάλιστα ότι ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η ενάγουσα επέλεξε την άσκηση τακτικής αγωγής και για τα ανωτέρω ακίνητα, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εκδικάσει την υπόθεση ως προς αυτά, αφού στην περίπτωση τούτη η ένδικη αγωγή θα έπρεπε να στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου που είναι ο υπό αίρεση δικαιούχος των εμφαινομένων ως «αγνώστου» ιδιοκτήτη ακινήτων, καθώς και να έχει τηρηθεί η προδικασία της αίτησης θεραπείας (κατ’ επιταγή του άρθρου 8 παρ. 1 α.ν 1539/1938, ως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 του ν. 2732/1999), γεγονότα που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Ομοίως απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου κρίνεται η αγωγή κατά το σκέλος που αναφέρεται στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής ώστε να καταργηθούν τα υφιστάμενα ΚΑΕΚ και το επίδικο ακίνητο, επιφανείας 128.177,85 τ.μ, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, να αποτυπωθεί ως ενιαίο γεωτεμάχιο με ένα ΚΑΕΚ, καθώς το αίτημα αυτό συνιστά διόρθωση εμπίπτουσα στις προβλεπόμενες από την παράγραφο 8 του άρθρου 6 του νόμου 266/1998 περιπτώσεις, οπότε η σχετική διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που καταχωρίστηκε στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχος εγγραπτέου δικαιώματος, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, η αγωγή κατά το σκέλος που αφορά τη διόρθωση των ανακριβών πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά αναφορικά με τα επίδικα ακίνητα, που με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο αυτής αποτελούν το τμήμα Α2 του γηπέδου Α και το γήπεδο Γ κι έχουν λάβει ΚΑΕΚ ……. και ………. αντίστοιχα, εμφανίζονται δε στα οικεία κτηματολογικά φύλλα να ανήκουν κατά ποσοστό 60% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα της ιδίας (ενάγουσας) και κατά ποσοστό 40% εξ αδιαιρέτου στην κυριότητα της εταιρείας με την επωνυμία «………….», πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης, επειδή η ένδικη αγωγή δεν στρέφεται κατά της τελευταίας, που είναι ο αναγραφόμενος στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχος κυριότητας των επιδίκων κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του 40%. Επίσης, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά του πρώτου εναγομένου (Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας) και κατά της δεύτερης εναγομένης (ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………), αφού κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του νόμου 2664/1998, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3481/2006, η αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων. Επίδικο είναι ένα ακίνητο, το οποίο κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς αποτελεί εδαφικό τμήμα από την κατάτμηση του τμήματος Α1 του γηπέδου Α και το οποίο κατά το κτηματολόγιο έχει έκταση 3.726 τ.μ  κι έχει λάβει Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ………… Το εν λόγω ακίνητο συνιστά τμήμα της ευρύτερης εδαφικής έκτασης, επιφανείας 128.177,85 τ.μ, που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής, επί της ……… στην οποία φέρει τον αριθμό ….. και απεικονίζεται στο από μηνός Νοεμβρίου 2000 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …….., που προσαρτάται στο υπ’ αριθμόν ………./2000 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, σύμφωνα με το οποίο η μείζονα έκταση τέμνεται σε τρία μικρότερα τμήματα – γήπεδα από τη λεωφόρο … (………..) και την παλαιά τροχιοδρομική γραμμή Πειραιώς – Περάματος και εμφαίνεται με τα στοιχεία Γήπεδο Α, Γήπεδο Β  και Γήπεδο Γ  αντίστοιχα, εκ των οποίων το Γήπεδο Α αποτελείται από δύο μερικότερα τμήματα, ήτοι το υπό στοιχεία Α1 τμήμα εμβαδού 36.625,60 τ.μ που είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης με το π.δ 4-8-1993/ΦΕΚ 1062 Δ΄/-9-1993 (έγκριση πολεοδομικής μελέτης τμημάτων του Δήμου …… – η πράξη εφαρμογής δεν έχει ακόμη κυρωθεί) και το υπό στοιχεία Α2 τμήμα εμβαδού 32.168,05 τ.μ που είναι εκτός σχεδίου και εκτός οικισμού. Ο τρίτος εναγόμενος (Οργανισμός Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «Δήμος …….») που παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, συνομολόγησε ρητά την ιστορική βάση της αγωγής όσον αφορά το επίδικο ακίνητο ΚΑΕΚ ………….., το οποίο εμφαίνεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο ότι ανήκει στην κυριότητα του, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθεισών προτάσεών του. Συνεπώς, από τη δικαστική αυτή ομολογία αποδεικνύεται πλήρως η ουσιαστική βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που αυτή κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, τα οποία δεν ερευνώνται από το παρόν Δικαστήριο αφού θεωρούνται αποδεδειγμένα,, με βάση και όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τον τρίτο εναγόμενο ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα εταιρεία μοναδική κυρία του επίδικου με ΚΑΕΚ ………. και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ώστε να διαγραφεί ο τρίτος εναγόμενος από κύριος και να εγγραφεί η ενάγουσα ως κυρία κατά παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με τίτλους κτήσης το υπ’ αριθμόν ………./24-12-1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά και το υπ’ αριθμόν ……/20-12-2000 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …. των βιβλίων μεταγραφών του ιδίου Υποθηκοφυλακείου.

Κατά της απόφασης αυτής, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοσή της, ενώ παρήλθε ήδη τριετία από την δημοσίευση αυτής (εκκαλούμενης απόφασης) που περάτωσε τη δίκη (23.3.2011) χωρίς να ασκηθεί έφεση από τους έχοντες τέτοιο δικαίωμα (ΚΠολΔ 516, 517, 518). Κατά συνέπεια η υπ’ αριθ. 1908/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχει καταστεί αμετάκλητη (άρθ. 518, 321 ΚΠολΔ) και παράγει δεδικασμένο τόσο για την ιστορική όσο και για τη νομική αιτία της επίδικης σύννομης σχέσης. Το εν λόγω δε δεδικασμένο δεν έχει ανατραπεί, καθόσον δεν έχει ασκηθεί κατά αυτής κάποιο έκτακτο ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσαγομένων διαδικαστικών εγγράφων. Από το περιεχόμενο της ως άνω αποφάσεως (1908/2011 και όχι από αυτό της κριθείσας ως άνω αγωγής) προκύπτει ότι η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, βάσει των διατάξεων των άρθρων 369, 1000, 1033, 1192, 1198 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ, 6 παρ. 1 και 2, 7 παρ. 3 Ν. 2664/1998, αναγνωρίσθηκε κυρία του επιδίκου εδαφικού τμήματος επιφανείας μ.τ 3.726 που έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ …….., το οποίο συνιστά τμήμα της ευρύτερης εδαφικής έκτασης επιφανείας μ.τ 128.177,85  που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής επί της ………., το οποίο πραγματικό γεγονός παραδέχτηκε ο εναγόμενος ΟΤΑ «Δήμος …….» ενώπιον του δικαστηρίου. Βάσει της μεταγενέστερης χρονικά από 1.9.2015 ένδικης ως άνω αγωγής της ενάγουσας ήδη εφεσίβλητης στρεφόμενη κατά του εναγομένου ήδη εκκαλούντος ΟΤΑ «Δήμου …….», εκδόθηκε, επιστηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 369, 1000, 1033, 1192, 1198 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ, 6 παρ. 1 και παρ. 2 Ν. 2664/1998, η εκκαλουμένη απόφαση (3804/2018). Από το περιεχόμενο αυτής (εκκαλουμένης απόφασης) προκύπτει ότι η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη αναγνωρίσθηκε κυρία του επίδικου εδαφικού τμήματος επιφανείας μ.τ 13.317,28 το οποίο εσφαλμένα εμφανίζονταν ως τμήμα ειδικής έκτασης και είχε λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……….. και το οποίο (επίδικο τμήμα) αποτελεί τμήμα της ευρύτερης εδαφικής έκτασης επιφανείας μ.τ 128.177,85 που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής επί της ……….. αποκλειστικής κυριότητας αυτής (ενάγουσας). Όμως, δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση πεδίο εφαρμογής δεδικασμένου απορρέοντος από την υπ’ αριθμ. 1908/2011 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Τούτο διότι, με την τελεσίδικη ως άνω απόφαση η ενάγουσα αναγνωρίσθηκε έναντι του εναγομένου την οποία (κυριότητα εδαφικής έκτασης) κυρία εδαφικής έκτασης 3.726 τ.μ το οποίο κατά το Κτηματολόγιο φέρει ΚΑΕΚ ./…, το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο δυνάμει των αναφερομένων συμβολαιογραφικών εγγράφων (…/1997, …/2000), νόμιμα μεταγραφέντων, το οποίο αποτέλεσε  το αντικείμενο της δίκης αυτής και η έννομη σχέση που προβλήθηκε, διαγνώσθηκε και κρίθηκε τελεσιδίκως χωρίς η μείζονα έκταση ως δικαίωμα κυριότητας επί όλου του ακινήτου από το οποίο πηγάζει και η κυριότητα του επιδίκου τμήματος να έχει κριθεί στη δίκη αυτή, έτσι ώστε να περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε άλλο εδαφικό τμήμα, εμπίπτον στη μείζονα έκταση (ΑΠ 313/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ). Με τη μεταγενέστερη από 1.9.2015 ένδικη αγωγή η ενάγουσα ζητεί έναντι του ιδίου εναγομένου να αναγνωρισθεί κυρία εδαφικής έκτασης 13.317,29 τ.μ το οποίο περιλαμβάνεται στο ΚΑΕΚ ειδικής έκτασης με αριθμό ………… Όμως δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση ταυτότητα διαφοράς, ιστορικής και νομικής αιτίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, εφόσον με την από 1.9.2015 αγωγή ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας τμήματος της μείζονος έκτασης που δεν εμπίπτει με το εδαφικό τμήμα που είχε ζητηθεί και αναγνωρισθεί η κυριότητά του, με την προαναφερθείσα τελεσίδικη και ήδη αμετάκλητη απόφαση, στην οποία δεν είχε αναγνωρισθεί, όπως ανωτέρω αναφέρεται, το δικαίωμα κυριότητας επί ολου του ακινήτου έκτασης μ.τ 128.177,85 στο οποίο, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, να περιλαμβάνεται και το επίδικο διεκδικούμενο εδαφικό τμήμα επιφανείας μ.τ 13.317,28. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής του δεδικασμένου επί του, πλέον του αρχικά αναγνωρισθέντος με την υπ’ αριθ. 1908/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εδαφικού τμήματος, και, επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος της υπό κρίση εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν των όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει η έφεση του εναγομένου να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν τον εκκαλούντα λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρο 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006 – Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.10.2018 (αριθ.καταθ. …………/2018) έφεση κατά της με αριθ. 3804/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Δεκεμβρίου 2020  και δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ