Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 75/2021

Αριθμός  75/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη (ορισθέντος με την υπ΄ αριθμ. 47/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς), Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 300 και 304 του ΚΠολΔ με σαφήνεια προκύπτει ότι η δημοσίευση της απόφασης επιφέρει την τελείωση αυτής, μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειες (ΑΠ 943/2004 ΕλλΔνη 47.1633, ΑΠ 897/2004 ΕλλΔνη 46.1663, ΑΠ 268/1983 ΝοΒ 31.1563), ενώ παραλείψεις ή σφάλματα αυτής, είτε ελλιπές διατακτικό δεν συνιστούν έλλειψη δημοσίευσης (ΕφΑθ 7773/1982 ΕλλΔνη 24.65), ή ανύπαρκτο αυτής κατ΄ άρθρο 313 του ΚΠολΔ που θεμελιώνουν ένδικο μέσο κατ΄ αυτής (ΕφΑθ 7773/1982 ο.π., ΕφΑθ 9188/1982 ΑρχΝ 35.695), ή κατά τις περιστάσεις διόρθωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 315 επ. του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 7773/1982 ο.π.), ενώ, επίσης, εφόσον έχει αφεθεί αδίκαστη αίτηση υπόκειται σε αναίρεση για τον κατ΄ άρθρο 559 αριθμός 9 ιδίου Κώδικα λόγο (ΑΠ 553/2004 ΕλλΔνη 47.758, ΑΠ 956/1996 ΕλλΔνη 39.817). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ίδιου Κώδικα, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 513 παρ. 1 εδ. β΄ και 553 παρ. 1 εδ. β΄ επίσης του ίδιου Κώδικα με σαφήνεια προκύπτει ότι οι οριστικές αποφάσεις και δη εκείνες που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτοντα αιτήματα, δεν μπορούν, μετά τη δημοσίευσή τους να ανακληθούν από το Δικαστήριο που τις έχει εκδώσει το οποίο απεκδύεται από κάθε στη συνέχεια εξουσία (ΑΠ 4/2007 ΕλλΔνη 48.429, ΑΠ 509/1999 ΕλλΔνη 40.1711, ΑΠ 1318/1992 ΕλλΔνη 35.378). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι εφόσον εκδόθηκε οριστική απόφαση επί εκκρεμούς αιτήσεως παροχής δικαστικής προστασίας, είναι απαράδεκτη η κλήση με την οποία επαναφέρεται ενώπιον του εκδόντος την απόφαση Δικαστηρίου για νέα περαιτέρω συζήτηση η αίτηση, αγωγή κλπ (ΕφΑθ 410/2008 ΕλλΔνη 2008.828, ΕφΚρ 65/1982 ΕλλΔνη 25.382).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 8-5-2020 (αρ. καταθ. ………../2020) κλήση της εφεσίβλητης-καθ΄ ης οι πρόσθετοι λόγοι-ενάγουσας παραδεκτά, ως προς την πρώτη των καθ΄ ων η κλήση, νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση, αφού εκ των εκδόντων την κατωτέρω αναφερόμενη υπ΄ αρ. 453/2019 απόφαση Δικαστών, Αντωνίου Πλακίδα, Προέδρου Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Εφέτη-Εισηγητή και Εμμανουηλίας-Αλεξάνδρας Κεχαγιά, Εφέτη, κατά την παρούσα επαναληφθείσα συζήτηση της υποθέσεως ο πρώτος εξ αυτών, Αντώνιος Πλακίδας, Πρόεδρος Εφετών, δεν τυγχάνει πλέον μέλος του Δικαστηρίου, καθόσον έχει αποχωρήσει λόγω συνταξιοδοτήσεως) α) η από 28-9-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) έφεση και β) οι από 24-8-2018 (αρ. καταθ. ……./2018) πρόσθετοι λόγοι εφέσεως των καθ΄ ων η κλήση-εκκαλούντων-ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως-εναγομένων κατά της υπ΄ αρ. 3607/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) και κατ΄ αυτής (καλούσας), μετά τη ματαίωση αυτής (συζήτησης) κατά τη δικάσιμο της 7-5-2020. Ειδικότερα, επί της ανωτέρω εφέσεως και των πρόσθετων λόγων αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 453/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων τα ως άνω ένδικα μέσα, απορρίφθηκαν αυτά ως προς το δεύτερο των εκκαλούντων και έγιναν τυπικά δεκτά αυτά ως προς την πρώτη των εκκαλούντων, ενώ, αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η έκδοση της οριστικής αποφάσεως και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους, αντίγραφο του τυχόν υποβληθέντος, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, παραβόλου, το οποίο αφορά στην καταβολή του αντίστοιχου τέλους δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων), καθώς και σχετικής βεβαιώσεως του γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί της εξαγωγής του αντιγράφου αυτού από τον οικείο φάκελο δικογραφίας και, σε περίπτωση μη καταβολής πρωτοδίκως του τέλους αυτού, να προσκομισθεί το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο) για το αντικείμενο της από 20-7-2016 (Γ.Α.Κ. …/2016 και Ε.Α.Κ. …/2016) αγωγής. Σημειωτέον ότι στην ως άνω κλήση δεν απαιτείται να μνημονεύεται η προσκομιδή του δικαστικού ενσήμου που καταβλήθηκε στον πρώτο βαθμό ή του δικαστικού ενσήμου που καταβλήθηκε εκ των υστέρων, και του τρόπου υπολογισμού του προκειμένου να κριθεί εάν καταβλήθηκε το προσήκον, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει η πρώτη των καθ΄ ων η κλήση-πρώτη των εκκαλούντων-πρώτη των ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως, καθόσον, εν προκειμένω, σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται περί εφέσεως κατά αποφάσεως που απέρριψε την αγωγή, ως αβάσιμη, λόγω πλασματικής ερημοδικίας από την παράλειψη της καταβολής δικαστικού ενσήμου. Ωστόσο, όσον αφορά στο δεύτερο των καθ΄ ων η κλήση, απαραδέκτως φέρονται προς συζήτηση, με την ένδικη κλήση, η ίδια ως άνω έφεση και οι ίδιοι ως άνω πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, καθόσον, ως προς τον εκκαλούντα αυτόν (δεύτερο των εκκαλούντων), έχουν, ήδη, απορριφθεί οι εν λόγω έφεση και πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, με οριστική διάταξη της προαναφερομένης υπ΄ αρ. 453/2019 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με συνέπεια να υφίσταται, ως προς τον ανωτέρω διάδικο, δεδικασμένο, που εμποδίζει την εκ νέου, ως προς αυτόν, συζήτηση των ένδικων εφέσεως και πρόσθετων λόγων εφέσεως (άρθρα 321 επ. του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 1175/2019). Κατόπιν αυτού, και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, η από 8-5-2020 (αρ. καταθ. ……/2020) κλήση, ως προς τον δεύτερο των καθ΄ ων. Διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων σε βάρος της ως άνω καλούσας, υπέρ του δεύτερου των καθ΄ ων η κλήση, δεν θα περιληφθεί στην παρούσα, διότι αυτός (δεύτερος των καθ΄ ων η κλήση), δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερα δικαστικά έξοδα ως προς την ως άνω κλήση, ενόψει ότι εκπροσωπήθηκε, με την πρώτη των καθ΄ ων η κλήση, από την ίδια πληρεξούσια Δικηγόρο, κατέθεσε δε κοινές προτάσεις με αυτή (πρώτη των καθ΄ ων η κλήση).

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων» (το οποίο ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 1544/1942), όπως ισχύει σήμερα, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή (πλην των αναγνωριστικών αγωγών για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και των αγωγών για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνων που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού), εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογικών εισφορών υπέρ διαφόρων τρίτων φορέων). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018 ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014 ΕΠολΔ 2014.542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, όλες σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005 ΕλλΔνη 2006.479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 538/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013 ΕφΑΔ 2013.779, ΑΠ 1337/2011, ΑΠ 382/2011 ΝοΒ 2011.2158, ΑΠ 1107/2005). Σημειωτέον ότι η βάσει των ανωτέρω διατάξεων θέσπιση της προαναφερθείσας πλασματικής ερημοδικίας για το διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθόσον η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επιπλέον, υφίστανται οι διατάξεις του Ν. 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, δηλαδή στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων της εφέσεως, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιόν του, του δικαστικού ενσήμου, προς θεραπεία της ανωτέρω ερημοδικίας (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου, αρθρ. 524, παρ. VI,  αρ. 21, σελ. 226). Περαιτέρω, η αγωγή εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ διακρίνεται, με κριτήριο τη ζητούμενη προστασία, σε αναγνωριστική, όταν με αυτή ζητείται απλώς η αναγνώριση της ύπαρξης αξίωσης προς δήλωση βουλήσεως και σε καταψηφιστική, όταν με αυτή ζητείται και η καταψήφιση του εναγομένου σε επιχείρηση της δήλωσης βουλήσεως. Σε περίπτωση δε που η εν λόγω  αγωγή (εκ του άρθρου 949 του ΚΠολΔ) έχει καταψηφιστικό αίτημα, αυτή υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου (βλ.  ΑΠ 185/1989 ΕΕΝ 1990.43, ΕφΠειρ 525/2013 ΕλλΔνη 2014.140, ΕφΠατρ 969/2009 ΑχαΝομ 2010.147, ΕφΠειρ 920/2006 ΠειρΝομ 2007.116, ΕφΘεσ 1847/2003 Αρμ 2004 1312, ΕφΘεσ 1342/2001, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ»,  εκδ. 2η, τομ. ΙΙ, αρθρ. 949,αρ. 8, σελ. 581).  Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη, η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη της συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και, επομένως, το τελευταίο έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων στοιχείων (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 1983.219, ΑΠ 1520/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2114/2009 ΝοΒ 2010, ΑΠ 235/2003 ΕλλΔνη 2004.399, ΕφΠατρ 127/2018 ΝοΒ 2018.1649, ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453).

Στην προκειμένη περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο με διάταξη της υπ΄ αρ. 453/2019 αποφάσεώς του, για την οποία (διάταξη) δεν συντρέχει περίπτωση ανακλήσεως, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι από το αίτημα της ένδικης αγωγής συνάγεται ότι αυτή έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα και για το λόγο αυτό υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ενόψει του ότι με αυτή (αγωγή) ζητείται να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη σε καταδίκη δηλώσεως βουλήσεως, η οποία αφορά στις αναφερόμενες υλικές πράξεις (υποβολή έγγραφης αιτήσεως προς την αναφερόμενη Δημόσια Υπηρεσία κλπ). Έκρινε, επίσης, το Δικαστήριο τούτο ότι από την επισκόπηση όλων των στοιχείων της σχετικής δικογραφίας, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί το εάν έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων), και ότι ούτε στην εκκαλούμενη απόφαση υπάρχει αναφορά περί τούτου. Κατόπιν δε τούτων, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, έπρεπε να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της για να προσκομιστεί αντίγραφο του τυχόν υποβληθέντος, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, παραβόλου, το οποίο αφορά στην καταβολή του αντίστοιχου δικαστικού ενσήμου (μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων), καθώς και σχετικής βεβαιώσεως του γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί της εξαγωγής του αντιγράφου αυτού από τον οικείο φάκελο δικογραφίας, ενώ, σε περίπτωση μη καταβολής, πρωτοδίκως, του τέλους αυτού, να προσκομισθεί το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο) για το αντικείμενο της ανωτέρω αγωγής (δηλαδή την αξία της αναφερομένης στην αγωγή επιχειρήσεως [μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας] για την οποία ζητείται η μεταβίβασή της, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα στην αγωγή), διέταξε δε τα προαναφερόμενα. Με τις νομίμως κατατεθείσες από 8-7-2020 έγγραφες προτάσεις της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, επικαλείται και προσκομίζει, το πρώτον στον παρόντα βαθμό και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ενόψει του ότι πρωτοδίκως δεν είχε καταβληθεί δικαστικό ένσημο, το με κωδικό …………. e-Παράβολο, στο οποίο, όπως ισχυρίζεται, ενσωματώνεται το αναλογούν δικαστικό ένσημο που αφορά στο αντικείμενο της ένδικης αγωγής. Το ως άνω δικαστικό ένσημο, όμως, ποσού 3.317,15 ευρώ, αναλογεί στο ποσό μόνο των 313.175,61 ευρώ και όχι των 703.000 ευρώ που αντιστοιχεί στην αναφερόμενη στην αγωγή αξία της επιχειρήσεως [μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας],για την οποία ζητείται η μεταβίβασή της. Περαιτέρω με την νομίμως κατατεθείσα από 14-7-2020 προσθήκη-αντίκρουσή της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, επικαλείται και προσκομίζει επιπροσθέτως, το πρώτον στον παρόντα βαθμό και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και το με κωδικό ………….. e-Παράβολο, ποσού 1.852,58 ευρώ, το οποίο, όπως ισχυρίζεται, αντιστοιχεί στο δικαστικό ένσημο για το οφειλόμενο ποσό των 174.904,50 ευρώ, το οποίο αποτελεί το ποσό των τόκων που της οφείλουν οι εναγόμενοι. Κατόπιν τούτων η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, έχει προσκομίσει (προσκομίζοντας με επίκληση και τις αντίστοιχες αποδείξεις εξόφλησης, ήτοι για το πρώτο παράβολο την από 8-7-2020 απόδειξη εξόφλησης της Τράπεζας ΠΕΙΡΑΙΩΣ και για το δεύτερο παράβολο την από 14-7-2020 απόδειξη εξόφλησης της ίδιας Τράπεζας),συνολικό δικαστικό ένσημο ποσού 5.169,73 (= 3.317,15 + 1.852,58) ευρώ που αναλογεί σε ποσό 488.080,11 (= 313.175,61 + 174.904,50) ευρώ. Πλην όμως, το δικαστικό ένσημο, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να υπολογισθεί επί του αντικειμένου της δίκης που εν προκειμένω, κατ΄ άρθρο 9 του ΚΠολΔ, ανέρχεται στο ποσό των 703.000 ευρώ, ήτοι πρέπει να προσκομισθεί δικαστικό ένσημο 8‰ επί του κεφαλαίου: 5.624 ευρώ, ΤΑΧΔΙΚ 30% επί του δικαστικού ενσήμου: 1.687,20 ευρώ, χαρτόσημο 2% επί του δικαστικού ενσήμου: 112,48 ευρώ και ΟΓΑ χαρτοσήμου 20% επί του χαρτοσήμου: 22,50 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσού 7.446,18 (= 5.624  + 1.687,20  +  112,48 + 22,50) ευρώ και συνεπώς πρέπει να προσκομισθεί επιπλέον δικαστικό ένσημο ποσού 2.276,45 (= 7.446,18 – 5.169,73) ευρώ. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός που προβάλλει η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ότι το δικαστικό ένσημο πρέπει να υπολογισθεί, όπως η ίδια το υπολόγισε και το προσκόμισε, επί του ποσού των 313.175,61 ευρώ, που είναι, κατά τον ισχυρισμό της, το οφειλόμενο προς αυτήν χρηματικό ποσό (κεφάλαιο), το οποίο αναφέρεται στην αγωγή, αφού κατά το ποσό αυτό είναι υπερήμεροι οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες, και σε κάθε περίπτωση και επί του ποσού των 174.904,50 ευρώ, για το οποίο, επίσης κατά τον ισχυρισμό της, είναι υπερήμεροι οι εναγόμενοι και αποτελεί τους δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας του εν λόγω κεφαλαίου από την 24-7-2009 έως και την 12-5-2016, εάν ήθελε θεωρηθεί αίτηση ανάκλησης της ανωτέρω απόφασης ως προς τη διάταξη αυτής που αφορά το αντικείμενο της ένδικης αγωγής και το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου, [η οποία ως μη οριστική απόφαση (πρβλ. (ΑΠ 1027/1992), ως προς τη διάταξή της αυτή, πράγματι είναι δεκτική ανάκλησης (άρθρο 309 εδ. α΄ του ΚΠολΔ)] είναι απορριπτέα. Τούτο δε, καθόσον αντικείμενο της ένδικης αγωγής είναι η μεταβίβαση της επιχειρήσεως (μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας) και συνεπώς το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο) πρέπει να υπολογισθεί με βάση την αξία αυτής [της αναφερομένης στην αγωγή επιχειρήσεως (μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας) για την οποία ζητείται η μεταβίβασή της]. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, προσκόμισε ελλιπές δικαστικό ένσημο, πρέπει κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της που έχει κηρυχθεί περατωμένη, προκειμένου να συμπληρωθεί το δικαστικό ένσημο κατά τα ως άνω. Εξάλλου, σε περίπτωση που, κατά την επαναληφθείσα συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως, προσκομισθούν στοιχεία με βάση τα οποία, κατ’ άρθρα 8, 9, 10 και 11 του ΚΠολΔ, διαφοροποιείται η προαναφερθείσα αξία της ανωτέρω μεταβιβασθείσας επιχείρησης, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται να αποφανθεί περί τούτου. Σημειωτέον ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 227 του ΚΠολΔ προκειμένου να κληθεί ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της ενάγουσας να συμπληρώσει το δικαστικό ένσημο, αφού, σε κάθε περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο πρέπει προηγουμένως να αποφανθεί, με απόφασή του, επί του προαναφερόμενου ισχυρισμού που προβάλλει η ενάγουσα περί του υπολογισμού του ποσού του δικαστικού ενσήμου και της συναφούς ως άνω αιτήσεως ανακλήσεως. Τέλος, δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί των σχετικών δικαστικών εξόδων, ως προς την πρώτη των εκκαλούντων-πρώτη των ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως και την εφεσίβλητη-καθ΄ ης οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, γιατί αυτή ως προς τους διαδίκους αυτούς δεν είναι οριστική απόφαση (βλ. ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ 2012 342).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 8-5-2020 (αρ. καταθ. …../2020) κλήση, ως προς τον δεύτερο των καθ’ ων, ως απαράδεκτη.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να συμπληρωθεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, με την επιμέλεια της εφεσίβλητης-καθ΄ ης οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως-ενάγουσας, το προσήκον παράβολο δικαστικού ενσήμου (αγωγόσημο, μετά των σχετικών προσαυξήσεων υπέρ τρίτων) για το αντικείμενο της από 20-7-2016 (Γ.Α.Κ. …./2016 και Ε.Α.Κ. ……/2016) αγωγής.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11η Ιανουαρίου 2021  και δημοσιεύθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ