Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 76/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

 76 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 H κρινόμενη έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας, ανώνυμης εταιρίας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, εδρεύουσας στον Πειραιά Αττικής, κατά της υπ’αριθμ.731/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, επί της ασκηθείσας κατά της εφεσίβλητης, εταιρείας εδρεύουσας στη Νάπολη της Ιταλίας, από 23.9.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./29.9.2015) αγωγής της ανωτέρω εκκαλούσας, διώκουσας την αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης, ως αγοράστριας, φερομένης ως διά αντιπροσώπου συμβληθείσας στη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης, παραδοθεισών και παραληφθεισών σε πλοίο, πλοιοκτησίας της, και ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιά, ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων προς εφοδιασμό του, να της καταβάλει, ως πωλήτριας των καυσίμων αυτών, το συμφωνηθέν συνολικό τίμημα της πώλησης, πλέον τόκων, και με την οποία (εκκαλουμένη απόφαση) απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η αγωγή για τους ειδικότερα αναφερομένους σ’αυτήν (πρωτόδικη απόφαση) λόγους, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 9.4.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../ 9.4.2019), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την επιμέλεια της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, που συντελέσθηκε στις 12.3.2019, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …….. στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από την εκκαλούσα αντιγράφου της ως άνω απόφασης, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 του ΚΠολΔ παράβολο. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (τακτική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, και δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, των ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες της λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων συμπεριλαμβανομένων στο αντικείμενο της εμπορίας της, επίσης κάτοχος άδειας φορολογικής αποθήκης, αλλά και άδειας εμπορίας  αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1, με την από 23.9.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/29.9.2015) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλέσθηκε ότι σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης συγκεκριμένα προσδιοριζομένων στην αγωγή ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων εκ των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο δύο διαφορετικών (2) τύπων τέτοιων καυσίμων, που καταρτίσθηκε στις 10.10.2014 μεταξύ της ιδίας ως πωλήτριας, και της εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας στη Νάπολη της Ιταλίας, και πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Μάλτας πλοίου με την ονομασία “ΕΙ”, η οποία εν προκειμένω συμβλήθηκε διά της αντιπροσώπου της – εταιρείας, εδρεύουσας στη Μάλτα, με την επωνυμία “…………..”, σιωπηρά εξουσιοδοτηθείσας απ’αυτήν προς τούτο, ως αγοράστριας, της σύναψης της πώλησης ειδικότερα επελθούσας διά της έγγραφης αποδοχής από την ως άνω αντιπρόσωπο της εναγομένης της προηγηθείσης – επίσης έγγραφης – σχετικής πρότασης της ιδίας (της ενάγουσας), με συνομολογηθέν τίμημα, το οποίο ειδικότερα καθορίσθηκε σε δολάρια Η.Π.Α., ανά μετρικό τόνο για κάθε τύπο καυσίμου, μεταβίβασε κατά κυριότητα και παρέδωσε, με το ναυλωθέν από την ίδια δεξαμενόπλοιο με την ονομασία “N.”, στις 15.10.2014 στο ανωτέρω πλοίο, που ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιά, για τον ανεφοδιασμό του, τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο κατά τύπο και ποσότητα ναυτιλιακά καύσιμα, συνολικής αξίας 224.184,39 δολαρίων Η.Π.Α., τα οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα ο Α΄μηχανικός του πλοίου, που μετά την ολοκλήρωση της πετρέλευσης έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και την υπογραφή του στα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο δύο (2) δελτία αποστολής, έκδοσης της ιδίας, για τις παραδοθείσες ποσότητες, τα οποία έχουν περιληφθεί αυτούσια στην αγωγή. Ότι επί της πώλησης αυτής εξέδωσε το επίσης αναφερόμενο και ομοίως ενσωματωθέν στο αγωγικό δικόγραφο τιμολόγιο για το ως άνω ποσό, στο οποίο ανήλθε το συνολικό τίμημα, και συμφωνήθηκε πληρωτέο στις 5.11.2014, πλην όμως εξακολουθεί να της οφείλεται, μη εισέτι καταβληθέν, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της. Με βάση αυτό το  ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματός της στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο του συμφωνηθέντος σε δολάρια Η.Π.Α. ως άνω τιμήματος των πωληθέντων καυσίμων, προσδιορισθησόμενο σύμφωνα με τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, διότι (η εναγόμενη) κατέστη υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της συμβατικής της αυτής υποχρέωσης, που ανέλαβε διά της αντιπροσώπου της, η οποία ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της, άλλως επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι αγοράστρια των καυσίμων υπήρξε η προαναφερθείσα εταιρεία “………..”, ως ευθυνομένης (της εναγομένης) εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με αυτήν, με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα καύσιμα, όπως προβλέπεται στους γνωστούς στην εναγόμενη Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας), στους οποίους γίνεται παραπομπή και στο εκδοθέν για την επίμαχη πώληση τιμολόγιό της, και συγκεκριμένα στον υπό στοιχεία 8.β όρο, σύμφωνα με τον οποίο: “Παραδόσεις ναυτιλιακών καυσίμων σύμφωνα με τους παρόντες όρους δε γίνονται μόνον σε πίστη της αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα”, άλλως ως ενεχομένης με την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου αυτού και μέχρι της αξίας του, καθώς πρόκειται για απαίτηση από τον εφοπλισμό του, άλλως επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 6.11.2014, επομένη της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας για την αποπληρωμή του τιμήματος, του οφειλομένου τόκου υπολογιζομένου με επιτόκιο 2% μηνιαίως, σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.7 Γενικό Όρο Πώλησης της ιδίας, άλλως με το κατά νόμο προβλεπόμενο επιτόκιο, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.731/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή καθ’ολοκληρίαν. Ειδικότερα με την ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν αρμόδιο καθ’ύλην και κατά τόπον προς εκδίκαση της αγωγής ως προς την εκ της σύμβασης κύρια βάση της, λόγω του τόπου κατάρτισης της ένδικης πώλησης, καθόσον στην Ελλάδα, και δη στον Πειραιά, εδρεύει η ενάγουσα, που απέστειλε στην αντιπρόσωπο της εναγομένης – εταιρεία με την επωνυμία “………….” – έγγραφη πρόταση για τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης, και όπου περιήλθε σ’αυτήν στη συνέχεια η έγγραφη αποδοχή από την ως άνω εταιρία της προηγηθείσης πρότασής της, αλλά και λόγω του τόπου εκπλήρωσης της συμφωνηθείσης παροχής, διότι στο λιμένα του Πειραιά ναυλοχούσε το πλοίο της εναγομένης, και έλαβε χώρα η πετρέλευση (άρθρο 33 του ΑΚ), καθώς και ως προς τη σωρευόμενη στο δικόγραφο και κατά δικονομική επικουρικότητα προβληθείσα βάση για τη στοιχειοθέτηση του αγωγικού αιτήματος του αδικαιολογήτου πλουτισμού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.3Β περ.ι΄του ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και συνακόλουθα ότι, όσον αφορά τις βάσεις αυτές, το ανωτέρω Δικαστήριο είχε και διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης (άρθρα 3 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔ).  Απορρίφθηκε όμως η αγωγή ως προς την έτερη επικουρική βάση της, σύμφωνα με την οποία η εναγόμενη ενέχεται σε καταβολή του οφειλομένου ποσού του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων λόγω της ιδιότητάς της ως κυρίας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα καύσιμα, καθώς πρόκειται περί απαίτησης από τον εφοπλισμό του πλοίου αυτού, ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διότι όσον αφορά τη συγκεκριμένη αγωγική βάση έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμογής η γενική διάταξη περί κατά τόπον αρμοδιότητας του άρθρου 22 του ΚΠολΔ, και εν προκειμένω του άρθρου 25 του ΚΠολΔ, της έδρας της εναγομένης, που βρίσκεται στην αλλοδαπή, και δη στην Ιταλία. Κρίθηκε επίσης με την ίδια απόφαση ότι, καθώς πρόκειται περί διαφοράς από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο, με βάση το οποίο θα ερευνηθεί η αγωγή, είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, όσον αφορά τη κύρια βάση της, δηλαδή αυτήν από τη μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσα σύμβαση πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2,3,4 παρ.1α και 19 παρ.1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 “για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές”, λόγω της έδρας της πωλήτριας εταιρίας, που βρίσκεται στην Ελλάδα, αλλά και λόγω σιωπηρού μετασυμβατικού καθορισμού του ως τέτοιου από τους διαδίκους,  όσον αφορά την αντιπροσώπευση της εναγομένης κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης πώλησης και τη δέσμευσή της απ’αυτήν έναντι της ενάγουσας, ως το δίκαιο της πολιτείας, στην οποία η φερόμενη ως αντιπρόσωπος της εναγομένης εταιρεία επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία της χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αλλά και όσον αφορά τη στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2 παρ.1,3, 10 παρ.1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11ης.7.2007. Κατόπιν της παραδοχής αυτής έγινε δεκτό, ότι, σύμφωνα με το ως άνω δίκαιο, η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης στην ενάγουσα τόκων υπερημερίας με μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο κατά το μέρος, κατά το οποίο αυτό υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό τόκου υπερημερίας, όπως ορίσθηκε στις σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και ανερχόταν κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2014 έως 15.3.2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16.3.2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, ενώ η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι κρίθηκε ότι η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε ειδικά στο δικόγραφο ακυρότητα ή ανατροπή των αποτελεσμάτων της ένδικης σύμβασης, από την οποία φέρονται να απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις. Ακολούθως διερευνήθηκε η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, και απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν αβάσιμη ως προς την κύρια βάση της, που ερείδεται στις διατάξεις της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, διότι έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν εκτίμησης των προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, ότι η εναγόμενη ουδέποτε αντιπροσωπεύθηκε στην επίδικη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων από την εταιρεία με την επωνυμία “………….”, ούτε ενέκρινε εκ των υστέρων την πώληση, αλλά ότι η εν λόγω σύμβαση συνήφθη μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας και της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να μην ενέχεται σε καταβολή του αιτουμένου ποσού του τιμήματος, και επιβλήθηκε σε βάρος της ενάγουσας η δικαστική δαπάνη της εναγομένης, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 4.400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα άσκησε την κρινόμενη έφεση, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον προς τούτο, που απορρέει από τη βλάβη της ως εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό διαδίκου, με την οποία, με την επίκληση λόγων, που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά α) στην απορριπτική κρίση του επί των επικουρικά προβληθεισών βάσεων της αγωγής της, και δη του αδικαιολογήτου πλουτισμού και αυτής της ευθύνης της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού του τιμήματος της επίδικης πώλησης καυσίμων λόγω της επικαλουμένης ιδιότητάς της ως κυρίας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα εν λόγω καύσιμα, επί του αναφερομένου στην αγωγή επιτοκίου για τον υπολογισμό των τόκων του κεφαλαίου της αγωγικής απαίτησης, αλλά και επί της ουσίας της υπόθεσης, και της ιδιότητας της εταιρείας με την επωνυμία “………………” ως άμεσης αντιπροσώπου της εναγομένης στην κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης, καθώς και β) στη διάταξη της δικαστικής δαπάνης, υποβάλλει αίτημα καθολικής εξαφάνισης της εκκαλουμένης, με σκοπό την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την παραδοχή της αγωγής της στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 904 εδαφ.α΄ του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδαφ. β΄ της ίδιας διάταξης περ.γ΄, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής που έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ’άρθρο 219 του ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ’αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α΄ έως δ΄ για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδαφ.α΄ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή η ανυπαρξία των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 § 1, 525 και 536 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα. Επομένως, αν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες και να απορρίψει την έφεση, γιατί κωλύεται από τη διαφορετική έκταση του δεδικασμένου, που προκύπτει από κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές. Ούτε όμως να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή για το λόγο αυτό μπορεί, γιατί στην περίπτωση αυτή η απόφαση είναι δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και θα καταστεί χειρότερη η θέση του, αφού το δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίο επιτρέπει ο νόμος μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικώς, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν η αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ή αόριστη, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε, αλλά νόμιμη, πλην όμως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς σε περίπτωση, που η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη ή αόριστη και κατά της απόφασης παραπονείται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 44.990, ΑΠ 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 216/2002 ΕλλΔνη 44.121, ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 37.683, ΑΠ 915/1980  ΝοΒ 29.296, ΑΠ 1190/1974 ΝοΒ 23.729, ΕφΔωδ 153/2008, ΜονΕφΠειρ187/2014 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η αγωγή με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, όσον αφορά τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αυτής βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί κατά νόμο η αξίωση της ενάγουσας, και την οποία προέβαλε η ανωτέρω διάδικος επικουρικά, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής της από τη φερόμενη ως καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πώλησης, στηρίζεται ακριβώς στα αυτά πραγματικά περιστατικά με την κύρια βάση, διότι επίκληση της ακυρότητας της εν λόγω σύμβασης δε γίνεται στο δικόγραφο, ως θα έδει για τη νομική πληρότητα της ως άνω επικουρικής βάσης, με αποτέλεσμα απορριπτέα αυτή να τυγχάνει ως νομικά αβάσιμη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή, αναφορικά με την ως άνω επικουρικά προβληθείσα βάση της, ως αόριστη, ενώ θα έπρεπε να την απορρίψει ως μη νόμιμη, έσφαλε, όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ο οποίος, όμως, πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, στην περίπτωση αυτή δε μπορεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την απόφασή του, καθώς θα πρόκειται περί απόφασης δυσμενέστερης για την εκκαλούσα, και θα καταστεί χειρότερη η θέση της, ούτε αρκεί απλή αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, λόγω της διαφορετικής έκτασης του δεδικασμένου, που προκύπτει εκ της απόρριψης της αγωγής για κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές.

Κατά το άρθρο 293 του ΑΚ το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ο νόμος ορίζει. Το ποσοστό του νομίμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος, και ήδη προσδιορίζεται με σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (άρθρο 3 παρ.2 του ν.2842/2000). Κατά το άρθρο 294 του ΑΚ κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επί πλέον. Η περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υπόχρεου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΘεσ 1762/2012 Αρμ.2013.1841, ΕφΘεσ 2262/2010 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999.1625). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εφαρμόζοντας και ερμηνεύοντας τις ανωτέρω διατάξεις, απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί αναγνώρισης της υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το κεφάλαιο της από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης απορρέουσας απαίτησής της, που κατάγεται προς κρίση, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 6.11.2014 μέχρι την πλήρη και ολοχερή εξόφληση, υπολογιζομένων με επιτόκιο 2% μηνιαίως, και, επομένως 24% σε ετήσια βάση, όπως η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι προβλέπεται στους γνωστούς στην εναγόμενη Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας, ως νόμω αβάσιμο κατά το μέρος, που υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο ποσοστό επιτοκίου, λαμβανομένου υπόψη ότι, και αληθών υποτιθεμένων των αναφερομένων στο δικόγραφο της αγωγής περί κατάρτισης συμφωνίας των διαδίκων για υπολογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου τυχόν ληξιπρόθεσμης και απαιτητής απαίτησης της ενάγουσας από την πώληση στην εναγόμενη ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων με το ως άνω αυξημένο επιτόκιο, η εν λόγω συμφωνία είναι σε κάθε περίπτωση άκυρη ως προς το επιπλέον του τότε ισχύσαντος νομίμου επιτοκίου, αφού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, το ανώτατο επιτόκιο του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό καθορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ., ανερχόταν από τις 10.9.2014 έως τις 15.3.2016 σε 7,3% ετησίως, και από τις 16.3.2016 και εφεξής σε 7,25% ετησίως, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Με το άρθρο 25 του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου του 2012 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή και, κατ’επέκταση, του κατ’έφεση δικάζοντος Δικαστηρίου τούτου, εφόσον οι διάδικοι είναι νομικά πρόσωπα, που εδρεύουν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η αγωγή ασκήθηκε μετά την 10η.1.2015 (άρθρο 66 παρ.1 του ιδίου Κανονισμού), ορίζεται ότι: «Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) Είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Από τις διατάξεις του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η συμφωνία  αυτή, που επιτρέπει στα μέρη να παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του Κανονισμού και να υποβάλουν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο που αυτά θα συμφωνήσουν, αποσκοπεί στον καθορισμό, με σαφή και ακριβή τρόπο, ενός δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, σύμφωνα με τη σύμπτωση βούλησής τους, εκφραζόμενη κατά τις οριζόμενες στην άνω διάταξη αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή ιδρύεται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου ή των δικαστηρίων του κράτους που επιλέχθηκε, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά. Το άρθρο αυτό ρυθμίζει με λεπτομέρεια τον τύπο που πρέπει να περιβληθεί μία συμφωνία παρέκτασης ώστε να είναι έγκυρη, με πανομοιότυπο τρόπο σε σύγκριση με την προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 23 του Καν. 44/2001. Οι προϋποθέσεις τυπικής εγκυρότητας της συμφωνίας παρέκτασης ρυθμίζονται αποκλειστικά και αυτόνομα από τον Κανονισμό, αποκλειομένης της προσφυγής στα εθνικά δίκαια προς συμπλήρωση ή παρέκκλιση από αυτές και χωρίς να δίνεται στα μέρη η δυνατότητα να παρεκκλίνουν με συμφωνία τους από τις ρυθμίσεις αυτές. Αρκεί λοιπόν η συμφωνία να περιβληθεί έναν από τους υπαλλακτικά προβλεπόμενους τέσσερις τύπους του άρθρ. 25 παρ. 1 και 2 προκειμένου να θεωρηθεί τυπικά έγκυρη. Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 25 παρ.1 μορφές ισχύουν για κάθε είδος συμφωνίας, χωρίς διαφοροποίηση ως προς το είδος της έννομης σχέσης. Η τήρηση ενός εκ των προβλεπόμενων τύπων δεν αποτελεί απλώς αποδεικτικό, αλλά συστατικό στοιχείο της συμφωνίας, καθόσον αποσκοπούν στην εξασφάλιση ότι υφίσταται πράγματι συμφωνία μεταξύ των μερών.    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ανωτέρω Κανονισμού «1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. 2. Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς», ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 5: «1. Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου. 2. Δεν εφαρμόζονται σε βάρος τους ιδίως οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι», κατά δε το άρθρο 63 παρ.1 του ίδιου Κανονισμού: «Για την εφαρμογή του ανά χείρας κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει: α) την καταστατική της έδρα, β) την κεντρική της διοίκηση ή γ) την κύρια εγκατάστασή της». Με το άρθρο 7 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή, β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι: εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων, εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών, γ) το στοιχείο α΄) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β΄)». Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι οι κανόνες δικαιοδοσίας του Κανονισμού 1215/2012 βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 4 του Κανονισμού αυτού, και επί νομικών προσώπων της έδρας τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό, μεταξύ των οποίων επί διαφορών από σύμβαση του άρθρου 7 του Κανονισμού. Ο δεύτερος αυτός κανόνας, ο οποίος υπαγορεύεται από το σκοπό της εγγύτητας, δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της σύμβασης και του δικαστηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς. Κατ’εφαρμογήν του κανόνα αυτού περί ειδικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ο εναγόμενος μπορεί να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση. Το σύστημα και η εν γένει οικονομία των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας του Κανονισμού 1215/2015 επιβάλλουν τη συσταλτική ερμηνεία των κανόνων του περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και ο σχετικός με διαφορές από σύμβαση κανόνας του άρθρου 5, οι οποίοι εισάγουν εξαίρεση από τη γενική αρχή της δωσιδικίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω ΕφΠειρ 479/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, που αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του προϊσχύσαντος Κανονισμού 44/2001, οι οποίες έχουν το αυτό ακριβώς περιεχόμενο με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κανονισμού 1215/2012, και σύμφωνα με την οποία δε μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση αγωγής σε βάρος του κυρίου του πλοίου για απαίτηση από τον εφοπλισμό του, και δη από τον πώληση στον εφοπλιστή του πλοίου καυσίμων, στη διάταξη του άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001, και ήδη στο άρθρο 7 του Κανονισμού 1215/2012, που αφορά στις διαφορές από σύμβαση, διότι δεν πρόκειται περί τέτοιας διαφοράς). Εξάλλου, από την εισαγωγή του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Επομένως, δεν είναι, κατά νόμο, δυνατή η σύγχρονη επί του ίδιου πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105 – 106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολόγησης, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο, όμως, αυτό είναι, όπως προαναφέρθηκε, μαχητό και μπορεί να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο. Είναι δε ζήτημα πραγματικό, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠατρ 114/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002, ΕφΠειρ 19/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Από την προαναφερόμενη διάταξη προκύπτει ότι όρος της άμεσης αντιπροσώπευσης είναι και η επιχείρηση της δικαιοπραξίας από τον αντιπρόσωπο στο όνομα άλλου με την έννοια, ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις απ’αυτήν θα παράγονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.183, ΑΠ 271/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βούλησης επιχειρείται επ’ονόματι άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δήλωσης βούλησης, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια, και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 37.13). Περαιτέρω, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 του ΑΚ, αν δε μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Η προς αντιπροσώπευση εξουσία παρέχεται δια της πληρεξουσιότητας, η οποία, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 212, 216, 217, 218, 222, 223, 229, 231 παρ. 1 και 361 του ΑΚ αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή από τον αντιπροσωπευόμενο σε τρίτον (τον πληρεξούσιο) της εξουσίας αντιπροσώπευσής του. Η δικαιοπραξία αυτή είναι, κατά κανόνα, άτυπη. Υποβάλλεται όμως, κατ’εξαίρεση, σε έγγραφο συστατικό τύπο, είτε διότι για την συγκεκριμένη πληρεξουσιότητα το απαιτεί ο νόμος, είτε διότι η δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα είναι τυπική, οπότε, τον για την δικαιοπραξία αυτή επιβαλλόμενο τύπο, πρέπει, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, να περιβληθεί και η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 217 περ.β΄ του ΑΚ (ΑΠ 362/2017, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 1305/2009, άπασες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 211, 212, και 229 έως 231 του ΑΚ, προκύπτει, ότι, αν κάποιος χωρίς πληρεξουσιότητα συνομολόγησε ως αντιπρόσωπος άλλου δικαιοπραξία, είτε και σύμβαση, η σχετική δικαιοπραξία είναι ανίσχυρη έναντι του αντιπροσωπευομένου, και δεν παράγει αποτελέσματα, εκτός εάν εκ των υστέρων την εγκρίνει ο αντιπροσωπευόμενος (ΑΠ 118/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 96/2007 ΕλλΔνη 48.1434). Περαιτέρω, από τα άρθρα 61, 65, 67, 68 και 70 του ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί, είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο, στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο το οποίο διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία, η οποία έχει καταρτισθεί επ’ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του, δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επ. και 713 επ. του ΑΚ. Από τον συνδυασμό των τελευταίων πιο πάνω διατάξεων, με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση καταρτισθείσα με πρόσωπα μη εκπροσωπούντα νομίμως οιοδήποτε νομικό πρόσωπο ή μη έχοντα αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 του ΑΚ, που ορίζει ότι, αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου. Η έγκριση αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος των συμβαλλομένων (άρθρα 236 και 238 του ΑΚ), υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για τη σύμβαση αυτή δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης (ΑΠ 2064/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 185, 189 και 192 του ΑΚ η τελείωση, και επομένως και η κατάρτιση της σύμβασης, επέρχεται αφότου η δήλωση για την αποδοχή της πρότασης περιήλθε στον προτείνοντα (ΕφΠειρ 112/2013 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, ο ν. 3054/2002 με τίτλο “Οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις” (Α΄230/2.10.2002), που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, ορίζει στο άρθρο 1 ότι σκοπός του “είναι η ρύθμιση θεμάτων πετρελαϊκής πολιτικής της χώρας” και ότι “η παροχή υπηρεσιών και κάθε δραστηριότητα που έχει σχέση με τη διύλιση, εμπορία, μεταφορά και αποθήκευση αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων υπάγεται στις διατάξεις του νόμου αυτού και εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον”. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο ως άνω νόμος, αφενός καθιερώνει καθεστώς αδειοδότησης προς άσκηση των δραστηριοτήτων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του και αφετέρου προβλέπει παράλληλη ευθύνη, σχετικά με την ποιότητα των πετρελαιοειδών προϊόντων, όλων των προσώπων που ασχολούνται με τη διακίνηση των προϊόντων αυτών (ιδίως άρθρα 3 έως 9, 14, 15), τιμωρουμένων, σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών τους, με διοικητικές ή και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 16, 17). Ειδικότερα, με το άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι “η άσκηση των δραστηριοτήτων Διύλισης, Εμπορίας, Λιανικής Εμπορίας, Μεταφοράς με αγωγό πετρελαιοειδών προϊόντων και Εμφιάλωσης Υγραερίων επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει χορηγηθεί η αντίστοιχη άδεια”, με το άρθρο 6 παρ.1, ότι “η άδεια εμπορίας χορηγείται μόνον σε ανώνυμες εταιρείες ή νομικά πρόσωπα άλλης μορφής της ευρωπαϊκής ένωσης …”, ενώ με την παρ. 9 του άρθρου 6 ορίζεται ότι “κατ’εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν”. Τέλος με τα άρθρα 16 και 17 αυτού, προβλέπονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις (φυλάκιση και επιβολή προστίμων) για κάθε παράβαση των διατάξεών του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1, η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, είναι έγκυρη. Και τούτο για το λόγο ότι ο νόμος, αν και προβλέπει αυστηρές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, δεν αποδοκιμάζει και συνεπώς δεν απαγορεύει τη σύμβαση, ώστε να επέρχεται ακυρότητα αυτής σύμφωνα με το άρθρο 174 του ΑΚ, αλλά απαγορεύει την παροχή με την μορφή πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, όχι όμως καθεαυτή, αλλά μόνον αν δεν πληρούται ορισμένη διατύπωση και ειδικότερα αν δεν έχει χορηγηθεί η προβλεπόμενη σχετική άδεια. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 174 του ΑΚ και η απειλούμενη με αυτό ακυρότητα της σύμβασης, αλλά το άρθρο 365 του ΑΚ και οι κατά παραπομπή αυτού διατάξεις των άρθρων 362 – 364 του ιδίου Κώδικα (πρβλ.ΑΠ 1903/2011). Ενισχυτικό της άποψης αυτής, είναι και το γεγονός ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 9 του ως άνω νόμου, επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και από μη κάτοχο άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης των κατόχων άδειας εμπορίας, χωρίς και εν προκειμένω η μη τήρηση της προϋπόθεσης αυτής να επάγεται ακυρότητα των συμβάσεων αυτών. Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο θα το όριζε ρητά ως έννομη συνέπεια, όπως όρισε ως συνέπεια της παράβασης των διατάξεών του την επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (ΑΠ 1479/2012 ΧρΙΔ 2013.207).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: (α) Την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος, με πρωτοβουλία της εναγομένης, μάρτυρός της ……………., η οποία δόθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας, προκειμένου να παραστεί κατά τη λήψη της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη  υπ’αριθμ………΄/7.5.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή …….., και περιέχεται στην υπ’αριθμ……/14.5.2018 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, των ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες κίνησης και εν γένει λειτουργίας των ποντοπόρων πλοίων συμπεριλαμβανομένων. Προς τούτο έχει εφοδιασθεί με την υπό στοιχεία ………./18.2.2024 άδεια φορολογικής αποθήκης, και επιπροσθέτως είναι εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων σε πλοία, διαθέτοντας την υπό στοιχεία ………../27.3.2012 άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της υπό στοιχεία ………/23.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε, ως άδεια εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Στις 10.10.2014 εκπρόσωποι της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρείας με την επωνυμία «……….»,  μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, προτιθέμενοι να προβούν, για λογαριασμό της τελευταίας, στην αγορά από την ενάγουσα προς περαιτέρω μεταπώληση ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία προορίζοντο για τον εφοδιασμό του υπό σημαία Μάλτας πλοίου με την ονομασία «ΕΙ», νηολογίου Βαλλέτας Μάλτας, με αριθμό ΙΜΟ …., ΚΚΧ 29303, ΚΚΧ 8970, ΔΔΣ ………., πλοιοκτησίας της επίσης μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εδρεύουσας στη Βαλλέττα της Μάλτας, εταιρείας με την επωνυμία «……….» (βλ.σχετικώς το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη σε επίσημη μετάφραση υπ’αριθμ. ……. πιστοποιητικό εθνικότητας αυτού), και όχι της εναγομένης, όπως φέρεται στην αγωγή, και χρονοναυλωμένο ήδη από τις 18.6.2013 και για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών στην εδρεύουσα στο Παλέρμο της Ιταλίας εταιρεία με την επωνυμία «………….», η οποία στη συνέχεια μετονομάσθηκε σε «……….», εδρεύουσα ομοίως στο Παλέρμο (βλ. σχετικώς τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη χροναυλοσύμφωνο και δύο πιστοποιητικά του Εμπορικού, Βιομηχανικού, Βιοτεχνικού και Γεωργικού Επιμελητηρίου του Παλέρμο, εκ των οποίων συνάγεται ότι πρόκειται περί του αυτού νομικού προσώπου με τον ίδιο φορολογικό κωδικό και αριθμό μητρώου, που άλλαξε επωνυμία), και μέλος της εναγομένης – ομίλου εταιριών, με έδρα τη Νάπολη της Ιταλίας, ήρθαν σε επικοινωνία με την ενάγουσα, ζητώντας της να υποβάλλει για το σκοπό αυτό έγγραφη προσφορά, που αφορούσε στο τίμημα της πώλησης τετρακοσίων (400) μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ΙFO 380 CST, και σαράντα (40) μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1%  για τις ανάγκες του ως άνω πλοίου, της διαβίβασης του αιτήματος αυτού υπέχουσας θέση πρόσκλησης προς την ενάγουσα προς υποβολή πρότασης κατ’άρθρο 185 του ΑΚ για την κατάρτιση μεταξύ τους σύμβασης πώλησης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μάλιστα, κατά δήλωση της ιδίας της εταιρείας «………….», οι ανωτέρω ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων θα έπρεπε να παραδοθούν από την ενάγουσα στο εν λόγω πλοίο στις 15.10.2014, ενώ αυτό θα ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιώς. Ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε την ίδια ημέρα στην εταιρεία «………….» έγγραφη προσφορά της, υπέχουσα θέση πρότασής της προς σύναψη μεταξύ τους σύμβασης πώλησης για τις προαναφερθείσες ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων προς εφοδιασμό του ως άνω πλοίου, με το σ’αυτήν (την πρόταση) ειδικότερα αναφερόμενο τίμημα, προσδιορισθέν ανά μετρικό τόνο για κάθε τύπο καυσίμου σε αλλοδαπό νόμισμα, και δη σε δολάρια Η.Π.Α., υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 185 του ΑΚ, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν η εταιρία «………….», σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 του ιδίου Κώδικα, με αποτέλεσμα από και διά της περιέλευσης στην ενάγουσα της ως άνω δήλωσης αποδοχής της αλλοδαπής εταιρείας να θεωρείται η σύμβαση καταρτισθείσα μεταξύ τους, κατ’άρθρο 192 του ΑΚ, διά της κατά περιεχόμενο σύμπτωσης των δηλώσεων βούλησης των ανωτέρω αντισυμβαλλομένων μερών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Αποδείχθηκε επίσης ότι στις 15.10.2014 παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο, ενώ βρισκόταν εντός των ορίων του λιμένος Πειραιώς στη θέση Ικόνιο, με τη διαμεσολάβηση της ενάγουσας διά του ναυλωμένου από την τελευταία δεξαμενοπλοίου με την ονομασία «Ν.», που εν προκειμένω ενεργούσε ως βοηθός εκπλήρωσης της συμβατικά αναληφθείσας σχετικής υποχρέωσης της εταιρείας «……….», η οποία στη συνέχεια μεταπώλησε με τη σειρά της τις από την ενάγουσα αγορασθείσες ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων στη ναυλώτρια του πλοίου αυτού εταιρεία με την επωνυμία …….», κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, 399.185 μετρικοί τόνοι καυσίμου, τύπου ΙFO 380 CST, και 38,367 μετρικοί τόνοι καυσίμου, τύπου MARINE GAS OIL 0,1%, εκδοθέντων σχετικώς για τις εν λόγω παραδοθείσες ποσότητες από την ενάγουσα των υπ’αριθμ. …. και …../15.10.2014 αντίστοιχα δελτίων αποστολής της. Οι κατά τα ανωτέρω αγορασθείσες ποσότητες καυσίμων παραλήφθηκαν από τον Α΄μηχανικό του πλοίου ως εκ της ειδικότητάς του αρμοδίου προς τούτο, όπερ δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη, ο οποίος υπέγραψε στα εκδοθέντα δελτία αποστολής της ενάγουσας επί της τεθείσας στα εν λόγω δελτία σφραγίδας του πλοίου.  Επί της πώλησης αυτής η ενάγουσα εξέδωσε σχετικώς το υπ’αριθμ.Α-…………./22.10.2014 τιμολόγιο, στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά τα είδη, στα οποία αφορά, και η αξία τους σε δολάρια Η.Π.Α. ανά τιμή μονάδας, και εν προκειμένω ανά μετρικό τόνο καυσίμου, η συνολική αξία της ανά τύπο καυσίμου πωληθείσας ποσότητας, καθώς και το άθροισμα των δύο επιμέρους ποσών, που συνιστά τη συνολική αξία των πωληθέντων καυσίμων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το εν λόγω τιμολόγιο, που δε φέρει υπογραφές εκδότη και παραλήπτη, πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στο ως άνω πλοίο 399.185 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου ΙFO 380 CST, αντί 487,35 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, συνολικής αξίας 194.542,81 δολαρίων Η.Π.Α., και 38,367 μετρικοί τόνοι καυσίμου τύπου MARINE GAS OIL 0,1%, αντί 772,58 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, συνολικής αξίας 29.641,58 δολαρίων Η.Π.Α., με αποτέλεσμα η αξία των πωληθεισών ποσοτήτων αμφοτέρων των τύπων να ανέλθει στο συνολικό ποσό των 224.184,30 δολαρίων Η.Π.Α., που αναγράφεται καταβλητέο έως τις 5.11.2014 το αργότερο. Επιπροσθέτως, στο ως άνω τιμολόγιο, έκδοσης της ενάγουσας, γίνεται μνεία περί του ότι ο πλοίαρχος, οι πλοιοκτήτες, οι ναυλωτές, οι διαχειριστές του εν λόγω πλοίου, η εταιρεία «………….», αλλά και το ίδιο το πλοίο, ευθύνονται έκαστος εξ αυτών ατομικά για την καταβολή ολοκλήρου του ποσού του τιμολογίου, ενώ στις παρατηρήσεις αναφέρεται ότι η πώληση διέπεται από τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις πώλησης της εκδότριας του τιμολογίου εταιρείας, και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, καθώς και ότι αρμόδια για την επίλυση των εξ αυτής διαφορών είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Τέλος, στον υπό στοιχεία 8α όρο εκ των Γενικών Όρων Πώλησης της ενάγουσας, οι οποίοι προσκομίζονται από την τελευταία στο πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα, αλλά και σε μετάφραση στα ελληνικά, και στην εφαρμογή των οποίων στην επίμαχη πώληση παραπέμπει το ανωτέρω τιμολόγιο, προβλέπεται ότι: «Αν για τον ανεφοδιασμό των καυσίμων έχει υπάρξει σύμβαση με αντιπρόσωπο του αγοραστή, που δρα για λογαριασμό του εντολέα ή των εντολέων, είτε αυτοί αποκαλύπτονται, είτε όχι, ή από τον ίδιο τον αγοραστή, ή από αντιπρόσωπο για λογαριασμό άλλου εντολέα ή εντολέων ανάλογα με την περίπτωση, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον εντολέα ή τους εντολείς κατά περίπτωση για την προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης», στον όρο 8β ότι: «Τα καύσιμα των πλοίων και η σχετική πετρέλευση παρέχεται στο πλαίσιο εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και οι αξιώσεις για την πετρέλευση ασκούνται κατά του σκάφους και κατά του αγοραστή, δεδομένης της εμπιστοσύνης, που επιδεικνύεται προς αυτόν», και, τέλος, στον όρο 9 ότι: «…Κάθε διαφορά που θα προκύπτει θα επιλύεται αποκλειστικά από τα Δικαστήρια του Πειραιά στην Ελλάδα…». Αποδείχθηκε επίσης ότι η εταιρεία με την επωνυμία «………….», μεταπώλησε με τη σειρά της στις 10.10.2014 τις αυτές ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, που είχε προηγουμένως αγοράσει από την ενάγουσα, στη ναυλώτρια του πλοίου εταιρεία με την τότε επωνυμία «…………», με υψηλότερο τίμημα, ως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, προς επίτευξη ίδιου κέρδους από τη συναλλαγή (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη από την εναγόμενη με σχετικό υπ’αριθμ.7 επιβεβαίωση παραγγελίας της «……….», που απευθύνεται προς την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία) και παρέδωσε τα πωληθέντα καύσιμα στο πλοίο διά της ενάγουσας, η οποία εν προκειμένω ενήργησε ως δικός της βοηθός εκπλήρωσης, εκδοθέντος σχετικώς για τη συγκεκριμένη πώληση του υπ’αριθμ………./15.10.2014 τιμολογίου της, συνολικού ποσού 232.268,97 δολαρίων Η.Π.Α., που συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την παράδοση των καυσίμων, η οποία, όπως προεκτέθηκε, έλαβε χώρα στις 15.10.2014, και ενώ το πλοίο βρισκόταν ελλιμενισμένο στη θέση Ικόνιο του λιμένος του Πειραιώς.  Μάλιστα, σύμφωνα με το ως άνω τιμολόγιο, στο οποίο αναφέρεται μόνον η ναυλώτρια του πλοίου, που ήταν και η αγοράστρια των καυσίμων, ως υπόχρεη για την καταβολή του συνολικού ποσού της αξίας των πωληθέντων, το ποσό αυτό έχει προκύψει κατόπιν χρέωσης από την πωλήτρια εταιρεία «…………», του καυσίμου τύπου ΙFO 380 CST με το ποσό των 504 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, έναντι του ποσού των 487,35 δολαρίων Η.Π.Α., με το οποίο η ανωτέρω είχε προηγουμένως αγοράσει την ίδια ποσότητα του αυτού τύπου καυσίμου από την ενάγουσα προκειμένου στη συνέχεια να την μεταπωλήσει στη  ναυλώτρια με άλλη ξεχωριστή σύμβαση, ενώ τα αντίστοιχα ποσά χρέωσης ανά μετρικό τόνο καυσίμου τύπου MARINE GAS OIL 0,1% ανήλθαν σε 784 και 772,58 δολάρια Η.Π.Α.αντίστοιχα. Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην επίμαχη σύμβαση πώλησης, το συνολικό ποσό του τιμήματος της οποίας διεκδικεί η ενάγουσα να της καταβληθεί από την εναγόμενη με την ένδικη αγωγή της, η εταιρεία με την επωνυμία «..……..» δεν ενήργησε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, υπό την έννοια, που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ήτοι στο όνομα και για λογαριασμό της, κατόπιν παροχής σχετικής πληρεξουσιότητας, όπως διατείνεται η ενάγουσα για τη θεμελίωση της κύριας αγωγικής βάσης, ούτως ώστε τα αποτελέσματα και οι συνέπειες της τοιουτοτρόπως επιχειρηθείσας απ’αυτήν δικαιοπραξίας να επέλθουν απευθείας στο πρόσωπο της εναγομένης, υπέρ και κατά της, και να ενέχεται η τελευταία σε καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού της αξίας των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων, διότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της πώλησης υπήρξε σχετική ρητή δήλωση προς την ενάγουσα – άμεσα και ευχερώς αντιληπτή απ’αυτήν – της εν λόγω εταιρείας περί της εμπλοκής της στη σύμβαση αποκλειστικά και μόνον με την ιδιότητα της αντιπροσώπου της εναγομένης [μάλιστα στην προσκομιζόμενη από την ίδια την ενάγουσα από 10.10.2014 επιβεβαίωση εντολής αγοράς  (Purchase Order Confirmation) των καυσίμων του πλοίου, που απέστειλε η εταιρεία «…………..» στην ενάγουσα, ουδέν περί τούτου αναφέρεται σχετικώς, όπως θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο εφόσον η ανωτέρω εταιρεία ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, αντίθετα ρητά αναφέρεται στο σχετικό κείμενο η εταιρεία αυτή παραπλεύρως της λέξης Λογαριασμός (Account), προφανώς παραπέμποντας σε χρέωση σε βάρος της του ποσού του τιμήματος από την πωλήτρια], ή σιωπηρή, αλλά σαφώς συναγόμενη, ούτε βέβαια τοιαύτη αντιπροσωπευτική εξουσία της ως άνω εταιρείας («…………») προς σύναψη της πώλησης θα μπορούσε να συναχθεί κατά τρόπο αντικειμενικά εμφανή από το σύνολο των περιστάσεων της κρινόμενης περίπτωσης, κατόπιν ερμηνείας με αντικειμενικά κριτήρια της περιελθούσας στην ενάγουσα δήλωσης δικαιοπρακτικής της βούλησης, οι οποίες ευλόγως θα δικαιολογούσαν τη βάσιμη πρόκληση στην αποδέκτρια της δήλωσης αυτής – ενάγουσα, όπως άλλωστε και στο μέσο συνετό άνθρωπο, της πεποίθησης ότι η συγκεκριμένη αλλοδαπή εταιρεία συμβάλλεται, όχι για δικό της λογαριασμό, αλλά επ’ονόματι της εναγομένης, ως αντιπρόσωπός της. Πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω η εναγόμενη δε συνδεόταν με το σκάφος, ούτε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδικης πώλησης, αλλά ούτε και στη συνέχεια, με οποιαδήποτε έννομη σχέση (ως κυρία, πλοιοκτήτρια, όπως φέρεται να είναι στην αγωγή για τη θεμελίωση της ευθύνης της, εφοπλίστρια, ναυλώτρια, ή διαχειρίστρια αυτού), η οποία επαρκώς θα δικαιολογούσε την ανάμειξή της στην αγορά των καυσίμων του, παρά όμιλος εταιριών, στον οποίο ανήκει η τότε και νυν ναυλώτρια του πλοίου με διαφορετική πλέον επωνυμία, που βέβαια συνιστά άλλο, διαφορετικό, αυθύπαρκτο και αυτοτελές νομικό πρόσωπο. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι εν προκειμένω στην επίμαχη σύμβαση πώλησης μοναδική αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας και αγοράστρια των καυσίμων, που χρησιμοποιήθηκαν για τον εφοδιασμό  του ως άνω πλοίου, υπήρξε η εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό αποκλειστικά, και στη συνέχεια μεταπώλησε τα ίδια καύσιμα στη ναυλώτρια του πλοίου, που παραδόθηκαν σ’αυτό διά της ενάγουσας με ναυλωμένο από την ίδια δεξαμενόπλοιο, της τελευταίας ενεργήσασας ως βοηθός εκπλήρωσης της «………», καταρτισθεισών, επομένως, στην κρινόμενη περίπτωση δύο διαδοχικών και ξεχωριστών συμβάσεων πώλησης, μία μεταξύ της ενάγουσας ως φυσικού προμηθευτή των καυσίμων και της «………..», και ακολούθως άλλη μία, μεταξύ της τελευταίας και της ναυλώτριας του πλοίου, δι’εκάστη των οποίων (πωλήσεων) η πωλήτρια αυτής (ενάγουσα και «……….») εξέδωσε το αντίστοιχο παραστατικό κατά τα προεκτεθέντα, ως άλλωστε είθισται να συμβαίνει στην πράξη στη διαδικασία εφοδιασμού των πλοίων με καύσιμα, ήτοι να εμπλέκονται περισσότερες εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, οι οποίες παρεμβάλλονται μεταξύ των διυλιστηρίων και του πλοιοκτήτη, ή του ναυλωτή ή του διαχειριστή του πλοίου, και λειτουργούν ως μεταπωλητές, αγοράζοντας τα καύσιμα με σκοπό να τα πωλήσουν περαιτέρω σε άλλον, προσθέτοντας η καθεμία στο τίμημα της μεταπώλησης την προμήθεια/κέρδος της, με αποτέλεσμα να συνάπτονται διαδοχικά πλείονες συμβάσεις πώλησης, όπως έλαβε χώρα και εν προκειμένω. Σημειωτέον ότι η έκδοση τιμολογίου πώλησης και από την ίδια την «………….» προς την αγοράστρια των καυσίμων – ναυλώτρια του πλοίου, η οποία με βάση τους όρους του ναυλοσυμφώνου υποχρεούτο έναντι της πλοιοκτήτριας, στην καταβολή της αξίας των καυσίμων, που θα αναλώνοντο για τη λειτουργία του πλοίου κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, δε συνάδει κατά την κοινή πείρα και λογική, αλλά και τα συναλλακτικά ήθη, με την επικαλούμενη στην αγωγή ιδιότητα της «………….» ως άμεσης αντιπροσώπου της εναγομένης σε μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας σύμβαση πώλησης των επίμαχων ποσοτήτων καυσίμων, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η αγωγή κατά την κύρια βάση της, διότι ο άμεσος αντιπρόσωπος άλλου σε μία συναλλαγή εξ ορισμού δεν εκδίδει ίδιο παραστατικό, ει μη μόνον ο αντιπροσωπευόμενος, υπέρ και κατά του οποίου λειτουργεί η διά του αντιπροσώπου του συναφθείσα σύμβαση. Ούτε όμως αντίθετη κρίση μπορεί να συναχθεί εκ της ανάμειξης στην επίμαχη πετρέλευση της ναυτικής πράκτορος του πλοίου στο λιμένα του Πειραιά εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία πράγματι απέστειλε στην ενάγουσα στις 13.10.2014 τηλεμοιοτυπία, επιβεβαιώνοντας με αυτήν στην πωλήτρια το χρόνο παράδοσης των καυσίμων, τη θέση του πλοίου κατά το χρόνο της παράδοσης, τα στοιχεία του πλοίου, και τις ποσότητες, που θα παραδίδοντο, καθώς η ανωτέρω, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς της αυτής, θα εμπλέκετο σε κάθε περίπτωση παράδοσης καυσίμων στο εν λόγω πλοίο προς ανεφοδιασμό του για τη διευθέτηση της σχετικής διαδικασίας και την ενημέρωση του φυσικού προμηθευτή περί του επιχειρησιακού προγράμματος του πλοίου, εφόσον αυτό βρισκόταν ελλιμενισμένο στο συγκεκριμένο λιμένα, και βέβαια ουδέποτε εξουσιοδοτήθηκε από τη ναυλώτρια, πολλώ δε μάλλον από την εναγόμενη, να αγοράσει για λογαριασμό της, ως άμεση αντιπρόσωπός της, καύσιμα για το πλοίο, με την επισήμανση ότι στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ως πλοιοκτήτρια η εταιρεία με την επωνυμία «…………..», και όχι η εναγόμενη, όπως αυτή φέρεται στην αγωγή. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πλήρως αποδείχθηκε ότι ουδεμία συμβατική σχέση συνδέει την ενάγουσα με την εναγόμενη, ώστε να ενέχεται η τελευταία σε καταβολή της αξίας των καυσίμων προς την ενάγουσα με τις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης διατάξεις, λόγω υπερημερίας της περί την εκπλήρωση συμβατικής της υποχρέωσης. Λεκτέον επιπροσθέτως ότι ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού δε μπορεί να θεμελιωθεί στο γεγονός ότι επί των δελτίων αποστολής των καυσίμων, έκδοσης της ενάγουσας, έχει αδιαμφισβήτητα θέσει την υπογραφή του ο Α΄μηχανικός του πλοίου αυτού, και τη σφραγίδα του πλοίου, διότι α) στα ανωτέρω δελτία δεν έχει περιληφθεί προδιατυπωμένος όρος, που να καθιστά υπεύθυνο για την αποπληρωμή του τιμήματος των παραληφθέντων καυσίμων τον κύριο, τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή, το διαχειριστή, ή τον καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το πλοίο, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον κάθε φορά αγοραστή των καυσίμων, β)  ο πρώτος μηχανικός του πλοίου, διά της υπογραφής των δελτίων αυτών, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, βεβαίωσε αυτό ακριβώς το πραγματικό γεγονός της παραλαβής της αγορασθείσης από τη ναυλώτρια ποσότητας πετρελαίου και μόνον, για λογαριασμό της τελευταίας, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων,  ήλεγξε τα καύσιμα, με βάση και τις ειδικές γνώσεις, που διαθέτει λόγω της ιδιότητάς του, ώστε να παραδοθούν στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας καύσιμα, όπως όφειλε, σε εκτέλεση των καθηκόντων του, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της ναυλώτριας αποκλειστικά και μόνον κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης – με το προεκτεθέν περιεχόμενο – εξουσίας αντιπροσώπευσής της, χωρίς, επιπροσθέτως, να του έχει χορηγηθεί η εντολή και πληρεξουσιότητα από το νόμο ή δυνάμει δικαιοπραξίας, να δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος την ανωτέρω, ή την πλοιοκτήτρια, την οποία κατά νόμο εκπροσωπεί ο πλοίαρχος, πολλώ δε μάλλον την εναγόμενη, με την οποία, άλλωστε, ουδεμία συμβατική ή άλλη σχέση τον συνέδεε, και ιδίως να συνάπτει για λογαριασμό της συμβάσεις, που συνεπάγονται την ανάληψη υποχρεώσεων, με την περαιτέρω επισήμανση ότι, ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, και σε κάθε περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη είχε εξουσιοδοτήσει αυτόν, να την εκπροσωπεί και να συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπός της, ώστε να δεσμεύεται από την υπογραφή του στα επίμαχα δελτία αποστολής, και να υποχρεούται σε πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραδοθέντων στο πλοίο καυσίμων, και γ) η εναγόμενη, όπως έχει  ήδη αναφερθεί, κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύναψης της επίδικης πώλησης δεν ήταν ούτε η κυρία, ούτε η πλοιοκτήτρια, ούτε η διαχειρίστρια, ούτε η ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί έλλειψης οιουδήποτε συμβατικού δεσμού μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης, αλλά της κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για ίδιον λογαριασμό, και όχι ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ανωτέρω εταιρεία «……….» δε διαθέτει άδεια εμπορίας στην Ελλάδα ναυτιλιακών καυσίμων, όπερ, κατά την ενάγουσα συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι η «……….» δε θα μπορούσε να ενεργήσει εν προκειμένω ως πωλήτρια, ει μη μόνον ως διαμεσολαβήσασα στην πώληση των καυσίμων αντιπρόσωπος της εναγομένης, διότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάρτιση τέτοιας σύμβασης πώλησης και από μη κάτοχο σχετικής άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των καυσίμων στο πλοίο και η έκδοση των απαιτουμένων παραστατικών θα γίνεται αποκλειστικά από κάτοχο άδειας εμπορίας, όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση, που η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «…………» πώλησε στη ναυλώτρια του πλοίου τις ποσότητες καυσίμων, τις οποίες είχε προηγουμένως αγοράσει από την ενάγουσα, πλην όμως παρέδωσε τα πωληθέντα στο πλοίο χρησιμοποιώντας ως βοηθό εκπλήρωσης της υποχρέωσής της τη δική της πωλήτρια  – ενάγουσα, που εξέδωσε και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής των παραληφθεισών ποσοτήτων, καθώς η ίδια διαθέτει άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων στην Ελλάδα, κατά τα προαναφερθέντα, με την περαιτέρω επισήμανση ότι σε κάθε περίπτωση η μη τήρηση της εν λόγω προϋπόθεσης δεν επάγεται ακυρότητα της σύμβασης. Ισχυρίζεται επίσης η ενάγουσα στην αγωγή της ότι, άλλως επικουρικώς, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι αγοράστρια των καυσίμων υπήρξε η εταιρεία με την επωνυμία «………….», η ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του τιμήματος της επίδικης πώλησης,  αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την ανωτέρω εταιρεία, θεμελιώνεται στους ισχύοντες Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας), και συγκεκριμένα στον υπό στοιχεία 8α Όρο, το περιεχόμενο του οποίου έχει ήδη αναφερθεί, στους οποίους παραπέμπει ως εφαρμοστέους στην επίμαχη πώληση το σχετικώς εκδοθέν τιμολόγιό της, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως ευσταθεί. Και τούτο διότι δεν προέκυψε εκ των προσκομισθέντων ενώπιον και του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, ότι οι ως άνω Όροι είχαν γνωστοποιηθεί, κοινοποιηθεί, υποδειχθεί ως ισχύοντες στις πωλήσεις, που συνάπτει η ενάγουσα, ή τεθεί υπόψη της εναγομένης, καθ’οιονδήποτε τρόπο, ώστε να τη δεσμεύουν, πολλώ δε μάλλον που το συγκεκριμένο τιμολόγιο, που παραπέμπει στην εφαρμογή των Όρων αυτών, δε φέρει υπογραφή νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, όπως απαιτείται για την ανάληψη εξ αυτού υποχρεώσεων, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε ούτε πλοιοκτήτρια, ούτε κυρία, ούτε ναυλώτρια, ούτε διαχειρίστρια του πλοίου, στο οποίο παραδόθηκαν οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων, ούτε βέβαια αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας στην πώληση αυτή, όπερ θα δικαιολογούσε την προηγούμενη ενημέρωσή της περί της ισχύος στη σύμβαση των συγκεκριμένων Όρων. Είναι αυτονόητο επίσης ότι η έκδοση του τιμολογίου της επίδικης πώλησης από την ενάγουσα με αναφορά, εκτός από την εταιρεία με την επωνυμία  «…………..», και του καπετάνιου, των πλοιοκτητών, ναυλωτών και διαχειριστών του πλοίου, ως υποχρέων προς καταβολή του ποσού της αξίας των πωληθέντων καυσίμων, δε δημιουργεί συμβατικό δεσμό μεταξύ ενάγουσας και εναγομένης, εκ του οποίου να απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη, πολλώ δε μάλλον που η εναγόμενη ουδεμία τέτοια ιδιότητα είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύναψης της πώλησης, αλλά ουδέποτε και στη συνέχεια την απέκτησε. Επομένως, ενόψει όσων αναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επίσης δέχθηκε ότι η επίμαχη σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων για τον εφοδιασμό του ως άνω πλοίου καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία συμβλήθηκε στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό, και όχι ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, όπερ δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρεία δε διαθέτει άδεια εμπορίας στην Ελλάδα πετρελαιοειδών προϊόντων, και, συνακόλουθα, απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τους δεύτερο, τρίτο, και τέταρτο λόγους της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειωτέον επίσης ότι, εφόσον η εναγόμενη δε δεσμεύεται από τους Γενικούς Όρους Πώλησης της ενάγουσας κατά τα προαναφερθέντα, στον υπό στοιχεία 9 Όρο των οποίων καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της υπόθεσης, καθώς προβλέπεται σ’αυτόν ότι για την επίλυση των διαφορών, οι οποίες τυχόν προκύψουν εκ των πωλήσεων των ειδών που εμπορεύεται, κατά τόπον αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά, δε μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής, όσον αφορά την κατά δικονομική επικουρικότητα προβαλλόμενη στο δικόγραφο βάση αυτής (περί ευθύνης της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου ποσού ως κυρίας του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, αφού πρόκειται περί απαίτησης από τον εφοπλισμό του), σε σχετική περί τούτου έγγραφη συμφωνία των διαδίκων, καταρτισθείσα με βάση τον προβλεπόμενο στο άρθρο 25 στοιχείο α΄ του Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου του 2012 “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, που τυγχάνει εφαρμοστέος εν προκειμένω, τύπο, σύμφωνα με τα ειδικότερα στη μείζονα σκέψη προεκτεθέντα. Περαιτέρω, διεθνή δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής αναφορικά με την ανωτέρω επικουρική βάση της δε μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στη διάταξη του άρθρου 7 του ως άνω Κανονισμού που αφορά στις διαφορές από σύμβαση, με βάση τον τόπο, όπου έλαβε χώρα η παράδοση των πωληθέντων καυσίμων, διότι δεν πρόκειται εν προκειμένω περί τέτοιας διαφοράς, αφού δεν προέρχεται από την επίμαχη σύμβαση πώλησης, και δεν καθιερώνεται παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις, που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του, αλλά εδράζεται στην εκ του νόμου ευθύνη του κυρίου του πλοίου, η οποία, όπως προειπώθηκε στη μείζονα σκέψη, είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή). Ούτε όμως τέτοια δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου μπορεί να θεμελιωθεί σε κάποια άλλη βάση εκ των ειδικών (συντρεχουσών) βάσεων δικαιοδοσίας, που θεσπίζονται, και δη περιοριστικά, στον ως άνω Κανονισμό, των σχετικών διατάξεων αυτού ερμηνευομένων συσταλτικά, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Επομένως, εφόσον εν προκειμένω  για τη διερεύνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων αναφορικά με την εκδίκαση της ανωτέρω αγωγικής βάσης εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 4, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 63, του ανωτέρω Κανονισμού, που καθιερώνει ως γενική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας την κατοικία του εναγομένου, και εφόσον πρόκειται περί νομικού προσώπου την έδρα του, και η εναγόμενη εδρεύει στη Νάπολη της Ιταλίας, δε θεμελιώνεται διεθνή δικαιδοσία των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της ως άνω επικουρικά σωρευομένης στο δικόγραφο βάσης, ως προς την οποία η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του ομοίως απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, την αγωγή κατά τη βάση της αυτή, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, καταλήγοντας ωστόσο σε σωστό συμπέρασμα, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως τούτου η εναγόμενη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ουδέποτε υπήρξε κυρία του ανωτέρω πλοίου, ώστε να ευθύνεται με βάση τις προβαλλόμενες από την ενάγουσα ως εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 106 επ. του ΚΙΝΔ, περιορισμένα και μέχρι την αξία του πλοίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, πολλώ δε μάλλον που η ενάγουσα ουδόλως ανέφερε στο δικόγραφο στοιχεία περί του προσώπου του εφοπλιστή του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο, ει μη μόνον όλως αορίστως, με τρόπο γενικό και επιγραμματικό, επικαλέσθηκε επικουρικά την ευθύνη της εναγομένης προς καταβολή του ποσού του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων με την ιδιότητά της αυτή.

Κατά το άρθρο 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν υπέρ αυτού, αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΕφΑθ 3080/2010 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 617/2008, ΑΠ 777/2007, ΑΠ 781/2006, ΑΠ 54/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1260, ΕφΑθ 798/2007 ΕλλΔνη 2008.39). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην περίπτωση αυτή ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/2007, ΑΠ 171/2007, ΕφΘεσ 496/2011, ΕφΘεσ 1113/2010, ΕφΛαμ 212/2009 άπασες δημοσιευμένες σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ιδιαίτερη δυσχέρεια στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου συντρέχει σε περίπτωση διακύμανσης της νομολογίας, ή πλοκής των νομικών θεμάτων, που συνάπτονται με την υπόθεση (ΕφΑθ 833/2009 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης περί επιβολής των δικαστικών εξόδων, ποσού 4.400 ευρώ, της εναγομένης σε βάρος της, ισχυριζόμενη ότι συνέτρεχε περίπτωση συμψηφισμού αυτών, κατ’άρθρο 179 του ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόσθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, υπήρξε ιδιαίτερα δυσχερής, άλλως ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπέρογκο και θα έπρεπε να προσδιορισθεί στο ποσό των 583,04 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο βάσει των δικηγορικών αμοιβών, που ίσχυσαν κατά το χρόνο εκδίκασης της αγωγής, και ανέρχονταν στο ποσό των 171 ευρώ για την παράσταση του δικηγόρου της εναγομένης και των 300 ευρώ για τη σύνταξη των προτάσεών της κατά τη συζήτηση της αγωγής, και συνολικά στο ποσό των 471 ευρώ, και πλέον ΦΠΑ 24%, στο ποσό των 583,04 ευρώ, άλλως στο ποσό των 1.000 ευρώ, που «αποτελεί μία εύλογη δικαστική δαπάνη για την παρούσα υπόθεση βάσει του αιτουμένου διά της αγωγής ποσού και ενόψει των δυσχερών οικονομικών συνθηκών της εποχής». Ο λόγος αυτός παραδεκτά μεν προβάλλεται, κατ’άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (Σ. Σαμουήλ : Η Έφεση, έκδοση 2003, παρ.193), πλην όμως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ουσίαν, διότι, αφενός μεν δε συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι ως άνω κανόνες δικαίου, που εφαρμόσθηκαν για την απόρριψη της αγωγής, δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια και η νομολογιακή εφαρμογή τους δεν εμφανίζει ταλάντευση ή αντιφατικότητα, αφετέρου δε το αντικείμενο της αγωγής, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ.1 I β, και 68 παρ.1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν. 4194/2013), και τα άρθρα του Παραρτήματος Ι του ιδίου Κώδικα, που αφορούν στην αμοιβή του δικηγόρου για την παράστασή του σε πολιτικές υποθέσεις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, δικαιολογούν τον προσδιορισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, που νίκησε, λόγω της απόρριψης  της αγωγής στο σύνολό της, στο επικασθέν ποσό των 4.400 ευρώ.

Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός της, που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Ως προς το παράβολο, τέλος, ποσού 100 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσης, πρέπει, για τον ίδιο λόγο, να διαταχθεί η εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από  8.4.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/9.4.2019 και ………./9.4.2019) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 731/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29.1.2021.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ