Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 760/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 760/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Η ένδικη έφεση της εκκαλούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας κατά αφενός της 2600/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών (άρθρα 666, 667, 670-676, 681Α’ ΚΠολΔ όπως ο Κώδικας ίσχυε, πριν τις επελθούσες, από 1-1-2016, με τον Ν. 4335/2015, τροποποιήσεις και αλλαγές), αφετέρου της προηγηθείσας αυτής 4519/2015 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου εκδοθείσας με την ίδια διαδικασία, με τις οποίες έγινε εν μέρει δεκτή η από 22/12/2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………… αγωγή του εφεσίβλητου έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς η πρώτη εκκαλουμένη, με την οποία τερματίσθηκε η δίκη στον πρώτο βαθμό επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 27.7.2017 σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ………… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Α. Π. και η τελευταία άσκησε την έφεσή της με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495, 498, 511, 513 παρ. 1β΄, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ)  στις 25.9.2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών, καθώς δεν συνυπολογίζεται σε αυτή ο μήνας Αύγουστος κατ’ άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτου, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία που εφαρμόσθηκε στον πρώτο βαθμό κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ το με αριθμό κωδικού 165809036957 1120 0077 e-παράβολο εξοφλημένο.

Με την προαναφερόμενη από 22.12.2014 αγωγή του ο ήδη εφεσίβλητος σε συνέχεια προηγούμενων αγωγών που είχε ασκήσει κατά της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων το ζημιογόνο υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας …… Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του αρχικώς εναγόμενου …….., το οποίο ενεπλάκη σε ατύχημα με την υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……. μοτοσικλέτα του ενάγοντος στις 31.12.2009, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του τελευταίου ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία του οφείλει για το χρονικό διάστημα από 2.4.2014 και μετά, το συνολικό ποσό των 284.356,13 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και δη αναλυτικά για αμοιβή ιατρού, για δαπάνη μίσθωσης ταξί, για δαπάνη αγοράς παραφαρμακευτικών ειδών και φαρμάκων, για τρεις μελλοντικές χειρουργικές επεμβάσεις στο αριστερό άνω άκρο και στα κάτω άκρα, για μελλοντική δαπάνη φυσικοθεραπειών, για μέλλουσα δαπάνη ρομποτικής αποκατάστασης- τοποθέτησης τεχνητού μέλους στο αριστερό άνω άκρο, για έξοδα μετάβασης στην Κρήτη στο Κέντρο Αποκατάστασης “SPONDYLOS ORTHOANALYSIS LAB”, για δαπάνη αγοράς ειδικώς διασκευασμένου αυτοκινήτου για άτομα με αναπηρία, για δαπάνες αντικατάστασης άδειας οδήγησης για αναπηρικό όχημα και για μελλοντική απώλεια εισοδημάτων λόγω απουσίας από την εργασία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δικάζοντας την υπόθεση αντιμωλία των διαδίκων με τη διαδικασία αυτοκινητικών διαφορών εξέδωσε αρχικά την εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική 4519/2015 απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή ως προς τα κονδύλια της αμοιβής ιατρού για το διάστημα από 2.4.2014 και μετά, δαπάνης για μίσθωση ταξί, για αγορά παραφαρμακευτικών ειδών και φαρμάκων, καθώς και για τρεις μέλλουσες χειρουργικές επεμβάσεις, για μελλοντικές φυσικοθεραπείες, για έξοδα μετάβασης-αεροπορικά εισιτήρια, δαπάνης για αγορά αναπηρικού αυτοκινήτου και για μετατροπή της συνήθους άδειας οδήγησης σε τοιαύτη για αναπηρικό όχημα και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 54.326,28 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ενώ κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς το κεφάλαιο της μελλοντικής απώλειας εισοδημάτων λόγω μη κοινοποίησης της αγωγής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης για να κριθεί η αναγκαιότητα ή μη της ρομποτικής αποκατάστασης-τοποθέτησης τεχνητού μέλους. Ακολούθως και μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, επαναφερθείσας της αγωγής προς συζήτηση με κλήση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την 2600/2017 απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ως προς τα δύο εναπομείναντα κονδύλια και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 166.993,62 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της, η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί: α) να παραπεμφθεί το εν λόγω ένδικο μέσο προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την έκδοση αρμοδίως από το παρόν Δικαστήριο παραπεμπτικής απόφασης, προκειμένου η έφεση να συζητηθεί στην ουσία της από το αρμόδιο κατά τόπο Εφετείο με τη διαδικασία που προβλέπεται στο ν. 4364/2016, ήτοι με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, β) να εξαφανισθούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις και γ) να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η από 22.12.2014 (υπ’ αριθμ. κατ. 7805/2014) αγωγή.

 

Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα διαλαμβάνει ότι με την υπ’ αριθμ. .. (ΦΕΚ Β’ …..) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της ΤτΕ «Οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με την επωνυμία «……..» (Εταιρεία) και θέση αυτής υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 109, 110, 114, 226 και 235 του ν. 4364/2016» ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της εταιρίας και τέθηκε αυτή υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 114 και 235 του ν. 4364/2016. Ότι στο άρθρο 239 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι «…3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 4. Αγωγές του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών εισάγονται, και εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. 5. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται, με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό. 6. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης στα χέρια της ιδίας ή τρίτου δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση». Ότι παρόμοιες ρυθμίσεις περιέχονταν στο άρθρο 12α παρ.1,5 του προϊσχύσαντος ν.δ/τος 400/1970, με αποτέλεσμα κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης να αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαίτησης κατ’ αυτής να υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης. Ότι συμπληρωματική εφαρμογή έχει στην ασφαλιστική εκκαθάριση το άρθρο 25 του Πτωχευτικού Κώδικα κατά το οποίο «1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσης, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες». Ότι κύρια συνέπεια της παράβασης της παραπάνω αρχής για την αναστολή των ατομικών διώξεων είναι το απαράδεκτο των ασκούμενων αγωγών και των συζητήσεων, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Ότι ήδη με το άρθρο 53 του ν. 4438/2016 έχει καταργηθεί η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 24 του ν. 489/1976, που προέβλεπε ότι από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, υπεισέρχεται το Επικουρικό Κεφάλαιο Αυτοκινήτων αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της που πηγάζουν από συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα και ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο συνέχιζε τις εκκρεμείς κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης δίκες. Ότι πλέον εφαρμόζεται το άρθρο 242 παρ.3 του ν. 4364/2002, το οποίο προβλέπει ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο παρεμβαίνει ως εγγυητικός οργανισμός και καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους βάσει της εκάστοτε επικαιροποιημένης κατάστασης που συντάσσει και του γνωστοποιεί ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής και σύμφωνα με τα όρια που προβλέπει σήμερα ο ν. 489/1976. Ότι τυχόν εκκρεμείς δίκες που αφορούν ασφαλίσεις αστικής ευθύνης οχημάτων συνεχίζονται αποκλειστικά από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, ήτοι εν προκειμένω που η έδρα της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας βρίσκεται στο ……  , οδός …….. στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και ότι στο δεύτερο βαθμό αποκλειστικά αρμόδιο καθίσταται το Εφετείο Αθηνών, εν προκειμένω το Μονομελές δικάζον ομοίως με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ζητεί, λοιπόν, η εκκαλούσα να παραπεμφθεί προς συζήτηση η υπό κρίση έφεση ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και σε κάθε περίπτωση, κατ’ εκτίμηση του εφετηρίου, να απορριφθεί η αγωγή του εφεσίβλητου ως απαράδεκτη λόγω αναστολής των ατομικών διώξεων κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσας εταιρίας.

Ο παραπάνω λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Στο άρθρο 239 παρ.4 και 5 του ν. 4364/2016 σαφώς ορίζεται ότι στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης εισάγονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων αγωγές ή με κλήση εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας και όχι απαιτήσεις δανειστών της τελευταίας κατά του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση που ο ενάγων-εφεσίβλητος είναι τρίτος ζημιωθείς από τροχαίο ατύχημα που στράφηκε κατά της ήδη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τεθείσας ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε την αστική ευθύνη του ζημιογόνου οχήματος που ενεπλάκη στο ατύχημα με τον εφεσίβλητο. Η εν λόγω διαφορά εισάγεται κανονικά προς εκδίκαση με την προσήκουσα διαδικασία ήτοι με την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δικαστήριο (βλ. Ιωάννη Μανουσάκη, Οι ρυθμίσεις του άρθρου 239 παρ. 4 και 5 του Ν. 4364/2016, σε σχέση με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα του άρθρου  614 αρ. 4 ΚΠολΔ, στο dikastis.blogspot.com στο ίντερνετ, σε αναδημοσίευση από την Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου του έτους 2017, Αφροδίτη Στεργιούλα, «Ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης», διπλωματική εργασία, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νομική Σχολή, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, Κατεύθυνση Εμπορικού και Οικονομικού Δικαίου, σελ. 24, δημοσιευμένη στο ίντερνετ στο ikee.lib.auth.gr).

Επομένως ως προς την ένδικη υπόθεση και στον δεύτερο βαθμό αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο είναι το παρόν Δικαστήριο κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ που δικάζει κατ’ άρθρο 591 παρ.7 του ίδιου Κώδικα με τις διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης όπως και στον πρώτο βαθμό.

Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής του ενάγοντος-εφεσίβλητου κατά της εναγόμενης-εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό στις 27.3.2015 και στις 9.12.2016 αντίστοιχα, η τελευταία δεν είχε τεθεί καν σε ασφαλιστική εκκαθάριση, όπως δεν αμφισβητεί τούτο η ίδια, οπότε δεν τίθεται ζήτημα απαραδέκτου της αγωγής ή της συζήτησης αυτής, λόγω αναστολής των ατομικών διώξεων όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Σε ό,τι αφορά, όμως, το παραδεκτό της συζήτησης του ένδικου μέσου της υπό κρίση έφεσης και το εάν αυτή καταλαμβάνεται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, ώστε να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση αυτής κατ’ άρθρο 239 παρ.3 τελ. εδ. του ν. 4364/2016, δεδομένου ότι όταν ασκήθηκε η έφεση στις 25.9.2017, η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία είχε ήδη τεθεί σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης από τις 15.5.2017, λεκτέα τα εξής: Υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 12α παρ.5 του ν.δ/τος 400/1970 γινόταν δεκτό ότι επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης από την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της εταιρίας εξαιρούνταν οι τρίτοι ζημιωθέντες σε τροχαίο ατύχημα που είχαν ευθέως εκ του νόμου δικαίωμα να στραφούν κατά αυτής, λόγω ασφάλισης από την τελευταία της αστικής ευθύνης του ζημιογόνου οχήματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος, οπότε οι σχετικές δίκες διεξάγονταν κανονικά και κατά τον χρόνο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης [βλ. Αθανάσιο Κρητικό, Η θέση του Επικουρικού Κεφαλαίου έναντι του ασφαλιστή του ζημιογόνου αυτοκινήτου μετά το Ν. 4438/2016 (ΦΕΚ αρ.220 της 28-11-2016), ΕπιθΣυγκΔικ 2017, σελ. 7]. Τούτο, γιατί η σχετική διάταξη όριζε ότι «κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης». Όπως προκύπτει δε από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λπ.», ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από 1.1.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του Ν. 4364/2016, «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λπ., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά στη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Επομένως, ο όρος «ασφάλισμα» δεν περιλαμβάνει και τις απαιτήσεις τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα. Ήδη όμως με την κατάργηση του ν.δ/τος 400/1970 με το άρθρο 278 του ν. 4364/2016, η αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 12α παρ.5 του ν.δ/τος 400/1970 για την αναστολή των ατομικών διώξεων κατά της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας είναι αυτή του άρθρου 239 παρ.3 του ν. 4364/2016 που ορίζει ότι «κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης». Η αντικατάσταση του όρου «ασφάλισμα» από τον όρο «απαίτηση από ασφάλιση» δεν είναι άνευ σημασίας. Ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τον όρο «ασφάλισμα» και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ` του προϊσχύσαντος ν.δ. 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «”Απαίτηση από ασφάλιση” για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Επομένως, υπό το καθεστώς του νέου νόμου 4364/2016 για εκκαθαρίσεις που έλαβαν χώρα από 1.1.2016 και μετά, όταν μία ασφαλιστική εταιρία τίθεται υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και για όσο διάστημα διαρκεί αυτή, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις κατά της εταιρίας όλων όσων έχουν απαίτηση από ασφάλιση κατά αυτής, δηλαδή και των τρίτων ζημιωθέντων από τροχαίο ατύχημα που έχουν ευθεία εκ του νόμου αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, επειδή αυτή ασφάλιζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος το ζημιογόνο όχημα για την προς τρίτους αστική του ευθύνη (έτσι και ο Ιωάννης Γκέγκας στις παρατηρήσεις του στη ΜονΠρΛαμ 59/2017, Αρμ 2017, σελ. 1370 που αναφέρει ότι «η αναστολή ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους δανειστές…»). Η αναστολή των ατομικών διώξεων περιλαμβάνει και την άσκηση ενδίκων μέσων κατά οριστικών αποφάσεων για τις παραπάνω διαφορές είτε από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, είτε από τον τρίτο ζημιωθέντα. Ειδικότερα ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Αν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης με απόφαση της αρμόδιας Εποπτικής Αρχής, ακολουθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην απόφαση, το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, αντιθέτως με ό,τι συμβαίνει στην πτώχευση, συνιστά συλλογική διαδικασία διοικητικής φύσεως που κινείται κατ’ άρθρο 235 του ν. 4364/2016 από την Εποπτική Αρχή (και όχι με πρωτοβουλία των πιστωτών), οδηγεί δε στη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης με σκοπό την ικανοποίηση, αποκλειστικά με τη ρευστοποίηση της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, των πιστωτών ανάλογα με το ύψος των κατά της τελευταίας υφιστάμενων απαιτήσεών τους. Επί της εκκαθαρίσεως αυτής είναι δυνατή η συμπληρωματική, ευθεία και όχι αναλογική, εφαρμογή εκείνων μόνον των διατάξεων του Πτωχευτικού Κώδικα, οι οποίες δεν αντίκεινται στον επιδιωκόμενο με την ως άνω εκκαθάριση σκοπό. Μεταξύ των εφαρμοστέων διατάξεων περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία προβλέπει την αυτοδίκαιη αναστολή, από την κήρυξη της πτωχεύσεως, όλων των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς εκπλήρωση ή ικανοποίηση των πτωχευτικών απαιτήσεών τους (έναρξη, συνέχιση αναγκαστικής εκτέλεσης, άσκηση, εκδίκαση ενδίκων μέσων κ.λπ.), όσες δε πράξεις ενεργηθούν κατά παράβαση της αναστολής αυτής είναι απολύτως άκυρες. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει-αναφορικά με τα κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα- να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, επέρχονται ειδικότερα οι ακόλουθες έννομες συνέπειες: Η συζήτηση κάθε είδους, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού χαρακτήρα, αγωγών που ασκήθηκαν από πιστωτές της εκκαθάρισης κηρύσσεται ως απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται ως άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση ενδίκων μέσων επί αποφάσεων, που εκδόθηκαν κατόπιν αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος από πιστωτές της εκκαθάρισης, απαγορεύεται. Η έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών εκτέλεσης εκ μέρους του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης αναστέλλονται ομοίως. Σε περίπτωση δε που, παρά την ανωτέρω απαγόρευση, ασκηθούν αγωγές, ένδικα μέσα ή άλλου είδους ένδικα βοηθήματα, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται αυτών οφείλει και αυτεπαγγέλτως να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση (έτσι η προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο απόφαση Αρείου Πάγου 1942/2017 με αναιρεσίβλητη τη νυν εκκαλούσα). Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσει ο τρίτος ζημιωθείς από τροχαίο ατύχημα για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του είναι αυτή της αναγγελίας και επαλήθευσης που προβλέπεται από το άρθρο 242 του ν. 4364/2016. Εν προκειμένω, με την υπ’ αριθμ. ….. (ΦΕΚ …..) απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ) ανακλήθηκε οριστικά η άδεια της εκκαλούσας ασφαλιστικής επιχείρησης και τέθηκε αυτή υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις των άρθρων 110, 114, 226 και 235 ν. 4364/2016, ενώ με την υπ’ αριθμ. ….. απόφαση της ίδιας Επιτροπής διορίσθηκε ασφαλιστικός εκκαθαριστής ο ………. (βλ. προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα ΦΕΚ, τεύχος …, ….. και ….. αντίστοιχα). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης που άσκησε η εναγόμενη κατά της 2600/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της προηγηθείσας 4519/2017 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, δικάσαντος με την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών την από 22.12.2004 (με Γ.Α.Κ. …… και Α.Κ. …..) αγωγή, με αντικείμενο την αναγνώριση απαιτήσεων τρίτου ζημιωθέντος σε τροχαίο ατύχημα κατά της ασφαλιστικής εταιρίας που ασφάλιζε την αστική ευθύνη του ζημιογόνου οχήματος, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, όπως τούτο ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 15.9.2017 (με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …….) έφεσης κατά της 2600/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατά της προηγηθείσας 4519/2017 εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, δικάσαντος με την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 21.12.2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ