Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 88/2021

Αριθμός  88/2021

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ζωή Καραχάλιου,  Προεδρεύουσα Εφέτη (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών),  Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τις διατάξεις των άρθρων 579 § 1 και 581 §§ 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της (ήτοι όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς διαδίκoυς), αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο για οποιοδήποτε ζήτημα και αν έκρινε, η δε υπόθεση συζητείται στο Δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο εισάγεται με κλήση, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν και από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση με συνέπεια ν’ αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση, αφού κατατεθούν προτάσεις σύμφωνα με όσα ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ (βλ. και ΑΠ 479/2009, ΑΠ 63/2009, ΑΠ 43/2005, ΑΠ 129/2004 σε Τρ.ΝομΠλ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι Εφετείου, δεν ακυρώνεται και η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα και αυτό γιατί με την αναίρεση της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999 ΕλλΔνη 41, 51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το Δικαστήριο της παραπομπής, που είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002 Τρ.Νομ.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό μ’ αυτές της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναίρεση της αποφάσεως και επομένως η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαιά της. Αν η αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εξέταση, της υποθέσεως γίνεται ως προς το κεφάλαιο αυτό, που αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος και δεν επανεξετάζονται και τα λοιπά κεφάλαια, τα οποία είτε δεν έχουν προσβληθεί με λόγο αναιρέσεως, είτε ως προς αυτά έχει απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναιρέσεως και, συνεπώς, καλύπτονται από το δεδικασμένο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αυτό ανεξάρτητα από την τυχόν γενικότητα της διατυπώσεως του διατακτικού της αναιρετικής αποφάσεως, η οποία σ’ αυτό (το διατακτικό) μπορεί να μην κάνει ρητή διάκριση για το κεφάλαιο, ως προς το οποίο, σύμφωνα με το σκεπτικό της, αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Οι συνέπειες δε της αναίρεσης αφορούν μόνο τους διαδίκους που μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 171712002 ΝοΒ 2003, 1224). Για την εισαγωγή της υπόθεσης για συζήτηση στο Δικαστήριο της παραπομπής μετά την αναίρεση της απόφασης απαιτείται κλήση που πρέπει να επιδοθεί στον αντίδικο του επισπεύδοντος (ΑΠ 69/1988 Δίκη 1989, 903 – ΑΠ 141/2005 Δίκη 2005, 1033, ΕφΑθ 5525/2015 αδημ.).

Με το από 27.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση μετά από παραπομπή φέρονται για να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 26.9.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2008 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» και η από 21.8.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2008 έφεση των εναγόντων κατά της με αριθμό 3712/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν. 4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τις εφέσεις που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου). Επί των προαναφερόμενων εφέσεων εξεδόθη αρχικά η με αριθμό 931/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που δέχθηκε τυπικά τις εφέσεις, και εν μέρει κατ’ουσίαν εξαφάνισε την προαναφερόμενη με αριθμό 3712/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κράτησε και ξαναδίκασε την υπόθεση στην ουσία της και αφού δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υποχρέωσε τον ολπ να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 43.753,59 ευρώ εντόκως από τη δήλη μέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό, καθώς και τόκους των µεταγενέστερα εξοφληθέντων κονδυλίων του έτους 2003 νομιμοτόκως και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 36.821,94 ευρώ νομιμοτόκως από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, καθώς και τόκους των µεταγενέστερα εξοφληθέντων κονδυλίων του έτους 2003 εντόκως αφότου κάθε κονδύλιο έγινε απαιτητό μέχρι την εξόφλησή τους. Κατά της εν λόγω τελεσίδικης απόφασης ο ΟΛΠ άσκησε την από 26.2.2010 αίτηση περί αναιρέσεως και το Δικαστήριο του ΑΠ εξέδωσε τη με αριθμό 865/2019 απόφαση του δεχόμενη ως βάσιμο το σχετικό πρώτο λόγο αναίρεσης και αναίρεσε την εν λόγω εφετειακή απόφαση για παράβαση του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, παρέπεμψε δε την υπόθεση στο παρόν δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, προς περαιτέρω εκδίκαση. Επομένως σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, τα διάδικα μέρη επανέρχονται στην κατάσταση στην οποία ήταν πριν και από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση με συνέπεια ν’ αναβιώνουν οι αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας που εισήχθησαν με αμφότερες τις εφέσεις.

Περαιτέρω από τις με αριθμό …./16.3.2020 και …../16.3.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……… που προσκομίζει και επικαλείται  η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ» με τη με αριθμό ……./2008 έφεση  προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης κλήσης προς συζήτηση, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους καθών η κλήση εκκαλούντες της με αριθμό ………./2008 εφέσεως. Αυτοί δεν εμφανίσθηκαν δικονομικά στο ακροατήριο, όταν το δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση των παραπάνω εφέσεων εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, η με αριθμό ………./2008 έφεση τους θα απορριφθεί κατ’ουσίαν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 του ΚΠολΔ λόγω της ερημοδικίας τους. Ως προς τη με αριθμό …../2008 έφεση του ΟΛΠ πρέπει να δικασθούν ερήμην, θα θεωρηθούν όμως δικαζόμενοι σαν να είναι παρόντες (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ) και θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των ερημοδικαζομένων εκκαλούντων εφεσιβλήτων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, η προαναφερθείσα 865/2019 αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της με αριθμό ………./2008 έφεσης της εκκαλούσας- εναγομένης «ΟΛΠ Α.Ε.» ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αυτής, και συνεπώς πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, κατά τα σχετικά προεκτεθέντα στην προηγούμενη μείζονα πρόταση, αφού το εμπρόθεσμο της κρινόμενης έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.661). Πράγματι αυτή ασκήθηκε εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19,495, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει δε να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2007 αγωγή τους  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες (και ήδη εφεσίβλητοι), εξέθεσαν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισαν στον Πειραιά µε την εναγόµενη προσελήφθησαν µε την ειδικότητα του λιµενεργάτη το έτος 1971 ο πρώτος και το έτος 1973 ο δεύτερος στην εναγομένη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» (ήδη εκκαλούσα), ότι οι όροι εργασίας, οι αμοιβές, οι συνθήκες εργασίας και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών τους, ρυθμίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς που κυρώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3 του νδ 385/1969 από δε την 1-3-2004 ισχύει ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ ΑΕ), ενώ οι ειδικότεροι όροι εργασίας τους ρυθμίζονται με τις Ειδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε), που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων της εναγομένης και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών ΟΛΠ. Ειδικότερα ότι αυτοί (ενάγοντες), ως λιμενεργάτες, εκτελούσαν στο λιμάνι του Πειραιά εργασίες εκ περιτροπής που αφορούσαν την φορτοεκφόρτωση φορτίων σε διαφορετικά είδη µεταφερόµενων φορτίων εµπορευµάτων σε σάκους, γενικό φορτίο, γενικά οµοειδές φορτίο µεγάλης απόδοσης, ξυλείας και φορτία σε ψύξη και κατάψυξη και ότι είχαν έτσι τρία βασικά ημερομίσθια εργάτη διότι ο προρρηθείς Κανονισµός Προσωπικού του ΟΛΠ (αρ. 23 παρ. 1) διακρίνει τις εν γένει εργασίες που πραγµατοποιεί έκαστος εξ ηµών σε τρείς (3) επί µέρους κατηγορίες, ως αναφέρεται ακολούθως α) εκφορτώσεις χύδην φορτίου, ήτοι δηµητριακών, γαιανθράκων και άλλων συναφών υλικών (άρθρο 23 παρ. 10), β) φορτοεκφορτώσεις λοιπών εµπορευµάτων επί και εκ του πλοίου και επί παντός τύπου πλωτών ναυπηγηµάτων, καθώς επίσης και λοιπές εργασίες παραλαβής παράδοσης και µεταφοράς εµπορευµάτων στους αποθηκευτικούς χώρους της ΟΛΠ ΑΕ (άρθρο 23 παρ. 1 β) και γ) φορτοεκφορτώσεις εµπορευµατοκιβωτίων (containers) µέσω των γερανογεφυρών της ΟΛΠ ΑΕ (άρθρο 23 παρ. 1γ).  Ότι, αφού προσδιορισθεί με την άθροιση των τόνων (άρθρο 27 παρ. 1) το βασικό ημερομίσθιο που είναι κυμαινόμενο, υπολογίζονται επ’ αυτού όλα τα επιδόματα, πλην όμως το εναγόμενο, ενώ υπολόγιζε επί του διαμορφωμένου βασικού ημερομισθίου με την απόδοση όλα τα επιδόματα, εσφαλμένα τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας τα υπολόγισε μόνο επί του ημερομισθίου βάσης των Ε.Σ.Σ.Ε, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού, των Ε.Σ.Σ.Ε. και της εργατικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια, δε, οι ενάγοντες αφού παρέθεσαν στην αγωγή τους αυτούσιο το άρθρο 35 παρ. 1β΄ του Κανονισμού και τον καθοριζόμενο μ` αυτό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας που δικαιούται κάθε μόνιμος εργάτης, ήτοι επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, ως τέτοιο λογιζόμενο εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης κατά το τελευταίο τρίμηνο προ της χορήγησης της άδειας και εξέθεταν ότι ο Κανονισμός, για τον υπολογισμό αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, δεν θεωρεί ως βασικό ημερομίσθιο το εκάστοτε προβλεπόμενο από τις Ε.Σ.Σ.Ε, αλλά εκείνο της επικρατέστερης απασχόλησης. Ότι, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, και του Ν. 4504/1966 οι αποδοχές και το επίδομα αδείας υπολογίζονται με βάση τις τακτικές αποδοχές του μισθωτού, δηλαδή με το ημερομίσθιο και κάθε άλλη παροχή, που καταβάλλεται τακτικά και σταθερά από τον εργοδότη, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας του. Ότι η εναγόµενη, αν και υπολόγιζε όλα τα καταβαλλόµενα σε αυτούς επιδόµατα του διαµορφούµενου βασικού ηµεροµισθίου επί τη βάσει της αποδόσεως και της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο τρίµηνο πριν από την άδεια, εσφαλµένως υπολόγιζε τις αποδοχές και το επίδοµα αδείας µόνο επί του ηµεροµισθίου ασφαλείας, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων Πειραιώς, αλλά και του Κανονισµού Εργασίας Εργατών Λιµένος Εργασίας, των Ειδικών Συλλογικών Συµβάσεων των διατάξεων της κειµένης εργατικής νομοθεσίας σύµφωνα µε τα λεπτοµερώς εκτιθέµενα (στην αγωγή) και ότι ως εκ τούτου, διατηρούν κατά του εναγοµένου αξιώσεις. Ακολούθως οι ενάγοντες, παρέθεσαν αριθμητικά τις καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, κατά τα αναφερόμενα επί μέρους χρονικά διαστήματα, τις οποίες, όσον αφορά μεν στις αποδοχές αδείας, διαίρεσαν δια του 3 για να βρουν έτσι το μέσο όρο αποδοχών του τελευταίου τριμήνου, και όσον αφορά το επίδομα αδείας, το μέσο όρο του τελευταίου 12μήνου, τις οποίες διαιρούν με διαφορετικό διαιρέτη ο καθένας για κάθε έτος το δε πηλίκο αναφέρουν ότι είναι ο μηνιαίος μέσος όρος αποδοχών. Με τον τρόπο αυτόν προσδιόρισαν τις αναφερόμενες στην αγωγή διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας που δεν τους είχε ακόμη καταβάλει η εναγομένη εργοδότρια και ακολούθως αιτήθηκαν με βάση τη σύμβαση και επικουρικά με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού για διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόµατος αδείας για τα έτη 2001 έως 2005 το ποσό των 52.737,14 ευρώ ο πρώτος και το ποσό των 53.480,50 ευρώ ο δεύτερος µε το νόµιµο τόκο από τότε που κάθε επιµέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από τη επίδοση προγενέστερης άλλως αυτής της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι ορισμένη και νόμιμη, έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν κι ως ουσιαστικά βάσιμη και συγκεκριμένα αφενός υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει, για τις προαναφερθείσες αιτίες (διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας), στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 40.675 ευρώ, β) στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 41.157 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε μερικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία (εργοδότρια) με την υπό κρίση έφεση της, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.

Από την διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσοτέρων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (Ολ.ΑΠ 26/2007 ΕλλΔνη 2007.1010, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399). Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντος της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά την συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε, αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση, όμως, περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε.), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιοτέρων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο  και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1, 2 και 2 §§ 1, 2 του Ν.Δ 3789/1957 (το οποίο δεν κατάργησαν οι Ν. 1876/1990 και 1767/1988, περιόρισαν, όμως, σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του) προκύπτει, ότι οι Κανονισμοί Εργασίας, που καταρτίσθηκαν υπό την ισχύ του ως άνω Ν.Δ, με το οποίο τα θέμα των Κανονισμών Εργασίας ρυθμίζεται με τρόπο ενιαίο για όλες τις επιχειρήσεις κλπ. ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους ή από το σε ποιόν ανήκουν (Δημόσιο, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου κλπ., το δίκαιο δηλαδή που εισάγεται με αυτό είναι γενικό και αποκλειστικό για τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις κλπ. που υπάγονται στις διατάξεις του) έχουν κανονιστική νομική φύση, δηλαδή ισχύ ουσιαστικού (όχι, όμως, και τυπικού) νόμου και η θέσπισή τους αποτελεί άσκηση «νομοθετικής» εξουσίας από την πλευρά του εργοδότη που απορρέει από την εξουσιοδότηση του Ν.Δ 3789/1957. Σκοποί δε του ως άνω Ν.Δ, σύμφωνα και με την εισηγητική έκθεση του, είναι η εξασφάλιση δίκαιων όρων, ομοιομορφίας, ενιαίας κατεύθυνσης, δίκαιης πειθαρχικής εξουσίας και ίσης μεταχείρισης για τους μισθωτούς, οι σκοποί δε αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με γενικές κανονιστικές διατάξεις, η ισχύς των οποίων δεν μπορεί να εξαρτάται από επιμέρους συμβατικούς ορισμούς. Οι αναγκαστικού δικαίου, όμως, διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου, διατάξεων Κανονισμών Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία του Ν.Δ 3789/1957, ανεξάρτητα από την τυχόν πρόβλεψη παλαιοτέρων αυτού νόμων της δυνατότητας της κατ΄εξουσιοδότηση αυτών κατάρτισης τέτοιων κανονισμών. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας, εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντιστοίχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας (ΟλΑΠ 5/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων, πρέπει να αναφερθούν τ΄ακόλουθα : 1) Γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζομένους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις, που περιλαμβάνει, διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με – την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της άδειας ανάπαυσής του ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα δικαιούτο, εάν απασχολείτο στην «υπόχρεη» (με τον όρο αυτόν αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 1346/1983 ο αρχικός όρος «υποκείμενη») επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτήν καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως αυτή ισχύει μετά την απάλειψη φράσης με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4547/1966) στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές (αντίτιμο τροφής, επιδόματα κλπ.). Επίσης κατά την παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, για τον κατ’ αποκοπή ή κατ΄ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές, τις οποίες δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζόμενων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ημερήσιων αποδοχών του επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών που περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα σ` αυτόν άδεια. Τέλος, κατά το άρθρο 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 «οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ`οιουδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ` έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ΄ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβόμενους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με-τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ` αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και 2 των κατά καιρούς εκδοθεισών Υπουργικών Αποφάσεων «περί χορηγήσεως δώρων για τις εορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων», προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές» που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές, που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές μεταξύ άλλων η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή ημερομισθίου. Ενόψει των ανωτέρω και δη της εννοίας των «τακτικών» ή «συνήθων» αποδοχών (που περιλαμβάνουν, όπως προαναφέρθηκε, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό ή ημερομίσθιο, καθώς και όλες γενικά τις ως άνω προσαυξήσεις, επιδόματα κ.λπ.), με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα αδείας, για τον προσδιορισμό αυτών λαμβάνονται υπόψη, πέραν του βασικού μισθού ή ημερομισθίου, οι πρόσθετες ως άνω παροχές του χρονικού διαστήματος από τη λήψη της προηγουμένης αδείας (Ολ.ΑΠ 16/2011 ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 378/2012 ΔΕΕ 2013.399, Εφ.Αθ. 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). 2) Με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β` 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι- εργασίας- και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου), που συνδέεται  με τον ΟΛΠ (και ήδη την εταιρεία Ο.Λ.Π. Α.Ε) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθ. 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, καταρτισθείς και εγκριθείς υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με την προαναφερθείσα έννοια, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής και δη σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες Σ.Σ.Ε : (i) Σύμφωνα με το άρθ. 35 παρ. 1 οι αποδοχές αδείας (και κατ` επέκταση και το μαζί μ` αυτές καταβαλλόμενο επίδομα) ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησης του, όπως δε διευκρινίζεται στη συνέχεια ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των (μονίμων) εργατών (με τον αυτό τρόπο υπολογίζονται οι αποδοχές αυτές και για τους εκτάκτους) λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από την χορήγηση της αδείας τρίμηνο (και προκειμένου για εργάτες, που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων, το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η  επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά την μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από τη λήψη της αδείας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζομένους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους  Απασχολουμένους  στις γερανογέφυρες) ή λόγω  άλλων  προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτόν αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. (ii) To ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών κλπ. αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρων 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαίθριων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τη φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Η αμοιβή δε για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί (άρθ. 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθ. 12 παρ. 1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθ. 23 παρ. 1 (iii) Κατ΄άρθρο 30 παρ. 1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες, για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό, που καταβάλλεται στους μονίμους εργάτες, που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ. 1 εδ. β`, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί δηλαδή το «ασφαλιστικό» ημερομίσθιο το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλ΄αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις  κομιστικές εργασίες. Τέλος, με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ, με την επωνυμία Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (που ιδρύθηκε με το Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950 κλπ.), μετετράπη σε ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία» (Ο.Λ.Π Α.Ε), ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά τη μετατροπή αυτή, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20-6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ” εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ο.Λ.Π Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, άρθ. 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ΄ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της εν λόγω εταιρίας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθ. 5§§1α, 2, 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται δηλαδή παραπομπή και στον Α.Ν. 539/1945), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρία αυτή και τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού (Ολ.ΑΠ 5/2011 ό.π., ΑΠ 415/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 416/2017, ΑΠ 417/2017, ΑΠ 1171/2014, ΑΠ 1172/2014, ΑΠ 1173/2014, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, όμως, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ως άνω νομική σκέψη, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (πρώτο) κονδύλιο των διαφορών αποδοχών αδείας, διότι αυτοί, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους (ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης), αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή (ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945) και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή (ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού). Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση, μεταξύ τους, περισσότερων πηγών (ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας (και, στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 3 του Α.Ν. 539/1945, ως αναγκαστικού δικαίου διάταξη της κοινής εργατικής νομοθεσίας, είναι ανώτερης βαθμίδας, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του  Κανονισμού  Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς), οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών.

Νομικά αβάσιμη κρίνεται η αγωγή και ως προς το αιτούμενο από τους ενάγοντες (δεύτερο) κονδύλιο των διαφορών του επιδόματος αδείας, γιατί, ναι μεν ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (αρθρ. 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), όμως, τα ποσά, που αναφέρονται στην αγωγή ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας, και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν στο σύνολό τους στην ως άνω εκτεθείσα έννοια των τακτικών-συνήθων αποδοχών,  καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο ρηθείς Κανονισμός προβλέπει, για την ΄΄επί αποδόσει’’ και ‘’επί ημερομισθίω΄΄ αμοιβή, και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει, επίσης, και βασικό ημερομίσθιο για την περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισθείσας εργασίας (ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι τακτικές-συνήθεις υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε να χωρήσει επ` αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, όπως οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες, σύμφωνα με την εργατική μεν νομοθεσία αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει “από την απόδοση” και την “επικρατέστερη απασχόληση”, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, προβαίνουν οι ενάγοντες σε σύγχρονη επιλεκτική εφαρμογή όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή είναι απορριπτέα και για τον περαιτέρω λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερόμενες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, πρέπει πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του ρηθέντος Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το “βασικό ημερομίσθιο, λογιζομένου ως τέτοιου εκείνου της “επικρατέστερης απασχόλησης αυτών” κατά το τελευταίο προ της χορήγησης της αδείας τρίμηνο, κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ, προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά, που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους, υπό την έννοια που προεκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους να ανευρεθεί η ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους ρύθμιση, που θα ήταν και η εφαρμοστέα (ΑΠ 415/2017, ΑΠ 416/2017, ΑΠ417/2017, ο.π, Εφ.Πειρ.738/2017, αδημ., Εφ.Πειρ.278, 279, 280, 283, 284, 286, 312, 355, 356/2016, Εφ.Πειρ.683/201,Εφ.Πειρ. 628/2014, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ως προς την, δικονομικά επικουρικά σωρευόμενη, αγωγική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αυτή πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, αφού δεν γίνεται από τους ενάγοντες ούτε απλή επίκληση της ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εργασίας τους, δεδομένου ότι, αν η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση εργασίας, πρέπει, για την πληρότητα της επικουρικής αυτής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (Ολ.ΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 438/2017, ΑΠ 1414/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν ήτοι δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, και πρέπει συνεπώς: α) να γίνει δεκτή η από 26.9.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2008 έφεση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» ως και κατ΄ουσία βάσιμη, κατά τον τέταρτο λόγο της περί κακής εφαρμογής του νόμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατ΄ ουσία (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), να απορριφθεί η αγωγή, ως μη νόμιμη στο σύνολό της.

Από τις διατάξεις του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής, το Εφετείο ο εφόσον υποβληθεί αίτηση με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση (ΑΠ 1298/10, ΑΠ 138/1985). Το δικαίωμα του διαδίκου να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση, που αναιρέθηκε, στην περίπτωση του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, έχει ως μόνο γενεσιουργό λόγο την αναίρεση της αποφάσεως που εκτελέστηκε και δεν στηρίζεται σε άλλη αιτία, όπως ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του αντιδίκου του (ΑΠ 1175/2017), ενώ εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 579 και 581 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων σε εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών του κεφαλαίου των τόκων και των δικαστικών εξόδων και η επί του αθροίσματος αυτών καταβολή νόμιμων τόκων, οι οποίοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης, γιατί από το χρόνο της επίδοσης αυτής καθίσταται υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος, κατά το άρθρο 340 ΑΚ (Ολ.ΑΠ 5/2001). Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκουσίας ή αναγκαστικής εκτελέσεως της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία, με την επικύρωσή της από το Εφετείο, θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 11/2007, 22/2006, ΑΠ 591/2015). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μετά την έκδοση της τελεσίδικης με αριθμό 931/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου η ήδη εκκαλούσα αιτούσα εναγομένη, συμμορφούμενη στην απόφαση αυτή, κατέβαλε α) στον α’ των εφεσιβλήτων ………… το καθαρό ποσό των 61.187,78 ευρώ (ήτοι, 43.753,59 για κεφάλαιο + 29.968,16 για τόκους + 2.000 δικαστική δαπάνη + 719,23 για τέλη απογράφου + 4,00 για φωτοαντίγραφο και χαρτοσήμανση απογράφου + 20,00 για αμοιβή για σύνταξη παραγγελίας + 500,00 για αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή + 6,00 για φωτοαντίγραφο και χαρτοσήμανση επιταγής + 40,00 για έξοδα επίδοσης της επιταγής μείον 3.568,36 Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών μείον 5.993,63 φόρος τόκων μείον 2.653,98 χαρτόσημο τόκων), όπως αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, ήτοι τη με αριθμό 563/17-2-2010 απόφαση Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εκκαλούσας (σχετ. 39), την υπ’ αριθ. ………/22-2-2010 εντολή πληρωμής της Διεύθυνσης ανθρωπίνου δυναμικού της εκκαλούσας μας (σχετ. 40), το με αριθμό ………/3-3-201 Ο πινάκιο παράδοσης επιταγών της διεύθυνσης οικονομικού της εκκαλούσας που φέρει την υπογραφή του α’ των εφεσιβλήτων (σχετ. 41), το φωτοαντίγραφο της παραδοθείσης με αριθμό …….. επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, που εκδόθηκε την 3-3-2010 σε διαταγή του, ποσού 61.187,78 ευρώ (σχετ. 42) και το εκτυπωμένο απόσπασμα (αριθ. φύλλου 2) της κίνησης μηνός Μαρτίου 2010 σχετικού λογαριασμού  της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, από τον οποίον έχει συρθεί η ανωτέρω με αριθμό ………. επιταγή (σχετ. 43), από το οποίο αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω επιταγή εξοφλήθηκε την 3-3-2010 και β) στον β’ των εφεσιβλήτων ……….. το ποσό των 52.480,74 ευρώ (ήτοι, 36.821,94 για κεφάλαιο + 25.955,80 για τόκους + 2.000 για δικαστική δαπάνη + 622,96 για τέλη απογράφου + 4,00 για φωτοαντίγραφο και χαρτοσήμανση απογράφου + 20,00 για αμοιβή για σύνταξη παραγγελίας + 500,00 για αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή + 6,00 για φωτοαντίγραφο και χαρτοσήμανση επιταγής + 40,00 για έξοδα επίδοσης της επιταγής μείον 7.364,39 Φόρος Μισθωτών Υπηρεσιών μείον 5.191,16 φόρος τόκων μείον 934,41 χαρτόσημο τόκων), όπως αποδεικνύεται από τα προσαγόμενα και επικαλούμενα έγγραφα, δηλαδή τη με αριθμό …../17-2-2010 απόφαση Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εκκαλούσας (σχετ. 44), τη με αριθμό ……../22-2-2010 εντολή πληρωμής της διεύθυνσης ανθρωπίνου δυναμικού της εταιρείας μας (σχετ. 45), το με αριθμό ……./8-3-2010 πινάκιο παράδοσης επιταγών της διεύθυνσης οικονομικού της εταιρείας μας που φέρει την υπογραφή του β’ των εφεσιβλήτων (σχετ. 46), το φωτοαντίγραφο της με αριθμό ………. επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδοθείσης την 3-3-2010 σε διαταγή του, ποσού 52.480,74 ευρώ (σχετ. 47) και το εκτυπωμένο απόσπασμα (αριθ. φύλλου 4) της κίνησης μηνός Μαρτίου 2010 του σχετικού λογαριασμού  της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, από τον οποίον έχει συρθεί η ανωτέρω με αριθμό ………. επιταγή (σχετ. 48), από το οποίο αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω επιταγή εξοφλήθηκε την 4-3-2010. Επομένως, ενόψει των εκτεθέντων, η αίτηση της εκκαλούσας για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι βάσιμη και πρέπει, κατά παραδοχή αυτής, ο πρώτος εφεσίβλητος καθού να υποχρεωθεί να επιστρέψει το ως άνω ποσό των 61.187,78 ευρώ στην εκκαλούσα αιτούσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και ο δεύτερος εφεσίβλητος καθού να υποχρεωθεί να επιστρέψει το ως άνω ποσό των 52.480,74 ευρώ στην εκκαλούσα αιτούσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, διότι κατά την κρίση του δικαστηρίου, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με δικονομικά απόντες τους εκκαλούντες της 21.8.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2008 εφέσεως και εφεσιβλήτους της από 26.9.2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2008 έφεσης τις εφέσεις κατά της με αριθμό 3712/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), επί της από  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2007  αγωγής

Απορρίπτει κατ’ουσία τη με αριθμό ……../2008 έφεση

Ορίζει παράβολο διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης.

Δέχεται τυπικά και κατ ουσίαν την με αριθμό …../2008 έφεση

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3712/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί την υπόθεση και Αναδικάζει επί της από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2007  αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή

Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση

Υποχρεώνει τον πρώτο εφεσίβλητο καθού η αίτηση να επιστρέψει στην εκκαλούσα αιτούσα το ποσό των εξήντα μία χιλιάδων εκατόν ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (61.187,78) ευρώ, και το δεύτερο εφεσίβλητο καθού η αίτηση να επιστρέψει στην εκκαλούσα αιτούσα, το ποσό των πενήντα δύο χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (52.480,74) ευρώ αμφότεροι δε με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του,

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων μερών τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Ιανουαρίου 2021   και δημοσιεύθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καλούσας-εφεσίβλητης-εκκαλούσας.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ