Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 89/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης

89/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, η από 19-7-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…./…./21-7-2016) έφεση της εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 3597/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και κατά της προηγηθείσας υπ’αριθμ. 1497/2013 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ότι η ένδικη έφεση δεν στρέφεται και κατ’αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), μετά την έκδοση της υπ’αριθμ. 74/2018 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή τυπικά δεκτή, και την ολοκλήρωση της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με αυτήν.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, των υπ’αριθμ. …….., ….. και ……/14-9-2012 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου, ……., οι οποίες ελήφθησαν, με επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (υπ’αριθμ. ……../11-9-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ζακύνθου, ……….), και την από Φεβρουαρίου 2020 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, της δικαστικής γραφολόγου, ………., που εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 387 του ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  : Η ενάγουσα τυγχάνει χήρα του θανόντος στις 12-11-2011 στη Ζάκυνθο, …………. Αυτός κατέλιπε την από 27-8-2011 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’αριθμ. 28/1-3-2012 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου. Με αυτήν εγκατέστησε τη σύζυγό του, κληρονόμο του, μεταξύ άλλων, και στις επίδικες απαιτήσεις. Επίσης, όπως έχει ήδη κριθεί πρωτοδίκως και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 6-6-2011, μεταξύ του αποβιώσαντος και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία, επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου με το όνομα «ΖΙ», κ.οχ 2157,30, νηολογίου Πειραιώς), ο πρώτος προσελήφθη και ναυτολογήθηκε στο συγκεκριμένο πλοίο, με την ειδικότητα του πλοιάρχου, αμοιβόμενος, σύμφωνα με τους όρους των οικείων Συλλογικών Συμβάσεων Ναυτικής Εργασίας. Εργάστηκε μέχρι τις 18-8-2011, οπότε και απολύθηκε λόγω αιφνίδιας καρδιακής νόσου (στεφανιαία νόσος), η οποία εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του. Κατά την ημερομηνία αυτή μεταφέρθηκε εκτάκτως στο Γενικό Νοσοκομείο Πατρών «Ο Άγιος Ανδρέας», όπου μετά τη διάγνωση της πάθησής του τέθηκε υπό ιατρική παρακολούθηση νοσηλευόμενος μέχρι τις 22-8-2011. Αμέσως μετά εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Πατρών, υποβαλλόμενος σε εξετάσεις και την 1-9-2011 επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Ιπποκράτειο» για νέα παρακολούθηση της πορείας της υγείας του. Στις 12-11-2011 υπέστη οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, συνεπεία του οποίου επήλθε ο θάνατός του. Κατά το παρελθόν είχε εργαστεί στο ίδιο πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και για λογαριασμό της ίδιας εταιρείας, η οποία για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2006 έως τις 10-4-2008 του όφειλε για δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 67.459,80 ευρώ. Για την ύπαρξη της οφειλής αυτής δεν καταλείπεται αμφιβολία, καθώς αποδεικνύεται με σαφήνεια και αναλυτικά η δημιουργία της από το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη (υπ’αριθμ. σχετ. 19) σε αντίγραφο απόσπασμα από βιβλίο καταγραφής χρεώσεων και πιστώσεων της εκκαλούσας, το οποίο είναι ανυπόγραφο και φέρει μόνο την εταιρική σφραγίδα της. Σε αυτό  καταγράφεται ότι κατά το έτος 2006 υπήρχε οφειλή 34.548,28 ευρώ, η οποία με βάση τις αναλυτικές καταγραφές που ακολουθούν, ανήλθε στο ποσό των 51.767,10 ευρώ το 2007, και στις 10-4-2008, που η εταιρεία έπαυσε-μέχρι και το θέρος του 2011- να πραγματοποιεί πλόες με το συγκεκριμένο πλοίο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Ζακύνθου-Κυλλήνης, στο ποσό των 66.605,43 ευρώ. Παράλληλα, προσκομίζεται βεβαίωση από το λογιστήριο της εναγομένης, με ημερομηνία 18-12-2007, στην οποία αναγράφεται ότι το ποσό της οφειλής της έναντι του ανωτέρω μέχρι τις 31-10-2007 ανερχόταν στο ποσό των 51.001,28 ευρώ. Εξάλλου, στην προσκομιζόμενη, επίσης από την εφεσίβλητη, από 10-4-2008 χειρόγραφη κατάσταση, που επιγράφεται «τελική κατάσταση οφειλών πληρώματος», και φέρεται να έχει συνταχθεί από τον θανόντα σύζυγό της, αναγράφονται τα ονόματα και η ιδιότητα όλων των απασχολούμενων στο πλοίο, η  προς αυτούς οφειλή, και ειδικώς όσον αφορά τον ίδιο, ότι το ποσό της οφειλής της εταιρείας προς αυτόν ανερχόταν στο ποσό των 67.459,80 ευρώ, καθώς και κάποιος παρατηρήσεις. Παράλληλα, προσκομίζονται οι από 22-4-2010 και 27-5-2010 δηλώσεις του ιδίου, με εν μέρει προδιατυπωμένο κείμενο, που υπογράφονται από τον Πρόεδρο του δσ της εκκαλούσας. Στην πρώτη, ο θανών δηλώνει ότι αποδέχεται τη μετοχοποίηση του οφειλόμενου από την εκκαλούσα προς αυτόν χρηματικού ποσού των 30.000 ευρώ, προερχόμενου από την εργασία του στο συγκεκριμένο πλοίο και ότι δέχεται να λάβει έναντι αυτού, τον εκεί οριζόμενο αριθμό ονομαστικών μετοχών, και στη δεύτερη ότι αποδέχεται τη μετοχοποίηση των μερισμάτων του σε αυτή από τη χρήση 2002 και να λάβει έναντι αυτού του ποσού δύο νέες μετοχές για κάθε τρεις παλαιές δηλαδή 227 ονομαστικές μετοχές και να καταβάλει ως διαφορά, το ποσό των 146,20 ευρώ. Από την αξιολόγηση των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο συνάγει κατ’αρχήν ότι από την από 22-4-2010 δήλωση του θανόντος δεν επιβεβαιώνεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο η ανυπαρξία άλλης οφειλής της εταιρείας προς αυτόν, πέραν του ποσού των 30.000 ευρώ, όπως η ίδια διατείνεται. Είναι πολύ χαρακτηριστικό άλλωστε, ότι η τελευταία περιορίζεται σε μία γενική και αόριστη άρνηση της οφειλής της πέραν των 30.000 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζει επακριβώς το περιεχόμενο του ισχυρισμού της, αν δηλαδή αποδέχεται ή όχι τα επιμέρους ποσά δεδουλευμένων αποδοχών του, όπως αυτά καταγράφονται στο παραπάνω απόσπασμα βιβλίου, και αν τυχόν έχουν εξοφληθεί, καθορίζοντας παράλληλα τον τρόπο αλλά και τον χρόνο καταβολής και δικαιολογώντας τον λόγο της μη προσκόμισης σχετικών παραστατικών, ή αν αντίθετα δεν δέχεται την οφειλή αυτή, αντιτείνοντας προς τούτο συγκεκριμένα στοιχεία, όπως για παράδειγμα, τα ποσά που δικαιούτο ο θανών κατά τα αντίστοιχα έτη, τα ποσά που έλαβε και τις ημερομηνίες των τυχόν καταβολών και κάνοντας συγκεκριμένες παρατηρήσεις επί της παραπάνω από 18-12-2007 βεβαίωσης του προϊσταμένου του λογιστηρίου της. Σε συνέχεια προς τα ανωτέρω, μέχρι την επαναπρόσληψή του στις 6-6-2011 αλλά και μετέπειτα και έως τον θάνατό του το απομένον ποσό από την παλαιά οφειλή της εκκαλούσας, δεν αποδεικνύεται ότι εξοφλήθηκε. Περαιτέρω, αναφορικά με το τελευταίο χρονικό διάστημα της απασχόλησής του και μέχρι την απόλυσή του, επί 72 συνολικά ημέρες, ο θανών δικαιούτο το συνολικό ποσό των 12.154,82 ευρώ, που συντίθεται σε μηνιαία βάση, από τον βασικό μισθό του, ύψους 2.857,04 ευρώ, πλέον του επιδόματος Σαββάτων και Κυριακών, ύψους 779,20 (2.857,04 : 22 + 50 % Χ 4) και 628,55 ευρώ, αντίστοιχα, του επιδόματος του άρθρου 8 παρ.2α 51,96 ευρώ, επίδομα του άρθρου 8 παρ.5 της ΣΣΕ, 171,46 ευρώ και επίδομα τροφής 576,30 ευρώ, και συνολικά 5.064,51 ευρώ, που δεν αμφισβητήθηκε. Από τα υπάρχοντα δε αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε καταβολή έναντι ή και σε πλήρη εξόφληση του ποσού αυτού, παρ’ότι η εναγομένη προσκόμισε και πρωτοδίκως τρεις αποδείξεις πληρωμής, τις οποίες φέρεται ότι έχει συντάξει ο θανών και βεβαιώνουν την είσπραξη του ποσού των 11.000 ευρώ συνολικά και συγκεκριμένα των 4.000 ευρώ για καθέναν από τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο και των 3.000 ευρώ για τον Αύγουστο του έτους 2011. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε και η ορισθείσα με την υπ’αριθμ. 74/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δικαστική γραφολόγος, αφού μελέτησε τη γραφή και τις υπογραφές επί των αποδείξεων, συγκρίνοντας αυτές με εκείνες επί του δειγματικού υλικού που προσκομίστηκε από αμφότερες τις διαδίκους και αφορά γνήσια έγγραφα του θανόντος, με βάση τις αναλυτικές σκέψεις που καταγράφει και στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης της. Το συμπέρασμα αυτό, ωστόσο, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις και της ιδίας, περί ποσοτικής ανεπάρκειας των εγγράφων που χρησιμοποιήθηκαν ως δείγματα, αλλά και της ποιοτικής ακαταλληλότητας των άνω αποδείξεων, οι οποίες εξετάστηκαν σε αντίγραφο μέσω τηλεμοιοτυπίας, καθώς η εταιρεία δήλωσε ότι δεν ήταν δυνατή η ανεύρεση των πρωτοτύπων, δεν είναι ασφαλές, παρά τις καταγεγραμμένες ομοιότητες στα υπό εξέταση έγγραφα, ώστε το Δικαστήριο να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς τη γνησιότητά τους. Ειδικότερα, η μη προσκόμιση των πρωτοτύπων στέρησε από την πραγματογνώμονα τη δυνατότητα της διαπίστωσης κάποιων ειδικών  γραφολογικών γνωρισμάτων όπως του ρυθμού και της δυναμικότητας, της ταχύτητας χάραξης, της έντασης της γραφικής πίεσης κ.α, αλλά και τυχόν ιχνών πλαστογράφησης, όπως ξεσμάτων, αποσβέσεων, απαλείψεων με χημικά κα. Άλλωστε και η ίδια διατύπωσε το συμπέρασμά της με τη δέουσα δεοντολογικά και μεθοδολογικά επιφύλαξη εξετάσεως των πρωτοτύπων των επίμαχων αποδείξεων και της προσκομίσεως επαρκούς ποσοτικά και ποιοτικά δειγματικού υλικού γραφής και υπογραφών του ………….., ενώ δεν έχει κάνει συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο της διαθήκης, που έχει γραφτεί με το χέρι του διαθέτη σε χρόνο, λογικά πλησιόχρονο, εκείνου της σύνταξης των αποδείξεων αυτών, και εμφανίζει-παρ’ότι χρησιμοποιείται γραφή με μικρά γράμματα-διαφορές τουλάχιστον στην εξωτερική εμφάνιση σε σχέση με εκείνη των αποδείξεων (πχ. δεν υπάρχει εναλλαγή κλίσης των γραμμάτων στη διαθήκη, ενώ και το μικρό γράμμα «η» αναγράφεται με διαφορετικό τρόπο). Η αδυναμία ασφαλούς δικαστικής κρίσης από τη γραφολογική εξέταση και μόνον των επίμαχων αποδείξεων ενισχύεται από τα υπάρχοντα στη δικογραφία λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία, όπως ήδη εκτέθηκε, οδηγούν με βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη δεν είχε καταβάλει στον θανόντα τις προαναφερθείσες δεδουλευμένες αποδοχές του. Αυτό επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τον εξετασθέντα ενώπιον συμβολαιογράφου, υιό του θανόντος, ο οποίος λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης ήταν σε θέση να γνωρίζει για το συγκεκριμένο ζήτημα. Τέλος, και στη διαθήκη του, η οποία είναι αρκετά λεπτομερής, ο διαθέτης κάνει λόγο γενικά για δεδουλευμένες αποδοχές, χωρίς διευκρίνιση αν πρόκειται για την παλαιά μόνον ή και τυχόν πρόσφατη οφειλή, χωρίς, επομένως, να αποκλείει την ύπαρξη της τελευταίας, δηλώνοντας παράλληλα ότι έχει ενημερώσει σχετικά τη σύζυγό του και επιφυλασσόμενος να αλλάξει το περιεχόμενό της σε περίπτωση καταβολής. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι : 1) η μη ανεύρεση των πρωτοτύπων των αποδείξεων εκ μέρους της εναγομένης, που αποτελεί ανώνυμη εταιρεία, με οργανωμένο λογιστήριο και τήρηση αναλυτικών εμπορικών βιβλίων, δεν κρίνεται δικαιολογημένη και πειστική, δοθέντος ότι η ένδικη αγωγή της επιδόθηκε στις 9-3-2012 και η συζήτησή της προσδιορίστηκε για τις 7-5-2012, δηλαδή σε χρόνους εγγύτατους προς εκείνον της σύνταξης και παραλαβής των αποδείξεων, οπότε και μπορούσε να μεριμνήσει για την ανεύρεση και φύλαξή τους, προς απόκρουση των αγωγικών ισχυρισμών, 2) Ανεξαρτήτως της μη αναγραφής των ημερομηνιών των καταβολών στις αποδείξεις, η εναγομένη δεν προσδιορίζει τον χρόνο που αυτές έλαβαν χώρα και ειδικώς τον χρόνο της καταβολής του αναλογούντος μέρους του μισθού του θανόντος για τον Αύγουστο του έτους 2011, αν και ήταν σε θέση, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, να ελέγχει ανά πάσα στιγμή τις πληρωμές στις οποίες προβαίνει. Επισημαίνεται ιδιαιτέρως, ότι, ενώ στις πρωτόδικες προτάσεις της κάνει λόγο για καταβολή, χωρίς κανέναν ειδικότερα προσδιορισμό, στο δικόγραφο της έφεσής της, βασιζόμενη στην πρωτόδικη μαρτυρία της θυγατέρας του θανόντος, διατείνεται ότι ο τελευταίος έκανε τις πληρωμές προς το πλήρωμα και πληρωνόταν και ο ίδιος. Με τον τρόπο αυτό επιτείνεται η αμφιβολία, ειδικά για τον μήνα Αύγουστο, ως προς τον τρόπο καταβολής των αναλογούντων στις ημέρες εργασίας του αποδοχών. Δηλαδή δεν φαίνεται λογικό,  αν μεν ανέλαβε ο ίδιος χρήματα από τις εισπράξεις του πλοίου να το έκανε προ της αιφνίδιας διακοπής της εργασίας του, αλλά και αν το έκανε, πώς είναι δυνατόν να γνώριζε τί θα επακολουθήσει και ότι δεν θα λάβει όλο τον μισθό του αλλά μόνον μέρος αυτού, αν δε τα χρήματα του τα κατέβαλε η εταιρεία, δεν θα ήταν επίσης λογικό να μην γνωρίζει τον χρόνο, τον τόπο αλλά και το πρόσωπο που πραγματοποίησε την καταβολή, εφόσον ο θανών βρισκόταν εκτός εργασίας. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας στην ίδια κρίση και απορρίπτοντας την ένσταση εξόφλησης που η εναγομένη πρότεινε πρωτοδίκως, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε αν και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης, να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Πλέον αυτών, αποδείχθηκε ότι ο θανών, απολυθείς λόγω της ασθενείας του, και καθ’όλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον θάνατό του, εφόσον δεν υπερβαίνει το τετράμηνο, δικαιούται, κατ’άρθρο 66 § 1 του ΚΙΝΔ τον μισθό του, ύψους 4.061,89 ευρώ μηνιαίως, γεγονός που επίσης δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη, δηλαδή συνολικά  11.373,29 (4.061,89 : 30 Χ 84 ημέρες) ευρώ. Αποδείχθηκε, επίσης ότι ο αποβιώσας δαπάνησε το ποσό των 223,30 και των 216 ευρώ, αντίστοιχα, για εργαστηριακές εξετάσεις στις 7 (triplex καρωτίδων, φλεβών και αρτηριών) και 8 Σεπτεμβρίου 2011 (καμπύλη σακχάρου, κρεατινίνη ορού, τριγλυκερίδια, γενική αίματος, γενική ούρων κλπ), οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το ιδιωτικό πολυϊατρείο …. (σχετ. οι υπ’αριθμ. …./7-9-2011 και …../8-9-2011, αντίστοιχα, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και συνοδευτικά παραστατικά εξόφλησής τους). Επιπλέον, εξετάστηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών στις 26-8-2011 και την 1-9-2011 οπότε υποβλήθηκε και σε παρακλινικές εξετάσεις (γλυκόζη-σάκχαρο κλπ), καταβάλλοντας το ποσό των 5 ευρώ, κατά την πρώτη και των 14,42 ευρώ, κατά τη δεύτερη επίσκεψη (σχετ. οι υπ’αριθμ. …./26-8-2011 και …./1-9-2011 αποδείξεις είσπραξης παρακλινικών του ανωτέρω νοσοκομείου), όλα δε τα παραπάνω ποσά καταβλήθηκαν από τον ίδιο και όχι τον ασφαλιστικό του φορέα. Συνεπώς, το συνολικό ποσό που δαπάνησε για την αιτία αυτή και δικαιούτο να αναζητήσει η ενάγουσα σύζυγός του,  ως κληρονόμος του, κατ’άρθρο 66 § 1 του ΚΙΝΔ. ανέρχεται σε 458,72 ευρώ. Επομένως, όμοια κρίνοντας το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο-το οποίο κατ’ακρίβειαν δέχθηκε 458,82 ευρώ για ιατρικές δαπάνες και όχι 458,72 ευρώ που είναι το ορθό- ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ο δεύτερος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Αβάσιμες, επίσης, ελλείψει εννόμου συμφέροντος τυγχάνουν και οι αιτιάσεις της εκκαλούσας περί εσφαλμένων αιτιολογιών της εκκαλουμένης, οι οποίες όμως δεν την βλάπτουν, δημιουργώντας δεδικασμένο σε βάρος της για άλλη δίκη (ΑΠ 428/2016, ΕφΘεσ (Μον) 354/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 2218/2003, Αρμ 2004.397). Ειδικότερα, η εκκαλούσα παραπονείται για τον λόγο ότι έγινε δεκτή η ένσταση παραγραφής που πρότεινε πρωτοδίκως, απορριπτομένης της αντένστασης παραγραφής της ενάγουσας περί δήθεν αναγνώρισης της οφειλής για δεδουλευμένες αποδοχές του συζύγου της από την 1-1-2006 έως τις 10-4-2008, ύψους 67.459,80 ευρώ, η οποία (αναγνώριση οφειλής)  έγινε δεκτό ότι έλαβε χώρα στις 10-4-2008, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς της, ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοια αναγνώριση, καθώς και για το ότι, σε κάθε περίπτωση το ύψος της αξίωσης του θανόντος συζύγου της έναντι αυτής ήταν 30.000 ευρώ και εξοφλήθηκε ολικά στις 22-4-2010 ολικά με την μετοχοποίησή της.

Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν και μη υπάρχοντος άλλου λόγου εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, σημειούμενου ότι στα επιδικασθέντα έξοδα δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, εφόσον δεν αποδεικνύεται η καταβολή της αμοιβής της πραγματογνώμονος εκ μέρους της εφεσίβλητης, ελλείψει προσκομίσεως σχετικού παραστατικού (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1i α, 68 § 1,  69 παρ.1 και 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013). Σημειώνεται, τέλος, ότι δεν συντρέχει περίπτωση διαβίβασης αντιγράφων της παρούσας δικογραφίας στον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις νόμιμες ενέργειές του, κατ’άρθρο 39 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ως εκ του χρόνου συντάξεως των επίμαχων αποδείξεων, που τοποθετείται, σε κάθε περίπτωση έως τις 10-1-2013 το αργότερο, που συζητήθηκε το πρώτον η αγωγή ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τον πλημμεληματικό χαρακτήρα της τυχόν τελεσθείσας αξιόποινης πράξης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19-7-2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/21-7-2016) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 3597/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4-2-2021.

        Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ