Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 91/2021

Αριθμός  91/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου κατά το άρθρο 19 ΚΠολΔ, Δικαστηρίου, η με  αριθμ. εκθ. καταθ. ………../26-6-2020 και προσδιορ. ……../26-6-2020, έφεση  κατά της 2990/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε στις 28-6-2018, κατόπιν συζήτησης της με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2013 αγωγής, με την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων. Ενόψει του ότι η έφεση  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα  άρθρα 495,  511, 513, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, μέσα στην προθεσμία των 2 ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης,  δεδομένου ότι δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ούτε άλλωστε και οι διάδικοι  επικαλούνται   επίδοση αυτής,   κατατέθηκε το προβλεπόμενο στο άρθρο 495 παρ. 3Αα ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω,  κατά την ίδια, τακτική, διαδικασία (άρθρα 522  και 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια (άρθρο 522 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών με την αγωγή του επιδιώκει την ικανοποίηση αξιώσεώς του προερχόμενη από την εκτέλεση, το έτος 2009, έργου επισκευής στον, υπό σημαία Κύπρου, πλωτό γερανό της εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην αλλοδαπή και εκπροσωπείται νόμιμα από την, εδρεύουσα στην Γλυφάδα Αττικής, διαχειρίστριά της εταιρία με την επωνυμία «…………». Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό η εναγομένη προέβαλε  παραδεκτά ισχυρισμό περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως και παραγραφής. Το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο χωρίς να προχωρήσει στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής επισκοπώντας τα έγγραφα της δικογραφίας, απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως, «ήτοι λόγω ελλείψεως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης». Ήδη ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητά την παραδοχή της προς το σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία πράγματι συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή, δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσεως και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ώστε, αν δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως των διαδίκων, στοιχείο  που ερευνάται  και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ, αν εκτίθενται αλλά δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,  η δε απόκρουση της νομιμοποιήσεως από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση της εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 75/2018,  ΑΠ 1157/2017,  ΑΠ 772/2014, ΑΠ 1383/2010, ΕφΔωδ 134/2017 ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΘεσσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΠειρ 525/2015 και 151/2000 Νομος και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920). Ειδικότερα στην περίπτωση  που ο αντίδικος του ενάγοντος «αρνείται» είτε γενικά είτε ειδικά και αιτιολογημένα τη νομιμοποίηση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ένσταση ελλείψεως ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως» (ΑΠ 1318/2007 ΝοΒ 2008.175, ΑΠ 1308/2004 ΧρΙΔ 2005.235, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339· ΕφΑθ 1854/2009 Νομος, 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528) αλλά για αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής και κατά συνέπεια ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως του εν λόγω ισχυρισμού του, σύμφωνα με το άρθρο 338 παρ.1 ΚΠολΔ. Επομένως και σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, προέβη στην προαναφερόμενη κρίση καθώς εσφαλμένα προεπισκόπησε τα έγγραφα της δικογραφίας και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Όφειλε εφαρμόζοντας ορθά το νόμο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως (73 ΚΠολΔ) αν ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής ιστορεί   τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται για να ασκηθεί αυτή κατά της εναγομένης εταιρίας (68 ΚΠολΔ) και στη συνέχεια, ενόψει της αρνήσεως της εναγομένης ως προς την υποχρέωσή της να καταβάλει το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, με βάση τις ενώπιον του αποδείξεις, να ερευνήσει αν αυτά είναι και αληθή. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του άνω λόγου της εφέσεως, θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και αφού εκδικαστεί, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως παραδεκτή και νόμω βάσιμη αφού  περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με τα άρθρα 68 ΚΠολΔ και 361, 681επ. Α.Κ. Ειδικότερα ο ενάγων ιστορεί ότι στις 9-7-2009 κατάρτισε σύμβαση έργου με την  εναγόμενη αλλοδαπή  εταιρία με την επωνυμία «………» πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Κύπρου πλωτού γερανού «DR», νόμιμα εκπροσωπούμενη από την διαχειρίστρια της στην ημεδαπή εταιρία με την επωνυμία «……………». νόμιμα εκπροσωπούμενη η τελευταία από τον ………. Ότι από την εκτέλεση του έργου που αφορούσε εργασίες επισκευής του εν λόγω γερανού, η εναγομένη εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 169.963,32 ευρώ ενώ, πλέον, αυτού  ζητά την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης.  Τα ως άνω ιστορούμενα αρκούν για το παραδεκτό της αγωγής, ενώ, ο ισχυρισμός της τελευταίας περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της θα ερευνηθεί, ως προς τη βασιμότητά του, κατά το στάδιο της εκτιμήσεως των αποδείξεων καθώς με αυτόν η εναγομένη αρνείται την ιδιότητά της ως αντισυμβαλλόμενη του ενάγοντος στην άνω σύμβαση έργου.  Όσον αφορά όμως το αίτημα για την καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης αυτό είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο αφού η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Για να θεμελιώσει μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία, θα πρέπει η ενέργεια αυτή καθ` εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, να είναι  παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον  (ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 1120/2005 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠ 2000,258, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 41,87, ΕφΑθ 1060/2008 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ, ΑΘ 302/2006 ΔΕΕ 2006,513, ΕφΔωδ 182/2005 δημ. στηΝΟΜΟΣ). Στην υπό κρίση αγωγή δεν εκτίθενται αντίστοιχα περιστατικά παρά μόνο όσα αρκούν για να θεμελιώσουν την ένδικη αξίωση στα πλαίσια της ενδοσυμβατικής ευθύνης.

Κατά το άρθρο 1 εδ. α` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν. 3816/1958), πλοίο είναι κάθε σκάφος χωρητικότητας καθαρής τουλάχιστον δέκα κόρων, προορισμένο να κινείται αυτοδυνάμως στη θάλασσα. Κατά δε το  εδ. β του ίδιου άρθρου οι διατάξεις του τρίτου, τέταρτου, έκτου, εβδόμου, δωδεκάτου, δεκάτου τρίτου και δεκάτου τετάρτου τίτλου του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε  άλλο πλωτό ναυπήγημα. Είναι δε πλωτό ναυπήγημα, κάθε σκάφος από το οποίο λείπει η μία τουλάχιστον από τις πιο πάνω δύο προϋποθέσεις, δηλαδή, είτε είναι χωρητικότητας μικρότερης των δέκα κόρων, είτε δεν   έχει ικανότητα αυτοδύναμης πλεύσης, όπως είναι το σλέπι, η φορτηγίδα,  ο πλωτός γερανός, η   λέμβος κ.λπ. (ΑΠ 161/1968 ΝοΒ σελ. 627, Εφ. Αθ. 4384/1984 ΕΝΔ 14 σελ.). Σύμφωνα επομένως με το άρθρο 1 στα πλωτά ναυπηγήματα δεν εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν  οι διατάξεις του δεκάτου πέμπτου τίτλου, εκείνες δηλαδή των άρθρων 289 επ. ΚΙΝΔ που αφορούν την παραγραφή. Ωστόσο με το νόμο 457/1976 ορίστηκε ότι στα πλωτά ναυπηγήματα  που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 500 κόρους ή εκτόπισμα μεγαλύτερο από 1.000 τόνους, εφαρμόζονται αναλόγως, εκτός των διατάξεων που αναφέρονται στους  άνω τίτλους, και οι διατάξεις των πρώτου, δεύτερου, ένατου και δέκατου, τίτλων του ΚΙΝΔ, του ν.δ. 3899/1958 για την προτιμώμενη ναυτική υποθήκη και του ΚΠολΔ που αφορά τη συντηρητική κατάσχεση και την αναγκαστική εκτέλεση, ενώ δεν συμπεριέλαβε τις διατάξεις των άρθρων 289-292 (δέκατο πέμπτο τίτλο ΚΙΝΔ). Αυτό όμως αποδίδεται  σε παραδρομή αφού με την επέκταση της εφαρμογής και στα προαναφερόμενα πλωτά ναυπηγήματα όλων των ανωτέρω διατάξεων, εξομοιώνει αυτά με πλοία κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ.1 ΚΙΝΔ  και επομένως μόνο  εκ παραδρομής δικαιολογείται η μη αναφορά του νόμου (457/1976) στις διατάξεις περί παραγραφής (σχετ. Α.Αντάπαση-Λ.Αθανασίου: Ναυτικό δίκαιο, παρ. 245, Δ. Καμβύση: Ιδιωτ Ναυτ Δίκαιο έκδ 1982, σελ 749)

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 289 αρ. 3 και 291 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) συνάγεται ότι σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι αξιώσεις που προέρχονται από τη χορήγηση υλικών ή τροφίμων και από την εκτέλεση εργασιών για τη ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό του πλοίου, η δε παραγραφή των αξιώσεων αυτών αρχίζει μόλις λήξει το έτος κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλ. από 1ης Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 251 και 253 του Α.Κ του οποίου  οι περί παραγραφής διατάξεις έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, όπου ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Περαιτέρω το άρθρο 261 Α.Κ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1του  Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ τ.Α` 74/20-03-2013), ορίζει: “1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει τη συζήτηση. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτουν τα ακόλουθα: Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου «έγερση» από το σύγχρονο όρο «άσκηση» της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επιδόσεως της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Η σοβαρότερη διαφοροποίηση από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ. εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος «τελεσίδικη απόφαση» εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως π.χ. οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεώς τους, αποδοχής της αποφάσεως, αποδοχής της αγωγής κλπ. Εκτός από την τελεσιδικία της αποφάσεως, προβλέπεται περαιτέρω ότι η παραγραφή αρχίζει και πάλι, όταν η δίκη περατωθεί με άλλο τρόπο, όπως λόγω καταργήσεώς της με δικαστικό συμβιβασμό (293 ΚΠολΔ), με παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής (294-297 ΚΠολΔ), εφαρμοζομένου επί παραιτήσεως από το δικόγραφο του άρθρου 263 ΑΚ. Από το συνδυασμό του νέου άρθρου 261 και του άρθρου 270 ΑΚ, που παραμένει αμετάβλητο, συνάγεται σαφώς ότι η νέα παραγραφή αρχίζει την επομένη της τελεσιδικίας της αποφάσεως ή της περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 ΑΚ ορίζει ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.

Στη συνέχεια, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 260 Α.Κ., με την οποία προβλέπεται ως λόγος διακοπής της παραγραφής, η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξιώσεως από τον υπόχρεο, αρκεί, για το αποτέλεσμα αυτό, οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη έναντι του δανειστή, από την οποία προκύπτει ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξιώσεως του τελευταίου, θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση της σχετικής αγωγής. Με την έννοια αυτή δεν εξετάζεται αν η ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ. Η με τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής έναντι του δανειστή (ΑΠ 72/2007 δημοσ. στην ΤΝΠ Νόμος).

Από την επανεκτίμηση των ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, της καταθέσεως του μάρτυρα απόδειξης και του συνόλου των νόμιμα προσκομισθέντων με επίκληση  εγγράφων, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση, δια τεκμηρίων, απόδειξη σε συνδυασμό με όσα ισχυρίζονται και συνομολογούν οι διάδικοι,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο ενάγων ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο διατηρούσε στο Πέραμα Αττικής επιχείρηση μηχανουργείου-συνεργείου με τον διακριτικό τίτλο «………», συμφώνησε με το από 9-7-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό να εκτελέσει εργασίες επισκευής στον υπό σημαία Κύπρου πλωτό γερανό «DR», 1.147 τόννων εκτοπίσματος, ο οποίος ανήκε στην αλλοδαπή εταιρία «………», διαχειρίστρια δε αυτής ήταν η εδρεύουσα  στην ημεδαπή (Γλυφάδα Αττικής) εταιρία με την επωνυμία «……….». Η εν λόγω σύμβαση υπογράφηκε στον Πειραιά από τον ενάγοντα αφενός και τον ……. ., αφετέρου, νόμιμο εκπρόσωπό της διαχειρίστριας εταιρίας η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας και ο πρώτος ανέλαβε το έργο  επισκευής του γερανού ενώ με το ίδιο συμφωνητικό καθορίστηκαν από τα συμβαλλόμενα μέρη οι  συγκεκριμένες εργασίες που επρόκειτο να εκτελεστούν, ο χρόνος παραδόσεως του έργου, δέκα ημέρες μετά την άνω ημερομηνία υπογραφής καθώς και τον τρόπο πληρωμής του εργολάβου – ενάγοντος, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοση τιμολογίου παροχής υπηρεσιών μετά την τιμολόγηση των εργασιών στο τέλος του μήνα μέσα στον οποίο θα εκτελούνταν. Ο ενάγων αφού εκδόθηκε από την αρμόδια λιμενική αρχή «άδεια εκτέλεσης εργασιών με χρήση φλόγας», μετά από αίτηση του …….., (σχετ. το προσκομιζόμενο από 7-5-2009 έγγραφο με συνεχείς ανανεώσεις έως 31-7-2009), ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας εταιρίας και με αυτήν την ιδιότητα ζήτησε  επανειλημμένα, κατά την διάρκεια εκτελέσεως του έργου, για λογαριασμό της εναγομένης την έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια,  εκτέλεσε και παρέδωσε περί το Νοέμβρη του 2009 το συμφωνηθέν έργο επισκευών, το οποίο και εγκρίθηκε από την εναγομένη,  ενώ το σύνολο της αμοιβής του που περιλαμβάνει την αγορά υλικών ύψους 75.756,35 ευρώ και την καταβολή ημερομισθίων στους τεχνίτες που απασχόλησε, ανήλθε στο ποσό των 199.714,60 ευρώ. Η εναγομένη αφού  παρέλαβε ανεπιφύλακτα το έργο, όπως αναφέρθηκε, περί το τέλος Νοέμβρη 2009, κατέβαλε στον ενάγοντα, εκπροσωπούμενη από τη διαχειρίστριά της εταιρία και προς εξόφληση της συμβατικής της υποχρεώσεως η οποία συνίστατο στην καταβολή της εργολαβικής αμοιβής, το ποσό των 29.751,28  ευρώ και συγκεκριμένα κατέβαλε στις 7-5-2010 το ποσό των 7.000 ευρώ στις 19-4-2010 το ποσό των 3.000 ευρώ και στις 22-2-2010 το ποσό των 19.751,28 ευρώ και απέμεινε υπόλοιπο 169.963,32 ευρώ που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να του οφείλει. Επομένως και σύμφωνα με τις εκτεθείσες παραπάνω σκέψεις, η ένδικη αξίωση του ενάγοντος που αφορά την αμοιβή του για τις εργασίες επισκευής στο πλωτό γερανό της εναγομένης, εκτοπίσματος άνω των 1.000 τόννων  υπόκειται στην  ετήσια παραγραφή των  διατάξεων των άρθρων 1, 289 αρ. 3 και 291 ΚΙΝΔ,  άρχισε δε αυτή την 1-1-2010 διακόπηκε με τις ως άνω καταβολές από την εναγομένη στις οποίες προέβη προς το σκοπό εξοφλήσεως της συμβατικής της υποχρεώσεως,  ενώ η νέα παραγραφή αυτών ξεκίνησε εκ νέου την 1-1-2011 οπότε και διακόπηκε, πριν τη συμπλήρωσή της, καθώς έλαβαν χώρα τα ακόλουθα  διακοπτικά περιστατικά: Η άσκηση της  …../2011 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενόψει της οποίας ορίσθηκε η 23-9-2011 ως ημερομηνία συζήτησης της προσωρινής διαταγής της οποίας την έκδοση είχε ζητήσει ο ενάγων προς εξασφάλιση της απαίτησής του. Μετά από συμφωνία των διαδίκων την ίδια ημέρα  και συγκεκριμένα του ενάγοντος και του ……., ο τελευταίος προέβη στη σύνταξη του από 23-9-2011 ιδιωτικού εγγράφου με το οποίο αναγνωρίζει την ένδικη οφειλή λόγω των επισκευών του πλωτού γερανού   αλλά και με την έκδοση της από 17-3-2011 «κατάστασης πληρωμών σε ………… από 8-7-2009 έως 17-3-2011» όπου εμπεριέχονται, πλέον άλλων καταβολών για προηγηθείσες όμοιες εργασίες από τον τελευταίο αλλά και τον πατέρα του, οι ως άνω καταβολές (των 29.751,28 ευρώ). Η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων που άρχισε εκ νέου την 1-1-2012 διακόπηκε στις 13-7-2012 με την επίδοση στην εναγομένη της από 12-7-2012 κλήσης με την οποία προσδιορίστηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς  η συζήτηση της από 3-8-2011 αγωγής  του ενάγοντος κατά της εναγομένης, μετά την ματαίωση αυτής στη δικάσιμο της 17-1-2012. Το εν λόγω Δικαστήριο με την 4022/27-6-2013 απόφαση απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας και ο ενάγων άσκησε την με αριθμό κατάθεσης ../12-12-2013 αγωγή η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 7-1-2014 (σχετ. η  …/7-1-2014 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή …………).   Η παραγραφή που άρχισε την 1-1-2013 διακόπηκε με την έκδοση της άνω αποφάσεως ενώ  με την ισχύ των νέων διατάξεων (261 Α.Κ.) που πλέον καταλαμβάνει και την ένδικη διαφορά, η παραγραφή της ένδικης αξιώσεως του ενάγοντος ανεστάλη μέχρι το χρονικό σημείο εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως ή περατώσεως της δίκης με άλλο τρόπο. Εξάλλου, όλως πλεοναστικά, κάθε έτος μεταγενέστερο εκείνο της εκδόσεως της 4022/2013 αποφάσεως λάμβαναν διαδικαστικές πράξεις είτε του ενάγοντος είτε του Δικαστηρίου  όπως η επίδοση στην εναγομένη της ……/14-3-2014 κλήσης με την οποία προσδιορίστηκε η συζήτηση της νέας αγωγής για την δικάσιμο της 18-11-2014,  η  έκδοση στη συνέχεια της 1072/24-2-2015 απόφασης με την οποία παραπέμφθηκε η αγωγή να εκδικαστεί από το καθ’ ύλην αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς στο οποίο εισήχθη προς συζήτηση με την …../30-9-2015 κλήση για τη δικάσιμο της 22-3-2016 ενώ  στο μεταξύ  ο ενάγων επέδωσε την άνω παραπεμπτική απόφαση  στην εναγομένη στις 14-7-2015 (σχετ. η … /14-7-2015 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή . …), η δε συζήτησή της αναβλήθηκε  στις 22-3-2-16 για τη δικάσιμο της 5-12-2017 και την έκδοση της εκκαλουμένης στις 28-6-2018 οπότε αφετηριάζεται η διετής προθεσμία για την άσκηση ενδίκων κατ’ αυτής μέσων.  Σύμφωνα με όσα αναλύονται στις προηγηθείσες σκέψεις, η παραγραφή της ένδικης αξιώσεως που ξεκίνησε με την έγερση αγωγής από τον ενάγοντα θα αρχίσει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως και συνεπώς όσα ισχυρίζεται η εναγομένη περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως,  είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα γενομένου δεκτού του αντίστοιχου ισχυρισμού-αντενστάσεως του ενάγοντος περί διακοπής της παραγραφής αυτής.

Όπως  ήδη αναφέρθηκε, στην ένδικη σύμβαση έργου και κατά τη συνήθη ναυτιλιακή πρακτική, η διαχειρίστρια της πλοιοκτήτριας εταιρίας που εκπροσωπείτο από τον ……………, ενεργούσε στα πλαίσια της αντιπροσωπευτικής της εξουσίας για λογαριασμό της εναγομένης η οποία εξάλλου καθόλου δεν αμφισβητεί την κυριότητά της επί του επισκευαζόμενου γερανού, τη  σύναψη της συμβάσεως, το εκτελεσθέν έργο και την ένδικη οφειλή, περιοριζόμενη να αρνηθεί ότι ενέχεται η ίδια  στην καταβολή της επειδή δεν αναγράφεται η ίδια στη γραπτή, από 9-7-2009, σύμβαση έργου στην οποία αναγράφεται μόνο η «……….». Η εν λόγω άρνησή της ωστόσο δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό μέσο αντίθετα από τα προσκομισθέντα ενώπιον μας αποδεικτικά μέσα, ιδίως από τον ενάγοντα, αποδεικνύεται η ιδιότητά της κα η εκπροσώπησή της από την άνω διαχειρίστρια, η τελευταία  άλλωστε συμβλήθηκε ως «εντολέας» και όχι ως κυρία του έργου, ενώ η ίδια η εναγομένη, στις από 23-10-2014 προτάσεις που έχει καταθέσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 18-11-2014, μετά την οποία εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση (1072/2015), αναφέρεται στο εισαγωγικό τμήμα του εγγράφου στον εαυτόν της, όπως ακριβώς αναφέρεται στο αντίστοιχο της αγωγής και συγκεκριμένα καθορίζεται η ίδια ως αλλοδαπή εταιρία που εκπροσωπείται νόμιμα από την   «………..»  χωρίς μάλιστα να προβάλλει, κατά την άνω συζήτηση, ένσταση περί ελλείψεως της παθητικής νομιμοποιήσεώς της, η δε εξέταση του μάρτυρα του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, περιορίστηκε στο κεφάλαιο της αγωγής που αφορά την χρηματική ικανοποίηση. Ενισχυτικό της ως άνω κρίσης του Δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι στις εργασίες που εκτελούνταν στον πλωτό γερανό της εναγομένης, εμπλεκόταν ο ………….  ο οποίος σύμφωνα με τον ελληνικό ναυτικό οδηγό του 2007  είναι manager / director της εναγομένης και  χωρίς να συνδέεται με την διαχειρίστρια,  επιμελείτο την έκδοση του πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια και των απαιτούμενων αδειών για την εκτέλεση εργασιών με χρήση φλόγας,  ενώ έχει συνυπογράψει με τον …………. το  από 8-7-2009 ιδιωτικό έγγραφο στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναγράφεται το οφειλόμενο στον ενάγοντα ποσό για προηγηθείσες εργασίες στο ίδιο πλοίο, περιστατικά που ομοίως δεν αμφισβητεί η εναγομένη. Ενόψει όλων των ανωτέρω και περαιτέρω από την συναγόμενη σύμφωνα με το άρθρο 261 Α.Κ. ομολογία της ιστορικής βάσεως της αγωγής από την εναγομένη, η οποία παραλείποντας να αμφισβητήσει τους εμπεριεχόμενους σ’ αυτήν ισχυρισμούς του ενάγοντος, παραβίασε το κατά το άρθρο 116 ΚΠολΔ καθήκον να εκθέτει την αλήθεια, περιορισθείσα  να αρνηθεί την  ιδιότητά της ως κυρίας του ένδικου έργου και συνακόλουθα ως υπόχρεης στην καταβολή της οφειλόμενης ένδικης  εργολαβικής αμοιβής, χωρίς να προσκομίζει αποδεικτικά μέσα που να αντικρούουν εκείνα που προσκόμισε ο τελευταίος προς απόδειξη των ισχυρισμών του, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα, θα πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 169.963,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της πρώτης αγωγής που απορρίφθηκε ως αόριστη χρόνος ως προς τον οποίο είναι ορισμένο το οικείο αγωγικό αίτημα. Η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής, για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως,  είναι  διαδικαστική πράξη, αλλά πλέον αυτού έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως,  ενέχουσα πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή, πέραν του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσο ενάρξεως της δίκης, ώστε, ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη, να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσμου χρέους, χωρίς υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη και ως όχληση, να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο και υπόχρεο να πληρώσει το νόμιμο τόκο υπερημερίας (ΑΠ 1278/2019 δημοσ στη ΝΟΜΟΣ).

Με βάση όλα τα προεκτεθέντα γενομένης δεκτής της εφέσεως κατ’ ουσίαν και στη συνέχεια της αγωγής, μερικά, ως βάσιμης κατ’ ουσίαν, θα πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα του ενάγοντος και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αυτού και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της ηττηθείσας εναγομένης, κατά την έκταση της νίκης του (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ,) και, όπως, αυτά προσδιορίζονται ειδικότερα  στο διατακτικό της αποφάσεως ενώ, τέλος, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση  της εφέσεως  στον εκκαλούντα ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την  με  αριθμ. εκθ. καταθ. ………./26-6-2020 και προσδιορ. ………/26-6-2020, έφεση  κατά της 2990/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  κατόπιν συζητήσεως της με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2013 αγωγής, με την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση, με αριθμό 2990/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2013 αγωγή

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή μερικά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν εξήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα δυο λεπτών (169.963,32),με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμ. εκθ.κατα …../19-8-2011 αγωγής του ιδίου.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγομένης και τα ορίζει σε έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ………….).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ