Αριθμός 93/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Α. Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, πλην όμως, ερευνήθηκε η αγωγή σαν αυτός να ήταν παρών, προκύπτει ότι η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της απόφασης χωρεί νέα συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ. 54/2013 Τρ. Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).
Β. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται, πλην άλλων, ότι όταν η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους διαδίκους ή εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι δε ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, κατά την τελευταία διάταξη, υφίσταται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 329 και 920 ΚΠολΔ, και επί κοινής εναγωγής ομόρρυθμης εταιρίας και των ομορρύθμων μελών της ατομικώς, διότι έτσι αποτρέπεται ο κίνδυνος δημιουργίας αντιφατικών δεδικασμένων, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς. Περαιτέρω, στην παρ. 4 του ως άνω άρθρου 76 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτελέσματα και για τους άλλους. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοι εκείνου παρόλο που αδράνησαν. Κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, επί αναγκαστικής ομοδικίας θεωρούνται εκ του νόμου ότι άσκησαν την έφεση και οι ομόδικοι του εκκαλούντος, οι οποίοι αδράνησαν και ως εκ τούτου αυτοί πρέπει να καλούνται, κατά το άρθρο 110 ΚΠολΔ, στη συζήτηση της έφεσης. Αλλιώς, σε περίπτωση μη εμφάνισης τούτων, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ως προς όλους (ΑΠ 1103/2010 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά των εκκαλούντων, ήτοι της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και των ομόρρυθμων εταίρων ……. και ……., καθώς και κατά των μη εκκαλούντων ομόρρυθμων εταίρων: α) ………, β) ……… και γ) ……., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3-10-2018 αγωγή του (αριθ.κατ…………../4.10.2018), με την οποία εξέθεσε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσας με την πρώτη εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», ομόρρυθμοι εταίροι της οποίας τυγχάνουν άπαντες οι λοιποί εναγόμενοι, προσλήφθηκε την 1-10-2007 ως λογιστής και απασχολήθηκε στην έδρα της πρώτης των εναγομένων, αρχικά στο … και στη συνέχεια στον Πειραιά, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, έναντι καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού, ο οποίος κατά το έτος 2015 ανερχόταν σε μικτά 3.039,02 ευρώ και καθαρά 1.883,65 ευρώ, το 2016 σε μικτά 3.097,26 και καθαρά 1.942,48 ευρώ και από 1-1-2017 και μέχρι την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του σε 3.154,28 ευρώ μικτά και 1.962,68 ευρώ καθαρά. Ότι μολονότι υπήρξε συνεπής ως προς τις υποχρεώσεις του, παρέχοντας την εργασία του στην πρώτη των εναγομένων μέχρι τις 15-4-2018, οπότε η τελευταία προέβη σε καταγγελία της ως άνω σύμβασης εργασίας του, δεν του έχουν καταβληθεί οι δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Δεκεμβρίου 2017, Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου 2018, το δώρο Χριστουγέννων 2017, το δώρο Πάσχα 2018, η αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια 2018, συνολικού ποσού 14.817,05 ευρώ, καθώς επίσης το δώρο Χριστουγέννων 2015, τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων 2016, επιδόματα αδείας και ισολογισμού 2016, δώρο Πάσχα 2017 και επιδόματα αδείας και ισολογισμού 2017, συνολικού ποσού 11.000 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, περαιτέρω, δεν του έχει καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης, την οποία δικαιούται λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από την πρώτη των εναγομένων, ανερχόμενη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, στο ποσό των 22.079,96 ευρώ (μικτά). Ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να του καταβάλουν για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των 25.817,05 ευρώ (καθαρά) για διαφορές αποδοχών και το ποσό των 22.079,96 ευρώ (μικτά), ως αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστη επιμέρους απαίτηση κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Η αγωγή συζητήθηκε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην των εναγομένων, ενώπιον του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την υπ΄ αριθμ. 2603/2019 εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα τα ανωτέρω ποσά, νομιμοτόκως κατά τα σε αυτή αναφερόμενα. Κατά της απόφασης αυτής, οι εκκαλούντες, ήτοι η πρώτη εναγόμενη, ομόρρυθμη εταιρεία και οι τέταρτος και πέμπτος των εναγομένων, ομόρρυθμοι εταίροι, ως ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν την υπό κρίση έφεση, νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ. 1, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και εφόσον αυτή ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην (ωσεί παρών), πρέπει, η εκκαλούμενη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής έφεσης, με την οποία οι εναγόμενοι – εκκαλούντες παραπονούνται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη τους εναντίον της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένων των εκκαλούντων να προβάλουν όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσαν να προτείνουν πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή ως προς το νόμιμο και βάσιμο αυτής κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι, για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης, σύμφωνα με τα προρρηθέντα στην υπό στοιχείο Β μείζονα πρόταση, έχουν κληθεί νομότυπα οι μη ασκήσαντες έφεση, ομόρρυθμοι εταίροι της πρώτης εκκαλούσας και αναγκαστικοί ομόδικοι των εκκαλούντων (βλ. τις υπ΄ αριθμ. ………. εκθέσεις επιδόσεως οι δύο πρώτες εξ αυτών της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……. και η τρίτη της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Λάρισας ………….) και αντιπροσωπεύονται στη δίκη από τους παρισταμένους εκκαλούντες (άρθρ. 76 παρ, 2 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Επειδή, τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών, που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 Α.Κ. και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, είναι ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνηθείς ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσης εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος, για τον οποίο οφείλονται, και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές, του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 2016/2207 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 66/2007 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του ΚΠολΔ) με τις προτάσεις της συζήτησης (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001.803, ΕφΘεσ 584/2005 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001.659). Η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 250/2011, ΑΠ 49/2011, ΕφΑΘ 39/2004 Νόμος) και δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1296/1983, ΕφΠειρ 412/2010 Νόμος), γιατί αντίκειται στις για την προδικασία διατάξεις του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται επίσης αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1630/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της 95/1949 διεθνούς σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, των άρθρων 2 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το ν. 133/1975, 3 παρ.1 και 3 του α.ν.539/1945, 3 παρ.16 του ν.4504/1966, 1 παρ.1 του ν. 435/1976, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980 και 3 της 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου”, συνάγεται ότι, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, οι αποδοχές άδειας και τα επιδόματα άδειας και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΟλΑΠ 16/2011). Ως προς το χρόνο καταβολής του μισθού, το άρθρο 655 ΑΚ ορίζει ότι, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά και, σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Με τη διάταξη αυτή τάσσεται δήλη ημέρα καταβολής του μισθού, κατά τρόπο ώστε με μόνη την πάροδο αυτής να καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος, κατά το άρθρο 341 παρ.1 ΑΚ, και να οφείλει έκτοτε τόκους υπερημερίας, κατά το άρθρο 345 εδ. α` ΑΚ. Εξάλλου, ασχέτως του άρθρου 655 ΑΚ, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και τις αποδοχές και το επίδομα άδειας τάσσεται από το νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, 1 παρ.2 του ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 και 1 παρ.3 του ν.δ. 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30η Απριλίου και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους, αντίστοιχα), ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες (ΟλΑΠ 40/2002). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 και 167 του ΑΚ προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που παράγει νομική ενέργεια από τότε που θα περιέλθει σε εκείνον που απευθύνεται και ως δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως μπορεί να γίνει από τον καταγγέλλοντα και σιωπηρά, με πράξεις του από τις οποίες συνάγεται σαφώς και αναμφιβόλως η θέλησή του να λύσει την σύμβαση. Τέτοια σιωπηρή καταγγελία αποτελεί και η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσηκόντως προσφερόμενες σε αυτόν υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η άρνηση αυτή συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει αναμφιβόλως και γίνεται αντιληπτό από τον μισθωτό ότι ο εργοδότης εκδήλωσε τη θέλησή του για λύση της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας του τελευταίου (ΑΠ 1409/2005 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά το άρθρ. 6 παρ. 2 του Ν. 3198/1955 κάθε αξίωση του μισθωτού για καταβολή ή συμπλήρωση της οφειλόμενης αποζημίωσης από απόλυσή του είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, αφότου η αξίωση κατέστη απαιτητή (ΑΠ 177/2013, ΑΠ 200/2011, ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 526/2008, ΑΠ 1938/2007, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αφετηρία για την έναρξη της εξάμηνης προθεσμίας αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία. Έτσι στην περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης αόριστου χρόνου σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 241 εδ. α` του ΑΚ. η οποία ισχύει και για την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, η προθεσμία αυτή (εξάμηνη) αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που έλαβε χώρα το γεγονός της καταγγελίας και λήγει, σύμφωνα με το προαναφερόμενο επίσης άρθρο 243 ΑΚ, με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε (ΑΠ 1938/2007). Η ως άνω προθεσμία είναι αποσβεστική και, όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός μεν, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 1284/2010, ΑΠ 1247/2008), αφετέρου δε διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής (ΑΠ 44/2006). Εξάλλου, η αποσβεστική αυτή προθεσμία αποσκοπεί στην ανάγκη ταχείας άρσης κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας εργασιακής σχέσης και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μη δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη. `Όταν δε παρέλθει άπρακτη η εν λόγω αποκλειστική προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του ως άνω δικαιώματος (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 2074/2007, ΕφΑιγ. 81/2020 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του ν.2112/1920, 5 παρ. 1 του ν.3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγηση τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεως τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 13/2015, 1681/2010, 1082/2010). Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί, αν αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελείς, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα ανάκλησή τους. Στην περίπτωση αυτή από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών. Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη), κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου ( ΑΠ 603/2017,ΑΠ 48/2015, 1277/2010, 91/2008 Τρ. Ν. Πλ. ΝΟΜΟΣ).Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει των προαναφερθέντων, η υπό κρίση αγωγή, με το ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ περιεχόµενο και αιτήματα επαρκώς ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνει όλα τα, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναγκαία για την πληρότητα του δικογράφου της στοιχεία, ήτοι τα γεγονότα που απαιτούνται για τη θεμελίωση των διωκομένων ως άνω αξιώσεων και ειδικότερα το χρόνο της καταρτίσεως της συμβάσεως, τον συμφωνηθέντα μισθό τον οποίο ο ενάγων ελάμβανε για κάθε επί μέρους χρονικό διάστημα, καθώς και τα δώρα εορτών και επιδόματα που δικαιούται και το ύψος της οφειλόμενης σ΄ αυτόν αποζημίωσης απόλυσης, χωρίς να απαιτείται να παραθέτει τον τρόπο και την αριθμητική διαδικασία με την οποία προκύπτουν αυτά, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο έφεσης, επικαλούμενοι αοριστία της αγωγής. Είναι δε νόµιµη, ερειδομένη επί των διατάξεων 346,361,648 επ. ΑΚ, 1 παρ. 2 ν. 1082/1980 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών εργατικών νόμων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», 1 επ. της Απόφασης 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, 3 παρ. 16 Ν. 4504/1966 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων τινών της εργατικής νομοθεσίας και περί ετέρων τινών διατάξεων», 5 παρ. 4 και 5 του Α.Ν. 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ΄ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄ αποδοχών», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1346/1983 «Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και ρυθμίσεως διαφόρων θεμάτων», 2 και 5 παρ. 3 εδ. α΄του Ν. 3198/1955, 1,3 και 7 του Ν. 2112/1920. Πρέπει, εποµένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιµότητα, δεδομένου ότι όπως βεβαιώθηκε στην ως άνω πρωτόδικη απόφαση, έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων εισφορές. V. Από την εκτίμηση της ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος, που περιέχεται στα ταυτάριθµα της εκκαλουμένης πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄ επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου, και της πρώτης εναγομένης, ήδη πρώτης εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας, ομόρρυθμα μέλη της οποίας τυγχάνουν άπαντες οι λοιποί εναγόμενοι, ο ενάγων προσλήφθηκε την 1-10-2007 για να εργασθεί ως λογιστής και απασχολήθηκε με την ιδιότητα αυτή στην έδρα της πρώτης εναγομένης, αρχικά στο …… και στη συνέχεια στον Πειραιά, με πλήρη απασχόληση (Δευτέρα έως Παρασκευή) και επί οκταώρου ημερήσιας απασχόλησης, έναντι συμφωνηθέντος καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού, ποσού 3.039,92 ευρώ μικτά και 1883,65 ευρώ καθαρά κατά το έτος 2015, ποσού 3.097,26 ευρώ μικτά και 1.942,48 ευρώ καθαρά κατά το έτος 2016 και ποσού 3.154,28 ευρώ μικτά και 1.962,58 ευρώ καθαρά κατά τα έτη 2017 και 2018. Στις 3-4-2018, ο ενάγων προσερχόμενος στον τόπο εργασίας του, βρήκε την θύρα κλειδωμένη, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να εισέλθει προκειμένου να παράσχει την εργασία του, γεγονός που επαναλήφθηκε και τις δύο επόμενες ημέρες, οπότε και ενημερώθηκε από τρίτο πρόσωπο, ότι η πρώτη εναγόμενη είχε εξωθεί από το μίσθιο, το οποίο χρησιμοποιούσε προς άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό ο ενάγων στις 5-4-2018 απευθύνθηκε στην επιθεώρηση εργασίας του Κεντρικού Τομέα Πειραιά, ενώ ακολούθως, στις 12-4-2018 απέστειλε προς άπαντες τους εναγομένους την από 10-4-2018 εξώδικη πρόσκληση-δήλωση- διαμαρτυρία, με την οποία διαμαρτυρόταν για τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων του, την αδυναμία πρόσβασης στο χώρο εργασίας του και την εν γένει απαξιωτική προς το πρόσωπό του συμπεριφορά τους, δήλωνε ότι εξακολουθεί να βρίσκεται στη διάθεση της πρώτης των εναγομένων και να παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτή οπουδήποτε του ζητηθεί, εντός του Νομού Αττικής, με την ίδια ειδικότητα και τον ίδιο μισθό, καλούσε τους εναγομένους εντός προθεσμίας δύο εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της εξώδικης δήλωσης να του δηλώσουν εγγράφως αν και που θα παρέχει τις υπηρεσίες του, δηλώνοντάς τους ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση μη αποκρίσεώς τους, θα θεωρούσε την άρνηση αυτή ευλόγως ως άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του και καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την πλευρά τους και θα διεκδικούσε, πέραν των οφειλομένων, και τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσής του, τέλος δε τους καλούσε να παραστούν, ώστε να βρεθεί συμβιβαστική λύση, κατά την ορισθείσα συζήτηση της καταγγελίας στην αρμόδια επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά. Ωστόσο, οι εναγόμενοι δεν προσήλθαν στην Επιθεώρηση Εργασίας, ούτε και απάντησαν στην εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία του ενάγοντος, εντός της ταχθείσας από αυτόν προθεσμίας. Με τον τρόπο αυτό η πρώτη εναγόμενη, δεν περιορίσθηκε σε απλή άρνηση (απόκρουση) των υπηρεσιών του ενάγοντος, αλλά κατά τρόπο αναμφίβολο, εκδήλωσε τη βούλησή της για λύση της μετ` αυτού σύμβασης και συνεπώς η ως άνω συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, αντικειμενικώς εκτιμώμενη, στοιχειοθετούσε σιωπηρή, αλλά σαφή καταγγελία της μεταξύ αυτής και του ενάγοντος εργασιακής σύμβασης, ώστε να μη δημιουργείται από την συμπεριφορά αυτή αβεβαιότητα για την λύση της εν λόγω σύμβασης. Σύμφωνα με τα ανωτέρω προκύπτει ότι η σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της εργοδότριας- πρώτης των εναγομένων έλαβε χώρα στις 15-4-2018, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την αγωγή του και όχι στις 30-3-2018, όπως αβάσιμα διατείνονται οι εκκαλούντες. Και τούτο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ενημερώθηκε την Παρασκευή 30-3-2018 εκ μέρους του δευτέρου των εκκαλούντων, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της πρώτης εναγομένης, όπως και εκ μέρους της, εν τοις πράγμασι ασκούσας τη διαχείριση της εταιρείας, δεύτερης εναγομένης, ότι από την Δευτέρα 2-4-2018 το γραφείο και η εταιρεία κλείνει και λύεται η εργασιακή του σχέση. Εξάλλου, ακόμη και αν ο ενάγων, ως λογιστής, γνώριζε τις οικονομικές δυσκολίες της πρώτης εναγομένης και τα χρέη που είχαν δημιουργηθεί ή ότι επέκειτο η έξωσή της από το μίσθιο και η εντεύθεν εν τοις πράγμασι παύση λειτουργίας της εταιρείας, δεν σημαίνει ότι εχώρησε προγενέστερη της 15-4-2018 καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, αφού σε κάθε περίπτωση η παύση λειτουργίας μιας επιχείρησης λόγω οικονομικών δυσχερειών δεν λύνει την εργασιακή σύμβαση, αλλά παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα της καταγγελίας αυτής (ΑΠ 174/1993 ΝοΒ 42/195, ΕφΑθ 8264/2005 ΝΟΜΟΣ).Κατόπιν αυτών, εφόσον η κρινόμενη αγωγή, αναφορικά με το αίτημα περί καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης, ασκήθηκε μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία από τη λύση της σύμβασης εργασίας την 15-4-2018, καθόσον η διαδρομή της εν λόγω αποσβεστικής προθεσμίας άρχισε την επομένη, ήτοι στις 16-4-2018 και η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 4-10-2018 (βλ. την υπ΄ αριθμ. ………./4-10-2018 έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 8-10-2018 και 9-10-2018 (βλ. τις υπ΄ αριθμ. ……/8-10-2018, …..΄/8-10-2018 και ….΄/9-10-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……. και τις υπ΄ αριθμ. …΄/8-10-2018, …΄/9-10-2018 και ….΄/9-10-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Βόλου, ……….). Επομένως, ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι έχει επέλθει απόσβεση του δικαιώματος του ενάγοντος για καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης, διότι ασκήθηκε μετά τη συμπλήρωση έξι μηνών από την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, μολονότι ο ενάγων υπήρξε συνεπής ως προς τις πηγάζουσες από την ως άνω σύμβαση εργασίας υποχρεώσεις του, παρέχοντας την εργασία του προσηκόντως και ανελλιπώς στην εργοδότριά του, πρώτη εναγόμενη, δεν υπήρξε συνεπής ως προς τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις, μη καταβάλλοντας του το σύνολο των δεδουλευμένων αποδοχών του και ειδικότερα: α) δώρο Χριστουγέννων 2015, ποσού 1.883,65 ευρώ (καθαρά), β) δώρο Πάσχα 2016, ποσού 1.011,70 ευρώ (1.942,48 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ ½ =971,24 ευρώ + 40,46 ευρώ {971,24 Χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας} ), γ) επίδομα αδείας 2016, ποσού 959,96 ευρώ, όπως αιτείται, δ) δώρο Χριστουγέννων 2016, ποσού 2.005,32 ευρώ, όπως αιτείται, (1942,48 ευρώ τακτικές αποδοχές + 80,923 {1.942,48 Χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας}, ε) δώρο Πάσχα 2017, ποσού 1.022,22 ευρώ (1.962,68 ευρώ τακτικές αποδοχές Χ ½ =981,34 + 40,88 {981,34 Χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας} Χ 1/2), στ) επίδομα αδείας 2017, ποσού 959,40 ευρώ, όπως αιτείται, ζ) δώρο Χριστουγέννων 2017, ποσού 2.017,15 ευρώ, όπως αιτείται (1962,48 ευρώ τακτικές αποδοχές + 81,765 {1962,68 Χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας ), η) αποδοχές μηνός Δεκεμβρίου 2017, ποσού 1.952,96 ευρώ, θ) αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2018, ποσού 1.962,68 ευρώ, ι) αποδοχές μηνός Φεβρουαρίου 2018, ποσού 1962,68 ευρώ ,ια) αποδοχές μηνός Μαρτίου 2018, ποσού 1962,68 ευρώ, ιβ) αποδοχές από 1-4-2018 έως 15-4-2018, ποσού 981,34 ευρώ, ιγ) αναλογία δώρου Πάσχα 2018 (χρονικό διάστημα απασχόλησης το έτος 2018 από 1-1-2018 έως 15-4-2018), 894,45 ευρώ (105 ημέρες εργασίας / 8 Χ 65,42 ημερομίσθιο=858,63 + 35,78 (858,63 Χ 0,04166 αναλογία επιδόματος αδείας), ιδ) αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας 2018 (άρθρ. 5 παρ. 5 ν. 539/1945), ποσού 1866,32 ευρώ.
Αναφορικά με το επίδομα ισολογισμού: Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 8 της ΣΣΕ «υπαλλήλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων 2007-2008», που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 11872/2007 από 8-6-2007 (ΦΕΚ 1190Β΄/2007) «Στους λογιστές και βοηθούς λογιστές τους απασχολούμενους ευθέως και αμέσως με τη σύνταξη του ισολογισμού χορηγείται μια φορά το χρόνο και μέσα σ΄ ένα μήνα από την περάτωση της σύνταξης του ισολογισμού, επίδομα ίσο με το 75% ενός βασικού μηνιαίου μισθού προσαυξημένου με τα τυχόν καταβαλλόμενα, με βάση τις διατάξεις της παρούσας ΣΣΕ, κάθε είδους επιδόματα. Ως λογιστές και βοηθοί λογιστές νοούνται οι με σχέση εξαρτημένης εργασίας απασχολούμενοι σε αντικείμενα εργασίας που περιγράφονται στα άρθρα 1, 2, 3 της ΣΣΕ των Λογιστών. Ειδικότερα σε επιχειρήσεις στις οποίες το σύνολο των λογιστών και των βοηθών λογιστών που απασχολούνται στο κεντρικό λογιστήριο, τα χωριστά τμήματα αυτού, εντός ή εκτός κεντρικού καταστήματος, στα υποκαταστήματα υπερβαίνει τα 5 άτομα, το επίδομα ισολογισμού καταβάλλεται στο σύνολο των λογιστών και βοηθών λογιστών». Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ως λογιστής, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στην πρώτη των εναγομένων, ελάμβανε το επίδομα ισολογισμού και συνέχισε να το λαμβάνει και μετά την ΔΑ 42/2009 η οποία προέβλεπε ότι το επίδομα αυτό καταβάλλεται στο σύνολο των λογιστών, εφόσον, είτε ο αριθμός των λογιστών και βοηθών λογιστών που απασχολούνται στο κεντρικό λογιστήριο υπερβαίνει τα 3 άτομα, είτε ο συνολικό αριθμός των λογιστών και βοηθών λογιστών που απασχολούνται στο κεντρικό λογιστήριο σε χωριστά τμήματα αυτού εντός ή εκτός του κεντρικού καταστήματος, στα υποκαταστήματα κ.λ.π υπερβαίνει τα 4 άτομα. Επίσης, εξακολούθησε να το λαμβάνει και μετά τη λήξη ισχύος της ΣΣΕ και της ΔΑ, καθώς και μετά την κατάργησή του, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 2 της Πράξης 6/28-2-2012 (ΠΥΣ 6/2012 ΦΕΚ Α 38/28-2-2012) του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία «Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί, εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία τους. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου που διατηρούνται, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή της τροποποιημένης ατομικής σύμβασης». Το ως άνω επίδομα ισολογισμού καταβαλλόταν από την εργοδότρια- πρώτη εναγομένη οικειοθελώς, χωρίς να έχει νομική υποχρέωση και μετά το έτος 2012, δημιουργηθείσας έτσι επιχειρησιακής συνήθειας. Ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την ως άνω αιτία τα κάτωθι ποσά: α) για επίδομα ισολογισμού έτους 2016, ποσό 1.457,01 ευρώ (1.942,48 Χ75%), θα του επιδικασθεί όμως το αιτούμενο ποσό των 1.436,25 ευρώ και β) για επίδομα ισολογισμού έτους 2017, ποσό 1.472,01 ευρώ (1.962,68 Χ 75%). Συνολικά, συνεπώς, δικαιούται ο ενάγων για τις ως άνω αιτίες να λάβει το ποσό των 24.350,77 ευρώ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος τον τελευταίο μήνα πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, οι οποίες είναι κρίσιμες για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, ανέρχονταν στο ποσό των στο ποσό των 1.962,48 ευρώ (καθαρά) και στο ποσό των 3.154,28 ευρώ μικτά. Η αποζημίωση απόλυσης που δικαιούται, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως ισχύει μετά την υποπαράγραφο ΙΑ 12 παρ. 2 του ν. 4093/2012, δεδομένης της απασχόλησης του ενάγοντος στην πρώτη εναγομένη επί 10 και πλέον έτη (από 1-1-2007 έως 15-4-2018), αντιστοιχεί στις αποδοχές έξι (6) μηνών, πλέον της προσαύξησης κατά ποσοστό 1/6 των επιδομάτων εορτών και αδείας και ανέρχεται στο ποσό των 22.079,96 ευρώ {3.154,28 ευρώ (μικτά) Χ 6 μήνες) + 1/6}.
V. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν : α) το συνολικό ποσό των 24.350,77 ευρώ (καθαρά) ,με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, ήτοι εφόσον πρόκειται για δεδουλευμένες αποδοχές (κονδύλια η,θ,ι,ια,ιβ) από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα κατά τον οποίο ο ενάγων παρείχε την εργασία του, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επομένου μήνα στον οποίο αφορούν και μέχρι την εξόφληση, εφόσον πρόκειται για αποδοχές και επίδομα αδείας (κονδύλια γ,στ,ιδ) από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους, στο οποίο αναφέρονται και μέχρι την εξόφληση, εφόσον πρόκειται για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων (κονδύλια α, β,δ,ε,ζ,ιγ) από 1η Μαΐου του έτους στο οποίο αναφέρονται και από 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους αντίστοιχα και μέχρι την εξόφληση και β) το συνολικό ποσό των 22.079,96 ευρώ (μικτά) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας, ήτοι από 16-4-2018 και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου -ενάγοντος και για δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων (άρθρ. 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Περαιτέρω, επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της έφεσης υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 200 ευρώ και ότι εν περιπτώσει ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος το Δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα. Η υποχρέωση, όμως, κατάθεσης παραβόλου δεν ισχύει επί υποθέσεων εργατικών διαφορών, οπότε, εάν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρέωσης κατατεθεί παράβολο, το Δικαστήριο, βάσει των εν λόγω διατάξεων αναλόγως εφαρμοζομένων, διατάσσει την επιστροφή τούτου στον καταθέσαντα ασχέτως της ευδοκίμησης ή μη της έφεσης (ΑΠ 142/2020 Τρ.Ν.Πλ. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης, έχει κατατεθεί παράβολο (βλ. το υπ΄ αριθμ. …………. e- παράβολο), χωρίς όμως να υφίσταται σχετική υποχρέωση, αφού η έφεση αφορά εργατική διαφορά.
Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του εν λόγω παραβόλου στον καταθέσαντα τούτο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 30-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 2603/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄ αριθμ. 2603/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 3-10-2018 (αρ.εκθ.κατ. ………../4-10-2018) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους, ευθυνόμενους εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (24.350,77€) (καθαρά) και το ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (22.079,96€) (μικτά), με το νόμιμο τόκο, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει σε χίλια εννιακόσια ευρώ (1.900€).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ