ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 94/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24.9.2019 (κατατεθείσα στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)» κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» προς εξαφάνιση της 2534/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών) έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25.9.2019 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, προ πάσης επιδόσεως και πριν παρέλθουν δύο έτη από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης που έγινε στις 18.7.2019. Πρέπει, λοιπόν, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως δεν απαιτείται για τον εκκαλούντα ΕΦΚΑ η κατάθεση παραβόλου κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, καθώς με το άρθρο 62 παρ.3 περ. Θ’ του ν. 4387/2016 εξαιρείται από τη σχετική υποχρέωση. Επισημαίνεται ότι τη δίκη στη θέση της εφεσίβλητης τράπεζας συνεχίζει ως οιονεί καθολική διάδοχος αυτής η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, λόγω της διάσπασης δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της εφεσίβλητης με σύσταση νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την πιο πάνω επωνυμία. Ειδικότερα, στις 20.3.2020 καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με αριθ. πρωτ. …… η απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Ανωνύμων Εταιριών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή, με την οποία εγκρίθηκε η διάσπαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ ………. (η «Τράπεζα») δι’ απόσχισης του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας αυτής με τη σύσταση της νέας εταιρείας- πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «……….» (η «Επωφελούμενη»), καθώς και το Καταστατικό της «Επωφελούμενης» εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 (όπως ισχύει και τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4664/2020), του άρθρου 145 του ν. 4261/2014 (όπως ισχύει και τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4664/2020) και των άρθρων 57 παρ.3, 59-74 και 140-157 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, την από 18.3.2020 απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με αριθμό πρωτ. “…………….”, το από 31-7-2019 Σχέδιο Διάσπασης, το από 31-1-2020 Πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» καθώς και η υπ’ αριθ. ……../2020 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης ……….. Επίσης και το εκκαλούν με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εμφανίζεται με νέα επωνυμία και δη ως «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ e-ΕΦΚΑ».
Περαιτέρω, το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ. είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 20.12.2018 (με αριθμό καταθ. δικογρ. ………./2018) ανακοπή του κατ’ άρθρο 979 του ΚΠολΔ κατά του Ελληνικού Δημοσίου, της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου και της ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και ζητούσε να μεταρρυθμισθεί ο υπ’ αριθ. ……./2018 Πίνακας Κατάταξης Δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, με σκοπό να αποβληθούν από την κατάταξη και να καταταγεί το ίδιο δια του Διευθυντή του Α’ ΚΕΑΟ Αθήνας, προνομιακά και οριστικά (επιπλέον του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί): 1) στο ποσό των 15.803,56 ευρώ για μερική εξόφληση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του με την αποβολή του πρώτου καθ’ου Ελληνικού Δημοσίου και 2) στο ποσό των 51.175,96 ευρώ μέχρι την ολοσχερή ικανοποίηση των αναγγελθεισών απαιτήσεών του, με την ταυτόχρονη ισόποση αποβολή της τρίτης καθ’ης- ήδη εφεσίβλητης τράπεζας. Ειδικότερα, το ανακόπτον εξέθετε ότι με επίσπευση της τρίτης καθ’ης τράπεζας εκπλειστηριάστηκε στις 19.4.2018, η ανήκουσα στην εταιρεία με την επωνυμία «……….» ακίνητη περιουσία, ήτοι δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες- ισόγεια καταστήματα σε πολυκατοικία στη διασταύρωση των οδών …… και ……. (ήδη …….) αρ………, στον Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας, με υπερθεματίστρια την ίδια επισπεύδουσα τρίτη καθ’ης τράπεζα, στην οποία κατακυρώθηκε με επιτευχθέν συνολικό εκπλειστηρίασμα 89.068 ευρώ, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. ……./19.4.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της Συμβ/φου Αθηνών, …………. Ότι στον πλειστηριασμό αυτό, το ανακόπτον ανήγγειλε εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του κατά της οφειλέτριας καθ’ης η αναγκαστική εκτέλεση με τις επισυναπτόμενες στην ανακοπή υπ’ αριθ. πρωτ. ……/26-4-2018 και ………./26-4-2018 αναγγελίες του για ποσά 32.663,01 ευρώ και 23.020,56 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικά για απαιτήσεις ποσού 55.683,57 ευρώ από τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, όπως αυτές αναλύονται στους επισυναπτόμενους στην ανακοπή πίνακες χρεών και για τις οποίες ζήτησε την προνομιακή του κατάταξη. Ότι επειδή το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πλήρη ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ως άνω προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. ………/2018 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο αφού προαφαίρεσε ως έξοδα εκτέλεσης το ποσό των 10.335,75 ευρώ, κατέταξε, μεταξύ άλλων, στο εναπομείναν προς διανομή εκπλειστηρίασμα των 78.732,25 ευρώ: 1) στο 25% αυτού, οριστικά, προνομιακά και σύμμετρα το Ελληνικό Δημόσιο δια της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για το ποσό των 15.803,56 ευρώ έναντι της συνολικής αναγγελθείσας απαίτησής του και το ίδιο το ανακόπτον για το ποσό των 3.879,56 ευρώ έναντι της αναγγελθείσας με την υπ’ αριθ. ………./217/26-4-2018 αναγγελία απαίτησής του και 2) στο 65% του ως άνω εκπλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 51.175,96 ευρώ, τυχαία και προνομιακά, την επισπεύδουσα τράπεζα- τρίτη καθ’ης. Ζητούσε, λοιπόν, κατά τα ανωτέρω το ανακόπτον να καταταγεί αυτό στα παραπάνω ποσά, στα οποία κατετάγησαν το Ελληνικό Δημόσιο και η νυν εφεσίβλητη τράπεζα. Ειδικά για την κατάταξη της τρίτης καθ’ης τράπεζας στο 65% του εκπλειστηριάσματος το ανακόπτον υποστήριζε ότι αυτή έγινε μη νόμιμα καθώς έπρεπε να εφαρμοστούν οι προ του ν. 4335/2015 νομοθετικές διατάξεις, δυνάμει των οποίων θα έπρεπε να καταταγεί στη θέση της το ίδιο (το ανακόπτον), αφού με βάση τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 «οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1.1.2016» και εν προκειμένω ο εκτελεστός τίτλος δυνάμει του οποίου έγινε η αναγκαστική εκτέλεση είναι η υπ’ αριθ. ………./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και πρώτο εκτελεστό απόγραφο αυτής εκδόθηκε την 21.10.2015 και επιδόθηκε για πρώτη φορά εντός του έτους 2015. Η παραπάνω ανακοπή, αφού συνεκδικάσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την από 20.12.2018 (με αριθ. καταθ. δικογρ. ………./2018) ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, με την 2534/2019 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου έγινε δεκτή κατά των δύο πρώτων καθ’ων, οπότε αποβλήθηκε από τον πίνακα κατάταξης το Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά για το ποσό των 15.803,56 ευρώ και κατετάγη στη θέση του το ανακόπτον, ενώ απορρίφθηκε κατά της τρίτης καθ’ης η ανακοπή και νυν εφεσίβλητης τράπεζας. Με την υπό κρίση έφεση το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν παραπονείται κατά της ως άνω απόφασης επειδή απέρριψε την ανακοπή του κατά της τρίτης καθ’ης, ήδη εφεσίβλητης και ζητεί να εξαφανισθεί η εν λόγω απόφαση κατά την παραπάνω απορριπτική διάταξη, με σκοπό να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η από 20.12.2018 ανακοπή του, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, με τον μοναδικό λόγο έφεσής του, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι με την εκκαλούμενη απόφαση η ανακοπή του κατά της τρίτης καθ’ης απορρίφθηκε εσφαλμένα με την αιτιολογία ότι ορθά η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν από το ν. 4335/2015, διαιρώντας το εναπομείναν πλειστηρίασμα, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, σε ποσοστά 25%, 65% και 10% και κατατάσσοντας στο 65% του εκπλειστηριάσματος την τρίτη καθ’ης τράπεζα ως έχουσα ειδικό προνόμιο με το σκεπτικό ότι η ύπαρξη και η έκταση προνομίων κατάταξης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο της σύνταξης αυτού. Ότι αντίθετα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να δεχθεί ότι η ρητή μεταβατική διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου 1 του ν. 4335/2015 που θέτει ως αφετηρία εφαρμογής των διατάξεών του για την αναγκαστική εκτέλεση την πραγματοποίηση επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση μετά την 1.1.2016 καλύπτει και το στάδιο σύνταξης του πίνακα κατάταξης, οπότε κατά τις διατάξεις των άρθρων 975 στοιχ. 3 και 977 παρ.2 ΚΠολΔ ως ίσχυαν προ του ν. 4335/2015, έπρεπε ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να κατατάξει στη θέση της τρίτης καθ’ης το ανακόπτον. Εντούτοις, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή του νυν εκκαλούντος κατά της νυν εφεσίβλητης με δύο επάλληλες αιτιολογίες. Συγκεκριμένα, στην ως άνω απόφαση διαλαμβάνονται σχετικά τα εξής: «Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προέβη σε διανομή του πλειστηριάσματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του νόμου 4335/2015, κατατάσσοντας την μεν τρίτη καθ’ ης- επισπεύδουσα τράπεζα στο ποσό των 51.175,96 ευρώ που αντιστοιχεί στο 65% του εναπομείναντος πλειστηριάσματος, το δε ΕΦΚΑ στο 25% αυτού για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησής του, ενώ έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις αυτές ως ίσχυαν πριν τον ν. 4335/2015 και να καταταγεί το ίδιο προ πάσης άλλης κατάταξης και προ της διαίρεσης του πλειστηριάσματος σε 25%, 65% και 10%, δεδομένου ότι η υπ’ αριθμ. ………/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, δυνάμει του οποίου διενεργήθηκε η επίμαχη αναγκαστική εκτέλεση, επιδόθηκε για πρώτη φορά πριν την 1-1-2016. Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο δεύτερος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, δεδομένου ότι, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. Α’ νομική σκέψη της παρούσας, οι νέες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με τον ν. 4335/2015, εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας, διενεργείται μετά την 1.1.2016. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρεται ανωτέρω, η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, στην οποία στηρίχθηκε η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση και η διενέργεια του επίμαχου πλειστηριασμού, έγινε στις 29-6-2016 [βλ. υπ’ αριθμ. ……….’/29-6-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ……….], στις δε 4-11-2015 επιδόθηκε στην καθ’ ης η εκτέλεση ανώνυμη εταιρεία μόνο επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθμ. ………/2015 διαταγής πληρωμής (ήτοι του εκτελεστού τίτλου) και όχι επιταγή προς πληρωμή (βλ. σχετ. υπ’ αριθμ. ……./4-11-2015 έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας ……….). Συνεπώς, ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ όπως αυτές τροποποιήθηκαν από το ν. 4335/2015, διαιρώντας το εναπομείναν πλειστηρίασμα, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, σε ποσοστά 25%, 65% και 10%. Σημειωτέον, η ύπαρξη και η έκταση των προνομίων στα πλαίσια του πίνακα κατάταξης κρίνεται με βάση το δίκαιο που ισχύει κατά τον χρόνο της σύνταξης αυτού, και συνεπώς ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τα ως άνω άρθρα, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τον ν. 4335/2015, δεδομένου ότι κρίσιμη ημερομηνία είναι η ημερομηνία σύνταξης του πίνακα κατάταξης, δηλαδή εν προκειμένω η 27-11-2018. Συνακόλουθα, η ένδικη ανακοπή- καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της τρίτης των καθ’ ων- επισπεύδουσας, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής- πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της…». Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι όχι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλ` απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, αν θεωρηθούν βάσιμοι, να άγουν σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Έτσι, αν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει επάλληλη αιτιολογία, η προσβολή της κατά το ένα μόνο σκέλος δεν αρκεί, αφού το διατακτικό της στηρίζεται αυτοτελώς επί του άλλου (ΑΠ Ολ 25/1996 ΝοΒ 1996,46, ΑΠ 1390/1988 ΕλλΔνη 31,95, ΕφΠειρ 234/2010, ΠειρΝομ 2010, σελ. 404, ΕφΘεσ 1312/2008 Αρμ 2009,1189, ΑΠ 1530/1988 ΕλλΔνη 31,518, ΑΠ 265/1989 ΕλλΔνη 31,769, πρβλ. αντίστοιχα για την αναίρεση ΑΠ 33/2020, 61/2020 στην ΤΝΠ Νόμος, Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 542, σελ. 221). Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με την ένδικη έφεσή του πλήττει μόνο την αιτιολογία με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή του κατά της εφεσίβλητης ότι ορθά προέβη η υπάλληλος του πλειστηριασμού σε διανομή του πλειστηριάσματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τις διατάξεις του νόμου 4335/2015 και κατέταξε στο 65% αυτού, μετά την προαφαίρεση των εξόδων, την εφεσίβλητη τράπεζα, καθώς τα καθιερούμενα από τους νόμους προνόμια κατά τη συνδρομή των δανειστών στη διαδικασία κατάταξης στην αναγκαστική εκτέλεση κρίνονται όχι σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της γενέσεως του δικαιώματος ή της ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά σύμφωνα με αυτόν που ισχύει κατά το χρόνο της κατατάξεως, αφού η –λόγω του προνομίου- προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους, λόγω της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Ωστόσο, κατά τα ανωτέρω, στην εκκαλούμενη απόφαση συμπεριλήφθηκε και επάλληλη αιτιολογία για την απόρριψη της ανακοπής κατά της τρίτης καθ’ ης τράπεζας σύμφωνα με την οποία και υπό την επικαλούμενη από το ανακόπτον εκδοχή ότι εφαρμοστέο δίκαιο στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης είναι το ισχύσαν κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση στην οφειλέτιδα, στην προκειμένη περίπτωση η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση, στην οποία στηρίχθηκε η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση και η διενέργεια του επίμαχου πλειστηριασμού, έγινε στις 29.6.2016, στις δε 4.11.2015 επιδόθηκε στην καθ’ης η εκτέλεση μόνο επικυρωμένο αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ………./2015 διαταγής πληρωμής (ήτοι εκτελεστού τίτλου) και όχι επιταγή προς πληρωμή και άρα ορθά η υπάλληλος του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, όπως αυτές τροποποιήθηκαν από το ν. 4335/2015, διαιρώντας το εναπομείναν πλειστηρίασμα, μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, σε ποσοστά 25%, 65% και 10%. Την τελευταία αυτή κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που στηρίζει αυτοτελώς την απορριπτική διάταξη της εκκαλουμένης ως προς την ανακοπή του νυν εκκαλούντος κατά της τρίτης καθ’ης-νυν εφεσίβλητης, το εκκαλούν δεν προσβάλλει με λόγο έφεσης, δεν αμφισβητεί τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση που οδήγησε στη διενέργεια του ένδικου πλειστηριασμού, ούτε επικαλείται συγκεκριμένο προγενέστερο χρόνο επίδοσης της επιταγής. Ενόψει των ανωτέρω, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, ως αλυσιτελής, αφού ακόμη κι αν γίνει δεκτός ως βάσιμος, παραμένει η επάλληλη αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία στηρίζει μόνη της το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, με το οποίο απορρίφθηκε η ανακοπή κατά της τρίτης καθ’ης. Απορριπτομένης της εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος με τις προτάσεις της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, μειωμένα όμως, κατά τα άρθρα 62 παρ. 3 περ. θ` ν. 4387/2016 (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 31 ν. 4445/2016) και 22 παρ. 1 ν. 3693/1957 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 52 αρ. 18 Εισ.Ν.ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρ. 5 παρ. 12 ν. 1738/1987 και αρ. 2 της 134423/ 8.12.1992 κοινής αποφ. των Υπουργών Οικονομικών και Δικ/νης, όπως αυτά ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό (βλ. ΑΠ 259/2020 στην ΤΝΠ Νόμος).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 10.2.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ