Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 95/2021

Περίληψη

Στοιχεία της σύμβασης δανείου. Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στη δευτεροβάθμια δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Στα πλαίσια της διάταξης αυτής το δικαστήριο, αξιοποιώντας και την δυνατότητα που του παρέχει η διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, μπορεί να διατάξει οτιδήποτε θα ήταν πρόσφορο να συντελέσει στην διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικά με την υπόθεση, η οποία(αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων) δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, όπως, αντίθετα, η εξέταση των διαδίκων.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

95/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από την  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 4356/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, όπως οι διατάξεις της ίσχυανπριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως εν προκειμένω, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε επικαλούνται οι διάδικοι, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και, από την έκδοσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί, από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 1598/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στο δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 1182/2019, Εφ.Θεσ.2253/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν απαιτείται ρητή αναφορά ότι η μεταβίβαση των χρημάτων έγινε κατά κυριότητα, εφόσον τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 1182/2019 ο.π).

Ο ενάγων, εξέθετε στην ως άνω από 10-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγή του, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, με τον εναγόµενο, ο οποίος είναι λογιστής, τον συνέδεε σχέση πολυετούς γνωριμίας και εμπιστοσύνης, καθώς ο τελευταίος διεκπεραίωνε επί σειρά ετών τις φορολογικές του υποθέσεις. Ότι, στα πλαίσια της σχέσης τους αυτής, συνήφθη μεταξύ τους άτυπη σύμβαση άτοκου δανείου, ενόψει προβληµάτων ρευστότητας που επικαλέστηκε ο εναγόμενος, σύμφωνα με την οποία του παρέδωσε (ο ενάγων στον εναγόμενο) το ποσό των 50.000 ευρώ, που προερχόταν από την είσπραξη αποζηµίωσης, λόγω συνταξιοδότησής του (εφάπαξ). Ότι, το ποσό του δανείου συµφωνήθηκε να επιστραφεί άτοκα σε τρεις δόσεις, ήτοι ποσό 30.000 ευρώ στις 31-12-2008, ποσό 6.000 ευρώ στις 31-07-2009 και ποσό 14.000 ευρώ στις 31-08-2009. Προς εξασφάλιση δε της επιστροφής του δανεισθέντος ποσού, ο εναγόµενος εξέδωσε και παρέδωσε στον ενάγοντα τις αναφερόµενες στην αγωγή τέσσερεις (µεταχρονολογηµένες) τραπεζικές επιταγές, με ημερομηνία έκδοσης την 31η-12-2008, οι δύο πρώτες, ποσού 9.000 ευρώ και 21.000 ευρώ, αντίστοιχα, την 31η-7-2009 η τρίτη, ποσού 6.000 ευρώ και την 31η-8-2009 η τέταρτη, ποσού 14.000 ευρώ. Ότι, ο εναγόµενος δεν του επέστρεψε το ανωτέρω ποσό στις συµφωνηθείσες ηµεροµηνίες και αρνείται µέχρι σήµερα την καταβολή του ποσού του δανείου, παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις του. Ζητούσε δε ακολούθως ο ενάγων, να υποχρεωθεί ο εναγόµενος να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 50.000 ευρώ µε το νόµιµο τόκο από τότε που κάθε επιµέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσµο και απαιτητό, άλλως από την συμφωνηθείσα ηµεροµηνία ολοσχερούς εξόφλησης του δανείου, ήτοι την 31η-8-2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά δε, ζητούσε, στην περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι δεν υφίσταται δήλη ημέρα εξόφλησης του δανείου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να του καταβάλει το ως άνω ποσό με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση ενός μηνός από την της επίδοσης της αγωγής, η οποία επέχει θέση καταγγελίας της δανειακής σύμβασης.

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς εξέδωσε αρχικά την υπ΄αρ. 4642/2015 απόφαση, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, που είχε διεξαχθεί ερήμην του εναγόμενου, λόγω έλλειψης νόµιµης κλήτευσης του τελευταίου. Ακολούθως, ο ενάγων επανέφερε προς συζήτηση την ως άνω αγωγή µε την από 11-1-2016 και µε αριθµό  κατάθεσης ………/2016 κλήση, που συζητήθηκε στις 5-4-2017 και εκδόθηκε η υπ΄αρ. 4356/2017 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (εκκαλουμένη). Με την απόφαση αυτή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκρινε την ανωτέρω αγωγή ορισμένη και νόμιμη. Περαιτέρω ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό-ένσταση του εναγόμενου ότι, η ένδικη αξίωση έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της διάταξης του άρθρου 250 περ.15 ΑΚ, ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι η αξίωση εκ της σύμβασης δανείου, όπως η επίδικη, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ. Επίσης ορθώς απέρριψε και τον έτερο ισχυρισμό του εναγόμενου ότι, από οικείο πταίσμα του ενάγοντος, κατέστη αδύνατη η παροχή, καθώς αυτός (ενάγων) δεν εμφάνισε τις εν λόγω επιταγές, οι οποίες είχαν δοθεί ως εγγύηση για την επιστροφή του δανείου, προς πληρωμή, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, διότι η αγωγική αξίωση βασίζεται στη δανειακή σύμβαση, όπως προεκτέθηκε, η οποία είναι  ανεξάρτητη από την αξίωση των, βάσει εγγυοδοτικής σύµβασης, εκδοθεισών επιταγών. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου εις βάρος του ενάγοντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη.

Ήδη κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρο 524 παρ. 1ΚΠολΔ), το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Στα πλαίσια της διάταξης αυτής το Δικαστήριο, αξιοποιώντας και την δυνατότητα που του παρέχει η διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, μπορεί να διατάξει οτιδήποτε θα ήταν πρόσφορο να συντελέσει στην διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικά με την υπόθεση. Η αυτοπρόσωπη δε εμφάνιση των διαδίκων δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 ΚΠολΔ όπως, αντίθετα, η εξέταση των διαδίκων, η οποία και αναφέρεται ρητώς στην εν λόγω διάταξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το, κατ’ άρθρο 522ΚΠολΔ, μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, το Εφετείο προβαίνει στα τα πιο πάνω διατασσόμενα, για να μπορέσει να μορφώσει κρίση για το βάσιμο ή μη της έφεσης, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης (Α.Π. 1088/2018, Α.Π. 117/2016, Α.Π. 44/2010, Εφ.Αθ. 18/2014, Εφ.Πειρ. 313/2011, Εφ.Πειρ. 296/2010, Εφ.Πειρ. 510/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ήτοι της μάρτυρα του ενάγοντος ……… – κόρης του και του μάρτυρα του εναγόμενου ……..- πατέρα του, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων, που νοµίµως προσκοµίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο εναγόµενος, είναι λογιστής- φοροτεχνικός Α τάξης και διατηρεί λογιστικό γραφείο στον Πειραιά. Στον εναγόμενο -και πριν από αυτόν στον πατέρα του, που ήταν επίσης λογιστής- ο ενάγων ανέθετε επί σειρά ετών τις φορολογικές του υποθέσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεταξύ τους σχέση πολυετούς γνωριμίας κι εμπιστοσύνης. Στο πλαίσιο, µάλιστα, της σχέσης αυτής, ο εναγόµενος προσέλαβε το έτος 2007 την κόρη του ενάγοντος για να εργαστεί, ως υπάλληλος, στο εν λόγω λογιστικό γραφείο. Το Φεβρουάριο του έτους 2008, ο εναγόµενος εξέδωσε και παρέδωσε στον ενάγοντα τέσσερεις µεταχρονολογηµένες επιταγές, συνολικού ποσού 50.000 ευρώ, ήτοι την υπ’αρ. ……… επιταγή ποσού 9.000 ευρώ και με ηµεροµηνία έκδοσης 31-12-2008, την υπ’αρ. ……. επιταγή, ποσού 21.000 ευρώ και με ηµεροµηνία έκδοσης 31-12-2008, την υπ’αρ……… επιταγή, ποσού 6.000 ευρώ και με ηµεροµηνία έκδοσης 31-07-2009 και την υπ’αρ………. επιταγή, ποσού 14.000 ευρώ και με ηµεροµηνία έκδοσης 31-08-2009, πληρωτέες, οι δύο πρώτες στην “MARFIN EGNATIA ΒΑΝΚ” από τον υπ’αρ…….. τηρούµενο στην τράπεζα αυτήν λογαριασµό του και οι δύο τελευταίες στην Τράπεζα Κύπρου, από τον υπ’αρ. ………… λογαριασµό του (εναγόμενου).

Ο ενάγων υποστηρίζει, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, ότι συνήψε άτυπα σύμβαση άτοκου δανείου με τον εναγόμενο κατά τον παραπάνω χρόνο (Φεβρουάριο του 2008), καθώς ο τελευταίος επικαλέστηκε πρόσκαιρη έλλειψη ρευστότητας, σύμφωνα με την οποία (σύμβαση) του παρέδωσε το ποσό των 50.000 ευρώ. Ότι το ποσό αυτό προήλθε από αποζημίωση (εφάπαξ) λόγω συνταξιοδότησής του (ενάγοντος) ένεκα βαριάς αναπηρίας (80%), που του απονεμήθηκε με την από 24-5-2007 απόφαση του Δ/ντή του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ Πειραιά, πράγμα που γνώριζε ο εναγόμενος με την ιδιότητά του ως λογιστή του. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, οι ανωτέρω αναφερθείσες επιταγές,  του παραδόθηκαν από τον εναγόμενο ως εξασφάλισή του για το ως άνω ποσό του δανείσματος.

Αντίθετα, ο εναγόμενος υποστηρίζει, γεγονός που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα, να απορρίψει, την αγωγή, όπως προεκτέθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ότι ουδέποτε συνήφθη η επικαλούμενη από τον ενάγοντα σύμβαση δανείου,  δεδομένης και της οικονομικής ευρωστίας του εναγόμενου, οι εν λόγω δε επιταγές ήταν ‘’ευκολίας’’, δηλ. δεν ενσωμάτωναν πραγματική οφειλή του εκδότη τους-εναγόμενου και δόθηκαν από αυτόν στον ενάγοντα, κατόπιν παράκλησης του τελευταίου, λόγω και του γεγονότος ότι ήταν επί δεκαετίες πελάτης του λογιστικού του γραφείου, προκειµένου να τον βοηθήσει, για να αποκτήσει οικονοµική πίστωση έναντι τρίτων. Συγκεκριμένα, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, που επιβεβαιώνει ο ως άνω μάρτυράς του, οι επιταγές δόθηκαν για να αγοράσει ο γιος του ενάγοντα επαγγελματικό αυτοκίνητο (ταξί), µε τη συµφωνία, όμως, ότι ουδέποτε θα εναχθεί γιαυτές και ότι δεν θα αναλάβει οποιαδήποτε οικονοµική υποχρέωση, αλλά θα πληρωθούν από τον ενάγοντα.

Ενόψει των αντικρουόμενων παραπάνω πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, οι οποίοι ενισχύονται από τις επίσης αντικρουόμενες καταθέσεις των μαρτύρων τους, αντίστοιχα, που, ωστόσο, παρουσιάζουν αμφίβολα και αδιευκρίνιστα σημεία τα οποία αφορούν κρίσιμα για την ουσία της υπόθεσης ζητήματα, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι πρέπει, για την ασφαλή διάγνωση της ένδικης διαφοράς, να διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, ώστε να παράσχουν αυτοί διευκρινίσεις και να διασαφηνιστούν τα θέματα αυτά. Ειδικότερα, αφενός μεν ο ενάγων, δεν προσδιορίζει, ούτε καθίσταται σαφές από την κατάθεση της μάρτυρά του, αλλά ούτε από τα έγγραφα που προσκομίζει, πώς παρέδωσε το ποσό του επικαλούμενου δανείου στον εναγόμενο (με υλική παράδοση ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό) και αν αυτά τα χρήματα τα ανέλαβε από τραπεζικό του λογαριασμό ή από άλλο σημείο και ποιό), αφετέρου δε ο μάρτυρας του εναγόμενου δεν εξηγεί, τουλάχιστον επαρκώς, πώς οι ως άνω επιταγές, αν είναι ‘’ευκολίας’’ όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος και δεν δόθηκαν προς εξασφάλιση του δανείου που επικαλείται ο ενάγων, βρίσκονται στα χέρια του ενάγοντος, καθώς επίσης, γιατί αυτές δεν εκδόθηκαν στο όνομα του γιου του ενάγοντος, που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγόμενου, θα αγόραζε το ταξί. Σημειωτέον δε ότι, ο γιος του ενάγοντος, ο οποίος γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1990, ήταν ανήλικος κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των επιταγών (Φεβρουάριο του 2008) και δεν διέθετε άδεια οδήγησης, οπότε κι αυτό το σημείο χρήζει περαιτέρω επεξήγησης.

Κατόπιν των ανωτέρω, προκειμένου να διευκρινισθούν τα ως άνω και άλλα, ενδεχομένως, κρίσιμα ζητήματα προς την, κατά το δυνατόν, πλήρη και ενδελεχή διερεύνηση της υπόθεσης και ορθή κρίση της διαφοράς, το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη σχετική μείζονα σκέψη, κρίνει ότι πρέπει, αναβαλλόμενης της έκδοσης οριστικής απόφασης επί του βάσιμου των λόγων των κρινόμενης έφεσης, να διαταχθεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ήτοι του εκκαλούντος -ενάγοντος και του εφεσίβλητου -εναγόμενου, για να παράσχουν τις δέουσες εξηγήσεις, προς διασάφηση των ως άνω ζητημάτων, καθώς και σχετικά με οτιδήποτε άλλο ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο απαραίτητο, κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα. Δεν θα περιληφθεί δε διάταξη για δικαστικά έξοδα και την τύχη του παραβόλου της έφεσης, καθώς η απόφαση δεν είναι οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 6-8-2019 έφεση κατά της 4356/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης και διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, που κηρύχθηκε περατωμένη στο ακροατήριο.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων, προκειμένου να υποβληθούν σε ερωτήσεις και να παράσχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις επί των ζητημάτων που ειδικότερα αναφέρθηκαν στο σκεπτικό της παρούσας, καθώς και επί κάθε άλλου τυχόν ζητήματος, που θα τεθεί από το Δικαστήριο. Η εξέταση θα γίνει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε δημόσια συνεδρίασή του, μετά από κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 10 Φεβρουαρίου 2021, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

              Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     H  ΓPAMMATEAΣ