Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 96/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 96/2021

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή Εφέτη, Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου οι με αρ. κατ. ………./2019 και ………/2019 εφέσεις κατά της υπ’ αρ. 4880/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 2918/2019 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και επειδή έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και μειώνονται τα έξοδα (άρθρο 246 ΚΠολΔ).

Οι ως άνω εφέσεις ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1), έχουν δε κατατεθεί τα σχετικά παράβολα [Ηλεκτρ. Παράβολα ……./2019 (…../2019 έφεση), ………./2019 (………./2019 έφεση)]. Είναι συνεπώς τυπικά δεκτές και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων ιστορούσε ότι από τις αρχές του έτους 1992 έως τις 30 Μαΐου του 1999 συμβίωσε με την εναγόμενη σε μόνιμη ελεύθερη ένωση, οπότε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο. Ο γάμος αυτός λύθηκε στις 17.1.2014 με την υπ’ αρ. 6626/2013 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Κατά τον χρόνο της ελεύθερης συμβίωσής του με την εναγόμενη, η περιουσία της αυξήθηκε. Συγκεκριμένα απέκτησε δύο ακίνητα και ένα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο, αξίας αυτών, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, 140.000 ευρώ (των ακινήτων), 500 ευρώ (του αυτοκινήτου) και επιπλέον εισέπραξε ως ομόρρυθμος εταίρος κατασκευαστικής εταιρείας κέρδη από τη λειτουργία της συνολικού ύψους 235.020,31 ευρώ. Συνολικά δηλαδή η περιουσία της, κατά το διάστημα της ελεύθερης συμβίωσής τους, αυξήθηκε κατά το ποσό των 375.520,31 ευρώ. Στην επαύξηση αυτή της περιουσίας της εναγομένης, αυτός συνέβαλε, με την εκ μέρους του, άνευ αμοιβής, παροχή στις επιχειρήσεις της υπηρεσιών αρχιτέκτονα μηχανικού, στα πλαίσια συνδέσμου εμπιστοσύνης, που είχε δημιουργεί μεταξύ τους, υπό την προϋπόθεση της μονιμότητας της συμβίωσής τους και της κοινής οικονομικής εξασφάλισής τους, δεσμός που διαρρήχθηκε με τη λύση του γάμου τους και της διακοπής της έγγαμης συμβίωσής τους. Εκθέτει επιπλέον στην αγωγή του, ότι, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, η περιουσία της αυξήθηκε. Η τελική της περιουσία, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, αποτελούνταν από τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία : α) ακίνητα συνολικής αξίας 260.000 ευρώ, β) χρηματικά ποσά από κέρδη από τη συμμετοχή της σε εταιρείες ύψους 222.129 ευρώ, γ) χρηματικά ποσά από κέρδη από την ατομική της επιχείρηση, ύψους 264.397,16 ευρώ, δ) χρηματικά ποσά από κέρδη που θα εισέπραττε από τη συμμετοχή της (50%) ως ομόρρυθμος εταίρος σε κατασκευαστική εταιρεία («……………..») από μη πωληθέντα εισέτι ακίνητα, κυριότητας της εταιρείας, όταν αυτά πωληθούν, άλλως την αναλογία της στην αξία αυτών, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία, συνολικού ύψους, 289.000 ευρώ, ε) χρηματικά ποσά σε τραπεζικές καταθέσεις, ομόλογα και μετοχές, συνολικού ποσού 1.400.000 ευρώ, στ) ένα αυτοκίνητο αξίας 15.000 ευρώ και ζ) χρηματικό ποσό από το σωζόμενο τίμημα πώλησης ενός αυτοκινήτου ύψους 10.000 ευρώ, της αξίας όλων των ανωτέρων, αποτιμώμενης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Συνολικά δε, η αξία της τελικής περιουσίας ανέρχεται, σύμφωνα με την αγωγή, στο χρηματικό ποσό των 2.460.526,57 ευρώ και, αφαιρουμένης απ’ αυτήν της αξίας της αρχικής περιουσίας, κατά την τέλεση του γάμου, ύψους 375.520,31 ευρώ, προκύπτει επαύξηση, ύψους 2.085.006,26 ευρώ. Περαιτέρω, ανέφερε ότι στην επαύξηση αυτή, της μετά το γάμο τους περιουσίας της, συνέβαλε και ο ίδιος, κατά νόμιμο τεκμήριο, ήτοι κατά το 1/3. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός του : Α) όσον αφορά τα αποκτήματα του χρονικού διαστήματος της χωρίς γάμο συμβίωσής του με την εναγόμενη, βάσει των διατάξεων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 213.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στη εξοικονομηθείσα δαπάνη, που άλλως θα κατέβαλε για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του στις επιχειρήσεις της σε συνεργάτη αντίστοιχων με των δικών του προσόντων. Β) Όσον αφορά τα αποκτήματα της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου τους, να αναγνωρισθεί ότι αυτή οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 695.002,086 ευρώ, όλα δε τα ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκανε εν  μέρει δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των 557.540,44 ευρώ, ως συμμετοχή του στα αποκτήματα της εναγομένης, κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσής τους και κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονούνται οι διάδικοι με τις υπό κρίση εφέσεις τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ο δε εν μέρει νικήσας εκκαλών ενάγων και για εσφαλμένες βλαπτικές γι αυτόν αιτιολογίες, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην έφεσή του. Ζητούν δε αμφότεροι να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη προκειμένου, ο μεν εκκαλών ενάγων, να γίνει δεκτή εν όλω η αγωγή του, η δε εκκαλούσα εναγόμενη, να απορριφθεί αυτή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. «Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης…». Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση, ήτοι της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου (τελική περιουσία), να προκύπτει αύξηση. Περαιτέρω, επί εταιρειών που έχουν νομική προσωπικότητα, σε αντίθεση με εκείνες που στερούνται νομικής προσωπικότητας (άρθρα 758 παρ. 1, 759, 761 Α.Κ.), η εταιρική περιουσία ανήκει στο νομικό πρόσωπο και διακρίνεται από τις ατομικές περιουσίες των εταίρων. Η ιδιότητα εταίρου σε εταιρεία με νομική προσωπικότητα δεν παρέχει σε αυτόν κανένα δικαίωμα περιουσιακής φύσεως επί των επιμέρους στοιχείων, που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία, αλλά ποσοστό οικονομικής συμμετοχής επί της εταιρικής περιουσίας ως χωριστής (αυτοτελούς) ομάδας. Από αυτό συνάγεται ότι για τον υπόχρεο σύζυγο, που έχει αποκτήσει κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου, την ιδιότητα μετόχου ή εταίρου εταιρείας με νομική προσωπικότητα και τη διατηρεί κατά το χρόνο της λύσης ή ακύρωσης του γάμου, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ` ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική περιουσία του ως μετόχου ή εταίρου, δηλαδή η οικονομική συμμετοχή του και συγκεκριμένα οι μετοχές ή η μερίδα συμμετοχής, καθώς και τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής του καθαρά κέρδη, που αποκόμισε κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου, και μόνον επ’ αυτών των ατομικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να έχει αξίωση συμμετοχής ο δικαιούχος σύζυγος. Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει και επί συμβολής στην απόκτηση μετοχών ή εταιρικής μερίδας, οπότε δύναται να ζητηθεί μέρος αυτών ή μέρος της αξίας τους (ΑΠ 350/2020, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1926/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του, ως στοιχείο της τελικής περιουσίας της εναγόμενης συζύγου του, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους, το χρηματικό ποσό των 289.000 ευρώ από κέρδη που θα εισπράξει από τη συμμετοχή της (50%) ως ομόρρυθμος εταίρος σε κατασκευαστική εταιρεία («…………….») από μη πωληθέντα εισέτι ακίνητα, κυριότητας της εταιρείας, όταν αυτά θα πωληθούν στο μέλλον, άλλως την αναλογία της στην αξία αυτών, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία. Ο συνυπολογισμός όμως αυτός στην τελική περιουσία είναι μη νόμιμος, γιατί το χρηματικό ποσό, που αναφέρει ότι θα αποκομίσει η εναγόμενη ως κέρδος, δεν υφίσταται κατά το χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, που σύμφωνα με τη διάταξη του 1400 ΑΚ, είναι ο χρόνος της αμετάκλητης λύσης του γάμου, αλλά είναι μελλοντικό και αβέβαιο και θα εισπράξει η εναγομένη, αν η εταιρεία «……………..», ιδιοκτήτρια των ακινήτων, καταφέρει και πουλήσει τα ακίνητά της κάποτε στο μέλλον και στην τιμή που αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του. Αν πάλι ήθελε ερμηνευθεί ότι η αξία των 298.000 ευρώ, ως προσδιοριστικό της τελικής της περιουσίας στοιχείο, αντιπροσωπεύει την αναλογία της στην εμπορική αξία αυτών, σύμφωνα με το ποσοστό συμμετοχής της στην εταιρεία (50%), τότε μη νόμιμα υπολογίζεται ως απόκτημα, αφού, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ` ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική περιουσία της εναγόμενης εταίρου, δηλαδή η οικονομική συμμετοχή της και συγκεκριμένα αξία της εταιρικής μερίδας συμμετοχής της, που όμως δεν προσδιορίζεται στην αγωγή, κατά το χρόνο άσκησης αυτής, ως στοιχείο προσδιοριστικό της τελικής της περιουσίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που θεώρησε τον ως άνω υπολογισμό ως νόμιμο, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου της έφεσης της εναγόμενης εκκαλούσας για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό και να μην υπολογιστεί το ως άνω στοιχείο στον υπολογισμό της τελικής περιουσίας κατά τη λύση του γάμου. Περαιτέρω ο ενάγων ανέφερε στην αγωγή του, ως προσδιοριστικά της τελικής περιουσίας της εναγόμενης συζύγου του, τα χρηματικά ποσά από κέρδη από τη συμμετοχή της σε εταιρείες ύψους 222.129 ευρώ και από κέρδη από την ατομική επιχείρησή της, ύψους 264.397,16 ευρώ, τα οποία υφίστανται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου τους. Ο προσδιορισμός αυτός είναι νόμιμος, αφού υπολογίζονται τα κέρδη που εισέπραξε η εναγόμενη σύζυγος και υφίστανται κατά το χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε, ως μη νόμιμο τον ως άνω υπολογισμό με την αιτιολογία, ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι αυτά τα ποσά υφίστανται κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου πέραν των τραπεζικών καταθέσεων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, αφού στην αγωγή αναφέρονται ότι υφίστανται και τα χρηματικά ποσά από καταθέσεις και διάφορα τραπεζικά προϊόντα, ύψους 1.400.000 ευρώ, αλλά και τα χρηματικά ποσά από τα κέρδη από τις εμπορικές και ατομικές επιχειρήσεις (222.129 ευρώ 264.397,16 ευρώ αντίστοιχα). Επομένως πρέπει, δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου της έφεσης του ενάγοντος εκκαλούντος για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν το ως άνω στοιχείο στον υπολογισμό της τελικής περιουσίας κατά τη λύση του γάμου.

Κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή υπάρχει ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή για αιτία μη επακολουθήσασα ή λήξασα ή παράνομη ή ανήθικη». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πλουτισμός απαιτείται να επήλθε «χωρίς νόμιμη αιτία», δηλαδή να είναι αδικαιολόγητος. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία ειδικότερα είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας. Το άρθρο 904 ΑΚ δεν λύνει από μόνο του το ζήτημα πότε υπάρχει ή δεν υπάρχει νόμιμη αιτία. Απόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με το σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Περαιτέρω, είναι δεδομένο της κοινής πείρας, ότι στα πλαίσια της ελεύθερης συμβίωσης προσώπων οι συνήθεις παροχές του καθημερινού κοινού βίου εκ μέρους του ενός προς τον άλλον γίνονται από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος και συνεπώς δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού του λήπτη, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός αυτού και η μείωση ή η μη επαύξηση της περιουσίας του δότη δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπάρχει τότε η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής, αντικείμενο της οποίας μπορεί να είναι και υπηρεσίες πάσης φύσεως. Δεν ισχύει όμως το ίδιο, και μάλιστα ως γενικός κανόνας, όταν πρόκειται για παροχές περιουσιακών στοιχείων μεγάλης αξίας, οι οποίες ευλόγως προϋποθέτουν και έχουν ως βάση και “θεμέλιο” την συμβιωτική σχέση των ατόμων (χωρίς φυσικά να αποκλείεται η ελευθεριότητα και στις παροχές αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις). Ειδικότερα, κύριο χαρακτηριστικό της συμβιώσεως είναι ότι αυτή λύεται ελευθέρως οποτεδήποτε από εκάτερο των προσώπων, ενώ ο γάμος λύεται είτε με τον θάνατο ενός των συζύγων, είτε με την έκδοση αμετάκλητης περί διαζυγίου αποφάσεως. Στην περίπτωση, εξάλλου, που κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσης υπήρξε βελτίωση της περιουσίας (πλουτισμός) του ενός των προσώπων, που συζούν, από την περιουσία του ετέρου εξ αυτών, η οποία βελτίωση (πλουτισμός) έλαβε χώρα είτε με την προοπτική κάποιου μελλοντικού γάμου, είτε στο πλαίσια της “κοινωνίας βίου”, και στη συνέχεια η ελεύθερη συμβίωση λύθηκε, τότε εκλείπει η θεμελιώδης αιτία, χάριν της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, και συνεπώς μπορεί να αναζητηθεί ο πλουτισμός κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Δηλαδή, εάν εξ αφορμής της εξώγαμης συμβίωσης δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ένα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση κάποιου όχι ορισμένου αλλά οριστού περιουσιακού ανταλλάγματος (π.χ. οικονομικής εξασφάλισης για το μέλλον) ή μελλοντικού γάμου, και στον παρασχόντα τις υπηρεσίες ή τις παροχές στον άλλο σύντροφο δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι παρέχει τις υπηρεσίες αυτές ή την παροχή για μελλοντική του εξασφάλιση (δηλαδή με την προσδοκία γάμου ή μελλοντικής εξασφάλισης), η αθέτηση και γενικώς η λήξη του συνδέσμου εμπιστοσύνης, ως νόμιμης αιτίας, στηρίζει την αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία γεννάται τη χρονική στιγμή της διάρρηξης του συνδέσμου εμπιστοσύνης, οπότε ο δότης δικαιούται να αναζητήσει όσα κατέβαλε στον σύντροφό του. Συγκεκριμένα, στην εξώγαμη συμβίωση, για να γίνει δεκτή η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να αναφέρεται και να αποδεικνύεται όχι μόνον η ύπαρξη κοινωνίας βίου, αλλά και η ανταποδοτική βάση των εκατέρωθεν συμβολών, ότι δηλαδή εξ αφορμής αυτής δημιουργήθηκε σύνδεσμος εμπιστοσύνης με ειδικότερο περιεχόμενο την προσφορά υπηρεσιών ή παροχών από τον ενάγοντα σύντροφο στον άλλο και υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένου περιουσιακού ανταλλάγματος ή μελλοντικού γάμου και ότι λόγω περατώσεως του συνδέσμου εμπιστοσύνης (λύσης της συμβίωσης είτε αυθαίρετα εκ μέρους του εναγόμενου, είτε λόγω θανάτου), γεννήθηκε η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, είτε για αιτία λήξασα (όταν ο σύνδεσμος εμπιστοσύνης είχε στηριχθεί στη μονιμότητά της), είτε για αιτία μη επακολουθήσασα (όταν οι παροχές δίνονταν με την πεποίθηση μελλοντικού οικονομικού ανταλλάγματος ή τέλεσης γάμου) [ΑΠ 1751/2014 δημ ΝΟΜΟΣ).

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που νομότυπα εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από την υπ’ αρ. ………/3.5.2Ο18 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και τις υπ’ αρ. …………… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την έκθεση επίδοσης ………/27.4.2Ο18 του δικαστικού επιμελητή …….. και την έκθεση επίδοσης ……../30.4.2018 του δικαστικού επιμελητή …………), τις οποίες νομότυπα προσκομίζει μετ’ επικλήσεως, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι υπ’ αρ. …………./6.6.2Ο18 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης, γιατί δεν προσδιορίζονται στην προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταγράφηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης και επείχε θέση κλήτευσης, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας των προς εξέταση μαρτύρων, ………. και ………, και επειδή στην επιδοθείσα (βλ. την έκθεση επίδοσης ………/1.6.2Ο18 του δικαστικού επιμελητή ……….) στον ενάγοντα από 30.5.2018 κλήση για την εξέταση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά των μαρτύρων ……………, δεν αναφέρεται το επάγγελμα εκάστου εξ αυτών (ΚΠολΔ 422 παρ. 1 και 424), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν και από τη θεώρηση – επισκόπηση των μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφιών, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, αρχιτέκτονες μηχανικοί αμφότεροι, σύναψαν συναισθηματικό δεσμό στις αρχές του 1990, και από το 1992 άρχισαν να συμβιώνουν σε ελεύθερη ένωση καταλήγοντας σε γάμο, δεύτερο δια αμφότερους, στις 30.5.1999. Ο ενάγων ήταν υπάλληλος στο ΥΠ.Ε.ΧΩ.ΔΕ και το 2001 μετατάχθηκε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά, σε θέση ΠΕ Αρχιτεκτόνων — Μηχανικών. Το 2008 ορίστηκε αναπληρωτής Προϊστάμενος του τμήματος χορήγησης αδειών, ενώ το 2011 μετατάχθηκε στον Δήμο ….., όπου το 2013 ορίστηκε Προϊστάμενος Δόμησης. Από την ανωτέρω υπηρεσιακή του εμπειρία, ως μηχανικός εφαρμογής, απέκτησε μεγάλη εξοικείωση με την πολεοδομική νομοθεσία και, με βάση αυτή, σημαντική ικανότητα στην εκπόνηση αρχιτεκτονικών μελετών. Αντίστοιχα, η εναγομένη από το έτος 1987 διατηρούσε τεχνικό γραφείο στη …………., το οποίο στη συνέχεια μετέφερε στον ….. Από την αρχή της κοινής συμβίωσής τους, o ενάγων άρχισε να απασχολείται, ατύπως, στο γραφείο της, βοηθώντας τη, τόσο στην εκπόνηση των μελετών που αναλάμβανε, όσο και στην προσέλκυση πελατείας. Το 1996, με τη διαμεσολάβηση του ενάγοντος, ως προς την υπόδειξη του συνεταίρου, η εναγομένη ίδρυσε μαζί με τον …………. την ομόρρυθμη κατασκευαστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», με συμμετοχή εκάστου εταίρου 50%. Η εταιρεία αυτή δραστηριοποιήθηκε ενεργά στον τομέα των κατασκευών και κυρίως στην ανέγερση πολυώροφων κτιρίων προς μεταπώληση σε οικόπεδα τρίτων, με το σύστημα της αντιπαροχής, στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Η πορεία της εταιρείας υπήρξε ιδιαίτερα θετική και επικερδής, καθόσον κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ανεγέρθηκαν αρκετές πολυκατοικίες από αυτήν και επιτεύχθηκαν υψηλά κέρδη από τις πωλήσεις πολυάριθμων διαμερισμάτων. Και μετά την σύσταση της εταιρείας, ο ενάγων συνέχιζε να προσφέρει ατύπως και άνευ αμοιβής τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, στην ατομική της επιχείρηση, αλλά και στην εταιρεία στην οποία αυτή συμμετείχε, μετά το πέρας του ωραρίου της υπηρεσίας του, απασχολούμενος συστηματικά, σε καθημερινή σχεδόν βάση και επί τετράωρο κατά μέσο όρο ημερησίως, με την εκπόνηση αρχιτεκτονικών μελετών των έργων που αναλάμβανε το γραφείο και η εταιρεία της εναγομένης. Στην προσφορά αυτή προέβαινε χαριστικώς, εξ ελευθεριότητας, χωρίς να αποβλέπει σε οικονομικό αντάλλαγμα, λόγω της μόνιμης συμβίωσής του με την εναγομένη και της σχέσης εμπιστοσύνης, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους και υπό την προϋπόθεση της μελλοντικής τέλεσης του γάμου τους, στον οποίον αμφότεροι απέβλεπαν. Κατά τη διάρκεια της ελεύθερης συμβίωσής τους, η περιουσία της εναγομένης αυξήθηκε. Έτσι στις 8.7.1996, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αρ. …/8.7.1996 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιά ………….., η εναγόμενη απέκτησε κατά κυριότητα ένα αγροτεμάχιο 1.067,20 τ.μ. στον Πόρο, αξίας 10.000 ευρώ, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Τον Μάρτιο του 1999, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ’ αρ. …………/5.3.1999 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβ/φου, η εναγομένη, απέκτησε κατά κυριότητα ένα διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, εμβαδού 118 τ.μ., της στον ….., επί της οδού …….., κειμένης πολυκατοικίας, αξίας 130.000 ευρώ, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Επιπλέον, κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.1996 (σύσταση της εταιρείας «……………..») έως τις 30.5.1999, η ενάγουσα αποκόμισε κέρδη από τη συμμετοχή της (50%) στην ως άνω εταιρεία, προερχόμενα από τις πωλήσεις κατοικιών – διαμερισμάτων σε τρίτους, συνολικού ύψους 235.020,31 ευρώ, το οποίο συνομολογείται από τους διαδίκους. Απέκτησε επίσης ένα αυτοκίνητο με στοιχεία κυκλοφορίας …………. ΙΧ μάρκας ALFA ROMEO A33, αξίας 500 ευρώ, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Συνολικά λοιπόν η περιουσία της εναγόμενης αυξήθηκε κατά το χρονικό διάστημα της ελεύθερης συμβίωσής της με τον ενάγοντα και η συνολική αξία των περιουσιακών της στοιχείων την 30.5.1999, υπολογιζομένης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 375.520,31 ευρώ (130.000 + 10.000 + 235.020,31 + 500). Στην αύξηση αυτή συνέβαλε και ο ενάγων με την άτυπη παροχή άνευ ανταλλάγματος των υπηρεσιών του στην ατομική επιχείρηση αλλά και στην εμπορική εταιρεία που συμμετείχε η ενάγουσα. Έτσι κατέστη πλουσιότερη από την περιουσία του ενάγοντος, με την εξοικονόμηση της δαπάνης, που θα κατέβαλε, αν απασχολούσε συνεργάτη των αυτών προσόντων με τον ενάγοντα, για να της παρέχει όμοιες υπηρεσίες με αυτές του ενάγοντος. Πλην όμως, δεν κατέστη πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία, γιατί ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του από ελευθεριότητα και χωρίς πρόθεση λήψεως ανταλλάγματος υπό τον όρο της συνέχισης της χωρίς γάμο ελεύθερης συμβίωσής τους και της τέλεσης στο μέλλον του γάμους τους, όροι που τηρήθηκαν, αφού συνέχισαν χωρίς διακοπή την ελεύθερη συμβίωσή τους, ώσπου στις 30.5.1999 τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο. Συνεπώς δεν γεννάται αξίωση προς απόδοση του πλουτισμού της λήπτριας εναγόμενης, διότι στην περίπτωση αυτή ο πλουτισμός της και η μείωση της περιουσίας του ενάγοντος δότη δεν είναι αδικαιολόγητη, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία, αφού υπήρχε τόσο η νόμιμη αιτία της χωρίς αντάλλαγμα παροχής με τη συνεχή και αδιάλειπτη ελεύθερη συμβίωσή τους, όσο και η μελλοντική αιτία της τέλεσης του γάμου τους, που επακολούθησε. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι ως άνω παρασχεθείσες στην ενάγουσα υπηρεσίες του, κατά τη διάρκεια της προ του γάμου συμβίωσής τους, δόθηκαν υπό τον όρο διατήρησης της κοινής έγγαμης συμβίωσής τους, ενώ ακόμη δεν είχε τελεστεί μεταξύ τους γάμος, δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, κατά την τέλεση του γάμου τους, η εναγομένη διατηρούσε την ως άνω συνολική περιουσία αξίας 375.520,31 ευρώ (αρχική περιουσία). Μετά τον κατά τα ανωτέρω γάμο τους, η εναγομένη, το έτος 2001, προχώρησε στη σύσταση δεύτερης ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», με τη συμμετοχή της ιδίας, κατά ποσοστό 50%, του υιού του ενάγοντος ……., κατά ποσοστό 25% και του υιού της εναγόμενης ……… κατά το λοιπό 25% και με αντικείμενο την κατασκευή έργων υψηλών τεχνικών προδιαγραφών. Το 2005 δε, η εναγομένη προχώρησε στην ίδρυση άλλης ομόρρυθμης κατασκευαστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», με εταίρους την ίδια και τον υιό της ………., κατά ποσοστό 50% ο καθένας και το ίδιο αντικείμενο εργασιών. Το 2010 η σχέση των διαδίκων άρχισε να επισκιάζεται από προβλήματα, εξαιτίας των οποίων επήλθε οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τον Μάρτιο του 2012, με την αποχώρηση του ενάγοντος από τη συζυγική οικία και την χωριστή του εγκατάσταση. O γάμος τους, τελικά, λύθηκε με την υπ’ αρ. 6626/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασίας εκουσίας δικαιοδοσίας), που κατέστη αμετάκλητη στις 17.1.2014, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους. Κατά την ημερομηνία αυτήν η τελική περιουσία της εναγομένης, αποτιμωμένης της αξίας της στο χρόνο άσκησης της αγωγής, αποτελούταν από α) ένα οικόπεδο 151 τ.μ. στη …. Αττικής, επί της οδού …………., αξίας 60.000 ευρώ, που απέκτησε με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αρ. ……./27.9.2007 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιά ……………, β) ένα οικόπεδο 170,89 τ.μ. επί της ………..στον Πειραιά, αξίας 200.000 ευρώ, που απέκτησε με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ’ αρ. ………/18.2.2010 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιά ……….. Άλλα ακίνητα δεν αποδείχθηκε ότι διέθετε η εναγόμενη ούτε και αναφέρει άλλα στην αγωγή του ο ενάγων. Επιπλέον, κατά τον κρίσιμο χρόνο (17.1.2014), η εναγομένη είχε και ένα αυτοκίνητο με στοιχεία κυκλοφορίας ………… ΙΧΕ μάρκας PORCHE, έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2003, αξίας 15.000 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διέθετε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Τα επικαλούμενα από τον ενάγοντα κέρδη, που αποκόμισε η εναγόμενη από τη συμμετοχή της στις ως άνω εταιρείες αλλά και από την ατομική της επιχείρηση, κατά το χρονικό διάστημα 1999 – 2013, συνολικού ύψους 222.129,41 ευρώ και 264.397,16 ευρώ, αντίστοιχα, όπως επίσης και το επικαλούμενο απ’ αυτόν τίμημα των 10.000 ευρώ από την πώληση το έτος 2007 του με στοιχεία κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ αυτοκινήτου της, μάρκας BMW 316, καθώς επίσης και τραπεζικές καταθέσεις, ομόλογα, μετοχές και άλλα τραπεζικά προϊόντα στις ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες Eurobank, Alpha Bank και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, συνολικού ύψους 1.400.000 ευρώ, δεν αποδείχθηκε, από την εκτίμηση όλων των πιο πάνω αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι διατηρούνταν κατά τον κρίσιμο χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου (17.1.2014). Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την με αρ. πρωτ. …….. με Α/Α ………. από Μαΐου 2017 έκθεση ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης του ενάγοντος του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, αφού αυτή αφορά ελεγχόμενο χρονικό διάστημα 2001 – 2011 και δεν γίνεται καμία αναφορά σε χρηματικά ποσά ή τραπεζικά προϊόντα της εναγόμενης που να υφίστανται τον κρίσιμο ως άνω χρόνο γέννησης της αξίωσης (17.1.2014). Εξάλλου, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι πράγματι εισπράχθηκαν τα ως άνω κέρδη και το τίμημα της πώλησης και ότι υπήρξαν τραπεζικές καταθέσεις και τραπεζικά προϊόντα κατά το χρόνο που διήρκεσε ο γάμος τους, είναι άνευ επιρροής, αφού ενδιάμεσες, κατά τη διάρκεια του γάμου, αυξομειώσεις στην περιουσία του υπόχρεου συζύγου δεν λαμβάνονται υπ’ όψη για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου (ΑΠ 1478/2017 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Μετά ταύτα στην τελική περιουσία της εναγόμενης, κατά την λύση του γάμου της με τον ενάγοντα (17.1.2014) περιλαμβάνονται μόνο το οικόπεδο στη ……….. Αττικής, επί της οδού ………., αξίας 60.000, το οικόπεδο επί της οδού …….. στον Πειραιά, αξίας 200.000 ευρώ και ένα αυτοκίνητο με στοιχεία κυκλοφορίας ……….. ΙΧΕ, αξίας 15.000 ευρώ και συνολικής αξίας, αποτιμωμένης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 275.000 ευρώ. Από τη σύγκριση της αρχικής περιουσίας αξίας 375.520,31 ευρώ και της τελικής περιουσίας, αξίας 275.000 ευρώ, δεν προκύπτει αύξηση της περιουσίας της εναγομένης, εντεύθεν και δεν υφίσταται αξίωση συμμετοχής του ενάγοντος, ούτε κατά τεκμήριο, αφού ελλείπει η αναγκαία προϋπόθεση, της αύξησης της περιουσίας, για τη γέννηση της αξίωσής του. Μετά ταύτα έπρεπε η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που τη δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσία έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και θα πρέπει, δεκτών γενομένων των εφέσεων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί κατ’ ουσίαν και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθεί ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας εκάστου διαδίκου και μέρος αυτής να επιβληθεί σε βάρος του εφεσιβλήτου – εκκαλούντος – ενάγοντος, λόγω της εν μέρει ήττας του (ΚΠολΔ 178, 183), ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση των παραβόλων της έφεσης στους καταθέσαντες αυτά.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις με αρ. κατ. ……../2019 και …………/2019 εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές.

Εξαφανίζει την υπ αρ. 4880/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως αυτή διορθώθηκε με την 2918/2019 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλλει μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του εφεσίβλητου – εκκαλούντος – ενάγοντος, που καθορίζει σε 40.000 ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή των παραβόλων της έφεσης στους καταθέσαντες αυτά.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  14 Ιανουαρίου 2021 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις  11 Φεβρουαρίου 2021  με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους.

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ