Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 78/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Περίληψη

Σύμβαση ελλιμενισμού. Σύμβαση παρακαταθήκης. Κλοπή σκάφους από τη μαρίνα εκμετάλλευσης. Ασφαλιστική υποκατάσταση (αγγλικό δίκαιο). Η υποκατάσταση τρίτου, που ικανοποίησε τον παθόντα, στα δικαιώματά του, διέπεται από το δίκαιο της σχέσης στην οποία στηρίζεται η ικανοποίηση του παθόντος από τον τρίτο. Απορρίπτει έφεση.

Αριθμός Απόφασης:   78/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 27-12-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/28-12-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./28-12-2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./22-01-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./22-01-2019, κατά της με αριθμ. 3121/05-07-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10-10-2017, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 18-12-2012 και με αριθμ. κατάθ. …../02-04-2013 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την ηττηθείσα πρωτοδίκως εναγομένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 30/11/2018 και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28/12/2018. Δεν απαιτείται δε, εν προκειμένω, η κατάθεση παραβόλου για την άσκηση της έφεσης από την εκκαλούσα, καθώς, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 206 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’ 94/27.05.2016), σε συνδυασμό με το άρθρο 188 του ίδιου Νόμου, η εκκαλούσα [«ETAIPΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (ΕΤΑΔ Α.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα], ως άμεση θυγατρική της «Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε.», απολαμβάνει όλων των διοικητικών, οικονομικών, φορολογικών, δικαστικών, ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου προνομίων και ατελειών του Δημοσίου. Σημειώνεται ότι, αρχικά, με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2636/1998, συνεστήθη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Ε.Ο.Τ.», η οποία, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 2837/2000, μετονομάσθηκε σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και, εν συνεχεία, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3270/2004 (ΦΕΚ Α’ 187/2004), μετονομάσθηκε σε «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ΕΤΑ Α.Ε.», δυνάμει δε της παρ. 5 του άρθρου 21 του Ν. 3878/2010, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. 3943/31.03.2011 (ΦΕΚ Α’ 66/31.03.2011), η εταιρεία απορρόφησε την «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», η οποία είχε συσταθεί με το άρθρο 16 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α 110/17.05.2002), και μετονομάσθηκε σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» (ETA Α.Ε.). Εν συνεχεία, με τη διάταξη του άρθρου 1 της υπ’ αριθ. Δ6Α1162069ΕΞ2011 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 2779/02.12.2011), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 Β του Ν. 3429/2005 (Α’314), όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 66 παρ. 1 του Ν. 4002/2011 (Α’180), η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία» (ΚΕΔ Α.Ε.) συγχωνεύτηκε, με απορρόφησή της από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία», η οποία εφεξής μετονομάσθηκε σε «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία». Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, από το παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 19 ΚΠολΔ και 51 παρ. 6 στοιχ. α’ του ν. 2172/1993, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 18-12-2012 αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……… ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο περιείχε τις ρήτρες περί Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και περί Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85), ασφάλισε το ιστιοπλοϊκό σκάφος «Π.» λεμβολογίου Πειραιώς (αριθ. ……..), για το χρονικό διάστημα από 30-4-2010 έως 30-10-2010, έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, μεταξύ των οποίων και του κινδύνου της κλοπής, ενώ συμπεριελήφθη και ο όρος μη ενοχής του ασφαλισμένου, που αφορά την αποζημίωση του ασφαλισμένου για δαπάνες επαναπατρισμού του σκάφους σε περίπτωσης χρήσης του για παράνομες πράξεις και δέσμευσής του από Κυβερνητικές Αρχές. Ότι, κατά τη διάρκεια ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στη Μαρίνα Αλίμου, το Μάϊο του 2010, εκλάπη από αγνώστους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών. Ότι, εν συνεχεία, το σκάφος, αφού κατασχέθηκε από τις Τουρκικές Αρχές, μεταφέρθηκε στο Κεμέρ της Αττάλειας. Ότι, προκειμένου ο ιδιοκτήτης του να ανεύρει και να επιτύχει την αποδέσμευση του σκάφους του, δαπάνησε τα ακόλουθα ποσά: α) 1.860,90 ευρώ, για χρήση εναέριων μέσων, β) 23.000 ευρώ για αμοιβές δικηγόρων, γ) 33.457,00 ευρώ, για δαπάνες φύλαξης του σκάφους σε μαρίνα στο Κεμέρ της Αττάλειας, δ) 1.500 ευρώ, για έξοδα μεταφοράς του σκάφους από την Τουρκία στην Ελλάδα, ε) 2.830 ευρώ, για δαπάνες επαναπατρισμού του σκάφους, στ) 11.777,46 ευρώ, για κλαπέντα εξοπλισμό του σκάφους και η) 2.800 ευρώ, που απαιτήθηκε για την αποκατάσταση της φθοράς γάστρας του σκάφους. Ότι η ενάγουσα κατέβαλε, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στον ιδιοκτήτη του σκάφους, το συνολικό ποσό των 76.222,36 ευρώ, υποκαθιστάμενη εκ του νόμου, αλλά και δυνάμει εκχωρήσεως, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου. Ότι η εναγόμενη ευθύνεται ως θεματοφύλακας, διότι, καίτοι ήταν υποχρεωμένη να λάβει, βάσει του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, όλα τα αναγκαία μέτρα φύλαξης και προστασίας των ελλιμενιζόμενων στο λιμένα σκαφών, από αμέλεια, κατά την παροχή των υπηρεσιών της στους πλοιοκτήτες, ουδέν μέτρο προστασίας έλαβε για την αποτροπή της κλοπής, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε, κατόπιν τροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 223 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει, λόγω συμβάσεως, το ποσό των 76.222,36 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στον σφαλισμένο της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την εκκαλουμένη με αριθμ. 3121/05-07-2018 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 10-10-2017, αφού έκρινε ορθώς ότι η εν λόγω αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, ως προς την εκ της συμβάσεως ευθύνη της εναγόμενης, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία, για την πληρότητά της ως δικογράφου στοιχεία (σύμβαση παρακαταθήκης, κινητό πράγμα, που παραδόθηκε προς φύλαξη και τα προσδιοριστικά στοιχεία του ύψους της ζημίας), περιέχει δε όλα τα στοιχεία, που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της αγωγής έναντι της εναγομένης, καθώς μνημονεύεται το γεγονός της εκχώρησης των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου προς την ενάγουσα και, συνεπώς, της ενεργητικής νομιμοποίησης αυτής, βάσει του άρθρου 79 του «Marine Insurance Act 1906», για την άσκηση της ένδικης αξίωσης, απορριπτομένου ως κατ’ ουσία βασίμου του εβδόμου λόγου της εφέσεως και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 346, 361, 371, 681 επ., 822 επ. ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, έκανε δεκτή την αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι δύο ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (76.222,36) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του, επέβαλε δε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200,00) ευρώ. Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 25 ΑΚ, οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο, στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη (βλ. σχετ. ΑΠ 640/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1584/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 604/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 350/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 299/2019 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ), ενώ η υποβολή των μερών σε ορι­σμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α` Α.Κ.) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμ­βουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», ο οποίος εφαρ­μόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυ­τού, για τις συμβάσεις, που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009, αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρ­μόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού) (ΑΠ 1584/2011 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 604/2019 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 350/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 299/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 7/2015 Δημ. Νόμος). Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – Μ.Ι.Α. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύε­ται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφα­λιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκα­φών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονο­μασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985” (I.Y.C. 1.11.1985) (ΑΠ 1584/2011 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 604/2019 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 350/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 299/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 7/2015 ό.π.). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδρα­ματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθ­μίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρ­χει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλι­στα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (ΤριμΕφΠειρ 604/2019 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 350/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 299/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 7/2015 ό.π.). Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφα­λίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφο­ρά, ορίζονται τα εξής: (1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων, που είναι συναφείς με τη ναυ­τική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσε­ως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). Μεταξύ των κινδύνων που μπορούν να ασφαλιστούν με την υπό­ψη ασφαλιστική σύμβαση είναι και η κλοπή. (2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποια­δήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την πε­ριπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοι­χείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφε­ληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρό­σωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906). (4) Το ασφαλι­στήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επι­φύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απου­σία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλι­στήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας  (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906). (5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλι­στήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλι­στής ευθύνεται για κάθε απώλεια, που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλι­σμένο κίνδυνο. (6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε τεκμαρτή (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α.). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα κατα­στρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανε­πανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57 Μ.Ι.Α.) (7) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας, που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλι­στήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κα­τά το δίκαιο αυτό, επί συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά στην κά­λυψη του ασφαλισμένου από ζημίες ή απώ­λειες, που προκλήθηκαν από κινδύνους συνα­φείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου και της εξαιτίας αυτού προκληθείσας ζημίας ή απώλειας υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κά­θε συμβάσεως ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συ­μπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμ­βαση ως ενιαίο όλο (ΤριμΕφΠειρ 604/2019 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 350/2018 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ορθώς κρίθηκε με την εκκαλουμένη, σχετικά με το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, ως προς τη νομιμοποίηση της ενάγουσας, η σύμβαση ασφάλισης, από την οποία απορρέει το δικαίωμα ασφαλιστικής υποκατάστασης της ενάγουσας, διέπεται από το αγγλικό δίκαιο, διότι, σύμφωνα με τους όρους του επικαλουμένου με την αγωγή και προσκομιζομένου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, «Η Ασφάλιση υπόκειται στον Αγγλικό Νόμο και την Πρακτική, αλλά στη Δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων», ενώ στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου αναγράφεται, μεταξύ άλλων, «Institute Yacht Clauses 1.11.1985», ήτοι ότι εφαρμοστέες στην ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως τυγχάνουν και οι Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 περί σκαφών αναψυχής (βλ. σχετ. ΑΠ 1657/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 7/2015 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αποτελεί καθιερωθείσα συναλλακτική πρακτική οι ασφαλιστικές συμβάσεις, που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλωτά ναυπηγήματα (σκάφη) και πλοία, να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, λόγω της ευελιξίας του δικαίου τούτου, της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων, τις οποίες επιβάλλει στους συμβαλλόμενους, την επί σειρά ετών νομολογιακή διαμόρφωσή του και την καθιέρωσή του στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική (ΜονΕφΠειρ 7/2015 ό.π.). Το ζήτημα δε της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος τη ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση. Από την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance Act 1906) προκύπτει ότι η υποκατάσταση (subrogation) συνίσταται στο δικαίωμα του ασφαλιστή να ασκήσει προς ίδιο συμφέρον όλα τα δικαιώματα και μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία έχει ο ασφαλισμένος έναντι του ζημιώσαντος τρίτου σε σχέση προς το ασφαλισμένο αντικείμενο. Το δικαίωμα υποκατάστασης ανακύπτει από τότε που ο ασφαλιστής θα καταβάλει στον ασφαλισμένο το ποσό της αποζημίωσης. Έχει δε τη δυνατότητα να ζητήσει δια της αγωγής του όλο το καλύπτον τη ζημία ποσό, ανεξαρτήτως αν έχει πληρώσει λιγότερα στον ασφαλισμένο. Δικαιούται, όμως, να κρατήσει μόνο το ποσό το οποίο έχει πράγματι καταβάλει. Το υπόλοιπο ανήκει στον ασφαλισμένο, εκτός αν αυτός εκχώρησε στον ασφαλιστή τα δικαιώματά του ή υπήρχε εξ αρχής διάφορος συμφωνία. Επομένως, ο ασφαλισμένος έχει καθήκον να μην προβεί σε ενέργειες που δύνανται να βλάψουν τα δικαιώματα του ασφαλιστή. Έτσι δεν δύναται να συμβιβαστεί ή να ζητήσει ένδικη προστασία χωρίς τη συναίνεση του ασφαλιστή. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει απαρεγκλίτως στις περιπτώσεις μερικής υποκατάστασης, όταν δηλαδή η ζημία είναι μεγαλύτερη του ποσού που κατέβαλε ο ασφαλιστής, γιατί τότε ο ασφαλισμένος δύναται να επιδιώξει δικαστικώς την αξίωσή του ως προς το τμήμα εκείνο της ζημίας του για το οποίο δεν έλαβε την ασφαλιστική αποζημίωση. Στο πλαίσιο του αγγλικού δικονομικού δικαίου, σε αντίθεση με τη ρύθμιση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 (ταυτόσημη κατά περιεχόμενο με την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 210 ΕμπΝ), η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση καταβολής του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται αυτοδικαίως στις έναντι του τρίτου ζημιώσαντος αξιώσεις του ασφαλισμένου στην έκταση του ασφαλίσματος, που κατέβαλε (βλ. σχετ. ΑΠ 640/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 299/2019 ό.π., ΕφΠειρ 7/2015 Δημ. Νόμος), προβλέπεται ότι ο θεσμός της υποκατάστασης του καταβάλλοντος την ασφαλιστική αποζημίωση ασφαλιστή λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (ασφαλιστή και ασφαλιζομένου) και όχι έναντι τρίτων και επί ασφαλιστικής υποκατάστασης η αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου δεν δύναται να ασκηθεί επ` ονόματι του ασφαλιστή, παρά μόνον αν έχει γίνει εκ μέρους του ασφαλισμένου εκχώρηση των δικαιωμάτων του. Άλλως ο ασφαλιστής ασκεί την αγωγή επ` ονόματι του ασφαλισμένου, ο οποίος δεν μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεσή του σε αυτό. Σε περίπτωση εκχώρησης (assignment of claim), η θέση του ασφαλιστή διαφοροποιείται και δικαιούται να ασκήσει την κατά του τρίτου αγωγή επ` ονόματί του. Σε κάθε περίπτωση ο ασφαλιστής νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει, είτε επ` ονόματι του ασφαλισμένου είτε ιδίω ονόματι, αναλόγως της περίπτωσης, αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου μόνο αν πράγματι κατέβαλε στον ασφαλισμένο την αποζημίωση και μέχρι του ποσού της καταβολής. Αν κατέβαλε ως αποζημίωση μόνο τμήμα της ζημίας, ο ασφαλισμένος νομιμοποιείται ενεργητικώς να στραφεί ευθέως κατά του υπόχρεου -ανεξαρτήτως του αν ο ασφαλιστής έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμά του εκ της (μερικής) υποκατάστασης- και να ζητήσει το εναπομείναν ποσό της αποζημίωσης. Τα ανωτέρω αποδίδουν ενδοτικό δίκαιο και ισχύουν εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως (ΑΠ 276/1982 ΕΕμπΔ 33 (1982), 419, ΜονΕφΠειρ 299/2019 ό.π., ΕφΠειρ 7/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 320/2013 Δημ. Νόμος, Colinvaux’s, Law of Insurance, 6th ed. 1990. 141 επ., Bennett, The Law of Marine Insurance, 2nd ed., 2006. 794 επ.). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και ν’ απορριφθεί η ως άνω αγωγή.

Κατά το άρθρο 822 του ΑΚ “με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάξει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνον όταν συμφωνηθεί ή συνάγεται από τις περιστάσεις”. Κατά δε το άρθρο 823 του ΑΚ “ο θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις. Αν, όμως, οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με τη σύμβαση παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από τον παρακαταθέτη κινητό πράγμα με την υποχρέωση φυλάξεως και αποδόσεως αυτού αυτουσίου όταν του ζητηθεί. Η σύμβαση αυτή καταρτίζεται με την παράδοση του πράγματος (re) και είναι κατά κανόνα άτυπη, μπορεί δε να καταρτισθεί και με μόνη τη συμφωνία πριν από την παράδοση του πράγματος, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (αρθρ. 361 Α.Κ.), ρητώς, αλλά και σιωπηρώς, όταν η συμφωνία για φύλαξη του πράγματος συνάγεται από τις συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 647/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 886/1990). ΄Οπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. Α.Κ., για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 647/2017 ό.π., ΑΠ 173/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 394/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 692/2011 Δημ. Νόμος). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής του παρακαταθέτη κατά του θεματοφύλακα προς απόδοση των παρακατατεθέντων πραγμάτων δεν απαιτείται να εκτίθενται σε αυτήν τα στοιχεία που καθιστούν τον παρακαταθέτη κύριο των παρακατατεθέντων πραγμάτων (ΑΠ 647/2017 ό.π.). Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 822 και 823 Α.Κ. προς εκείνες των άρθρων 361, 330-336 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατ` αρχήν να καταρτίζεται και στο πλαίσιο άλλης ρυθμισμένης συμβάσεως, οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξάρτητα από τον τύπο στον οποίον ανήκει, είναι της αυτής σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι για τον τύπο καθεμιάς ισχύοντες κανόνες, εάν δε η μία από τις δύο είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κύρια σύμβαση είτε είναι παρακολουθηματικές της κύριας συμβάσεως, οι για την κύρια σύμβαση εφαρμοστέες διατάξεις είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. Όταν για τη φύλαξη του πράγματος οφείλεται αμοιβή, οπότε θα πρόκειται κατά κανόνα για αυτοτελή σύμβαση παρακαταθήκης στο πλαίσιο άλλης κύριας συμβάσεως, τότε ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή για δόλο ή αμέλεια, η οποία (αμέλεια) υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια του μετρίως συνετού κοινωνικού ανθρώπου στον κύκλο της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Διαφορετικά ο θεματοφύλακας ευθύνεται πάντοτε για βαριά αμέλεια και για ελαφρά αμέλεια μέχρι το βαθμό, πέρα από τον οποίο και για τις δικές του υποθέσεις δεν επιδεικνύει επιμέλεια. Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται, όπως για δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις (ΑΠ 1657/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 647/2017 ό.π., ΑΠ 504/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 505/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1231/2015 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1964/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1024/2010 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την ένορκη εξέταση του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της εναγόμενης και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. …../9-10-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …………., η οποία ελήφθη, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. …./4-10-2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), από όσα βάσει της αγωγής και των προτάσεων των διαδίκων συνομολογούνται (άρθρο 261 ΚΠολΔ), τα διδάγματα της κοινής λογικής και εμπειρίας, καθώς και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της διάταξης του άρθρου 12 του Ν. 2636/1998, συνεστήθη η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΟΤ», η οποία, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 9 του Ν. 2837/2000, μετονομάσθηκε σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ». Εν συνεχεία, σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 3270/2004 (ΦΕΚ Α’ 187/2004), μετονομάσθηκε σε «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και διακριτικό τίτλο «ΕΤΑ Α.Ε.», δυνάμει δε της παρ. 5 του άρθρου 21 του Ν. 3878/2010, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 του Ν. 3943/31.03.2011 (ΦΕΚ Α’ 66/31.03.2011), η εταιρεία απορρόφησε την «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.», η οποία είχε συσταθεί με το άρθρο 16 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α΄ 110/17.05.2002), και μετονομάσθηκε σε «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» (ETA Α.Ε.), εν συνεχεία, με τη διάταξη του άρθρου 1 της υπ’ αριθ. Δ6Α1162069ΕΞ2011 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 2779/02.12.2011), η οποία εκδόθηκε, δυνάμει του άρθρου 14Β του Ν. 3429/2005 (Α’314), όπως αυτό προστέθηκε από το άρθρο 66 παρ. 1 του Ν. 4002/2011 (Α’180), η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία» (ΚΕΔ Α.Ε.) συγχωνεύτηκε, με απορρόφησή της από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία», η οποία εφεξής μετονομάσθηκε σε «Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου Ανώνυμη Εταιρεία». Με το άρθρο 13 του ως άνω ν. 2636/1998 ανατέθηκε σ’ αυτήν η διοίκηση, η διαχείριση και η εκμετάλλευση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο τουριστικός λιμένας (μαρίνα) Αλίμου, καθώς και το δικαίωμα να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως και διαθέσεως για δικό της λογαριασμό και στο όνομά της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει ετήσιων συμβάσεων ελλιμενισμού, που καταρτίσθηκαν μεταξύ της εναγομένης και του …………, ιδιοκτήτη του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …………, η πρώτη παρέσχε δικαίωμα ελλιμενισμού στο ανωτέρω σκάφος, το οποίο ελλιμενιζόταν στη μαρίνα Αλίμου από το έτος 2008. Σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 4, 5 και 6 του άρθρου 31α του ν. 2160/1993 (με τίτλο «Κανονισμοί λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων»), το οποίο προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 38 ν. 3105/2003, ορίζεται ότι: «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας θεσπίζεται Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Ο κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους τουριστικούς λιμένες, στη ζώνη αγκυροβολίου, στα καταφύγια τουριστικών σκαφών και στους λιμένες ξενοδοχειακών μονάδων, ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης αυτών (δημόσιο ή ιδιωτικό) και από το χρόνο έναρξης λειτουργίας τους… 4. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, που εκδίδονται μετά από γνώμη της Επιτροπής Τουριστικών Λιμένων και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται οι Ειδικοί Κανονισμοί για καθέναν από τους λιμένες της παρ. 1. … 5. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, που εκδίδονται μετά από γνώμη της Επιτροπής Τουριστικών Λιμένων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχομένων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες της παρ. 1. Για τον καθορισμό των τιμολογίων λαμβάνονται ιδίως υπ’ όψη το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, η διάρκεια ελλιμενισμού, η εποχή ελλιμενισμού, η κατηγορία των σκαφών και οι λοιπές παρεχόμενες από τον τουριστικό λιμένα εξυπηρετήσεις σύμφωνα με το επενδυτικό και εν γένει το επιχειρηματικό σχέδιο του φορέα διαχείρισης. 6. Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στο Υπουργείο Ανάπτυξης για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους». Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. Τ/9803 κοινή ΥΑ Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 1323 Β/16-9-2003) θεσπίστηκε ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται «…2. Όλες οι παρεχόμενες κατά τουριστικό λιμένα υπηρεσίες εξυπηρέτησης περιγράφονται στους Ειδικούς Κανονισμούς, που καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται για έγκριση στο Υπουργείο Ανάπτυξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 31α του Ν.2160/93 όπως εκάστοτε ισχύει… 3. Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα. Τα σχετικά τιμολόγια υποβάλλονται από τους φορείς διαχείρισης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 31α του Ν.2160/93, όπως εκάστοτε ισχύει…». Σύμφωνα με τη διάταξη δε του άρθρου 3.1 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ 1323/Β/16.9.2003): «… 3.1. «Οι φορείς διαχείρισης των τουριστικών λιμένων οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα φύλαξης και προστασίας των σκαφών και να διαθέτουν πλήρες και εφαρμόσιμο σχέδιο λήψεως μέτρων για την πρόληψη και προστασία των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα, των ατόμων, των σκαφών και των οχημάτων που βρίσκονται στην ζώνη αυτού από έκτακτα περιστατικά όπως έκρηξη, πυρκαγιά, ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λπ., γνωστοποιώντας το στο προσωπικό και στους χρήστες», ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 5.1 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ 1323/Β/16.9.2003): «Επιτρέπεται η περίφραξη μέρους ή του συνόλου της χερσαίας ζώνης του τουριστικού λιμένα, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια και η τάξη αυτού. Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, συνάγεται ότι στις υπηρεσίες, που όφειλε να παρέχει η εναγομένη, ως φορέας διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου, συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων, η λήψη αναγκαίων μέτρων φύλαξης και προστασίας των σκαφών, που ελλιμενίζονται (βλ. σχετ. ΑΠ 504/2016 ό.π.). Ωστόσο, δεδομένου ότι στα τιμολόγια τελών ελλιμενισμού, που εγκρίθηκαν με Απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης  ΦΕΚ 171Β/9-2-2007), δεν συμπεριλαμβάνεται, ως τιμολογούμενη υπηρεσία, η φύλαξη των ελλιμενιζόμενων σκαφών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η υποχρέωση αυτή, που απορρέει από τον ανωτέρω Κανονισμό παρεχόταν από την εναγομένη χωρίς αμοιβή. Εξάλλου, η υποχρέωση φύλαξης του σκάφους δεν προϋποθέτει αναγκαίως την παράδοση των κλειδιών του στον υπεύθυνο του αγκυροβολίου ούτε αποτελεί αρνητικό γνώρισμα αυτής η μη δυνατότητα του υπευθύνου να μετακινεί “κατά το δοκούν” το σκάφος (βλ. σχετ. ΑΠ 504/2016 ό.π.). Επομένως, η σύμβαση, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ιδιοκτήτη του επίδικου σκάφους και της εναγόμενης έφερε τα χαρακτηριστικά της σύμβασης παρακαταθήκης, που συνήφθη στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης συμβάσεως (ελλιμενισμού), οπότε για τη μικτή αυτή σύμβαση, δεδομένου ότι κάθε παροχή (χώρου ελλιμενισμού και υπηρεσίας φύλαξης) είναι της αυτής σπουδαιότητας για τους συμβαλλομένους, θα εφαρμοσθούν οι για τον τύπο καθεμιάς ισχύοντες κανόνες. Συνεπώς, εφόσον συγχρόνως με τη σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους του ασφαλισμένου, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη είχε συνάψει με τον τελευταίο και σύμβαση παρακαταθήκης, δυνάμει της οποίας είχε αναλάβει και τη φύλαξη του σκάφους του, κατά τη διάρκεια της απουσίας του, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, μπορεί να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης σύμβασης, όπως είναι η σύμβαση ελλιμενισμού, που συνιστά σύμβαση διάφορη αυτής (παρακαταθήκης) και συγκεκριμένα συνιστά σύμβαση μίσθωσης πράγματος (βλ. σχετ. ΑΠ 504/2016 ό.π., ΑΠ 505/2016 ό.π., ΑΠ 1231/2015 ό.π.), σε περίπτωση φθοράς ή κλοπής του ελλιμενιζόμενου σκάφους η εναγομένη ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης. Εφ’ όσον δε η ευθύνη της εναγομένης προέρχεται από άσκηση επιχειρήσεως, για την οποία προηγήθηκε παραχώρηση της αρχής, καθώς, δυνάμει του άρθορυ 13 του ως άνω ν. 2636/1998, ανατέθηκε σ’ αυτήν η διοίκηση, η διαχείριση και η εκμετάλλευση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο τουριστικός λιμένας (μαρίνα) Αλίμου, καθώς και το δικαίωμα να ενεργεί κάθε πράξη διαχειρίσεως και διαθέσεως για δικό της λογαριασμό και στο όνομά της, ουδείς εκ των προτέρων περιορισμός της ευθύνης της συνομολογείται εγκύρως (άρθρο 332 ΑΚ) και κατά συνέπεια η ρήτρα αποκλεισμού της ευθύνης για την απώλεια του σκάφους, που συμπεριλήφθηκε στην καταρτισθείσα σύμβαση ελλιμενισμού είναι άκυρη, απορριπτομένης της ένστασης αποκλεισμού της ευθύνης της, που προέβαλε η εναγομένη. Κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, στις 25-5-2010, και ενώ το επίδικο σκάφος βρισκόταν ελλιμενισμένο στη Γ’ προβλήτα της Μαρίνας Αλίμου εκλάπη από αγνώστους. Κατόπιν τούτων ο ιδιοκτήτης του σκάφους υπέβαλε την από 26-5-2010 έκθεση προφορικής μήνυσης στο Λιμεναρχείο Πειραιά για την κλοπή του σκάφους. Ωστόσο, επειδή το ως άνω σκάφος χρησιμοποιήθηκε για την παράνομη μεταφορά λαθρομεταναστών, κατασχέθηκε από τις Τουρκικές Αρχές και μεταφέρθηκε στην περιοχή «Kemer/Antalya» της Τουρκίας. Η κλοπή του επίδικου σκάφους, όμως, αποδείχθηκε ότι οφείλεται στη πλημμελή φύλαξη του χώρου της μαρίνας Αλίμου. Στην κρίση αυτή του Δικαστηρίου καταλήγει λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το περιεχόμενο της από 21-6-2007 εξώδικης διαμαρτυρίας του Σωματείου ιδιοκτητών τουριστικών επαγγελματικών σκαφών, που επιδόθηκε στην εναγομένη και με την οποία καταγγέλλεται ότι στο χώρο της μαρίνας Αλίμου, κατά τον επίδικο χρόνο, λειτουργούσαν πέντε καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και η πρόσβαση στο χώρο της μαρίνας ήταν ελεύθερη στον καθένα. Για το λόγο αυτό είχε ζητηθεί από το ανωτέρω σωματείο η περίφραξη του περιβάλλοντος τη μαρίνα χώρου, προκειμένου να οριοθετηθεί ο χερσαίος χώρος, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τους χρήστες της, με σκοπό τη μείωση των κρουσμάτων φθοράς και κλοπής των σκαφών. Επισημαίνεται δε με την επιστολή ότι ο ρόλος των φυλάκων είχε αποδειχθεί ανεπαρκής χωρίς την λήψη επιπλέον μέτρων. Η εναγόμενη, όμως, παρά το γεγονός ότι υπήρξε κοινωνός του προβλήματος ασφάλειας, που αντιμετώπιζαν τα ελλιμενιζόμενα σκάφη, εντούτοις, ενώ, σύμφωνα με τη σύμβαση παρακαταθήκης, που είχε καταρτίσει με τον ασφαλισμένο, είχε υποχρέωση δια των αρμοδίων οργάνων της να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα φύλαξης και προστασίας του εν λόγω σκάφους και των υπολοίπων σκαφών, δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα φύλαξης, συνιστάμενα είτε στην οριοθέτηση – περίφραξη του χώρου, που περιβάλλει την μαρίνα και στον έλεγχο της πρόσβασης και φύλαξης των εισόδων και εξόδων αυτής, είτε σε περίπτωση, που δεν είναι εφικτή η ελεγχόμενη πρόσβαση στη μαρίνα, λόγω της εκτάσεώς της, στη μη επαύξηση του προσωπικού φύλαξης, που στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ελλιπές ως προς τον αριθμό. Εξάλλου, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, εφόσον στη Μαρίνα Αλίμου μπορούν να ελλιμενιστούν περί τα 960 σκάφη, απαιτείται η ύπαρξη μεγάλου αριθμού φυλάκων. Αντιθέτως, η εναγομένη αρκέστηκε, όπως προκύπτει από τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών φύλαξης και ασφάλειας, που είχε καταρτίσει με ιδιωτική εταιρεία, στην τοποθέτηση δύο φυλάκων στις κεντρικές πύλες της μαρίνας, ενός φύλακα στην προβλήτα Γ’ και στη χρήση ενός επανδρωμένου με φύλακα αυτοκινήτου για το συντονισμό του έργου φύλαξης. Συνεπώς, η κλοπή του επίδικου σκάφους οφείλεται στην αμέλεια, που επέδειξε η εναγομένη ως προς την λήψη των αναγκαίων μέτρων φύλαξης. Κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος έφεσης. Ο ισχυρισμός περί συντρέχοντος πταίσματος του ιδιοκτήτη του σκάφους κρίνεται απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι επέδειξε αυτός αμέλεια ως προς τα μέτρα προστασίας του σκάφους από κλοπή (λ.χ. έλλειψη αντικλεπτικού συστήματος), αλλά αντιθέτως η βούλησή του να ελλιμενίζει το σκάφος σε οργανωμένη φυλασσόμενη μαρίνα καταδεικνύει ότι υπήρξε επιμελής ως προς το ζήτημα προστασίας του σκάφους του. Κατόπιν τούτων πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, δυνάμει συμβάσεως θαλάσσιας ασφαλίσεως, που ανανεώθηκε με το υπ’ αριθ. …../16-4-2010 ανανεωτήριο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ο ………… ασφάλισε το ως άνω σκάφος και το βοηθητικό του εξοπλισμό στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, κατά των θαλασσίων κίνδυνων, σύμφωνα με τους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής (των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985), για το χρονικό διάστημα από 30-4-2010 έως 30-10-2010, μέχρι το ποσό των 540.000 ευρώ. Με το εν λόγω ασφαλιστήριο παρεχόταν κάλυψη κατά συγκεκριμένων κινδύνων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο κίνδυνος της κλοπής ολόκληρου του σκάφους μαζί, υπό την ρητή, όμως, προϋπόθεση, ότι η απώλεια δεν θα έχει προκύψει από την έλλειψη οφειλόμενης επιμέλειας από τον ασφαλισμένο [βλ. 9.2. και 9.2.1.4 έντυπους όρους των ρητρών Σκαφών Αναψυχής, που είχαν προσαρτηθεί στο περιεχόμενο του ενδίκου ασφαλιστηρίου και αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα αυτού]. Επίσης, είχε συμπεριληφθεί στο ασφαλιστήριο ο όρος μη ενοχής των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, σύμφωνα με τον οποίο η αποζημίωση θα περιλαμβάνει και τις δαπάνες που απαιτήθηκαν για την επιστροφή του πλοίου, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου για την τέλεση παράνομης πράξης χωρίς την συναίνεση του ασφαλισμένου και την προσωρινή κατακράτηση του από Κυβερνητική Αρχή, εξαιρείται, ωστόσο, της ασφαλιστικής κάλυψης η συνεπαγόμενη ζημία ή τα πρόστιμα, που επιβλήθηκαν από το γεγονός της κλοπής και της χρήσης του σκάφους για τον παραπάνω λόγο. Κατόπιν τούτων η ενάγουσα κατέβαλε, σε εκτέλεση της συμβάσεως ασφαλίσεως, τα ακόλουθα ποσά: α) το ποσό των 471,90 ευρώ, το ποσό των 108,9 ευρώ και το ποσό των 300,00 ευρώ για τη χρήση εναέριων μέσων, κατά την έρευνα εντοπισμού του σκάφους (βλ. το υπ’ αριθ. ………../31-5-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «……….», το υπ’ αριθ. …./2-6-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρεία «…….. ..» και το υπ’ αριθ. ………/8-6-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της Αερολέσχης Αρκαδίας), β) το ποσό των 23.000 ευρώ για αμοιβή δικηγορικού γραφείου στην Τουρκία, προκειμένου να κινηθούν οι νομικές διαδικασίες αποδέσμευσης και επιστροφής του σκάφους στην Ελλάδα (βλ. το από 16­-7-2010 έμβασμα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ύψους 10.000 ευρώ, και το από 22-7-2010 έμβασμα ύψους 3.000 ευρώ, με αποστολέα την ενάγουσα και παραλήπτη το δικηγορικό γραφείο «……….. .», καθώς και το από 29-11-2011 έμβασμα ύψους 42.513 ευρώ με τα αυτά στοιχεία, εκ των οποίων το ποσό των 10.000 ευρώ αφορούσε την ανωτέρω αιτία), γ) το ποσό των 32.513,00 ευρώ για δαπάνη φύλαξης στη μαρίνα ………..στο Κεμέρ της Αττάλειας, το οποίο κατέβαλε στο ανωτέρω δικηγορικό γραφείο με το τελευταίο έμβασμα, προκειμένου να εξοφλήσει για λογαριασμό της την οφειλή, καθώς και το ποσό των 1.500 ευρώ για δαπάνη μεταφοράς του σκάφους στην Ελλάδα και δη για την αμοιβή του κυβερνήτη του. Επίσης, σύμφωνα με την από 22-5-2012 απόδειξη πληρωμής, ο ιδιοκτήτης του σκάφους έλαβε από την ενάγουσα ως αποζημίωση, κατά το μη προσβληθέν με την έφεση κεφάλαιο, το ποσό των 17.348,46 ευρώ (κατόπιν αφαίρεσης του ποσού απαλλαγής 1.000,00 ευρώ), που αφορούσε το υπόλοιπο ύψους 941,00 ευρώ, για τη φύλαξη στην τουρκική μαρίνα, που είχε καταβάλει εξ ιδίων ο …………., το ποσό των 2.830,00 ευρώ, για δαπάνες επαναπατρισμού του σκάφους, το ποσό των 11.777,46 ευρώ, για κλαπέντα εξοπλισμό (όπως αυτό εξειδικεύεται στην τεχνική γνωμοδότηση, που συντάχθηκε για λογαριασμό της ενάγουσας), καθώς και το ποσό των 2.800.00 ευρώ για αποκατάσταση φθορών. Σύμφωνα δε με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει ο έχων έννομο συμφέρον. Από τη διάταξη αυτήν προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ` αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο (73 ΚΠολΔ) και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος, ο οποίος φέρει προς τούτο το σχετικό βάρος αποδείξεως, με συνέπεια, και σε περίπτωση που δεν αποδείξει τον περί νομιμοποιήσεώς του ισχυρισμό, την απόρριψη της αγωγής για έλλειψη (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως (ΑΠ 46/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2017, ΑΠ 1718/2012, ΜονΕφΑθ 203/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 224/2019 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση στην ως άνω από 22-5-2012 απόδειξη πληρωμής – δήλωση εξοφλήσεως / εκχωρήσεως μνημονεύεται το γεγονός της εκχώρησης κάθε απαίτησης αποζημίωσης του ασφαλισμένου κατά παντός υπαιτίου για την παραπάνω ζημία προς την ενάγουσα. Η εκχώρηση αυτή αναγγέλθηκε στην εναγομένη με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, η ενάγουσα, ως ασφαλίστρια, υποκαταστάθηκε, λόγω εκχωρήσεως, κατά την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906), όπως ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε η εκκαλουμένη, στις αξιώσεις του ασφαλισμένου της ιδιοκτήτη του σκάφους (…………..), έναντι της ζημιώσασας εναγομένης και κατά συνέπεια δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του σε βάρος της τελευταίας. Ακολούθως, η ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της ενάγουσας, που προέβαλε η εναγομένη παραδεκτά με τον έκτο λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν, έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι δύο ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (76.222,36), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια ως άνω κρίση και έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, αναγνώρισε δε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι δύο ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (76.222,36) νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα της συνδρομής των θεμελιωτικών του αγωγικού αιτήματος πραγματικών περιστατικών (προϋποθέσεων) και ειδικότερα, σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα της ευθύνης της εναγομένης για την κλοπή του ελλιμενισμένου στις εγκαταστάσεις της προαναφερόμενου σκάφους και ορθά, εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 3121/05-07-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 3121/05-07-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 01η/02/2021, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ