ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Περίληψη
Άσκηση αγωγής, ατομικά, από ομορρύθμους εταίρους λυθείσας ομόρρυθμης εταιρίας, για διαφυγόντα κέρδη, σε βάρος ασφαλιστικής εταιρίας υπό εκκαθάριση, λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της. Απόρριψη της αγωγής στον πρώτο βαθμό, ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, ενώ έπρεπε ν’ απορριφθεί ελλείψει ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης. Το εφετείο, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αντικαταστήσει απλώς την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης και να απορρίψει την έφεση, χωρίς προηγουμένως να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, μετά από παραδοχή αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης. Επί αδικοπραξίας, που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία αποτελεί πρόσωπο διάφορο από εκείνα των μελών των ομορρύθμων εταίρων, μόνον η εταιρεία νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημίωσης, γιατί αυτή είναι η αμέσως ζημιωθείσα και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, αφού οι τελευταίοι θεωρείται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη, ανεξάρτητα αν η αξίωση τούτων στρέφεται κατά τρίτων ή άλλων ομορρύθμων μελών, που ζημίωσαν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η λύση του Νομικού Προσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της Εταιρίας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εάν, μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Κατά το στάδιο δε αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί της σχετικές δίκες, εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή. Απορρίπτει έφεση.
Αριθμός Απόφασης: 81/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 07-03-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 12-03-2019, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 10-12-2019, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ .Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμ. 189/21-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 20-06-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 αγωγή των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, εναντίον της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 11-01-2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ενάγοντες, ως ηττηθέντες διαδίκους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516, 517, 518 παρ. 1 και 520 ΚΠολΔ, εφόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην πληρεξούσια, κατ’ άρθρο 143 ΚΠολΔ, Δικηγόρο των εκκαλούντων, με επιμέλεια της εφεσίβλητης, στις 12-02-2019 (βλ. σχετ. με αριθμ. ….. Δ΄/12-02-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών .. ..), και η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12-03-2019. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 20-06-2017, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2017,αγωγή τους, οι ενάγοντες εξέθεταν, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι, τύγχαναν ομόρρυθμοι εταίροι, κατά ποσοστό 50% ο καθένας, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της ήδη λυθείσας ομόρρυθμης εταιρίας, με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………», με έδρα τα Χανιά. Ότι, στις 27-8-2007, συνήψαν με την εναγομένη σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία εγκαταστάθηκε ασφαλιστική σύμβουλος της εναγομένης, στην περιοχή των Χανίων, με αντικείμενο τις εργασίες, που μνημονεύονται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο, έναντι προμήθειας επί των καθαρών ασφαλίστρων, όπως το ποσοστιαίο ύψος της καθορίζεται ανά ασφαλιστικό κλάδο, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η σύμβαση της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρίας με την εναγομένη εξελίχθηκε ομαλά μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009, ενώ, κατά τη διάρκεια της παραπάνω συνεργασίας, οι ενάγοντες επέδειξαν αμέριστο επαγγελματικό ζήλο για προσέλκυση υγιούς πελατείας και αύξηση των εργασιών της εναγομένης στην τοπική αγορά των Χανίων. Ότι, όλως αιφνιδίως, με την υπ’ αριθμ. 156/2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η άδεια λειτουργίας της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας ανακλήθηκε οριστικά και τέθηκε αυτή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, ενώ δεσμεύθηκαν όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της χαρακτηριζόμενα ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμευόμενα προς ικανοποίηση των εχόντων απαιτήσεις έναντι της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας. Ότι, ένεκα της αιφνίδιας ανάκλησης λειτουργίας της εναγομένης εταιρίας, περιήλθαν σε δεινή θέση τόσο από απόψεως οικονομικής, όσο και από άποψη επαγγελματική και κοινωνική, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής δυσχέρειας, που αντιμετώπιζαν, αρχής γενομένης από την αιφνίδια παύση λειτουργίας της εναγομένης εταιρίας, την απώλεια της συνεργασίας τους με αυτήν και τον κλυδωνισμό της φήμης τους, η εταιρία τους έπαυσε την λειτουργία της. ΄Οτι, στις 21/12/2016, υπεβλήθη διακοπή εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χανίων και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η., με αριθμ. πρωτ. …../22-12-2016, η ανακοίνωση της λύσης της εταιρίας, με την οποία συμφωνήθηκε από κοινού από τους ενάγοντες, μοναδικούς εταίρους, εκπροσώπους και συνδιαχειριστές της Ο.Ε., ότι αποφάσισαν από κοινού τη λύση και εκκαθάριση της εταιρίας, αφού διαπίστωσαν ότι η ευόδωση του εταιρικού σκοπού δεν είναι πλέον εφικτή και διενεργήθηκε εκκαθάριση, η οποία φέρεται ότι ολοκληρώθηκε με τη υποβολή της σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χανίων, για το έτος 2016, βάσει του άρθρου 45 του Ν. 4172/2013. Ότι, λόγω της αιφνίδιας ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εναγομένης, υπέστησαν περιουσιακή ζημία, συνισταμένη στα διαφυγόντα κέρδη τους, με την ιδιότητά τους ως μοναδικών εταίρων, κατά ποσοστό 50% εκάστου, της ομορρύθμου εταιρίας «………..», η οποία (ομόρρυθμη εταιρία) είχε συμβληθεί, δυνάμει των αναφερομένων στην αγωγή συμβάσεων, με την εναγομένη, αποτιμώμενη της περιουσιακής τους ζημίας, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, στο ποσό των 20.000 ευρώ για έκαστο για τα έτη από το 2012 έως το 2016. Ότι, περαιτέρω, ένεκα της αιφνίδιας αφαίρεσης της άδειας λειτουργίας της εναγομένης, έχουν υποστεί ηθική βλάβη στην επαγγελματική και κοινωνική τους υπόσταση και φήμη τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσαν, όπως το αγωγικό αίτημα ετράπη παραδεκτώς εξ ολοκλήρου από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, στο δικόγραφο των προτάσεών τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 295 ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε καθέναν εξ αυτών το ποσό των 20.000 ευρώ για κάθε ημερολογιακό έτος από το 2012 έως το 2016, ήτοι συνολικά σε αμφότερους το ποσό των 200.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους που αφορά κάθε επί μέρους κονδύλιο, καθώς επίσης και το ποσό των 10.000 ευρώ στον καθένα, ήτοι συνολικά σε αμφότερους το ποσό των 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστησαν στην επαγγελματική και κοινωνική τους υπόσταση και στη φήμη τους στην τοπική αγορά των Χανίων, λόγω της αιφνίδιας παύσης λειτουργίας της εναγομένης και της ανάκλησης της αδείας της, λόγω της προφανούς αφερεγγυότητάς της. Τέλος, ζητούσαν να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά τους έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμ. 189/21-01-2019 οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 11-01-2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και επέβαλε σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την ως άνω έφεσή τους, με την οποία παραπονούνται για τους αναφερομένους στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη στην εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής τους ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Σημειώνεται ότι ο λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση, να γίνει δεκτή η έφεσή τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, και να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η ως άνω αγωγή τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά, συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 Α.Κ.), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος).
Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος). Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1115/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 680/2020 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ, EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος).
Κατά τις διατάξεις δε των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί και το οποίο βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης (ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 60/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 Δημ. Νόμος).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, αν εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή της φήμης. Επί προσβολής της προσωπικότητας για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, αρκεί δε κάθε είδους υπαιτιότητα, από δόλο ή από αμέλεια (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος). Προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά, που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας (η τιμή, δηλαδή η ηθική αξία και υπόληψη, η κοινωνική αξία δηλαδή κάθε ανθρώπου, αντικατοπτριζόμενες στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου κ.ά.), δεν αποτελούν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκδηλώσεις, εκφάνσεις ή πλευρές του ενιαίου δικαιώματος επί της ιδίας προσωπικότητας, έτσι, ώστε, η προσβολή οποιασδήποτε εκφάνσεως της προσωπικότητας να σημαίνει και προσβολή της συνολικής έννοιας προσωπικότητα (ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη (πρβλ. Ολ ΑΠ 3/2008, ΑΠ 220/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1056/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος). Από αυτά παρέπεται ότι αν, εκτός από την υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) μη εκπλήρωση ή πλημμελή εκπλήρωση κάποιας συμβάσεως, συντρέχουν επί πλέον γεγονότα, που συνιστούν συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του αντισυμβαλλομένου, κατά την άνω έννοια, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος υπέστη ηθική βλάβη, συνδεομένη αιτιωδώς με τη συμπεριφορά αυτή του υπαιτίου, γεννιέται αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59 και 932 Α.Κ. (ΑΠ 920/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 Δημ. Νόμος). Από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι, σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, εύλογη κρίση του, όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά, κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα, και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 79/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 132/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 65/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 142/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 276/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1170/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1146/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 2081/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 464/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1207/2017 ό.π.). Κρίσιμος δε χρόνος για τον υπολογισμό των εύλογων αυτών χρηματικών ποσών είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 142/2019 ό.π., ΑΠ 989/2018, ΑΠ 213/2017).
Από τις διατάξεις δε των άρθρων 914 και 300 Α.Κ., προκύπτει ότι επί αγωγής αποζημιώσεως, που στηρίζεται σε αδικοπραξία του εναγομένου, ο ισχυρισμός του τελευταίου, ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του τυγχάνει ο ενάγων, συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγής, ενώ ο ισχυρισμός του ιδίου, ότι στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και ίδιο πταίσμα του ενάγοντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και θεμελιώνει ένσταση από το άρθρο 300 του Α.Κ., καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγής, ο οποίος, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον πρώτο περί αποκλειστικής υπαιτιότητας και πρέπει για το λόγο αυτό να προτείνεται από τον εναγόμενο με πληρότητα, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά και το σχετικό αίτημα, όπως αυτό επιβάλλεται από το άρθρο 262 ΚΠολΔ, μη δυνάμενος να ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (βλ. ΟλΑΠ 1115/1986 ΕλλΔνη 28.107, ΟλΑΠ 423/1985 ΕλλΔνη 26.469, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1311/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 53/2006 ΕλλΔνη 47.1388, ΑΠ 763/2000 ΕλλΔνη 42.75). Έτσι, για να είναι ορισμένη η ένσταση του άρθρου 300 Α.Κ. πρέπει να περιέχει σαφή μνεία των περιστατικών, που είναι ικανά για να θεμελιώσουν το πταίσμα του παθόντος, ώστε να μπορούν να συνεκτιμηθούν μαζί με τις άλλες συντρέχουσες καταστάσεις, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος (ΑΠ 758/2018 ό.π., Σ. Σαμουήλ, Η έφεση εκδ. 2009 σελ. 298).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στο μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου, κατά το νόμο, της αγωγής (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Έτσι, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1366/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 677/2013 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, στοιχεία της σχετικής αγωγής προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, προκειμένου αυτή να είναι, κατά το άρθρ. 216 § 1 ΚΠολΔ, ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η πρόκληση ζημίας ή, αναλόγως, ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης και της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν. Όσον αφορά στην υπαιτιότητα, ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί υπαίτια συμπεριφορά με το χαρακτηρισμό είτε του δόλου είτε της αμέλειας, το δε δικαστήριο προβαίνει στον ειδικότερο προσδιορισμό της υπαιτιότητας στην συγκεκριμένη περίπτωση από την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να επέρχεται μεταβολή της βάσεως της αγωγής (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 123/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 59/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 189/2020 Δημ. Νόμος). Για να είναι δε ορισμένη, κατά το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σε αυτή τα περιστατικά, που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 2/2020 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 308/2015). Εξ άλλου, η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που εκτίθενται στην αγωγή σε σχέση με αυτά, που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή της περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του επίδικου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 2/2020 ό.π.). Επομένως, νομική είναι η αοριστία, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 101/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 697/2012 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών, χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 419/2018 ό.π., ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 782/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 683/2013 ό.π., ΑΠ 697/2012 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη δε του άρθρου 111 παρ.2 ΚΠολΔ καμία κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται,όμως, στον ενάγοντα, με τις κατατιθέμενες, κατά το άρθρ. 237 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος), [ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού], χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013, ΑΠ 309/2011, ΑΠ 1261/1993). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 1183/2015). Δεν συνιστά, όμως, απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής η συγκεκριμενοποίηση αόριστης νομικής έννοιας (όπως η αμέλεια, ο δόλος κλπ.) από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του ή από το δικαστήριο, με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη σχετική αόριστη νομική έννοια, έστω και αν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ούτε η επίκληση από τον ενάγοντα ή η παραδοχή από το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του και νέων γεγονότων, τα οποία διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας και δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 1152/2017 ό.π., ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1087/2014, σχετ. ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 832/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 220/2003, ΕφΛαρ 267/2015 Δημ. Νόμος), αρκεί έτσι να μην μεταβάλλεται ριζικά η έννοια της αμέλειας και να προσδίδεται σ` αυτή εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 846/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 832/2011 ό.π., ΑΠ 180-181/2011, ΑΠ 1065-1066/2003).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 Α.Κ., δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έχει αυτός, που ζημιώθηκε από την αδικοπραξία αμέσως και όχι εμμέσως (ΑΠ ποιν 1996/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3865/2020 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα επί αξιόποινης πράξης, που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, η οποία κατά το άρθρο 784 Α.Κ. αποτελεί νομικό πρόσωπο, διάφορο από εκείνο των ομορρύθμων εταίρων, οι ομόρρυθμοι εταίροι, στην εν λόγω περίπτωση, θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία ή ηθική βλάβη από την ανωτέρω πράξη (ΑΠ ποιν 1996/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3865/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 22, 28 ΕμπΝ, 72, 759, 777 εδ. α, 780 εδ. α, 781, 782 και 784 ΑΚ και 249 του Ν. 4072/2012, το οποίο, κατά τη διάταξη του άρθρου 294 § 1 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται και στις εταιρείες, που, κατά την έναρξη ισχύος του, δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, καθώς και των άρθρων 18 και 42 του ΕμπΝ για την εταιρεία, που συστάθηκε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4072/2012, προκύπτει ότι οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, όπως είναι και οι ομόρρυθμες εταιρείες, που τήρησαν τις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 42 ΕμπΝ και έχουν νομική προσωπικότητα, την οποία διατηρούν μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής, έχουν δική τους περιουσία. Κύριος των εισφορών των εταίρων, αλλά και των αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν την εταιρική περιουσία, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Επομένως, επί αδικοπραξίας που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία αποτελεί πρόσωπο διάφορο από εκείνα των μελών των ομορρύθμων εταίρων, μόνον η εταιρεία νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημίωσης, γιατί αυτή είναι η αμέσως ζημιωθείσα και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, αφού οι τελευταίοι θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη, ανεξάρτητα αν η αξίωση τούτων στρέφεται κατά τρίτων ή άλλων ομορρύθμων μελών, που ζημίωσαν το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ, γιατί το ρυθμιζόμενο από αυτή ζήτημα, της εις ολόκληρον ευθύνης των ομορρύθμων εταίρων, ανάγεται μόνο στην παθητική και όχι στην ενεργητική νομιμοποίηση αυτών (Ολ. ΑΠ 1/1994, ΑΠ 1648/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1947/2006). Εξάλλου, κατά το άρθρο 259 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, ο οποίος, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 αυτού, εφαρμόζεται και στις εταιρείες, που, κατά την έναρξη της ισχύος του, η οποία, εάν δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του, έλαβε χώρα από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι από τις 11-4-2012 (άρθρο 330 παρ. 2 αυτού), δεν τελούσαν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση (ΑΠ 207/2019 ΕΕμπΔ 2019.587), η ομόρρυθμη εταιρεία λύεται: α) με την πάροδο του χρόνου διάρκειάς της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση και δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Έτι περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777, 778A.K., 249, 268 και 281 Ν. 4072/2012 και 62 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα δε αυτή, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης. Η λύση του Νομικού Προσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της Εταιρίας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο (ΑΠ ποιν 1996/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 748/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3865/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘ 969/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 128/2016 Δημ. Νόμος). Αυτοί (εταίροι) μόνο μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως μπορούν να ασκήσουν τις αξιώσεις τους κατά της εταιρίας ή κατά των συνεταίρων τους, από την εταιρική σχέση, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η αξίωση καταβολής μεριδίου από τα πραγματοποιηθέντα κέρδη της εταιρίας κατά τη διάρκεια λειτουργίας της. Τούτο δε επειδή οι παραπάνω αξιώσεις των εταίρων, πριν από το πέρας της εκκαθάρισης, πρέπει να αποτελέσουν κονδύλια του λογαριασμού της, από τα αποτελέσματα δε αυτής θα κριθεί, αν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει ο κάθε εταίρος, πράγμα που είναι αβέβαιο και άγνωστο όσο διαρκεί η εκκαθάριση (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 3865/2020 ό.π., ΜονΕφΘ 969/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 128/2016 Δημ. Νόμος).Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της Εταιρίας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της Εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας Εταιρίας από τους εκκαθαριστές. Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί την λύση της Εταιρίας και, έχει ως σκοπό τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων, που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης, η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσας εταιρίας και για να υπάρξει απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Το στάδιο της εκκαθάρισης Ομόρρυθμης Εταιρίας δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν, μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Κατά το στάδιο δε αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί της σχετικές δίκες, εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή (ΑΠ ποιν 1996/2019 ό.π., ΑΠ 748/2017 ό.π., ΑΠ 224/2016 ό.π., ΕφΑθ 3865/2020 ό.π., ΜονΕφΘ 969/2019 ό.π., ΜονΕφΠειρ 128/2016 ό.π.). Κύριος δε των κερδών, που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρίας, είναι το νομικό πρόσωπο αυτής και, επομένως, μόνο κατ’ αυτού νομιμοποιείται παθητικά να στραφεί ο εταίρος για την καταβολή των κερδών, που του αναλογούν (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1036/2007, ΕφΑθ 3865/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΘεσ 969/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 128/2016 Δημ. Νόμος). Η ορθότητα της από τους εκκαθαριστές διανομής του προϊόντος της εκκαθάρισης, τόσο σχετικά με την έκταση του προϊόντος της εκκαθάρισης, που πρέπει να διανεμηθεί, όσο και με τις μερίδες των εταίρων στο προϊόν της εκκαθάρισης, μπορεί να αμφισβητηθεί από τους εταίρους, κατ’ ενάσκηση δικαιώματος από την εταιρική σχέση και στρέφεται κατά της εταιρείας, η οποία είναι ο οφειλέτης της απαιτήσεως των εταίρων στο προϊόν της εκκαθάρισης (ΑΠ 224/2016 ό.π., ΕφΑθ 3865/2020 ό.π.).Εξάλλου, τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και όταν επήλθε ήδη τυπική λήξη της εκκαθάρισης της εταιρίας, που επέρχεται με τη λογοδοσία των εκκαθαριστών και τη δημοσίευση του ισολογισμού της εκκαθάρισης, η ατελής δε δημοσιότητα, που ισχύει αναφορικά με την εκκαθάριση, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρία διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.Μ.Η.), το οποίο αποτελεί Μητρώο Εμπορικής Δημοσιότητας και αντικατέστησε το Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών (Μ.Α.Ε.), που ετηρείτο στις Νομαρχίες και τα βιβλία Εταιριών (Ε.Π.Ε. και Προσωπικών), που ετηρούντο στα Πρωτοδικεία. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.Μ.Η. η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρ. 251 παρ. 2 Ν. 4072/2012). Η καταχώριση της διαγραφής στο Γ.Ε.Μ.Η. έχει σχετικά συστατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν επέρχεται περάτωση της ομόρρυθμης εταιρίας. Αν, όμως, διαπιστωθεί, ότι η εταιρία είχε και άλλη περιουσία, δεν επέρχεται η περάτωσή της, έστω και αν είχε διαγραφεί στο Γ.Ε.Μ.Η., λόγω δε του σχετικά συστατικού χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, εάν η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί (ΑΠ ποιν 1996/2019 Δημ. Νόμος).Εντεύθεν έπεται, ότι σύμφωνα με το άρθρο 64, σε συνδυασμό και με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, μόνη η Ομόρρυθμη Εταιρία, ως Νομικό Πρόσωπο, νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά, να μετέχει στις σχετικές δίκες, που την αφορούν (βλ. σχετ. ΕφΑθ 3865/2020 ό.π., ΕφΠειρ 378/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 485/2006, ΕπισκΕμπΔ 2006/1125, ΕφΑΘ 7603/2005, ΕλλΔ/νη 2006.118), εκπροσωπούμενη από τον εκκαθαριστή ή τους συνεκκαθαριστές της, οι οποίοι δε νομιμοποιούνται, ενεργητικά και παθητικά, να ενάγουν και να ενάγονται, ούτε, ως μέλη της εταιρίας, ούτε ατομικά, ως προς τα αντικείμενα της εταιρικής περιουσίας, ήτοι το ενεργητικό και παθητικό αυτής, μέχρι τη ρευστοποίηση της περιουσίας και τη διανομή της, εκτός, εάν συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση. Σε αντίθετη περίπτωση, που ενάγει ή ενάγεται εταίρος της ομόρρυθμης Εταιρίας, που τελεί υπό εκκαθάριση και όχι η ίδια, ως νομικό πρόσωπο, το δικαστήριο, που ελέγχει και αυτεπαγγέλτως, τη νομιμοποίηση όλων των διαδίκων, σε κάθε στάση της δίκης, (άρα και στο Εφετείο), σύμφωνα με το άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ, πρέπει να απορρίπτει τη σχετική αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης, αντίστοιχα, τούτου (βλ Ολ. ΑΠ 27/1987, ΝοΒ 36, 92, ΕφΑθ 3865/2020 ό.π., ΕφΠειρ 378/2016, ό.α., ΕφΑΘ 1410/2013, ΕλλΔ/νη 2013/1395).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 71 AK: “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον”, ενώ, κατά το άρθρο 330 Α.Κ., ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, και ότι αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (ΑΠ 123/2019 ό.π., ΑΠ 1/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 758/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1312/2015 Δημ. Νόμος). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 71 Α.Κ., σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου, φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.,.”, συνάγονται τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα δια των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούληση τους (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 758/2018 ό.π.) Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα, που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται, δηλαδή, η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 1/2019 ό.π., ΑΠ 253/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 641/2011). Γ) Σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης του νομικού προσώπου, δεν απαιτείται εξειδίκευση των επιμέρους αρμοδιοτήτων και της προσωπικής στάσεως εκάστου μέλους της διοικήσεως για την κατ` αρχήν θεμελίωση της δικής του υποχρεώσεως προς αποζημίωση του βλαβέντος εκ του αδικήματος και Δ) Το μέλος της διοικήσεως δύναται να επικαλεσθεί με ένσταση, (την οποία και βαρύνεται να αποδείξει), ότι για ειδικούς λόγους δεν είναι προσωπικώς υπαίτιο για την διάπραξη του αδικήματος και την εντεύθεν ζημία του παθόντος, για την οποία ευθύνεται το νομικό πρόσωπο(ΑΠ 78/2020 ό.π.). Η ένσταση αυτή πρέπει να προταθεί κατά τον προβλεπόμενο στο άρθρ. 262§1 ΚΠολΔ τρόπο, δηλαδή πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, άρα ιστορική βάση, και αίτημα περί απαλλαγής από την ευθύνη, ώστε μέσω της κατάλληλης υπαγωγής στο πλαίσιο του οικείου νομικού συλλογισμού να εκδοθεί τελικά απόφαση, σύμφωνη με την έννομη αυτή συνέπεια. Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσώπησης και διοίκησης αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 22 παρ.1 εδ.α του κώδικα νόμων 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών” είναι το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού (ΑΠ 1/2019 ό.π.). Το άρθρο δε 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 123/2019 ό.π.). Από το περιεχόμενο των άνω διατάξεων, σαφώς προκύπτει, ότι μία από τις προϋποθέσεις της ευθύνης του νομικού προσώπου, έναντι εκείνου, που ζημιώθηκε, από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του αντιπροσωπεύοντος αυτό οργάνου ή του προστηθέντος απ` αυτό, είναι, η συμπεριφορά αυτή να έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που το νομικό πρόσωπο τους είχε αναθέσει, να βρίσκεται δηλαδή σε εσωτερική συνάφεια με την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, με την έννοια ότι η σχετική συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ανάθεση αντιπροσωπευτικής εξουσίας ή τη πρόστηση αντίστοιχα (ΑΠ 365/2010 Δημ. Νόμος, , ΕφΑθ 6675/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 5632/2010 Δημ. Νόμος).
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 1 του Ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λ.π.», όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του Ν 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος … ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της συμβάσεως πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης» (ΤριμΕφΠειρ 394/2018 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 680/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 362/2019 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 671/2018 Δημ. Ιστοσελ.ΕφΠειρ., ΜονΕφΑθ 627/2016 Δημ. Νόμος, ΕΑ 1932/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1114/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4753/2014 Δημ. Νόμος, ΕΑ 691/2011 Δημ. Νόμος). O ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις, για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση, που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου (ΑΠ 2039/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 905/2012, 290/2011, ΜονΕφΑθ 13/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 6440/2014 Δημ. Νόμος). Με τη διάταξη δε, της παρ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κ.λπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως πρακτορεύσεως και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτορεύσεως υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων, αντίστοιχα, ενώ, με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ, ορίζεται: «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε, που εισπράττει, θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (ΜονΕφΠειρ 362/2019 ό.π., ΕφΑθ 1114/2014 ό.π., ΕφΑθ 4753/2014 ό.π., ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕΑ 692/2011 ό.π., ΕφΑθ 189/2009, ΕφΑΘ 313/2005 Νόμος). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158, 159 παρ. 1, 174, 180 Α.Κ.), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της συμβάσεως ασφαλιστικής πρακτορεύσεως (Βλ. ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΑΘ 10956/1996 ΕΕμπΔ Ν,345,1. Ρόκα, «Ιδιωτική Ασφάλιση» έκδ. 1998, παρ. 299 σελ. 245, Γ. Βελέντζα, «Το νέο δίκαιο της ιδιωτικής ασφάλισης», έκδ. 1998, σελ. 226), ενώ η θέσπιση ελάχιστου υποχρεωτικού περιεχομένου στην εν λόγω σύμβαση, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική υποβολή της στο Υπουργείο Ανάπτυξης, γίνεται για να ελεγχθεί το περιεχόμενό της από το Κράτος και προς προστασία των ασφαλισμένων (ΕΑ 1932/2011 ό.π., Ζ. Σκουλούδη, «Δικαιώματα και υποχρεώσεις του ασφαλιστικού πράκτορα στο σύγχρονο ελληνικό δίκαιο» ΝοΒ 1986,961 επ.). Έτσι, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, ότι τηρήθηκε ο ουσιαστικός έγγραφος τύπος της πρακτορικής συμβάσεως, διαφορετικά, λόγω της ατελούς περιγραφής του επίδικου βιοτικού συμβάντος στην αγωγή, το Δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αν πληρούται ή όχι το πραγματικό των ως άνω διατάξεων και κατά συνέπεια η αγωγή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1029/1990 ΕΕΝ 1991,414, ΕΑ 1932/2011 ό.π., ΕφΠειρ 827/2009, ΕφΠειρ 553/2008, ΕφΠειρ 422/2007, ΕφΑΘ 5998/2007, Εφθεσ 612/2007, ΕφΑΘ 5712/2006 Νοmος, βλ. και Κ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, σελ. 217).
Περαιτέρω, με το ν.δ. 400/1970 “περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως”, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το ν. 4364/2016, ρυθμίζονταν οι σχέσεις όλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που λειτουργούν στην Ελλάδα και έχουν ως αντικείμενο την άσκηση ασφάλισης. Ειδικότερα, κύριο αντικείμενο της ασφάλισης είναι η υποχρέωση κάλυψης των οικονομικών αναγκών, που προκαλούνται από συμβάντα στη ζωή του ανθρώπου, στηρίζεται δε στη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών αυτών με αντικαταβολές των μελών της ασφαλιστικής κοινωνίας κινδύνων, η οποία απαρτίζεται από το σύνολο των ασφαλισμένων σε κάθε ασφαλιστική επιχείρηση. Ως εκ τούτου είναι πρόδηλο το δημόσιο συμφέρον για την προστασία των ασφαλισμένων, αλλά και του ασφαλιστή, με την καθιέρωση κρατικής εποπτείας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, στη ρύθμιση της οποίας προέβαινε το ως άνω ν.δ., με το άρθρο 1 παρ. 3 του οποίου οριζόταν ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορίου (άρθρο 1 παρ. 3), ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 20 του ν. 2496/1997, του Υπουργείου Ανάπτυξης, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3229/2004, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω νομοθετικού διατάγματος και έχει σκοπό την προστασία και εξασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των δικαιούχων αποζημίωσης από ασφαλιστική σύμβαση. Με το ίδιο πιο πάνω νομοθετικό διάταγμα (400/1970), και ειδικότερα με τα άρθρα 7 παρ. 1 εδ. α`, 8 παρ. 1, 9 παρ. 1, 10 παρ. 1 εδ. α`, 12α παρ. 1, 5 και 10 και 12β` παρ. 2 και 3 περ. α` αυτού ορίζονταν τα εξής: “Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων, που συνάπτουν και των αντασφαλίσεων, που αναλαμβάνουν, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη-μέλη, μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών” (άρθρο 7 παρ. 1 εδ. α`, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 παρ. 1 του ν. 3746/2009). “Ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα υποχρεούνται σε ασφαλιστική τοποθέτηση, που συνίσταται στη διάθεση στην Ελλάδα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. περιουσιακών στοιχείων, με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των δικαιούχων οποιασδήποτε παροχής από ασφαλιστική σύμβαση (ασφάλισμα). Τα περιουσιακά στοιχεία, που διατίθενται σε ασφαλιστική τοποθέτηση πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το είδος των εργασιών, που ασκεί η ασφαλιστική επιχείρηση, ώστε να εξασφαλίζεται η ασφάλεια, η απόδοση και η ρευστότητα των επενδύσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία μεριμνά για την διαφοροποίηση και την επαρκή διασπορά αυτών των επενδύσεων. Σε ασφαλιστική τοποθέτηση διατίθενται τα περιουσιακά στοιχεία, που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα, συμπεριλαμβανομένου του αποθέματος εξισορρόπησης του άρθρου 7 του παρόντος, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία, που καλύπτουν το τέταρτο του ελαχίστου ορίου ,που αναφέρεται στην περίπτωση ε` του εδαφίου α` της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του παρόντος” (άρθρο 8 παρ. 1, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 3746/2009). “Αν η ασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 8 του παρόντος περί τεχνικών αποθεμάτων, ο Υπουργός Εμπορίου μπορεί με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και αφού γνωστοποιήσει προηγουμένως την πρόθεσή του στις εποπτικές αρχές των κρατών-μελών, όπου ενδεχόμενα λειτουργεί η επιχείρηση με υποκατάστημα ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, να χαρακτηρίζει ως ασφαλιστική τοποθέτηση μέρος ή το σύνολο της ελεύθερης περιουσίας της, να απαγορεύει την ελεύθερη διάθεση μέρους ή και του συνόλου της περιουσίας της, να ανακαλεί προσωρινά ή οριστικά την άδεια λειτουργίας ορισμένων ή όλων των κλάδων που ασκεί και να λαμβάνει κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο με σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων ως και κάθε άλλου δικαιούχου ασφαλίσματος” (άρθρο 9 παρ. 1). “Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος” (άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α, όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 35 παρ. 9 του ν. 2496/1997), ήτοι του προνομίου των αμοιβών του επόπτη εκκαθάρισης ή πτώχευσης και του εκκαθαριστή της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθώς και του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου. “Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η απόφαση περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που ορίζει τον επόπτη και το εφαρμοστέο δίκαιο καταχωρείται στο Μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθώς και στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε άλλο κράτος-μέλος καταχωρείται στο μητρώο που τηρείται για το λόγο αυτό στο Υπουργείο Ανάπτυξης, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με Υπουργική Απόφαση. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση” (άρθρο 12α παρ. 1). “Κατά το χρονικό διάστημα, που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης” (άρθρο 12α παρ. 5) (ΟλΑΠ 1/2020 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, για τα ζητήματα ιδιωτικής ασφάλισης από 1-1-2016 εφαρμόζεται ο ν. 4364/2016 (ΦΕΚ Α` 13/5-2- 2016), με το άρθρο 278 παρ. 1 του οποίου καταργήθηκε το ως άνω ν.δ. 400/1970 και ορίστηκε ότι οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό (ν.δ. 400/1970) νοείται εφεξής ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του νέου νόμου. Επίσης, με το άρθρο 248 παρ. 1 και 2 αυτού (ν. 4364/2016) ορίστηκαν τα εξής: “1. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου διέπονται οι υφιστάμενες κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις. 2. Στις εκκαθαρίσεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή τα άρθρα 235 παρ.1, 2, 3, 5 και 6, 236 έως 239, 242 παρ.1 και 4, 243 παρ.1, 2 και 4, 244, 245 παρ. 1 και 3, 246 και 247 του παρόντος”. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει σαφής και αναμφίβολη νομοθετική βούληση περί αναδρομικότητας αυτής και των λοιπών σχετικών διατάξεων και περί εφαρμογής αυτών και επί εννόμων σχέσεων και δικαιωμάτων, που είχαν δημιουργηθεί πριν την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος του νόμου αυτού (4364/2016). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 παρ. 3 και 6 του νόμου αυτού, που αφορά στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ορίζονται τα εξής: “3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης. 6. Κατάσχεση ή δέσμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης στα χέρια της ιδίας ή τρίτου δεν επιτρέπεται κατά το χρονικό διάστημα, που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση”. Η αναστολή κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και των ατομικών διώξεων, και υπό το νομοθετικό καθεστώς του ν. 4364/2016, κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, υπηρετεί τον πρωταρχικό σκοπό και τη βασική αρχή, που διέπει το σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού, όπως και του ν.δ. 400/1970, την προστασία δηλαδή των ασφαλισμένων και την εξασφάλιση της προνομιακής τους ικανοποίησης έναντι των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών, ακόμη και αν είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες. Επιπλέον, από το συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 114 παρ. 2 του ίδιου νόμου και ενόψει του πιο πάνω σκοπού του νομοθετήματος αυτού συνάγεται ότι, η ως άνω αναστολή και απαγόρευση περιλαμβάνει και τη διάθεση με οποιοδήποτε τρόπο των δεσμευμένων από τη σχετική απόφαση της Εποπτικής Αρχής περιουσιακών στοιχείων του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τεθεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Επομένως, η καθιερούμενη από τις διατάξεις του νόμου αυτού ως άνω αναστολή και απαγόρευση είναι γενική και αναφέρεται σε όλα τα προβλεπόμενα από το νόμο μέσα ικανοποίησης των δανειστών, με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στο άρθρο 247 του ν. 4364/2016 (ΟλΑΠ 1/2020 ό.π.).
Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος).Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλ. μόνον κατά τα προσβαλλόμενα “κεφάλαια” (ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 ό.π., ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος). Από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, επίσης, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του να εξετάσει αυτεπάγγελτα και να την απορρίψει μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι’ αυτόν (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος). Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως για τυπικό λόγο, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει παραδεκτή και νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ` ουσίαν, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 1065/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 298/2010 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 83/2020 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι το εφετείο μπορεί να απορρίψει την έφεση του ενάγοντος, ως απαράδεκτη, όταν η αγωγή αυτού είχε απορριφθεί πρωτοδίκως για τυπικό λόγο και το ίδιο κρίνει αυτή απορριπτέα για άλλο, τυπικό, επίσης, λόγο, με αντικατάσταση της σχετικής αιτιολογίας, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η νέα αιτιολογία δεν θα επάγεται δυσμενέστερες για τον εκκαλούντα συνέπειες, καθώς και ότι το εφετείο θα έχει εξαφανίσει προηγουμένως την πρωτόδικη απόφαση. Συνεπώς, στην περίπτωση κατά την οποία με την εφετειακή απόφαση αντικαθίσταται το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης και προκύπτει εντεύθεν δεδικασμένο, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, ενώ πρωτοδίκως η αγωγή είχε κριθεί ως αόριστη και από την κρίση αυτή δεν δημιουργούνταν ουσιαστικό δεδικασμένο, αφού ο ενάγων μπορούσε αζημίως να επανέλθει με νέα αγωγή, που δεν έχει την ίδια ατέλεια, δικαίωμα, που δεν έχει εάν απορριφθεί η αγωγή, ως παθητικά ανομιμοποίητη, το εφετείο δεν μπορεί να αντικαταστήσει απλώς την αιτιολογία και να απορρίψει την έφεση, ως απαράδεκτη, χωρίς προηγουμένως να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, μετά από παραδοχή αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης. Αν, παρά ταύτα, προβεί στην αντικατάσταση της αιτιολογίας με το πιο πάνω περιεχόμενο, καθιστά την απόφαση του αναιρετέα, γιατί παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν είχαν προταθεί και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή λαμβάνει υπόψη λόγο εφέσεως και συνεπώς “πράγμα”, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, που δεν προτάθηκε και έτσι ιδρύεται ο εκ του εδαφίου α’ της τελευταίας αυτής διατάξεως προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης κατά απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση, εφαρμόζει το νόμο, που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, με μόνες εξαιρέσεις τις περιπτώσεις, που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις, που έχουν οριστικά κριθεί ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευόμενου, ενώ στην περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης, ως ουσιαστικά βάσιμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση, δικάζει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οφείλει, συμμορφούμενο προς τη γενική διάταξη του άρθρου 2 του Α.Κ., να εφαρμόσει το νέο νόμο, αφού αυτός ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της δικής του απόφασης, που κρίνει την ουσία της υπόθεσης, ασχέτως αν αυτός έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1/2020 ό.π., Ολ ΑΠ 7 και 8/1991). «Κεφάλαιο» θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Επί αγωγής δε αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθρα 914, 297, 298, 299 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει, όμως, και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, διότι το τελευταίο δεν συνέχεται αναγκαστικώς με τα εν λόγω εκκληθέντα ως άνω κεφάλαια της αποφάσεως. Τούτο διότι στην περίπτωση αυτή μεταβιβάζονται στο Εφετείο μόνο τα κεφάλαια της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως από απόψεως ποσοτικού προσδιορισμού τους, η επί των οποίων διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν επιδρά επί εκείνου του μη εκκληθέντος κεφαλαίου της υπαιτιότητας και με την έννοια αυτή δεν συνέχονται αναγκαστικώς μετ` αυτού (ΟλΑΠ 10/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 504/2018 Δημ. Νόμος).Η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ` αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Επίσης, δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει εσφαλμένη μνεία άλλης νομικής διατάξεως και όχι της εφαρμοστέας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση με το μεν πρώτο λόγο της έφεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και μ’ εσφαλμένες αιτιολογίες, απέρριψε με την εκκαλούμενη, με αυτεπάγγελτη ενέργειά του, ως απαράδεκτα τα αγωγικά κονδύλια περί διαφυγόντων κερδών, λόγω αοριστίας, στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, ενώ έπρεπε να κρίνει την αγωγή αρκούντως ορισμένη, ως προς αυτά, καθώς ισχυρίστηκαν και απέδειξαν μ’ έγγραφα ότι η εναγομένη, παραβαίνοντας τις συμβατικές της υποχρεώσεις, οφείλει σε αυτούς (ενάγοντες) τα αιτούμενα κονδύλια, ως διαφυγόντα κέρδη, με το δε δεύτερο λόγο της έφεσης ισχυρίστηκαν ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, απέρριψε, με αυτεπάγγελτη ενέργειά του, ως απαράδεκτη την αγωγή και ως προς το κονδύλιο περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω αοριστίας, διότι από την υπ’ αριθμ. 156/2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, δυνάμει της οποίας η άδεια λειτουργίας της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας ανακλήθηκε οριστικά, προέκυπτε η υπαιτιότητα της εναγομένης και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης της εναγομένης εταιρίας και της αποφάσεως για την ανάκληση της λειτουργίας της.΄Οπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, οι εκκαλούντες, με την αγωγή τους, είχαν ζητήσει, κατ’ ορθή εκτίμηση, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, να καταβάλει, σ’ έκαστο εξ αυτών, το ποσό των 20.000 ευρώ, για κάθε ημερολογιακό έτος από το 2012 έως το 2016, ήτοι συνολικά σε αμφότερους το ποσό των 200.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, που αφορά κάθε επί μέρους κονδύλιο, ως αποζημίωση, αντιπροσωπεύουσα την αναλογία εκάστου στα κέρδη της εταιρείας, κατά το επίδικο μέχρι τη λύση της εταιρίας τους χρονικό διάστημα, λόγω της αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, καθώς επίσης και το ποσό των 10.000 ευρώ στον καθένα, ήτοι συνολικά σε αμφότερους το ποσό των 20.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν στην επαγγελματική και κοινωνική τους υπόσταση και στη φήμη τους στην τοπική αγορά των Χανίων, λόγω της αιφνίδιας παύσης λειτουργίας της εναγομένης και της ανάκλησης της αδείας της, λόγω της προφανούς αφερεγγυότητάς της. To πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη με αριθμ.189/21-01-2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, κατά τα παραπάνω αιτήματά της, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, με την αιτιολογία ότι ουδόλως εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, που, υπαγόμενα σε κάποιο κανόνα δικαίου, θα μπορούσαν να θεμελιώσουν ευθύνη της εναγομένης προς αποζημίωση. Ειδικότερα, κατά τ’ αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, «…όπως συνάγεται από τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, αφετήριο γεγονός της οικονομικής δυσπραγίας της ομόρρυθμης εταιρίας, που είχαν συστήσει οι ενάγοντες και ήταν ομόρρυθμα μέλη της, κατά ποσοστό 50% ο καθένας, και που κατέληξε τελικώς στην παύση της λειτουργίας και στη λύση της, φέρεται ότι υπήρξε η αιφνίδια έκδοση της υπ’ αριθμ. 156/2009 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, δυνάμει της οποίας η άδεια λειτουργίας της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας ανακλήθηκε οριστικά, τέθηκε η τελευταία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και δεσμεύθηκαν όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της, χαρακτηριζόμενα ως ασφαλιστική τοποθέτηση, προς ικανοποίηση των εχόντων απαιτήσεις κατ’ αυτής. Ωστόσο, η ανωτέρω απόφαση δεν αποτελεί ενέργεια προερχόμενη από την εναγομένη, αλλά όπως συνομολογείται με το αγωγικό δικόγραφο, από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, της αρχής δηλαδή εκείνης που είναι επιφορτισμένη με το έργο της εποπτείας των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών, ουδένα δε σύνδεσμο επικαλούνται οι ενάγοντες μεταξύ της ανωτέρω αποφάσεως περί ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της εναγομένης με υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων διοικήσεώς της. Περαιτέρω, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι η απόφαση αυτή του ως άνω εποπτικού οργάνου οφείλεται σε υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις της εναγομένης, κανένα πραγματικό περιστατικό δεν εισφέρεται με το αγωγικό δικόγραφο, από το οποίο μπορεί να συναχθεί υπαιτιότητα της εναγομένης, ως προς την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως, ούτε, κατά μείζονα λόγο, παράνομη πράξη ή παράλειψή της, …, που θα μπορούσε να επιστηρίξει ευθύνη κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. Α.Κ.), εφόσον με την υπό κρίση αγωγή ζητείται, πλέον των φερομένων διαφυγόντων κερδών των εναγόντων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης…».Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η αγωγή αυτή, με τα ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, ήταν απορριπτέα, λόγω της έλλειψης των απαιτουμένων, κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ διαδικαστικών προϋποθέσεων, αφενός μεν της ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων προς άσκηση της ένδικης αγωγής, αφετέρου δε της παθητικής νομιμοποίησης της εναγομένης, διότι, τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν, αξίωση αποζημίωσης των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης. Ειδικότερα, στο επισκοπούμενο περιεχόμενο της αγωγής, γίνεται μεν επίκληση περιστατικών νομότυπης περάτωσης της εκκαθάρισης της ομόρρυθμης εταιρίας, στην οποία μοναδικοί εταίροι και νόμιμοι εκπρόσωποι ήταν οι ενάγοντες, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και προβολή ανεξόφλητων απαιτήσεων της ομόρρυθμης αυτής εταιρείας έναντι της εναγομένης από επικαλούμενα διαφυγόντα κέρδη κατά τη διάρκεια λειτουργίας της, η ικανοποίηση των οποίων είναι αναγκαίο προαπαιτούμενο για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των εναγόντων, καθόσον, μετά την είσπραξη αυτών και την ενσωμάτωσή τους στο ενεργητικό της εταιρείας, θα δύναται αυτή να ικανοποιήσει ολικώς ή εν μέρει, τις αξιώσεις των εναγόντων για την αναλογία εκάστου στα κέρδη της εταιρείας, κατά το επίδικο μέχρι τη λύση της εταιρίας τους χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, υφίσταται εκκρεμότητα ως προς την εταιρική περιουσία, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η οποία πρέπει να εκκαθαριστεί, διότι, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 22, 28 ΕμπΝ, 72, 759, 777 εδ. α, 780 εδ. α, 781, 782 και 784 ΑΚ και 249 του Ν. 4072/2012, το οποίο, κατά τη διάταξη του άρθρου 294 § 1 του ίδιου νόμου, εφαρμόζεται και στις εταιρείες, που, κατά την έναρξη ισχύος του, δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, καθώς και των άρθρων 18 και 42 του Εμπ.Ν., για την εταιρεία, που συστάθηκε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4072/2012, προκύπτει ότι οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, όπως φέρεται ότι είναι και η ομόρρυθμη εταιρεία, της οποίας μέλη ήταν οι ενάγοντες, που τήρησε τις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 42 ΕμπΝ, διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής και έχει δική της περιουσία. Κύριος δε των εισφορών των εταίρων, αλλά και των αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που περιλαμβάνουν την εταιρική περιουσία, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Επομένως, επί αδικοπραξίας, που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία αποτελεί πρόσωπο διάφορο από εκείνα των μελών των ομορρύθμων εταίρων, μόνον η εταιρεία νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημίωσης, γιατί αυτή είναι η αμέσως ζημιωθείσα και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, αφού οι τελευταίοι θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη, ανεξάρτητα αν η αξίωση τούτων στρέφεται κατά τρίτης, εν προκειμένω της εναγομένης, η οποία φέρεται ότι ζημίωσε το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Αντίθετο συμπέρασμα δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ, γιατί το ρυθμιζόμενο από αυτή ζήτημα, της εις ολόκληρον ευθύνης των ομορρύθμων εταίρων, ανάγεται μόνο στην παθητική και όχι στην ενεργητική νομιμοποίηση αυτών. Συνεπώς, εν προκειμένω, αφενός μεν μοναδική ενεργητικά νομιμοποιούμενη για την αξίωση τυχόν διαφυγόντων κερδών, σε βάρος της εναγομένης, είναι η ίδια η ομόρρυθμη εταιρεία και όχι οι ενάγοντες, αφετέρου δε μοναδική παθητικά νομιμοποιούμενη για την αξίωση των εταίρων, ως προς τα ποσά, που αποτελούν την αναλογία των εταίρων επί των τυχόν κερδών αυτής, είναι η ίδια η ομόρρυθμη εταιρεία και όχι η εναγομένη. Ακόμη δε και αν ήθελε εκτιμηθεί ότι με την αγωγή τους οι ενάγοντες αμφισβητούν την ορθότητα της από τους εκκαθαριστές διανομής του προϊόντος της και πάλι παθητικώς νομιμοποιείται η εταιρεία, ως οφειλέτης των απαιτήσεων των εναγόντων στο προϊόν της εκκαθάρισης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Η επικαλούμενη απώλεια διαφυγόντων κερδών, που ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι θα αποκόμιζαν, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τους καθιστά εμμέσως ζημιωθέντες, καθώς συνάπτεται αιτιωδώς προς τη γενική προσδοκία του εταίρου για τη συμμετοχή του στα μελλοντικά κέρδη, που θα ποριζόταν η εταιρεία με την προσδοκώμενη συνεχή βελτίωση των επιδόσεών της. Επίσης, δικαιούχοι της χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι μόνον οι φορείς του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος, που έχει προσβληθεί, ήτοι οι αμέσως ζημιωθέντες από το έγκλημα και όχι οι εμμέσως ή εξ αντανακλάσεως ζημιωθέντες. Δικαίωμα δε επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, έχει ο θιγόμενος και κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, εφόσον η παράνομη προσβολή της προσωπικότητας συνιστά και αδικοπραξία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος). Έτσι, επί αδικοπραξίας, η οποία στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία κατά τα άρθρα 784 του Α.Κ. και 42 του Εμπ.Ν. αποτελεί νομικό πρόσωπο, διάφορο από εκείνο των ομόρρυθμων μελών της εταιρείας αυτής, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό για δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 Α.Κ.), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άϋλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του νομικού προσώπου σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει το νομικό πρόσωπο, κατά τα άρθρα 57 και 59 του Α.Κ., προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που φέρεται ότι υπέστη από την προσβολή, που μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, αφού οι τελευταίοι θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη και είναι εμμέσως παθόντες, όπως οι ενάγοντες, ανεξάρτητα αν η αξίωση τούτων στρέφεται κατά τρίτης, εν προκειμένω της εναγομένης, η οποία φέρεται ότι ζημίωσε το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777, 778 A.K., 249, 268 και 281 Ν. 4072/2012, 62 και 73 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα δε αυτή, η οποία αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης. Η λύση του Νομικού Προσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς, και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της εταιρίας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 748/2017 ό.π.). Αυτοί (εταίροι) μόνο μετά το πέρας της εκκαθαρίσεως μπορούν να ασκήσουν τις αξιώσεις τους κατά της εταιρίας από την εταιρική σχέση, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η αξίωση καταβολής μεριδίου από τα πραγματοποιηθέντα κέρδη της εταιρίας κατά τη διάρκεια λειτουργίας της. Τούτο δε επειδή οι παραπάνω αξιώσεις των εταίρων, πριν από το πέρας της εκκαθάρισης, πρέπει να αποτελέσουν κονδύλια του λογαριασμού της, από τα αποτελέσματα δε αυτής θα κριθεί, αν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει ο κάθε εταίρος, πράγμα που είναι αβέβαιο και άγνωστο όσο διαρκεί η εκκαθάριση. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της Εταιρίας. Το στάδιο της εκκαθάρισης Ομόρρυθμης Εταιρίας δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως οι φερόμενες ως άνω απαιτήσεις της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρίας από τους εκκαθαριστές, προκειμένου να διεκδικηθεί για τον λόγο αυτό η αξίωση της εταιρείας. Κατά το στάδιο δε αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί της σχετικές δίκες, εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή Κύριος δε των κερδών, που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρίας, είναι το νομικό πρόσωπο αυτής και, επομένως, μόνο κατ’ αυτού νομιμοποιείται παθητικά να στραφεί ο εταίρος για την καταβολή των κερδών, που του αναλογούν. Η ορθότητα της από τους εκκαθαριστές διανομής του προϊόντος της εκκαθάρισης, τόσο σχετικά με την έκταση του προϊόντος της εκκαθάρισης, που πρέπει να διανεμηθεί, όσο και με τις μερίδες των εταίρων στο προϊόν της εκκαθάρισης, μπορεί να αμφισβητηθεί από τους εταίρους, κατ’ ενάσκηση δικαιώματος από την εταιρική σχέση και στρέφεται κατά της εταιρείας, η οποία είναι ο οφειλέτης της απαιτήσεως των εταίρων στο προϊόν της εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί την λύση της Εταιρίας και, έχει ως σκοπό την διευθέτηση των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης, η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσας εταιρίας και για να υπάρξει απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Εξάλλου, τα ανωτέρω ισχύουν, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ακόμα και όταν επήλθε ήδη τυπική λήξη της εκκαθάρισης της εταιρίας, που επέρχεται με τη λογοδοσία των εκκαθαριστών και τη δημοσίευση του ισολογισμού της εκκαθάρισης, η ατελής δε δημοσιότητα, που ισχύει αναφορικά με την εκκαθάριση, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρία διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.Μ.Η.), το οποίο αποτελεί Μητρώο Εμπορικής Δημοσιότητας και αντικατέστησε το Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών (Μ.Α.Ε.), που ετηρείτο στις Νομαρχίες και τα βιβλία Εταιριών (Ε.Π.Ε. και Προσωπικών), που ετηρούντο στα Πρωτοδικεία. Από την καταχώριση στο Γ.Ε.Μ.Η. η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρ. 251 παρ. 2 Ν. 4072/2012). Η καταχώριση της διαγραφής στο Γ.Ε.Μ.Η. έχει σχετικά συστατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν επέρχεται περάτωση της ομόρρυθμης εταιρίας. Αν, όμως, διαπιστωθεί, ότι η εταιρία είχε και άλλη περιουσία, δεν επέρχεται η περάτωσή της, έστω και αν είχε διαγραφεί στο Γ.Ε.Μ.Η., λόγω δε του σχετικά συστατικού χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, εάν η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί (ΑΠ ποιν 1996/2019 Δημ. Νόμος). Ως εκ τούτου η εταιρεία και η νομική προσωπικότητά της εξακολουθούν να υπάρχουν, διότι δεν νοείται πέρας της εκκαθάρισης και της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, προτού αποσβεστούν οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις αυτής. Η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, λογίζεται, ότι εξακολουθεί να υφίσταται, ακόμη και μετά τη λύση και τη θέση της υπό εκκαθάριση, όπως και μετά τη φερόμενη λήξη των εργασιών εκκαθάρισης, εφόσον διαπιστώθηκε, στη συνέχεια, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως, στην υπό κρίση περίπτωση, οι ένδικες απαιτήσεις, οπότε επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η νομική της προσωπικότητα και η εκπροσώπηση της εταιρείας από τον εκκαθαριστή της, μη λογιζομένης της εταιρείας ως ανυπάρκτου νομικού προσώπου. Και τούτο διότι η εταιρεία, ως νομικό πρόσωπο, δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματος να διεκδικήσει την ικανοποίηση των φερομένων ένδικων απαιτήσεών της (πρβλ. ΑΠ 748/2017 ό.π.), που αφορούν τα έτη 2012 έως και 2016, έναντι των τρίτων, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, έναντι της εναγομένης, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, φέρεται ότι υπέβαλε, στις 21/12/2016, διακοπή εργασιών στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χανίων και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η. με αριθμ. πρωτ. …./22-12-2016 η ανακοίνωση της λύσης της εταιρίας, με την οποία συμφωνήθηκε από κοινού από τους ενάγοντες, μοναδικούς εταίρους, εκπροσώπους και συνδιαχειριστές της Ο.Ε., ότι από κοινού αποφάσισαν τη λύση και εκκαθάριση της εταιρίας, αφού διαπίστωσαν ότι η ευόδωση του εταιρικού σκοπού δεν είναι πλέον εφικτή και διενεργήθηκε εκκαθάριση, η οποία φέρεται ότι ολοκληρώθηκε με τη υποβολή της σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Χανίων, για το έτος 2016, βάσει του άρθρου 45 του Ν. 4172/2013. Για την επανάληψη δε των εργασιών της εκκαθάρισης, δεν απαιτείτο απόφαση των εταίρων της ομόρρυθμης εταιρείας, ούτε διατυπώσεις δημοσιότητας, διότι στην υπό κρίση περίπτωση, δεν πρόκειται για αναβίωση (επαναλειτουργία) της ομόρρυθμης εταιρείας, ώστε να απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων και τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας κατά τα άρθρα 42 και 46 ΕμπΝ. Περαιτέρω, και όσον αφορά την αξίωση των κερδών των εναγόντων, η οποία συνιστά το καθαρό προϊόν, που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων (ΑΠ 581/2004 ΕΕμπΔ 2004.761, ΕφΑθ 3865/2020 ό.π.) και σε αυτήν την περίπτωση, επειδή κυρία των κερδών, κατά τη διάρκεια λειτουργίας της ομόρρυθμης Εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, μόνον, αυτό νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη για καταβολή της αναλογίας κερδών στους εταίρους – ενάγοντες. Ούτε, άλλωστε, οι ενάγοντες επικαλούνται με την αγωγή τους ότι συντρέχουν, ως προς αυτούς, ατομικά, οι όροι αδικοπραξίας ή άλλος αυτοτελής λόγος παραγωγικός υποχρέωσης για αποζημίωση, στοιχεία και ισχυρισμοί μη περιλαμβανόμενοι στην αγωγή. Εξάλλου και σε κάθε περίπτωση, οι αξιώσεις των εναγόντων κατά της εταιρίας πρέπει να αποτελέσουν κονδύλιο του λογαριασμού της εκκαθάρισης, από τα αποτελέσματα της οποίας θα κριθεί, αν και ποιο ποσό δικαιούται να λάβει ο καθένας από τους εταίρους, πράγμα αβέβαιο και άγνωστο όσο διαρκεί η εκκαθάριση. Εντεύθεν έπεται, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 64, σε συνδυασμό και με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, μόνη η Ομόρρυθμη Εταιρία, ως Νομικό Πρόσωπο, νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά, να μετέχει στις σχετικές δίκες, που την αφορούν, εκπροσωπούμενη από τον εκκαθαριστή ή τους συνεκκαθαριστές της, οι οποίοι δε νομιμοποιούνται, ενεργητικά και παθητικά, να ενάγουν και να ενάγονται, ούτε, ως μέλη της εταιρίας, ούτε ατομικά, ως προς τα αντικείμενα της εταιρικής περιουσίας, ήτοι το ενεργητικό και παθητικό αυτής, μέχρι τη ρευστοποίηση της περιουσίας και τη διανομή της, εκτός, εάν συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως εν προκειμένω, που ενάγουν εταίροι της ομόρρυθμης Εταιρίας, η οποία φέρεται, λόγω των προβαλλομένων απαιτήσεων, ότι τελεί υπό εκκαθάριση και όχι η ίδια, ως νομικό πρόσωπο και στρέφεται κατά τρίτης, το δικαστήριο, μετά και από αυτεπάγγελτο έλεγχο, της νομιμοποίησης όλων των διαδίκων, σε κάθε στάση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ, θα έπρεπε να απορρίψει τη σχετική αγωγή, ως απαράδεκτη, ανεξάρτητα της αοριστίας της, λόγω έλλειψης ενεργητικής και παθητικής, αντίστοιχα, νομιμοποίησης αυτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, αληθείς υποτιθέμενοι οι αγωγικοί ισχυρισμοί, αφενός μεν αμέσως ζημιωθέν είναι το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας, ως κυρίας των ποσών αυτών και υπόχρεης προς απόδοση στα ομόρρυθμα μέλη της, και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι αυτής, ενάγοντες, οι οποίοι θεωρούνται εμμέσως ζημιωθέντες, αντανακλαστικές δε συνέπειες της αδικοπραξίας στην περιουσία τρίτου δεν καθιστούν τον τελευταίο δικαιούχο αποζημίωσης, εκτός από τις εξαιρέσεις των άρθρων 928 και 929 του ΑΚ, αφετέρου δε, καθ’ ο μέρος επιχειρείται να θεμελιωθεί η υπό κρίση αγωγή στην ενδοσυμβατική ευθύνη, σημειώνεται ότι το δικαίωμα των εναγόντων για διανομή των κερδών απορρέει από την εταιρική σύμβαση και όχι από τις αναφερόμενες στην αγωγή συναφθείσες συμβάσεις μεταξύ της ομόρρυθμης εταιρίας και της εναγομένης, οπότε, για τη διανομή τους παθητικά νομιμοποιείται μόνον η ομόρρυθμη εταιρεία, ως κυρία των εκάστοτε ετήσιων κερδών, βάσει των οποίων υπολογίζονται και τα προς διανομή κέρδη των ομορρύθμων εταίρων της, μόνο μετά το πέρας της εκκαθάρισης, από την εταιρική σχέση (βλ. σχετ. ΜονΕφΘ 969/2019 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, όσον αφορά στον ισχυρισμό των εκκαλούντων, κατά το σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο μέμφονται την εκκαλούμενη ότι, ενώ απέρριψε το περί αποζημίωσης, λόγω διαφυγόντων κερδών, αγωγικό αίτημα, λαμβάνοντας υπόψη τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, δεν έλαβε υπόψη και δεν ερεύνησε τη θεμελίωσή του στη συμβατική σχέση, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως αλυσιτελής, προβαλλόμενος χωρίς έννομο συμφέρον, σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος, διότι, η ένδικη αξίωση, η οποία αντιστοιχούσε σε διαφυγόντα κέρδη από τη συμμετοχή τους στα κέρδη της επιχείρησης της ομόρρυθμης εταιρίας, τα οποία με πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων η τελευταία θα αποκόμιζε, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αν δεν είχε μεσολαβήσει η αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, ήταν απορριπτέα, ως απαράδεκτη, για τους ίδιους ως άνω λόγους, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, συμβατικός δεσμός υπήρχε μόνον μεταξύ της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας και της εναγομένης, αφού οι ενάγοντες συνήψαν τις ένδικες συμβάσεις, με βάση τις οποίες επικαλούνται ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας και όχι ατομικά. Σημειώνεται ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, η ένδικη αγωγή, εν προκειμένω, ασκήθηκε από τους ενάγοντες ατομικά και όχι με την ιδιότητά τους είτε ως νομίμων εκπροσώπων είτε ως εκκαθαριστών της λυθείσας ομόρρυθμης εταιρίας, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, ήταν η αμέσως παθούσα (βλ. σχετ. ΑΠ ποιν 1218/2016 Δημ. Νόμος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή αυτή, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, ενώ έπρεπε αυτή ν’ απορριφθεί, ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των εναγόντων προς άσκηση αυτής σε βάρος της εναγομένης, έσφαλε στην εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου. Ωστόσο, οι δύο πρώτοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, καθ’ ο μέρος οι εκκαλούντες παραπονούνται με αυτούς για την εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής τους, ως αόριστης, ασκούνται χωρίς έννομο συμφέρον (άρθρα 68,516, 517 ΚΠολΔ), διότι η απόρριψη της αγωγής τους, ως αόριστης, είναι ευνοϊκότερη από την απόρριψή της, ως ενεργητικώς και παθητικώς ανομιμοποίητης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δημιουργείται διαφορετικό δεδικασμένο, δυσμενέστερο για τους εκκαλούντες – ενάγοντες, οπότε δεν μπορεί να γίνει ούτε αντικατάσταση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης με την παρούσα, αλλά ούτε και εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της έφεσης και απόρριψη της ένδικης αγωγής, ως απαράδεκτης, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, διότι θα καταστεί χειρότερη η θέση των εκκαλούντων, κατ’ άρθρο 536 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθώς το δεδικασμένο, από την εφετειακή απόφαση, θα είναι δυσμενέστερο γι’ αυτούς, πράγμα το οποίο ο νόμος επιτρέπει μόνο στην εξαιρετική περίπτωση, που η υπόθεση ερευνάται ουσιαστικά (άρθρο 536 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Τούτο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν ασκήθηκε αντίθετη έφεση ή αντέφεση από την εφεσίβλητη (βλ. σχετ. ΑΠ 278/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, Σ. Σαμουήλ: η Έφεση, εκδ. 5η. παρ. 855 και 1137 παρ. Ε, Μαργαρίτη σε Ερμ.Κ.Πολ.Δ. Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, άρθρο 534 αρ.4 και 536 αρ.4, Β.Βαθρακοκοίλης, Ερμ.Κ.Πολ.Δ. τόμος 3ος, άρθρο 534 αρ. 1.2,12 και 13 και 536 1,2,4,8 και 10, Π.Αρβανιτάκης: Η κατ’ ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εκδ. 2001, σελ. 58. σημ. 22). Κατόπιν αυτού, οι σχετικοί πρώτος και δεύτερος των λόγων της έφεσης, καθ’ ο μέρος προσβάλλεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 224/2016 ό.π.), διότι η απόρριψη της αγωγής της, ως αόριστης, είναι ευνοϊκότερη από την απόρριψή της, ως ενεργητικώς και παθητικώς ανομιμοποίητης, εφόσον στην τελευταία περίπτωση δημιουργείται δυσμενές δεδικασμένο για τους εκκαλούντες (βλ. σχετ. ΑΠ 278/2019 ό.π., ΑΠ 224/2016 ό.π.).Σε κάθε δε περίπτωση η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχόμενου του δικογράφου αυτής, δεν περιέχονται όλα τα αναγκαία, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης, με βάση την, κατ’ ορθή εκτίμηση, βάση της αγωγής, περί αδικοπρακτικής της ευθύνης, με αποτέλεσμα να μη δύναται η εναγομένη ν’ αμυνθεί και το Δικαστήριο να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις και, συγκεκριμένα, δεν περιγράφεται σαφώς σε αυτήν, όπως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης και του ζημιογόνου αποτελέσματος (βλ. σχετ. ΑΠ 78/2020 ό.π., ΑΠ 2/2020 ό.π., ΑΠ 683/2013 ό.π.), απορριπτομένης, επίσης, της επιχειρούμενης θεμελίωσής της στην ενδοσυμβατική ευθύνη, προεχόντως, ως απαράδεκτης, πέραν της αοριστίας για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης. Εξάλλου, σημειώνεται ότι, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά συνιστούν και αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης, όπως εκλαμβάνουν οι εκκαλούντες – ενάγοντες και πάλι η υπό κρίση αγωγή, πέραν της ελλείψεως των ως άνω διαδικαστικών προϋποθέσεων ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης, κατά τ’ ανωτέρω, είναι αόριστη, αφού δεν εκτίθεται ότι η συμπεριφορά αυτή έλαβε χώρα από τους νομίμους εκπροσώπους της εναγομένης, μέσα στα όρια της εξουσίας, που τους είχαν ανατεθεί (βλ. σχετ. ΕφΑθ 5632/2010 ό.π., Ιωάννης Καρακώστας: Αστικός Κώδικας, Γενικό Ενοχικό, έκδοση 2006, άρθρο 330 αρ. 340, σελ. 174).Συνεπώς, με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, σε κάθε περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας, με αυτεπάγγελτη ενέργειά του, ως απαράδεκτη την αγωγή, λόγω αοριστίας, για τους ίδιους ως άνω λόγους, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις, ουσιαστικού δικαίου, ως άνω διατάξεις (άρθρα 297, 298, 299, 330, 914, 932 Α.Κ.) (βλ. σχετ. ΑΠ 1152/2017 Δημ. Νόμος) και δεν αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτούνται, ούτε κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και δη, ως αόριστο, το δικόγραφο της ένδικης αγωγής, απορριπτομένων και ως αβασίμων των δύο πρώτων λόγων εφέσεων ως προς τα σχετικά τους σκέλη. Η αοριστία δε της αγωγής αφορά στη σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν την ιστορική βάση της και στηρίζουν το αίτημα της, και δεν εξαρτάται (η αοριστία) από την απόδειξη, εν προκειμένω, ως και ουσιαστικά βάσιμων των αγωγικών ισχυρισμών, που αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας. Εξάλλου, οι ισχυρισμοί, με τους οποίους προβάλλονται οι αναφερόμενες στην έφεση αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και μη λήψης υπόψη της αποφάσεως ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της εναγομένης προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι η πλημμέλεια αυτή, που προϋποθέτει διάγνωση της υποθέσεως βάσει των αποδείξεων, προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, η οποία δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο έχει απορρίψει την αγωγή ως αόριστη, όπως εν προκειμένω, έστω και αν οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης περί των εφαρμοσθεισών διατάξεων είναι ανεπαρκείς (πρβλ. ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος), αφού στην περίπτωση αυτή η εκκαλουμένη, ως προς τα αιτούμενα κονδύλια, δεν έχει εκτιμήσει πραγματικά περιστατικά, οι ισχυρισμοί δε αυτοί, ανεξάρτητα από τη νομιμότητά τους, σε κάθε περίπτωση, συνιστούν απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής και είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι.
Περαιτέρω, όσον αφορά στον τρίτο λόγο της έφεσης, σχετικά με την εσφαλμένη επιβολή σε βάρος των εναγόντων των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, λόγω της απόρριψης της αγωγής τους, τα οποία ορίστηκαν με την εκκαλουμένη στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (4.400,00) ευρώ και το μη συμψηφισμό με την εκκαλουμένη της δικαστικής δαπάνης, μεταξύ των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 εδ. τελ. ΚΠολΔ, άλλως μη καθορισμού τους έως του ποσού των 200 ευρώ, σημειώνεται ότι, από τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ προκύπτει, ότι, δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάταξη δεν καθιστά απρόσβλητη από τα ένδικα μέσα της διάταξης της απόφασης περί δικαστικών εξόδων, αλλά απλώς ορίζει ότι, δεν είναι παραδεκτή αυτοτελής προσβολή αυτής με ένδικο μέσο μόνον ως προς τα έξοδα, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή και ως προς την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 555/2017 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 2375/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 462/2016 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 85/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, ο διάδικος, που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, κατά δε το άρθρο 178 του ίδιου κώδικα, σε περίπτωση μερικής νίκης ή μερικής ήττας κάθε διαδίκου το δικαστήριο επιβάλει τα δικαστικά έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή ήττας, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 179 του ΚΠολΔικ, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίζει όλα τα δικαστικά έξοδα ή ένα μέρος τους, όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. σχετ. ΑΠ 97/2018 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 46/2019 ό.π.). Στην περίπτωση έτσι αυτή, ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, και άρα η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 85/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 467/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 773/2009, ΜονΕφΑθ 46/2019 Δημ. Νόμος). Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου, που νικήθηκε, και η επιδίκαση δικηγορικής αμοιβής πάνω από τα καθοριζόμενα από τον Κώδικα περί δικηγόρων κατώτατα όρια δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, αλλά είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και ανάγεται σε εκτίμηση πραγμάτων, ενώ ο συμψηφισμός εν όλω ή εν μέρει της δικαστικής δαπάνης λόγω μερικής ήττας ή λόγω ιδιαίτερης δυσχέρειας της διάταξης, που εφαρμόστηκε κατά τα άρθρα 178 παρ. 1 και 179 ΚΠολΔ, απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 97/2018 ό.π., ΑΠ 1668/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 613/2010). Σε περίπτωση, που η ήττα είναι μερική με αντίστοιχης έκτασης νίκη του αντιδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της οποίας κατανέμονται μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και στην περίπτωση που ο καθορισμός του μεγέθους της απαιτήσεως, που επιδικάζεται εξαρτάται από την κρίση του δικαστή, όπως συμβαίνει επί εύλογης αποζημίωσης ή επί χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1167, σελ. 306, ΤριμΕφΠειρ 83/2019 Δημ.Ιστοσελ ΕφΠειρ). Ο λόγος αυτός της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος είναι παραδεκτός, αφού με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ) και νόμιμος (άρθρα 106, 179, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, η ασκηθείσα αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, οπότε ορθώς επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγόντων, κατόπιν αιτήματος της εναγομένης (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας (βλ. σχετ. ΑΠ 748/2017 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 774/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ).Κατά την επιβολή δε των εξόδων σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (άρθρο 176 ΚΠολΔ), το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του, ούτε απαιτείται μνεία των προϋποθέσεων, που θα δικαιολογούσαν το συμψηφισμό των εξόδων, ο οποίος σε κάθε περίπτωση είναι δυνητικός, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.2 ν.2915/2001, που ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν.2943/2001). Εξάλλου, τα οριζόμενα στο ν.δ.4194/2013 ” Κώδικας Δικηγόρων” όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (ΑΠ 99/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1437/2012), ενώ, εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της εναγομένης, που νίκησε (και η οποία πρωτοδίκως είχε υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδικάσεως σε αυτήν των δικαστικών της εξόδων), στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (4.400,00) ευρώ (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 774/2020 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης σε βάρος των εναγόντων και όρισε αυτά στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (4.400,00) ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό τρίτο λόγο της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 07-03-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ .Κατάθ. …../2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 189/21-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, στο δημόσιο ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 07-03-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ.Κατάθ. …/2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 189/21-01-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της ως άνω έφεσης.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, την 01η/02/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ