Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 82/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Περίληψη

Λόγοι αναψηλάφησης. Εύρεση νέου κρίσιμου εγγράφου. Προϋποθέσεις παραδεκτού του συγκεκριμένου λόγου. Εννοιολογικός προσδιορισμός του εγγράφου αφενός ως νέου και αφετέρου ως κρίσιμου. Απορρίπτει έφεση.

 Αριθμός      82/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμ. ……./19-11-2019 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …….., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 30-10-2019 έφεσης, μετά της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019 πράξης κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 πράξης κατάθεσης δικογράφου της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, κατά της με αριθμ. 2375/05-07-2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, ερήμην της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, ήδη δεύτερης των εφεσιβλήτων, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στις 25-09-2018, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 5-4-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2018 αίτηση αναψηλαφήσεως της εκκαλούσας εναντίον των εφεσιβλήτων, επιδόθηκε, μ’ επιμέλεια της εκκαλούσας στη δεύτερη των εφεσιβλήτων, για τη δικάσιμο της 02-04-2020, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-05-2020). Με την από 12-06-2020 και με αριθμ. 51/12-06-2020 πράξη δε της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Μαρίας Κωττάκη, Εφέτη, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020), σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. 37/14-05-2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, η ως άνω από 30-19-2019 έφεση, ενώ η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, έγινε με πρωτοβουλία του Γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. άρθρο 74 παρ. 2 του  Ν. 4690/2020, ΦΕΚ Α΄ 104/30-05-2020). Ωστόσο, η δεύτερη των εφεσιβλήτων, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, η οποία ορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, κατά τ’ ανωτέρω, δεν εμφανίσθηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 153/2011 Δημ. Νόμος).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 551 ΚΠολΔ, κατά της απόφασης, που εκδίδεται στη δίκη αναψηλάφησης, επιτρέπονται ένδικα μέσα, εφόσον η απόφαση, που είχε εκδοθεί στην αρχική δίκη, μπορούσε να προσβληθεί με ένδικα μέσα. Με τη διάταξη, δηλαδή, αυτή ορίζεται ότι το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως, που εκδίδεται στη δίκη αναψηλάφησης, εξαρτάται από την προσβαλλόμενη με την αναψηλάφηση απόφαση. Έτσι, αν η απόφαση αυτή είναι απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η απόφαση επί της αναψηλάφησης προσβάλλεται με έφεση, ενώ αν πρόκειται για απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου προσβάλλεται με αναίρεση (ΑΠ 820/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1680/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 635/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-10-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, την 01η/11/2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε, στις 07-11-2019, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, προσβάλλεται η με αριθμ. 2375/05-07-2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 25-09-2018, ερήμην της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης και ήδη δεύτερης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Δυνάμει της ως άνω με αριθμ. 2375/05-07-2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) απορρίφθηκε η από 5-4-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ././2018 αίτηση αναψηλαφήσεως της εκκαλούσας εναντίον των εφεσιβλήτων, η οποία εστρέφετο κατά της με αριθμ. 4479/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών). Η τελευταία ως άνω με αριθμ. 4479/2017 απόφαση είχε εκδοθεί επί της από 16-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2015 αγωγής της πρώτης των εφεσιβλήτων, σε βάρος της αιτούσας την αναψηλάφηση, ήδη εκκαλούσας, καθώς και της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, ήδη δεύτερης των εφεσιβλήτων, με την οποία η πρώτη των εφεσιβλήτων ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, το ποσό των 65.445,98 ευρώ, ευθυνόμενες εις ολόκληρο εκάστη, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, λόγω διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που είχε καταρτίσει με τη δεύτερη εναγομένη – δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων, κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2013 έως το Δεκέμβριο του 2014, των αναφερομένων στο δικόγραφο ποσοτήτων λιπαντικών ελαίων, τις οποίες είχε συμφωνήσει να παραδώσει στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «AJ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., κυριότητας της πρώτης εναγομένης – αιτούσας την αναψηλάφηση, ήδη εκκαλούσας και τον εφοπλισμό του οποίου ασκούσε η δεύτερη εναγομένη – δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης – δεύτερη των εφεσιβλήτων, αντί των συμφωνηθεισών τιμών. Δυνάμει δε της ως άνω με αριθμ. 4479/2017 απόφασης, έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η ως άνω αγωγή της πρώτης των εφεσιβλήτων, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες (εκκαλούσα και δεύτερη των εφεσιβλήτων) να της καταβάλουν το ποσό των 65.445,98 ευρώ, εις ολόκληρον έκαστη, πλην, όμως, η πρώτη εξ αυτών – αιτούσα την αναψηλάφηση – εκκαλούσα, περιορισμένως και δη δια του πλοίου της και μέχρι την αξία αυτού, με το νόμιμο τόκο από την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου των οφειλόμενων τιμολογίων. Η από 30-10-2019 έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από την ηττηθείσα πρωτοδίκως αιτούσα την αναψηλάφηση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 ΚΠολΔ, η υπ’ αριθμ. 4479/2017 απόφαση, που είχε εκδοθεί στην αρχική δίκη, μπορούσε να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της εφέσεως και, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 520 ΚΠολΔ, η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα, στις 04-10-2019, μ’ επιμέλεια της πρώτης των εφεσιβλήτων (βλ. σχετ. με αριθμ. …/04-10-2019 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθήνας ………., με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά), ενώ η από 30/10/2019 έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 01/11/2019. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο παράβολο των εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), η από 30-10-2019 έφεση, η οποία παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011 και 51 παρ. 6 στοιχ. α’ του ν. 2172/1993), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 539 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ή έφεση, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 544 του ιδίου Κώδικα αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο για τους επακριβώς καθορισμένους σε αυτό λόγους (ΑΠ 846/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 820/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 698/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1845/2005 ΝοΒ 2006/545, ΤριμΕφΠειρ 672/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ), που είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 820/2019 ό.π., ΑΠ 103/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 909/2011, ΑΠ 698/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1297/1998). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 538 επ. ΚΠολΔ, το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης αναψηλάφησης ασκείται με δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και εκδικάζεται από το ίδιο δικαστήριο, αφού η άσκηση της αναψηλάφησης δεν έχει μεταβιβαστικό αποτέλεσμα (ΑΠ 846/2019 ό.π., ΑΠ 245/2017, ΑΠ 870/2013, ΤριμΕφΠειρ 672/2020 ό.π.). Η δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της αναψηλαφήσεως διέρχεται συνολικά τέσσερα στάδια. Στο πρώτο το δικαστήριο εξετάζει το παραδεκτό της αναψηλαφήσεως, αν δηλαδή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις. Στο δεύτερο στάδιο εξετάζει το παραδεκτό και νόμιμο καθενός από τους λόγους της αναψηλαφήσεως, ενώ στο τρίτο εξετάζει την ουσιαστική βασιμότητα τους. Μετά ταύτα, αν κάποιος λόγος κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, επακολουθεί η εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και το τελευταίο στάδιο, κατά το οποίο το δικαστήριο εξετάζει την ουσία της υποθέσεως μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την αναψηλάφηση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 538 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο  του Ν. 4335/2015, το οποίο εφαρμόζεται, εν προκειμένω, καθώς η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης ασκήθηκε μετά την 1-1-2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο  παρ. 2 του Ν. 4335/2015) «Με αναψηλάφηση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου εφόσον δικάζει κατ’ ουσίαν.» (ΑΠ 846/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 672/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΕφΘεσ 910/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠατρ 344/2018 Δημ. Νόμος). Με το προβλεπόμε­νο από τα άρθρα 538 επ. ΚΠολΔ ως άνω έκτακτο ένδι­κο μέσο της αναψηλάφησης θεσπίζεται η δυνατότητα ανατροπής του δεδικασμένου απόφασης πολιτικού δικαστηρίου σε ορισμένες – ρητώς οριζόμενες – εξαι­ρετικές περιπτώσεις, όπου κρίθηκε ότι η διατήρησή του προσκρούει είτε σε θεμελιώδεις δικονομικές αρ­χές – αναγόμενες ιδίως στην εκπροσώπηση και πα­ράσταση των διαδίκων – είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, λόγω αναμφισβήτητου σφάλματος στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της προσβαλλό­μενης απόφασης, οφειλόμενου, μάλιστα και σε αξιό­ποινες πράξεις παραγόντων της δίκης ή τρίτων (ΕφΘεσ 910/2016 ό.π.).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ, η αναψηλάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος, που τη ζητεί, βρήκε ή πήρε στην κατοχή του, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος, που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω λόγου αναψηλάφησης, πρέπει, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, που απαιτούνται συμπλεκτικώς, το έγγραφο να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο προκύπτει αμέσως και πλήρως απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται προφανές ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση εάν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Κρίσιμο έγγραφο, κατά την προδιαληφθείσα του όρου έννοια, ικανό να στηρίξει τον ανωτέρω λόγο αναψηλάφησης, δεν είναι εκείνο, που μπορεί απλώς να χρησιμεύσει ως αρχή έγγραφης απόδειξης ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1292/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1169/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 170/2015, ΑΠ 721/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1774/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1180/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 474/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 219/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 883/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1041/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1142/2003 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔωδ 183/2019 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 910/2016 ό.π., ΕφΠειρ 329/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 94/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 1446/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 910/2008 Δημ. Νόμος). Το ζήτημα αν το έγγραφο είναι ή όχι κρίσιμο, υπό την προεκτεθείσα έννοια, είναι πραγματικό, εξαρτώμενο από την κρίση του δικαστηρίου, που δικάζει την αίτηση αναψηλάφησης, η οποία, ως αναγόμενη σε πραγματικό γεγονός, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατ` άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1292/2018 ό.π.). Από τη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 7 του ΚΠολΔ. προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο ζητών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει: α) Να υπήρχε κατά το χρόνο εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως έγγραφα, που συντάχθηκαν μετά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης με αναψηλάφηση αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν αίτηση αναψηλαφήσεως. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να θεμελιωθεί λόγος αναψηλαφήσεως και με τέτοια μεταγενέστερα έγγραφα, όταν από το περιεχόμενό τους προκύπτει η ύπαρξη και το περιεχόμενο κρίσιμου εγγράφου, που είχε εκδοθεί πριν τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, του οποίου η έγκαιρη προσκόμιση δεν ήταν δυνατή για ένα από τους λόγους, που ορίζονται στην παραπάνω διάταξη. β) Να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου. Ειδικότερα, για να κριθεί αν το νέο έγγραφο είναι κρίσιμο, πρέπει ν’ αναφέρονται στην αίτηση αναψηλάφησης: α) τα πραγματικά περιστατικά, που αποδεικνύονται αμέσως και πλήρως από το έγγραφο αυτό και καθιστούν αυτό κρίσιμο κατά το νόμο και β) ότι είχε ο αιτών επικαλεσθεί τα περιστατικά αυτά προς θεμελίωση είτε της αγωγής, είτε αυτοτελούς ισχυρισμού προς αντίκρουση εκείνης και περαιτέρω να προσδιορίζονται τα γεγονότα, που, κατά τον αιτούντα, συνιστούν ανώτερη βία, για να κριθεί εάν αυτά αληθή υποτιθέμενα, αποτελούν ανώτερη βία ή η μη έγκαιρη προσκομιδή του οφείλεται σε παρακράτησή του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Ως ανώτερη βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο, το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, στο χώρο δε του δικονομικού δικαίου τέτοιο γεγονός συνιστά και η ανυπαίτια άγνοια της υπάρξεως κρισίμων εγγράφων, όπως στην περίπτωση κατοχής αυτών από ιδιώτη, χωρίς καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο, η οποία (άγνοια) έχει ως αναγκαία συνέπεια και την αδυναμία εγκαίρου προσκομίσεώς των στη δίκη, αλλά και όταν υπάρχει αδυναμία προσκομίσεως τούτων, επειδή την δυνατότητα αυτή έχουν, βάσει νόμου, που προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα, τρίτα μόνο πρόσωπα. Δεν αποτελεί, όμως, ανώτερη βία το γεγονός ότι ο διάδικος από δική του προηγηθείσα ενέργεια δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως το έγγραφο (ΑΠ 103/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1169/2017 ό.π., ΑΠ 1685/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 830/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 219/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 698/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1264/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 67/2003 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 672/2020 Δημ.Ιστοσελ.ΕφΠειρ, ΤριμΕφΔωδ 183/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΘεσ 910/2016 ό.π., ΤριμΕφΛαμ 26/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 406/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 329/2014 ό.π., ΕφΠατρ 427/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 910/2008 ό.π., ΜονΕφΠατρ 344/2018 Δημ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, ΚΠολΔ, έκδ. 2019, τόμ. Ι, άρθρο 544 σημ. 21-27), καθώς η αναψηλάφηση δεν αποτελεί μέσο επανόρθωσης της τυχόν πλημμελούς υπεράσπισης του διαδίκου, ούτε αποσκοπεί στη θεραπεία των σφαλμάτων των διαδίκων, επιβάλλεται δε αυστηρή ερμηνεία των διατάξεων λόγω της φύσης και του χαρακτήρα της αναψηλάφησης ως έκτακτου ενδίκου μέσου (ΤριμΕφΔωδ 183/2019 ό.π.). Επιπλέον, για το ορισμένο της αίτησης αναψηλάφησης, ως προς το στοιχείο της τήρησης της επιβαλλόμενης προθεσμίας ασκήσεώς της, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν ο ακριβής χρόνος, κατά τον οποίο υπήρξε γνώση του κρίσιμου εγγράφου και η επίδοση ή όχι της προσβαλλόμενης απόφασης. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν εκτίθενται στο δικόγραφο τα περιστατικά αυτά ή τα γεγονότα που επικαλείται ο αιτών ότι αποτελούν ανώτερη βία, η αίτηση αναψηλαφήσεως είναι απαράδεκτη (ΑΠ 698/2009 ό.π., ΑΠ 1264/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1456/2003 Δημ. Νόμος, ΑΠ 67/2003 ό.π., ΤριμΕφΑθ 1109/2018 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 910/2016 ό.π., ΕφΔυτΜακ 84/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠατρ 427/2011 Δημ. Νόμος, Χ. Απαλαγάκη, ό.π. άρθρο 544 σημ. 27). Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 5-4-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2018 αίτηση αναψηλαφήσεως, η οποία κατατέθηκε στον αρμόδιο Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 10-04-2018, η αιτούσα, και ήδη εκκαλούσα, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση, ήδη πρώτη των εφεσιβλήτων, άσκησε σε βάρος της ιδίας (αιτούσας την αναψηλάφηση – εκκαλούσας), καθώς και της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση, ήδη δεύτερης των εφεσιβλήτων, την από 16-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), στην οποία εξέθετε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, που κατήρτισε με τη δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2013 έως Δεκέμβριο του 2014, συμφώνησε να παραδώσει στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «AJ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, κυριότητας της πρώτης εναγομένης – αιτούσας την αναψηλάφηση, τον εφοπλισμό του οποίου ασκούσε η δεύτερη των εναγομένων – δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, αντί των συμφωνηθεισών τιμών, τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες λιπαντικών ελαίων. Ότι, μετά ταύτα, η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, ζητούσε με την ως άνω αγωγή της, να υποχρεωθούν οι ως άνω εναγόμενες (αιτούσα την αναψηλάφηση και δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης), με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν, λόγω πώλησης, το ποσό των 65.445,98 ευρώ, ευθυνόμενες εις ολόκληρο έκαστη, νομιμοτόκως από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Ότι, επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η με αριθμό 4479/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά την τακτική διαδικασία, η οποία έκανε δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την ως άνω αγωγή της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα – πρώτη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, το ποσό των 65.445,98 ευρώ, εις ολόκληρον έκαστη, πλην, όμως, την πρώτη εξ αυτών – αιτούσα την αναψηλάφηση, περιορισμένως και δη δια του πλοίου της και μέχρι την αξία αυτού, με το νόμιμο τόκο από την από την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης εκάστου των οφειλόμενων τιμολογίων. Με το μοναδικό δε λόγο της αίτησής της, η αιτούσα ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, την αναψηλάφηση της προσβαλλόμενης με αριθμό 4479/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που δίκασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κατά την τακτική διαδικασία, διότι πήρε στην κατοχή της, μετά την έκδοσή της, νέο κρίσιμο έγγραφο, το οποίο δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως στην δίκη από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα επικαλείται ως τέτοιο νέο έγγραφο την από 12-2-2018 αναλυτική καρτέλα των οικονομικών συναλλαγών της εταιρείας «………» με την ενάγουσα εταιρεία, της οποίας έλαβε γνώση, κατά τα ιστορούμενα στο κρινόμενο δικόγραφο, το πρώτον στις 12.2.2018, την οποία, επίσης, επισυνάπτει στο κρινόμενο δικόγραφο. Επικαλούμενη δε, ακολούθως, η αιτούσα την αναψηλάφηση ότι εκ του ανωτέρω νέου κρίσιμου κατ’ αυτήν έγγραφου αποδεικνύεται η ουσιαστική αβασιμότητα της αγωγής της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, λόγω εξόφλησης της επίδικης οφειλής, ζητούσε την αναψηλάφηση της ως άνω υπ’ αριθ. 4479/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και την εξαφάνισή της, έτσι ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης εναντίον της και να καταδικασθούν οι καθ’ ων στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.         Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 2375/2019 απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, ερήμην της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, στις 25-09-2018, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι, με αυτό το περιεχόμενο δικογράφου, με τον επιχειρούμενο να θεμελιωθεί στο με αριθμό 7 του άρθρου 544 ΚΠολΔ μοναδικό λόγο αναψηλάφησης και αίτημα, παραδεκτώς εισήχθη, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η αιτούσα είχε καταθέσει το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, -όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22.12.2016)- παράβολο Δημοσίου, συνολικού ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, που ρητά μνημονεύεται στη συνταχθείσα από τη Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό …../10.4.2018 έκθεση καταθέσεως δικογράφου και ότι, με βάση τα ως άνω διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αίτηση αναψηλαφήσεως, ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρα 544 αρ. 7 και 545 παρ. 1 και 3 περ. ε’ ΚΠολΔ), καθόσον αυτή (αίτηση αναψηλαφήσεως) ασκήθηκε την 10.4.2018, ήτοι πριν την παρέλευση των εξήντα (60) ημερών, από τότε που ισχυρίζεται ότι έλαβε η αιτούσα στην κατοχή της το κρίσιμο έγγραφο, ήτοι την 12.2.2018, απέρριψε, εν συνεχεία, την από 5-4-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ../…/2018 αίτηση αναψηλαφήσεως της εκκαλούσας, εναντίον των εφεσιβλήτων, η οποία εστρέφετο κατά της 4479/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, κρίθηκε με την εκκαλουμένη ότι η αιτούσα επικαλείται ότι προσκομίζει νέο έγγραφο, προκειμένου να ανταποδείξει ότι η επίδικη οφειλή έχει εξοφληθεί από την δεύτερη των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης, ωστόσο, η αιτούσα δεν αναφέρει στο δικόγραφο της αναψηλάφησης ότι από το νέο έγγραφο, που προσκομίζει, ανταποδεικνύεται ισχυρισμός, που είχε προβάλει στη διεξαχθείσα δίκη και δη η καταβολή από τη δεύτερη καθ’ ης και ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων του επίδικου ποσού. Επίσης, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι ο ισχυρισμός αυτός περί της δια καταβολής εξοφλήσεως της χρηματικής απαίτησης, της οποίας η πληρωμή επιδιώχθηκε με την αγωγή, συνιστά ένσταση καταχρηστική, καταλυτική του επιδίκου δικαιώματος, που, ακόμη και αν η καταβολή έγινε από τρίτον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός διατηρεί τη νομική φύση της καταχρηστικής ενστάσεως και για το λόγο αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 262 § 2 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την προβολή ενστάσεως από δικαίωμα τρίτου, η οποία αφορά μόνον τις γνήσιες ενστάσεις, εκείνες, δηλαδή, που θεμελιώνονται σε αυθύπαρκτο δικαίωμα, το οποίο καθιστά προσωρινά ή οριστικά αδρανές το δικαίωμα, που ασκείται με την αγωγή, όχι δε και τις καταχρηστικές ενστάσεις, αυτές δηλαδή, που στηρίζονται σε πραγματικά περιστατικά, που εμποδίζουν τη γέννηση ή αναιρούν (καταλύουν) την ύπαρξη του δικαιώματος, που προβάλλεται από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη, παρά το γεγονός ότι η αιτούσα όφειλε και μπορούσε να προβάλει τον ως άνω ισχυρισμό στη διεξαχθείσα δίκη, από την επισκόπηση των προτάσεων, που κατέθεσε, προκύπτει ότι δεν εξέθεσε ούτε τα πραγματικά περιστατικά, που τον θεμελιώνουν, προκειμένου το δικαστήριο να συναγάγει την έννομη συνέπεια αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν τούτων, επειδή το νέο έγγραφο, που επικαλείται ότι προσκομίζει η αιτούσα δεν αποδεικνύει ισχυρισμό, που έχει προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη (ένσταση εξόφλησης), η κρινόμενη αίτηση αναψηλάφησης απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτη και διατάχθηκε η εισαγωγή του παράβολου άσκησης της αναψηλάφησης, που κατέθεσε η αιτούσα, στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρ. 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και η αιτούσα, λόγω της ήττας της, καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα της πρώτης καθ’ ης η αίτηση, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με το μοναδικό λόγο της έφεσης, κατ’ ορθή εκτίμηση, η εκκαλούσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να κρίνει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι πρέπει η αίτηση αναψηλάφησης να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η αιτούσα στο δικόγραφο της αναψηλάφησης δεν αναφέρει ότι από το νέο έγγραφο, που προσκομίζει, ανταποδεικνύεται ισχυρισμός, που είχε προβάλει στη διεξαχθείσα δίκη, κατά την έννοια του άρθρου 544 αρ. 7 Κ.Πολ.Δ., εσφαλμένα ερμήνευσε την ως άνω διάταξη. Ζητά δε με την έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 2375/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), προκειμένου γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αίτηση αναψηλάφησή της, ώστε στη συνέχεια, κατόπιν κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης, να απορριφθεί η ασκηθείσα από 16-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγή της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση αναψηλάφησης και ήδη πρώτης των εφεσιβλήτων εναντίον της. Όπως προκύπτει, όμως, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αναψηλάφησης δεν εκτίθεται σε αυτό, όπως απαιτείται, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι από το νέο έγγραφο, που προσκομίζεται, ανταποδεικνύεται ισχυρισμός (ένσταση εξόφλησης), που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη και δη η καταβολή από τη δεύτερη καθ’ ης και ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων του επίδικου ποσού και ότι η προσβαλλόμενη με την αναψηλάφηση απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν ως αβάσιμο, έτσι ώστε να μπορεί να κριθεί αν το έγγραφο αυτό είναι κρίσιμο, υπό την εκτεθείσα έννοια, ότι, δηλαδή, αν αυτό είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση υπέρ του αιτούντος την αναψηλάφηση, καθώς μία από τις προϋποθέσεις της, κατ’ άρθρο 544 αριθ. 7 ΚΠολΔ, αιτήσεως αναψηλάφησης είναι το νέο έγγραφο να είναι κρίσιμο, υπό την έννοια ότι από αυτό προκύπτει αμέσως και πλήρως απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, έτσι ώστε να καθίσταται προφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να είναι διαφορετική υπέρ του αιτούντος την αναψηλάφηση εάν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη όσα η εκκαλούσα είχε επικαλεστεί για τη θεμελίωση της αίτησης αναψηλάφησης και, κρίνοντας ότι η ως άνω αίτηση αναψηλάφησης πρέπει ν’ απορριφθεί, ως απαράδεκτη, με την ίδια αιτιολογία, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου και δεν ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 544 αριθμ. 7 του Κ.Πολ.Δ.. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Διέλαβε δε η εκκαλουμένη επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το παραπάνω κρίσιμο ζήτημα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εκκαλούσας. Αφού δε η αιτιολογία αυτή της προσβαλλομένης στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της και δεν πλήττεται επιτυχώς με λόγο εφέσεως, είναι άνευ εννόμου επιρροής η εξέταση της επάλληλης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1264/2004 ό.π., ΑΠ 1041/2003 ό.π.), κατά την οποία «…από την επισκόπηση των προτάσεων, που κατέθεσε, προκύπτει ότι δεν εξέθεσε ούτε τα πραγματικά περιστατικά, που τον θεμελιώνουν, προκειμένου το δικαστήριο να συναγάγει την έννομη συνέπεια αυτεπαγγέλτως…». Σε κάθε δε περίπτωση, παρά το γεγονός ότι η εκκαλούσα – αιτούσα όφειλε και μπορούσε να προβάλει τον ως άνω ισχυρισμό στη διεξαχθείσα δίκη, από την επισκόπηση των προτάσεων, που κατέθεσε ενώπιον του εκδόσαντος την υπό αναψηλάφηση απόφαση Δικαστηρίου, προκύπτει ότι δεν εξέθεσε ούτε τα πραγματικά περιστατικά, που τον θεμελιώνουν, μη αξιοποιώντας τη δικονομική δυνατότητα αντίκρουσης των ισχυρισμών της αντιδίκου της με τις προτάσεις της, με τις οποίες μπορούσε να προτείνει τον αυτοτελή ισχυρισμό της από άλλον εις ολόκληρον οφειλέτη εξόφλησης της ένδικης απαίτησης (βλ. σχετ. ΑΠ 1685/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1264/2004 ό.π., ΑΠ 67/2003 ό.π.). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αίτηση αναψηλάφησης της εκκαλούσας κατά των εφεσιβλήτων απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε, δεν υπεισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης. Επομένως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, κατά τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του όσα αποδεικτικά μέσα προσκόμισε περί της αδυναμίας προβολής του συγκεκριμένου ισχυρισμού στη διεξαχθείσα δίκη, είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος (βλ. σχετ. ΑΠ 698/2009 Δημ. Νόμος, ΑΠ 67/2003 Δημ. Νόμος).

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι κατά της εκκαλουμένης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η από 30-19-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 2375/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της εφέσεως, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, στο δημόσιο ταμείο, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (βλ. σχετ. ΤριμΕφΑθ 1109/2018 Δημ. Νόμος). Για την περίπτωση δε άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τη δεύτερη των εφεσιβλήτων, πρέπει, να ορισθεί προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501,  502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 περ. γ΄ ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας (βλ. σχετ. ΑΠ 1680/2018 Δημ. Νόμος). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της η δικαστική δαπάνη μεταξύ της εκκαλούσας και της πρώτης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς η δεύτερη των εφεσιβλήτων, λόγω της ερημοδικίας της, δεν υπεβλήθη σε σχετικά έξοδα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τη δεύτερη των εφεσιβλήτων, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 30-19-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019, έφεση, κατά της με αριθμ. 2375/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα για την άσκηση της ως άνω έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους, μεταξύ της εκκαλούσας και της πρώτης των εφεσιβλήτων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, την 01η/02/2021, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων της εκκαλούσας και της πρώτης των εφεσιβλήτων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ