Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 108/2021

Aριθμός     108/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι  εφέσεις  με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ………/2019 (εφεξής υπο στοιχ. Α) και ……../2019 (εφεξής υπό στοιχ. Β)  κατά της με αριθμό 3214/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Αυτές παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25-10-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 26-9-2019 (βλ. τις προσκομιζόμενες με αριθμούς …………/26-9-2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών, …………)  (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, για το παραδεκτό των εφέσεων τους οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ το νόμιμο παράβολο,  συνολικού ποσού 100 ευρώ (βλ. τα με αριθμούς ………/ 2019 και …………../ 2019 e-παράβολα, αντίστοιχα). Πρέπει, επομένως,  να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 14-11-2018  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…../ 2018  αγωγή της η  ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθετε, ότι είναι εταιρία παραγωγής και εμπορίας πάσης φύσεως ειδών συσκευασίας από χαρτί για βιομηχανική χρήση, και ότι στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας  πωλούσε επί πιστώσει και παρέδιδε στην τέταρτη εναγόμενη, ανώνυμη εταιρεία, χαρτοκιβώτια συσκευασίας αγροτικών προϊόντων, εμπορίας της. Ότι προς εξόφληση μέρους του συνολικώς οφειλόμενου τιμήματος, ο πρώτος εκ των εναγομένων με την ιδιότητα του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της τέταρτης εναγόμενης, ο δεύτερος ως Αντιπρόεδρος και μετά την 17η.12.2017 ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής και η τρίτη με την ιδιότητα της ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου, έχουσα από κοινού με τους ως άνω συνεναγόμενους της το δικαίωμα υπογραφής για την έκδοση επιταγών για λογαριασμό της συνεναγόμενης τους εταιρίας, εξέδωσαν σε διαταγή της ενάγουσας και κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα πέντε (5) μεταχρονολογημένες επιταγές,  ποσού   15.000 ευρώ έκαστη, τις οποίες  ακολούθως, αυτή (ενάγουσα) εμφάνισε νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή, πλην όμως δεν τις πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως  βεβαιώνεται ρητώς επ’αυτών.  Ότι οι  εναγόμενοι  προέβησαν στην έκδοση των επίδικων επιταγών γνωρίζοντας την έλλειψη  επαρκών προς κάλυψη τους κεφαλαίων στον λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο πληρωμής, και ότι λόγω της ως άνω αδικοπρακτικής  συμπεριφοράς τους, η ίδια υπέστη ζημία ισόποση με τα ποσά των επιταγών, που δεν μπόρεσε να εισπράξει, καθώς και ηθική βλάβη για τους λόγους, που ειδικότερα αναφέρει. Ζητούσε δε, να υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι των εναγομένων να της καταβάλλουν ως αποζημίωση  εις ολόκληρον με τη τέταρτη εναγόμενη, νομιμοτόκως απο  την επίδοση της αγωγής, τα ακόλουθα ποσά: α) ο πρώτος εναγόμενος  45.000 ευρώ, β) ο δεύτερος εναγόμενος  30.000 ευρώ, και  γ) η τρίτη εναγόμενη  75.000 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο συνολικό ποσό των επιταγών, που εξέδωσε καθένας από αυτούς κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο,  και, τέλος, δ) η τέταρτη εναγόμενη 75.000 ευρώ, καθώς  και  να υποχρεωθούν όλοι οι εναγόμενοι να της καταβάλουν εις ολόκληρον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ποσού  10.000 ευρώ, επιφυλασσόμενη  ρητά  να παραστεί για το  επιπλέον ποσό των 44 ευρώ  ως πολιτικώς ενάγουσα στην τυχόν  ποινική δίκη, που θα διεξαχθεί.  Επί της  ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι με τις ένδικες εφέσεις τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό  να  απορριφθεί  η σε βάρος τους  αγωγή.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη της προβληθείσας πρωτοδίκως ένστασης τους περί μη νόμιμης επίδοσης της αγωγής.  Ειδικότερα, αυτοί ισχυρίζονται, όπως και πρωτοδίκως, ότι αυτή ακύρως  έγινε  στην …………, θυγατέρα του πρώτου και αδερφή της  δεύτερης εξ αυτών, η οποία ανακριβώς βεβαιώνεται στις σχετικές εκθέσεις επίδοσης, ότι τυγχάνει σύνοικος τους στην επι της οδού ………… στα Λεχαινά Ηλείας οικίας τους, όπου και έγινε η επίδοση, διότι αυτή κατοικεί σε ξεχωριστή οικία ευρισκόμενη στην οδό …….. στην Αθήνα. Από   τις με αριθμούς …. και …./14-12-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αμαλιάδος, …….., προκύπτει,  ότι η αγωγή πράγματι επιδόθηκε για λογαριασμό του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων (ήδη πρώτου και δεύτερης των εκκαλούντων, αντίστοιχα) στην κατοικία αυτών στα Λεχαινά Ηλείας (οδός … αρ…) και στη ……., ως σύνοικο τους. Οι εκκαλούντες προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους προσκομίζουν έγγραφο (εκτυπωθέν από το taxisnet – προσωποποιημένη πληροφόρηση της ………), όπου αναφέρονται τα δηλωθέντα στη φορολογική αρχή στοιχεία της, μεταξύ των οποίων και η διεύθυνση κατοικίας αυτής στην  Αθήνα (οδός ….. αρ. ….). Ωστόσο, τα εν λόγω στοιχεία της ………. εμφανίζονται επικαιροποιημένα σε  μεταγενέστερο της επίδοσης της αγωγής χρόνο, όπως μαρτυρά και  η ημερομηνία έκδοσης (8-7-2020) της αναφερόμενης εκεί ταυτότητας της, ενώ δεν  προέκυψε  με βεβαιότητα με βάση κάποιο άλλο προσκομιζόμενο στοιχείο, ότι η τελευταία δεν τύγχανε σύνοικος των εναγομένων κατά τον κρίσιμο  χρόνο της επίδοσης της αγωγής, όπως, εξάλλου, και η ίδια δήλωσε  στην επιδόσασα δικαστική επιμελήτρια. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς δεν απέρριψε ως ανυπόστατη την αγωγή και προχώρησε στην επι της ουσίας  συζήτηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό τους περί ακύρου επίδοσης της αγωγής ως προς την ομόδικο τους, τέταρτη εναγόμενη, ανώνυμη εταιρία, σε πρόσωπο, που τυγχάνει υπάλληλος άλλης εταιρίας, συστεγαζόμενης με την τελευταία και μη συνδεόμενο καθοιονδήποτε τρόπο με αυτήν. Ωστόσο, ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος  αυτό τυγχάνει απορριπτέος ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι την εν λόγω ακυρότητα της επίδοσης δύναται να επικαλεσθεί μόνον η προς ης η επίδοση, τέταρτη εναγόμενη. Συνεπώς, ο ως άνω ερευνώμενος λόγος  έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του.

IV. Από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, κατά την οποία όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας. Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν.5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σε αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής της επιταγής. Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημοσίου, αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από το άρθρο 914 επ. ΑΚ συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40-47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεως της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Για τη θεμελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο εκδότης – εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε, ακόμα και ως ενδεχόμενο το γεγονός, ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της επιταγής διαθέσιμα κεφάλαια στην πωλήτρια τράπεζα κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή μέσα στην οκταήμερη προθεσμία με αφετηρία την αναγραφόμενη επί του σώματος αυτής (επιταγής) ημεροχρονολογίας εκδόσεως της. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 §§ 1 & 4 και 56 του Ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (Ολομ. ΑΠ 29/2007, ΑΠ 29/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στοιχεία απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής προς αποζημίωση από το άρθρο 914 ΑΚ είναι: 1) η έκδοση έγκυρης επιταγής, 2) η μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη στην πληρώτρια τράπεζα είτε κατά το χρόνο της έκδοσης είτε κατά το χρόνο της πληρωμής, είτε η ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων που δεν μπορούσαν όμως να διατεθούν για την πληρωμή της επιταγής, λόγω ανάκλησης της εντολής προς πληρωμή από μέρος του εκδότη, 3) η υπαιτιότητα του εκδότη, ήτοι ότι προβαίνει εκείνος στην εν λόγω έκδοση από πρόθεση, που σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται το γεγονός ότι θα υπάρξει η ως άνω έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό (ΑΠ 179/2019, 1051/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), 4) η μη πληρωμή της επιταγής εντός της νόμιμης προθεσμίας, η οποία, όταν πρόκειται για επιταγή που εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα, είναι οκτώ (8) ημερών με αφετηρία την επόμενη ημέρα της έκδοσής της (άρθρο 29 του Ν 5.960/1933), 5) η από τη μη πληρωμή της επιταγής πρόκληση ζημίας του δικαιούχου κομιστή της και 6) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη (Μάρκου, Δίκαιο επιταγής, σελ. 319 επ.). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διατάξεως του άρθρου 71 του ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων πού το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμόδιου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημιώσεως, τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, όμως, αυτής του νομικού προσώπου. Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρίας, οι διοικούντες αυτή, δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρίας, είναι, όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρία προσωπικά από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, αφού η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρία κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (ΑΚ 914), οπότε υφίσταται ευθύνη τους. Έτσι, επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής από νομικό πρόσωπο, υπόχρεος σε αποκατάσταση της σχετικής ζημίας του κομιστή της είναι, πλέον του νομικού προσώπου και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού που υπέγραψε την επιταγή, εν γνώσει της μη υπάρξεως αντικρίσματος κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής (ΑΠ 1565/2013, ΑΠ 11/2007, ΑΠ 25/2000 ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1047§1εδ. α` ΚΠολΔ, προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, μπορεί δε να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Εξάλλου, με το ν. 2462/1997 κυρώθηκε το “Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα”, που καταρτίσθηκε μεταξύ των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και έκτοτε έχει κατά το άρθρ. 28§1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ. Με το άρθρ. 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι “κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση”. `Ετσι από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης αυτής, προκύπτει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν ολοσχερώς την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν ως εξαίρεση, ειδικά για τις απαιτήσεις από σύμβαση, ότι ο οφειλέτης δεν επιτρέπεται να προσωποκρατηθεί όταν η μη πληρωμή των χρεών του οφείλεται αποκλειστικά σε οικονομική αδυναμία του. Συνεπώς, το μεν άρθρ. 1047§1 ΚΠολΔ εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, το δε άρθρo 11 του ως άνω Συμφώνου εισάγει διακωλυτικό κανόνα που αποκλείει γενικότερα την απαγγελία προσωπικής κράτησης για υποχρεώσεις από σύμβαση, επομένως και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, όταν η μη πληρωμή οφείλεται αποκλειστικά σε αντίστοιχη οικονομική αδυναμία, ενώ σε κάθε περίπτωση διατηρείται ανέπαφη η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για απαιτήσεις από αδικοπραξία. Επανάληψη της ρύθμισης του άρθρ. 11 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αποτελεί η διάταξη του άρθρ. 1 του Τέταρτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που ορίζει, ως εξαίρεση και πάλι από τον κανόνα του επιτρεπτού της προσωπικής κράτησης, ότι κανείς δεν φυλακίζεται λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του, ενώ η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέτρο για την είσπραξη γενικώς απαιτήσεων προβλέπεται και από την ίδια την ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974, με το άρθρ. 5§1 περ. β` της οποίας ορίζεται σχετικά ότι επιτρέπεται κατ` εξαίρεση η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και όταν το πρόσωπο υποβλήθηκε σε κανονική σύλληψη και κράτηση “εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζομένης υπό του νόμου”. Η δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης στις παραπάνω περιπτώσεις δεν προσκρούει στις επιταγές των άρθρ. 2§1, 5§§1-4, 7§2 και 25§1 του Συντάγματος, εφόσον η επερχόμενη μ` αυτή στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται εξ ορισμού σε αντίθεση οπωσδήποτε με την αρχή της αναλογικότητας (ΑΠ 495/2010). Ειδικότερα, ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελούν ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρ. 2§1 Συντ.), πυρήνας της οποίας είναι η απαραβίαστη κατά το άρθρ. 5§3 του Συντάγματος προσωπική ελευθερία, όμως, όπως ρητά περαιτέρω ορίζεται στην ίδια συνταγματική παράγραφο, επιτρέπεται με νόμο και αυτή η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας, εφόσον βέβαια η στέρησή της είναι αναγκαία για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όπως ερμηνευτικά θα πρέπει να γίνει δεκτό. Αυτό ασφαλώς ισχύει για την προσωπική κράτηση, η οποία ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων συμβάλλει στη διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης με την εμπέδωση αισθήματος δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα διασφαλίζεται παράλληλα και η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, με την έννοια ότι θα πρέπει να σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης, σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και να λαμβάνεται έτσι το μέτρο αυτό μόνο όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει. `Ετσι δυσανάλογη και ασφαλώς καταχρηστική θα είναι η απαγγελία προσωπικής κράτησης, όταν εξ αιτίας της οικονομικής αδυναμίας του οφειλέτη δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 1138/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω επί αδικοπραξίας  για την θεμελίωση του εν λόγω αιτήματος αρκεί η επίκληση στην αγωγή και η απόδειξη της σχετικής απαίτησης και δεν απαιτείται η επίκληση και άλλων στοιχείων, όπως για παράδειγμα η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Μόνο ως ουσιαστικά κριτήρια απαγγελίας της προσωπικής κράτησης, από τα οποία συναρτάται και η χρονική της διάρκεια εντός των ορίων του άρθρου 1047, μπορούν να χρησιμεύουν (ενδεικτικά) το είδος και η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, το μέγεθος της ζημίας του παθόντος, η ένταση της ηθικής του βλάβης ή της ψυχικής του οδύνης, η καλή ή κακή πίστη υπόχρεου, η αφερεγγυότητα του, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών, η συμπεριφορά του οφειλέτη σε σχέση με την ικανοποίηση του δανειστή, η τυχόν συνυπαιτιότητα του δικαιούχου και κάθε άλλο συναφές στοιχείο. Η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου. Το Δικαστήριο, πάντως, οφείλει να ερευνά μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά τον προσδιορισμό της χρονικής διάρκειας της προσωπικής κρατήσεως, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητος μεταξύ του χρησιμοποιημένου μέτρου και του επιδιωκομένου σκοπού, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος υιοθετείται δε σταθερά και από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τον προσδιορισμό της εν λόγω χρονικής διάρκειας της προσωπικής κράτησης, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα προαναφερόμενα στοιχεία (ύψος της απαιτήσεως, βαρύτητα της πράξεως και οι συνέπειές της, το πταίσμα του, η φερεγγυότητα αυτού του εναγόμενου ΑΠ 271/2015, ΕφΠειρ 4/2015, ΕφΑθ 297/2018). Τέλος κατά την παρ.2 εδ. β` του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 62 παρ.2 του Ν. 3994/2011, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 30.000 ευρώ (ΕφΔωδ 277/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Με τον  πέμπτο λόγο της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης και τους δεύτερο και τρίτο λόγο της υπό στοιχ. Β’ έφεσης,  οι εκκαλούντες παραπονούνται, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε  ορισμένη την αγωγή, αν και ελλείπουν τα αναγκαία για το ορισμένο αυτής στοιχεία.  Ως προς τους λόγους αυτούς λεκτέα τα ακόλουθα:  η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή εξέθετε,  ότι  οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι (νυν εκκαλούντες),  ενεργώντας  με τις προαναφερθείσες (υπό στοιχείο ΙΙ) ιδιότητες τους, εξέδωσαν σε διαταγή της (ενάγουσας) και στο όνομα και για λογαριασμό της τέταρτης εναγομένης,  πέντε (5) μεταχρονολογημένες επιταγές,  ποσού   15.000 ευρώ έκαστη, τις οποίες  ακολούθως, αυτή εμφάνισε νομίμως και εμπροθέσμως προς πληρωμή, πλην όμως δεν τις πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως το γεγονός αυτό βεβαιώθηκε ρητώς σε κάθε μία από αυτές, και ότι  οι  εν λόγω εναγόμενοι  προέβησαν στην έκδοση των επίδικων επιταγών γνωρίζοντας την έλλειψη επαρκών προς κάλυψη τους κεφαλαίων στον λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας,  κατά τους κρίσιμους χρόνους έκδοσης και  πληρωμής, με αποτέλεσμα να της προκαλέσουν ισόποση ζημία καθώς και ηθική βλάβη, πλήττοντας την αξιοπιστία και την εμπορική της φήμη. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν αυτοί  να της καταβάλουν εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγόμενη ως αποζημίωση για την περιουσιακή της βλάβη τα αναφερόμενα σ` αυτές χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούν στα ποσά των ακάλυπτων επιταγών, που εξέδωσε έκαστος εξ αυτών, καθώς  και χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που της προκάλεσε η αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, απαγγελόμενης σε βάρος τους προσωπικής  κράτησης ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, ενόψει της αφερεγγυότητας τους. Με αυτό το περιεχόμενο και  αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, διότι εκτίθενται με αυτήν όλα τα θεμελιωτικά και εξειδικεύοντα την απαίτηση της ενάγουσας πραγματικά περιστατικά, ενώ από το δικόγραφο της καθίσταται σαφές, σε αντίθεση με τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εκκαλούντος στην υπό στοιχ. Β έφεση, ότι η ενάγουσα αποδίδει την έκδοση των επιταγών σε συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, που ενήργησαν ως  εκπρόσωποι της τέταρτης εναγόμενης, από τα οποία και αιτείται  την καταβολή του ποσού τους, εις ολόκληρον με την τελευταία. Αντιθέτως, δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής να αναφέρεται, αν η ενάγουσα έχει προβεί και σε ποιες ενέργειες προς ικανοποίηση των αξιώσεων της κατά της τέταρτης εναγόμενης, ούτε αν υφίσταται  ή όχι επαρκής περιουσία της τελευταίας, από την οποία αυτή θα μπορούσε να ικανοποιηθεί, καθόσον η ευθύνη των εναγομένων φυσικών προσώπων, που ενέχονται κατ’ άρθρο 71 ΑΚ είναι αυτοτελής και πρόσθετη προς την ευθύνη του νομικού προσώπου της τέταρτης εναγόμενης. Ομοίως, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής ως προς το  παρεπόμενο αίτημα για προσωπική κράτηση των εναγομένων φυσικών προσώπων η αναφορά στην αφερεγγυότητα τους ή  σε εσκεμμένη εκ μέρους τους μη πληρωμή επίδικων επιταγών. Κατά συνέπεια, οι ερευνώμενοι ως άνω  λόγοι των υπό κρίση εφέσεων τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι.

VI. Από την με αριθμό …./19-10-2020 ένορκη βεβαίωση του ……….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Γαστούνης, που ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση της εφεσίβλητης, (βλ. την με αριθμό έκθεση επίδοσης …/13-10-2020 του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, . ….), η οποία παραδεκτώς προσκομίζεται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους και λαμβάνεται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και  η επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …./14.2.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, …….. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που ελήφθη νομοτύπως  στα πλαίσια άλλης δίκης μεταξύ των διάδικων,  αλλά και όσα προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 529 πρ.1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ανώνυμη  εταιρεία παραγωγής και εμπορίας  χάρτινων ειδών συσκευασίας  για βιομηχανική χρήση, από το έτος 2002  είχε αναπτύξει εμπορική συνεργασία με την τέταρτη εναγόμενη (μη διάδικο στην κατ’έφεση δίκη), ανώνυμη εταιρία εμπορίας νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων, στα πλαίσια της οποίας πωλούσε και παρέδιδε σε αυτήν υλικά συσκευασίας (χαρτοκιβώτια), για τις ανάγκες της  εμπορίας της.  Κατά τη μεταξύ τους συμφωνία και καθ’όλη της διάρκεια της συνεργασίας τους το τίμημα των εκάστοτε πωλήσεων δεν καταβαλλόταν ευθύς με την παράδοση των εμπορευμάτων, αλλά για αυτό η αγοράστρια εξέδιδε  και παρέδιδε στην ενάγουσα στο τέλος κάθε μήνα μεταχρονολογημένες επιταγές, αξίας ίσης με το συνολικό  ποσό του  τιμήματος των αγορών, που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τον ίδιο μήνα. Μεταξύ των επιταγών, που η τέταρτη εναγομένη εξέδωσε και παρέδωσε στην ενάγουσα για τον λόγο αυτό, συγκαταλέγονται και οι επίδικες πέντε επιταγές.  Ειδικότερα, οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων  (ήδη εκκαλών στην υπό στοιχ. Β έφεση και δεύτερη εκκαλούσα στην υπο στοιχ. Α έφεση, αντίστοιχα), με την ιδιότητα τους ο μεν δεύτερος ως Αντιπρόεδρος, η δε τρίτη ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και εντεταλμένη νομική σύμβουλος της εταιρίας, έχοντας αμφότεροι δικαίωμα υπογραφής επιταγών, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 10/20.9.2012 νόμιμα δημοσιευμένο Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της τέταρτης εναγόμενης και σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 20 του καταστατικού της (βλ. ΦΕΚ Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών-Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης και Γενικού Εμπορικού Μητρώου, αριθ. φύλλου 108864/4.10.2012, ενώ ειδικότερα, για την τρίτη εναγόμενη, το δικαίωμα αυτό υφίσταται  σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου), στις 24.10.2017 εξέδωσαν στα Λεχαινά Ηλείας σε διαταγή της ενάγουσας και για λογαριασμό της τέταρτης εναγόμενης θέτοντας την υπογραφή τους κάτωθεν της εταιρικής σφραγίδας δύο μεταχρονολογημένες επιταγές, και δη:  α) την υπ’ αριθ. ……. επιταγή επι της τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 10.3.2018, ποσού 15.000 ευρώ,  και β) την υπ’ αριθ. ………. επιταγή επι της ίδιας τράπεζας, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 20.3.2018, ποσού 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων (ήδη εκκαλούντες στην υπο στοιχ. Α έφεση), με την ιδιότητα τους ο πρώτος ως Πρόεδρος και η τρίτη ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, έχοντας αμφότεροι δικαίωμα υπογραφής επιταγών (η τρίτη εναγόμενη ενεργώντας με τους ίδιους ως άνω όρους, ήτοι σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου), σύμφωνα με το από 28.8.2017 Πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της τέταρτης εναγόμενης εταιρείας για τη συγκρότηση του σε σώμα, το οποίο καταχωρίστηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών την 17.11.2017 (βλ υπ’ αριθ. πρωτ. …./17.11.2017 ανακοίνωση του ΓΕ.ΜΗ), στις 7-12-2017 εξέδωσαν στα Λεχαινά Ηλείας σε διαταγή της ενάγουσας και για λογαριασμό της τέταρτης εναγόμενης  θέτοντας την υπογραφή τους κάτωθεν της εταιρικής σφραγίδας τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές και δη: α) την υπ’ αριθ. ……. επιταγή επι της της τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 31.3.2018, ποσού 15.000 ευρώ, β) την υπ’ αριθ. …… επιταγή επι της ίδιας της τράπεζας, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 10.4.2018, ποσού 15.000 ευρώ,  καθώς και  γ) την υπ’ αριθ. ……….. επιταγή επι της αυτής  τράπεζας, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 20.4.2018, ποσού 15.000 ευρώ. Οι ως άνω επιταγές εμφανίστηκαν  από την ενάγουσα νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή  στην πληρώτρια τράπεζα στις 12.3.2018, 20.3.2018, 3.4.2018, 10.4.2018 και 20.4.2018 αντίστοιχα, πλην, όμως, δεν πληρώθηκαν, λόγω ελλείψεως επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων στον τηρούμενο σε αυτήν λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας, όπως βεβαιώνεται σχετικά από την πληρώτρια τράπεζα και στα  σώματα των επίδικων τίτλων, με συνέπεια η ενάγουσα να υποστεί ισόποση ζημία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η εκδότρια εταιρία κατά τον πραγματικό χρόνο έκδοσης των επίδικων επιταγών στερείτο  ταμειακής ρευστότητας, εξ’ ου λόγου, άλλωστε, αυτές εκδόθηκαν μεταχρονολογημένες, ενώ και η εν γένει οικονομική της κατάσταση ήταν κακή και δύσκολα αναστρέψιμη, όπως μαρτυρούν και τα οικονομικά στοιχεία της κατά τα τέλη του έτους 2017, σύμφωνα με τα οποία  αυτή είχε  υπέρογκα χρέη προς τρίτους (Τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, προμηθευτές, εργαζόμενους),  συνολικού ποσού 21.747.272,72 ευρώ (βλ. την υπ’ αριθ. 1371/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά), στον δε ισολογισμό της για το ίδιο έτος, εμφαίνονται  βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις (απαιτήσεις προμηθευτών και δάνεια), ποσού 15.562.084 ευρώ, ενώ η αξία  των κυκλοφοριακών της περιουσιακών της στοιχείων (αποθέματα, πελάτες, εμπορικές απαιτήσεις, λοιπές απαιτήσεις, ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα) ανερχόταν στο ποσό των 9.140.645 ευρώ, έναντι 13.549.765 ευρώ, για το προηγούμενο έτος, (βλ. σελ. 18 της έκθεσης των ορκωτών ελεγκτών της εταιρίας …………..).   Περαιτέρω, την ως άνω κακή  οικονομική κατάσταση  της εκδότριας εταιρίας και την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στο τραπεζικό της λογαριασμό κατά τον πραγματικό χρόνο της έκδοσης των επιταγών  καθώς και το ενδεχόμενο  μη ύπαρξης   διαθεσίμου υπολοίπου σε αυτόν και κατά τον χρόνο της  εμφάνισης τους  προς πληρωμή, ο οποίος, σημειωτέον, έγινε εντός του οκταήμερου από τον φερόμενο ως χρόνο έκδοσης τους, και όχι νωρίτερα, όπως αβάσιμα διατείνονται οι εκκαλούντες στην υπό στοιχ. Α’ έφεση με τον δεύτερο λόγο αυτής και κατά το σχετικό σκέλος του,  καλώς εγνώριζαν οι ως άνω  εναγόμενοι, ως εκ της εταιρικής τους θέσης και του χαρακτήρα της εταιρίας, που τυγχάνει οικογενειακή επιχείρηση (ο Αντιπρόεδρος της, ………, και ο Πρόεδρος αυτής, …………., έχουν σχέση θείου και ανιψιού, και η ………, που είναι κόρη του ……….., είναι εντεταλμένη, όπως αναφέρθηκε, νομική σύμβουλος αυτής, και ενίοτε παρουσίαζε τη δράση της εταιρίας στον τύπο  βλ. την από 5-8-2017 συνέντευξη της στο ……… on line), οι οποίοι μολαταύτα προέβησαν στην έκδοση τους αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο της μη πληρωμής τους. Εξάλλου, αβάσιμος τυγχάνει ο ισχυρισμός των τελευταίων, που  επαναφέρουν με τον δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσης τους,  ότι  η μη πληρωμή των επιταγών οφείλεται αποκλειστικά σε μεταγενέστερο και απρόβλεπτο της έκδοσης τους γεγονός, και δη στις εξαιρετικώς δυσμενείς και απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες, που επέφεραν κακή εσοδεία κατά την φθινοπωρινή περίοδο του έτους 2017, με συνέπεια  η τέταρτη εναγόμενη, να απωλέσει ένα μεγάλο μερίδιο των προϊόντων, που εμπορευόταν  και να μειωθούν αντιστοίχως  τα αναμενόμενα κέρδη της, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, η ως άνω εκδότρια των επιταγών,  ήδη κατά τον πραγματικό χρόνο της έκδοσης τους, βρισκόταν  σε δεινή οικονομική θέση, που καθιστούσε επισφαλή την κάλυψη των επίμαχων επιταγών κατά τον χρόνο πληρωμής τους. Σύμφωνα, επομένως, με τα προεκτεθέντα, οι εναγόμενοι ευθύνονται εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγόμενη για την αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας από τη μη  πληρωμή των επίδικων επιταγών, και δη έκαστος εξ αυτών κατά το ποσό των επιταγών, που εξέδωσε εκπροσωπώντας τη τέταρτη εναγόμενη, ανώνυμη εταιρία. Εξάλλου, το γεγονός ότι αυτές ήταν μεταχρονολογημένες δεν επηρεάζει εν προκειμένω την  στοιχειοθέτηση της ευθύνης των εναγομένων, παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον δεύτερο λόγο της  υπό στοιχ. Α΄ έφεσης τους, και κατά το αντίστοιχο σκέλος του, διότι στην περίπτωση αυτή είναι ευρύτερα τα χρονικά όρια στα οποία οφείλει ο εκδότης να έχει επαρκή προς εξόφληση της επιταγής κεφάλαια, δεδομένης και της φύσης της, ως μέσου άμεσης πληρωμής, ενώ  ομοίως,  αδιάφορο τυγχάνει και το γεγονός, ότι  κατά το χρόνο εμφάνισης των επιταγών ο πρώτος εναγόμενος και ήδη πρώτος εκκαλών στην υπό στοιχ. Α’ έφεση, …………., είχε αποχωρήσει από την εταιρεία, παραιτούμενος από τη θέση του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της στις 17-12-2017, διότι  η  ευθύνη του θεμελιώνεται από το χρόνο πραγματικής έκδοσης των επιταγών (βλ. και ΑΠ 891/2014,1139/ 2013, 522/ 2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου ως αβασίμου του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, με τον οποίο αυτός υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η τέταρτη εναγόμενη, αρχές του έτους 2018, ενόψει της ολοένα και επιδεινούμενης οικονομικής της κατάστασης εκκίνησε  τη προβλεπόμενη στο ΠτΚ διαδικασία εξυγίανσης, στα πλαίσια της οποίας, και αφού είχε εξασφαλίσει καταρχήν τη συναίνεση της μεγαλύτερης πιστώτριας της, τράπεζας ALPHA BANK,  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  την από 02.03.2017 και με  αριθμό κατάθεσης ………/ 2017) αίτηση της για λήψη προληπτικών μέτρων (άρθρο 106° παρ. 6 ΠτΚ), με την οποία ζητούσε να απαγορευθεί στους πιστωτές της, μέχρι την κατάθεση αίτησης άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 104 του Πτωχευτικού Κώδικα, η σε βάρος της ιδίας, των υπέρ αυτής εγγυητών και λοιπών συνοφειλετών της ατομική και συλλογική αναγκαστική εκτέλεση, η λήψη και εκτέλεση οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου, η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών της και η συνέχιση πράξεων αρξάμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η απαγόρευση καταγγελίας  των αναγκαίων για τη διασφάλιση της παραγωγικής λειτουργίας της  συμβάσεων, διαρκούς χαρακτήρα.  Η  συζήτηση της εν λόγω αίτησης τελικώς ματαιώθηκε, ακολούθως  δε,  αντίστοιχη  αίτηση  με επιπλέον αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής κατέθεσαν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου 182 εργαζόμενοι αυτής  (αρ. κατ. ………./ 2018). Επί της τελευταίας αυτής αιτήσεως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1371/31-7-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αποφασίστηκε υπέρ της τέταρτης εναγομένης  και μέχρι την εκ μέρους της κατάθεση αίτησης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 104 του Πτωχευτικού Κώδικα, η απαγόρευση της εις βάρος της λήψης ή συνέχισης μέτρων ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ το αυτό περιεχόμενο είχε και η προσωρινή διαταγή, που είχε χορηγηθεί ήδη από τις 9-3-2018 από τον Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου. Ωστόσο, ανεξαρτήτως της ως άνω διαδικασίας που βρισκόταν  σε εξέλιξη, οι ενεχόμενοι εις ολόκληρον για την πληρωμή των επίδικων επιταγών, εκκαλούντες, μπορούσαν να καταβάλουν τα ποσά αυτών ενεργούντες ατομικώς, δεδομένου ότι η ευθύνη τους είναι αυτοτελής σε σχέση με αυτή του νομικού προσώπου, που εκπροσωπούσαν κατά τον χρόνο έκδοσης των επιταγών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι όταν η ενάγουσα πληροφορήθηκε τα ανωτέρω απέστειλε την από 29-3-2018 επιστολή της στη διοίκηση της τέταρτης εναγόμενης, με την οποία δήλωνε τη πρόθεση της να συμμετέχει στη συμφωνία, που επρόκειτο να κατατεθεί στο Δικαστήριο προς επικύρωση, ενώ  συνέχισε την μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, απαιτώντας όμως, εφεξής, την άμεση  εξόφληση των παραδιδόμενων σε αυτήν, κάθε φορά, εμπορευμάτων. Επιπλέον, αυτή προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων της   υπέβαλε την από 31-5-2018 έγκληση της κατά των τριών πρώτων εναγομένων (ήδη εκκαλούντων) για το ποινικό αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (βλ, την  υπ’ αριθ. ΑΒΜ ……… μήνυση), ενώ  με την από 23-7-2018 αίτηση της ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος της εκδότριας των επιταγών, τέταρτης εναγόμενης, της υπ’ αριθ. ………./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία η τελευταία διατάχθηκε να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 75.000 €, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης εκάστης επιταγής για πληρωμή. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η ALPHA BANK κατέθεσε την από 1-10-2018 αίτηση για ανάκληση της ανωτέρω με αριθμό 1371/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η οφειλέτρια της εταιρία δεν τήρησε τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, και ως εκ τούτου δεν συναινούσε πλέον στη διαδικασία της εξυγίανσης της, υπέρ δε, αυτής παρενέβη προσθέτως  με ιδιαίτερο δικόγραφο η ενάγουσα καθώς και οι λοιπές μεγάλες πιστώτριες εταιρίες (ΔΕΗ και Τράπεζα Πειραιώς) της τέταρτης εναγομένης. Η ως άνω αίτηση  τελικώς δεν συζητήθηκε επειδή κατά την μετ’αναβολή δικάσιμο της συζήτησης της είχε ήδη παρέλθει το  ορισθέν χρονικό διάστημα προστασίας της οφειλέτριας εταιρίας. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα επεδίωξε να ικανοποιηθεί στην απαίτηση της προχωρώντας την εκτέλεση της  ως άνω διαταγής πληρωμής σε βάρος της τέταρτης εναγόμενης, πλην, όμως, όλες οι προς τούτο προσπάθειες της απέβησαν άκαρπες (βλ. τα προσκομιζόμενα κατασχετήρια εις χείρας τρίτου).

VΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ. Α’ έφεσης οι εκκαλούντες, πέραν των άλλων, παραπονούνται και για  εσφαλμένη απόρριψη της εκ μέρους τους πρωτοδίκως προβληθείσας ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας (άρθρο 281 ΑΚ), επειδή η τελευταία κινήθηκε σε βάρος τους παραβλέποντας την μακρόχρονη και επικερδή εμπορική συνεργασία της με την τέταρτη εναγομένη, και δίχως να αναμένει  την ολοκλήρωση  της διαδικασίας εξυγίανσης της τελευταίας, αν και  είχε ήδη πετύχει τη σε βάρος της  έκδοση της υπ’ αριθ. 351/2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προς ικανοποίηση της απαίτησης της από τη μη πληρωμή των επίδικων επιταγών.  Επιπλέον δε, όπως ισχυρίζονται, η ενάγουσα αξίωσε εκβιαστικά την έκδοση και παράδοση σε αυτήν των επίδικων επιταγών, αν και γνώριζε  την κακή οικονομική κατάσταση της εκδότριας εταιρίας, ενώ  παράλληλα συμφώνησε μαζί της  την αντικατάσταση τους  σε περίπτωση μη πληρωμής  λόγω οικονομικής αδυναμίας. Η ως άνω ένσταση  τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα κατά το πρώτο σκέλος της, καθότι και αληθή υποτιθέμενα τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά δεν καθιστούν  καταχρηστική την αγωγή, ενώ κατά τα λοιπά  αυτή τυγχάνει  απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.  Ειδικότερα, στη με αριθμό ……/2020 ένορκη βεβαίωση του πρώην υπαλλήλου της εκδότριας εταιρίας, ………….. ο τελευταίος κάνει λόγο για σχετικές ρητές διαβεβαιώσεις του υπάλληλου της ενάγουσας, ………., προς τον …………, ότι οι επιταγές, που έπρεπε καταρχήν να εκδοθούν και να παραδοθούν στην ενάγουσα για να μπορέσει να συνεχισθεί η μεταξύ τους συνεργασία, θα μπορούσαν στη συνέχεια να αντικατασταθούν με άλλες, εφόσον κατά τον χρόνο εμφάνισης τους ανέκυπτε πρόβλημα στην πληρωμή τους. Τα ανωτέρω, όμως,  ο …………… κατηγορηματικά αρνείται στην με αριθμό ………./2019 ένορκη βεβαίωση του, ενώ και ο ως άνω ενόρκως βεβαιών υπάλληλος  της τέταρτης εναγόμενης,  δεν φέρεται να γνωρίζει όσα καταθέτει  εξ ιδίας αντιλήψεως, αλλά με βάση τα  όσα, όπως αναφέρει, του μετέφερε ο ……….. (πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών στην υπό στοιχεία Β’ έφεση), ο οποίος, ωστόσο, αμυνόμενος κατά της αγωγής, ουδέποτε υποστήριξε ότι έλαβε χώρα τέτοια συνεννόηση με την ενάγουσα. Τέλος, οι ως άνω εναγόμενοι  αποδίδουν καταχρηστική συμπεριφορά στην ενάγουσα, επειδή η ίδια συνήνεσε στην έκδοση των μεταχρονολογημένων επιταγών, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο της μη πληρωμής τους.  Και αυτός, όμως, ο ισχυρισμός  τυγχάνει απορριπτέος, διότι η ενάγουσα ενεργώντας εν προκειμένω, κατά το συνήθως  συμβαίνον μεταξύ επιχειρήσεων, που έχουν σχετικά μακρά συνεργασία, δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι αποδέχτηκε και τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοσή των μεταχρονολογημένων επιταγών, καθόσον, εάν πραγματικά γνώριζε την οικονομική αδυναμία της εκδότριας να της καλύψει, δεν θα συνέχιζε να της πωλεί εμπορεύματα τόσο μεγάλης αξίας ή θα αξίωνε την πληρωμή του τιμήματος συγχρόνως με την παράδοση των εμπορευμάτων, όπως και έκανε στη συνέχεια, κατά τα προαναφερόμενα.

VΙΙI. Επιπλέον, αποδείχθηκε  ότι  από την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων, επλήγη  το όνομα, η φήμη, η αξιοπιστία και η φερεγγυότητα της εκκαλούσας στους εμπορικούς κύκλους της δραστηριότητας της, με συνέπεια να υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το αδίκημα, το βαθμό πταίσματος των εναγομένων, το είδος και την έκταση των συνεπειών της πράξης τους, την προσβολή που υπέστη η ενάγουσα, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εναγομένων και την οικονομική  κατάσταση των διάδικων, αυτή δικαιούται χρηματική ικανοποίηση,  ποσού  2.000 ευρώ,  το οποίο, κρίνεται εύλογο (αρ. 932 ΑΚ)  δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, εφόσον και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ομοίως και υποχρέωσε τους ως άνω εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την τέταρτη εναγόμενη το ως άνω ποσό για τη συγκεκριμένη αιτία,  δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις επιμελώς εκτίμησε, και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης κατά το σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί  ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IΧ.  Περαιτέρω, για την ικανοποίηση της ένδικης αξιώσεως της ενάγουσας, πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εκκαλούντος στην υπό στοιχείο Β’ έφεση-δεύτερου εναγόμενου και της δεύτερης εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Α’ έφεση-τρίτης εναγομένης, που ενέχονται από αδικοπραξία, η οποία, σημειωτέον, δεν αποκλείεται από την διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 3 ΚΠολΔ, αφού, κατά τα αναφερθέντα στη προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, η διάταξη αυτή αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση προσωπικής κρατήσεως των εκπροσώπων ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης για χρέη εμπορικά και όχι για χρέη από αδικοπραξία που βαρύνουν το φυσικό πρόσωπο, έστω και αν η διαπραχθείσα απ` αυτό αδικοπραξία έλαβε χώρα στο πλαίσιο των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, ο δε θεσμός της προσωπικής κρατήσεως που προβλέπεται από τη προμνησθείσα διάταξη δεν είναι αντίθετος προς το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ούτε προσκρούει στις επιταγές του Συντάγματος. Λαμβάνοντας δε υπόψη την βαρύτητα της πράξης τους, το πταίσμα τους, την αφερεγγυότητά τους, την μη ύπαρξη εμφανών περιουσιακών τους στοιχείων, σε συνδυασμό και με το ύψος της επίδικης απαίτησης,  αλλά και τις συνέπειες που θα έχει για την ενάγουσα η μη πληρωμή της απαίτησής της, κρίνει ότι η διάρκειά της θα πρέπει να ορισθεί σε  τριάντα (30) ημέρες  για τον δεύτερο εναγόμενο και εξήντα (60) ημέρες για τη τρίτη  εναγόμενη.  Η αναγκαιότητα της επιβολής του μέτρου της προσωπικής κράτησης των  εναγομένων, τελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς μέτρο πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης, που συμβάλλει στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα και η αρχή της αναλογικότητας Ειδικότερα δε, αναφορικά  με τον προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό του εκκαλούντος, …………., που επαναφέρεται νόμιμα με τον  πρώτο λόγο της υπό  στοιχείο Β’ έφεσης του, περί οικονομικής αδυναμίας του, που καθιστά απολύτως απρόσφορη τη σε βάρος του επιβολή προσωπικής κράτησης ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της απαίτησης της ενάγουσας, η οποία, κατά τον ίδιο, ευχερώς δύναται να ικανοποιηθεί από την περιουσία της τέταρτης εναγόμενης, ανώνυμης εταιρίας, αυτός δεν αποδείχθηκε, καθόσον η μεν τέταρτη εναγόμενη τυγχάνει καθόλα αφερέγγυα, ενώ από το γεγονός ότι  υπάρχουν, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα έγγραφα, οφειλές  του ως άνω εναγόμενου και έναντι τρίτων (βλ. τη με αριθμ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, ποσού 102.000 ευρώ, τη με αριθμό …./2018 έκθεση ακίνητης περιουσίας της Δικ. Επιμελήτριας …. …,  που επιβλήθηκε από την ΔΟΥ Πύργου, για οφειλές του, την από 1-2-2019 εκτύπωση των χρεών του προς το Δημόσιο, ποσού 28.000 ευρώ και τη από 5-11-2018 καταγγελία ομολογιακού δανείου από την ALPHA BANΚ της τέταρτης εναγομένης,  για το οποίο είχε εγγυηθεί και ο ίδιος προσωπικά),  δεν συνεπάγεται, δίχως άλλο, ότι αυτός βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους οικονομικής αδυναμίας να καταβάλει και την επίδικη απαίτηση, καθόσον δεν προσκομίζονται στοιχεία της εν γένει περιουσιακής του κατάστασης. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του ορθώς μεν απήγγειλε προσωπική κράτηση κατά των ως άνω εναγομένων, εσφαλμένως ωστόσο, όρισε  μεγαλύτερη διάρκεια αυτής  (τριών μηνών για τον δεύτερο εναγόμενο και έξι μηνών για τη τρίτη εναγόμενη). Περαιτέρω, δεν δύναται να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου- πρώτου εκκαλούντος στην υπό  στοιχ. Α’ έφεση,  διότι αυτός, όπως παραδεκτά και βάσιμα προβάλλει  το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τον πέμπτο λόγο της έφεσης του  (άρθρο 527 περ.6  ΚΠολΔ),  διάγει ήδη το 70ο   έτος της ηλικίας του,  ως γεννηθείς στις 31-5-1950, όπως προκύπτει από το αντίγραφο του υπό στοιχεία ΑΔΤ …………/18-12-2017 (άρθρο 1048 παρ. 1γ’ Κ.Πολ.Δ). Επομένως, πρέπει να γίνει αντιστοίχως δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Α’ έφεσης και ο πρώτος  λόγος της υπό στοιχ. Β’ έφεσης.

Χ. Κατά το άρθρο 193 Κ. Πολ. Δ., εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον εις βάρος του καταλογισμό τους, είτε για το ότι καταλογίστηκαν σε βάρος του, αλλά σε υπέρογκο ποσό, κατά την άποψή του, που έπρεπε να υπολογιστούν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 180 περ. 3 ΚΠολΔ, αν καταδικάστηκαν περισσότεροι ως συνοφειλέτες εις  ολόκληρον, έχουν  εις ολόκληρον υποχρέωση και για την πληρωμή των εξόδων, εφόσον η απόφαση δεν ορίζει διαφορετικά. Από τη διάταξη  αυτή  σαφώς  προκύπτει, ότι , αν  καταδικάσθηκαν επί της ουσίας, ως συνοφειλέτες εις ολόκληρον, περισσότεροι διάδικοι, η εις ολόκληρον ενοχή τους επεκτείνεται και στη  δικαστική δαπάνη, εφόσον η απόφαση δεν διέταξε ελαφρότερη κατανομή (βλ. Κ. Κεραμέα Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση 1986,παρ. 133 ΙV  σ.  344, ΑΠ4701/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν, όμως, οι περισσότεροι διάδικοι καταδικάζονται να πληρώσουν ένα μέρος της απαίτησης εις ολόκληρον και για το άλλο μέρος υποχρεώνεται μόνον ένας από αυτούς, τότε τα έξοδα θα πρέπει να επιμεριστούν και το μέρος αυτών, που αναλογεί στο επιδικαζόμενο εις ολόκληρον μέρος του επίδικου αντικειμένου, θα επιβληθεί εις ολόκληρον στους εις ολόκληρον υπόχρεους ενώ το υπόλοιπο μέρος θα επιβληθεί στον άλλο μόνον υπόχρεο (Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική  Νομολογιακή Ανάλυση, 1996, Α’ τόμος, άρθρο 180, παρ.6, σελ. 1036).  Εν προκειμένω, με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της υπο στοιχείο Β έφεσης του ο εκκαλών, παραπονείται για εσφαλμένο επιμερισμό των δικαστικών εξόδων σε βάρος του με την εκκαλουμένη απόφαση. Ο λόγος αυτός παραδεκτά  προβάλλεται κατ` άρθρο 193 Κ. Πολ. Δ., καθόσον προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την βασιμότητα του. Με την εκκαλουμένη απόφαση οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, οι μεν τρίτη και τέταρτη εξ αυτών το ποσό των 77.000 ευρώ και οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων το ποσό των 47.000 ευρώ και 32.000 ευρώ αντίστοιχα εις ολόκληρον με τους ως άνω συνεναγόμενους τους, ενώ άπαντες καταδικάστηκαν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, συνολικού ποσού 3.160 ευρώ (όπως αυτό υπολογίστηκε βάσει του 3% επι της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, άρθρα 63 παρ.1 α’, και 68 παρ.1 ν. 4194/2013, πλέον του αναλογούντος ποσού δικαστικού ενσήμου, ΙΓ.1 περ.6 ν. 4093/2012, ως ισχύει).  Ο ως άνω, όμως, καταλογισμός των δικαστικών εξόδων σε βάρος του εκκαλούντος, δεύτερου εναγομένου, είναι εσφαλμένος, διότι, αυτός ενέχεται εις ολόκληρον για την καταβολή μέρους μόνον του συνολικά επιδικασθέντος στην ενάγουσα ποσού. Επομένως, έπρεπε να καταδικασθεί στην καταβολή των αναλογούντων στο ποσό αυτό εξόδων της ενάγουσας, που βάσει των προαναφερόμενων διατάξεων υπολογίζονται σε  1.300 ευρώ, εις ολόκληρον με τους συνεναγόμενους του, του εξεταζομένου  λόγου της έφεσης γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου.

ΧI. Κατόπιν όλων αυτών, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των υπό κρίση εφέσεων προς έρευνα πρέπει αυτές να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση :α) ως προς όλους τους εκκαλούντες  αμφοτέρων των εφέσεων, κατά το μέρος που αφορά στο παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης,  καθώς και β) ως προς τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, ……….., και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης. Αντιθέτως, η ως άνω διάταξη της εκκαλουμένης  δεν εξαφανίζεται ως προς τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α’ έφεσης (που δεν προσέβαλαν την εκκαλουμένη ως προς τα δικαστικά έξοδα που τους επέβαλε),  διότι  αυτή συνέχεται αναγκαία με το γενόμενο δεκτό κύριο αίτημα της αγωγής, ως προς το οποίο όμως η εκκαλούμενη δεν εξαφανίζεται (Εφ.Πειρ. 713/2015, 108/2014 ΤΝΠ, Μ. Γεωργιάδου σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, τ. 2Α΄, 2008, σ. 355, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, έκδ. 2η, υπ’ άρθρο 183, αριθ. 2). Ακολούθως δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση, πρέπει, αναδικαζομένης αντιστοίχως της αγωγής, :α) να απορριφθεί  το αίτημα  περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως προς τον πρώτο εναγόμενο  ως αβάσιμο και να γίνει δεκτό ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και τη τρίτη εναγόμενη  και να απαγγελθεί σε βάρος τους προσωπική κράτηση  διάρκειας τριάντα και εξήντα ημερών  αντίστοιχα, καθώς και β) να καταδικασθεί ο δεύτερος εναγόμενος εις ολόκληρον με τους συνεναγόμενους του στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού 1300 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων  λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας τους (άρθρα 106, 183 και 178 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με  τα παράβολα, ποσού 100,00 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση των εφέσεων τους, πρέπει να διαταχθεί η   απόδοση τους σε αυτούς (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  με παρόντες τους διαδίκους τις εφέσεις  με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ……../ 2019 και ……../2019 κατά της με αριθμό 3214/ 2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/ 2019  έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στους  εκκαλούντες του με αριθμό ………../ 2019  παραβόλου.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019  έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του με αριθμό …………./2019   παραβόλου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  τη με αριθμό 3214/ 2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το κεφάλαιο :α) της απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των τριών πρώτων εναγόμενων και β) της επιβολής  δικαστικών εξόδων σε βάρος του δευτέρου εναγόμενου, ………….

ΚΡΑΤΕΙ  και δικάζει επί της ουσίας κατά τα κεφάλαια αυτά την  από 14-11-2018  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/ 2018 αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, ……………

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, …………, διάρκειας τριάντα (30) ημερών, και της τρίτης εναγομένης, ………….., διάρκειας εξήντα (60) ημερών ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου, ……….., μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, ποσού χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ, που υποχρεούται να της καταβάλει εις ολόκληρον με τους λοιπούς συνεναγόμενους του.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων στις ως άνω εφέσεις. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  18 Φεβρουαρίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ