Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 109/2021

Αριθμός     109/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την με αριθμό …./15-2-2019  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …….., που προσκομίζει και επικαλείται η πρώτη εφεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης, που περιέχει πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας  επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία  ούτε  εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει, να δικαστεί ερήμην(άρθρα 122 επ., 126 παρ.1, 127, 129, 139 επ. 226 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ). Το δικαστήριο, ωστόσο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν  να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ) .

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ.  …./2018 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 3314/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  16-7-2018,  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 1-10-2018 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ) δίχως, εν τω μεταξύ να προηγηθεί επίδοση της απόφασης. Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. υπ΄αριθμόν  ……………/2018 παράβολο ).

Στην διάταξη του άρθρου 491 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “Στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά, με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς” (παρ. 1) “Αν δεν έγινε η προσεπίκληση που αναφέρεται στην παρ. 1 το δικαστήριο με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να προσεπικληθεί εκείνος που έχει δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη” (παρ. 2). Η διάταξη αυτή θεσπίσθηκε γιατί ο νομοθέτης, ενόψει των σοβαρών συνεπειών που επιφέρει η διανομή κοινού πράγματος, στο οποίο τρίτοι έχουν δικαιώματα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας ή έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στην ιδανική μερίδα ενός από τους συγκυρίους, θέλησε οι προαναφερόμενοι τρίτοι, όχι να λαμβάνουν απλώς γνώση της δίκης διανομής, αλλά και να συμμετέχουν υποχρεωτικώς σ’ αυτή, αφού από την τελεσιδικία της σχετικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 492 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εισήγαγε νέα ρύθμιση, διαφορετική από εκείνη του ΑΚ (άρθρο 803), η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται εφεξής μόνο στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη. Ακόμη ο νόμος (άρθρο 492 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να εξασφαλίσει πληρέστερα τα συμφέροντα του εν λόγω υποχρεωτικώς προσεπικαλούμενου ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, του παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο που διατάζει τη διανομή να διατάξει υπέρ αυτού τα πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα: α) της συστάσεως υποθήκης ή ενεχύρου σε αντικείμενο που με τη διανομή περιέρχονται στον οφειλέτη του, στα οποία δεν είχε συσταθεί υποθήκη ή ενέχυρο, και β) της εξοφλήσεως (εν όλω ή εν μέρει), ύστερα από αίτηση του ενυπόθηκου ή ενεχυρούχου δανειστή, της ασφαλισμένης με την υποθήκη ή το ενέχυρο απαιτήσεώς του, έστω και αν αυτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της διανομής, με την καταβολή εκ μέρους κάποιου άλλου κοινωνού ολόκληρου ή μέρους του ποσού στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με υποθήκη ή ενέχυρο, προκειμένου έτσι να εξισωθούν οι μερίδες τους. Με δεδομένα αυτά και το περαιτέρω γεγονός ότι η άσκηση της προσεπικλήσεως έχει, κατά το άρθρο 89 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ, τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής, ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής από την επίδοση σ’ αυτόν της προσεπικλήσεως καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών ανάμεσα στους οποίους διεξάγεται η δίκη της διανομής του κοινού πράγματος, υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Έτσι αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου, έστω και αν δεν άσκησε παρέμβαση. (Ολ ΑΠ 20/1995, ΑΠ 810/2018 ΧρΙδΔ 2019/345). Περαιτέρω κατά το άρθρο 1021 εδάφιο β’ του ΚΠολΔ, όταν, σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών, γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 954 παρ. 4, 955 παρ. 1, 965, 966, 967, 969 παρ. 1,  995 παρ 4 εδαφ. β΄, 1002, 1003 παρ. 1,2 και 4, 1004, 1005 παρ. 1 και 2 και 1010 ΚΠολΔ. (όπως εν προκειμένω ισχύουν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά  την τροποποίησή τους με το ν.4355/2015).Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 484 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, η οποία είναι ειδικότερη από εκείνη του άρθρου 1021 ΚΠολΔ, η διαδικασία του πλειστηριασμού, ο οποίος διατάσσεται από το δικαστήριο, όταν η κατά τα άρθρα 480 και 480Α ΚΠολΔ αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, αρχίζει με την περιγραφή των επικοίνων κατά το άρθρο 954 ΚΠολΔ και διεξάγεται όπως ορίζουν τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ. Οι προθεσμίες του άρθρου 960 παρ. 1 και 2 αρχίζουν από την κατάρτιση της έκθεσης περιγραφής, στην οποία περιγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία όλων των κοινωνών. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Ο εκούσιος πλειστηριασμός, όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ΚΠολΔ, συνιστά, ως έννομη σχέση, πώληση του ιδιωτικού δικαίου, η οποία ενεργείται με τις εγγυήσεις και τη δημοσιότητα της δημόσιας αρχής για την επίτευξη του κατά το δυνατό μεγαλύτερου τιμήματος και δεν αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων των δανειστών, ούτε υφίσταται το στοιχείο της αντιδικίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, αλλά με αυτόν επιδιώκεται η διασφάλιση ορισμένων συμφερόντων και κατά κανόνα του συμφέροντος του κυρίου του πράγματος. Ειδικότερα το άρθρο 1021 ΚΠολΔ απαριθμεί ορισμένες από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, οι οποίες εφαρμόζονται “αναλόγως” στον εκούσιο πλειστηριασμό και στις τρεις περιπτώσεις (είτε αυτός γίνεται με διάταξη νόμου είτε με δικαστική απόφαση είτε με συμφωνία των μερών). Δηλαδή οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται κατά τρόπο, ώστε να επέρχεται το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα με κατάλληλη προσαρμογή των καθοριζόμενων από αυτές όρων και προϋποθέσεων στα πραγματικά δεδομένα καθεμιάς από τις πιο πάνω περιπτώσεις. Η διαδικασία του κατ’ άρθρο 1021 ΚΠολΔ εκούσιου πλειστηριασμού, επομένως και του πλειστηριασμού που διατάσσεται με δικαστική απόφαση λόγω του ανέφικτου ή ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, ρυθμίζεται πρωτίστως από το άρθρο 484 παρ. 2 και περαιτέρω από τις διατάξεις για τον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ΚΠολΔ, όπου παραπέμπει το άρθρο 1021 ΚΠολΔ ή απαιτείται για τη συμπλήρωση των εμφανιζόμενων κενών. Κατά την εφαρμογή όμως ορισμένων διατάξεων, ως προς τη διαδικασία του εν λόγω εκούσιου πλειστηριασμού, εμφανίζονται δυσχέρειες ως προς την αντιμετώπιση ειδικότερων θεμάτων, όπως είναι η θέση και τα δικαιώματα των ενυπόθηκων και ενεχυρούχων δανειστών κατά τη διάρκεια της περί διανομής δίκης, καθώς και η τύχη των υποθηκών και των ενεχύρων μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού αυτού. Ειδικότερα, ενώ από τη διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η τύχη της υποθήκης και του ενεχύρου επί αυτούσιας διανομής των κοινών πραγμάτων, όπου, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δεν επέρχεται απόσβεση των εμπράγματων δικαιωμάτων, αλλά μεταφορά τους, κατά την ίδια έκταση, στα διαιρετά τμήματα που περιήλθαν στον οφειλέτη, αντιθέτως, όταν η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη και διατάσσεται η πώληση των επικοίνων με πλειστηριασμό δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 492 ΚΠολΔ, αλλά εκείνη του άρθρου 484 παρ.2 εδάφ.4 του ίδιου Κώδικα, η οποία προβλέπει την απόσβεση των υποθηκών και ενεχύρων που υπάρχουν στα πράγματα, τα οποία εκπλειστηριάστηκαν. Η απόσβεση αυτή επιβάλλει την ανεύρεση λύσης, η οποία να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ενυπόθηκων ή ενεχυρούχων δανειστών, χωρίς να υποχρεώνονται να προβούν σε περαιτέρω ενέργειες, λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά την παγίως ακολουθούμενη από τη νομολογία και τη θεωρία άποψη, στην περίπτωση του εκούσιου πλειστηριασμού που διατάσσεται με δικαστική απόφαση λόγω του ανέφικτου ή του ασύμφορου της αυτούσιας διανομής, δεν ισχύουν οι διατάξεις για την αναγγελία και την κατάταξη των δανειστών. Η λύση αυτή πρέπει να έχει ως αφετηρία την παραδοχή ότι οι εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές που απολαμβάνουν, κατά τον ΚΠολΔ, ειδικής προστασίας δεν μπορεί να αγνοηθούν, όταν λαμβάνει χώρα πλειστηριασμός λόγω δικαστικής διανομής. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, με τη διάταξη του άρθρου 491 παρ.1 ΚΠολΔ θεσπίζεται η υποχρεωτική προσεπίκληση στη δίκη περί διανομής (είτε πρόκειται για αυτούσια είτε για διανομή με πλειστηριασμό), με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, όσων έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσων έχουν επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς, προκειμένου να υποβάλουν αυτοτελείς αιτήσεις για την προάσπιση των εμπράγματων δικαιωμάτων τους. Το ίδιο ισχύει για τον προσημειούχο δανειστή (άρθρο 41 ΕισΝΚΠολΔ) και για τα πρόσωπα που εξομοιώνονται με τον κατασχόντα, όπως είναι οι αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές. Ο προσεπικληθείς, που εμμέσως, πλην σαφώς, εξαναγκάζεται σε παρέμβαση με την επίδοση της προσεπίκλησης, καθίσταται αναγκαίος ομόδικος των συγκυριών της δίκης διανομής (άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου σε κάθε περίπτωση, δηλαδή και αν ακόμα δεν άσκησε παρέμβαση, ενώ δεσμεύεται από το δεδικασμένο (Ολομ. ΑΠ 20/1995). Ο σκοπός της υποχρεωτικής προσεπίκλησης δεν θα πρέπει όμως να εξαντλείται στην απλή ενημέρωση και ακρόαση των πιο πάνω προσεπικαλούμενων δανειστών κατά τη διάρκεια της δίκης περί διανομής, όταν δεν παρέχεται συγχρόνως σε αυτούς η δυνατότητα να την αξιοποιήσουν δικονομικά για την προστασία των δικαιωμάτων τους, δυνατότητα η οποία, όπως προεκτέθηκε, παρέχεται μόνο στην αυτούσια διανομή, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται αδικαιολόγητα η παρεχόμενη σε αυτούς προστασία, η οποία δεν μπορεί να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της επίτευξης ή μη αυτούσιας διανομής. Κατόπιν αυτών καθίσταται αναγκαία η ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ.3 ΚΠολΔ στην αρρύθμιστη από το νόμο περίπτωση της πώλησης του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, όταν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι ανέφικτη ή ασύμφορη η αυτούσια διανομή του. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση όμοιων καταστάσεων, αφού κοινή αρχή τόσο στην αυτούσια διανομή όσο και στην πώληση με πλειστηριασμό αποτελεί η διευκόλυνση της λύσης της κοινωνίας, χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματα των ενυπόθηκων (ή προσημειούχων) και ενεχυρούχων δανειστών που προσεπικαλούνται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής, ανεξάρτητα από την κατάληξή της. Εξάλλου, κανένα πρόβλημα δεν δημιουργείται ως προς το βέβαιο της ενυπόθηκης απαίτησης, αφού η τελευταία υπολογίζεται με βάση το χρηματικό ποσό για το οποίο εγγράφηκε η υποθήκη (άρθρο 1269 ΑΚ), ενώ στην περίπτωση της προσημείωσης υποθήκης, όπου ο δανειστής δεν διαθέτει βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αλλά εξαρτώμενη από την τελεσίδικη διάγνωσή της, η προστασία οφειλέτη και δανειστή επιτυγχάνεται με την κατάθεση του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτηση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το εν λόγω ποσό αποδίδεται είτε στο δανειστή είτε στον οφειλέτη, αναλόγως με την τελεσίδικη επιδίκαση ή μη της απαίτησης. Συνεπώς ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος (ενυπόθηκος ή προσημειούχος ή ενεχυρούχος) δανειστής που προσεπικαλείται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής και ασκεί κύρια παρέμβαση, νομίμως ζητεί, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που διαταχθεί η πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, την καταβολή από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί του αναλογούντος στην απαίτησή του ποσού που ασφαλίζεται με υποθήκη (ή ενέχυρο) ή τη δημόσια κατάθεση -από το πλειστηρίασμα του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτησή του. Συνακόλουθα και η απόφαση που διατάσσει τον πλειστηριασμό προσδιορίζει συγχρόνως το οφειλόμενο ποσό που πρέπει να καταβληθεί από το πλειστηρίασμα στον ενυπόθηκο (ή ενεχυρούχο) δανειστή για την εξόφληση (ολικά ή μερικά) της ασφαλιζόμενης με την υποθήκη (ή ενέχυρο) απαίτησης του ή που πρέπει να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αναλογεί στην ασφαλιζόμενη με την προσημείωση απαίτηση, το οποίο θα αναλάβει ο προσημειούχος δανειστής μόνο μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της, ενώ, σε περίπτωση μη επιδίκασης της εν λόγω απαίτησης, θα διατάσσεται με την απόφαση η απόδοση του κατατεθέντος ποσού στον οφειλέτη. Κατ’ ακολουθίαν όσων κυρίως προαναφέρθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσεπικαλούμενοι και παρεμβάντες στη δίκη περί διανομής εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές απολαμβάνουν ισοδύναμης προστασίας (είτε διαταχθεί αυτούσια διανομή είτε πλειστηριασμός του κοινού), η οποία (προστασία) επιβάλλει την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ για την κάλυψη του νομοθετικού κενού που υπάρχει, ως προς τη ρύθμιση της τελευταίας πιο πάνω περίπτωσης .(Ολ ΑΠ 1/2016, ΑΠ 809/2018).

Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η ενάγουσα και ήδη πρώτη των εφεσιβλήτων ιστορούσε ότι αγόρασε από κοινού με την εναγόμενη το περιγραφόμενο σ΄αυτή διαμέρισμα στο οποίο η προσεπικαλούμενη τραπεζική εταιρία ενέγραψε προσημείωση υποθήκης ποσού 208.000 ευρώ  προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της ύψους 160.000 ευρώ. Ζήτησε δε, την δια πλειστηριασμού πώληση αυτού ενόψει του ανέφικτου της αυτούσιας διανομής καθώς εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο απέκτησαν από κοινού το διαμέρισμα αυτό και περαιτέρω, την πληρωμή σ΄αυτήν νομιμοτόκως των αναφερομένων στην αγωγή δαπανών στις οποίες υπεβλήθη  για το ακίνητο αυτό από την μερίδα της τελευταίας. Με την ανωτέρω αγωγή συνεκδικάστηκε και η ασκηθείσα από την ενάγουσα  προσεπίκληση σε παρέμβαση της ανωτέρω  τραπεζικής εταιρίας,  η οποία  παρενέβη και  ισχυριζόμενη  ότι έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης για ποσό 208.000 ευρώ στο επίκοινο ακίνητο για την εξασφάλιση απαίτησής της ύψους 160.000 ευρώ  πλέον τόκων και εξόδων, η οποία (απαίτηση)  στις 1-6-2017 είχε μειωθεί  σε 98.895,46 ευρώ  ζήτησε να υποχρεωθεί ο επι του πλειστηριασμού υπάλληλος να καταθέσει από το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το  ποσό των 98.895,46 ευρώ ώστε σε περίπτωση αντισυμβατικής συμπεριφοράς των διαδίκων  να ικανοποιηθεί απ΄αυτό μετά την τελεσίδικη επιδίκαση αυτής. Επί της ανωτέρω αγωγής, της προσεπικλήσεως και παρεμβάσεως   εκδόθηκε η εκκαλουμένη με την οποία  διατάχθηκε η με πλειστηριασμό πώληση του επικοινου ακινήτου και περαιτέρω  η  απόδοση στην ενάγουσα  από το μερίδιο της εναγομένης του ποσού των 10.000 ευρώ, ενώ απορρίφθηκε ως  μη νόμιμο το αίτημα της προσεπικαλούμενης -παρεμβαίνουσα περί κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων  του ποσού που αντιστοιχούσε στην ασφαλιζόμενη απαίτηση αυτής με την αιτιολογία ότι από καμία διάταξη νόμου δεν παρέχεται η δυνατότητα  στο Δικαστήριο να διατάξει σε δίκη διανομής την καταβολή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού  σε τρίτον καθόσον με την προσεπίκληση επιδιώκεται μόνο να εκπληρωθεί ο σκοπός της ενημέρωσης (και ακρόασης) των εμπραγμάτων δανειστών περί της δίκης διανομής. Ήδη κατά της αποφάσεως βάλλει η καθ΄ης η προσεπίκληση-παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί  την εξαφάνιση της απόφασης ως προς την διάταξη απόρριψης του αιτήματος κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του ποσού που αντιστοιχούσε στην ασφαλιζόμενη απαίτηση αυτής και την παραδοχή του αιτήματος αυτού ώστε σε περίπτωση αντισυμβατικής συμπεριφοράς των διαδίκων  να ικανοποιηθεί μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεώς της.  Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος  αφού ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος (ενυπόθηκος ή προσημειούχος ή ενεχυρούχος) δανειστής που προσεπικαλείται υποχρεωτικά στη δίκη περί διανομής και παρεμβαίνει, νομίμως ζητεί, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 492 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που διαταχθεί η πώληση του κοινού πράγματος με πλειστηριασμό, την καταβολή από το πλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί του αναλογούντος στην απαίτησή του ποσού που ασφαλίζεται με υποθήκη (ή ενέχυρο) ή τη δημόσια κατάθεση από το πλειστηρίασμα του ποσού που αντιστοιχεί στην ασφαλιζόμενη με προσημείωση απαίτησή του, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της  απόφασης αυτής  προκειμένου  οι προσεπικαλούμενοι και παρεμβάντες στη δίκη περί διανομής εμπραγμάτως ασφαλισμένοι δανειστές ν΄απολαμβάνουν ισοδύναμη προστασία ειτε διαταχθεί αυτούσια διανομή είτε πλειστηριασμός του επίκοινου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα αντίθετα και απέρριψε το σχετικό αίτημα υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον βάσιμο λόγο της εφέσεως η οποία κατ΄ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το τμήμα αυτής που αφορά στην απόρριψη του εν λόγω αιτήματος, να κρατηθεί η υπόθεση ως προς αυτό από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται και από τις ομολογίες αυτών που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις αυτών, οι οποίες εξειδικεύονται παρακάτω αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η προσεπικαλούμενη και παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………» έχει εγγράψει προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της ύψους 160.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων δυνάμει της από 29-5-2005 και με αριθμό ……….. συμβάσεως με την οποία δανειοδότησε τους αρχικούς διαδίκους, προσημείωση υποθήκης για ποσό 208.000 ευρώ σε  ακίνητο επιφανείας 75 τμ και μετά από τακτοποίηση ημιυπαίθριου χώρου 90,32τμ,  κειμένου στον πέμπτο όροφο οικοδομής επι της οδού ………..,  συνιδιοκτησίας της  ενάγουσα και της εναγόμενης, το οποίο έχει καταχωριστεί στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά με ΚΑΕΚ  ……… και  για το οποίο  έχει ήδη διαταχθεί με τις λοιπές διατάξεις της εκκαλουμένης η  δια πλειστηριασμού πώληση αυτού. Η προσημείωση αυτή ενεγράφη στις 27-12-2005 στο βιβλίο Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά στον τόμο … και στο φύλλο …  και με αριθμό 1 (βλ υπ΄αριθμόν …../2005 πιστοποιητικό υποθηκοφυλακείου Πειραιά). Η ανωτέρω απαίτηση της προσεπικαλουμένης – παρεμβαίνουσας λόγω σταδιακών καταβολών ανερχόταν  στις  1-6-2017  (ήτοι είκοσι ημέρες προ της καταθέσεως των προτάσεων από μέρους της τελευταίας) στο ποσό των 98.895,46 ευρώ, όπως συνομολογείται από την προσεπικαλούμενη – παρεμβαίνουσα (βλ δικόγραφα προτάσεων). Συνεπώς, πρέπει προς εξασφάλιση της απαίτησης αυτής να διαταχθεί ο υπάλληλος του πλειστηριασμού να καταθέσει το ποσό αυτό από το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων προκειμένου να καταστεί εφικτή η ικανοποίηση της προσεπικαλούμενης – παρεμβαίνουσας μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης της  σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεών των αρχικών διαδίκων, απορριπτομένου του αιτήματος της πρώτης εφεσίβλητης περί  κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων του ποσού των 82.301,49 ευρώ στο οποίο ανερχόταν  στις 1-11-2019 η απαίτηση της δανείστριας Τράπεζας καθόσον  με την εγγραφείσα προσημείωση ασφαλίστηκε  όχι μόνο η απαίτηση  της τελευταίας,  αλλά και οι τόκοι και τα έξοδα επ΄αυτής και επομένως,  το ποσό των 98.895,46 ευρώ στο οποίο στις 1-6-2017 ανερχόταν η απαίτηση της δανείστριας Τράπεζας  κρίνεται ότι δικαιολογημένα  πρέπει να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Συνακόλουθα,  πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα της προσεπικαλουμένης – παρεμβαίνουσας Τραπεζικής Εταιρίας ως βάσιμο και κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ της εκκαλούσας και της πρώτης εφεσίβλητης καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ενώ για τον αυτό λόγο  δεν πρέπει να επιβληθούν ούτε σε βάρος της  απολειπομένης δεύτερης εφεσίβλητης (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ). Πρέπει, επίσης, να διαταχθεί και η επιστροφή  του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στην εκκαλούσα κατ΄ άρθρο 495 παρ γ ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να οριστεί και το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που η δεύτερη εφεσίβλητη ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (αρθρα 501,502 παρ 1 και 505 παρ 2 ΚΠολ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία της πρώτης των εφεσιβλήτων και  ερήμην της δεύτερης εξ αυτών

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 3314/2018 οριστική  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά μόνο κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα της εκκαλούσας προσεπικληθείσας παρεμβαίνουσας.

ΚΡΑΤΕΙ  και ΔΙΚΑΖΕΙ την με ειδικό αριθμό καταθ. ……/2017 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την με ειδικό αριθμό καταθ. ……/2017 προσεπίκληση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου και  την διά των προτάσεων ασκηθείσα κύρια παρέμβαση μόνο ως προς το αίτημα της εκκαλούσας-προσεπικαλουμένης-παρεμβαίνουσας.

ΔΕΧΕΤΑΙ παρέμβαση

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του ακινήτου που περιγράφεται στο σκεπτικό της παρούσας, να καταθέσει το  ποσό των 98.895,46 ευρώ  από το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το οποίο αντιστοιχεί  σε απαίτηση της εκκαλούσας  εκ της   από 29-5-2005 και με αριθμό ……….. συμβάσεως δανείου που συνήψε με τις δυο εφεσίβλητες  προκειμένου αυτή να ικανοποιηθεί μετά την τελεσίδικη επιδίκασή αυτής .

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα  αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ της εκκαλούσας και της πρώτης εφεσίβλητης

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης  στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   18 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ